A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Δευτέρα 8 Απριλίου 2019

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ μετανοίας

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΛΙΜΑΞ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ

Περὶ μετανοίας

(Διὰ τὴν πραγματικὴν καὶ γνησίαν μετάνοια
καὶ διὰ τοὺς ἁγίους καταδίκους καὶ διὰ τὴν Φυλακήν)

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ κάποτε, (τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως), ἔτρεξε πρὶν ἀπὸ τὸν Πέτρο (στὸν τάφο τοῦ Κυρίου). Καὶ ἐμεῖς ἐτοποθετήσαμε τὸν λόγο τῆς ὑπακοῆς πρὶν ἀπὸ τὸν λόγο τῆς μετανοίας. Διότι ὁ Ἰωάννης ἔγινε τύπος ὑπακοῆς, ἐνῷ ὁ Πέτρος μετανοίας.
2. Μετάνοια σημαίνει ἀνανέωσις τοῦ βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία μὲ τὸν Θεὸν γιὰ νέα ζωή. Μετανοῶν σημαίνει ἀγοραστὴς τῆς ταπεινώσεως. Μετάνοια σημαίνει μόνιμος ἀποκλεισμὸς κάθε σωματικῆς παρηγορίας. Μετάνοια σημαίνει σκέψις αὐτοκατακρίσεως, ἀμεριμνησία γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα καὶ μέριμνα γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα τῆς ἐλπίδος καὶ ἀποκήρυξις τῆς ἀπελπισίας. Μετανοῶν σημαίνει κατάδικος ἀπηλλαγμένος ἀπὸ αἰσχύνη.
Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωσις μὲ τὸν Κύριον, μὲ ἔργα ἀρετῆς ἀντίθετα πρὸς τὰ παραπτώματά μας. Μετάνοια σημαίνει καθαρισμὸς τῆς συνειδήσεως. Μετάνοια σημαίνει θεληματικὴ ὑπομονὴ ὅλων τῶν θλιβερῶν πραγμάτων. Μετανοῶν σημαίνει ἐπινοητὴς τιμωριῶν τοῦ ἑαυτοῦ του. Μετάνοια σημαίνει ὑπερβολικὴ ταλαιπωρία τῆς κοιλίας (μὲ νηστεία) καὶ κτύπημα τῆς ψυχῆς μὲ ὑπερβολικὴ συναίσθησι.
3. Τρέξατε καὶ ἐλᾶτε. Ἐλᾶτε ὅλοι ὅσοι παρωργίσατε τὸν Θεόν, γιὰ νὰ ἀκούσετε αὐτὰ ποὺ ἔχω νὰ σᾶς διηγηθῶ. Συγκεντρωθῆτε γιὰ νὰ ἰδῆτε αὐτὰ ποὺ μοῦ ἔδειξε ὁ Θεὸς πρὸς οἰκοδομήν. Ἂς τοποθετήσωμε πρώτη καὶ ἂς προτιμήσωμε μιὰ διήγησι ποὺ ἀναφέρεται σὲ τιμημένους ἐργάτες τῆς ἀρετῆς ποὺ ζοῦσαν χωρὶς τιμή.
4. Ὅσοι ἀνέλπιστα ἐπέσαμε σὲ κάποια ἁμαρτία, ἂς τὰ ἀκούσωμε αὐτὰ καὶ ἂς τὰ κρατήσωμε καὶ ἂς τὰ μιμηθοῦμε. Σηκωθῆτε καὶ καθήσατε (νὰ ἀκούσετε) ἐσεῖς ποὺ εἶσθε πεσμένοι ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες. Δῶστε προσοχὴ στὸν λόγο μου, ἀδελφοί μου. Ἀνοίξατε τὰ αὐτιά σας ὅλοι ἐσεῖς ποὺ θέλετε μὲ πραγματικὴ ἐπιστροφὴ νὰ συμφιλιωθῆτε πάλι μὲ τὸν Θεόν.
5. Ὅταν ἄκουσα ἐγὼ ὁ μικρὸς καὶ ἀδύνατος ὅτι ἦταν σπουδαῖος καὶ θαυμαστὸς ὁ τρόπος τῆς ζωῆς καὶ ἡ ταπείνωσις αὐτῶν ποὺ ἔμεναν στὴν ἀπομονωμένη Μονή, τὴν λεγόμενη Φυλακή, ἡ ὁποία ὑπαγόταν στὸν ἐξαίρετο ἐκεῖνο φωστήρα ποὺ προαναφέραμε, παρεκάλεσα τὸν ὅσιο νὰ τὴν ἐπισκεφθῶ. Καὶ πράγματι ὑπεχώρησε στὴν παράκλησί μου ὁ μέγας Ποιμήν, μὴ θέλοντας ποτὲ νὰ λυπήση ἄνθρωπο.
Μόλις ἔφθασα λοιπὸν στὴ Μονὴ αὐτῶν ποὺ μετανοοῦσαν, καὶ στὸν τόπο αὐτῶν ποὺ ἀληθινὰ πενθοῦσαν, ἀντίκρυσα πραγματικά, ἂν μποροῦμε νὰ τὸ εἰποῦμε, πράγματα ποὺ ὀφθαλμὸς ἀμελοῦς ἀνθρώπου δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ ρᾳθύμου δὲν ἄκουσε καὶ νοῦς ἀνθρώπου ὀκνηροῦ δὲν ἐφαντάσθηκε (πρβλ. Α´ Κορ. β´ 9). Εἶδα καὶ ἄκουσα πράγματα καὶ λόγια ποὺ ἔχουν τὴν δύναμι νὰ ἐκβιάσουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τρόπους καὶ μορφὲς ἀσκήσεως ποὺ μποροῦσαν νὰ κάμψουν σύντομα τὴν φιλανθρωπία Του.
Ἄλλους ἀπὸ τοὺς ἐνόχους αὐτοὺς καὶ ὄχι πλέον ἐνόχους, τοὺς εἶδα νὰ ἵστανται ὅλη τὴν νύκτα μέχρι τὸ πρωὶ στὴν ὕπαιθρο. Νὰ ἔχουν τὰ πόδια ἀκίνητα. Ἀπὸ τὴν πίεσι τοῦ ὕπνου καὶ τὴν βία ποὺ ἐξασκοῦσαν ἐπάνω στὴν φύσι τους νὰ πηγαίνουν πέρα-δώθε κατὰ τρόπο ἀξιολύπητο. Νὰ μὴ προσφέρουν στὸν ἑαυτό τους καμμία ἀνάπαυσι. Ἀντίθετα δὲ νὰ τὸν ἐπιπλήττουν, νὰ τὸν ξυπνοῦν καὶ νὰ τοῦ ἐπιτίθενται μὲ «ἀτιμίες» καὶ ὕβρεις. Ἄλλους τοὺς εἶδα νὰ ἀτενίζουν τὸν οὐρανὸ μὲ ὕφος ἀξιολύπητο, καὶ μὲ ὀδυρμοὺς καὶ κραυγὲς νὰ ἐπικαλοῦνται ἀπὸ ἐκεῖ τὴν βοήθεια.
Ἄλλους νὰ ἵστανται στὴν προσευχὴ δένοντας τὰ χέρια πίσω σὰν τοὺς καταδίκους, σκύβοντας τὸ σκυθρωπό τους πρόσωπο κάτω, κρίνοντας καὶ καταδικάζοντας τὸν ἑαυτό τους ἀνάξιο νὰ ἀτενίση πρὸς τὸν οὐρανό. Νὰ μὴν ἔχουν νὰ εἰποῦν ἢ νὰ προσφέρουν κάτι στὸν Θεόν, ἀπὸ τὴν ἀμηχανία ποὺ τοὺς προκαλοῦσε ἡ σκέψις καὶ ἡ συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητός των. Νὰ μὴν εὑρίσκουν πῶς ἢ ἀπὸ ποῦ νὰ ἀρχίσουν τὴν ἱκεσία. Νὰ παρουσιάζουν μόνο στὸν Θεὸ μία ψυχὴ ἀμίλητη καὶ ἕναν νοῦ ἄφωνο γεμάτο ἀπὸ σκοτισμὸ καὶ ἀπὸ κάποια ἀπελπισία.
Ἄλλοι πάλι νὰ κάθωνται στὸ ἔδαφος σὲ σάκκο καὶ σποδό, νὰ ἔχουν τὸ πρόσωπο χωμένο στὰ γόνατα καὶ νὰ κτυποῦν τὸ μέτωπο στὴ γῆ. Ἄλλοι νὰ κτυποῦν συνεχῶς τὸ στῆθος τους, νὰ καταδικάζουν καὶ νὰ ἀνακαλοῦν τὴν ἁμαρτωλή τους ψυχὴ καὶ ζωή. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔβρεχαν τὸ ἔδαφος μὲ τὰ δάκρυά τους. Καὶ μερικοὶ ποὺ δὲν εἶχαν δάκρυα ἐπλήγωναν τὸ σῶμα τους μὲ δυνατὰ κτυπήματα. Ἄλλοι, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ὑποφέρουν τὴν πίεση τῆς καρδιᾶς, ὠλόλυζαν γιὰ τὴν ψυχή τους ὡσὰν γιὰ νεκρό. Καὶ ἄλλοι ἐβογγοῦσαν ἐσωτερικὰ καὶ ἐμπόδιζαν νὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὸ στόμα τὸ βογγητό. Μερικὲς ὅμως φορές, μὴ μπορώντας νὰ συγκρατηθοῦν, ἀναστέναζαν ἀπότομα.
Εἶδα ἐκεῖ μερικοὺς ποὺ ἔδειχναν σὰν παράφρονες, τόσο μὲ τὰ φερσίματά τους, ὅσο καὶ μὲ τὸ κλείσιμο στὸν ἑαυτό τους. Ἔδειχναν σὰν ἀποσβολωμένοι ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀδημονία, γεμάτοι σκοτισμὸ καὶ σχεδὸν ἀναίσθητοι γιὰ κάθε πράγμα τῆς παρούσης ζωῆς. Εἶχαν πλέον βυθίσει τὸν νοῦ τους στὴν ἄβυσσο τῆς ταπεινώσεως, καὶ μὲ τὸ πῦρ τῆς θλίψεως εἶχαν τηγανίσει καὶ καταξηράνει τὰ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν τους. Ἄλλους νὰ κάθωνται μὲ σύννοια, νὰ σκύβουν στὴν γῆ, νὰ κινοῦν ἀδιάκοπα τὸ κεφάλι τους, νὰ ἀναστενάζουν καὶ νὰ μουγκρίζουν ὡσὰν λεόντες μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς των, μέσα ἀπὸ τὰ δόντια τους.
Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς προσεύχονταν γεμάτοι ἐλπίδα καὶ ἐπιζητοῦσαν τελεία ἄφεσι. Ἄλλοι ἀπὸ ἀνέκφραστη ταπείνωσι κατεδίκαζαν καὶ ἔκριναν τὸν ἑαυτό τους ἀνάξιο συγχωρήσεως, καὶ ἔκραζαν πὼς δὲν μποροῦν νὰ ἀπολογηθοῦν στὸν Θεόν. Μερικοὶ ἐκλιπαροῦσαν νὰ τιμωρηθοῦν ἐδῶ, γιὰ νὰ ἐλεηθοῦν ἐκεῖ. Ἄλλοι ποὺ ἦταν συντετριμμένοι ἀπὸ τὸ βάρος τῆς συνειδήσεως, ἔλεγαν μὲ εἰλικρινῆ πόθο: «Εἴμαστε εὐχαριστημένοι, ἐὰν οὔτε κολασθοῦμε οὔτε ἀξιωθοῦμε τῆς ἐπουρανίου βασιλείας».
Εἶδα ἐκεῖ μέσα ψυχὲς ταπεινὲς καὶ συντετριμμένες ποὺ ἐλύγιζαν ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ φορτίου τῶν ἁμαρτιῶν καὶ μὲ τὶς κραυγές τους πρὸς τὸν Θεὸν μποροῦσαν νὰ κάνουν καὶ τὶς ἀναίσθητες πέτρες νὰ ραγίσουν. Σκυμμένοι πρὸς τὴν γῆ ἐκραύγαζαν: «Τὸ γνωρίζομε. Τὸ γνωρίζομε. Μᾶς ἀξίζει κάθε τιμωρία καὶ κάθε κόλασις. Καὶ δικαίως. Καὶ ἂν ἀκόμη συναθροίζαμε ὅλη τὴν οἰκουμένη νὰ πενθῇ γιὰ ἐμᾶς, δὲν θὰ ἦταν ἀρκετὸ νὰ μᾶς δικαιώση γιὰ τὰ τόσα μας χρέη. Ἕνα ὅμως μόνο παρακαλοῦμε, ἕνα δυσωποῦμε, ἕνα ἱκετεύουμε: «Μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξης ἡμᾶς, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσης ἡμᾶς» (Ψαλμ. στ´ 2). Μήτε νὰ μᾶς τιμωρήσης μὲ τὴν δικαία κρίσι σου. Ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀντιμετωπίσης μὲ τὴν ἐπιείκειά σου καὶ ἀρκεῖ αὐτὴ νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ὀλίγο ἀπὸ τὴν βαρειὰ ἀπειλή σου καὶ ἀπὸ τὶς κρυφὲς καὶ ἄγνωστες τιμωρίες τῆς κολάσεως. Δὲν τολμοῦμε νὰ ζητήσουμε τελεία ἄφεσι, διότι πῶς νὰ τὸ κάνουμε αὐτό; Ἄνθρωποι, ποὺ δὲν ἐφυλάξαμε καθαρὸ τὸ μοναχικό μας ἐπάγγελμα, ἀλλὰ τὸ ἐμολύναμε καὶ μάλιστα μετὰ ἀπὸ τὴν φιλανθρωπία καὶ συγχώρησι ποὺ προηγήθηκε, (τὴν συγχώρησι τῶν μετὰ τὸ βάπτισμα καὶ πρὸ τῆς κουρᾶς ἁμαρτιῶν).
Μποροῦσε ἐκεῖ, ἀγαπητοί μου, μποροῦσε ἐκεῖ νὰ ἰδῆ κανεὶς νὰ πραγματοποιοῦνται πλήρως τὰ λόγια τοῦ Δαβίδ. Μποροῦμε νὰ ἰδῆ «ἀνθρώπους ποὺ ἦταν ταλαιπωρημένοι καὶ κυρτωμένοι συνεχῶς μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους, ποὺ ὅλη τὴν ἡμέρα περπατοῦσαν σκυθρωποί, ποὺ ἀνέδιδαν δυσοσμία ἀπὸ τὶς σαπισμένες πληγὲς τοῦ σώματός τους, ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἐφρόντιζαν τὸν ἑαυτόν τους, ποὺ ξεχνοῦσαν νὰ φάγουν τὸν ἄρτο τους, ποὺ ἔπιναν τὸ ὕδωρ ἀναμεμειγμένο μὲ δάκρυα, καὶ ἔτρωγαν χῶμα καὶ στάχτη μαζὶ μὲ τὸν ἄρτο, ποὺ εἶχαν τὰ ὀστὰ κολλημένα στὸ δέρμα καὶ ὠμοίαζαν μὲ ξηρὸ χορτάρι» (Ψαλμ. λζ´ 7, 6, ρα´ 5, 10, 6, 12). Τίποτε ἄλλο δὲν μποροῦσες νὰ ἀκούσῃς ἀπὸ αὐτούς, παρὰ μόνο τοῦτα τὰ λόγια: οὐαὶ – οὐαί, ἀλλοίμονο – ἀλλοίμονο, δίκαια – δίκαια, λυπήσου μας – λυπήσου μας, Δέσποτα. Ἄλλοι ἔλεγαν: ἐλέησέ μας – ἐλέησέ μας. Καὶ ἄλλοι ἀκόμη πιὸ λυπητερά: συγχώρησέ μας – συγχώρησέ μας, Δέσποτα, ἐὰν εἶναι δυνατόν.
Μποροῦσες νὰ ἰδῆς ἐκεῖ φλογισμένες γλῶσσες ποὺ ἐκρέμονταν ἔξω ἀπὸ τὸ στόμα ὅπως τῶν σκύλων. Ἄλλοι ἐτιμωροῦσαν τὸν ἑαυτό τους στὸν καύσωνα, καὶ ἄλλοι τὸν ἐβασάνιζαν στὸ ψύχος. Μερικοὶ ἐδοκίμαζαν ἀπὸ τὸ ὕδωρ τόσο, ὅσο μόνο γιὰ νὰ μὴν ἀποθάνουν ἀπὸ τὴν δίψα. Καὶ μερικοὶ ἀφοῦ ἔτρωγαν ὀλίγο ἀπὸ τὸν ἄρτο, τὸν ὑπόλοιπο τὸν ἐπετοῦσαν μὲ τὸ χέρι μακρυά, λέγοντας πὼς εἶναι ἀνάξιοι νὰ γευθοῦν τὴν τροφὴ τῶν λογικῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ διέπραξαν τὰ ἔργα τῶν ἀλόγων ζῴων.
Ποῦ νὰ ἐμφανισθῇ ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς γέλιο; Ποῦ ἀργολογία; Ποῦ θυμός; Ποῦ ὀργή; Αὐτοὶ δὲν ἐγνώριζαν ἂν ὑπάρχη ἀκόμη ὀργὴ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, διότι τὸ πένθος εἶχε σβήσει τελείως τὸν θυμὸ μέσα τους. Ποῦ νὰ συναντήσεις τὴν ἀντιλογία; Ποῦ ἑορτή; Ποῦ παρρησία; Ποῦ εὐχαρίστησι καὶ περιποίησι τοῦ σώματος; Ποῦ ἴχνος κενοδοξίας; Ποῦ ἐλπίδα τρυφῆς; Ποῦ ἐνθύμησις οἴνου; Ποῦ γεῦσι φρούτων; Ποῦ παρηγορία χύτρας; Ποῦ γλύκισμα γιὰ τὸν λάρυγγα; Ὅλων τούτων ἡ ἐλπίδα εἶχε σβήσει γι᾿ αὐτούς. Ποῦ νὰ συναντήσης σ᾿ αὐτοὺς μέριμνα γιὰ ἐπίγεια πράγματα; Ποῦ κατάκρισι κάποιου ἀνθρώπου; Πουθενά!
Ὅσα ἔλεγαν καὶ ἐκραύγαζαν αὐτοὶ πρὸς τὸν Κύριον ἦταν τὰ ἑξῆς: Μερικοί, ὡσὰν νὰ ἵσταντο ἐμπρὸς στὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ, ἐκτυποῦσαν δυνατὰ τὸ στῆθος καὶ ἔλεγαν πρὸς τὸν Θεόν: «Ἄνοιξέ μας, ἄνοιξε, ὦ δικαστά, ἄνοιξέ μας, ἀφοῦ ἐμεῖς μὲ τὶς ἁμαρτίες μας ἐκλείσαμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας τὴν πύλη». Ἄλλοι ἔλεγαν: «Ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου μόνον, καὶ σωθησόμεθα» (Ψαλμ. οθ´ 4). Ἕνας ἔλεγε: «Ἐπίφανον τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις ταπεινοῖς» (Ἡσ. θ´ 2). Ἄλλος πάλι: «Ἂς μᾶς προλάβουν γρήγορα, Κύριε, οἱ οἰκτιρμοί σου, διότι ἐχαθήκαμε, διότι ἀπελπισθήκαμε, διότι ἐσβήσαμε τελείως» (Ψαλμ. οη´ 8).
Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔλεγαν: «Θὰ φανερωθῇ ἄραγε πλέον σ᾿ ἐμᾶς ὁ Κύριος»; Καὶ ἄλλοι: «Ἐξώφλησε ἄραγε ἡ ψυχή μας τὸ χρέος τὸ ἀνυπέρβλητο»; Ἄλλος: «Θὰ καταπραϋνθῇ ἄραγε τώρα πλέον ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Κύριος; Θὰ τὸν ἀκούσωμε ἄραγε νὰ λέγη σ᾿ ἐμᾶς τοὺς δεμένους μ᾿ ἄλυτα δεσμά, «ἐξέλθετε»; Καὶ σ᾿ ἐμᾶς ποὺ εὑρισκόμαστε στὸν ᾅδη τῆς μετανοίας, «εἶσθε συγχωρημένοι»; Ἔφθασε ἄραγε ἡ κραυγή μας στὰ αὐτιὰ τοῦ Κυρίου»;
Ὅλοι ἐπερνοῦσαν τὸν καιρό τους ἔχοντας συνεχῶς ἐμπρὸς στοὺς ὀφθαλμούς των τὸν θάνατο καὶ λέγοντας:
«Ἄραγε ποιὰ θὰ εἶναι ἡ κατάληξις; Ἄραγε ποιὰ θὰ εἶναι ἡ ἀπόφασις; Ἄραγε ποιὸ θὰ εἶναι τὸ τέλος μας; Ἄραγε ὑπάρχει ἐπαναφορά; Ἄραγε ὑπάρχει συγχώρησις σ᾿ ἐμᾶς τοὺς σκοτεινούς, τοὺς ταπεινούς, τοὺς καταδίκους; Ἄραγε μπόρεσε ἡ δέησίς μας νὰ φθάση ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ἢ ἐγύρισε πίσω ταπεινωμένη καὶ ντροπιασμένη; Ἄραγε, ἂν ἔφθασε, τί κατώρθωσε; πόσο Τὸν ἐξευμένισε; πόσο ὠφέλησε; πόσο ἐνήργησε; διότι ἐβγῆκε ἀπὸ ἀκάθαρτα στόματα καὶ σώματα καὶ δὲν ἔχει πολλὴ δύναμι. Ἄραγε μᾶς συμφιλίωσε τελείως μὲ τὸν Κριτή; Ἄραγε ἐν μέρει; Ἄραγε γιὰ τὰ μισὰ τραύματά μας; ἐπειδὴ εἶναι πράγματι μεγάλα καὶ χρειάζονται πολλοὺς ἱδρῶτες καὶ μόχθους. Ἄραγε μᾶς ἐπλησίασαν καθόλου οἱ φύλακές μας (ἄγγελοι) ἢ ἵστανται ἀκόμη μακρυά; Ἐὰν ἐκεῖνοι δὲν μᾶς πλησιάσουν, ὅλοι μας οἱ κόποι εἶναι μάταιοι καὶ ἀνωφελεῖς, διότι ἡ προσευχή μας, ἐὰν δὲν τὴν πάρουν οἱ προστάτες μας ἄγγελοι, ἐρχόμενοι πλησίον μας, καὶ τὴν προσφέρουν στὸν Κύριον, δὲν ἔχει δύναμη παρρησίας οὔτε φτερὰ καθαρότητος γιὰ νὰ φθάση σ᾿ Αὐτόν».
Γι᾿ αὐτὰ πολλὲς φορὲς καὶ μεταξύ τους ἀποροῦσαν καὶ ἔλεγαν: «Ἄραγε, ἀδελφοί, κατορθώνομε τίποτε; Ἄραγε ἐπιτυγχάνωμε αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε; Ἄραγε μᾶς δέχεται πάλι ὁ Θεός; Ἄραγε μᾶς ἀνοίγει τὴν θύρα»;
Καὶ οἱ ἄλλοι ἀπαντοῦσαν:
«Ποιὸς ξέρει -ὅπως τὸ εἶπαν οἱ ἀδελφοί μας οἱ Νινευίτες- μήπως μεταμεληθῇ ὁ Κύριος καὶ μᾶς λυτρώσῃ ἀπὸ τὴν μεγάλη ἔστω τιμωρία; (Ἰωνᾶ γ´ 9). Ἐμεῖς ὅμως ἂς πράξωμε ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς. Καὶ ἂν μέν μᾶς ἀνοίξη, πολὺ καλά, εἰδεμὴ «εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεός», ὁ ὁποῖος δίκαια μᾶς ἔκλεισε ἔξω. Πλὴν ὅμως ἂς ἐπιμείνωμε κτυπώντας μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας, καὶ ἴσως, βλέποντας τὴν πολλή μας ἀναίδεια καὶ ἐπιμονή, μᾶς ἀνοίξη ὁ Ἀγαθός».
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγαν παρακινώντας τοὺς ἑαυτούς των:
«Δράμωμεν, ἀδελφοί, δράμωμεν. Ἔχομεν ἀνάγκη δρόμου καὶ μάλιστα δρόμου σκληροῦ, διότι ἔχομε μείνει πίσω ἀπὸ τὴν καλή μας συνοδία. Ἂς τρέξωμε χωρὶς νὰ λογαριάζωμε τὴν ἀκάθαρτη καὶ ταλαίπωρη σάρκα μας. Ἂν τὴν φονεύσωμε καὶ ἐμεῖς, ὅπως μᾶς ἐφόνευσε καὶ αὐτή».
Ἔτσι καὶ ἔκαναν οἱ μακάριοι ἐκεῖνοι ὑπόδικοι.
Ἔβλεπες σ᾿ αὐτοὺς γόνατα ἀποσκληρυμένα ἀπὸ τὶς πολλὲς μετάνοιες. Ὀφθαλμοὺς λυωμένους καὶ βυθισμένους στὸ βάθος τῶν κόγχων. Ἀπογυμνωμένοι ἀπὸ τρίχες, μὲ μάγουλα πληγωμένα καὶ φλογισμένα ἀπὸ τὴν φλόγα τῶν θερμῶν δακρύων.
Ἔβλεπες πρόσωπα ὠχρὰ καὶ καταμαραμένα ποὺ δὲν ξεχώριζαν καθόλου ἀπὸ πρόσωπα νεκρῶν. Στήθη ποὺ ἐπονοῦσαν ἀπὸ τὰ κτυπήματα καὶ αἱματηρὰ πτύελα ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὰ γρονθοκοπήματα τοῦ στήθους.
Ποῦ νὰ εὑρεθῇ ἐκεῖ στρῶμα; Ποῦ καθαρὸ ἢ στερεὸ ἔνδυμα; Ὅλα ἦταν σχισμένα, ἀκάθαρτα καὶ σκεπασμένα μὲ ψεῖρες. Ποῦ νὰ συγκριθῇ μὲ τὴν ἰδική τους ταλαιπωρία ἡ ταλαιπωρία τῶν δαιμονισμένων; Ποῦ ἐκείνων ποὺ θρηνοῦν τοὺς νεκρούς; Ποῦ ἐκείνων ποὺ ζοῦν ἐξόριστοι; Ποῦ ἡ τιμωρία τῶν καταδικασμένων γιὰ φόνο; Οὔτε συγκρίνεται ἡ ἀθέλητη παίδευσις καὶ τιμωρία αὐτῶν μὲ τὴν ἰδική τους τὴν θεληματική.
Καὶ σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί, νὰ μὴ τὰ θεωρήσετε σὰν μύθους ὅσα σᾶς εἶπα. Ἱκέτευαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πολλὲς φορὲς τὸν μεγάλο ἐκεῖνο δικαστή -τὸν Ποιμένα τους ἐννοῶ, τὸν ἄγγελο ποὺ ζοῦσε μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων- νὰ περισφίγξη τὰ χέρια καὶ τὸν τράχηλό τους μὲ σιδερένια δεσμά, καὶ νὰ δέση τὰ πόδια τους στὸ τιμωρητικὸ ξύλο, καὶ νὰ μὴ λυθοῦν ἀπὸ αὐτὰ πρὶν τοὺς δεχθῇ τὸ μνῆμα. Ἀκόμη δὲ οὔτε καὶ σὲ μνῆμα νὰ τοὺς βάλουν!
Δὲν θὰ κρύψω καθόλου οὔτε τὴν ἐλεημένη ταπείνωσι αὐτῶν τῶν πραγματικὰ μακαρίων οὔτε τὴν συντετριμμένη πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπη καὶ μετάνοιά τους.
Καθ᾿ ὃν χρόνον οἱ καλοὶ αὐτοὶ κάτοικοι τῆς χώρας τῆς μετανοίας ἐπρόκειτο νὰ ἀναχωρήσουν πρὸς τὸν Κύριον καὶ νὰ παρασταθοῦν ἐμπρὸς στὸ ἀδέκαστο βῆμα, βλέποντας ὅτι τελειώνει πλέον ἡ ζωή τους, μέσῳ τοῦ προϊσταμένου τους ἐκλιπαροῦσαν μὲ ὅρκους τὸν Μέγαν, (τὸν Ἡγούμενο δηλαδή), νὰ μὴν ἀξιωθοῦν ἀνθρωπίνης ταφῆς, ἀλλὰ νὰ πεταχθοῦν σὰν ἄλογα ζῷα ἢ στὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ ἢ στὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ.
Καὶ πολλὲς φορὲς ὑπήκουσε καὶ τὸ ἔκανε ὁ λύχνος ἐκεῖνος τῆς διακρίσεως, δίδοντας ἐντολὴ νὰ τοὺς κηδεύσουν χωρὶς καμμία τιμὴ καὶ ψαλμῳδία.
Πόσο δὲ φοβερὸ καὶ οἰκτρὸ ἦταν τὸ θέαμα τῆς τελευταίας ὥρας τους! Ὅταν δηλαδὴ οἱ συγκατάδικοι ἀντελαμβάνονταν πὼς κάποιος πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς ἐπρόκειτο νὰ ἀποθάνη, ἐνῷ ἀκόμη εἶχε τὶς αἰσθήσεις του, τὸν περικύκλωναν. Καὶ μὲ δίψα, μὲ πένθος, μὲ ἐπιθυμία, μὲ ἀξιολύπητο ὕφος καὶ λυπητερὰ λόγια, κουνώντας τὸ κεφάλι, ὑπέβαλλαν ἐρωτήσεις σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔφευγε καὶ μὲ θερμὴ συμπάθεια τοῦ ἔλεγαν:
«Τί γίνεται ἀδελφὲ καὶ συγκατάδικε; Πῶς βλέπεις τὰ πράγματα; Τί λέγεις; Τί ἐλπίζεις; Τί καταλαβαίνεις; Ἐπέτυχες μὲ τοὺς κόπους σου αὐτὸ ποὺ ἐζητοῦσες ἢ δὲν τὸ κατόρθωσες; Ἄνοιξες ἢ ἀκόμη αἰσθάνεσαι ὡς ἔνοχος; Ἔφθασες ἢ ἀπέτυχες; Ἔλαβες κάποια πληροφορία ἢ ἔχεις ἀβεβαία ἐλπίδα; Ἔλαβες ἄνεσι καὶ ἐλευθερία ἢ ταλαντεύεται καὶ ἀμφιβάλλει ἀκόμη ὁ λογισμός σου; Αἰσθάνθηκες μέσα στὴν καρδιά σου κάποιο φωτισμὸ ἢ βλέπεις ὅτι παραμένει ἀκόμη στὸ σκότος καὶ στὴν ἀτιμία; Ἄκουσες μέσα σου καμμία φωνὴ νὰ σοῦ λέγη: «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας»; (Ἰωάν. ε´ 14) ἢ «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι»; (Λουκ. ζ´ 48) ἢ «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε»; (Λουκ. ζ´ 50). Ἢ μήπως αἰσθάνεσαι πὼς ἀκούεις ἀκόμη τὴν φωνή: «Ἀποστραφήτωσαν οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸν ᾅδην» (Ψαλμ. θ´ 18) καὶ «δήσαντες αὐτοῦ (=ἀφοῦ τοῦ δέσετε) χεῖρας καὶ πόδας ἐμβάλετε εἰς τὸ σκότος» (Ματθ. κβ´ 13) καὶ «ἀρθήτω (=ἂς ἐκδιωχθῆ) ὁ ἀσεβής, ἵνα μὴ ἴδη τὴν δόξαν Κυρίου»; (Ἡσ. κστ´ 10). Τί λέγεις, ἀλήθεια, ἀδελφέ; Πές μας, σὲ ἱκετεύουμε, γιὰ νὰ μάθωμε κι ἐμεῖς τί πρόκειται νὰ συναντήσωμε. Γιὰ σένα πλέον ἔκλεισε ἡ προθεσμία καὶ δὲν θὰ σοῦ δοθῇ ἄλλη εἰς τὸν αἰῶνα».
Σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα ἄλλοι ἀπὸ τοὺς ἑτοιμοθανάτους ἀπαντοῦσαν: «Εὐλογητὸς Κύριος, ὃς οὐκ ἀπέστησε (= ἀπεμάκρυνε) τὴν προσευχὴν ἡμῶν, καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἀφ᾿ ἡμῶν» (Ψαλμ. ξε´ 20). Ἄλλοι πάλι ἔλεγαν «Εὐλογητὸς ὁ Κύριος ποὺ δὲν μᾶς παρέδωσε στὰ δόντια τους νὰ μᾶς φάγουν» (Ψαλμ. ρκγ´ 6). Ἄλλοι γεμάτοι ὀδύνη ἔλεγαν: «Ἄραγε θὰ κατορθώση ἡ ψυχή μας νὰ περάσῃ τὸ ἀδιαπέραστο ὕδωρ, δηλαδὴ τὸ πλῆθος τῶν πονηρῶν πνευμάτων τοῦ ἀέρος»; (πρβλ. Ψαλμ. ρκγ´ 5). Δὲν ἐτολμοῦσαν ἀκόμη νὰ ξεθαρρέψουν, ἀλλὰ ἐσκέπτονταν συνεχῶς τί γίνεται σ᾿ ἐκεῖνο τὸ κριτήριο.
Καὶ ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς ἀπαντοῦσαν μὲ ἄλλα πιὸ ὀδυνηρὰ λόγια: «Ἀλλοίμονο στὴν ψυχὴ ποὺ δὲν ἐφύλαξε τὸ μοναχικὸ ἐπάγγελμα ἄσπιλο. Αὐτὴ καὶ μόνο τὴν ὥρα θὰ καταλάβη τί τὴν περιμένει».
Ἐγὼ δὲ ποὺ εἶδα σ᾿ αὐτοὺς καὶ ἄκουσα τοῦτα, παρ᾿ ὀλίγο θὰ ἀπελπιζόμουν βλέποντας καὶ συγκρίνοντας τὴν ἀδιαφορία μου μὲ τὴν ἰδική τους κακοπάθεια.
Ἀλλὰ καὶ ἡ διαμονὴ καὶ ἡ διαρρύθμισις τοῦ τόπου αὐτοῦ ποιὰ ἦταν! Ἦταν γεμάτη σκότος, γεμάτη δυσωδία, ἐντελῶς ρυπαρὰ καὶ ξηρά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πολὺ σωστὰ ὠνομάσθηκε Φυλακὴ καὶ καταδίκη. Ἔτσι καὶ μόνη ἡ θέα τῆς τοποθεσίας ἔφθανε γιὰ νὰ διδάσκη τὴν πλήρη μετάνοια καὶ τὸ πένθος.
Αὐτὰ ὅμως ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι δύσκολα, ἀπαράδεκτα καὶ ἀνεπιθύμητα, σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν πνευματικὸ πλοῦτο γίνονται εὐχάριστα καὶ εὐπρόσδεκτα. Διότι ἡ ψυχὴ ποὺ ἐστερήθηκε τὴν προηγουμένη παρρησία πρὸς τὸν Θεόν, ποὺ ἔχασε τὴν ἐλπίδα τῆς ἀπαθείας, ποὺ διέρρηξε τὴν σφραγίδα τῆς ἁγνότητος, ποὺ τῆς ἔκλεψαν τὸν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων, ποὺ ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὴν θεία παρηγορία, ποὺ ἀθέτησε τὸ συμβόλαιό της μὲ τὸν Κύριον, ποὺ ἔσβησε μέσα της τὸ χαριτωμένο πῦρ τῶν δακρύων, καὶ ποὺ πληγώνεται ἀναπολώντας αὐτὰ καὶ κεντᾶται ὀδυνηρά… ὄχι μόνο τοὺς προηγουμένους κόπους τους δέχεται ὁλοπρόθυμα, ἀλλά, πολὺ περισσότερο, ἐπινοεῖ μὲ εὐσεβεῖς ἀσκήσεις νὰ ὁδηγηθῇ στὸν θάνατον –ἐὰν βέβαια ἀπέμεινε μέσα της κάποιος σπινθὴρ ἀγάπης ἢ φόβου τοῦ Κυρίου, ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε σ᾿ αὐτοὺς τοὺς μακαρίους.
Ἔχοντας στὸν νοῦ τους αὐτὰ καὶ ἀναλογιζόμενοι τὸ ὕψος ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξέπεσαν, ἔλεγαν: «Ἐμνήσθημεν ἡμερῶν ἀρχαίων (Ψαλμ. ρμβ´ 5), τὴν πρώτη δηλαδὴ φλόγα τοῦ ζήλου μας». Ἄλλοι ἐφώναζαν πρὸς τὸν Θεόν: «Ποῦ εἰσι τὰ ἐλέη σου τὰ ἀρχαῖα Κύριε, ἃ ἔδειξας τὴ ψυχὴ ἡμῶν ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου; Μνήσθητι τοῦ ὀνειδισμοῦ καὶ τοῦ μόχθου τῶν δούλων σου» (πρβλ. Ψαλμ. πη´ 50-51).
Ἄλλος: «Ποιὸς νὰ μὲ ἐγύριζε στὸν παρελθόντα καιρό, στὶς ἡμέρες ποὺ μὲ ἐπροστάτευε ὁ Θεός, τότε ποὺ ὁ φωτεινὸς λύχνος Του ἔφεγγε ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλή μου, τὴν κεφαλὴ τῆς καρδιᾶς μου»; (Ἰὼβ κθ´ 2-3).
Μὲ πόση νοσταλγία ἐνθυμοῦντο τὰ προηγούμενα κατορθώματά τους, καὶ κλαίοντας γι᾿ αὐτὰ σὰν μικρὰ παιδιά, ἔλεγαν:
«Ποῦ εἶναι ἡ καθαρότης τῆς προσευχῆς; Ποῦ τὸ θάρρος καὶ ἡ παρρησία της; Ποῦ τὸ γλυκὺ δάκρυ ἀντὶ τοῦ τωρινοῦ πικροῦ; Ποῦ ἡ ἐλπὶς τῆς τελείας ἁγνότητος καὶ καθάρσεως; Ποῦ ἡ προσδοκία τῆς μακαρίας ἀπαθείας; Ποῦ ἡ πίστις πρὸς τὸν Γέροντα; Ποῦ ἡ ἐνέργεια τῆς προσευχῆς του σ᾿ ἐμᾶς; Ἐχάθηκαν ὅλα αὐτά, ἐξέλιπαν σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξαν καθόλου, ἐξαφανίσθηκαν σὰν ἀνύπαρκτα καὶ διελύθησαν».
Ἐνῷ ἔλεγαν αὐτὰ καὶ ἐθρηνοῦσαν, μερικοὶ προσεύχονταν νὰ καταληφθοῦν ἀπὸ δαιμόνιο. Ἄλλοι ἱκέτευαν τὸν Κύριον νὰ ἀποκτήσουν λέπρα. Ἄλλοι, νὰ χάσουν τὴν ὅρασί τους, καὶ νὰ γίνουν σ᾿ ὅλους ἀξιολύπητο θέαμα. Ἄλλοι, νὰ πέσουν παράλυτοι στὸ κρεββάτι, ἀρκεῖ μόνο νὰ μὴ δοκιμάσουν τὰ (μελλοντικά) ἐκεῖνα κολαστήρια.
Ἐγὼ τότε, ἀγαπητοί μου, ξεχάσθηκα, εἰσῆλθα ὁλόκληρος μέσα στὸ πένθος τους, καὶ ὁ νοῦς μου αἰχμαλωτίσθηκε ἐντελῶς, χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ τὸν ἐπαναφέρω. Ἂς ἐπιστρέψωμε ὅμως πάλι στὴν σειρὰ τοῦ λόγου.
Ἀφοῦ παρέμεινα τριάντα ἡμέρες σ᾿ αὐτὴν τὴν φυλακή, ἐπιστρέφω ὁ ἀνυπομόνητος στὸ μεγάλο Κοινόβιο, στὸν Μέγαν, (τὸν Ἡγούμενο δηλαδή). Αὐτὸς δὲ ὁ πάνσοφος βλέποντάς με σὰν νὰ εἶμαι ἄλλος ἄνθρωπος καὶ σὰν νὰ τὰ ἔχω χαμένα, κατάλαβε τὴν αἰτία καὶ μοῦ λέγει: «Τί συμβαίνει, πάτερ Ἰωάννη; Εἶδες τοὺς ἄθλους τῶν ἀγωνιζομένων»;
Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀπήντησα: «Τοὺς εἶδα, πάτερ μου, καὶ τοὺς ἐθαύμασα καὶ ἐμακάρισα αὐτοὺς ποὺ ἔπεσαν καὶ πενθοῦν, περισσότερο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔπεσαν καὶ δὲν πενθοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, διότι μὲ τὴν πτῶσι τους ἐσηκώθηκαν καὶ ἐστάθηκαν σὲ μία κατάστασι ποὺ δὲν κινδυνεύουν πλέον». Ἐκεῖνος δὲ μοῦ εἶπε: «Πραγματικά, ἔτσι εἶναι».
Καὶ ἐν συνεχείᾳ μὲ τὴν ἀψευδῆ του γλώσσα μοῦ διηγήθηκε: «Πρὸ δεκαετίας εἶχα ἐδῶ ἕναν ἀδελφὸ μὲ ὑπερβολικὸ ζῆλο, ἀγωνιστῆ, καὶ τόσο σπουδαῖο, ὥστε, καθὼς τὸν ἔβλεπα νὰ καίη μέσα του τέτοια φλόγα, ἔτρεμα καὶ ἐφοβόμουν ὑπερβολικὰ τὸν φθόνο τοῦ διαβόλου, μήπως μὲ τὴν μεγάλη ταχύτητα ποὺ ἔτρεχε σκοντάψῃ σὲ κάποια πέτρα τὸ πόδι του, πράγμα ποὺ συμβαίνει συνήθως σ᾿ αὐτοὺς ποὺ προχωροῦν μὲ ταχύτητα. Καὶ αὐτὸ (δυστυχῶς) ἔγινε.
» Καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν πτῶσι του, ἀργὰ τὸ βράδυ, ἔρχεται σὲ μένα, μοῦ ἀποκαλύπτει γυμνὸ τὸ τραῦμα του, ζητεῖ ἔμπλαστρο, παρακαλεῖ νὰ τὸ καυτηριάσω, ἀνησυχεῖ ὑπερβολικά. Βλέποντας ὅμως τὸν ἰατρὸ νὰ μὴ θέλη νὰ τοῦ φερθῇ ἀπότομα -ἐφ᾿ ὅσον ἄλλωστε ἄξιζε νὰ τὸν συμπαθήση κανείς- ρίχνεται κάτω στὸ ἔδαφος, ἀγκαλιάζει τὰ πόδια μου, τὰ λούζει μὲ ἄφθονα δάκρυα καὶ ζητεῖ νὰ καταδικασθῇ στὴν φυλακὴ αὐτὴ ποὺ εἶδες.
«Εἶναι ἀδύνατο, ἐφώναζε, νὰ μὴν πάω ἐκεῖ».
» Ἔτσι ἀναγκάζει νὰ μεταβληθῇ ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ ἰατροῦ σὲ σκληρότητα – πράγμα σπάνιο μεταξὺ τῶν ἀρρώστων καὶ ἐντελῶς παράδοξο. Τρέχει γρήγορα καὶ παίρνει θέσι ἀνάμεσα στοὺς μετανοοῦντας, συμμερίζεται τὸ πένθος τους καὶ συμμετέχει σ᾿ αὐτὸ πρόθυμα. Πληγώθηκε δὲ στὴν καρδιὰ ἀπὸ τὴν λύπη γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σὰν μὲ ξίφος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποδημήση σὲ ὀκτὼ ἡμέρες πρὸς τὸν Κύριον, ἀφοῦ προηγουμένως ἐζήτησε νὰ μὴν ἀξιωθῇ ἐνταφιασμοῦ. Ἐγὼ ὅμως ἀντιθέτως, ὡς ἄξιο, καὶ ἐδῶ στὸ Κοινόβιο τὸν ἔφερα, καὶ τὸν ἔθαψα μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πατέρας. Ἔτσι μετὰ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα τῆς σκλαβιᾶς, τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἐλύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ ἐλευθερώθηκε (1).
Ὑπάρχει δὲ κάποιος (2) ποὺ ἀντελήφθηκε πολὺ καλά, πὼς ὁ προηγούμενος μοναχὸς δὲν σηκώθηκε ἀπὸ τὰ ταπεινὰ πόδια μου, πρὶν ἐξευμενίση τὸν Θεόν. Καὶ δὲν εἶναι ἄξιον ἀπορίας. Διότι μέσα στὴν καρδιά του ἔβαλε τὴν πίστι τῆς πόρνης ἐκείνης τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ μὲ μία παρομοία πληροφορία κατάβρεξε καὶ αὐτὸς μὲ τὰ δάκρυά του τὰ δικά μου ἀχρεῖα πόδια. Ὅπως δὲ εἶπε ὁ Κύριος, «πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι» (Μάρκ. θ´ 23).
6. Εἶδα ψυχὲς ποὺ ἔρρεπαν μὲ μανία στοὺς σαρκικοὺς ἔρωτες. Αὐτὲς λοιπὸν ἀφοῦ ἔλαβαν ἀφορμὴ μετανοίας ἀπὸ τὴν γεῦσι τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἔρωτος, μετέστρεψαν αὐτὸν τὸν ἔρωτα σὲ ἔρωτα πρὸς τὸν Κύριον. Ἔτσι ξεπέρασαν ἀμέσως κάθε αἴσθημα φόβου καὶ ἐκεντρίσθηκαν στὴν ἄπληστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος στὴν ἁγνὴ ἐκείνη πόρνη (Λουκ. ζ´ 37-48) δὲν εἶπε ὅτι ἐφοβήθηκε, ἀλλὰ «ὅτι ἠγάπησε πολύ» καὶ κατώρθωσε εὔκολα νὰ ἀποκρούση τὸν ἕνα ἔρωτα μὲ τὸν ἄλλον.
7. Δὲν τὸ ἀγνοῶ, θαυμαστοί μου φίλοι, ὅτι σὲ μερικοὺς τὰ κατορθώματα τῶν μακαρίων αὐτῶν ἀνθρώπων ποὺ σᾶς διηγήθηκα θὰ φανοῦν ἀπίστευτα, σὲ ἄλλους δύσπιστα καὶ σὲ ἄλλους ὅτι δημιουργοῦν ἀπόγνωσι. Ὁ γενναῖος ὅμως ἄνδρας μᾶλλον θὰ ὠφεληθῇ. Θὰ πάρη ἀπὸ αὐτὰ ἕνα κεντρὶ καὶ ἕνα πυρωμένο βέλος καὶ θὰ φύγῃ μὲ φλογερὸ ζῆλο στὴν καρδιά του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχει ὀλιγώτερη προθυμία, θὰ καταλάβη τὴν ἀδυναμία του, θὰ ἀποκτήση εὔκολα ταπεινοφροσύνη μὲ τὴν αὐτομεμψία καὶ θὰ τρέξη πίσω ἀπὸ τὸν προηγούμενο. Δὲν γνωρίζω μάλιστα μήπως καὶ τὸν προφθάση. Ἀντίθετα ὁ ἀμελὴς ἄνδρας δὲν πρέπει οὔτε νὰ πλησιάση (καὶ νὰ ἀκούσῃ) αὐτὰ ποὺ διηγήθηκα, μὴ τυχὸν πέση σὲ τελεία ἀπόγνωσι καὶ σκορπίση καὶ αὐτὸ (τὸ ὀλίγο) ποὺ μέχρι τώρα κατορθώνει, καὶ ἐφαρμοσθῇ ἔτσι σ᾿ αὐτὸν ὁ λόγος τῆς Γραφῆς: «Ἀπὸ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει -προθυμία- καὶ αὐτὸ ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει θὰ τοῦ ἀφαιρεθῆ» (Ματθ. κε´ 29).
8. Δὲν εἶναι δυνατὸν σ᾿ ἐμᾶς ποὺ ἐπέσαμε στὸν λάκκο τῶν ἀνομιῶν, νὰ ἀνελκυσθοῦμε ἀπὸ ἐκεῖ, ἐὰν δὲν καταδυθοῦμε στὴν ἄβυσσο τῆς ταπεινώσεως τῶν μετανοούντων.
9. Διαφορετικὴ εἶναι ἡ θλιμμένη ταπείνωσις τῶν πενθούντων καὶ διαφορετικὸς ὁ ἔλεγχος καὶ ἡ καταδίκη τῆς συνειδήσεως αὐτῶν ποὺ ἀκόμη περιπίπτουν σὲ ἁμαρτίες. Διαφορετικὴ ἐπίσης εἶναι «ἡ μακαρία πλουτοταπείνωσις» ποὺ ἀποκτοῦν μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος οἱ τέλειοι. Ἂς μὴ βιασθοῦμε νὰ γνωρίσωμε τὴν τρίτη κατάστασι μὲ λόγια, διότι ἀδίκως θὰ τρέξωμε. Τῆς δευτέρας καταστάσεως γνώρισμα εἶναι ἡ πλήρης ὑποδοχὴ καὶ ὑπομονὴ κάθε ἀτιμίας. Ἐκεῖνον δὲ (ποὺ ἀνήκει στὴν πρώτη περίπτωσι), τὸν ἄνθρωπο δηλαδὴ ποὺ πενθεῖ, τὸν τυραννοῦν πολλὲς φορὲς οἱ ἁμαρτωλὲς συνήθειες καὶ ἀναμνήσεις τοῦ παρελθόντος. Καὶ αὐτὸ βέβαια δὲν εἶναι κάτι τὸ παράδοξο.
10. Ὁ λόγος γιὰ τὶς ἔνοχες πράξεις καὶ γιὰ τὶς πτώσεις εἶναι σκοτεινὸς καὶ ἀκατανόητος γιὰ κάθε ψυχή. Εἶναι δύσκολο νὰ γνωρίζωμε ποιὲς πτώσεις μας προέρχονται ἀπὸ ἀμέλεια, ποιὲς ἀπὸ σκόπιμη ἐγκατάλειψι τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὲς ἀπὸ ἀποστροφὴ τοῦ Θεοῦ. Τὸ μόνο ποὺ κάποιος μοῦ ἐξήγησε εἶναι, ὅτι ὅσες μᾶς συμβαίνουν ἀπὸ σκόπιμη παραχώρησι τοῦ Θεοῦ ἔχουν σύντομη ἐπανόρθωσι, διότι ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς παρέδωσε δὲν μᾶς ἀφίνει ἐπὶ πολὺ αἰχμαλώτους σὲ αὐτές.
11. Ὅσοι ἐπέσαμε, ἂς πολεμήσωμε πρὸ πάντων τὸν δαίμονα τῆς λύπης. Διότι αὐτὸς ἔρχεται δίπλα μας τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, μᾶς ἐνθυμίζει τὴν προηγουμένη μας παρρησία καὶ προσπαθεῖ νὰ ἀχρηστεύσῃ τὴν προσευχή μας.
12. Μὴ τρομάξης ὅταν πέφτης κάθε ἡμέρα, καὶ μὴ ἐγκαταλείψης τὸν ἀγώνα. Ἀντιθέτως νὰ ἵστασαι ἀνδρείως καὶ ὁπωσδήποτε νὰ εὐλαβηθῇ τὴν ὑπομονή σου ὁ φύλαξ ἄγγελός σου. Ὅσο εἶναι ἀκόμη πρόσφατο καὶ ζεστὸ τὸ τραῦμα, τόσο καὶ εὐκολώτερα θεραπεύεται. Ἐνῷ τὰ τραύματα ποὺ ἐχρόνισαν, σὰν παραμελημένα καὶ ἀποσκληρυμένα, δύσκολα θεραπεύονται, καὶ χρειάζονται γιὰ νὰ ἰατρευθοῦν πολὺ κόπο καὶ νυστέρι καὶ ξυράφι καὶ τὸ ἐδῶ πῦρ τῶν καυτηριασμῶν, (δηλαδὴ τὸ πῦρ τῶν ἐδῶ θλίψεων, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸ μελλοντικὸ πῦρ τῆς κολάσεως).
13. Πολλὰ ψυχικὰ τραύματα ποὺ ἐχρόνισαν εἶναι ἀνίατα. Στὸν Θεὸν ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά.
Πρὶν ἀπὸ τὴν πτῶσι οἱ δαίμονες ἀποκαλοῦν τὸν Θεὸν φιλάνθρωπο. Μετὰ ὅμως ἀπὸ τὴν πτῶσι τὸν ἀποκαλοῦν σκληρό.
14. Ἐὰν μετὰ ἀπὸ τὴν μεγάλη σου πτῶσι πέσης καὶ σὲ κάποιο μικρὸ ἁμάρτημα καὶ σοῦ εἰπῆ ὁ λογισμός, «εἴθε νὰ μὴν ἔπεφτες σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μεγάλο, τοῦτο τὸ μικρὸ δὲν εἶναι τίποτε τὸ σπουδαῖο», μὴν τὸν παραδεχθῇς αὐτὸν τὸν λογισμό. (Καὶ τὰ μικρὰ πράγματα ἔχουν τὴν σημασία τους). Πολλὲς φορὲς μάλιστα μερικὰ μικρὰ δῶρα κατεπράϋναν τὸν μεγάλο θυμὸ τοῦ δικαστοῦ.
15. Ὅποιος πραγματικὰ ἐξοφλεῖ ἁμαρτίες, τὴν ἡμέρα ποὺ δὲν ἐπένθησε τὴν θεωρεῖ χαμένη, ἔστω καὶ ἂν ἔπραξε κατ᾿ αὐτὴν μερικὰ ἄλλα καλὰ ἔργα.
16. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς πενθοῦντας ἂς μὴ περιμένη τὴν πληροφορία τῆς συγχωρήσεως τὴν στιγμὴ τοῦ θανάτου. Διότι κάτι ποὺ εἶναι ἄγνωστο εἶναι καὶ ἀβέβαιο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κάποιος ἔλεγε: «Ἄφησέ με νὰ αἰσθανθῶ ἀναψυχὴ μὲ τὴν πληροφορία τῆς συγχωρήσεως, πρὶν ἀποθάνω καὶ πρὶν ἀπέλθω ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ ἀπληροφόρητος» (πρβλ. Ψαλμ. λη´ 14).
17. Ὅπου ἐμφανισθῇ τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ὁ δεσμὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες ἐλύθηκε. Ὅπου ἐμφανισθῇ ἀπέραντη ταπείνωσις, ὁ δεσμὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες ἐλύθηκε. Ὅσοι τυχὸν (ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ζωή) χωρὶς αὐτὰ τὰ δυό, ἂς μὴ πλανῶνται. Εἶναι δεμένοι.
18. Μόνο αὐτοὶ ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο, μένουν ξένοι πρὸς τὶς πληροφορίες ποὺ ἀνέφερα, καὶ μάλιστα στὴν πρώτη, (στὴν ἐμφάνισι τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς ἀγωνίζονται μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, καὶ καταλαβαίνουν τὴν ὠφέλειά της τὴν ὥρα τοῦ θανάτου των.
19. Ὅποιος θρηνεῖ τὸν ἑαυτό του, δὲν βλέπει τὸν θρῆνο ἢ τὴν πτῶσι ἢ τὴν ἐπίπληξι τοῦ ἄλλου.
20. Ὁ σκύλος ποὺ ἐδαγκώθηκε ἀπὸ κάποιο θηρίο, ἐξαγριώνεται περισσότερο πρὸς αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὸν πόνο τῆς πληγῆς μαίνεται σφοδρότερα ἐναντίον του. (Παρόμοια συμπεριφέρεται πρὸς τοὺς δαίμονες ὁ μοναχὸς ποὺ ἐπληγώθηκε ἀπὸ αὐτούς).
21. Ὅταν ἡ συνείδησις παύση νὰ μᾶς ἐλέγχη γιὰ ἁμαρτίες, ἂς προσέξωμε μήπως αὐτὸ δὲν ὀφείλεται στὴν καθαρότητα, ἀλλὰ στὴν κόπωσι καὶ ἄμβλυνσι αὐτῆς, τῆς συνειδήσεως, ἐξ αἰτίας πλήθους ἁμαρτιῶν.
22. Ἀπόδειξις ὅτι ἔσβησε τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας εἶναι τὸ νὰ θεωροῦμε πάντοτε χρεώστη τὸν ἑαυτό μας.
23. Τίποτε δὲν ὑπάρχει ἴσο ἢ ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ὅποιος ἀπελπίζεται σφάζη ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του.
24. Σημεῖο τῆς πραγματικῆς καὶ ἐπιμελοῦς μετανοίας εἶναι τὸ νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας ἄξιο γιὰ ὅλες τὶς θλίψεις ποὺ μᾶς συμβαίνουν -τὶς ὁρατὲς (ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους) καὶ τὶς ἀόρατες (ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς δαίμονας)- καὶ γιὰ πολὺ περισσότερες.
25. Ὁ Μωϋσῆς ἀφοῦ ἀξιώθηκε νὰ ἰδῆ τὸν Θεὸν στὴν βάτο, ἐπέστρεψε πάλι στὴν Αἴγυπτο, ἡ ὁποία ὑποδηλοῖ τὸ πνευματικὸ σκότος, καὶ ἴσως ὑποχρεώθηκε νὰ κατασκευάζη πλίνθους στὸν Φαραώ, ὁ ὁποῖος ὑποδηλοῖ τὸν διάβολο. Πλὴν ὅμως πάλι ἀνέβηκε στὴν βάτο, καὶ ὄχι μόνο σ᾿ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ στὸ ὄρος Σινᾶ, (τὸ ὁποῖο ὑποδηλοῖ τὰ ὕψη τῶν ἀρετῶν). Ὅποιος ἐννόησε τὸ παράδειγμα, ποτὲ δὲν θὰ ἀπελπισθῇ γιὰ τὴν σωτηρία του. Ἐπτώχευσε καὶ ὁ μέγας Ἰώβ, ἀλλ᾿ ἔπειτα ἀπέκτησε διπλάσιο πλοῦτο.
26. Στοὺς ρᾳθύμους οἱ πτώσεις μετὰ τὴν μοναχική τους κλῆσι εἶναι πολὺ σοβαρές. Διότι πλήττουν τὴν ἐλπίδα (τῆς πνευματικῆς προόδου καὶ κατακτήσεως) τῆς ἀπαθείας. Καὶ διότι τοὺς δημιουργοῦν τὴν ἰδέα ὅτι θὰ θεωροῦνται εὐτυχεῖς, ἐὰν ἔστω κατορθώσουν καὶ σηκωθοῦν ἀπὸ τὸν λάκκο (τῆς ἁμαρτίας).
27. Πρόσεχε! Πρόσεχε καλά! Δὲν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ἐπιστρέψωμε ἀπὸ τὸν ἴδιο δρόμο ποὺ ἐπλανηθήκαμε, ἀλλὰ ἀπὸ ἄλλον συντομώτερο, (ἀπὸ τὸν δρόμο δηλαδὴ τῆς ταπεινώσεως).
28. Εἶδα δυὸ ποὺ ἐβάδιζαν (πρὸν τὸν Θεόν) καθ᾿ ὅμοιο τρόπο καὶ εἰς τὸν ἴδιο καιρό. Ὁ ἕνας ἦταν ἡλικιωμένος καὶ μὲ περισσότερους ἀσκητικοὺς κόπους. Ὁ ἄλλος ἦταν ἕνας νεαρὸς μαθητής, καὶ «προέδραμε τάχιον» (= ἔτρεξε γρηγορότερα) ἀπὸ τὸν ἡλικιωμένο, καὶ «ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον» (Ἰωάν. κ´ 4) τῆς ταπεινώσεως.
29. Ἂς προσέξωμε ὅλοι, καὶ ἰδιαίτερα ὅσοι ἐγνωρίσαμε πτώσεις, νὰ μὴ προσβληθῇ ἡ καρδιά μας ἀπὸ τὴν νόσο τοῦ ἀσεβοῦς Ὠριγένους (3). Διότι ἡ βδελυκτὴ αὐτὴ νόσος, προβάλλοντας τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, γίνεται εὐπρόσδεκτη στοὺς φιληδόνους.
«Μὲ τὴν μελέτη μου καὶ τὴν περισυλλογή μου θὰ ἀνάψῃ μέσα μου πῦρ» (Ψαλμ. λη´ 4). Μᾶλλον μὲ τὴν μετάνοιά μου θὰ ἀνάψῃ μέσα μου τὸ πῦρ τῆς προσευχῆς, καὶ αὐτὸ θὰ κάψῃ κάθε ἁμαρτία (4).
30. Ὅρος γιὰ σένα καὶ τύπος καὶ ὑπογραμμὸς καὶ παράδειγμα μετανοίας ἂς εἶναι οἱ προηγούμενοι ἅγιοι κατάδικοι, καὶ δὲν θὰ σοῦ χρειασθῇ σὲ ὅλη τὴν ζωὴ κανένα ἄλλο βιβλίο, ἕως ὅτου λάμψῃ ἐμπρός σου ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως - ἐννοῶ τῆς πνευματικῆς ἀναστάσεως ποὺ θὰ σοῦ φέρη ἡ πραγματικὴ καὶ ἐπιμελὴς μετάνοια.
Ἐσὺ ποὺ μετανόησες, ἀνέβηκες στὴν Πέμπτη βαθμίδα.
Ἐκαθάρισες μὲ τὴν μετάνοια τὶς πέντε αἰσθήσεις καὶ μὲ τὴν ἑκουσία τιμωρία καὶ κόλασι ἐγλύτωσες τὴν ἀκουσία.
------------

1. Ἡ ἑβδόμη ἡμέρα, ἀντίστοιχη πρὸς τὸ «νομικόν» Σάββατο, συμβολίζει τὴν παροῦσα ζωὴ τῶν πειρασμῶν καὶ θλίψεων. Ἡ δὲ ὀγδόη ὑπερέχει τοῦ Σαββάτου καὶ εἰκονίζει τὴν μέλλουσα μακαριότητα καὶ αἰωνιότητα, ἐφ᾿ ὅσον εὑρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸν χρόνο ποὺ ἀνακυκλεῖται μὲ τὶς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος καὶ ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
2. Κατὰ πάσα πιθανότητα αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἡγούμενος καὶ τὸ ἀποκρύπτει ἀπὸ ταπεινοφροσύνη, γιὰ νὰ μὴ φανῇ ὡς διορατικός.
3. Ὁ Ὠριγένης (185-254 μ. Χ.) ὑπῆρξε σπανία προσωπικότης. Φλογερὸς στὴν πίστι, μεγαλοφυὴς στὴν διάνοια, βαθὺς καὶ συναρπαστικὸς στὴν ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς, πολυμαθέστατος, πολυγραφώτατος καὶ πατὴρ τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης. Οἱ μεγάλοι Καππαδόκαι Πατέρες πολὺ τὸν ἐκτιμοῦσαν. Δυστυχῶς ὅμως περιέπεσε σὲ ὡρισμένες πλάνες (αἰωνιότης κόσμου, προΰπαρξις ψυχῶν, μὴ αἰωνιότης κολάσεως κ. λπ.) Τὸν ἕκτο μ. Χ. αἰώνα, στοὺς χρόνους δηλαδὴ τῆς Κλίμακος, ἐτάρασσε τὴν Ἐκκλησία καὶ ἰδιαίτερα τὸν μοναχισμὸ ἡ λεγομένη Τρίτη φάσις τῶν ὠριγενιστικῶν ἐρίδων, ὁπότε ἡ Ε´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (553 μ. Χ.) κατεδίκασε ἐπισήμως τὶς κακοδοξίες του. Ἔτσι μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ δυσμενὲς κλίμα δικαιολογεῖται ἡ βαρειὰ αὐτὴ ἔκφρασις τῆς Κλίμακος γιὰ τὸν Ὠριγένη.
4. Ἡ ἔννοια τοῦ χωρίου εἶναι, ὅτι θὰ ἐξαλειφθοῦν οἱ ἁμαρτίες μόνο κατὰ τὴν διάρκεια τῆς παρούσης ζωῆς μὲ τὸ πῦρ τῆς ἐν μετανοίᾳ προσευχῆς καὶ ὄχι στὴν μέλλουσα ζωὴ μὲ τὸ πῦρ τῆς δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐσφαλμένα ὑπεστήριζε ὁ Ὠριγένης ὀμιλώντας περὶ μὴ αἰωνιότητος τῆς κολάσεως καὶ περὶ ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων.



ΘΑΥΜΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΟΡΘΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ ΕΝ ΚΑΛΥΜΝΩ



Ο Άγιος Σάββας εν Καλύμνω, μαθητής του Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης, εκοιμήθη την 7η Απριλίου 1948, η οποία, κατά το παλαιό ημερολόγιο, αντιστοιχεί με την 25η Μαρτίου, Εορτή του Ευαγγελισμού. Παραθέτουμε δύο μαρτυρίες περί του σημείου που έλαβε χώρα κατά την κοίμηση του Αγίου. Η πρώτη είναι από τον παλαιοημερολογίτη θεολόγο, αείμνηστο πλέον, Σταύρο Καραμήτσο και η δεύτερη από τον νεοημερολογίτη θεολόγο κ. Βασίλειο Παπανικολάου.

1. Από το βιβλίο  του Σταύρου Καραμήτσου "Αι χειροτονίαι των Γ.Ο.Χ. από κανονικής επόψεως" (Αθήνα, 1997, σελ. 110):



2. Από το βιβλίο του Βασιλείου Παπανικολάου "Ο Άγιος Σάββας ο Νέος ο εν Καλύμνω" (έκδοσις Ι. Μ. Αγ. Πάντων Καλύμνου, 1975 - το απόσπασμα από εδώ: http://www.kannavos.gr/biblia3.html):

"Περί το τέλος της ζωής του ευρίσκετο εν άκρα περισυλλογή και ιερά κατανύξει. Επί τρείς ημέρας ουδένα εδέχθη... Έδωσε τας τελευταίας συμβουλάς. Εζήτησεν την εν Χριστώ αγάπην και υπακοήν και όταν ο επιθανάτιος ρόγχος τον κατέλαβε και επί μακρόν συνεχίζετο, αίφνης, λαμβάνει δυνάμεις, ενώνει τας μικράς ευλογημένας χείρας του και χειροκροτεί επανειλημμένως ενώ εκ των χειλέων του εξέρχονται αι τελευταίαι ιεραί φράσεις: «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος». ... Την ώραν εκείνην ολίγαι μόνον μοναχαί (τον) περιέβαλλον ... Κάποια μοναχή είδε – κατά θείαν παραχώρησιν – τον άγιον Σάββαν να ανέρχεται εν μέσω χρυσού συννέφου εις τον ουρανόν... και να ψάλλει με γλυκυτάτην φωνήν το: «Ευαγγελίζου γή χαράν μεγάλην». Ήτο εσπέρας του Ευαγγελισμού με το παλαιόν τότε και η εκκλησία μας, ήρχισεν εορτάζουσα την λαμπράν ημέρα της Θεοτόκου και της ανθρωπότητος, την οποίαν τόσο πολύ ηυλαβείτο ο άγιος".

Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Η ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (π. Νικηφόρος Νάσσος)

ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου

«Αὕτη ἐστίν ἡ Θεοτόκος Μαρία, τό κοινόν ἁπάντων τῶν χριστιανῶν καταφύγιον, ἡ πρώτη τοῦ πρώτου πτώματος τῶν προγόνων ἀνάκλησις»[1].
Τό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Μητρός τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, ἡ τιμή καί οἱ πολλές χάριτες καί δωρεές τοῦ Θεοῦ πρός τήν Παρθένο Μαρία καί ἡ μεγίστη προσφορά της στό ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας εἶναι ἐκεῖνα τά στοιχεῖα πού προκαλοῦν τήν ἔμπνευση καί τόν θαυμασμό, τή συγκίνηση καί τό δέος σέ ὅποιον ἐπιχειρεῖ νά ἀρθρώσει λόγο περί αὐτῆς, ἐν γνώσει ὅτι «ἅπας ὕμνος ἡττᾶται» πρό τοῦ μεγαλείου καί τῆς ὑπερτάτης τιμῆς αὐτοῦ τοῦ τελείου κτίσματος, ἐνώπιον τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ.
eyaggelismos
ἶναι γεγονός ὅτι ἀκόμη καί τούς μεγάλους Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας κατελάμβανε φόβος καί δέος, ἀπορία καί ἀμηχανία, «θάμβος καί ἔκστασις», προκειμένου νά προσεγγίσουν τό Πανύμνητον ὄνομα τῆς Θεομήτορος, ὅπως τό βλέπουμε στούς ἐγκωμιαστικούς καί ἑορταστικούς λόγους τους. Βλέπουμε ἐπίσης νά ἐκφαίνεται ἡ μεγάλη τους ἀγάπη πρός τήν Ἀειπάρθενο Θεοτόκο, μέσα ἀπό τά ἱερά ἐγκώμια πού συνέθεσαν πρός αὐτήν, προκειμένου νά τήν ἐξυμνήσουν ὅσον ἐφικτόν. Καί αὐτή ἡ ἀγάπη τῶν ἁγίων ἐγκωμιαστῶν τῆς Θεομήτορος, εἶναι μιά ἀγάπη βιουμένη καί ἐκδηλουμένη ὡς θεολογική ἀρετή, ὡς καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι ἁπλῶς ὡς ἀνθρώπινο συναίσθημα. Ναί, διότι ὁ τρόπος προσεγγίσεως τῆς Παρθένου Μαρίας πρέπει νά εἶναι θεολογικός.
Σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ κειμένου αὐτοῦ βεβαίως, θά δοῦμε ἀπό πλευρᾶς δογματικῆς τίς γνῶμες καί τοποθετήσεις τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας περί τήν Θεοτόκον, ἀπό τούς Ἀποστολικούς ἀκόμη χρόνους. Ἐδῶ ἁπλῶς θά ἀνιχνεύσουμε τόν θεολογικό χαρακτῆρα τῶν Πατερικῶν ἐγκωμίων πρός τήν Παναγία, μέσα ἀπό κάποια ἀποσπάσματα ἐγκωμίων, δειγματοληπτικά.
 ἐπώνυμος τῆς Θεολογίας, Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ὅπως ἐκφράζεται στά θαυμάσια ποιήματά του, αἰσθάνεται πολύ κοντά του τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὡς σωτηρία τοῦ κόσμου καί δική του, ὥστε νά τῆς λέγει, Παντάνασσα Κυρία, χαρά τοῦ κόσμου, πάντοτε σκέπτεσαι τό καλό τοῦ κόσμου, καί γιά μένα εἶσαι πανταχοῦ ἡ μεγαλύτερη σωτηρία. «Δέσποινα, Παντάνασσα, χάρμα τοῦ γένους· ἀεί ποτ᾿ εὖ φρονοῦσα τυγχάνεις γένει, κἀμοί μεγίστη πανταχοῦ σωτηρία»[2].
 ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, σέ λόγο του στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, καταθέτει πώς εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολο νά ὁμιλήσει γιά τό μυστήριο αὐτό. Εἶναι πολύ δύσκολο νά μετρηθεῖ ἡ γῆ μέ τήν παλάμη τοῦ ἀνθρώπου καί νά ὑπολογιστεῖ μέ τό μέτρο τό μῆκος τῆς θάλασσας. Ἐπίσης εἶναι ἀρκετά δύσκολο νά βρεθοῦν μέ τόν πήχη τά μέτρα τοῦ οὐρανοῦ καί τό πλῆθος τῶν ἀστέρων. Ἐάν αὐτά εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολα, ἐάν ἀκόμη, λέγει, μποροῦμε νά μετρήσουμε τίς σταγόνες τῆς βροχῆς καί τόν ὄγκο τοῦ ἀνέμου καί τῆς ἄμμου τῆς θαλάσσης, ἄλλο τόσο δύσκολο καί ἀπείρως δυσκολότερο εἶναι νά περιγράψει κανείς τό μυστήριο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. «Εἰ μετρεῖται γῆ σπιθαμῇ, καί σπαρτίῳ περιγράφεται θάλασσα· εἰ πήχεσιν οὐρανός ἀπεικάζεται, καί ἀστέρων πλῆθος ἀπαριθμεῖται· εἰ σταγόνες ὑετοῦ, καί βώλακες γῆς, καί ἀνέμων ὄγκος, καί ψάμμου ποσότης καταλαμβάνεται, τάχα ἄν καί τῆς μετά χεῖρας ἡμῖν ὑποθέσεως ἔσται κατάληψις δήπουθεν. Θεοῦ δέ μητρός ἡ πανήγυρις»[3].
 κατεξοχήν ὑπερασπιστής τῆς Θεοτόκου καί πρόεδρος τῆς Ἁγίας Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἐκκαιόμενος ἀφλέκτως ἀπό τόν ἔνθεο πόθο, θά ὑμνήσει Αὐτήν, ἀπό τήν ὁποία προῆλθε ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀφοῦ, ὅπως ἀναφέρει, «ὁ τοῦ πρωτοπλάστου πλάστης» πού γεννήθηκε ἀπό Αὐτήν, διόρθωσε τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ὁδήγησε στήν ἐπουράνιο Βασιλεία. «Χαίροις, Μαρία Θεοτόκε, δι᾿ ἧς προῆλθεν ὁ τοῦ πρωτοπλάστου πλάστης καί τῆς παραβάσεως αὐτοῦ διορθωτής, καί τῆς ἐν οὐρανῷ Βασιλείας ὁδηγός…Χαίροις, Μαρία Θεοτόκε, δι᾿ ἧς πᾶσα πνοή πιστεύουσα σώζεται»[4].
 ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου, ὁμιλώντας γιά τήν «Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν», ὅπως τήν κατέστησε ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖ πώς ἡ γαστέρα της εἶναι ὄχι ἁπλῶς οὐρανός, ἀλλά «ὄγδοος οὐρανός». Γράφει ὁ Ἅγιος: «Ὦ γαστήρ οὐρανοῦ πλατυτέρα Θεόν τόν ἐν σοί μή στενοχωρήσασα. Ὦ γαστήρ ἑπτάκυκλος οὐρανός καί μειζώτερος αὐτῶν τυγχάνουσα. Ὦ γαστήρ ἑπτά οὐρανῶν ὑψηλοτέρα καί πλατυτέρα. Ὦ γαστήρ ὁ ὄγδοος οὐρανός, στερεωμάτων ἀνωτέρα. Ὦ γαστήρ ἑπταφώτου χάριτος τό ἄσβεστον ἔχουσα φῶς»[5]…
Εἶναι συγκλονιστική ἡ ρήση ἑνός ἄλλου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐγκωμιαστοῦ τῆς Παναγίας, τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Μεθοδίου, πού λέγει ὅτι, ἐνῶ ὅλοι μας οἱ ἄνθρωποι χρεωστοῦμε στόν Θεό χάρη, ἀντίθετα, ὁ Θεός χρεωστεῖ χάρη στήν Μητέρα Του. «Εὖγε, εὖγε, μήτηρ Θεοῦ καί δούλη. Εὖγε, εὖγε ἡ ὑπόχρεον ἔχουσα τόν πάντων δανειστήν. Πάντες μέν Θεῷ ἐποφείλομεν, σοί δέ ἐποφείλεται»[6]!
 χρυσοῦς τήν γλῶτταν καί τήν καρδίαν, χαριτώνυμος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μέ τήν χαρακτηριστική του καλλιέπεια καί ἀμεσότητα, θά μᾶς προτρέψει νά «περιέλθουμε» διά τοῦ λογισμοῦ ὅλη τήν κτίση, ὁρατή καί ἀόρατη, μήπως συναντήσουμε κάποιο θαῦμα ἀνώτερο ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Δέν ὑπάρχει, ὅμως, κάτι ἴσο, ἤ ἀνώτερο ἀπό τήν Παρθένο Μαρία. «Οὐδέν τοίνυν ἐν βίῳ οἷον ἡ Θεοτόκος Μαρία· περίελθε ὦ ἄνθρωπε πᾶσαν τήν κτίσιν τῷ λογισμῷ καί βλέπε, εἰ ἐστιν ἴσον ἤ μεῖζον τῆς ἁγίας Θεοτόκου Παρθένου. Περινόστησον τήν γῆν, περίβλεψον τήν θάλασσαν, πολυπραγμόνησον τόν ἀέρα, τούς οὐρανούς τῇ διανοίᾳ ἐρεύνησον, τάς ἀοράτους πάσας Δυνάμεις ἐνθυμήθητι, καί βλέπε εἰ ἐστι τοιοῦτον θαῦμα ἐν πάσῃ τῇ κτίσει»[7].
Τέσσερις αἰῶνες ἀργότερα, ὁ ἕτερος Ἰωάννης, ὁ Δαμασκηνός, ἡ λιγυρά Λύρα τοῦ Πνεύματος, ὁ κατεξοχήν δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά ὁμιλήσει γιά τό ἱερό Γενέθλιο τῆς Θεοτόκου, τό πολύ σπουδαῖο γιά τήν ἀνθρωπότητα γεγονός αὐτό τῆς εἰσόδου στόν κόσμο τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας, «μεθᾷ νηφαλίως»· δέν ἀντέχει τή μεγάλη χαρά· νικιέται ἀπό τά θαύματα, καί τό (θεῖο) πάθος τόν γεμίζει ἐνθουσιασμό. «Οὐ φέρω τήν ἡδονήν, νικῶμαι τοῖς θαύμασιν, ἔνθους ὑπό τοῦ πάθους γέγονα»[8]. Πῶς νά προχωρήσει, λέγει, στά ὑπόλοιπα τοῦ λόγου του; Ἀπορεῖ ὁ νοῦς του, ὁ φόβος καί ὁ πόθος τόν ἔχει χωρίσει στά δύο. Χτυπάει ἡ καρδιά του καί ἡ γλῶσσα του ἔχει δεθεῖ. «Ἀλλά πῶς τοῖς πρόσω προβήσομαι; Ἡ διάνοια μέν ἐξίσταται, φόβος δέ με καί πόθος κατεμερίσαντο. Ἡ καρδία πάλλει καί ἡ γλῶσσα πεπήδηται»[9]. Ἀλλά, λέγει, ἄς νικήσει ὁ πόθος, ἄς ὑποχωρήσει ὁ φόβος, ἄς ψάλλει ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος. «Νικάτω ὁ πόθος, ὑποχωρείτω ὁ φόβος, ᾀδέτω ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος·<εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί καί ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ>»[10]. Τί καρδία «καιομένη» ἀπό τήν «παμφλάζουσα φλόγα» τοῦ Πνεύματος εἶναι αὐτή! Ὁποῖο βίωμα ἐσωτερικό καί πόση μέθεξη τῶν θείων μαρμαρυγῶν ὁδηγοῦσαν αὐτήν τήν καρδίαν καί τήν γραφίδα εἰς ἔπαινον τῆς Μητρός τοῦ Θεοῦ!..
 Μέγας καί ὀξυνούστατος Φώτιος, σέ ἀνάλογη Ὁμιλία στό ἱερό Γενέθλιο τῆς Παρθένου, καταθέτει πώς κάθε ἄνθρωπος, προκειμένου να ὑμνήσει κατ᾿ ἀξίαν τήν Ὑπερύμνητο Παρθένο, διακινδυνεύει νά καταποντισθεῖ μέσα στό ἀπύθμενο πέλαγος τῶν χαρισμάτων καί θείων κατορθωμάτων αὐτῆς, τῆς Ὑπεραχράντου Θεοτόκου. Αἰσθάνεται ὄντως ἀνάμεικτα συναισθήματα, χαρᾶς καί φόβου· «δειλιᾷ καί χαίρει καί ἡρεμεῖ καί ἐξάλλεται, καί πάλιν σιγᾷ καί ἀναφθέγγεται, καί συστέλλεται καί πλατύνεται, τά μέν τῷ φόβῳ, τά δέ τῷ πόθῳ συμμεθελκόμενος»[11]. Ὁ Γεώργιος Νικομηδείας, σέ λόγο του στή Γέννηση τῆς Πανάγνου Μαρίας, σκιρτώντας ἀπό ἀγαλλίαση πρό τῆς Θεομητορικῆς πανηγύρεως, θά γράψει ὅτι, «φαιδρόν τό τῆς παρούσης ἑορτῆς σύνθημα· διό πρός ἄπειρον φῶς τόν πρός ταύτην συνειλεγμένον παρορμᾷ σύλλογον… ἰδού γάρ ἡμῖν ἡ τῆς Παρθένου πανήγυρις ἐκλάμψασα, νοητῶς πρός ἑαυτήν τήν διάνοιαν ἴθυνε· καί σταθερόν ἕαρ τόν λόγον αἰθριάσασα, τόν χειμῶνα τῆς σιωπῆς εἰς γαλήνην τοῦ λέγειν μετήνεγκεν»[12].
 θεοφόρος καί θεόπτης Παλαμᾶς, ὡς μεγάλος θεοτοκόφιλος καί αὐτός, θά ἐκφράσει τόν θεῖο δυναμισμό τῆς ἐκ τοῦ πόθου τετρωμένης καρδίας του πρός τήν Θεομήτορα καί θά φωνάξει πρός τόν «τετραπέρατον κόσμον» μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του ὅτι, «αὕτη (ἡ Θεοτόκος) καί τῶν πρό αὐτῆς αἰτία καί τῶν μετ᾿ αὐτῆς προστάτις καί τῶν αἰωνίων πρόξενος. Αὕτη τῶν προφητῶν ὑπόθεσις, τῶν Ἀποστόλων ἀρχή, τῶν μαρτύρων ἑδραίωμα, τῶν διδασκάλων κρηπίς. Αὕτη τῶν ἐπί γῆς ἡ δόξα, τῶν κατ᾿ οὐρανόν ἡ τερπνότης, τό πάσης τῆς κτίσεως ἐγκαλλώπισμα. Αὕτη καταρχή καί πηγή καί ρίζα τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν. Αὕτη παντός ἁγίου κορυφή καί τελείωσις»[13]. Ὁ ἴδιος θά τολμήσει νά διακηρύξει ὅτι «οὐκοῦν, αὕτη μεθόριον μεταξύ κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως»[14].
 ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ κορυφαῖος τῶν Κολλυβάδων, Διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Γένους, συγγραφέας θεολογικώτατος καί Νηπτικός ἀπαράμιλλος, χαρισματικά βυθισμένος μέσα στό ὑπερφυές μυστήριο τῆς Θεοτόκου, θά τήν ὑμνήσει ἐκ βαθέων μέ ἕνα ἀσύγκριτο «ἀπαθές πάθος», ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ καί ὅπως αὐτό ἐκφράζεται στά πονήματά του, ὅπως λ.χ. στό Θεοτοκάριο, στό Ἑορτοδρόμιο κ.λπ., στίς ἑρμηνεῖες του (στήν Θ΄ Ὠδή τῆς Θεοτόκου) καί σέ κάθε εὐκαιρία ἀναφορᾶς του στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἰδού ἕνα δεῖγμα χαρακτηριστικό. «Ὦ γλυκυτάτη καί πρᾶγμα καί ὄνομα Μαριάμ, τί πάθος εἶναι τοῦτο, ὅπου αἰσθάνομαι εἰς τόν ἑαυτόν μου; ἐγώ δέν ἠμπορῶ νά χορτάσω τούς ἐπαίνους τῶν μεγαλείων σου! Ὅσον γάρ περισσότερον τά ἐπαινῶ, τόσον περισσότερον τά ὀρέγομαι, διό καί πάλιν ἐπιθυμῶ νά τά ἐπαινέσω. Τοσοῦτον εἶναι θαυμαστά τά μεγαλεῖα σου Θεοτόκε, ὥστε ὅπου ὅλοι οἱ περί τάς λογικάς τέχνας καί ἐπιστῆμας καταγινόμενοι, θεωροῦντες νοερῶς ταῦτα, ἐφιλοτιμήθησαν ὁ καθ᾿ ἕνας ἐξ αὐτῶν, νά σέ ἐπαινέσῃ μέ τά τῆς τέχνης καί ἐπιστήμης ἴδια. Καί οἱ μέν Γραμματικοί σέ ὀνομάζουν, μετά τόν Υἱόν σου Ἄλφα καί Ὠμέγα· ἀρχήν τῶν τοῦ Θεοῦ θαυμάτων, καί τέλος τῶν αὐτοῦ διδαγμάτων...οἱ Ρήτορες ἐσένα ὀνομάζουν πολυσύνδετον ζωντανόν, καί ἔμψυχον ἐπίλογον καί ἀνακεφαλαίωσιν ὅλων τῶν ἀρετῶν καί χαρισμάτων, ὅσα ἐμοιράσθησαν εἰς ὅλα τά κατά μέρος κτίσματα, οὐράνια καί ἐπίγεια…Ἐσένα οἱ Γεωμέτραι νοοῦν κύκλον εὐρυχωρότατον· ἐπειδή ἐχώρησας ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ κοιλίᾳ σου ὅλον τό τρίγωνον, ἤγουν αὐτήν τήν ὑπερούσιον Τριάδα, μέ τό νά ἔγινες Μήτηρ μιᾶς τῶν αὐτῆς Ἁγίων Ὑποστάσεων… Ἐσένα οἱ Ἀστρονόμοι τώρα μέν, σφαῖραν πολύαστρον ὀνομάζουσι· καθώς γάρ ἐκείνη εἶναι πεπυκνωμένη μέ τά ἀμέτρητα ἄστρα, ἔτσι καί σύ εἶσαι πεπυκνωμένη μέ τά ἀναρίθμητα φωταυγῆ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τώρα δέ Σελήνην ἀργυροειδῆ καί ὁλόφωτον… Οἱ δέ Φυσικοί, θαῦμα θαυμάτων ὑπερφυές σέ ὀνομάζουσιν· ἀκολουθοῦντες γάρ εἰς τούς φυσικούς των κανόνας καί νόμους, δέν δύνανται νά νοήσουν τό ἰδικόν σου Μυστήριον· πῶς δηλαδή διέμεινας Παρθένος ἐν τῷ τόκῳ καί μετά τόκον! Πῶς σῶμα διά σώματος χωρεῖ, χωρίς καμίαν διαφθοράν! Πῶς ὁ Θεός σάρξ γίνεται, καί πῶς περατοῦται τό ἄπειρον! ἅπερ κατά φυσικόν λόγον πάντῃ ὑπάρχει ἀδύνατα»[15].
Τόν περασμένο αἰῶνα, ἕνας γίγας τοῦ πνεύματος, ἀλλά καί τῆς ἀρετῆς, αὐτός, τόν ὁποῖον ὁ Κύριος ἀνέδειξε σέ ποταμό θαυμάτων, ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, ὁ ἐν Αἰγίνῃ, ὕμνησε καί αὐτός τήν Θεοτόκο μέ ἔνθεο πόθο ψυχῆς καί εἶναι γνωστή στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἔκδηλη ἀγάπη του πρός τήν Θεομήτορα, ὅπως ἐκφαίνεται μέσα ἀπό τούς ποικίλους ὕμνους του. Σέ μία καρδιακή, ἀλλά κυρίως θεολογική Προσφώνησή του πρός τήν Θεοτόκο, ὁ ἅγιος τῆς Αἰγίνης μεταξύ ἄλλων την ὑμνεῖ ὡς ἑξῆς: «Σύ εἶ Ἀνύμφευτε νύμφη, τό χωρίον τό εὑρύχωρον τοῦ ἀχωρήτου. Σύ εἶ ἡ μεγαλότοκος, ἡ τόν Θεόν ἀφράστως γεννήσασα. Σύ εἶ ἡ ἀπειρολεχής νύμφη, ὁ ναός τοῦ Θεοῦ ὁ ἔμψυχος. Σύ εἶ, Πάνσεμνε Κόρη, οὐρανοῦ καί γῆς ἰσόρροπον οἴκημα. Σύ εἶ, ἀμίαντος Κόρη, ὁ φαεινός ὄρθρος ὁ τόν ἥλιον φέρων τῆς δικαιοσύνης. Σύ εἶ, εὐλογημένη Παρθένε, τοῦ φωτός τό οἰκητήριον, ἐξ οὗ το φῶς τῷ κόσμῳ ἐξανέτειλεν. Σύ εἶ, πάναγνε νύμφη, ἡ αὐγή τῆς μυστικῆς ἡμέρας. Σύ εἶ, Πανάχραντε Δέσποινα, ἡ τῶν τροφέα τῶν ὅλων ὡς μήτηρ θηλάσασα. Σύ εἶ, τό σεπτόν κειμήλιον τῆς Οἰκουμένης ἁπάσης. Σέ τήν Ἀειπάρθενον Θεοτόκον ἡ τοῦ Θεοῦ ἀγαθότης προώρισε γενέσθαι μητέρα τῆς σωτηρίας. Σέ ὁ Ἠσαΐας προκατήγγειλε παρθένον καί μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ. Σέ ὁ Ἰεζεκιήλ προαναφωνεῖ τήν πύλην τήν κεκλεισμένην δι᾿ ἧς εἰσελεύσεται ὁ Θεός». Ὄντως, μόνο ἕνας θεοφόρος καί πνευματέμφορος νοῦς θά μποροῦσε νά ἐκφράσει ὅλα τά ἀνωτέρω[16].
Τέλος, ὁ ἐμπνευσμένος καί σοφός Δογματολόγος τῆς Σερβίας, Γέρων Ἰουστῖνος Πόποβιτς, στήν μόλις κυκλοφορηθεῖσα (Φεβρουάριος 2019) Δογματική του, θεολογεῖ βαθυστόχαστα, καρδιακά καί πατερικά περί τήν Μητέρα τοῦ ἀγενεαλογήτου Ἐμμανουήλ. Μεταξύ ἄλλων, στόν οἰκεῖο τόπο, ὅπου ἀναφέρεται στήν Θεοτόκο, θεμελιώνοντας ἐκκλησιολογικά τήν σχέση Παναγίας - Ἐκκλησίας, μέ τήν ὀρθόδοξη σημασία, γράφει: «Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου καί, συνεπῶς, ἡ Μητέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου. Καί τό σῶμα τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Κατά τήν ἀθάνατη εὐ-αγγελία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, <μέ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο θεμελιώνονται οἱ ἐκκλησίες ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης> (Ὁμιλία 4, περί τῆς Ἁγίας Θεοτόκου, MPG77, 996C). … Ἐκείνη εἶναι τό πρῶτο Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πού σαρκώθηκε στόν γήινο κόσμο μας»[17].
PanagiaΜετά ἀπό τά ἀνωτέρω ἐλάχιστα παραθέματα, θεωροῦμε ὅτι, «χωρίς πάσης ἀντιλογίας», εἶναι δίκαια, προσφυέστατα καί θεολογικῶς δόκιμα τά ἐγκώμια τῶν Ἁγίων καί τῶν κατά καιρούς διαφόρων ὑμνητῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Διότι αὐτή ἀποτελεῖ ὄντως τό «κεφάλαιον τῶν δογμάτων τοῦ Χριστοῦ», ὅπως ἀναγινώσκουμε στόν Ἀκάθιστο Ὕμνο. Ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος ἡ Θεοτόκος Μαρία, κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι «ἡ ἁγίων ἁγιωτέρα, καί ἱερῶν ἱερωτέρα, καί ὁσίων ὁσιωτέρα».[18] Κατά τόν προαναφερθέντα Γέροντα Ἰουστῖνο Πόποβιτς, ἀφοῦ ἡ Θεοτόκος εἶναι μητέρα τοῦ Θεοῦ, εἶναι κατά συνέπειαν, «ἡ μητέρα ὁ,τιδήποτε θείου, ἁγίου, οὐρανίου, αἰωνίου, θεανθρωπίνου, ὡραίου, καλοῦ. Ἀπό κάθε καλό, Ἐκείνη ἡ καλύτερη. Ἀπό κάθε ἅγιο, Ἐκείνη ἡ ἁγιότερη. Ἀπό κάθε ἄμωμο, Ἐκείνη ἡ πιό ἄμωμη. Ἀπό κάθε ὑπέροχο, Ἐκείνη ἡ πιό ὑπέροχη. Ἀπό κάθε ἐνάρετο, Ἐκείνη ἡ πιό ἐνάρετη»[19]. Αὐτήν ἐξέλεξε «πρό πασῶν τῶν γενεῶν» γιά Μητέρα Του ὁ Ἄκτιστος Λόγος καί Δημιουργός τοῦ παντός, προκειμένου νά εἰσέλθει στόν κτιστό κόσμο καί τήν ἱστορία γιά νά ἑνώσει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, τόν κόσμο μέ τόν τριαδικό Θεό. Εἶναι ὄντως ἡ Ὑπερευλογημένη Μαριάμ «καί ἡ ἐνυπόστατος σοφία τοῦ Πατρός, ναόν ἐν αὐτῇ ἀχειροποίητον ὠκοδόμησε καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»[20]. Ὅπως ἀποτυπώνεται σέ ἕνα πατερικό κείμενο κατά τρόπο ἀνθρωποπρεπῆ, ὁ Θεός «ἔψαξε» σέ ὅλο τόν κόσμο καί δέν βρῆκε ὅμοια γυναῖκα μέ τήν Ὑπερευλογημένη Μαρία, γιά νά προσλάβει ἀπό αὐτήν τήν ἀνθρώπινη φύση μας! «Ψηλαφήσας ὁ Ὕψιστος ὅλον τόν κόσμον καί μή εὑρών ὁμοίαν σου μητέρα, ὡς ηὐδόκησεν, ἐκ σοῦ τῆς ἡγιασμένης ἄνθρωπος διά φιλανθρωπίαν γεννήσεται», γράφει ὁ Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως[21]. Ὄντως, ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ «κοσμογενής θελξίθεος κοσμογύναικα», κατά τήν ἐκπληκτική διατύπωση ἑνός ἀγνώστου συγγραφέως τοῦ 10ου αἰῶνος[22]. Κατά τόν καθηγητή, δογματολόγο π. Νικόλαο Λουδοβίκο, ἡ Παναγία ὑπῆρξε «θελξίθεος», «ἀκριβῶς ὡς <κοσμογύναικα>, ὡς κατοικητήριο κενωτικό σύμπαντος τοῦ κτιστοῦ εἶναι» καί ὡς «τόπος ὅλης τῆς Δημιουργίας»[23].
Στήν Ἁγία Γραφή οἱ ἀναφορές στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου Μαρίας δέν εἶναι πολλές καί ἐκτενεῖς. Στήν Παράδοση καί τά πατερικά κείμενα οἱ ἀναφορές εἶναι πολυπληθεῖς. Ὡστόσο, στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Γραφή καί ἡ Παράδοση εἶναι στενότατα συνδεδεμένες, ὡς πηγές τῆς θείας ἐν Χριστῷ Ἀποκαλύψεως καί φυσικά κατανοοῦνται καί οἱ δύο μαζί στήν Εὐχαριστία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐντούτοις, ἕνας περίφημος ἐκκλησιαστικός συγγραφέας καί Βυζαντινός λειτουργιολόγος τοῦ 14ου αἰ, ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας, θά διατυπώσει τή γνώμη ὅτι ὁ στίχος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου, «ἔστι καί ἄλλα πολλά, ἅ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα, ἐά γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτόν οἶμαι τόν κόσμον χωρῆσαι τά γραφόμενα βιβλία»[24], περιλαμβάνει καί τήν Θεοτόκο, διότι ἀνήκει καί αὐτή στά «ἄλλα πολλά» τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ[25].
 Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «παρέλαβε» καί «διατηρεῖ»[26] τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο στό κέντρο τῆς λατρείας της, ὅπως ἀκριβῶς ὁ «ἠγαπημένος» μαθητής Ἰωάννης τήν «παρέλαβεν» ὡς τό πολυτιμότερο πρόσωπο κάτω ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ «εἰς τά ἴδια»[27]. Εἶναι γεγονός, πάντως, ὅτι οἱ Εὐαγγελιστές σημειώνουν ἰδιαίτερα γιά τήν Θεοτόκο ὅ,τι περί αὐτήν ὑπάρχει σχετικό μέ τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, τό ὁποῖο Αὐτή «ὑπούργησε». Ἔτσι, γράφεται ὅτι ἡ Θεοτόκος Μαρία κατάγεται «ἐξ οἴκου Δαυΐδ»[28], δείχνοντας ὅτι ἀνακεφαλαιώνει στό πρόσωπό της τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἐπίσης σημειώνεται στούς συνοπτικούς Εὐαγγελιστές ὅτι ἡ Μαρία εἶναι Παρθένος καί γεννᾶ κατά τρόπο παρθενικό «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου»[29]. Ἀκόμη, οἱ ἱεροί «αὐτόπται τοῦ Λόγου» θά μᾶς πληροφορήσουν, ὅτι ἡ Παναγία Μητέρα Του εἶναι παροῦσα στήν ἀρχή τῆς δημοσίας δράσεώς Του, ὅπου λαμβάνει μάλιστα ἐνεργό μέρος[30], ὅπως ἐπίσης καί στό τέλος αὐτῆς τῆς σωτηριώδους δράσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
πιπροσθέτως, σημειώνεται τό γεγονός ὅτι ἡ Θεοτόκος παρευρίσκεται μαζί μέ τούς θεοκήρυκες Ἀποστόλους στήν Πεντηκοστή, πού εἶναι ἡ σύσταση καί ἡ φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας[31]. Πέραν αὐτῶν, βλέπουμε στόν Λουκᾶ τήν ἀναφορά στήν Ὠδή τῆς Θεοτόκου «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον», τήν ὁποίαν ἡ Ὑμνολογία προτάσσει ὡς πρῶτο στίχο στόν ψαλλόμενο σχεδόν σέ κάθε Λειτουργία γνωστό θεομητορικό Ὕμνο «τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ». Ἐπιπλέον, στό τελευταῖο Βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, θά διαβάσουμε ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι «ἡ περιβεβλημένη τόν ἥλιον γυνή», ἡ ὁποία «ἔτεκεν υἱόν ἄρρενα, ὅς μέλλει ποιμαίνειν πάντα τά ἔθνη ἐν ράβδῳ σιδηρᾷ»[32].
λα βεβαίως συνδέονται μεταξύ τους (Παλαιά καί Καινή Διαθήκη), διότι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ γυνή ἐκείνη, τῆς ὁποίας τό σπέρμα συνέτριψε τήν κεφαλήν τοῦ διαβόλου, τοῦ «ἀρχεκάκου ὄφεως», κατά τό πρωτευαγγέλιον τῆς Γενέσεως[33]. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή «Κιβωτός τῆς Διαθήκης»[34], ἡ «Πύλη ἠ κατά ἀνατολάς κεκλεισμένη»[35], ἡ «Ράβδος Ἀαρών ἡ βλαστήσασα»[36]. Κατά ταῦτα, ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωση τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας, ἡ πραγμάτωση τῶν «τύπων» καί τῶν «σκιῶν» τῆς Π. Διαθήκης[37]. Πολύ εὔστοχα ἔχει γραφεῖ ὅτι «ποτέ μιά ἀνθρώπινη ὑπογραφή δεν εἶχε τόση σημασία γιά τήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη, ὅση ἡ ὑπογραφή τῆς Παρθένου στήν Καινή Διαθήκη – συμβόλαιο ἀνάμεσα στόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Μέ ἀνθρώπινες ὑπογραφές κηρύχθηκαν ἐπαναστάσεις, ἄρχισαν ἀλλά καί σταμάτησαν πόλεμοι καί ἐπικράτησε εἰρήνη. Μέ τήν ὑπογραφή τῆς Θεοτόκου σταμάτησε ὁ μεγαλύτερος πόλεμος καί ἐπικράτησε ἡ πιό σημαντική εἰρήνη στόν κόσμο»[38].
ν μετά τήν Ἁγία Γραφή ἐπιχειρήσουμε μιά ἀκροθιγῆ χρονική περιδιάβαση στήν πατερική Γραμματεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, θά δοῦμε πῶς οἱ θεόπνευστοι Πατέρες καί διάφοροι ἱεροί συγγραφεῖς κατά διαφορετικές περιόδους θεολόγησαν περί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί ἔδωσε ὁ καθένας τό «στίγμα» του, προσθέτοντας ὑλικό στό ἔξοχο θεοτοκολογικό οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τούς πρώτους Ἀποστολικούς Πατέρες, τόν δεύτερο αἰῶνα, ὁ Εἰρηναῖος Λουγδούνου (+202 μ.Χ.) ὁμιλεῖ θεολογικά γιά τήν Παρθένο Μαρία, ἀναπτύσσοντας σέ βάθος τήν ἀντίθεση Εὔα – Μαρία καί ὑπογραμμίζοντας ὅτι, ὅπως ἡ παρακοή τῆς πρώτης ἔφερε στόν κόσμο τόν θάνατο, ἔτσι ἡ ὑπακοή τῆς δευτέρας χάρισε στήν ἀνθρωπότητα τήν ζωή[39]. Ὁ ἴδιος εἰσήγαγε πρῶτος τόν παραλληλισμό Μαρία - Ἐκκλησία, μέ τή διατύπωση ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ παρθένος γῆ, ἀπό τήν ὁποία ὁ Θεός ἔλαβε τό σῶμα τοῦ Νέου Ἀδάμ. Ἐπίσης, πρῶτος αὐτός εἶπε ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι «ἡ αἰτία τῆς σωτηρίας γιά ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος». «Sibi et universo generi humanο causa facta est salutis»[40]. Κατά τόν τρίτο αἰῶνα ἔχουμε τίς μαρτυρίες τῶν, Κλήμεντος Ἀλεξανδρείας, Τερτυλλιανοῦ καί Ὠριγένους, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζουν τήν Θεοτόκο, Ἀειπάρθενο καί πανάρετο[41]. Τόν τέταρτο αἰῶνα ὁ Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας (+328) χρησιμοποιεῖ μετ᾿ ἐπιφάσεως τόν ὅρο «Θεοτόκος» (πρῶτος τόν διατύπωσε ὁ Ὠριγένης), ἐνῶ ὁ μαθητής του Μ. Ἀθανάσιος τόν ἀκολουθεῖ πιστά. Ἔπειτα, οἱ Καππαδόκες καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁμιλοῦν θεολογικώτατα γιά τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί τή σύνδεση τοῦ ἱεροῦ προσώπου της μέ τό ὑπερφυές μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, ἐνῶ ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου, μεταξύ ἄλλων τήν ἀποκαλεῖ «Μητέρα τῶν ζώντων»[42].
πό πλευρᾶς δυτικῶν Πατέρων καί συγγραφέων ἐκείνης τῆς περιόδου, ὁ Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων θά συγγράψει ἕνα θαυμάσιο ἔργο μέ τίτλο: «De Institutione Virginis», πού ἀποτελεῖ μιά πραγματική «Θεομητορική ἀνθολογία»[43], ἐνῶ παράλληλα, στήν ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ, θά διατυπώσει τή θέση ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ὁ «τύπος τῆς Ἐκκλησίας»[44]. Ἐπίσης καί ὁ Αὐγουστῖνος Ἱππῶνος γράφει καί ὑπογραμμίζει τήν Ἁγιότητα, ἀλλά καί σημασία τῆς Θεοτόκου γιά τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν[45]. Ὅλη ἡ σπουδαιότητα ὅμως τῆς περί τῆς Θεοτόκου ὀρθοδόξου Διδασκαλίας θά παρουσιαστεῖ τό 431 μ.Χ., ὅπου θά τοποθετηθεῖ καί τό θεμέλιο τῆς θεομητορικῆς θεολογίας ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἡ Γ΄ Οἰκ. Σύνοδος ἔδωσε τήν ἀφορμή γιά τήν ἀνάπτυξη περαιτέρω τῆς περί τήν Θεοτόκον θεολογίας κατά τούς μεταγενεστέρους αἰῶνες (Ε΄-Θ΄), ἀλλά καί τόν ἐμπλουτισμό τῆς Πατερικῆς Γραμματείας μέ ἐκπάγλου πνευματικῆς ὡραιότητος ἔργα, Λόγους, ἐγκωμιαστικές Ὁμιλίες, Πραγματεῖες, ποιήματα κ.ἄ. πού ἀφοροῦν στό Ὑπερύμνητο πρόσωπο τῆς Ὑπερευλογημένης Μαριάμ.
Κατά τήν βυζαντινή περίοδο, ὡστόσο, πέραν τῶ ἀναφερομένων, θά κάνουν τήν ἐμφάνισή τους καί οἱ «Βίοι» τῆς Παναγίας, μέ σημαντικώτερο αὐτόν τοῦ Ἰωάννου Γεωμέτρου (+990 μ.Χ.) πού βρίσκεται στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀλλοῦ καί δέν ἔχει ἀκόμη ἐκδοθεῖ. Ὑπάρχει ἐπίσης και ὁ «Βίος τῆς Μαρίας» ἀπό τον γνωστό Συμεῶνα τόν μεταφραστή μετά τό 976 μ. Χ., ὁ ὁποῖος ἔχει ἐκδοθεῖ ἀπό τόν Latyschev τό 1913 στό Petrograd[46].
 κατεξοχήν «Θεομητορικός» αἰῶνας στήν ὀρθοδοξία εἶναι ὁ ΙΔ΄, κατά τόν ὁποῖο ρέει στήν Ἐκκλησία ὁ θεολογικός ποταμός τριῶν μεγάλων ἀνδρῶν, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Νικολάου Καβάσιλα καί τοῦ Θεοφάνους Νικαίας. Κατά τόν Π. Νέλλα, «οἱ τρεῖς αὐτοί ἄνδρες θεμελιώνουν θεολογικά τρία συγχρόνως σημεῖα: α) τήν ἀπόλυτη προσωπική ἁγιότητα τῆς Παρθένου καί τήν ἐσχατολογική τοποθέτησή της ἀμέσως μετά τήν Ἁγία Τριάδα πάνω ἀπό ὅλα τά κτίσματα· β) τή θεμελιώδη χριστολογική σημασία της· καί γ) τήν ἐντελῶς κεντρική θέση της στήν Οἰκονομία τῆς σωτηρίας, δηλαδή τόν ἐνεργητικό ρόλο της στό μυστήριο τῆς Σαρκωσεως καί τήν εἰς τούς αἰῶνες παραμονή της στό κέντρο τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας»[47].
Τό πλέον βασικό, πού ὡς Ὀρθόδοξοι φρονοῦμε περί τήν Θεοτόκον, εἶναι ὅτι ἡ περί αὐτῆς διδασκαλία στούς Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπάρχει μόνον ἐντός τῆς Χριστολογίας καί ὄχι ὡς μία αὐτόνομη «Μαριολογία», ἤ ὡς μία «ἀνθρωπολογία» μέ κέντρο τήν Παναγία Παρθένο. Ἡ Θεοτόκος τιμᾶται σέ σχέση καί ἀναφορά μέ τό σωτηριῶδες μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, τό ὁποῖο διακόνησε μέ τήν Ἁγιότητά της καί τήν τελεία κατά ἄνθρωπον ὑπακοή της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὀρθῶς ἔχει γραφεῖ, «δέν μπορεῖ κανείς νά ὁμιλήση γιά τήν Θεοτόκο, ἄν δέν δογματίση, ἄν δέν τήν συνδέση μέ τό δόγμα περί Χριστοῦ»[48].
Panagia1πό πλευρᾶς θείας Λατρείας, θά καταθέσουμε τό γνωστό στούς εὐλαβεῖς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, τιμᾶται καί ὑμνολογεῖται γηθοσύνως μέσα στήν Ὀρθόδοξη θεία Λατρεία, σέ κάθε περίσταση λατρευτική, δημόσια καί ἰδιωτική. Βρίθουν, κυριολεκτικά, ὅλα τά λειτουργικά βιβλία, Ὡρολόγιο, Παρακλητική, Τριώδιο, Πεντηκοστάριο, Μηναῖα, Εὐχολόγια, ἀπό ἀναφορές καί ὕμνους, εὐχές καί βαθυστένακτες δεήσεις πρός στήν Κυρία τῶν Ἀγγέλων. Εἶναι σέ ὅλο τόν Ὀρθόδοξο λαό γνωστή, ἀλλά καί παρεκτική θείου γλυκασμοῦ καί ψυχικῆς παραμυθίας, ἡ λειτουργική ἐπίκληση, πού ἀκούγεται συνεχῶς στή θεία Λειτουργία, ἀλλά καί σέ ἄλλες Ἀκολουθίες: «Τῆς Παναγίας Ἀχράντου, Ὑπερευλογημένης, Ἐνδόξου, Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας».
Εἶναι γνωστοί στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ πολλοί Ὕμνοι καί τά ἱερά ἐφύμνια πρός Αὐτήν. Καλότυχοι οἱ ἱεροψάλτες, πού γνωρίζουν νά ψάλλουν μουσικά τούς ὕμνους τῆς Παρθένου καί εἰδικώτερα κάποιους ἐξαιρέτους, ὅπως τό «Δέσποινα πρόσδεξαι», ἀργόν μέλος (μετά τό πέρας τοῦ Πολυελαίου), σέ ἦχο πλ. τοῦ δ΄, ἤ τό «Καί νῦν» τοῦ ἄλλου Πολυελαίου, «Παντάνασσα Πανύμνητε», σέ ἦχο α΄.Καλότυχος καί ὁ φιλόχριστος καί θεοτοκόφιλος λαός, πού αἰσθάνεται «ἐνηχημένος» καί κατανενυγμένος, καθώς ἀκούει τά ἱερά μελωδήματα πρός Αὐτήν, ἡ ὁποία, «ὡς <φωτός ἀδύτου πύλη>, προοδοποιεῖ τήν εἴσοδο τῶν βροτῶν στήν οὐράνα Βασιλεία, ἀφοῦ διά τοῦ τόκου της οὐράνωσε τήν γῆ καί καταξιώθηκε νά γίνει κλίμακα οὐρανοδρόμος καί ὑψοποιός χαρίζοντας τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐφροσύνης στά πέρατα τῆς δημιουργίας»[49]. Στό Ἅγιον Ὄρος ψάλλονται ὅλα τά ἀνωτέρω ἱερά μελωδήματα, ὅπως ἐπίσης ψάλλεται καί τό «Ἄνωθεν οἱ Προφῆται», εἰδικώτερα δέ, στήν ἱερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, κατά τήν ἱερά Πανήγυρη τοῦ Κτίτορος, Ὁσίου Ἀθανασίου, ἐνώπιον τῆς ἱερᾶς Εἰκόνος της Παναγίας τῆς ἐπονομαζομενης «Κουκουζέλισσας».
________________________________________
[1] Ἀνδρέου Κρήτης, Α΄ Λόγος Εἰς τό Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου, MPG 97, 912 A.
[2] Χριστός πάσχων, ΕΠΕ, 8, 245.
[3] Ἀνδρέου Κρήτης, Λόγος εἰς τήν ἁγίαν γέννησιν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, MPG 97, 861Β
[4] Ὁμιλία 11, MPG 77, 1033 BC.
[5] Ἐπιφανίου Κύπρου, Ἐγκώμιον εἰς τήν ἁγίαν Θεοτόκον, MPG 43, 497 BC.
[6]MPG. 18, 373 A.
[7] Ἱ. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Ἁγίαν Παρθένον, τόμ. ε΄, ἐκδ. Ἐτόνης, σελ. 876, Βλ. Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μελέτη περί τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, ἐν Ἀθῆναις 1901, Κεφάλαιον Γ΄ .
[8]Εἰς τό Γενέσιον, 1, ΕΠΕ 9, 182.
[9] ὅ. π.
[10] ὅ. π.
[11]Ὁμιλία Θ΄, Εἰς τό Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου, ΕΠΕ 12, 270.
[12] Γεωργίου Νικομηδείας, Εἰς τήν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου, MPG 100, 1401.
[13]Ὁμιλία ΛΖ΄, Εἰς τήν πάνσεπτον Κοίμησιν τῆς πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, ΕΠΕ 10, 460.
[14]Ὁμιλία ΛΖ΄, 15.
[15] Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεῖα στήν Ὠδή τῆς Θεοτόκου, βλ. Θεοκλήτου Μοναχοῦ, Διονυσιάτου, Μαρία ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Ὁ Ἄθωνας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 273 -274.
[16] Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μελέτη, Περί τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου, Ὑπεραγίας Θεοτόκου (Προσφώνησις), Ἀθῆναι 1901, ἐκδ. Παναγόπουλος, Β΄ ἔκδοση, 1997, σελ. 32-33.
[17] Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Δογματική, Ὀρθόδοξη φιλοσοφία τῆς ἀλήθειας (Μετάφραση), ἐκδ. Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου, Ἅγιον Ὄρος 2019, σελ. 829-830
[18] Βλ. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος Β΄ Εἰς τήν Κοίμησιν, MPG. 96, 729 A.
[19]Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Δογματική, σελ. 828.
[20] Θεοδότου Ἀγκύρων, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν, Patrologia Orientalis, τόμ. 19, σελ. 212.
[21]Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Θεοτόκου,MPG. 98, 329C.
[22] Ἰω. Γεωμέτρη, Ὕμνοι, PG. 106, 864. Βλ. Χρ. Κοντάκη, Εἰς τήν Θεοτόκον, Συναγωγή πατερικῶν ὠδῶν, προσηγοριῶν καί ἐπιθέτων, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 429.
[23] Πρωτ. Νικολάου Λουδοβίκου, Ἡ κλειστή πνευματικότητα καί τό νόημα τοῦ ἑαυτοῦ, ἐκδ. Ἑλληνικά γράμματα, Ἀθήνα 1999, σελ. 333 (Ἐπίλογος).
[24] Ἰω. 21, 25.
[25] Ν. Καβάσιλα, Ἡ Θεομήτωρ, Κείμενο, μετάφραση, εἰσαγωγή, σχόλια, Π. Νέλλας, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1989, σελ. 19 (Εἰσαγωγή).
[26] Λκ.2, 51.
[27] Ἰω. 19,27.
[28] Λκ. 1, 27.
[29] Λκ. 1, 28-35.
[30] Ἰω. 2, 1-11.
[31]Πρξ. 1, 14 καί 2, 1. Βλ. ὅ. π. Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 20.
[32] Ἀπ. ΙΒ΄, 1-6.
[33] Γν.3, 15.
[34] Ἔξ. 25, 9.
[35] Ἰεζ. 44,1.
[36] Ἀρθμ. 17, 23.
[37] Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 21.
[38] Εὐθ. Στυλίου, ἐπισκόπου Ἀχελώου, Ἡ Πρώτη, Θεομητορικό ἡμερολόγιο, β΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 1987, σελ. 111.
[39] Εἰρηναίου, Ἐπίδειξις τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος, ΧΧΧΙΙΙ, MPG. 12-5, 772-773.
[40]ὅ. π. ΙΙΙ, ΧΧΙΙ, 4, MPG. 7, 958A - 960, βλ. Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 23.
[41]ὅ.π.
[42] Πανάριον, 78, 18, MPG. 42, 728 κ.ἑξ.
[43]Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 25.
[44]ὅ. π. «virgο guia est Ecclesiae typus».
[45] ὅ. π.
[46] ὅ.π. σελ. 28.
[47] ὅ. π. σελ. 29.
[48] Ἱεροθέου Βλάχου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου, Οἱ Θεομητορικές ἑορτές, ἐκδ. Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, σελ. 29.
[49] Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Χῶρος καί χρόνος στή λειτουργική Θεολογία τοῦ Συμεών Θεσσαλονίκης, ρεαλισμός καί σύμβολο, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 217.