A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ ΚΑΙ Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΓΟΛΓΟΘΑ (Ἄρθρο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Γρηγόριου)



Τῆς Σταυροπροσκυνήσεως καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ Γολγοθᾶ.

Ἡ Ἐκκλησία ἔχει καθιερώσει τὴν Γ´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν στὸ μέσον τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς νὰ ἑορτάζει τὴν Χάρη τοῦ Τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Προτρέπει τὸν κάθε πιστὸ νὰ ἀντλήσει δύναμη καὶ παρηγορία μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ στὸν προσωπικὸ πνευματικὸ ἀγῶνα τῆς ἄσκησης καὶ τῆς προσευχῆς. Μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ὁ χριστιανὸς προσπαθεῖ νὰ βιώνει μὲ πνευματικὸ τρόπο τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ, νὰ ταυτίζει τὸν ἑαυτὸ του μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Γολγοθᾶ στὸν βαθμὸ ποὺ μπορεῖ, νὰ ἀντιμετωπίζει τὰ προσωπικὰ ἀδιέξοδα καὶ προβλήματα τῆς καθημερινότητας ὡς ἐσταυρωμένος χριστιανὸς μιμούμενος τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ταυτόχρονα νὰ ὡριμάζει καὶ νὰ αὐξάνει μέσα του τὴν βεβαιότητα τῆς ἀναστάσεως.

 

Τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ βιώνεται ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματικὴ ὡριμότητα τοῦ χριστιανοῦ. Ἡ Χάρις τοῦ Σταυροῦ παρόλο ποὺ δίδεται πλυσιοπάροχα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὡστόσο ὅμως ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει διαφορετικὲς πνευματικὲς ἀντοχὲς, διαφορετικὰ πνευματικὰ φίλτρα γιὰ τὴν βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ λαμβάνει τὴν ἀνάλογη Χάρη, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἀνάλογο προσωπικὸ ἀγῶνα τοῦ κάθε πιστοῦ. 

 

Τὸ σκηνικὸ τοῦ Γολγοθᾶ περιγράφει τρεῖς σταυρούς, τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς σταυροὺς τῶν δύο ληστῶν. Αὐτὸ ὡς εἰκόνα ἀποτυπώνει τὴν καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώπου στὸν ἀγῶνα τῆς σωτηρίας του, ἰδιαιτέρως κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Τὸ σκηνικὸ αὐτὸ, δηλαδὴ οἱ τρεῖς σταυροὶ τοῦ Γολγοθᾶ, ἀντιπροσωπεύει τρεῖς  διαφορετικὲς κατηγορίες ἀνθρώπων. Ἄς δοῦμε τὸν κάθε σταυρό καὶ θὰ κατανοήσουμε σὲ ποιὰ κατηγορία μποροῦμε νὰ ἐντάξουμε τὸν ἑαυτὸ μας. 

 

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Σταυρὸς τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀντιπροσωπεύει τοὺς ἁγίους. Ἐδῶ εἶναι ἡ κατηγορία τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ποὺ μιμήθηκαν τὸν Χριστὸ στὴν καθημερινότητά τους. Σχετίστηκαν με τὸν Χριστὸ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν συνάνθρωπο μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ βίωσαν τὴν σταυρικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο καὶ κατανόησαν ὅτι ἡ συγχωρητικότητα εἶναι μεγαλύτερη σὲ ἀξία ὅταν δίδεται ἀκόμα καὶ ὅταν δὲν ζητεῖται ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει κάνει τὸ λάθος. Νὰ λέγει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος στὸν συνάνθρωπο του, ὅπως ὁ Χριστὸς «πάτερ ἄφες αὐτοῖς». Νὰ συγχωρεῖ δηλαδὴ ἐκεῖνον ποὺ τοῦ ἔχει κάνει κακὸ καὶ ταυτόχρονα νὰ αἰσθάνεται πληρότητα ἀγάπης στὸν συνάνθρωπο, σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα καὶ πρὸς ὅλη τὴν κτίση. 

 

Ὁ δεύτερος σταυρὸς εἶναι ὁ σταυρὸς τῆς μετανοίας τοῦ ληστοῦ ποὺ ἀντιπροσωπεύει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μετανόησαν. Ὁ ἐν ἐπιγνώσει ἁμαρτωλὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ περιγράφει μὲ λίγα ἕως καθόλου λόγια τὴν ἁμαρτωλότητά του. Δὲν περιγράφει τὴν ἁμαρτωλότητά του στὸ περίπου καὶ αὐτὸ τὸ περίπου νὰ τὸ συνοδεύει μὲ ἀκαταμάχητες δικαιολογίες. Εἶναι εἰλικρινὴς καὶ δὲν ντρέπεται ἐνώπιον τῆς Ἀληθείας νὰ πεῖ τὴν δικὴ του ἀλήθεια, τὴν ἀλήθεια τῆς ἁμαρτωλότητάς του μὲ ἐπίγνωση καὶ μὲ βαθειὰ ἀγωνία γιὰ τὴν σωτηρία του.

 

Ὁ τρίτος σταυρὸς εἶναι ὁ σταυρὸς τῆς ἀρνήσεως ποὺ ἀντιπροσωπεύει τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ δὲν μετανοοῦν. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ποὺ νομίζουν ὅτι  κάνουν τὸ σωστὸ στὴν ζωὴ τους τόσο καλὰ, ἔτσι ὥστε δὲν χρειάζεται νὰ ἀλλάξουν. Εἶναι ἀμετακίνητοι σὲ αὐτὸ ποὺ πιστεύουν ὅπως καὶ ὁ ἐξ εὐωνύμων ληστὴς στὸν Γολγοθᾶ. Φθάνουν στὸ σημεῖο νὰ ἀμφισβητοῦν τὴν Ἀλήθεια μὲ τὴν δικὴ τους ἀλήθεια. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὴν τάση νὰ συμβουλεύουν ἐστιάζοντας στὰ λάθη τοῦ ἄλλου. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως ἐξαπατοῦν τὸν ἑαυτὸ τους καὶ τὸν ἀκροατὴ τους δῆθεν ὅτι βοηθοῦν ἐκφράζοντας αὐστηρότητα, ἀδιαλαξία, ὑποτίμηση, ἀπαξίωση ἔως καὶ ἀπάνθρωπη συμπεριφορά μὲ τὴν δικαιολογία «τὰ λέω γιὰ τὸ καλὸ σου που σὲ ἀγαπῶ». Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βλέπουν τὸ καλὸ ποὺ συμβαίνει στὸν διπλανὸ τους καὶ τὸ δικὸ τους καλὸ τὸ παρουσιάζουν ὡς ἐπίτευγμα παρόλο ποὺ τὸ δικὸ τους καλὸ εἶναι μικρότερο ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὸν μικρότερο διπλανό τους. Ἀπὸ τὴν ἄλλη δὲν συνειδητοποιοῦν ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνουν οὐσιαστικὰ εἶναι νὰ σκεπάζουν τὰ δικὰ τους λάθη καὶ πάθη. 

 

Αὐτὸ τὸ κάνουν ἀσυνείδητα εἶναι ὅτι προβάλουν μία ἀδιόρατη ἀσπίδα ἄρνησης νὰ δεχθοῦνε μία συμβουλὴ, ἕνα καλὸ τοῦ ἄλλου μὲ μία δῆθεν ἠθικὴ ἡ ὁποία ἐνίοτε ἐκφράζεται καὶ μὲ ἀνήθικο χιούμορ. Ἐπίσης δὲν ἐπιτρέπουν ἀκόμα καὶ στὸν ἀδελφὸ τους νὰ τοὺς βοηθήσει παρόλο ποὺ ἔχουν κάνει λάθος. Τέλος τροφοδοτοῦν τὸν ἑαυτὸ τους μὲ ἐωσφορικὴ δῆθεν ἀγάπη καὶ ταυτόχρονα ἀποσυνδέονται ἀπὸ τὴν πραγματικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. 

 

Συνοπτικὰ οἱ τρεῖς κατηγορίες χριστιανῶν εἶναι: ἡ πρώτη τῶν ἁγίων, ἡ δεύτερη τῶν ἁμαρτωλῶν ποὺ μετανοοῦν καὶ ἡ τρίτη τῶν ἁμαρτωλῶν ποὺ δὲν μετανοοῦν. Ὁ καθένας τώρα θὰ μποροῦσε νὰ σκεφτεῖ ποὺ βρίσκεται, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ σκεφτεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸ του εἶναι νὰ πεῖ «μπορεῖ νὰ μὴν ἀνήκω στὴν πρώτη κατηγορία τῶν ἁγίων,  ἀλλὰ προσπαθῶ νὰ εἶμαι ἢ εἶμαι στὴν κατηγορία τῶν ἁμαρτωλῶν ποὺ ἐκφράζουν μετάνοια». Σὲ καμία ὅμως περίπτωση ἕνας πιστὸς δὲν θὰ πεῖ στὸν ἑαυτὸ του ὅτι ἀνήκει στὴν κατηγορία τῶν ἀμετανοήτων ἤ ἄν ὑπάρχει κάποιος τότε θὰ εἶναι ἐξαίρεση. Δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς καρδίας τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὅμως μποροῦμε νὰ δοῦμε τὶ μποροῦμε νὰ κάνουμε μὲ τὸν ἑαυτό μας.  

 

Αὐτὸ ὅμως ποὺ θὰ πρέπει νὰ δοῦμε κυρίως ὄχι ἁπλῶς τὶ πιστεύουμε γιὰ τὸν ἑαυτὸ μας, ἀλλὰ τὶ σταυρὸ σηκώνουμε στην πραγματικότητα, διότι μέσα ἀπὸ αὐτὴν προοπτικὴ μποροῦμε νὰ ἀξιολογήσουμε τὸν ἑαυτό μας. Ἐάν πιστεύει κάποιος ὅτι σηκώνει σταυρὸ θὰ πρέπει νᾶ δεῖ ἐὰν αὐτὸς ὁ σταυρὸς ποὺ σηκώνει εἶναι ὁ σταυρὸς τῆς μετανοίας συνειδητά, ἢ ὁ σταυρὸς τῆς ἀρνήσεως ἀσυνείδητα. 

 

Ἄν περιγράφεις τὸν ἑαυτὸ σου μὲ ἐσωτερικοὺς διαλόγους στὸ τι δὲν κάνεις καλὰ καὶ πῶς θὰ τὸν βελτιώσεις, 

ἄν συμβουλεύεις μὲ τὴν σιωπὴ σου καὶ τὸ παράδειγμα σου τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγαπᾶς, τὸ παιδὶ σου καὶ τὸν διπλανό σου, 

ἄν ἀναζητᾶς στὴν προσωπικὴ σου ζωὴ τὸ καλὸ καὶ τὸ καλὸ νὰ τὸ ἐπιδιώκεις ἐν Χριστῷ, 

ἄν στὴν ζωὴ σου ἀναζητᾶς τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ σὲ χαριτώνει μὲ πληρότητα χαρᾶς, 

ἄν μέσα ἀπὸ μικρὲς στιγμὲς ἀνακαλύπτεις τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ ποὺ σοῦ δίνει χαρὰ καὶ ἐλπίδα, 

τότε βρίσκεσαι στὴν κατηγορία τῶν μετανοοῦντων, διάλεξες τὸν σταυρὸ τῆς μετανοίας. 

 

Ἄν περιγράφεις τὸν ἑαυτὸ σου τὶ κάνει τόσο καλὰ καὶ αὐτὸ τὸ καλὸ τὸ κάνει ὅσο κανένας ἄλλος παρουσιάζοντας ἀκόμα καὶ τὰ ἐπιτεύγματα καὶ ἀνδραγαθήματα σου, 

ἄν συμβουλεύεις τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγαπᾶς, τὸ παιδὶ σου καὶ τὸν διπλανὸ σου μὲ λογικὲς συμβουλὲς οἱ ὁποῖες εἶναι ἀκαταμάχητες καὶ γοητευτικὲς καὶ σὲ θαυμάζει ὁ καθένας ὅπως περιγράφεις αὐτὲς τὶς συμβουλές, 

ἄν ἐπιδιώκεις νὰ βρίσκεις χαρὰ μέσα ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ θέλεις νὰ τὰ αὐξήσεις εἰς βάρος τοῦ ἄλλου, 

ἄν θέλεις νὰ μιλᾶς γιὰ τὶς δικές σου ἀνάγκες καὶ ἀγνοεῖς τὶς ἀνάγκες τοῦ διπλανοῦ σου, 

τότε ἔχεις ἐπιλέξει τὸν σταυρὸ τῆς ἀρνήσεως, ἀνήκεις στὴν κατηγορία τῶν ἀμετανοήτων. 

Τελικὰ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται μὲ τὸν τρόπο ποὺ σχετίζεται κάποιος μὲ τὸν διπλανὸ του καὶ ὄχι μὲ αὐτὸ ποὺ νομίζει ὅτι εἶναι ἢ τὶ κάνει κατὰ τὴν ἄποψη του. 

 

Οἱ περισσότεροι χριστιανοὶ συνήθως μιλάνε γιὰ τὸν σταυρὸ τους, ἀλλὰ ἀσυνείδητα ἐπιλέγουν τὸν σταυρὸ τῆς ἀρνήσεως, μιλάνε τὶ πρέπει νὰ γίνει καλὰ σὲ μία κοινωνία, ἀλλὰ κάνουν τὰ ἀντίθετα στὴν μικρὴ τους κοινωνία στὴν ἐνορία τους ἤ στὴν εὐρύτερη οἰκογένεια τους. Εἶναι σημαντικὸ νὰ γίνεται ἕνας εἰλικρινὴς ἐσωτερικὸς διάλογος μὲ τὸν ἑαυτὸ μας. Αὐτὸ ποὺ ἀλλάζει τὴν κοινωνία καὶ τὸν διπλανὸ μας εἴτε εἶναι πολὺ κοντὰ μας εἴτε ὄχι εἶναι το παράδειγμα μας καὶ ὄχι ἡ εὐφυία καὶ ἡ μόρφωση. 

 

Τὸ πρότυπό μας εἶναι ὁ Χριστὸς, εἶναι ἡ σταυρικὴ του θυσία χωρὶς ἀνταλλάγματα. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ κάνω ἐγὼ εἶναι νὰ ἀλλάζω ἐγὼ πρώτα καὶ στὸ ποσοστὸ ποὺ ἀλλάζω ἐγὼ πρώτα, στὸ ἴδιο ποσοστὸ ἀλλάζει ὁ ἄλλος καὶ ἡ κοινωνία μας. Δημιουργοῦμε καὶ πλάθουμε τὴν μελλοντικὴ γενεὰ μὲ τὸ παράδειγμά μας καὶ ὄχι μὲ τα πτυχία μας διότι ἀπὸ μόνα τους δὲν φθάνουν. Ἐπομένως ἡ εἰκόνα τοῦ Γολγοθᾶ καὶ ἡ Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως δὲν εἶναι μόνο ἀνάμνηση, ἀλλὰ προσωπικὴ βιωματικὴ ἐπανάληψη μὲ ἀναστάσιμα ἀποτελέσματα σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, προσωπικὸ, οἰκογενειακὸ καὶ στὸ ἴδιο τὸ ἔθνος. 

 

Ἄς συνεχίσουμε τὴν σταυροαναστάσιμη πορεία μας ὅσο δύσκολη καὶ ἐὰν εἶναι. Ἄς ἐπιλέξουμε συνειδητὰ τὸν σταυρὸ τῆς μετανοίας. Ἄς κάνουμε τώρα τὴν διαφορὰ συγκρίνοντας τὸ πρὶν καὶ τὸ μετὰ μὲ τὸν ἑαυτὸ μας. Ποτὲ δὲν εἶναι ἀργά, ἔχουμε χρόνο καὶ προλαβαίνουμε διότι ὅλοι μποροῦμε. Στὸ τέλος ἀποζημειωνόμαστε μὲ τὴν ἀναστάσιμη χαρά καὶ ἡ εὐχὴ μας εἶναι νὰ συναντηθοῦμε ὅλοι μας ἐν Χριστῷ.

Καλὸ Πάσχα μὲ ἀγῶνα καὶ ἔργα μετανοίας!

 ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ: Ἀπόστολος - Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου



Απόστολος Κυριακής : (βρ. δ΄, 14 – ε΄,6)

δελφοί, χοντες ρχιερα μγαν διεληλυθτα τος ορανος, ησον τν υἱὸν το Θεο, κρατμεν τς μολογας. Ο γρ χομεν ρχιερα μ δυνμενον συμπαθσαι τας σθενεαις μν, πεπειρασμνον δ κατ πντα καθ' μοιτητα χωρς μαρτας. Προσερχμεθα ον μετ παρρησας τ θρν τς χριτος, να λβωμεν λεον κα χριν ερωμεν ες εκαιρον βοθειαν. Πς γρ ρχιερες ξ νθρπων λαμβανμενος πρ νθρπων καθσταται τ πρς τν Θεν, να προσφρ δρ τε κα θυσας πρ μαρτιν, μετριοπαθεν δυνμενος τος γνοοσι κα πλανωμνοις, πε κα ατς περκειται σθνειαν· κα δι τατην φελει, καθς περ το λαο, οτω κα περ αυτο προσφρειν πρ μαρτιν. Κα οχ αυτ τις λαμβνει τν τιμν, λλ καλομενος π το Θεο, καθπερ κα αρν. Οτω κα  Χριστς οχ αυτν δξασε γενηθναι ρχιερα, λλ'  λαλσας πρς ατν· υἱός μου ε σγ σμερον γεγννηκ σε· καθς κα ν τρ λγει· σ ερες ες τν αἰῶνα κατ τν τξιν Μελχισεδκ.

Ἀπόδοση

δελφοί, ἄς κρατήσουμε, λοιπόν, σταθερά τήν πίστη πού ὁμολογοῦμε. Γιατί ἔχουμε μέγαν ἀρχιερέα - τόν Ἰησοῦ, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ - πού ἔφτασε ὡς τό θρόνο τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχουμε ἀρχιερέα πού νά μήν μπορεῖ νά συμμεριστεῖ τίς ἀδυναμίες μας. Ἀντίθετα, ἔχει δοκιμαστεῖ σέ ὅλα, ἐπειδή ἔγινε ἄνθρωπος σάν κι ἐμᾶς, χωρίς ὅμως νά ἁμαρτήσει. Ἄς πλησιάσουμε, λοιπόν, μέ θάρρος τό θρόνο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, γιά νά μᾶς σπλαχνιστεῖ καί νά μᾶς δωρίσει τή χάρη του, τήν ὥρα πού τή χρειαζόμαστε. Κάθε ἀρχιερέας πού προέρχεται ἀπό ἀνθρώπους ἐγκαθίσταται γιά νά ὑπηρετήσει τό Θεό γιά χάρη τους καί γιά νά προσφέρει δῶρα καί θυσίες γιά τίς ἁμαρτίες τους. Εἶναι σέ θέση νά δείχνει ἀνοχή σ΄ ὅσους ζοῦν στήν ἄγνοια καί στήν πλάνη, ἀφοῦ κι ὁ ἴδιος ἔχει ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Ἐξαιτίας τούς εἶναι ὑποχρεωμένος νά προσφέρει, ὅπως γιά τό λαό, ἔτσι καί γιά τόν ἑαυτό του, θυσίες γιά τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἐπίσης, κανένας δέν παίρνει μόνος του αὐτή τήν τιμή, ἀλλά ὅταν τόν καλέσει ὁ Θεός, ὅπως ἀκριβῶς κάλεσε τόν Ἀαρῶν. Ἔτσι κι ὁ Χριστός, δέν τίμησε ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του μέ τό ἀξίωμα τοῦ ἀρχιερέα, ἀλλά τοῦ τό ἔδωσε ἐκεῖνος πού τοῦ εἶπε: Ἐσύ εἶσαι ὁ Υἱός μου, ἐγώ σήμερα σέ γέννησα. Σ΄ ἕνα ἄλλο σημεῖο ἡ Γραφή λέει: Ἐσύ εἶσαι ἱερέας γιά πάντα ὅπως ὁ Μελχισεδέκ.

Ερμηνεία της Αποστολικής περικοπής του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Όμως ο απόστολος Παύλος δεν αναθέτει τα πάντα στον ιερέα,


αλλά ζητάει και τη δική μας συνδρομή, και εννοώ την ομολογία της πίστης«Ἔχοντες οὖν ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας (: Αφού λοιπόν, σύμφωνα και με όσα είπαμε, έχουμε μεγάλο Αρχιερέα, ο οποίος έχει πλέον διασχίσει τους ουρανούς και μπήκε στον τόπο της αιώνιας αναπαύσεως, στην ουράνια βασιλεία Του όπου μας περιμένει, τον Ιησού δηλαδή, ο οποίος δεν είναι ένας απλός άνθρωπος αλλά και ο Υιός του Θεού, ας κρατούμε καλά την ομολογία της πίστεώς μας προς Αυτόν)». Ποια ομολογία εννοεί; Ότι υπάρχει ανάσταση, ότι υπάρχει ανταπόδοση, ότι υπάρχουν άπειρα αγαθά, ότι ο Χριστός είναι Θεός, ότι η πίστη είναι ορθή. Αυτά ας ομολογήσουμε, αυτά ας κρατάμε σταθερά. Και ότι αυτά είναι αληθινά, φαίνεται από το ότι ο αρχιερέας είναι μέσα. Επομένως ας ομολογήσουμε, αυτά ας κρατάμε σταθερά. Και ότι αυτά είναι αληθινά, φαίνεται από το ότι ο αρχιερέας είναι μέσα. Επομένως ας ομολογήσουμε ότι δεν έχουμε πέσει. Αν και τα πράγματα δεν είναι κοντά, εμείς όμως ας ομολογήσουμε· αν ήταν πριν από λίγο, ήταν ψέμα. Ώστε και αυτό είναι αληθινό, το ότι μετατίθενται.

Καθόσον και ο αρχιερέας μας είναι μέγας· «οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν (: Και μην περάσει ποτέ από τον νου μας ότι, αφού Αυτός είναι τώρα στους ουρανούς, δε θα δείξει ενδιαφέρον για μας. Διότι δεν έχουμε αρχιερέα που να μην μπορεί να μας συμπαθήσει στις ηθικές και φυσικές αδυναμίες μας, επειδή τάχα δε γνωρίζει τα όσα μας συμβαίνουν ή επειδή υψώθηκε τόσο πολύ)». «Δεν αγνοεί», λέγει, «τα δικά μας, όπως πολλοί αρχιερείς, οι οποίοι δεν γνωρίζουν αυτούς από το ποίμνιό τους που βρίσκονται σε θλίψεις, αλλά ούτε ότι υπάρχει ποτέ θλίψη. Γιατί στην περίπτωση των ανθρώπων είναι αδύνατο να γνωρίζει την ταλαιπωρία εκείνου που υποφέρει αυτός που δεν τη δοκίμασε και δεν την αισθάνθηκε. Τα πάντα υπέφερε ο δικός μας αρχιερέας. Γι’ αυτό λοιπόν πρώτα υπέφερε και ύστερα ανέβηκε στον ουρανό, για να μπορεί να δείχνει συμπάθεια».

«πεπειραμένον δὲ κατὰ πάντα καθ᾿ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας (: αλλά έχουμε Αρχιερέα ο οποίος έχει αντιμετωπίσει πειρασμούς με όλους τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να δοκιμασθεί η ανθρώπινη φύση. Έχει αντιμετωπίσει πειρασμούς εξ ολοκλήρου όμοια με εμάς, χωρίς όμως να υποπέσει σε καμία αμαρτία)». Πρόσεχε πως και παραπάνω ανέφερε τα «παραπλησίως (: με παρόμοιο τρόπο)», και εδώ το «καθ᾿ ὁμοιότητα (: σύμφωνα με την ομοιότητά Του με εμάς)». Δηλαδή διώχθηκε, φτύστηκε, κατηγορήθηκε, χλευάστηκε, συκοφαντήθηκε, αποπέμφθηκε, στο τέλος σταυρώθηκε. «πεπειραμένον δὲ κατὰ πάντα καθ᾿ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας (: έχουμε Αρχιερέα ο οποίος έχει αντιμετωπίσει πειρασμούς με όλους τους τρόπους που μπορεί να δοκιμαστεί η ανθρώπινη φύση. Έχει αντιμετωπίσει πειρασμούς εξ ολοκλήρου όμοια με εμάς, χωρίς όμως να υποπέσει σε καμία αμαρτία)». Εδώ και κάτι άλλο υπαινίσσεται, ότι ήταν δυνατό να υποφέρει χωρίς να αμαρτήσει και να βρεθεί σε θλίψεις. Ώστε και όταν λέγει «ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς (: με σάρκα η οποία έμοιαζε μόνο, αλλά δεν ήταν και πραγματική σάρκα της αμαρτίας)» [Ρωμ. 8, 3], δεν εννοεί αυτό, ότι είχε ομοίωμα σάρκας, αλλά ότι ανέλαβε σάρκα. Γιατί λοιπόν είπε «ἐν ὁμοιώματι»; Μιλούσε για αμαρτωλή σάρκα, αφού ήταν όμοια με τη δική μας σάρκα· γιατί στη φύση ήταν η ίδια με τη δική μας, στην αμαρτία όμως δεν ήταν η ίδια.

«προσερχώμεθα οὖν μετὰ παῤῥησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν (: Αφού λοιπόν τέτοιος είναι ο Αρχιερέας μας ας πλησιάζουμε με θάρρος και άφοβη εμπιστοσύνη στο βασιλικό Του θρόνο, από τον οποίο πηγάζει η χάρη. Ας πλησιάζουμε σε Αυτόν για να λάβουμε συγχώρηση για τις αμαρτίες μας και για να βρούμε εύνοια και δωρεές που θα μας δώσουν άμεση βοήθεια σε κάθε κρίσιμη ώρα πειρασμού)».

Ποιον εννοεί «θρόνον τῆς χάριτος»; Τον βασιλικό θρόνο, για τον οποίο λέγει: «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου (: Είπε ο Κύριος και Θεός μου προς τον Κύριο και Θεό μου, προς τον Μεσσία· ‘’Κάθισε στα δεξιά του θρόνου μου και εγώ θα θέσω όλους τους εχθρούς σου ως υποπόδιο των ποδών Σου’’)» [Ψαλμ. 109, 1]. Σαν να έλεγε: «ας πλησιάζουμε με θάρρος, γιατί έχουμε αναμάρτητο αρχιερέα, που κατανικάει την οικουμένη»· γιατί λέγει: «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον (: Αλλά έχετε θάρρος. Εγώ έχω νικήσει τον κόσμο. Και με τη νίκη μου αυτή εξασφάλισα και για σας τον θρίαμβο και τη δόξα)»[Ιω. 16, 33]. Γιατί αυτό σημαίνει το να πάθει τα πάντα, αλλά να είναι καθαρός από αμαρτίες. «Αν εμείς», λέγει, «είμαστε αμαρτωλοί και Αυτός αναμάρτητος, πώς να πλησιάζουμε με θάρρος; Γιατί είναι θρόνος χάριτος, όχι θρόνος κρίσης τώρα. Γι’ αυτό ας πλησιάζουμε με θάρρος», λέγει, «για να λάβουμε έλεος, όπως ζητάμε». Το πράγμα είναι γενναιοδωρία και δωρεά βασιλική.

«ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν (: και για να βρούμε εύνοια και δωρεές που θα μας δώσουν άμεση βοήθεια σε κάθε κρίσιμη ώρα πειρασμού)». «Αν τώρα πλησιάσεις», λέγει, «θα λάβεις και χάρη και ευσπλαχνία, γιατί πλησιάζεις την κατάλληλη ώρα. Αν όμως πλησιάσεις τότε, δε θα λάβεις πια, γιατί άκαιρη θα είναι τότε η προσέλευσή σου, επειδή δε θα είναι τότε θρόνος χάριτος». Θρόνος χάριτος είναι όσο κάθεται και δίνει χάρη ο βασιλιάς. Όταν όμως έλθει η συντέλεια, τότε σηκώνεται για να κρίνει. Γιατί λέγει: «ἀνάστα, ὁ Θεός, κρίνων τὴν γῆν, ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι (: Σήκω, Θεέ μου, και εφάρμοσε τη δίκαιη κρίση Σου και απόφαση επί της γης, διότι κάτω από τη δική Σου κυριότητα και κατοχή βρίσκονται όλα τα έθνη)» [Ψαλμ. 81, 8]. Μπορούμε να πούμε και κάτι άλλο. «Ας πλησιάζουμε», λέγει, «με θάρρος», δηλαδή χωρίς να συναισθανόμαστε κανένα κακό, χωρίς να διστάζουμε. Γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να πλησιάσει με θάρρος. Γι’ αυτό και αλλού λέγει: «οὕτως λέγει Κύριος· καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι καὶ ἔπλασά σε καὶ ἔδωκά σε εἰς διαθήκην ἐθνῶν τοῦ καταστῆσαι τὴν γῆν καὶ κληρονομῆσαι κληρονομίας ἐρήμους (: Αυτά λέγει ο Κύριος: ‘’Σε κατάλληλο και ευπρόσδεκτο καιρό εγώ άκουσα την προσευχή σου, σε ημέρα σωτηρίας σε βοήθησα. Εγώ σε έπλασα. Έδωσα εσένα ως νέα διαθήκη με τα έθνη, για να αποκαταστήσεις τους ανθρώπους της γης, και να αποκτήσεις ως δική σου μόνιμη ιδιοκτησία, τους έως τώρα έρημους από χάρη Θεού λαούς’’)» [Ησ. 49, 8]. Γιατί και τώρα είναι απόδειξη χάριτος, το να βρίσκουμε μετάνοια για τα αμαρτήματα που κάνουμε μετά το βάπτισμα. Και για να μη νομίσεις ότι στέκεται όρθιος, ακούοντας ότι είναι αρχιερέας, αμέσως Τον οδηγεί στο θρόνο. Ο ιερέας όμως δεν κάθεται, αλλά στέκεται.

Βλέπεις ότι το να γίνει αρχιερέας δεν είναι έργο της φύσης, αλλά της χάριτος και της συγκατάβασης και της ταπείνωσής Του; Αυτό είναι ευκαιρία να πούμε τώρα και εμείς, ας πλησιάζουμε και να ζητάμε με θάρρος· ας προσφέρουμε μόνο πίστη, και όλα μας τα δίνει. Τώρα είναι ο καιρός της δωρεάς, ας μην απελπίζεται κανένας. Τότε θα είναι ο καιρός της απόγνωσης, όταν θα κλείνεται ο νυμφώνας, όταν θα μπει ο βασιλιάς να δει εκείνους που βρίσκονται μέσα, όταν θα απολαύσουν τους κόλπους του πατριάρχη Αβραάμ εκείνο που πρόκειται να τους αξιωθούν. Τώρα όμως δεν είναι, γιατί το θέατρο ακόμη υπάρχει, ο αγώνας ακόμη συνεχίζεται, το βραβείο ακόμη είναι αβέβαιο.

Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν. Γιατί και ο Παύλος λέγει: «ἐγὼ τοίνυν οὕτω τρέχω, ὡς οὐκ ἀδήλως, οὕτω πυκτεύω, ὡς οὐκ ἀέρα δέρων, ἀλλ᾿ ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι (: Μιμηθείτε το παράδειγμά μου. Εγώ λοιπόν τρέχω έτσι, ώστε ξέρω καλά τι ζητώ, για ποιο σκοπό αγωνίζομαι και με ποιο τρόπο θα τον πετύχω. Δεν παρουσιάζομαι σαν να πυγμαχώ δίνοντας γροθιές στον αέρα και αγωνιζόμενος στα κούφια, αλλά ταλαιπωρώ το σώμα μου και το μεταχειρίζομαι ως δούλο, για να μην αποδοκιμαστώ και αποδειχθώ ανάξιος του βραβείου εγώ ο ίδιος που κήρυξα σε άλλους και με τη δική μου προτροπή και διδασκαλία αυτοί πήραν το βραβείο» [ Α΄ Κορ. 9, 26-27]. Έχουμε ανάγκη από δρόμο, και μάλιστα από δρόμο πολύ. Όποιος τρέχει δε βλέπει εντελώς κανέναν, είτε περνάει μέσα από λιβάδια, είτε μέσα από τόπους ξερούς. Ο δρομέας δε βλέπει προς τους θεατές, αλλά προς το βραβείο· είτε υπάρχουν πλούσιοι ή φτωχοί, είτε τον περιπαίζει κάποιος ή τον επαινεί, ή τον βρίζει ή τον λιθοβολεί, ή του κλείνει το σπίτι, είτε δει τα παιδιά ή τη γυναίκα του ή οτιδήποτε άλλο, πουθενά δεν προσέχει. Αλλά σε ένα πράγμα μόνο αφοσιώνεται, στο τρέξιμο και στο να λάβει το βραβείο. Ο δρομέας πουθενά δε σταματάει, γιατί αν αδρανήσει έστω και για λίγο, έχασε τα πάντα. Ο δρομέας όχι μόνο δεν ελαττώνει την προσπάθειά του πριν το τέλος, αλλά τότε μάλιστα αυξάνει την ταχύτητά του.

«Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν, μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περίκειται ἀσθένειαν· καὶ διὰ ταύτην ὀφείλει, καθὼς περὶ τοῦ λαοῦ, οὕτω καὶ περὶ ἑαυτοῦ προσφέρειν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν (: Θα βρούμε έλεος, χάρη και βοήθεια από τον μεγάλο και εύσπλαχνο Αρχιερέα μας. Διότι κάθε αρχιερέας στη λευιτική ιεροσύνη των Ιουδαίων ξεχωρίζεται από τους ανθρώπους και εγκαθίσταται αρχιερέας στα έργα της λατρείας του Θεού για την ωφέλεια των ανθρώπων, για να προσφέρει και δώρα και θυσίες για τη συγχώρηση των αμαρτιών του λαού. Και μπορεί ο αρχιερέας των Ιουδαίων να δείχνει συμπάθεια και ανοχή σε όσους αμαρτάνουν από άγνοια και πλάνη, επειδή και αυτός ως άνθρωπος έχει επάνω του ηθική ασθένεια και ανθρώπινες αδυναμίες. Και εξαιτίας της ασθένειας και της ενοχής του αυτής οφείλει σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, όπως προσφέρει θυσία για χάρη του λαού, έτσι να προσφέρει θυσία και για τον εαυτό του, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του)».

Θέλει πλέον ο Παύλος να δείξει ότι η Διαθήκη αυτή είναι πολύ ανώτερη από την Παλαιά. Και το κάνει αυτό διατυπώνοντας από πριν και από πολύ μακριά τους συλλογισμούς του. Αφού λοιπόν τίποτε δεν ήταν σωματικό ή φανταστικό, όπως ούτε ο ναός, ούτε τα άγια των αγίων, ούτε ο ιερέας που έχει τόσο μεγάλη κατάρτιση, ούτε οι νομικές διακρίσεις, αλλά όλα ήταν σπουδαιότερα και τελειότερα και τίποτε δεν ήταν από τα σωματικά, αλλά τα πάντα ανήκαν στα πνευματικά, και αφού τα πνευματικά δεν προέτρεπαν τόσο τους ασθενέστερους στην πίστη όσο τα σωματικά, γι’ αυτό κινεί όλον αυτόν τον λόγο. Και πρόσεχε τη σύνεσή του. Αρχίζει από τον ιερέα πρώτα και συνέχεια τον ονομάζει αρχιερέα, και από αυτόν δείχνει πρώτα τη διαφορά.

Γι’ αυτό ορίζει πρώτα τι είναι ιερέας και δείχνει ποια πράγματα έχει του ιερέα και ποια είναι τα σύμβολα της ιεροσύνης. Και επειδή του εναντιωνόταν, ότι ούτε ευγενής ήταν, ούτε από φυλή ιερατική καταγόταν, ούτε ιερέας στη γη, και ήταν φυσικό γι’ αυτό να πουν μερικοί, «πώς λοιπόν ήταν ιερέας αυτός;», ό,τι έκανε στην «προς Ρωμαίους» επιστολή[σε όλο το 4ο κεφάλαιο], το ίδιο κάνει και τώρα. Παίρνοντας δηλαδή ένα λόγο που δύσκολα γίνεται πιστευτός, αν η πίστη κάνει αυτό που δεν μπόρεσε να το κάνει ο κόπος του νόμου και ο ιδρώτας του ορθού τρόπου ζωής, και θέλοντας να δείξει ότι το φαινομενικά αδύνατο έγινε και πραγματοποιήθηκε, κατέφυγε στον πατριάρχη και τα μετέφερε όλα σε εκείνη την εποχή. Έτσι λοιπόν και εδώ ακολουθεί τον άλλο δρόμο της ιεροσύνης, αφού μιλάει σε αυτούς που Τον ακολούθησαν πρώτοι. Και όπως στην κόλαση δεν αναφέρει μόνο τη γέενα, αλλά και όσα συνέβηκαν στους πατέρες, έτσι ακριβώς κάνει και εδώ. Πρώτα το επιβεβαιώνει από τα παρόντα. Έπρεπε βέβαια τα επίγεια να επιβεβαιώνονται από τα ουράνια, αλλά όταν οι ακροατές είναι αδύναμοι πνευματικά γίνεται το αντίθετο. Στην αρχή λοιπόν εκείνα που είναι κοινά τα αναφέρει πρώτα, και ύστερα δείχνει εκείνο που υπερέχει. Γιατί έτσι γίνεται φανερή η κατά σύγκριση υπεροχή, όταν σε άλλα έχει κάτι κοινό και σε άλλα υπερέχει, διαφορετικά δε γίνεται φανερή η υπεροχή κατά σύγκριση.

«Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος (: Θα βρούμε έλεος, χάρη και βοήθεια από τον μεγάλο και εύσπλαχνο αρχιερέα μας. Διότι κάθε αρχιερέας στη λευιτική ιεροσύνη των Ιουδαίων ξεχωρίζεται από τους ανθρώπους)». Αυτό είναι κοινό με τον Χριστό. «ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν (: και εγκαθίσταται αρχιερέας στα έργα της λατρείας του Θεού για την ωφέλεια των ανθρώπων)». Και αυτό είναι κοινό. «ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν (: για να προσφέρει και δώρα και θυσίες για τη συγχώρηση των αμαρτιών του λαού)». Και αυτό κοινό, όχι όμως όλο. Τα υπόλοιπα δεν είναι κοινά. «μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις (: Και μπορεί ο αρχιερέας των Ιουδαίων να δείχνει συμπάθεια και ανοχή σε όσους αμαρτάνουν από άγνοια και πλάνη)». Εδώ λοιπόν βρίσκεται η υπεροχή. «ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περίκειται ἀσθένειαν (: επειδή και αυτός ως άνθρωπος έχει επάνω του ηθική ασθένεια και ανθρώπινες αδυναμίες)».

Στη συνέχεια προσθέτει και άλλο· ότι γίνεται από άλλον και ότι δε γίνεται από μόνος του. Και αυτό είναι κοινό. «καὶ οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών (: Επίσης, κανείς δεν παίρνει από μόνος του την υψηλή τιμή της αρχιερωσύνης, αλλά τη δέχεται όταν καλείται από τον Θεό· όπως κλήθηκε στο αξίωμα αυτό από τον Θεό και ο Ααρών)». Εδώ κάτι άλλο πάλι αποδεικνύει, δείχνοντας πως έχει σταλεί από τον Θεό. Αυτό το έλεγε παντού ο Χριστός όταν μιλούσε στους Ιουδαίους: «εἰ ὁ Θεὸς πατὴρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἂν ἐμέ· ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ᾿ ἐκεῖνός με ἀπέστειλε (: Απαντώντας λοιπόν ο Ιησούς στην καυχησιολογία τους αυτή τους είπε: ‘’Εάν ο Θεός ήταν πατέρας σας, θα είχατε αγάπη και σε μένα, διότι εγώ από τον Θεό έχω βγει με την ενανθρώπησή μου και έχω έλθει ανάμεσά σας. Είμαι ανάμεσά σας ως πρεσβευτής του Θεού. Διότι και στον κόσμο που ήλθα, δεν έχω έλθει από μόνος μου, αλλά Εκείνος με απέστειλε’’)» [Ιω. 8, 42]. Εδώ νομίζω πως υπαινίσσεται και τους ιερείς των Ιουδαίων, σαν να μην είναι ιερείς εκείνοι που καταπατούν και παραβιάζουν τον νόμο της ιεροσύνης.

«οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτὸν ἐδόξασε γενηθῆναι ἀρχιερέα (: Έτσι και ο Χριστός δε δόξασε μόνος Του τον εαυτό Του με το να γίνει αρχιερέας)». Πού λοιπόν χειροτονήθηκε; Γιατί ο Ααρών χειροτονήθηκε πολλές φορές, όπως στην περίπτωση της ράβδου [βλ. Εξ. 7, 8-13· 8, 12-14] και όταν η φωτιά κατέβηκε από τον ουρανό και εξόντωσε εκείνους που καταπάτησαν την ιεροσύνη [Λευιτ. 10, 1-3].

Εδώ όμως συμβαίνει το αντίθετο· όχι μόνο δεν έπαθαν τίποτε, αλλά αντίθετα ευημερούν. Από πού λοιπόν; Το δείχνει αυτό από την προφητεία. Δεν έχει τίποτε υλικό ούτε ορατό. Γι’ αυτό το βεβαιώνει από προφητεία και από τα μελλοντικά. «ἀλλ᾿ ὁ λαλήσας πρὸς αὐτόν· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε (: αλλά Τον δόξασε ο Θεός Πατήρ, ο οποίος Του είπε: ‘’Υιός μου είσαι Εσύ. Εγώ Σε γέννησα σήμερα, όταν Σου έδωσα την ανθρώπινη φύση και τη δόξασα με την Ανάστασή Σου και την ενθρόνισή Σου στα δεξιά μου)». Τι σχέση έχει αυτό προς τον Υιό; «Ναι», λέγει ίσως κάποιος, «αυτό έχει λεχθεί προς τον Υιό. Και τι βοηθάει αυτό στο ζήτημά μας;». Πάρα πολύ· γιατί είναι προετοιμασία της χειροτονίας Του από τον Θεό. «καθὼς καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ (: Όπως και σε άλλο σημείο της Αγίας Γραφής λέει: Εσύ είσαι ιερέας αιώνιος σαν τον Μελχισεδέκ. Για το πρόσωπο αυτό παρασιωπάται σκόπιμα στην Αγία Γραφή η γενεαλογία και ο θάνατός του, για να είναι σύμβολο και προτύπωση της παντοτινής βασιλείας και της ιεροσύνης Σου)». Σε ποιον έχει λεχθεί αυτό; Ποιος είναι ιερέας κατά την τάξη Μελχισεδέκ; Κανείς άλλος παρά μόνο Αυτός. Γιατί όλοι ήταν υπόδουλοι στον νόμο, όλοι τηρούσαν το Σάββατο και έκαναν την περιτομή. «Κανείς», λέγει, «δε θα μπορούσε να δείξει κάποιον άλλον».

 

________________

• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-hebraeos.pdf

• Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην προς Εβραίους επιστολήν», ομιλίες Ζ΄ και Η΄(επιλεγμένα αποσπάσματα), Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1989, τόμος 24, σελίδες 380-387 και 396-401 αντίστοιχα.

• Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

• Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

• Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

• Π. Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016

• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  (Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)

Πηγή: alopsis.gr

Δοξαστικό αίνων Σταυροπροσκυνήσεως Ἦχος πλ. δ' Τὴν ὑψηλόφρονα γνώμην τῶν κακίστων Φαρισαίων ὁ πάντων Κύριος παραβολικῶς ἐκφεύγειν ταύτην ἐδίδαξε καὶ μὴ ὑψηλοφρονεῖν, παρ' ὃ δεῖ φρονεῖν, πάντας ἐπαίδευσεν ὑπογραμμὸς καὶ τύπος ὁ αὐτὸς γενόμενος, μέχρι Σταυροῦ καὶ θανάτου, ἑαυτὸν ἐκένωσεν. Εὐχαριστοῦντες οὖν σὺν τῷ Τελώνῃ εἴπωμεν, ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἀπαθής διαμείνας Θεὸς τῶν παθῶν ἡμᾶς ῥῦσαι, καὶ σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.



«Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν Δέσποτα, καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν»


Δείτε σχετικά:

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ: Εὐαγγέλιο - (Νά σηκώνουμε τόν Σταυρό μας)

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ ἀγάπης, ἐλπίδος καὶ πίστεως

ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟΣ

Περὶ ἀγάπης, ἐλπίδος καὶ πίστεως

(Διὰ τὸν σύνδεσμον τῆς ἐναρέτου τριάδος τῶν ἀρετῶν)

ΝΥΝΙ ΔΕ λοιπὸν - ὕστερα ἀπὸ ὅλα τὰ προηγούμενα - μένει τὰ τρία ταῦτα – τὰ ὁποῖα σφίγγουν καὶ διατηροῦν τὸν σύνδεσμο ὅλων – πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη· μείζων δὲ πάντων ἡ ἀγάπη» (πρβλ. Α´ Κορ. ιγ´ 13), διότι καὶ ὁ Θεὸς ἀγάπη ὀνομάζεται (πρβλ. Α´ Ἰωάν. δ´ 16). Ἐγὼ ὅμως τὴν μία τὴν βλέπω σὰν ἀκτίνα, τὴν ἄλλη σὰν φῶς καὶ τὴν Τρίτη σὰν ἡλιακὸ δίσκο, καὶ ὅλες μαζὶ σὰν ἕνα φωτεινὸ ἀπαύγασμα καὶ μία καὶ τὴν αὐτὴν λαμπρότητα. Ἡ μία, ἡ πίστις, δύναται νὰ ἐπιτελέση τὰ πάντα. Ἡ ἄλλη, ἡ ἐλπίς, περικυκλώνει μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν καταισχύνει τὸν ἐλπίζοντα. Καὶ ἡ Τρίτη, ἡ ἀγάπη, δὲν πέφτει ποτὲ ἀπὸ τὸ ὕψος της οὔτε σταματᾶ ἀπὸ τὸ τρέξιμό της οὔτε ἐπιτρέπει σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἐπλήγωσε μὲ τὰ βέλη της νὰ ἠρεμήση ἀπὸ τὴν «μακαρίαν μανίαν» ποὺ τοῦ ἐπροξένησε.

2. Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ὁμιλῆ γιὰ τὴν ἀγάπη εἶναι σὰν νὰ ἐπιχειρῆ νὰ ὁμιλῆ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεόν. Ἡ ἀνάπτυξις ὅμως ὁμιλίας περὶ Θεοῦ εἶναι πράγμα ἐπισφαλὲς καὶ ἐπικίνδυνο σὲ ὅσους δὲν προσέχουν. Γιὰ τὴν ἀγάπη γνωρίζουν νὰ ὁμιλοῦν οἱ Ἄγγελοι, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ τῆς θείας ἐλλάμψεώς τους. Ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός, καὶ ὅποιος προσπαθεῖ νὰ δώσῃ ὁρισμὸ τοῦ Θεοῦ ὁμοιάζει μὲ τυφλὸ ποὺ μετρᾶ στὴν ἄβυσσο τοὺς κόκκους τῆς ἄμμου.

3. Ἡ ἀγάπη, ὡς πρὸς τὴν ποιότητά της εἶναι ὁμοίωσις μὲ τὸν Θεόν, ὅσο βέβαια εἶναι δυνατὸν στοὺς ἀνθρώπους. Ὡς πρὸς τὴν ἐνέργειά της, μέθη τῆς ψυχῆς. Ὡς πρὸς δὲ τὶς ἰδιότητές της, πηγὴ πίστεως, ἄβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.

4. Ἡ ἀγάπη κυρίως εἶναι ἡ ἀπόρριψις κάθε ἐχθρικῆς καὶ ἀντιθέτου σκέψεως, ἐφ᾿ ὅσον «ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τὸ κακόν» (Α´ Κορ. ιγ´ 5). Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀπάθεια καὶ ἡ υἱοθεσία μόνο στὴν ὀνομασία διαφέρουν. Ὅπως ταυτίζεται ἡ ἐνέργεια στὸ φῶς, στὴν φωτιὰ καὶ στὴν φλόγα, ἔτσι νὰ σκέπτεσαι ὅτι συμβαίνει καὶ σ᾿ αὐτές. Ὅσο ποσὸν ἀγάπης λείπει, τόσο ποσὸν φόβου ὑπάρχει. Διότι ὅποιος δὲν ἔχει φόβο ἢ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἀγάπη ἢ εἶναι νεκρωμένος ψυχικά.

5. Δὲν εἶναι ἀπρεπὲς ἐὰν ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα χρησιμοποιήσωμε παραδείγματα γιὰ τὸν πόθο καὶ τὸν φόβο καὶ τὴν ἐπιμέλεια καὶ τὸν ζῆλο καὶ τὴν δουλεία καὶ τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ.

Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε τέτοιο πόθο πρὸς τὸν Θεόν, ὡσὰν αὐτὸν ποὺ ἔχει ὁ μανιώδης ἐραστὴς πρὸς τὴν ἐρωμένη του.

Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἐφοβήθηκε τὸν Κύριον, ὅσο οἱ ὑπόδικοι τὸν δικαστή.

Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἔδειξε τόση ἐπιμέλεια καὶ φροντίδα στὰ πνευματικά, ὅσο οἱ εὐγνώμονες δοῦλοι στὸν κύριό τους.

Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἔδειξε τόση ζηλοτυπία γιὰ τὶς ἀρετές, ὅση οἱ σύζυγοι ποὺ προσέχουν ζηλότυπα τὶς γυναῖκες τους.

Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἵσταται ἐμπρὸς στὸν Κύριον ὅπως οἱ ὑπηρέτες ἐμπρὸς στὸν βασιλέα.

Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ προσπαθεῖ συνεχῶς νὰ περιποιῆται καὶ νὰ ἀναπαύη τὸν Κύριον ὅπως ἔτυχε νὰ περιποιηθῇ καὶ νὰ ἀναπαύση (σεβαστούς) ἀνθρώπους.

Δὲν προσκολλᾶται τόσο πολὺ ἡ μητέρα στὸ βρέφος ποὺ θηλάζει, ὅσο ὁ υἱὸς τῆς ἀγάπης στὸν Κύριον.

6. Ὁ πραγματικὸς ἐραστὴς φέρνει πάντοτε στὸν νοῦ του τὸ πρόσωπο τοῦ ἀγαπημένου του καὶ τὸ ἐναγκαλίζεται μυστικὰ μὲ ἡδονή. Αὐτὸς ποτέ, οὔτε καὶ στὸν ὕπνο του δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάση, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ βλέπει τὸ ποθητὸ πρόσωπο καὶ συνομιλεῖ μαζί του. Ἔτσι συμβαίνει στὸν σωματικὸ ἔρωτα. Ἔτσι συμβαίνει καὶ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἂν καὶ ἔχουν σῶμα εἶναι ἀσώματοι (καὶ ἀσκοῦν τὸν πνευματικὸ ἔρωτα).

7. Κάποιος ποὺ ἐκτυπήθηκε ἀπὸ αὐτὸ τὸ βέλος ἔλεγε γιὰ τὸν ἑαυτό του - πράγμα ποὺ μὲ κάνει νὰ θαυμάζω - : «Ἐγὼ καθεύδω» ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς φύσεως, «ἡ δὲ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ ἔρωτος (πρβλ. Ἆσμα ε´ 2).

8. Πρέπει νὰ σημειώσης καὶ τοῦτο, ὡς ἀφωσιωμένε φίλε, ὅτι ἀφοῦ ἡ ψυχὴ σὰν ἄλλη ἔλαφος ἐξοντώση τὰ δηλητηριώδη ἑρπετὰ τῶν παθῶν, τότε «ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει πρὸς Κύριον» (πρβλ. Ψαλμ. πγ´ 3), διότι πληγώνεται σὰν μὲ δηλητήριο ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης (1).

9. Ἐκεῖνο ποὺ προξενεῖ ἡ πείνα εἶναι κάτι ποὺ δὲν φαίνεται καὶ δὲν ἐκδηλώνεται. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ προξενεῖ ἡ δίψα εἶναι κάτι τὸ ἔντονο καὶ φανερὸ ποὺ κάνει ἔκδηλο σὲ ὅλους τὸν ἐσωτερικὸ φλογισμό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐπόθει τὸν Θεὸν ἔλεγε: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν, τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα» (Ψαλμ. μα´ 3).

10. Ἐὰν τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαποῦμε γνήσια, μᾶς μεταβάλλη ἐξ ὁλοκλήρου μὲ τὴν παρουσία του καὶ μᾶς κάνη φαιδροὺς καὶ χαρωποὺς καὶ χωρὶς λύπη, τί δὲν θὰ προξενῆ ἄραγε τὸ πρόσωπο τοῦ Δεσπότου, ὅταν ἐπισκέπτεται μυστικὰ τὴν καθαρὴ ψυχή;

11. Ὁ φόβος, ὅταν εἰσχωρήσῃ πραγματικὰ σὲ μία ψυχή, λυώνει καὶ κατατρώγει τὰ ρυπαρὰ πάθη τῆς σαρκός. «Καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου», λέγει σχετικὰ ὁ Ψαλμῳδὸς (Ψαλμ. ριη´ 120). Ἐνῷ ἡ ὁσία ἀγάπη, ἄλλους συνηθίζει νὰ τοὺς κατατρώγη, ὅπως εἶπε ὁ σοφός: «Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἐκαρδίωσας»· δηλαδὴ «μᾶς ἐπλήγωσες στὴν καρδιά» (Ἆσμα δ´ 9). Ἄλλους τοὺς κάνει ὡρισμένες φορὲς νὰ ἀγάλλωνται καὶ νὰ λάμπουν ἀπὸ χαρά, ὅπως πάλι ἀναφέρεται στὴν Γραφή: «Ἐπ᾿ αὐτῷ ἤλπισεν ἡ καρδία μου καὶ ἐβοηθήθην καὶ ἀνέθαλεν ἡ σάρξ μου» (Ψαλμ. κζ´ 7). Καί· «Καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει» (Παρ. ιε´ 13).

ταν λοιπὸν ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος συγχωνευθῇ κάπως μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε καὶ ἐξωτερικὰ στὸ σῶμα του σὰν σὲ καθρέπτη δείχνει τὴν ἐσωτερικὴ λαμπρότητα τῆς ψυχῆς. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐδοξάσθη καὶ ἐκεῖνος ὁ θεόπτης, ὁ Μωϋσῆς. Ὅσοι κατέκτησαν τὴν ἰσάγγελη αὐτὴ βαθμίδα, ξεχνοῦν πολλὲς φορὲς τὴν σωματικὴ τροφή. Καὶ νομίζω ὅτι δὲν τὴν ἐπιθυμοῦν καὶ τόσο συχνά, πράγμα ὄχι ἀπίστευτο, ἀφοῦ συμβαίνει καὶ ὁ μὴ κατὰ Θεὸν πόθος νὰ κόβη πολλὲς φορὲς τὴν ἐπιθυμία τοῦ φαγητοῦ.

Αὐτῶν ποὺ ἔφθασαν πλέον σὲ τέτοια ἀφθαρσία νομίζω ὅτι καὶ τὸ σῶμα τους δὲν θὰ ἀσθενῆ τόσο εὔκολα. Διότι κατὰ κάποιον τρόπο ἐξαγνίσθηκε πλέον καὶ ἀφθαρτοποιήθηκε. Ἡ φλόγα δηλαδὴ τῆς ἁγνότητος ἔσβησε τὴν φλόγα τῶν σαρκικῶν παθῶν καὶ ἀσθενειῶν. Νομίζω ἀκόμη ὅτι καὶ τὸ φαγητὸ ποὺ τρώγουν δὲν τοὺς προξενεῖ καμμία εὐχαρίστησι. Διότι ὅπως οἱ ὑπόγειες φλέβες τοῦ νεροῦ ποτίζουν μυστικὰ τὶς ρίζες τῶν φυτῶν, ἔτσι καὶ τὶς ψυχὲς αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τὶς τρέφει μυστικὰ τὸ οὐράνιο πῦρ.

12. Ἡ αὔξησις τοῦ φόβου εἶναι ἀρχὴ τῆς ἀγάπης. Καὶ τὸ τέλος τῆς ἁγνείας εἶναι προϋπόθεσις τῆς θεολογίας. Ἐκεῖνος ποὺ ἕνωσε τελείως τὶς αἰσθήσεις του μὲ τὸν Θεόν, μυσταγωγεῖται στὴν θεολογία ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεόν. Ἐὰν ὅμως οἱ αἰσθήσεις δὲν ἔχουν ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεόν, εἶναι δύσκολο καὶ ἐπικίνδυνο νὰ θεολογῆ κανείς (2).

13. Ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός, σὲ ἐκεῖνον ποὺ θὰ κατοικήση, θὰ χαρίση τελεία ἁγνότητα καὶ καθαρότητα, νεκρώνοντας τὸν θάνατο, (δηλαδὴ τὰ πάθη ποὺ νεκρώνουν τὴν ψυχή). Μετὰ ἀπὸ τὴν νέκρωσι αὐτή, ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ φωτίζεται καὶ γίνεται γνώστης τῆς θεολογίας. (Ὁ ἁγνὸς γνωρίζει τὸν Ἁγνόν), ἐφ᾿ ὅσον «ὁ Λόγος Κυρίου, δηλαδὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἁγνός (ἐστι) διαμένων εἰς αἰώνα αἰῶνος» (πρβλ. Ψαλμ. ια´ 7, ιη´ 10). Καὶ ὅποιος δὲν ἐγνώρισε κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν Θεόν, ὁμιλεῖ περὶ Θεοῦ «στοχαστικῶς».

14. Ἡ ἁγνεία ἀνέδειξε θεολόγο τὸν μαθητή (3), ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἁγνεία του αὐτὴ ἀξιώθηκε νὰ κηρύξη καὶ νὰ στερεώση τὰ δόγματα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

15. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Κύριον, ἔχει προηγουμένως ἀγαπήσει τὸν ἀδελφό του. Τὸ δεύτερο ὁπωσδήποτε εἶναι ἀπόδειξις τοῦ πρώτου. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν πλησίον του, ποτὲ δὲν θὰ ἀνεχθῇ ἀνθρώπους ποὺ καταλαλοῦν. Θὰ φύγῃ δὲ μακρυὰ ἀπὸ αὐτοὺς σὰν ἀπὸ φωτιά. Ἐκεῖνος ποὺ λέγει ὅτι ἀγαπᾶ τὸν Κύριον καὶ συγχρόνως ὀργίζεται κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ τρέχει στὸν ὕπνο του!

16. Ἡ δύναμις τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἐλπίς, διότι μὲ αὐτὴν περιμένομε τὸν μισθὸ τῆς ἀγάπης. Ἡ ἐλπὶς εἶναι «ἀδήλου πλούτου πλοῦτος», (δηλαδὴ πλοῦτος ἑνὸς πλούτου ποὺ δὲν φαίνεται). Ἡ ἐλπὶς εἶναι ἀσφαλὴς ἀπόκτησις θησαυροῦ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόκτησί του. Αὐτὴ εἶναι ἀνάπαυσις καὶ ἀνακούφισις ἀπὸ τοὺς κόπους. Αὐτὴ εἶναι ἡ θύρα τῆς ἀγάπης. Αὐτὴ φονεύει τὴν ἀπόγνωσι. Αὐτὴ εἰκονίζει ἐμπρός μας τὰ πράγματα ποὺ εὑρίσκονται μακρυά. Ἔλλειψις τῆς ἐλπίδος σημαίνει ἀφανισμὸς τῆς ἀγάπης. Σ᾿ αὐτὴν εἶναι δεμένοι οἱ πόνοι, σ᾿ αὐτὴν εἶναι κρεμασμένοι οἱ κόποι, αὐτὴν περικυκλώνει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

17. Ὁ εὔελπις μοναχὸς εἶναι σφάκτης τῆς ἀκηδίας, τὴν ὁποία κατανικᾶ μὲ τὴν μάχαιρα τῆς ἐλπίδος. Ἡ ἐλπὶς γεννᾶται ἀπὸ τὴν γεῦσι καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν δώρων τοῦ Κυρίου. Διότι αὐτὸς ποὺ δὲν τὰ ἐγεύθηκε, ἔχει δισταγμούς. Τὴν ἐλπίδα τὴν ἐξαφανίζει ὁ θυμός, διότι ὅπως λέγει ἡ Γραφή, «ἡ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει» (Ρωμ. ε´ 5), ἐνῷ «ἀνὴρ θυμώδης οὐκ εὐσχήμων» (Πάρμ. ια´ 25).

18. Ἡ ἀγάπη χορηγεῖ τὴν χάρι τῆς προφητείας, ἡ ἀγάπη παρέχει τὴν δύναμι τῆς θαυματουργίας, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἄβυσσος τῆς θείας ἐλλάμψεως, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ θεϊκοῦ πυρὸς – ὅσο περισσότερο πῦρ ἀναβλύζει, τόσο περισσότερο καταφλέγει ἐκεῖνον ποὺ διψᾶ. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ στάσις καὶ ἡ ἑδραίωσις τῶν Ἀγγέλων, ἡ πρόοδος εἰς τοὺς αἰῶνες ὅλων τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ.

«Ἀνάγγειλέ μας, ὦ σὺ ἡ ὡραία ἀνάμεσα στὶς ἀρετές, ποῦ βόσκεις τὰ πρόβατά σου; Ποῦ κατασκηνώνεις τὸ μεσημέρι;» (πρβλ. Ἆσμα α´ 7). «Φώτισον ἡμᾶς, πότισον ἡμᾶς, ὁδήγησον ἡμᾶς, χειραγώγησον ἡμᾶς». Ἐπιθυμοῦμε πιὰ νὰ ἀνεβοῦμε κοντά σου. Διότι ἐσὺ κυριαρχεῖς σὲ ὅλα. Τώρα μοῦ ἐπλήγωσες τὴν καρδία καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἀνθέξω στὴν φλόγα σου. Γι᾿ αὐτὸ θὰ σὲ ὑμνήσω καὶ θὰ προχωρήσω: Ἐσὺ κυριαρχεῖς ἐπάνω στὴν δύναμι τῆς θαλάσσης, ἐσὺ καταπραΰνεις καὶ νεκρώνεις τὴν ταραχὴ τῶν κυμάτων της. Ἐσὺ ταπεινώνεις καὶ καταρρίπτεις ὡς τραυματία τὸν ὑπερήφανο λογισμό. Μὲ τὸν ἰσχυρό σου βραχίονα διασκορπίζεις τοὺς ἐχθρούς σου (πρβλ. Ψαλμ. πη´ 10-11) καὶ ἀναδεικνύεις ἀνικήτους τους ἰδικούς σου ἐραστὰς.

» Καὶ βιάζομαι νὰ μάθω πῶς σὲ εἶδε ὁ Ἰακὼβ ἐπάνω στὴν κορυφὴ τῆς κλίμακος. Ἐρωτῶ νὰ μάθω γι᾿ αὐτὴν τὴν ἀνάβασι. Πές μου, πῶς ἦταν ὁ τρόπος καὶ ἡ σύνθεσις στὴν διάταξι τῶν βαθμίδων; Τῶν βαθμίδων τῆς ἀναβάσεως ἐκείνης, τὴν ὁποία ἔβαλε στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδία του νὰ ἐπιχειρήση ὁ ἐραστής σου; (πρβλ. Ψαλμ. πγ´ 6). Διψῶ ἀκόμη νὰ μάθω, ποιὸς ἦταν ὁ ἀριθμὸς τῶν βαθμίδων, καὶ πόσος χρόνος ἐχρειαζόταν γιὰ τὴν ἀνάβασι. Διότι τοὺς μὲν χειραγωγοὺς τῆς ἀναβάσεως, (τοὺς Ἀγγέλους δηλαδή), τοὺς ἀνήγγειλε αὐτὸς ποὺ σὲ εἶδε καὶ ἐπάλαιψε μαζί σου (4), ἀλλὰ γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν θέλησε ἢ μᾶλλον δὲν κατώρθωσε νὰ μᾶς διαφωτίση».

κείνη δὲ -ἂν καὶ θεωρῶ καλύτερο νὰ εἰπῶ Ἐκεῖνος (5)- ἡ βασίλισσα, σὰν νὰ ἔσκυψε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἔλεγε στὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς μου:

«Ἐάν, ὦ ἐραστά, δὲν λυθῆς ἀπὸ τὴν παχύτητα τοῦ σώματος, δὲν θὰ μπορέσης νὰ γνωρίσης τὸ κάλλος τοῦ προσώπου μου. Ἡ κλίμαξ ἂς σὲ διδάσκη τὴν πνευματικὴ σύνθεσι τῶν ἐπὶ μέρους ἀρετῶν. Στὴν κορυφὴ δὲ αὐτῆς τῆς κλίμακος εἶμαι στηριγμένη ἐγώ, καθὼς τὸ εἶπε ὁ μεγάλος μύστης μου, (ὁ Ἀπόστολος Παῦλος): «Νυνὶ δὲ μένει τὰ τρία ταῦτα· πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη· μείζων δὲ πάντων ἡ ἀγάπη» (Α´ Κορ. ιγ´ 13).

----------

1. Γιὰ τὴν κατανόησι τῆς φράσεως αὐτῆς πρέπει νὰ σημειωθῇ, ὅτι σύμφωνα μὲ μία λανθασμένη ἀντίληψι τῶν ἀρχαίων (βλέπε σχόλιο 1, λόγου ΚΕ´) ἡ ἔλαφος κατατρώγει τοὺς ὄφεις, τὸ δὲ δηλητήριό τους μέσα στὸν ὀργανισμό της δημιουργεῖ φλόγωσι καὶ ἀφόρητη δίψα, ὥστε νὰ ἐπιποθῇ «ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων». Ἐδῶ χαρακτηρίζεται ὡς ἔλαφος ἡ ψυχὴ ποὺ ἀνέβηκε στὶς βαθμίδες τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ἀπαθείας καὶ προχωρεῖ τώρα γεμάτη δίψα καὶ θεῖο πόθο πρὸς τὴν κορυφὴ τῆς ἀγάπης.

2. Ἐὰν δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν καταστῆ ἡγιασμένο δοχεῖο τῆς Χάριτος, δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ θεολόγος. «Πᾶσα προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου -παρατηρεῖ σύγχρονος θεολόγος- ὅπως γίνῃ μέτοχος τῆς θεολογίας αὐτοδυνάμως, ἐν τῇ αὐταρκείᾳ τῆς ἐκπεσούσης αὐτοῦ φύσεως καὶ τῶν διεσπασμένων καὶ φύσει ἄλλωστε περιωρισμένων αὐτοῦ δυνατοτήτων εἶναι ἀνέφικτος. . . [Καὶ ἀντὶ θεολογίας ἔχομεν τότε] τὸν περὶ Θεοῦ θνητὸν ἀνθρώπινον λόγον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου κυοφορεῖται ἐν πολλοῖς τὸ σκάνδαλον μιᾶς ἁμαρτανούσης θεολογίας, ἡ ὁποία ἀντὶ τῆς ζωῆς εἶναι φορεὺς τοῦ θανάτου» (Κ. Μουρατίδης, «Κοινωνία» ΙΖ´ 2, σελ. 59).

3. Ἐννοεῖ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Εὐαγγελιστή.

4. Πρόκειται γιὰ τὸν πατριάρχη Ἰακώβ. Τὸ περιστατικὸ τῆς πάλης του μὲ τὸν Θεὸν περιγράφεται στὴν Γένεσι, λβ´ 24-31.

5. «Ἐκεῖνος», δηλαδὴ ὁ Θεός, ἐφ᾿ ὅσον «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Α´ Ἰωάν. δ´ 16)

Δείτε σχετικά: ΕΔΩ