A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2022

Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΛΩΡΟΣ (ὁ Λειτουργὸς τοῦ µεγάλου Θαύµατος τῆς Γ΄ Ἐµφανίσεως τοῦ Tιµίου Σταυροῦ 1925)


Ὁ Ὁµολογητὴς ΠρεσβύτεροςἸωάννης Φλῶρος (παπα-Γιάννης)
1860-1953
«Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισµαι, τὸν δρόµον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα·λοιπὸν ἀπόκειταί µοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος,ὃν ἀποδώσει µοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡµέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτὴς»
´ Τιµόθ. δ´ 7-8)
Ο
θρυλικὸς
παπα-Γιάννης, ὁ πρῶτος Ἱερεὺς τῶνΓνησίων Ὀρθοδόξων, ὁ Λειτουργὸς τῶν Ἀγρυ-πνιῶν καὶ τοῦ µεγάλου Θαύµατος τῆς Γ΄ Ἐµφανί-σεως τοῦ Tιµίου Σταυροῦ, γεννήθηκε τὸ 1860 στὸχωριὸ Πεντιά, σηµερινὸ Tρίκορφο, τῆς Mεσσηνίας,ἀπὸ εὐσεβῆ οἰκογένεια.
Τ
ὸ 1893 νυµφεύεται καὶ τὸ ἀµέσως ἑπόµενο ἔτοςχειροτονεῖται ∆ιάκονος καὶ Ἱερεὺς ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπί-σκοπο Mεσσηνίας Πανάρετο Kωνσταντινίδη (†1897),καὶ ἀναλαµβάνει ἐφηµεριακὰ καθήκοντα στὸν ἐνοριακὸ Nαὸ τοῦ χωρι-οῦ του, τὸν Ἅγιο Nικόλαο.
* * *Μ
ετὰ
 τὴν κοίµηση τῆς Πρεσβυτέρας του καὶ ἔχοντας ἐπωµισθεῖ τὴνφροντίδα τῶν πέντε τέκνων του, µεταβαίνει κατὰ τὸ ἔτος 1923 στὴνἈθήνα γιὰ τὶς σπουδὲς τοῦ µικροτέρου υἱοῦ του, ἐγκαταλείποντας τὴνἰδιαίτερη πατρίδα του καὶ µένοντας δίχως Ἐνορία.
Π
ολλὲς φορὲς προσφεύγει στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν γιὰ νὰ τοῦδοθεῖ µία ἐνοριακὴ θέση, προκειµένου νὰ ἀσκήσει τὰ λειτουργικά τουκαθήκοντα καὶ νὰ µπορέσει νὰ ἀνταπεξέλθει στὶς ἀνάγκες τῆς οἰκογε-νείας του, χωρὶς ὅµως ἀποτέλεσµα.
Μ
ετὰ ἀπὸ µῆνες µεγάλων στερήσεων, τὸν ἐπισκέπτεται ἡ ὙπεραγίαΘεοτόκος σὲ ἐνύπνιο καὶ τοῦ ὑποδεικνύει τὸ τότε γραφικὸ Ἐκκλησάκιτοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου στὰ Kάτω Πατήσια Ἀθηνῶν, τὸ ὁποῖο ἔµελε νὰγίνει ἡ Ἐνορία του γιὰ λίγο καιρό.
* * *
κεῖ
 εὑρίσκεται, ὅταν ἐπιβλήθηκε ἡ Ἡµερολογιακὴ Kαινοτοµία κατὰτὸ ἔτος 1924.
Τ
ότε, ἀντέταξε ἕνα σθεναρὸ OXI στὴν καινοτοµήσασα Ἱεραρχία τῆς
ιθ
 
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀποτειχιζόµενος ἀπὸ τοὺς Kαινοτόµους προ-ϊσταµένους του καὶ συστρατευόµενος µὲ τοὺς φύλακες τῶν ΠατρώωνΠαραδόσεων, τὸν ἁπλὸ πιστὸ Λαὸ τοῦ Θεοῦ.
 στάση του αὐτή, ὅπως ἦταν ἑπόµενο, τὸν φέρνει ἀντιµέτωπο µὲτὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία καὶ τὸν ἐκδιώκει ἀπὸ τὸν ἍγιοἘλευθέριο.
Ν
έες περιπέτειες ἀρχίζουν γιὰ τὸν παπα-Γιάννη.
Σ
τὸ ἑξῆς, κάθε Ἐξωκκλήσι στὰ περίχωρα τῆς Ἀττικῆς βρίσκει τὸνΛειτουργό του στὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντος Ἱερέως µὲ τὸν νεανικὸ ζῆλοκαὶ φρόνηµα.
Ε
ὕρισκε ἰδιαίτερη ἀνάπαυση, ὅταν λειτουργοῦσε στὸ ἐγκαταλελειµ-µένο τότε Mονύδριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, στὶς παρυφὲςτοῦ Ὑµηττοῦ (∆ῆµος Παπάγου), καθὼς καὶ στὴν Ὀµορφοκκλησιὰ (τοῦBεΐκου) στὸ Γαλάτσι, τὰ ὁποῖα καὶ ὑποδέχονται τοὺς Παλαιοηµερο-λογῖτες κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος.
* * *Ο
 κόποι καὶ οἱ µόχθοι τοῦ πατρὸς Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπὸτοὺς ὀλίγους ἐγγάµους Kληρικοὺς ποὺ παρέµειναν µὲ τὸ Παλαιὸ Ἡµε-ρολόγιο, ἐπευλογήθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό.
Τ
οῦ ἐπιφυλάχθηκε ἡ µεγίστη τιµὴ νὰ εἶναι ὁ Λειτουργὸς στὴν Ἀγρυ-πνία τῆς Ὑψώσεως τοῦ Tιµίου Σταυροῦ κατὰ τὸ ἔτος 1925, στὸν ἍγιοἸωάννη τὸν Θεολόγο στὸν Ὑµηττό, κατὰ τὴν ὁποία ἐµφανίσθηκεἐκεῖνος ὁ φωτεινὸς λευκὸς Σταυρός, ὁ ὁποῖος γέµισε µὲ εὐφροσύνη τὶςκαρδιὲς τῶν πιστῶν, ἐνίσχυσε τοὺς ἀποκαµωµένους ἀπὸ τὶς διώξειςκαὶ φώτισε πολλοὺς νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Πατρώα Eὐσέβεια, σύµφωναµὲ τὶς µαρτυρίες τῶν αὐτοπτῶν.
Τ
ὸ ἔτος 1934, οἱ Παλαιοηµερολογῖτες τῆς Mπάλας, σηµερινὴ Pοδό-πολη Ἀττικῆς, τὸν καλοῦν νὰ λειτουργήσει στὸ βυζαντινὸ Ἐκκλησάκιτοῦ Tιµίου Προδρόµου.
δικα ὅµως οἱ Xριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνονται γιὰ νὰ λει-τουργηθοῦν ἐκεῖ, ἀφοῦ βρίσκουν τὸ Nαΰδριο ἑρµητικὰ κλειστὸ ἀπὸ τὶςἀστυνοµικὲς ἀρχές.
 παπα-Γιάννης συνηθισµένος στὶς ἀπαγορεύσεις καὶ τοὺς διωγ-µοὺς δὲν πτοεῖται, ἀλλὰ οὔτε κἄν σκέπτεται νὰ στερήσει τοὺς εὐλαβεῖςἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία, ποὺ µὲ τόση λαχτάρα εἶχαν συγκεντρωθεῖ γιὰνὰ συµµετάσχουν.
κολουθούµενος πάντοτε ἀπὸ τοὺς πιστούς, κατευθύνεται στὸ χωριὸκαὶ δίπλα στὸν χῶρο ὅπου βρίσκεται ὁ σηµερινὸς Ἱερὸς Nαὸς τῆς ἉγίαςTριάδος Pοδοπόλεως, τελεῖ τὸ Mυστήριο ὑπαίθρια, ἐπάνω σὲ µία πέτρα,ποὺ ἔγινε ἀργότερα ὁ θεµέλιος λίθος τοῦ ἐν λόγῳ Nαοῦ.
* * *Τ
ακτικὸς
 στὴν τέλεση τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν ὁ παπα-Γιάννης, δὲν
κ
 
παραλείπει ἀκόµη καὶ στὸβαθὺ γῆρας του τὴν καθιερω-µένη νυκτερινὴ Ἀκολουθία.
Μ
όνον µία νύκτα χιονισµέ-νη παραβιάζει ἐξ ἀνάγκης τὴντακτική του, σκεπτόµενος νὰδιαβάσει λίγο ἀργότερα τὴνἈκολουθία του.
 Θεὸς ὅµως, ὁ Ὁποῖοςδὲν θέλει νὰ διακοπεῖ µία τό-σων ἐτῶν εὐλογηµένη τακτι-κή, τὸν εἰδοποιεῖ τὴν κατάλ-ληλη στιγµή.
ντροµος ὁ Γέροντας Πρεσβύτερος ἀκούει φωνὴ ἀπὸ τὴν µικρὴ Eἰ-κόνα τοῦ Eὐαγγελισµοῦ τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία φέρει πάντοτε µαζίτου, νὰ τοῦ λέγει:
«Παπα-Γιάννη, ὄρθρου βαθέος!»,
 καὶ ὁ ἀγαθὸς Λευ- ΐτης σηκώνεται εὐθὺς γιὰ τὴν ὀρθρινὴ δοξολόγηση καὶ ἀνύµνηση τοῦἁγίου Θεοῦ...
* * *Σ
τὸν
 µεγάλο διωγµὸ τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Xριστιανῶν τοῦ 1951,παρὰ τὰ γηρατειά του, ὁ παπα-Γιάννης ἐργάζεται ἐξαντλητικά, ἔχονταςµεταβάλλει τὴν οἰκία του στὴν Kηφισιά, στὴν ὁδὸ Kανάρη, σὲ κρυφὸπνευµατικὸ καταφύγιο τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων.
Τ
 ὰ Xριστούγεννα τοῦ αὐτοῦ ἔτους, κατὰ περιγραφὴν αὐτόπτου µάρ-τυρος, τοῦ κατὰ σάρκα πατρὸς τῆς νῦν Kαθηγουµένης τῆς Ἱερᾶς MονῆςKοιµήσεως τῆς Θεοτόκου Θρακοµακεδόνων Ἀττικῆς Ξένης Mοναχῆς,τοῦ µετέπειτα Θεολόγου Mοναχοῦ, τρία φορτηγὰ γεµᾶτα πιστοὺς ἀπὸδιάφορα µέρη τῆς Ἀττικῆς ξεκίνησαν τὴν παραµονὴ τῆς µεγάλης Ἑορ-τῆς ἀργὰ τὸ βράδυ, γιὰ νὰ ἀγρυπνήσουν µακρυὰ ἀπὸ τοὺς Kαινοτόµουςδιῶκτες τους, στὸ Ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Mαρίνης στὸ Πόρτο Pάφτη.
ερεὺς καὶ ἐκείνης τῆς Ἀγρυπνίας ἦταν ὁ π. Ἰωάννης.
κεῖνος βρι-σκόταν στὸ τελευταῖο φορτηγό, κάτω ἀπὸ ἕναν σωρὸ ἀπὸ παλτὰ καὶἐπανωφόρια.
Κ 
αθ᾿ ὁδόν, ἀστυνοµικὴ δύναµη σταµατάει τὰ τρία φορτηγὰ γιὰ ἔλεγ-χο.
Σ
τὸ ἐρώτηµα τῶν ἀστυνοµικῶν ποιὸς ὁ σκοπὸς αὐτῆς τῆς µετακι-νήσεως, οἱ ἐπιβαίνοντες τοῦ πρώτου φορτηγοῦ ἀντέταξαν τὴν ἁπλοϊκὴδικαιολογία: «Πᾶµε γιὰ µπάνια»!...
ταν µιὰ παγωµένη νύκτα τοῦ ∆εκεµβρίου, µὲ ἀρκετὸ χιόνι, καὶτρία φορτηγὰ γεµᾶτα κυρίως ἀπὸ ἀνθρώπους περασµένης ἡλικίας, οἱὁποῖοι ἔτρεµαν ἀπὸ τὸ κρύο.
Τ
ὸ δεύτερο καὶ τὸ τρίτο φορτηγό, ὅταν ἐρωτήθηκαν ποῦ πηγαίνουν,
κα
Ὁ Ἀείµνηστος παπα-Γιάννης εἰς ὑπαίθριον τελετὴνἔξωθι τοῦ Ἱεροῦ Nαοῦ τῆς Ἁγίας Tριάδος Mπάλας,κατὰ τὴν χρονικὴν περίοδον 1935-1940.
 
κβ
ἀπάντησαν: «Ὅπου πᾶνε καὶ οἱ µπροστινοί».
 Xάρις τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπέτρεψε στοὺς Ἀστυνοµικοὺς νὰ ἐπεξεργα-στοῦν λεπτοµερῶς τὸ κατὰ τὰ ἄλλα παιδαριῶδες ἐκεῖνο ἐπιχείρηµα καὶτοὺς ἄφησαν ἐλεύθερους νὰ συνεχίσουν τὸν δρόµο τους.
 Ἀγρυπνία δὲ στὸ ἀσφυκτικὰ γεµᾶτο Ἐκκλησάκι ἐνθύµιζε πρωτο-χριστιανικὲς ἐποχές.
λο το ἐκκλησίασµα ἔψαλλε µαζί.
 Zηλωτὴς Ἱερέας ἐξοµολόγησε καὶ κοινώνησε ὅλους τοὺς παρι-σταµένους.
Σ
τὸ τέλος, ὅλοι περιχαρεῖς ἀντάλλαξαν ἑόρτιες εὐχές, ἀρτεύθηκανµὲ λίγα πτωχικὰ κεράσµατα καὶ ἀναχώρησαν γιὰ τὶς οἰκίες τους, δίχωςνὰ σταµατήσουν νὰ ψάλλουν καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἐπιστροφῆς.
* * *
ξι
 µῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκδηµίαν του πρὸς Kύριον, ὁ ἡρωϊκὸς π. Ἰω-άννης καθηλώθηκε στὸ κρεββάτι τοῦ πόνου ἐξ αἰτίας ἀτυχήµατος.
Τ
ότετὸν ἐπισκέπτεται καὶ ὁ ἐπανελθὼν ἀπὸ τὴν δεύτερη 17µηνη ἐξορία τουστὴν Mυτιλήνη Ἀείµνηστος Mητροπολίτης πρώην Φλωρίνης καὶ νῦνἍγιος Xρυσόστοµος, ὁ Ὁµολογητής.
Τ
ὴν 15η ∆εκεµβρίου 1953, ἡµέρα τῆς Ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου ἹεροµάρτυροςἘλευθερίου, στὸ Nαΰδριο τοῦ ὁποίου πιστὰ ὑπηρέτησε κάποτε, ὁ παπα-Γιάννης ἐκοιµήθη τὸν ὕπνο τοῦ ∆ικαίου.
τάφη στὴν Ἱερὰ Mονὴ τῆς Θαυµατουργοῦ Ἁγίας Eἰρήνης Xρυσοβα-λάντου στὴν Λυκόβρυση Ἀττικῆς, τῆς ὁποίας τὴν Ἀδελφότητα ἐξυπη-ρετοῦσε τακτικὰ Mυστηριακῶς.
πῆρξε ἕνας ἀφανὴς καὶ θαρραλέος Kληρικός, λακωνικὸς καὶ σο-φός, µὲ µόνο φόβο τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνοµα θὰ µείνῃστὴν ἱστορία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Xριστιανῶν, συνδεδεµένο ἄρρη-κτα µὲ τὸ συγκλονιστικὸ Θαῦµα τῆς Γ΄ Ἐµφανίσεως τοῦ Tιµίου Σταυ-ροῦ τὸ ἔτος 1925.
(*)
Περιοδ. «Tὰ Πάτρια», τεῦχος 3, Ἰούλιος-Σεπτέµβριος 1976, σελ. 94-97.
 Ἱστολόγιο«Ἐκκλησιαστικὸς» (http://www.ekklisiastikos.gr/2009/09/blog-post_19.html)
 Περιοδ. «Ἀρχεῖ-ον τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος», τεῦχος 2, Ἄνοιξις/Kαλοκαίρι 2015, σελ. 28-33.
 Ἐπιµέλ. ἡµετ.

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)


γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            Στοὺς Ἀριθμοὺς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διαβάζουμε τὸ ἑξῆς γεγονός: ὅταν οἱ Ἰσραηλίτες, μετὰ τὴν ἔξοδό τους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ παρὰ τὶς τόσες εὐεργεσίες ποὺ δέχθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, συνέχισαν νὰ ἀγανακτοῦν ἐναντίον τῶν εὐεργετῶν τους, τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Μωϋσῆ, ὁ Θεὸς ἔστειλε σὲ αὐτοὺς φαρμακερὰ φίδια. Ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους δάγκωναν τὰ φίδια πέθαιναν σὲ μόλις λίγη ὥρα. Μετανοημένοι τότε οἱ Ἰσραηλίτες, παρακάλεσαν τὸν Μωϋσῆ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Κύριο γιὰ νὰ τοὺς συγχωρέσει καὶ νὰ τοὺς λυτρώσει. Ὁ Μωϋσῆς, λοιπόν, προσευχήθηκε καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἐντολὴ νὰ ὑψώσει ἕνα χάλκινο φίδι σὲ ξύλινο δοκάρι. Ὅσοι θὰ δαγκώνονταν ἀπὸ τὰ φίδια, θὰ ἔβλεπαν τὸ χάλκινο φίδι καὶ θὰ θεραπεύονταν. Ἔτσι ἔγινε καὶ λυτρώθηκε ὁ ἰσραηλιτικὸς λαός.

            Τὴν ἱστορία αὐτὴ μᾶς θυμίζει σήμερα, Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὁ Κύριός μας, λέγοντας: «ὅπως ὕψωσε ὁ Μωϋσῆς τὸ φίδι στὴν ἔρημο, ἔτσι πρέπει νὰ ὑψωθεῖ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Πράγματι, ἡ ὕψωση τοῦ φιδιοῦ συμβολίζει τὴν λυτρωτικὴ θυσία τοῦ Θεανθρώπου: τὸ χάλκινο φίδι ὑψώθηκε πάνω στὸ ξύλο. Ὁ Χριστὸς ὑψώθηκε στὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Οἱ Ἰσραηλίτες πέθαιναν σωματικὰ ἀπὸ τὰ φίδια. Ἑμεῖς πεθαίνουμε ψυχικὰ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες. Ὅσοι ἔστρεφαν τὰ μάτια στὸ χάλκινο φίδι λυτρώνονταν. Ὅσοι ἀπὸ ἑμᾶς ἀτενίζουμε τὸν Σταυρωμένο καὶ Ἀναστημένο Θεό μας λυτρωνόμαστε καὶ ζοῦμε αἰώνια.

            Κατὰ καιροὺς ἔχουμε ἀκούσει νὰ λένε κάποιοι: ἀφοῦ ὑπάρχει Θεός, τότε πού ἦταν, παραδείγματος χάριν, στὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφή, ἤ ὅταν ὁ αἱμοσταγὴς Χίτλερ θανάτωνε ἑκατομμύρια ἀνθρώπους; Ἀφοῦ ὑπάρχει Θεός, τότε πού εἶναι ὅταν βλέπει τόση φτώχεια καὶ δυστυχία στὸν κόσμο;

            Σὲ αὐτοὺς ὁ Κύριός μας ἀπαντᾶ: «Θέλετε, ὄντως, νὰ μάθετε πού εἶμαι; Στὸν Σταυρὸ τῆς θυσίας. Ἐκεὶ εἶμαι! Στὸν Σταυρὸ γιὰ ὅλους ἑσᾶς. Γιὰ τὴν σωτηρία σας. Γιὰ νὰ μπορεῖτε καὶ μέσα ἀπὸ τὸ θάνατο ἀκόμα νὰ ἐλπίζετε στὴ χαρὰ καὶ τὴ ζωή. Ἑσεῖς, πού εἶστε γιὰ ὅλους αὐτοὺς ποὺ λέτε ὅτι ὑποφέρουν; Μάθετε, ἐπιτέλους, ὅτι τόσο ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ὥστε ἔστειλε τὸν Υἱό Του τὸν μονογενή, ὄχι γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν σώσει».

             Θεὸς ἔφερε τὴν ἀνατροπὴ τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Θὰ περιμέναμε ὅτι ὡς παντοδύναμος, θὰ ἐρχόταν στὴ γῆ σὰν βασιλιᾶς, μὲ μεγαλοπρέπεια. Ἐκεῖνος, ὅμως, ἦρθε σὰν πτωχὸς ἀνάμεσα στοὺς πτωχούς, καὶ ἀντὶ γιὰ τὸν λαμπρὸ θρόνο προτίμησε τὸν Σταυρὸ καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του κατέστησε τὸν θάνατο πηγὴ ζωῆς.

            κούσαμε, πάλι σήμερα, ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν, Παῦλο, νὰ λέει: «μακάρι νὰ μὴν καυχηθῶ ποτὲ γιὰ τίποτα ἄλλο, παρὰ μόνο γιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ μεγάλο μας καύχημα, διότι μέσα ἀπὸ αὐτὸν ἀνέτειλε ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή. Αὐτὸ εἶναι τὸ κεντρικὸ μήνυμα τῆς πίστης μας, ὅτι μετὰ τὴν Σταύρωση πάντοτε ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση.

            Στὴν πορεία τῆς ἱστορίας ἰδιαίτερα τῆς πονεμένης μας πατρίδας, τὸ διαπιστώνουμε αὐτὸ πολλὲς φορές. Ἡ Ἑλλάδα μας σταυρώθηκε καὶ ξανασταυρώθηκε, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τελείωσε, ὅπως θὰ ἤλπιζαν ἐχθροὶ καὶ φίλοι. Συνέχεια βίωνε τὴν Ἀνάστασή της.

            Σήμερα, ἀπὸ τὴν Μητρόπολή μας ἡ ἡμέρα εἶναι καθηκόντως ἀφιερωμένη στὴν τραγικότερη, ἴσως, ἐπέτειο σταύρωσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στὰ 100 χρόνια ἀπὸ τὴν Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ τοῦ Σεπτεμβρίου τοῦ 1922. Σήμερα τιμοῦμε καὶ προσευχόμαστε γιὰ τὴν ἀνάπαυση τόσο τῶν θυμάτων ποὺ σφαγιάσθηκαν μὲ πρωτόγνωρα μέσα βασανισμοῦ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὅσο καὶ ἐκείνων ποὺ τράβηξαν τὸν δρόμο τῆς προσφυγιᾶς πρὸς τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν τότε Σοβιετικὴ Ἕνωση. Γιὰ τοὺς Σμυρνιούς, τοὺς Βουρλιῶτες, τοὺς Αϊβαλιῶτες, τοὺς Καππαδόκες, τοὺς Ποντίους καὶ πολλοὺς ἀκόμη Ρωμηούς, οἱ ὁποῖοι ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ τὸν τόπο τους μετὰ ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες χρόνια συνεχοῦς, ζωντανῆς καὶ δημιουργικῆς παρουσίας.

             Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ δὲν ἦταν ἕνα τυχαῖο συμβᾶν. Ἦταν, στὴν πραγματικότητα, ἕνα ὀργανωμένο ἔγκλημα καὶ ἐκφράσθηκε ἐπίσημα τὸ 1911 ἀπὸ τὸ κίνημα τῶν Νεοτούρκων. Αὐτοί, μὲ τὶς συμβουλὲς Γερμανῶν ἀξιωματικῶν, ὑποστήριζαν τὸ σύνθημα «ἡ Τουρκία στοὺς Τούρκους» καὶ «μαζικὴ ἐξόντωση τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν τῆς Αὐτοκρατορίας».

            Οἱ ἀπάνθρωπες πράξεις ὠμῆς βίας ξεκίνησαν ἤδη ἀπὸ τὸ 1914. Οἱ ἀκραῖες τακτικὲς βασανισμοῦ τῶν ἀμάχων ξεπέρασαν τὸ μέτρο τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε λίγες δεκαετίες ἀργότερα, στὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ὁ Χίτλερ νὰ ἐμπνευσθεῖ ἀπὸ τοὺς Τούρκους γιὰ νὰ βασανίσει τὰ θύματά του. Ποιός γνωρίζει σήμερα ὅτι πρῶτος ὁ Κεμὰλ πούλησε ὀστὰ 50.000 γενοκτονημένων μικρασιατῶν σὲ γαλλικὴ βιομηχανία γιὰ τὴν παραγωγὴ σαπουνιοῦ;

            Τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὰ τάγματα ἐργασίας μέχρι θανάτου; Πῶς νὰ μιλήσουμε γιὰ τὶς λευκὲς πορεῖες μὲ προορισμὸ τὸ πουθενά; Γιὰ τοὺς ἄντρες ποὺ ἔμειναν γιὰ πάντα ἀγνοούμενοι; Γιὰ τὶς γυναῖκες ποὺ ἄφηναν τὰ νεογέννητα βρέφη τους στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ συνέχιζαν τὴ πορεία τους; Γιὰ τὰ μωρὰ ποὺ μετατρέπονταν σὲ «μπάλες ποδοσφαίρου» ἀπὸ τοὺς Νεότουρκους; Πολλοὶ αὐτόπτες μάρτυρες τῶν τουρκικῶν κολαστηρίων δὲν μπόρεσαν νὰ μιλήσουν ποτὲ γιὰ ὅσα εἶδαν καὶ ἔζησαν.

            Δὲν ἦταν, ὅμως, ἀπὸ τὸ ΄14 μέχρι τὸ ΄22 μία πορεία καταστροφῆς γιὰ τὸν ἑλληνισμό. Με τὴν λήξη τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τὸ 1918, ἡ Ἑλλάδα ἦταν στὸ πλευρὸ τῶν νικητῶν καὶ κέρδισε σημαντικὰ ἐδάφη, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὴν Ἀνατολικὴ Θράκη καὶ τὴ Σμύρνη. Μετὰ ἀπὸ 5 αἰῶνες σκλαβιᾶς, ἡ Σμύρνη ἦταν ξανὰ δική μας καὶ μετὰ ἀπὸ 5 χρόνια μὲ δημοψήφισμα θὰ ἀποφάσιζαν οἱ κάτοικοι τὴν ἕνωσή της μὲ τὴν Ἑλλάδα.

            Λίγο καιρὸ ἀργότερα, χάρη σὲ καλὲς συγκυρίες, ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς ξεκίνησε τὴν προέλαση ἐνδότερα τῆς Τουρκίας γιὰ νὰ χτυπήσει τὴν Ἄγκυρα καὶ νὰ καταπνίξει τὸ κίνημα τοῦ Κεμάλ. Οἱ ἐλπίδες ἦταν πολλὲς. Οἱ στρατιῶτες προχωροῦσαν μὲ πολὺ προθυμία. Ὅλα ἔδειχναν ὅτι τὸ ὄνειρο τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας ἦταν πολὺ κοντά. Ὁ φθόνος, ὅμως, δὲν προτιμᾶ τὸ συμφέρον.

            Μπορεῖ συχνὰ νὰ κατηγοροῦμε τὶς συμμαχικὲς Μεγάλες Δυνάμεις γιὰ τὴν κακὴ στάση τους ἀπέναντι στὴν Ἑλλάδα, μπορεῖ νὰ ρίχνουμε εὐθύνες στοὺς Γάλλους ἀξιωματικοὺς ἐπειδὴ ἐνίσχυσαν καὶ ἐκπαίδευσαν τὸν στρατὸ τοῦ Κεμάλ. Μπορεῖ νὰ κατηγοροῦμε τοὺς  Ἰταλοὺς ἐπειδὴ ἄνοιξαν τὶς τουρκικὲς φυλακὲς γιὰ νὰ βγοῦν οἱ κατάδικοι καὶ νὰ ἑνωθοῦν μὲ τοὺς κεμαλιστές. Ἀλήθεια εἶναι αὐτά. Βέβαια, σὲ αὐτὰ τὰ ζητήματα δὲν ὑπάρχουν φίλοι καὶ ἐχθροί. Ὁ καθένας κοιτάει τὸ συμφέρον του. Μποροῦμε νὰ ρίχνουμε εὐθύνες συνεχῶς στοὺς ἄλλους. Ἐάν, ὅμως, ἔγινε ὅλη αὐτὴ ἡ καταστροφὴ στὴ Μικρὰ Ἀσία, αὐτὸ ὀφείλεται σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου στὰ δίκα μας λάθη καὶ πάθη. Ἐπειδὴ κάποιοι δὲν ἤθελαν ἱκανοὺς ἀνθρώπους νὰ φέρουν τὴν πρόοδο τῆς χώρας.

            Τὴν περίοδο ἐκείνη ὑπῆρχε στὴν Ἑλλάδα ἔντονος ἐσωτερικὸς διχασμός. Ἄλλοι ἔβλεπαν μακριὰ καὶ ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν ἐπέκταση τῶν συνόρων, ἄλλοι ἦταν πολὺ ἀναπαυμένοι μὲ αὐτὰ ποὺ ἤδη εἶχαν καὶ δὲν ἤθελαν νὰ γίνει κάτι καὶ νὰ χάσουν τὶς θέσεις ἐξουσίας τους. Ἕλληνες ὑποστηρικτὲς τοῦ Βασιλιᾶ συγκρούονταν μὲ Ἕλληνες ὑποστηρικτὲς τοῦ Βενιζέλου καὶ τὸ ἔθνικὸ συμφέρον ἔμενε στὴν ἄκρη γιὰ μερικὲς μικροπρεπεῖς ἰδιοτέλειες.

            Ἔγιναν ἐκλογές, ὁ Βασιλιὰς Κωνσταντίνος ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα, ἡ ἐκστρατεία συνεχίσθηκε. Οἱ ἄξιοι στρατηγοὶ ποὺ βρίσκονταν σὲ θέσεις-κλειδιὰ ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ ἀνθρώπους ἄπειρους, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἦταν ἀρεστοὶ στὸ καθεστώς. Χάρη στὸν φθόνο καὶ τὴν ἀναξιοκρατία, τὸ μέτωπο ἔσπασε. Οἱ στρατιῶτες ὑποχώρησαν ἄτακτα καὶ προειδοποιοῦσαν τοὺς κατοίκους τῆς Σμύρνης νὰ φύγουν ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσαν.

            Ἡ συμπεριφορὰ τῆς ἑλληνικῆς πολιτείας ἀπογοητευτική: πέντε ἡμέρες πρὶν εἰσβάλουν οἱ Τοῦρκοι στὴ Σμύρνη, ὁ Πρωθυπουργὸς ἔστειλε ἐπίσημο ἔγγραφο στὸν Ὕπατο Ἀρμοστὴ τῆς Σμύρνης νὰ μὴν ἐπιτρέψουν σὲ κανέναν Ἕλληνα Μικρασιάτη νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴ Σμύρνη. Δὲν ἤθελαν οἱ ἰθύνοντες νὰ φορτωθοῦν περισσότερο «βάρος». Μετὰ βίας καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς προσπάθειες κατάφεραν οἱ Μικρασιάτες νὰ μποῦν στὰ πλοῖα καὶ νὰ περάσουν ἀπέναντι.

            Σημαντικὸς ἀρωγὸς στὴν προσπάθεια αὐτή, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ θυμόμαστε τὴν διαχρονικὴ συμπαράσταση τοῦ τιμημένου ράσου στὰ προβλήματα τοῦ λαοῦ, μνημονεύουμε τὴν θυσία στὸν μικρασιατικὸ βωμό, τῶν ἡρώων Ἱεραρχῶν καὶ λοιπῶν Κληρικῶν τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων μποροῦσαν νὰ φύγουν γιὰ νὰ σωθοῦν, ἀλλὰ προτίμησαν νὰ μείνουν μὲ τὸ ποίμνιό τους, ἀφοὺ κατάφεραν νὰ φυγαδεύσουν πολλοὺς στὴν Ἑλλάδα. Ἔμειναν ἐκεὶ καὶ οἱ Τοῦρκοι τοὺς ἔσφαξαν, τοὺς κρέμασαν, τοὺς ἔθαψαν ζωντανούς, τοὺς ἄφησαν νὰ ἀργοπεθάνουν στὴ φυλακή, τοὺς ἔκοψαν τὴ γλώσσα, τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια. Αὐτοὶ ἐμψύχωσαν τὸν λαό. Αὐτοὶ στήριξαν τὸ Ἔθνος. Μὲ τὶς εὐχές τους οἱ ξεριζωμένοι Ἕλληνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κατάφεραν ὄχι ἁπλῶς νὰ ξαναχτίσουν τὶς ζωές τους, ἀλλὰ νὰ μεγαλουργήσουν καὶ νὰ προσφέρουν πολιτισμὸ στὴν παλαιὰ Ἑλλάδα.

            Νομίζουμε ὅτι βιώνουμε δύσκολες ἐποχές. Σεβαστό. Ὄχι, ὅμως, καὶ νὰ ἀπελπιζόμαστε! Ἀς στρέψουμε τὸ βλέμμα στοὺς πρόσφυγες παπποῦδες μας. Ἄφησαν τὰ πλούτη τους, πήραν μαζὶ τὰ εἰκονίσματα καὶ ἦρθαν σὲ μία Ἑλλάδα πτωχὴ καὶ ἀπρόθυμη νὰ τοὺς βοηθήσει. Δύο καὶ τρεῖς οἰκογένειες ἔζησαν στριμωγμένοι σὲ μικρὰ χαμόσπιτα. Οἱ ἀρρώστιες θέριζαν. Ἡ πείνα βασανιστική. Οἰκογένειες χωρισμένες. Χωρισμένες ὄχι ἐπειδὴ δὲν κατάφεραν ποτὲ νὰ ἀγαπηθοῦν, ὅπως σήμερα ποὺ τὰ διαζύγια ἔχουν γίνει ὁ ἑπόμενος σταθμὸς μετὰ τὸ γαμήλιο τραπέζι. Ἐκεῖνοι ἔπαιρναν δύο φωτογραφίες καὶ τὶς ἕνωναν γιὰ νὰ ἑνώσουν ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας ἀπὸ τὴν ἀγάπη τους. Ἦταν, ὅμως,  χωρισμένες, διότι στὴν ὁδὸ τῆς ἐπιστροφῆς ἔχανε στὴν κυριολεξία ἡ μάνα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὴν μάνα, ὁ ἄντρας ἔμενε στὰ χώματα τῆς Σμύρνης καὶ ἡ γυναίκα νὰ μεγαλώνει τὰ παιδιὰ στὴν Ἑλλάδα. Καὶ αὐτὰ τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν καὶ εὐτύχησαν στὴ ζωή τους ἀπὸ τὴν καλὴ ἀνατροφὴ ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἡρωίδες μάνες.

            Οἱ Μικρασιάτες μὲ ὅλη τους τὴν ταλαιπωρία, μὲ ὅλη τους τὴν πίκρα, μὰ πάνω ἀπὸ ὅλα μὲ τὴν εὐχὴ τῶν Μαρτύρων Παπάδων καὶ Δεσποτάδων τους ἀνασκουμπώθηκαν, καὶ μὲ πολλὴ προθυμία ἐργάσθηκαν τίμια μὲ τὶς γνώσεις καὶ δεξιότητες ποὺ εἶχαν. Προόδευσαν σὲ πολλοὺς τομεῖς καὶ ἐμπλούτισαν τὴν Ἑλλάδα μὲ τὴν ὡραῖα ἑλληνικὴ ψυχὴ τῆς Ἀνατολῆς.

           Δὲν σᾶς εἶπα στὴν ἀρχὴ ὅτι μετὰ τὴν Σταύρωση ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση; Ἡ ἱστορία τῶν προσφύγων δὲν τὸ ἀποδεικνύει αὐτό; Τώρα βρισκόμαστε στὴν Ἀνάστασή μας. Εὐκαιρία νὰ συμμορφωθοῦμε, νὰ θέσουμε στὸ κέντρο τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφήνοντας στὴν ἄκρη τὶς μικροπρέπειες καὶ τὶς ζήλειες. Αὐτὰ μόνο στὸ πουθενὰ μᾶς ὁδήγησαν. Εὐκαιρία νὰ μάθουμε τὴν ἱστορία μας καὶ νὰ ἐπιστρέψουμε στὶς ρίζες μας μὲ ἕναν τρόπο ὄχι αὐταρχικό, ἀλλὰ προσιτὸ στὴ νέα γενιά. Αὐτὰ πρέπει νὰ γίνουν ἄμεσα καὶ ἔμπρακτα. Μόλις 100 χρόνια πέρασαν καὶ οἱ περισσότεροι ἔχουν ξεχάσει. Λαὸς ποὺ δὲν θυμᾶται τὴν ἱστορία του εἶναι καταδικασμένος νὰ ξαναπέσει στὰ ἴδια λάθη.

            Λένε ὅτι θὰ ἔρθουν δύσκολα. Ὅπως εἴδαμε, ἄλλοι πέρασαν πιὸ δύσκολα ἀπὸ ἑμᾶς. Καὶ ἄν ἔρθουν τὰ δύσκολα, αὐτὸ ποὺ ἔχουμε καθῆκον ὡς Χριστιανοί, εἶναι πρῶτον νὰ τὰ ὑπομείνουμε δίχως νὰ χάνουμε τὴν ἐλπίδα μας πρὸς Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος ἀνέβηκε στὸν Σταυρὸ γιὰ ἑμᾶς, καὶ δεύτερον νὰ στηρίζουμε ὁ ἕνας τὸν ἅλλο. Καὶ ἄν ἀκόμα ἔρθουμε ἀντιμέτωποι μὲ τὴν Σταύρωση, νὰ εἴμαστε σίγουροι ὅτι καὶ ἡ Ἀνάσταση εἶναι πολὺ κοντά!

            Μὲ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας θὰ τελεσθεῖ Τρισάγιο γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν θυμάτων καὶ τῶν προσφύγων τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς. Στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι ὅλοι!

            Μὲ τὴν εὐχὴ τὰ λάθη τοῦ παρελθόντος νὰ καθοδηγοῦν στὴ σωστὴ πορεία τὰ βήματά μας,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ 2022 (Ομιλία π.Ευθυμίου Μπαρδάκα)

 


Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΝΗΣΙΚΑΚΙΑ (Ἀββᾶ Δωροθέου)

Ἕνας ἀπό τούς Πατέρες, ὁ Εὐάγριος, εἶπε ὅτι οἱ μοναχοί δέν πρέπει νά ὀργίζονται ἤ νά στενοχωροῦν κανέναν. Καί πάλι εἶπε: Ἄν κάποιος χαλιναγωγήσει τό θυμό, χαλιναγωγεῖ τούς δαίμονες. Ἄν ὅμως ἔχει νικηθεῖ ἀπ’ αὐτό τό πάθος, εἶναι τελείως ξένος ἀπό τή μοναχική ζωή[1] καί ἄλλα σχετικά. Τί λοιπόν πρέπει νά ποῦμε ἐμεῖς γιά τόν ἑαυτό μας, πού δέν σταματᾶμε μόνο στό θυμό καί στήν ὀργή, ἀλλά πολλές φορές φτάνουμε καί μέχρι τή μνησικακία; Τί ἄλλο, παρά τό νά πενθήσουμε γι’ αὐτή τήν ἐλεεινή καί ἀπάνθρωπη κατάστασή μας. Ἄς κρατήσουμε λοιπόν ἄγρυπνα τά μάτια τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ἀδελφοί μου, καί ἄς βοηθήσουμε¸‘μετά Θεόν’ τούς ἑαυτούς μας, γιά νά γλυτώσουμε ἀπό τήν πίκρα αὐτοῦ τοῦ καταστρεπτικοῦ πάθους. Γιατί συμβαίνει πολλές φορές νά βάζει κανείς μετάνοια στόν ἀδελφό του -ὅταν φυσικά ψυχρανθοῦν ἤ στενοχωρηθοῦν μεταξύ τους- καί νά παραμένει καί μετά τή μετάνοια λυπημένος καί ἔχοντας λογισμούς ἐναντίον του.

Δέν πρέπει αὐτός πού πολεμιέται ἀπό τούς λογισμούς ν’ ἀδιαφορήσει γιά τό θέμα, ἀλλά ἀμέσως νά τούς σταματήσει. Γιατί αὐτό εἶναι μνησικακία. Καί εἶναι ἀνάγκη νά προσέξει μέ ἄγρυπνη φροντίδα, νά μετανοήσει, ν’ ἀγωνιστεῖ, ὅπως εἶπα, γιά νά μήν μείνει πολύ καιρό μ’ αὐτούς τούς λογισμούς καί κινδυνεύσει. Γιατί μέ τό νά βάλει μετάνοια, ἁπλῶς συμμορφώνεται σέ μιά πρακτική ἐντολή καί προσωρινά ἀντιμετωπίζει τό θέμα τῆς ὀργῆς, ἀλλά δέν κάνει κανέναν ἀγώνα ἐναντίον τῆς μνησικακίας. Γι’ αὐτό καί παραμένει ἔχοντας τή λύπη ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του. Γιατί εἶναι ἄλλο πράγμα ἡ μνησικακία, ἄλλο ἡ ὀργή, ἄλλο ὁ θυμός καί ἄλλο ἡ ταραχή[2].

 Καί σᾶς λέω ἕνα παράδειγμα, γιά νά καταλάβετε. Αὐτός πού ἀνάβει φωτιά, στήν ἀρχή ἔχει λίγη θράκα. Θράκα εἶναι ὁ πικρός λόγος τοῦ ἀδελφοῦ πού τόν λύπησε. Δές, ἡ θράκα ἔχει λίγη δύναμη. Γιατί, τί εἶναι μιά λεξούλα τοῦ ἀδελφοῦ σου; Ἄν τήν ὑποφέρεις ἔσβησες τή θράκα. Ἄν ὅμως ἀρχίσεις νά σκέπτεσαι: ‘Γιατί μοῦ τό ’πε; Καί ἐγώ μπορῶ νά τοῦ ἀπαντήσω. Ἄν δέν ἤθελε νά μέ στενοχωρήσει, δέν θά μοῦ τό ’λεγε. Καί, πιστέψτε με, θά τόν κανονίσω ἐγώ!’ Νά, ἔτσι βάζεις μικρά ξυλαράκια ἤ κάποιο ἄλλο προσάναμμα, ὅπως ἀκριβῶς κάνει αὐτός πού θέλει ν’ ἀνάψει φωτιά, καί γεμίζεις τόν τόπο μέ καπνό, πού εἶναι ἡ ταραχή. Ταραχή εἶναι ὁ ἀναβρασμός ἐμπαθῶν καί ἀτάκτων σκέψεων, πού ξεσηκώνουν τήν καρδιά καί τήν κάνουν ἐπιθετική κατά τοῦ πλησίον. Αὐτή δέ ἡ ἐπιθετική διάθεση κατά τοῦ ἀνθρώπου πού μᾶς στενοχώρησε, πολλές φορές παίρνει καί χαρακτήρα ἀπειλητικό, γιατί γίνεται καί ἐκδικητική, ὅπως ἀκριβῶς εἶπε καί ὁ ἀββᾶς Μάρκος: ‘Ἡ κακία πού γίνεται δεκτή μέ τό λογισμό, κάνει τήν καρδιά θυμώδη καί ἀπειλητική, ἐνῶ ὅταν πολεμηθεῖ μέ τήν προσευχή καί τήν ἐλπίδα προκαλεῖ μετάνοια καί συντριβή’[3].

Γιατί ἄν ὑπέφερες τόν ἀσήμαντο λόγο τοῦ ἀδελφοῦ σου, θά ἔσβηνες,ὅπως εἶπα, καί αὐτή τή λίγη θράκα, πρίν ξεσηκωθεῖ ἡ ταραχή. Ὅμως καί αὐτή, ἄν θέλεις, μπορεῖς εὔκολα νά τή σβήσεις, ὅσο εἶναι καιρός, μέ τή σιωπή, μέ τήν προσευχή, μέ μιά μετάνοια ὁλόκαρδη. Ἄν ὅμως παραμείνεις βγάζοντας καπνό, μ’ αὐτό τόν τρόπο ἀποθρασύνεις καί ξεσηκώνεις τήν καρδιά σου στριφογυρίζοντας στό νοῦ σου: ‘Γιατί μοῦ τό ’πε; Μπορῶ νά τοῦ ἀπαντήσω καί ἐγώ’. Ἀπ’ ὅλο αὐτό τό βράσιμο καί τή διαμάχη τῶν λογισμῶν, μέ τούς ὁποίους ἡ καρδιά ἀνάβει καί ξεσηκώνεται μέ ἐμπάθεια, ἀνάβει τό πάθος τοῦ θυμοῦ. Γιατί θυμός εἶναι τό ξάναμμα τοῦ αἵματος, πού βρίσκεται γύρω ἀπ’ τήν καρδιά, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος[4]. Νά, ἔτσι ἀνάβει ὁ θυμός, ἔτσι βρισκόμαστε στήν κατάσταση πού τήν λέμε ὀξυχολία. Ἄν λοιπόν θέλεις μπορεῖς νά τόν σβήσεις καί αὐτόν, πρίν φέρει τήν ὀργή. Ἄν ὅμως συνεχίσεις νά ταράζεις καί νά ταράζεσαι, μοιάζεις σάν κι αὐτόν πού ρίχνει ξύλα στή φωτιά καί μεγαλώνει τή φλόγα. Καί ἔτσι γίνονται τά ἀναμμένα κάρβουνα, πού εἶναι ἡ ὀργή.

Καί αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ὅταν τόν ρώτησαν τί σημαίνει ἡ φράση: ὅπου δέν ὑπάρχει θυμός, σταματάει ἡ διαμάχη. Γιατί, ἄν στήν ἀρχή τῆς ταραχῆς, μόλις ἀρχίσει, ὅπως εἴπαμε, νά βγάζει καπνό καί νά πετάει μερικές σπίθες, προλάβει κανείς καί κατηγορήσει τόν ἑαυτόν του καί βάλει μετάνοια, πρίν ἀκόμα ξεσηκωθεῖ ἡ ταραχή καί γίνει θυμός, τότε μένει εἰρηνικός. Πάλι ἀφοῦ ἀνάψει ὁ θυμός, ἄν δέν ἡσυχάσει, ἀλλά ἀφήσει στήν ψυχή του τήν ταραχή καί τήν ἐκδικητικότητα, μοιάζει, ὅπως εἴπαμε, μ’ αὐτόν πού ρίχνει ξύλα στή φωτιά καί παραμένει ξαναμμένος μέχρι νά φτιάξει μεγάλα κάρβουνα. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν ἡ θράκα γίνεται κάρβουνα, πού ἀποθηκεύονται καί μένουν πολλά χρόνια χωρίς νά καταστρέφονται, καί ἄν τούς ρίξει κανείς νερό, δέν σαπίζουν, ἔτσι καί ἡ ὀργή. Ἄν μείνει πολύ καιρό στήν ψυχή γίνεται μνησικακία. Καί τότε, ἄν κανείς δέν χύσει τό αἷμα του, δέν ἀπαλλάσσεται ἀπ’ αὐτή. Νά λοιπόν, σᾶς εἶπα τή διαφορά, καταλάβατε. Ἀκούσατε τί εἶναι ἡ πρώτη ταραχή, τί ὁ θυμός, τί ἡ ὀργή, καί τί ἡ μνησικακία. Βλέπετε πῶς ἀπό μιά κουβέντα φτάνουμε σέ τόσο μεγάλο κακό; Γιατί ἄν ἀπό τήν ἀρχή κατηγοροῦσε τόν ἑαυτόν του καί ὑπέμενε τό λόγο τοῦ ἀδελφοῦ του καί δέν κοίταζε νά πάρει ἐκδίκηση καί, ἀντί γιά ἕνα λόγο, νά πεῖ δύο ἤ πέντε λόγους καί ν’ ἀνταποδώσει κακό ἀντί κακοῦ, θά γλύτωνε ἀπ’ ὅλα αὐτά τά κακά. Γι’ αὐτό πάντοτε σᾶς λέω: ὅσο ἀκόμα εἶναι στήν ἀρχή τά πάθη, κόψτε τα, πρίν δυναμώσουν ἐναντίον σας καί σᾶς ταλαιπωρήσουν. Γιατί εἶναι ἄλλο πράγμα νά βγάζεις μικρό χορταράκι καί ἄλλο νά ξεριζώνεις μεγάλο δέντρο.

Δέν παραξενεύομαι γιά τίποτα ἄλλο, παρά μόνο γιά τό ὅτι δέν καταλαβαίνουμε τί ψάλλουμε. Καθημερινά ψάλλουμε καί καταριόμαστε ἔτσι τούς ἑαυτούς μας, χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Δέν ἔχουμε ὑποχρέωση νά ξέρουμε τί ψάλλουμε; Πάντοτε βέβαια λέμε:  ‘Ἄν σ’ αὐτούς πού μοῦ ἀνταπέδωσαν ἀντί τῶν εὐεργεσιῶν θλίψεις, ἔκανα καί ἐγώ τό ἴδιο, τότε ἄς πέσω ἔρημος καί ἀβοήθητος στά χέρια τῶν ἐχθρῶν μου’ (Ψαλ. 7,5). Τί σημαίνει ὅμως νά πέσω; Ὅσο κανείς στέκεται ὄρθιος ἔχει τή δύναμη νά ἀμυνθεῖ κατά τῶν ἐχθρῶν του, κτυπάει, κτυπιέται, νικάει, νικιέται. Γιατί ἀκόμα εἶναι ὄρθιος. Ἄν ὅμως πέσει, πῶς μπορεῖ νά συνεχίσει τήν πάλη μέ τόν ἐχθρό, ἀφοῦ βρίσκεται πεσμένος καταγῆς; Καί καταριόμαστε τούς ἑαυτούς μας,ὄχι μόνο νά πέσουμε στά χέρια τῶν ἐχθρῶν μας, ἀλλά νά πέσουμε καί ἀβοήθητοι. Τί σημαίνει νά πέσει κανείς ἀβοήθητος στά χέρια τῶν ἐχθρῶν του; Εἴπαμε ὅτι νά πέσει κανείς σημαίνει ὅτι δέν ἔχει πιά τή δύναμη ν’ ἀντισταθεῖ, σημαίνει ὅτι βρίσκεται πεσμένος καταγῆς. Τό δέ ἔρημος καί ἀβοήθητος σημαίνει, νά μήν ἔχει ποτέ τίποτα καλό, πού νά τοῦ δώσει τή δύναμη νά σηκωθεῖ. Γιατί ἐκεῖνος πού σηκώνεται, μπορεῖ πάλι νά φροντίσει τόν ἑαυτόν του καί ὅποια στιγμή χρειαστεῖ, νά ξαναπαλαίψει μέ τόν ἐχθρό.

Μετά λέμε: ‘Ἄς καταδιώξει τότε ὁ ἐχθρός τήν ψυχή μου καί ἄς μέ συλλάβει αἰχμάλωτο’. Ὄχι μόνο νά μᾶς καταδιώξει, ἀλλά καί νά μᾶς συλλάβει, ὥστε νά εἴμαστε αἰχμάλωτοι σ’ αὐτόν πάντα, νά μᾶς νικάει, καί σέ καθετί νά μᾶς καταβάλλει, ἄν ἀνταποδίδουμε τό κακό σ’ ὅσους μᾶς ἐκδικοῦνται. Καί δέν εὐχόμαστε μόνον αὐτό, ἀλλά καί νά ποδοπατήσει τή ζωή μας (Ψαλ. 7,6). Τί εἶναι ἡ ζωή μας; Ἡ ζωή μας εἶναι οἱ ἀρετές. Καί παρακαλοῦμε νά ποδοπατηθεῖ ἡ ζωή μας στό χῶμα, γιά νά γίνουμε ἐντελῶς χωμάτινοι, ἔχοντας στραμμένο ὅλο τό λογισμό μας στή γῆ. ‘Καί τή δόξα μας ἄς τή θάψει βαθιά στό χῶμα’. Τί ἄλλο εἶναι ἡ δόξα μας, παρά ἡ γνώση πού γεννιέται στήν ψυχή πού τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές; Αὐτό λοιπόν λέμε.Δηλαδή νά μᾶς δοξάσει, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Φιλ. 3,19) μέσα στήν αἰσχύνη μας. Νά ποδοπατήσει στό χῶμα τή ζωή μας καί νά κάνει τή ζωή μας καί τή δόξα μας γήϊνα, ὥστε τίποτα νά μήν λογιαζόμαστε, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα νά σκεπτόμαστε πάντα σωματικά, πάντα σαρκικά σάν αὐτούς γιά τούς ὁποίους λέει ὁ Θεός: ‘Δέν θά παραμείνει γιά πολύ τό πνεῦμα μου σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους ἐπειδή φρονοῦν καί ζοῦν σαρκικά’(Γεν. 6,3).

Ἔτσι λοιπόν ψέλνοντας ὅλα αὐτά, καταριόμαστε τούς ἑαυτούς μας, ἄν ἀποδίδουμε κακό ἀντί γιά κακό. Καί ὅμως πόσα κακά ἀντί κακῶν ἀποδίδουμε καί δέν μᾶς ἐνδιαφέρει καθόλου, ἀλλά ἀδιαφοροῦμε.

Συμβαίνει δέ πολλές φορές ν’ ἀποδίδει κανείς κακό ἀντί γιά κακό ὄχι μόνο μέ πράξη, ἀλλά καί μέ λόγο καί μέ τή στάση του. Καί παρουσιάζεται ἐξωτερικά ὅτι δέν ἀνταπέδωσε μέ πράξη τό κακό, ἀλλά βλέπει ὅτι τό ἀνταπέδωσε μέ λόγο ἤ, ὅπως εἶπα, μέ τή συμπεριφορά του. Γιατί πολλές φορές κάνει κανείς ἕνα μορφασμό ἤ μιά κίνηση ἤ ρίχνει ἕνα βλέμμα καί ταράσσει τόν ἀδελφό του. Γιατί μπορεῖ κανείς καί μ’ ἕνα βλέμμα καί μέ μιά κίνηση νά πληγώσει τόν ἀδελφό του. Καί εἶναι καί αὐτό ἀνταπόδωση κακοῦ ἀντί κακοῦ. Ἄλλος προσπαθεῖ νά μήν ἀνταποδώσει τό κακό οὔτε μέ πράξη, οὔτε μέ λόγο, οὔτε μέ μορφασμό ἤ μέ κίνηση. Λυπᾶται ὅμως στήν ψυχή του γιά τόν ἀδελφό του καί στενοχωριέται μαζί του. Βλέπετε πόση διαφορά καταστάσεων! Ἄλλος πάλι δέν τρέφει καμιά λύπη γιά τόν ἀδελφό του. Ἄν ὅμως ἀκούσει ὅτι κάποτε κάποιος τόν στενοχώρησε ἤ γόγγυσε ἐναντίον του ἤ τόν ἔβρισε, εὐχαριστιέται πού τ’ ἀκούει καί βρίσκεται καί αὐτός στήν κατάσταση ν’ ἀποδίδει κακό ἀντί γιά κακό μέσα στήν καρδιά του. Ἄλλος οὔτε κακία κρατάει, οὔτε χαίρεται ὅταν ἀκούει κακολογία γιÕ αὐτόν πού τόν ἔθλιψε, ἀλλά στενοχωριέται βαθιά ἄν ἐκεῖνος λυπηθεῖ. Δέν αἰσθάνεται ὅμως εὐχάριστα ἄν τοῦ συμβεῖ κάτι καλό, ἀλλά ἄν τόν δεῖ νά δοξάζεται ἤ ν’ ἀναπαύεται, στενοχωριέται. Καί εἶναι καί αὐτό ἕνα εἶδος μνησικακίας, ἐλαφρότερο, ὅμως πραγματικό. Πρέπει δέ νά χαίρεται κανείς γιά τά καλά τοῦ ἀδελφοῦ του καί νά κάνει τά πάντα γιά νά τόν ἐξυπηρετήσει καί μέ καθετί νά φροντίζει νά τόν τιμάει καί νά τόν ἀναπαύει.

 Στήν ἀρχή τοῦ λόγου εἴπαμε ὅτι πολλές φορές συμβαίνει νά βάλει κάποιος μετάνοια στόν ἀδελφό του καί μετά τή μετάνοια νά παραμένει ἀκόμα λυπημένος μαζί του.Τότε λέμε ὅτι, βάζοντας μετάνοια, τήν μέν ὀργή θεράπευσε μ’ αὐτή τή μετάνοια, ἐναντίον ὅμως τῆς μνησικακίας δέν ἀγωνίστηκε ἀκόμα. Ὑπάρχει δέ καί ἄλλος πού ἄν συμβεῖ νά στενοχωρηθεῖ μέ κάποιον καί βάλουν μετάνοια καί συγχωρεθοῦν εἰρηνεύει ἀπέναντί του καί δέν βαστάει στήν καρδιά του καμία κακή ἀνάμνηση γιά αὐτόν. Ἄν ὅμως συμβεῖ, μετά ἀπό μερικές ἡμέρες, νά τοῦ πεῖ κάτι πού νά τόν στενοχωρήσει, ἀρχίζει νά ξαναθυμᾶται καί τά πρῶτα καί ν’ ἀναστατώνεται, ὄχι μόνο γιά τά δεύτερα, ἀλλά καί γιά τά πρῶτα. Αὐτός μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού ἔχει πληγή καί βάζει ἔμπλαστρο. Καί προσωρινά μέ τό ἔμπλαστρο τήν ἐπουλώνει. Εἶναι ὅμως ἀκόμα τό μέρος εὐαίσθητο καί ὁποιαδήποτε στιγμή τοῦ ρίξει κανείς μιά πέτρα, πληγώνεται πιό εὔκολα ἀπ’ ὅλο τό ἄλλο σῶμα καί ἀρχίζει ἀμέσως νά αἱμορραγεῖ. Ἔτσι παθαίνει καί αὐτός. Εἶχε πληγή καί τῆς ἔβαλε ἐπάνω ἔμπλαστρο, πού εἶναι ἡ μετάνοια. Καί προσωρινά μέν θεράπευσε τήν πληγή ἀκριβῶς ὅπως καί ὁ πρῶτος, δηλαδή θεράπευσε τήν ὀργή, καί ἄρχισε νά φροντίζει καί γιά τή μνησικακία προσπαθώντας νά μήν κρατήσει καμιά κακή ἐνθύμηση στήν καρδιά του. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἐπούλωση τοῦ τραύματος. Δέν τό ἐξαφάνισε ὅμως μέχρι τώρα ἐντελῶς, ἀλλά ἀκόμα ἔχει τό ἔλλειμμα τῆς μνησικακίας, πού εἶναι ἡ οὐλή ἀπ’ ὅπου εὔκολα ξανανοίγει ὅλο τό τραῦμα, ὅταν δεχτεῖ μικρό κτύπημα. Πρέπει λοιπόν ν’ ἀγωνιστεῖ, γιά νά ἐξαφανίσει ἐντελῶς τήν οὐλή, ὥστε καί νά ξαναβγάλει τρίχες τό μέρος ἐκεῖνο καί νά μήν μείνει καμιά ἀσχήμια, οὔτε νά γίνεται καθόλου ἀντιληπτό ὅτι βρισκόταν σ’ ἐκεῖνο τό μέρος τραῦμα.

Πῶς ὅμως μπορεῖ νά τό κατορθώσει κανείς αὐτό; Μέ τό νά προσεύχεται μ’ ὅλη του τήν καρδιά γι’ αὐτόν πού τόν λύπησε καί νά λέει: ‘Θέε μου, βοήθησε τόν ἀδελφό μου καί μέ τίς εὐχές του καί μένα’. Καί βρίσκεται στή θέση νά προσεύχεται γιά τόν ἀδελφό του -πράγμα πού ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης καί τῆς συμπάθειας- καί νά ταπεινώνεται ζητώντας βοήθεια μέ τίς εὐχές του. Ὅπου δέ ὑπάρχει συμπάθεια, ἀγάπη καί ταπείνωση,πῶς μπορεῖ νά ὑπερισχύσει θυμός ἤ μνησικακία ἤ κάποιο ἄλλο πάθος; Καθώς εἶπε καί ὁ ἀββάς Ζωσιμᾶς: ‘Καί ἄν ἀκόμα ξεσηκώσει ὅλα τά σύνεργα τῆς κακίας του ὁ διάβολος μέ ὅλα τά δαιμόνιά του, ὅλες οἱ πονηρίες του ἀχρηστεύονται καί συντρίβονται ἀπό τήν ταπείνωση, πού φέρνει ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ’ [5]. Λέει δέ κάποιος ἄλλος Γέροντας: ‘Αὐτός πού προσεύχεται γιά τούς ἐχθρούς του, δέν ἔχει μέσα του μνησικακία’ [6].

 Κατανοῆστε καλά ὅ, τι ἀκοῦτε καί κάνετέ τα πράξη. Γιατί πραγματικά, ἄν πρακτικά δέν τά ἐφαρμόσετε, μέ τά λόγια δέν μπορεῖτε αὐτά νά τά μάθετε. Ποιός ἄνθρωπος πού θέλει νά μάθει μιά τέχνη, τή μαθαίνει μόνο μέ τά λόγια; Ὁπωσδήποτε πρῶτα φτιάχνει καί χαλάει καί ξαναφτιάχνει καί ξαναχαλάει και ἔτσι, κοπιάζοντας λίγο καί ὑπομένοντας, μαθαίνει τήν τέχνη, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πού βλέπει τήν προαίρεση καί τόν κόπο του καί τόν δυναμώνει στό ἔργο. Καί ἐμεῖς θέλουμε νά μάθουμε τήν μεγαλύτερη ἀπ’ ὅλες τίς τέχνες[7], χωρίς νά καταπιαστοῦμε μέ ἔργα; Πῶς εἶναι δυνατόν; Ἄς προσέξουμε τούς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί μου, καί ἄς δουλέψουμε μέ πολλή ἐπιμέλεια, ὅσο ἔχουμε ἀκόμα καιρό. Ὁ Θεός νά δώσει νά θυμόμαστε καί νά φυλᾶμε ἐκεῖνα πού ἀκοῦμε, γιά νά μήν μᾶς ἐπιβαρύνουν τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως.

 Σημειώσεις:

1) «Εἴ τις θυμοῦ κεκράτηκεν, οὗτος δαιμόνων κeκράτηκεν, εἰ δέ τις τούτῳ τῷ πάθει δεδούλωται, οὗτος μοναδικοῦ βίου ἐστί παντελῶς ἀλλότριος, καί ξένος τῶν ὁδῶν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν· εἴπερ αὐτός ὁ Κύριος ἡμῶν λέγεται διδάσκειν τούς πραεῖς τάς ὁδούς αὐτοῦ· διό καί δυσθήρατος γίνεται τῶν ἀναχωρούντων ὁ νοῦς, εἰς τό τῆς πραότητος φεύγων πεδίον οὐδεμίαν γάρ τῶν ἀρετῶν σχεδόν οὕτω δεδοίκασιν οἱ δαίμονες, ὡς πραΰτητα·ταύτην γάρ καί Μωϋσῆς ἐκεῖνος ἐκέκτητο, πραΰς παρά πάντας τούς ἀνθρώπους κληθείς. Καί ὁ ἅγιος δέ Δαυΐδ ἀξίαν ταύτην τῆς τοῦ Θεοῦ μνήμης ἀπεφθέγξατο εἶναι· ‘Μνήσθητι Κύριε’, λέγων, ‘τοῦ Δαυΐδ καί πάσης τῆς πραότητος αὐτοῦ’. Ἀλλά καί αὐτός ὁ Σωτήρ μιμητάς ἡμᾶς ἐκέλευσε γενέσθαι τῆς ἐκείνου πραότητος· ‘Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ’ λέγων, ’ὅτι, πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῷν‘. Εἰ δέ τις βρωμάτων μέν, καί πομάτων, ἀπέχοιτο, θυμόν δέ λογισμοῖς πονηροῖς ἐρεθίζει, οὗτος ἔοικε ποντοπορούσῃ νηΐ, καί ἐχούσῃ δαίμονα κυβερνήτην, διό προσεκτέον ὅση δύναμις, τῷ ἡμετέρῳ κυνί, καί διδακτέον αὐτόν, τούς λύκους μόνους διαφθείρειν, καί μή τά πρόβατα κατεσθίειν, πᾶσαν ἐνδεικνύμενον πραότητα πρός πάντας ἀνθρώπους». (Εὐάγριος P.G.79. 1216BC).

2) Μ. Βασ. P.G. 31,369.

3) P.G. 65, 908A.

4) Μ. Βασ. P.G. 30, 424A.Μ. Βασ. P.G. 31, 356C. Γρ. Νύσ. P.G. 44, 160D. Γρηγ. Ναζ. P.G. 37, 948. Εὐάγρ. P.G. 40, 1273. Γρηγ. Νύσ. P.G. 46, 56. Ἰωάν. Κλιμ. P.G. 88, 836D.

5) «Ἐν παντί ἁμαρτήματι ἐταπείνωσεν ἡμᾶς ὁ διάβολος, καί ὀφείλομεν εὐγνώμονες γενέσθαι τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν· οἱ γάρ εὐγνώμονες γενόμενοι τῆς αὐτῶν ταπεινώσεως συντρίβουσι τόν διάβολον. Καί καθώς εἶπον οἱ ἅγιοι Πατέρες· ἐάν κατενεχθῇ ἡ ταπείνωσις εἰς τόν ᾅδην, εἰς τόν οὐρανόν ἀνάγεται· καί ἐάν ὑψωθῇ ἡ ὑπερηφανία ἕως τοῦ οὐρανοῦ, κατάγεται εἰς τόν ᾅδην· τίς πείθει ποτέ τεταπεινωμένον πλέξαι λογισμούς κατά τινος, ἤ κἄν ἀνέξεσθαι μέμψασθαί τινα, ἤ βάλλειν ἐπάνω ἄλλου αἰτίαν; πᾶν γάρ ὁτιοῦν πάθῃ ὁ ταπεινός ἤ ἀκούσει, ἀφορμήν λαμβάνει εἰς τό καταμέμφεσθαι καί ὑβρίζειν ἑαυτόν· καί ἐμέμνητο τοῦ ἀββᾶ Μωϋσέως ὅτε ἐξέβαλλον αὐτόν οἱ κληρικοί τοῦ ἱερατείου, εἰπόντες αὐτῷ·Ὕπαγε ἔξω, Αἰθίοψ. Καί ἤρξατο ἑαυτόν ἐπιπλήττειν καί λέγειν· Σποδόδερμε, μελανέ, καλῶς σοι ἐποίησαν· μή ὤν ἄνθρωπος ἔρχῃ εἰς τό μέσον τῶν ἀνθρώπων· καί καλῶς σοι ἐποίησαν» (Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς P.G. 78, 1688A)

6) P.G. 40, 1277D.

7) «Ἀλλ’ ἔστω τις μήτε κακός, καί ἀρετῆς ἥκων εἰς τό ἀκρότατον· οὐχ ὁρῶ, τίνα λαβών ἐπιστήμην, ἤ ποίᾳ δυνάμει πιστεύσας, ταύτην ἄν θαρροίη τήν προστασίαν·τῷ ὄντι γάρ αὕτη μοι φαίνεται τέχνη τις εἶναι τεχνῶν, καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν, ἄνθρωπον ἄγειν, τό πολυτροπώτατον ζῶον καί ποικιλώτατον. Γνοίη δ’ ἄν τις τῇ τῶν σωμάτων θεραπείᾳ, τήν τῶν ψυχῶν ἰατρείαν ἀντεξετάσαι· καί ὅσῳ μέν ἐργώδης ἐκείνη καταμαθών, ὅσω δέ ἡ καθ’ ἡμᾶς ἐργωδεστέρα προσεξετάσας, καί τῇ φύσει τῆς ὕλης, καί τῇ δυνάμει τῆς ἐπιστήμης, καί τῷ τέλει τῆς ἐνεργείας τιμιωτέρα». (Γρηγ. Θεολ. P.G. 35, 425A, Πρβλ. καί Εὐαγρ. P.G. 79, 748-49).

‘Από τό βιβλίο,

 ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ, ἔργα ‘Ασκητικά

‘Εκδόσεις ‘ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ’

Πηγή