Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Οἱ ἄνθρωποι πλασθήκαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ γίνουμε συμμέτοχοι τῆς χαρᾶς Του. Μετὰ τὴν ἐξορία τῶν Πρωτοπλάστων, ὡστόσο, βρεθήκαμε ἔξω ἀπὸ τὸ φυσικό μας περιβάλλον, τὸν Παράδεισο. Καὶ ἐφόσον στερηθήκαμε τὴν χαρὰ τοῦ Παραδείσου, ἄρχισαν νὰ δημιουργοῦνται μέσα μας ὁ στεναγμός, ἡ λύπη καὶ ὁ πόνος, ἐνῶ ἐπίσης γίναμε ἀπόλυτοι κληρονόμοι τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τὴν μεγαλύτερη αἰτία τοῦ ἀνθρώπινου πόνου, διότι σημαίνει στέρηση, σημαίνει ὅτι ἕνα ἀγαπητό μας πρόσωπο ἔκλεισε τὸν κύκλο του καὶ δὲν θὰ μποροῦμε πλέον νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν παρουσία του στὴ ζωή μας. Ὁ πιὸ ὀδυνηρὸς πόνος ποὺ μπορεῖ νὰ προκαλέσει ὁ θάνατος εἶναι αὐτὸς τῆς μητέρας ὅταν θάβει τὸ παιδί της, πόσο μάλλον ὅταν αὐτὴ ἡ μητέρα εἶναι καὶ χήρα καὶ δὲν ἔχει ἄλλα παιδιὰ ὡς στηρίγματα.
Τέτοια ἦταν ἡ μητέρα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Τὴν εἶδε ὁ Κύριός μας ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη Ναΐν, τὴν ὥρα ποὺ μὲ πλῆθος κόσμου ἡ μάνα ἐκείνη πορευόταν πρὸς τὸ νεκροταφεῖο γιὰ τὴν ταφὴ τοῦ μοναχογιοῦ της. Τί νὰ πεῖ κανεὶς σὲ μία τέτοια μάνα ποὺ κλαίει καὶ θρηνεῖ τὸν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της; Μὲ ποιὰ δύναμη μπορεῖ κάποιος νὰ ἀρθρώσει λόγο προσπαθῶντας νὰ τὴν παρηγορήσει; Εἶναι δυνατὸν νὰ τῆς ἀπαλύνει τὸν πόνο, ἤ ἀκόμη περισσότερο νὰ τῆς ὑποδείξει νὰ ἠρεμήσει καὶ νὰ ἡσυχάσει; Δὲν γίνεται κάτι τέτοιο. Δὲν τὸ ἐπιτρέπει ἡ ἀνθρώπινη λογική, διότι ἡ μάνα γνωρίζει ὅτι πλέον δὲν θὰ ξανὰ δεῖ τὸν ἀγαπημένο γιό της.
Σωστὰ ὅλα αὐτά. Ὅμως, ἦρθε ὁ Χριστὸς ἀνάμεσά μας καὶ ἔφερε τὴν ἀνατροπή. Ὁ Κύριος βλέποντας τὴν γυναίκα νὰ κλαίει καὶ νὰ ὀδύρεται, τὴν σπλαχνίσθηκε, τὴν πλησίασε καὶ τῆς εἶπε μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ μόνο Ἐκεῖνος ἔχει: «Μὴν κλαῖς». Πού ἀκούσθηκε ξανὰ στὴν ἱστορία μία τέτοια φράση; Πουθενά. Καὶ αὐτὸ διότι μόνο ὁ Ἄρχοντας τῆς Ζωῆς, μόνο ἡ προσωποποίηση τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Ἀνάστασης μποροῦσε νὰ τὸ πεῖ. Καὶ ἀφοῦ τῆς εἶπε νὰ μὴν κλαίει, τῆς ἀπέδειξε ὅτι ὁ σωματικὸς θάνατος δὲν εἶναι τὸ ὁριστικὸ τέλος, ἀλλὰ ἡ κοίμηση, ἀγγίζοντας τὸν νεκρὸ νέο καὶ διατάζοντάς τον: «Νεανίσκε, σὲ σένα λέω, σήκω». Καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε ὁ νέος, ὁ Κύριος τὸν παρέδωσε στὴ μητέρα του νὰ τὴν στηρίζει. Οὐσιαστικά, ὅμως, τῆς προσέφερε κάτι πολὺ μεγαλύτερο∙ τὴν βεβαιότητα πὼς ὅ,τι καὶ νὰ γίνει πιά, ὁ θάνατος χωρίζει μόνο προσωρινὰ τοὺς ἀνθρώπους.
Αὐτὴ ἡ βεβαιότητα εἶναι ὁ πρῶτος καὶ κύριος λόγος ποὺ βαπτισθήκαμε στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἡ βεβαιότητα ὅτι ὅλοι μιὰ μέρα θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ οἱ μὲν δίκαιοι θὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνια ζωή, οἱ δὲ ἄδικοι τὸ σκοτάδι τοῦ Ἅδη. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ βεβαιότητα μᾶς ἐπιβάλλει νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε ὅ,τι καὶ νὰ συμβεῖ γύρω μας. Ἐπιβάλλει ἀκόμη καὶ στὴ μάνα νὰ μὴν ἀπελπιστεῖ ἀκόμη καὶ ἄν δεῖ τὸν υἱό της νεκρό, διότι θὰ ἔρθει ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ τὸν ξανὰ συναντήσει. Ἄν δὲν ἠλπίζαμε στὴν Ἀνάσταση, δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ βαπτισθοῦμε Χριστιανοί. Ἄν δὲν ἤμασταν Μαθητὲς Ἐκείνου, μόνο τότε θᾶ μπορούσαμε νὰ ἀπελπιστοῦμε, διότι θάνατος θὰ σήμαινε τέλος ὁριστικό. Γιὰ ἑμᾶς, ὅμως, θάνατος σημαίνει μετάβαση στὴν ἀληθινὴ ζωή. Εἶναι δὲ ἡ μετὰ θάνατον ζωὴ ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἐπίγεια, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ ἐπίγεια ἀπὸ τὴν ζωὴ μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ, λαμβάνοντας τὴν ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριός μας σπλαχνίσθηκε καὶ ἔσπευσε νὰ παρηγορήσει τὴν γυναίκα ἐκείνη μὲ τὸν δικό Του θεϊκὸ τρόπο, ἀναρωτιέμαι: ἑμεῖς σήμερα πώς συμμετέχουμε στὸ πένθος τῶν συνανθρώπων μας; Ὅταν μαθαίνουμε γιὰ τὸν θάνατο κάποιου ἀδελφοῦ, πηγαίνουμε στὸ σπίτι καὶ συλλυπούμαστε. Προσευχόμαστε καὶ στηρίζουμε μὲ δύο καλὰ λόγια τοὺς οἰκείους, ἤ βρίσκουμε εὐκαιρία γιὰ ἀργολογίες; Ὕστερα, πηγαίνουμε στὴν κηδεία ἀπὸ φιλάνθρωπα καὶ φιλάδελφα αἰσθήματα, ἤ ὡς ἕνα ἀναγκαστικὸ κοινωνικὸ γεγονός; Ἡ κηδεία τελείωσε. Ὁ νεκρὸς ἔχει φύγει. Οἱ οἰκεῖοι, ὅμως, εἶναι ἀκόμη ἐδὼ καὶ πονοῦν. Ὁ νεκρὸς ζητᾶ τὶς προσευχές μας καὶ τὴν ἐλεημοσύνη μας γιὰ τὴν ἀνάπαυσή του. Οἱ οἰκεῖοι, ἄσχετα ἄν μπορεῖ νὰ μὴν τὸ παραδέχονται, ἤ νὰ μὴν τὸ συνειδητοποιοῦν θέλουν τὴν στήριξη μας, τὴν στήριξη τῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν τους. Δὲν εἴμαστε Χριστιανοὶ μόνο γιὰ νὰ ἰδωθοῦμε καὶ νὰ συμπροσευχηθοῦμε τὴν Κυριακὴ στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ συντρέχουμε στὶς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν στηρίζοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἄν παρουσιασθοῦμε μόνο στὴν κηδεία καὶ μετὰ ἀδιαφορήσουμε, σίγουρα δὲν φερόμαστε κατὰ τὸ Θέλημα τοῦ Κυρίου. Οἱ οἰκείοι πονοῦν. Τί μποροῦμε νὰ κάνουμε; Μποροῦμε νὰ τοὺς ἐπισκεπτόμαστε τακτικὰ μεταφέροντάς τους λόγια Χριστοῦ; Μποροῦμε νὰ πάμε νὰ προσευχηθοῦμε μαζί τους; Μποροῦμε νὰ τοὺς μαγειρέψουμε τὸν πρῶτο καιρὸ ποὺ ἀκόμη οἱ ἴδιοι δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ τὸ κάνουν; Μποροῦμε νὰ κλέψουμε λίγο χρόνο νὰ τοὺς βοηθήσουμε σὲ τυχὸν ἐργασίες, ἐκκρεμότητες ἤ ἐτοιμασίες γιὰ τὰ ἐννιάμερα ἤ τὰ σαρὰντα; Ὅλα αὐτὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἁπλοϊκὰ γιὰ κάποιους, σίγουρα, ὅμως ὁ Θεὸς ἀναπαύεται σὲ αὐτὲς τὶς πράξεις ἀγάπης καὶ ἐνισχύει τὴν παρηγοριὰ στοὺς πενθοῦντας.
Ἐν κατακλείδι, ἐντύπωση προκαλεῖ καὶ τὸ κλείσιμο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ποὺ περιγράφει τὴν στάση τοῦ κόσμου ἀπέναντι στὸ θαῦμα. Ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: «ὅλους τοὺς κατέλαβε φόβος καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ λέγοντας ὅτι μεγάλος Προφήτης ἀναδείχθηκε ἀνάμεσά μας καὶ ὅτι ἐπισκέφθηκε ὁ Θεὸς τὸν λαό Του». Καὶ γιατὶ προκαλοῦν αὐτὰ ἐντύπωση; Διότι ἔχουμε ἀπὸ τὴ μία τὸν ἁπλὸ ὄχλο νὰ βλέπει, νὰ διακρίνει καὶ νὰ κατανοεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ «Προφήτης μέγας», καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τοὺς εὐσεβιστὲς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους νὰ Τὸν κατηγοροῦν ὅτι τὶς θαυματουργίες τὶς κατορθώνει «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων», ἤ νὰ Τὸν συκοφαντοῦν, νὰ διασπείρουν ψεύδη ἐναντίον Του, νὰ σκέφτονται ὅτι «κάποιον δόλο ἤ σκοπιμότητα θὰ ἔχει γιὰ νὰ λέει καὶ νὰ κάνει ὅλα αὐτά, νὰ Τὸν θεωροῦν «ἄνθρωπο ἁμαρτωλό» καί, τέλος, νὰ ἐπιζητοῦν τὴν θανάτωσή Του. Οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Γραμματεῖς ἔκριναν ἐξ ἰδίων τὰ ἀλλότρια. Δὲν μιλοῦσαν γιὰ νὰ προστατέψουν τὸ ποίμνιο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔπασχαν ἀπὸ τὸν θανάσιμο φθόνο τους, καθὼς ἔβλεπαν ὅτι τὸ ποίμνιο πηγαίνει πρὸς τὸν ἀληθινὸ Ποιμένα, τὸν Κύριό μας, καὶ ὅτι ἔχαναν τοὺς ὀπαδούς τους. Ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται διαχρονικά. Στὸ τέλος, αὐτοὶ ποὺ μένουν εἶναι ὅσοι ὑπηρέτησαν τὴν Ἀλήθεια. Οἱ λοιποὶ ἐξαφανίζονται.
Ὁ νοῦς μας, ἀγαπητοί, μιᾶς καὶ εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ ὑπηρετοῦμε Χριστό, νὰ εἶναι στραμμένος ὄχι δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἀλλὰ σὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή. Τότε, ὅ,τι κακὸ καὶ νὰ συμβεῖ, θὰ μᾶς πλησιάσει καὶ θὰ μᾶς πεῖ: «Μὴν κλαῖς, εἴμαι δίπλα σου».
Μετ’ εὐχῶν,
ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος