A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Λόγος ψυχωφελής και θαυμάσιος (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ)



ΛΟΓΟΣ ΨΥΧΩΦΕΛΗΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΣΙΟΣ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ


Πρέπει να ξέρουμε ότι ο άνθρωπος είναι διπλός, δηλαδή από σώμα και ψυχή, και έχει διπλές τις αισθήσεις και διπλές τις αρετές τους.


Πέντε αισθήσεις έχει η ψυχή και πέντε το σώμα. Οι ψυχικές αισθήσεις, είναι νους, διάνοια, γνώμη, φαντασία, και αίσθηση. Οι σοφοί τις ονομάζουν και δυνάμεις. Οι σωματικές αισθήσεις είναι τούτες. Όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση, αφή. Για αυτό και διπλές είναι οι αρετές, διπλές και οι κακίες.
Ώστε αναγκαίο είναι να γνωρίζει καθαρά ο κάθε άνθρωπος, πόσες είναι οι ψυχικές αρετές και πόσες οι σωματικές. Και ποια είναι τα ψυχικά πάθη και ποια τα σωματικά πάθη. Ψυχικές αρετές είναι πρώτα οι τέσσερις γενικότερες αρετές, οι οποίες είναι, ανδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη, και δικαιοσύνη. Από αυτές γεννιούνται οι ψυχικές αρετές, πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, ταπείνωση, πραότητα, μακροθυμία, ανεξικακία, χρηστότητα, αοργησία, θεία γνώση, ευφροσύνη, απλότητα, αταραξία, ειλικρίνεια, η χωρίς έπαρση διάθεση, η αφιλαργυρία, η συμπάθεια, ελεημοσύνη, μεταδοτικότητα, αφοβία, αλυπία, κατάνυξη, σεμνότητα, ευλάβεια, επιθυμία των μελλοντικών αγαθών, πόθος της βασιλείας του Θεού και επιθυμία της θείας υιοθεσίας.
Σωματικές αρετές ή μάλλον εργαλεία των αρετών, που όταν γίνονται με γνώση κατά το θέλημα του θεού και μακριά από κάθε υποκρισία και ανθρωπαρέσκεια, κάνουν τον άνθρωπο να προκόβει στην ταπείνωση και την απάθεια, είναι οι εξής. Εγκράτεια, νηστεία, πείνα, δίψα, αγρυπνία, ολονύκτια στάση, στην προσευχή, συνεχής γονυκλισία, αλουσιά, χρήση ενός μόνου ενδύματος, ξηροφαγία, το να τρώει κανείς αραιά, να πίνει μόνο νερό, χαμαικοιτία, φτώχια, ακτημοσύνη, αποφυγή περιποιήσεως, καλλωπισμού, αφιλαυτία, μόνωση, ησυχία, το να μην βγαίνει κανείς έξω, στέρηση, αυτάρκεια, σιωπή, το να κάνει κανείς εργόχειρο με τα χέρια του, και κάθε κακοπάθεια και σωματική άσκηση, και άλλα τέτοια, τα οποία, όταν είναι το σώμα εύρωστο και ενοχλείται από τα σαρκικά πάθη είναι αναγκαιότητα και ωφελιμότατα. Όταν το σώμα είναι εξασθενημένο και έχει, με την βοήθεια του θεού, νικήσει τα πάθη, δεν είναι αναγκαία, γιατί η αγία ταπείνωση και η ευχαριστία τα αναπληρώνουν όλα.
Τώρα πρέπει να κάνουμε λόγο και για τις ψυχικές και σωματικές κακίες, δηλαδή τα πάθη.
Ψυχικά πάθη είναι η λήθη, η ραθυμία και η άγνοια.
Από τα τρία αυτά σκοτίζεται το μάτι της ψυχής, δηλαδή ο νους, και κυριεύεται από όλα τα πάθη, τα οποια είναι.
Ασέβεια, κακοδοξία, δηλαδή η κάθε αίρεση, βλασφημία, θυμός, οργή, πικρία, οξυθυμία, μισανθρωπία, μνησικακία, καταλαλιά, κατάκριση, λύπη χωρίς λόγο, φόβος, δειλία, φιλονικία, ζήλια, φθόνος, κενοδοξία, υπερηφάνεια, υποκρισία, ψεύδος, απιστία, πλεονεξία, φιλοϋλία, εμπαθής προσκόλληση σε κάτι, σχέση με γήινα πράγματα, ακηδία, μικροψυχία, αχαριστία, γογγυσμός, οίηση, δολιότητα, αναίδεια, αναισθησία, κολακεία, υπουλότητα, ειρωνεία, διβουλία, συγκατάθεση σε αμαρτήματα του παθητικού μέρους της ψυχής, και συνεχή μελέτη αυτών, περιπλάνηση των λογισμών, η μητέρα των κακών φιλαυτία και η ρίζα όλων των κακών η φιλαργυρία, κακοήθεια και πονηρία.

Σωματικά πάθη είναι. Γαστριμαργία, λαιμαργία, απόλαυση, μέθη, λαθροφαγία, ποικιλότροπη φιληδονία, πορνεία, μοιχεία, ασελγεία, ακαθαρσία, αιμομιξία, παιδεραστία, κτηνοβασία, κακές επιθυμίες και όλα τα παρά φύση αισχρά πάθη. Κλοπή, ιεροσυλία, ληστεία, φόνος, η κάθε σωματική άνεση και απόλαυση των θελημάτων της σάρκας, και μάλιστα όταν έχει υγεία το σώμα.
Μαντείες, οιωνισμοί, κλυδωνισμοί, αγάπη για στολίδια, κομπασμοί, νωθρότητες, καλλωπισμοί, φτιασιδώματα του προσώπου, αξιοκατάκριτη αργία, φαντασιώσεις, τυχερά παιχνίδια, η εμπαθής παράχρηση των τερπνών του κόσμου, η φιλοσώματη ζωή που παχαίνει το νου, και τον κάνει γήινο και κτηνώδης, και δεν τον αφήνει να σηκωθεί προς το Θεό και προς τις εργασίες των αρετών.

Ρίζες όλων αυτών των παθών και πρωταίτιες είναι η φιληδονία, η φιλοδοξία, και η φιλαργυρία από τις οποίες γεννιέται κάθε κακό.

Δεν αμαρτάνει ποτέ ο άνθρωπος, αν πρωτύτερα δεν υπερισχύσουν και δεν τον κατακυριεύσουν οι δυνατοί γίγαντες που αναφέρει ο σοφότατος ασκητής Μάρκος, δηλαδή η λήθη, η ραθυμία, και η άγνοια.

Αυτές τις γεννά η ηδονή, η καλοπέραση, και η αγάπη της δόξας των ανθρώπων και του περισπασμού. Πρώτη αιτία όλων αυτών και κακή μητέρα είναι, η φιλαυτία, δηλαδή η παράλογη αγάπη του σώματος κι εμπαθείς προσκόλληση σ` αυτό. Η διάχυση και η χαύνωση του νου με ευτραπελίες και αισχρολογίες προξενούν πολλά κακά και πολλές πτώσεις, όπως επίσης η θρασύτητα και το γέλιο.

Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι η εμπαθής φιληδονία είναι πολύμορφη και πολύτροπη, και είναι πολλές οι ηδονές που εξαπατούν την ψυχή, όταν δεν είναι στερεωμένη στο Θεό με νίψη και θείο φόβο, και δεν φροντίζει για την εργασία των αρετών με αγάπη προς τον Χριστό. Γιατι είναι παρά πολλές οι ηδονές που τραβούν προς τον εαυτό τους τα μάτια της ψυχής. Είναι οι ηδονές των σωμάτων, των χρημάτων, της απολαύσεις, της ραθυμίας, της εξουσίας, της φιλαργυρίας, της πλεονεξίας.

Και φαίνονται όλες αυτές ότι έχουν λαμπερά πρόσωπα και αξιαγάπητα, ικανά να προσελκύσουν εκείνους που παθαίνονται, για όλα αυτά, και δεν έχουν σφοδρό έρωτα προς την αρετή και δεν υπομένουν τη σκληρότητά της. Κάθε σχέση, με τα γήινα και η κάθε προσκόλληση σε αυτά προξενεί ηδονή και ευχαρίστησης` αυτόν που την έχει, και αποδεικνύει ότι είναι ανώφελο και βλαβερό, το επιθυμητικό μέρος της ψυχής όταν είναι εμπαθές, επειδή εξαιτίας
του, εκείνος που στερείται κάτι που ποθεί, υποτάσσεται στο θυμό, στην οργή, στη λύπη και στην μνησικακία.

Αν τώρα μαζί με την εμπαθή προσκόλληση, επικρατήσει και κάποια έστω μικρή συνήθεια, αλίμονο! Κάνει τότε εκείνο που κυριεύτηκε από αυτήν να ακολουθεί διαρκώς την παράλογη αυτή εμπαθή προσκόλληση αναίσθητα και χωρίς θεραπεία, με την ηδονή που είναι κρυμμένη μέσα σ` αυτή.
Είναι πολυσχιδής η ηδονή της επιθυμίας, όπως προείπαμε.
Δεν αρκείται μόνο στην πορνεία και τις άλλες σωματικές απολαύσεις, αλλά ζητεί και τα λοιπά πάθη.
Αφού, σωφροσύνη είναι όχι μόνο η αποχή από την πορνεία και τις σαρκικές ηδονές, αλλά να απέχει κανείς και από τις άλλες ηδονές.
Γι` αυτό εκείνος που αγαπά την φιλοχρηματία, τη φιλαργυρία και την πλεονεξία είναι ακόλαστος.
Γιατι όπως ο ακόλαστος έχει έρωτα προς τα σώματα, έτσι και αυτός έχει έρωτα προς τα χρήματα.
Ή μάλλον, αυτός είναι πιο ακόλαστος, αφού δεν έχει τόσο βία από την φύση να τον σπρώχνει σ` αυτά.
Γιατί αμαθής ηνίοχος δεν είναι εκείνος που δεν μπορεί να δαμάσει το άγριο και δυσάγωγο άλογο, αλλά εκείνος που δεν μπορεί να κρατήσει το ήμερο και ήσυχο άλογο.
Και από παντού φαίνεται ότι είναι περιττή και όχι φυσική η επιθυμία των χρημάτων, γιατι δεν βιάζεται σ` αυτήν ο άνθρωπος από τη φύση, αλλά από την κακή του προαίρεση.
Για αυτό και αμαρτάνει ασυγχώρητα εκείνος που νικάτε εκούσια από την φιλοχρηματία.
Ώστε πρέπει να γνωρίζουμε καλά ότι η φιληδονία δεν έγκειται μόνο στην τρυφή και στην απόλαυση των σωμάτων, αλλά σε κάθε τρόπο και πράγμα που το αγαπά κανείς με πάθος και με την προαίρεση της ψυχής του.
Και για να γνωρίζονται καθαρότερα τα πάθη που αφορούν στα τρία μέρη της ψυχής,
προσθέτουμε και τα παρακάτω με συντομία.

Η ψυχή διαιρείται σε τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμικό, και το επιθυμητικό.
Του λογιστικού αμαρτήματα είναι αυτά. Απιστία, αίρεση, αφροσύνη, βλασφημία, αχαριστία, και οι συγκαταθέσεις των αμαρτημάτων, οι οποίες γίνονται από το παθητικό μέρος.
Η ίαση και η θεραπεία αυτών των κακών, είναι η αδίστακτη πίστη στο Θεό και τα αληθινά και χωρίς πλάνη ορθόδοξα δόγματα της ευσέβειας, η αδιάκοπη μελέτη των λόγων του Πνεύματος, η καθαρή και αδιάλειπτη προσευχή, και η ευχαριστία προς το Θεό.
Τα αμαρτήματα του θυμικού είναι τα εξής.
Η ασπλαχνία, το μίσος, η ασυμπάθεια, η μνησικακία, ο φθόνος, ο φόνος και η συνεχής αυτών και των παρομοίων μελέτη.
Η ίαση και θεραπεία είναι η φιλανθρωπία, η αγάπη, η πραότητα, η φιλαδελφία, η συμπάθεια, η ανεξικακία και η καλοσύνη.
Του επιθυμητικού τα αμαρτήματα είναι τα εξής.
Η γαστριμαργία, η λαιμαργία, η οινοποσία, η πορνεία, η μοιχεία, η ακαθαρσία, η ασελγεία, η φιλοχρηματία, η επιθυμία της κενής δόξας, και η επιθυμία χρυσού και πλούτου και σαρκικών απολαύσεων.
Η ίαση και η θεραπεία αυτών είναι η νηστεία, η εγκράτεια, η κακοπάθεια, η ακτημοσύνη, το σκόρπισμα των χρημάτων στους φτωχούς, η επιθυμία των μελλόντων εκείνων αγαθών, ο πόθος της βασιλείας του Θεού και η επιθυμία της θειας υιοθεσίας.

Τώρα πρέπει να κάνουμε λόγο για την διάγνωση των εμπαθών λογισμών, από τους οποίους γίνεται η κάθε αμαρτία.
Οκτώ είναι οι βασικοί λογισμοί της κακίας.

1. ΤΗΣ ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑΣ
2. ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ
3. ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑΣ
4. ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ
5. ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ
6. ΤΗΣ ΑΚΗΔΙΑΣ
7. ΤΗΣ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ
8. ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ.

Το να μας παρενοχλούν ή να μην μας παρενοχλούν οι οκτώ αυτοί λογισμοί, αυτό δεν είναι στην εξουσία μας.
Το να επιμένουμε όμως σε αυτούς ή να μην επιμένουμε, να κινούμε τα πάθη ή να μην τα
κινούμε αυτό είναι στην εξουσία μας.

Στους λογισμούς αυτούς διακρίνουμε τα εξής.

ΠΡΟΣΒΟΛΗ, ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ, ΠΑΛΗ, ΠΑΘΟΣ, ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗ, ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ.

Προσβολή είναι η απλή υπόμνηση του διαβόλου.
«Κάνε τούτο ή εκείνο» όπως συνέβη στο Κύριο και Θεό μας.
«Πες να γίνουν αυτές οι πέτρες ψωμιά» Ματθαίος 4,3.
Αυτό, όπως είπαμε, δεν είναι στην εξουσία μας.
Συνδυασμός είναι η παραδοχή του λογισμού που μας υποβάλλει ο εχθρός, και με ένα τρόπο, η
μελέτη του πονηρού λογισμού και ηδονική συνομιλία με την προαίρεσή μας.
Πάθος είναι η έξη που δημιουργείται από τον συνδυασμό του λογισμού που υποβάλει ο εχθρός, και η κατά κάποιο τρόπο συνεχής μελέτη και φαντασία.
Πάλη είναι η αντίσταση στο λογισμό που γίνεται ή προς κατάργηση του πάθους που αυτός περιέχει – δηλαδή του εμπαθούς λογισμού – ή προς συγκατάθεση, καθώς λέει ο Απόστολος.
« Η σάρκα επιθυμεί κατά του πνεύματος και το πνεύμα κατά της σαρκός, και αυτά είναι αντίθετα μεταξύ τους».(Γαλ. 5,17.)
Αιχμαλωσία είναι η βίαιη και αθέλητη απαγωγή της καρδιάς που τυραννιέται από προηγούμενο εθισμό στην αμαρτία και μακρά συνήθεια.
Συγκατάθεση είναι η συγκατάνευση στο πάθος που περιέχει ο λογισμός.
Ενέργεια είναι η ίδια η πράξη του εμπαθούς λογισμού, στον οποίο συγκατατεθήκαμε.
Εκείνος λοιπόν που αντιμετωπίζει απαθώς το πρώτο, δηλαδή την προσβολή, ή το διώχνει αμέσως με αντίρρηση και σταθερότητα, έκοψε με μια και όλα τα επόμενα.


Η κατάργηση των οκτώ παθών ας γίνεται με τον εξής τρόπο.
Με την εγκράτεια καταργείται η γαστριμαργία.
Με τον θείο πόθο και την επιθυμία των μελλόντων αγαθών καταργείτε η πορνεία.
Με την συμπάθεια προς τους φτωχούς καταργείτε η φιλαργυρία. Με την αγάπη και την καλοσύνη προς όλους καταργείτε η οργή. Με την πνευματική χαρά καταργείτε η κοσμική λύπη.
Με την υπομονή, την καρτερία και την ευχαριστία προς τον θεό καταργείτε η ακηδία.
Με την κρυφή εργασία των αρετών και την συνεχή προσευχή με συντριβή καρδιάς, καταργείται η κενοδοξία.
Με το να μην κρίνει κανείς τον άλλο, ή να τον εξευτελίζει, όπως έκανε ο αλαζόνας Φαρισαίος,
αλλά να νομίζει τον εαυτό του τελευταίο από όλους καταργείται η υπερηφάνεια.

Έτσι λοιπόν αφού ελευθερωθεί ο νους από τα παραπάνω πάθη και ανυψωθεί στο Θεό, ζει από εδώ τη μακάρια ζωή και δέχεται τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος. Και όταν φύγει από εδώ, έχοντας απάθεια και αληθινοί γνώση, στέκεται μπροστά στο φως της Αγίας Τριάδος, και καταφωτίζεται μαζί με τους αγίους αγγέλους στους απέραντους αιώνες.

Η ψυχή λοιπόν όπως προαναφέραμε, έχει τρία μέρη.

1. λογισμός
2. θυμός.
3. επιθυμία.

Όταν στο θυμικό μέρος υπάρχει αγάπη και φιλανθρωπία, και στην επιθυμία καθαρότητα και σωφροσύνη, τότε ο λογισμός είναι φωτισμένος.
Όταν όμως στο θυμικό μέρος υπάρχει μισανθρωπία και στο επιθυμητικό υπάρχει ακολασία,
τότε ο λογισμός είναι σκοτισμένος.
Ο λογισμός τότε υγιαίνει και σωφρονεί και φωτίζεται, όταν έχει τα πάθει υποταγμένα, και θεωρεί πνευματικά τους λόγους των κτισμάτων του θεού και ανυψώνεται προς την μακάρια Αγία Τριάδα.
Ο θυμός τότε κινείτε κατά φύση, όταν αγαπά όλους τους ανθρώπους, και δεν έχει εναντίον κανενός λύπη ή μνησικακία.
Η δε επιθυμία όταν με την ταπεινοφροσύνη, την εγκράτεια και την ακτημοσύνη νεκρώσει τα πάθη, δηλαδή την ηδονή της σαρκός, και τον πόθο των χρημάτων και της πρόσκαιρης δόξας, και στραφεί προς το θείο και αθάνατο έρωτα.
Γιατι η επιθυμία κινείται προς τρία πράγματα. Είτε προς την σαρκική ηδονή, είτε προς την
μάταιη δόξα, ή προς απόκτηση χρημάτων.
Και για την παράλογη αυτή έφεση καταφρονεί τον Θεό και τις άγιες εντολές του, λησμονεί τη θεϊκή ευγένεια, γίνεται θηρίο εναντίον του πλησίον, σκοτίζει τον λογισμό και δεν αφήνει να στραφεί και να δει την αλήθεια.
Ενώ εκείνος που απόκτησε ανώτερο φρόνημα, όπως προείπαμε, απολαμβάνει από εδώ την βασιλεία των ουρανών και ζει μακάρια ζωή αναμένοντας τη μακαριότητα που προορίζεται για όσους αγαπούν τον θεό. Αυτής είθε ν` αξιωθούμε κι εμείς με την χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν.

Πρέπει να γνωρίζουμε και αυτό.
Ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στο μέτρο κάποιας αρετής, παρά με κοπιαστική φιλοπονία για την απόκτηση της και προσπαθώντας με όση δύναμη έχουμε σε όλη μας την ζωή, όπως λόγου χάρη για την ελεημοσύνη, την εγκρατεια, την προσευχή, την αγάπη, ή κάποια από τις γενικές αρετές.
Από αυτές, μερικώς ο καθένας ασκεί κάποια αρετή. Λ.χ. ασκεί κανείς ποτέ – ποτέ την ελεημοσύνη, αλλά επειδή την ασκεί λίγο, δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ελεήμονα, κι ακόμα περισσότερο όταν δεν το κάνει αυτό καλά και θεάρεστα.
Γιατι το καλό δεν είναι καλό όταν δεν γίνεται καλά.
Αλλά καλό είναι πράγματι όταν δεν απολαμβάνει εδώ το μισθό του από οποιαδήποτε αιτία,
για παράδειγμα από ανθρωπαρέσκεια λόγο καλής φήμης, ή επιδίωξη δόξας, ή από πλεονεξία, και αδικία.
Επειδή ο θεός δεν ζητεί εκείνα που γίνονται και νομίζονται καλά, αλλά εξετάζει το σκοπό για τον οποίο γίνεται.
Όπως λένε και οι θεοφόροι Πατέρες, όταν ο νους λησμονήσει το σκοπό της ευσέβειας, τότε και το έργο που είναι φανερά ενάρετο, γίνεται ανώφελο.
Και εκείνα που γίνονται χωρίς διάκριση και σκοπό, όχι μόνο δεν ωφελούν και αν ακόμη είναι καλά, αλλά βλάπτουν.

Το αντίθετο συμβαίνει με εκείνα που νομίζονται κακά, γίνονται όμως με θεοσεβή σκοπό. Όπως εκείνος που μπήκε στο πορνείο, και τράβηξε από Εκει την πόρνη.
Από αυτό γίνεται φανερό, ότι δεν είναι ελεήμων εκείνος που έκανε λίγες φορές την ελεημοσύνη, ούτε είναι εγκρατής εκείνος που εγκρατεύθηκε λίγο, αλλά εκείνος που παρά πολλές φορές και σε όλη του τη ζωή εργάστηκε ολικά την αρετή με ασφαλή διάκριση.
Γιατι η διάκριση είναι μεγαλύτερη από όλες τις αρετές, Επειδή είναι βασίλισσα και αρετή των αρετών.
Όπως πάλι και για τα αντίθετα.
Δεν λέμε πόρνο ή μέθυσο ή ψεύτη εκείνον που μια φορά γλίστρησε σε αυτά, αλλά εκείνον που πέφτει συχνά σ` αυτά και μένει αδιόρθωτος.
Κοντά σε όσα είπαμε πρέπει να γνωρίσουμε και τούτο, που είναι και αναγκαιότατο σ` όλους εκείνους που έχουν ζήλο να κατορθώσουν την αρετή και επιμελούνται να αποφύγουν την κακία. Ότι δηλαδή, όσο η ψυχή είναι ασυγκρίτως καλύτερη από το σώμα και σε πολλά και μέγιστα
σημεία είναι σπουδαιότερη και πιο πολύτιμη, τόσο οι ψυχικές αρετές ( και μάλιστα εκείνες που
μιμούνται το Θεό και έχουν το Όνομα του), είναι ανώτερες από τις σωματικές. Αρετές.

Αντίθετα πρέπει να νοούμε για τις ψυχικές κακίες, ότι διαφέρουν από τα σωματικά πάθη και ως προς τις ενέργειες τους και ως προς την έκτιση των τιμωριών που επιβάλλονται σ` αυτές, αν και στους πολλούς, δεν ξέρω πως, αυτό τους διαφεύγει.
Γιατι τη μέθη, την πορνεία, τη μοιχεία, την κλοπή και τα παραπλήσια με αυτά, τα προσέχουν και τα αποφεύγουν, ή τα τιμωρούν, επειδή φαίνονται στους πολλούς βδελυρά.
Απέναντι όμως στα ψυχικά πάθη, που είναι χειρότερα και βαρύτερα από αυτά και που οδηγούν στην κατάσταση των δαιμόνων και στην αιώνια κόλαση που τους περιμένει όσους τα ακολουθούν χωρίς διόρθωση, μένουν αδιάφοροι.
Εννοώ δηλαδή το φθόνο, τη μνησικακία, την πονηρία, την αναισθησια, την φιλαργυρία που ο
Απόστολος την θεωρεί ρίζα όλων των κακών, και τα όμοιά της.
Μιλήσαμε γι` αυτά με όλη την αμάθεια και την αφέλεια μας, κάνοντας μια ευσύνοπτη και σαφή έκθεση του λόγου περί των αρετών και παθών, για να μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει και να εξακριβώνει τη διαίρεση και τη διαφορά τους με ακρίβεια και σαφήνεια.
Γι` αυτό και μιλήσαμε για το καθένα με τρόπους και από πολλές απόψεις, ώστε, αν είναι δυνατόν, καμία πλευρά της αρετής ή της κακίας να μην αγνοείται.
Ακόμη για να επιδιώξουμε με χαρά τις αρετές και μάλιστα τις ψυχικές που προσεγγίζουμε στο
Θεό, και για να αποφύγουμε τις κακίες με όλη μας την δύναμη.
Γιατι είναι αληθινά μακάριος εκείνος που ζητά την αρετή και την ασκεί και εξετάζει με επιμέλεια τι είναι αρετή, επειδή με αυτήν πλησιάζει τον θεό και ενώνεται νοερά μ` Αυτόν.
Φρόνηση, ανδρεία, σοφία, αληθινοί γνώση, και πλούτος αναφαίρετος είναι κυρίως το να ανυψώνεται ο άνθρωπος με την πρακτική αρετή στην θεωρία του Δημιουργού.
Η αρετή λέγεται έτσι από το ρήμα «αίρείσθαι», γιατι είναι αιρετή και θελητή, επειδή κάνουμε αυτοπροαίρετα και θεληματικά το αγαθό, κι όχι χωρίς να θέλουμε και αναγκαστικά.
Η φρόνηση πάλι λέγεται έτσι, γιατι φέρνει στο νου τα ωφέλιμα.

Αν θέλεις, ας προσθέσουμε στον αφελή αυτό λόγο, σαν χρυσή σφραγίδα, και λίγα περί του « κατ` εικόνα και ομοίωσιν» του πιο τιμημένου από όλα τα κτίσματα του Θεού, δηλαδή τον άνθρωπο.
Το νοερό και λογικό ζώο, ο άνθρωπος, μόνο από όλα τα κτίσματα είναι « κατ` εικόνα και ομοίωσιν» του Θεού.
Κάθε άνθρωπος λέγεται «κατ` εικόνα Θεού» για το αξίωμα του νου και της ψυχής, δηλαδή το ακατάληπτο, το αόρατο, το αθάνατο, το αυτεξούσιο.
Και ακόμη για την ικανότητα να άρχει, να τεκνοποιεί και να οικοδομεί.
«Καθ` ομοίωσιν» λέγεται για την αρετή και τις πράξεις με τις οποίες μιμείται το Θεό και έχουν το όνομα του Θεού.
Δηλαδή, το να δείχνει φιλανθρωπία προς τους συνανθρώπους του, να οικτίρει, να ελεεί και να αγαπά τους συνδούλους του, να δείχνει στους άλλους κάθε ευσπλαχνία και συμπάθεια.
« Να γίνεται, λέει ο Χριστός και Θεός, σπλαχνικοί, όπως είναι σπλαχνικός και ο ουράνιος
Πατέρας σας». Λουκάς 6,36

Το «κατ` εικόνα» το έχει κάθε άνθρωπος, γιατι ο Θεός δεν ανακαλεί τα χαρίσματά του.
Το «καθ` ομοίωσιν», όμως το έχουν σπάνιοι και μόνο οι ενάρετοι και άγιοι, οι οποίοι μιμούνται
κατά το δυνατό σε ανθρώπους – την αγαθότητα του Θεού.
Είθε κι εμείς να αξιωθούμε την υπεράγαθη φιλανθρωπία του Θεού, αφού Του φανούμε ευάρεστοι
με την αγαθοεργία και γίνουμε μιμητές εκείνων που έχουν ευαρεστήσει από αιώνων τον Χριστό.

Γιατι σε Αυτόν ανήκει το έλεος και σε Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του, και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα Του, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Βιβλιογραφία. ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΜΟΣ Β. ΕΚΔΟΣΗ Δ

ΠΗΓΗ: “ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ”

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Ἃγιος Τρύφων ὁ Μεγαλομάρτυς (1 Φεβρουαρίου)




O Άγιος Τρύφων καταγόταν από τη Λάμψακο της Φρυγίας και έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Γορδιανού (238-244), Φιλίππου (244-249) και Δεκίου (249-251). Προερχόταν από φτωχή οικογένεια και στη παιδική του ηλικία, έβοσκε χήνες για να ζήσει. Συγχρόνως όμως μελετούσε με ζήλο την Αγία Γραφή και εκτελούσε με ευλάβεια τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Έτσι, σιγά-σιγά ο Τρύφων με την ευσεβή φιλομάθεια του, κατόρθωσε όχι μόνο να διδαχθεί ο ίδιος, αλλά και να διδάσκει τις αιώνιες αλήθειες της πίστεως του. Γρήγορα η ευσεβής ψυχή του δέχθηκε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και ο Θεός αξίωσε τον Τρύφωνα να θαυματουργεί.

Όμως ο Άγιος θεράπευε όχι μόνο κάθε ασθένεια, αλλά και εξάγνιζε τις μολυσμένες από τα δαιμόνια ψυχές. Όταν ο αυτοκράτορας Γορδιανός, πληροφορήθηκε για τις θαυματουργικές ικανότητες τού Τρύφωνα, τον παρακάλεσε να θεραπεύσει την άρρωστη κόρη του. O αυτοκράτορας προσπάθησε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, προσφέροντας στον Άγιο αξιώματα και χρήματα, τα οποία όμως ο Τρύφων ευγενικά αρνήθηκε.

Όταν αυτοκράτορας έγινε ο Δέκιος, εξαπέλυσε άγριο διωγμό κατά των Χριστιανών. Το 250 μ.Χ. ο Άγιος, επειδή δεν λάτρευε τους θεούς της ειδωλολατρικής θρησκείας και ήταν Χριστιανός, συνελήφθη από κάποιον στρατιωτικό που ονομαζόταν Φρόντων (ή Φόρτων) και οδηγήθηκε ενώπιον των επάρχων της Ανατολής, Τιβέριου Γράγχου και Κλαυδίου Ακυλίνου στη Νίκαια της Βιθυνίας. Ο μάντης Πομπηϊανός τον παρουσίασε στους ηγεμόνες. Ο Άγιος Τρύφων ομολόγησε με θάρρος την πίστη του. Τότε υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Του κατατρύπησαν με σπαθιά όλο του το σώμα, έπειτα τον έδεσαν από τα πόδια σε άλογα και τον έσυραν, σε ώρες φοβερού ψύχους, σε δύσβατες και πετρώδεις τοποθεσίες. Εκείνος προσευχόταν και έλεγε: «Κύριε, μην τους καταλογίσεις αυτή την αμαρτία». Μετά το φρικτό μαρτύριο τον ρώτησαν αν σωφρονίσθηκε και ήθελε να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Μάρτυρας του Χριστού απάντησε τότε στον έπαρχο Ακυλίνο: «Ανόσιε και κακών αρχηγέ, είναι δυνατόν να είσαι σωφρονισμένος, όταν είσαι μεθυσμένος από τον διάβολο; Εγώ πάντοτε περνάω τον βίο μου με σωφροσύνη, γιατί έχω τον Χριστό βοηθό της ελπίδας μου». Ύστερα από αυτό τον έκλεισαν στο δεσμωτήριο με σκοπό να του δώσουν διορία, για να απαλλαγεί από την «άνοια» αυτού και να αρνηθεί την πίστη του στον Χριστό. Λίγες ημέρες μετά ο έπαρχος κάλεσε τον Άγιο και τον ρώτησε εάν το διάστημα του χρόνου και τα βασανιστήρια τον έπεισαν να θυσιάσει στους θεούς. Ο Άγιος και πάλι ομολόγησε με πνευματική ανδρεία το Όνομα του Θεού. Τον έσυραν τότε γυμνό πάνω σε σιδερένια καρφιά, κατόπιν τον μαστίγωσαν και στη συνέχεια του έκαψαν με λαμπάδες τα πλευρά. Στο τέλος, μόλις ο Μάρτυρας παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου», απέκοψαν την τίμια κεφαλή αυτού.

Οι Χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο λείψανο του Μάρτυρος και αφού το έχρισαν με πολύτιμα μύρα και το τύλιξαν σε σινδόνα, το κατέθεσαν σε λάρνακα και το απέστειλαν στην πόλη της Λαμψάκου κατά την επιθυμία του.

Η Σύναξη του Αγίου Μάρτυρος Τρύφωνος ετελείτο στο Μαρτύριό του, το οποίο βρισκόταν μέσα στο σεπτό Αποστολείο του Ιωάννου του Θεολόγου, πλησίον της Μεγάλης Εκκλησίας.

Ναό αφιερωμένο στον Άγιο Τρύφωνα έκτισε ο μέγας Ιουστινιανός (527-565 μ.Χ.) στην τοποθεσία του Πελαργού Κωνσταντινουπόλεως. Μονή του Αγίου Τρύφωνος αναφέρεται και μετά τα μέσα του 9ου αιώνος μ.Χ., παρακείμενη στη Μητρόπολη Χαλκηδόνος, στην οποία εκάρη μοναχός ο μετέπειτα Πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός (901-907, 912-925 μ.Χ.).


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’.


Ὁ Μάρτυς σου Κύριε ἐν τὴ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἠμῶν, ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν, ἔθραυσε καὶ δαιμόνων, τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταὶς ἰκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.



Τρυφὴν τὴν ἀκήρατον, ἰχνηλατῶν ἐκ παιδός, βασάνους ὑπήνεγκας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἤθλησας ἄριστα ὅθεν τὴν τῶν θαυμάτων, κομισάμενος χάριν, λύτρωσαι πάσης βλάβης, καὶ παντοίας ἀνάγκης, Τρύφων Μεγαλομάρτυς, τοὺς σὲ μακαρίζοντας.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχᾶς



Τριαδικὴ στερρότητι, πολυθεΐαν ἔλυσας ἐκ τῷ περάτων Ἀοίδιμε, τίμιος ἐν Κυρίῳ γενόμενος, καὶ νικήσας τυράννους ἐν Χριστῷ, τῷ Σωτήρι τὸ στέφος εἴληφας τῆς μαρτυρίας σου, καὶ χαρίσματα θείων ἰάσεων, ὡς ἀήττητος.


Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.



Τῶν πόνων μακάριε κατατρυφῶν τῆς σαρκός, τὴν θείαν καὶ ἄπονον ἐν Παραδείσῳ τρυφήν, ἀξίως ἀπείληφας, στέφος ἀθανασίας, ἐκ Θεοῦ δεδεγμένος· ὅθεν καὶ ἰαμάτων, ποταμοὺς ἀναβλύζεις, τοῖς πόθῳ καταφεύγουσι Μάρτυς τῇ σκέπῃ σου.


Ὁ Οἶκος



Ἱερὰν πανδαισίαν προτίθεται φιλεόρτων τὸ σύστημα σήμερον, προεόρτια σύμβολα φέρουσαν, τοῦ Κυρίου τεσσαρακονθήμερον τὴν ἐκ Παρθένου φρικτὴν γέννησιν, καὶ πρεσβύτου σεπτοῦ ἐναγκάλισιν, καὶ σεπτοῦ ἀθλοφόρου μνημόσυνα· δι΄αὐτὸν γὰρ τὸν Χριστόν, τελειοῦται νικητικῶς, ὡς ἀήττητος.


Μεγαλυνάριον



Φύλαττε ἐκ βλάβης τε καὶ φθορᾶς, ἡμῶν τὰς ἀμπέλους, καὶ τοὺς κήπους καὶ τὰ φυτά, ὡς μεγίστην χάριν, λαβὼν παρὰ Κυρίου, καὶ δίωκε θηρία Τρύφων τὰ φθείροντα.


Ἕτερον Μεγαλυνάριον



Ἴχνεσιν ἑπόμενος ἀκλινῶς, Τρύφων ἀθλοφόρε, τοῦ φανέντος ἐπὶ τῆς γῆς, τῶν αὐτοῦ χαρίτων δοχεῖον ἀνεδείχθης, καὶ ἱεροῖς ἀγῶσι Μάρτυς διέπρεψας. 

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΧΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΙΔΟΣ (3 Φεβρουαρίου)


Ο άγιος Συμεών ονομάζεται Θεοδόχος, επειδή προϋπάντησε στον Ναό τον Χριστό και Τον δέχθηκε στην αγκάλη του. Το όνομα Συμεών είναι εβραϊκή λέξη που σημαίνει φιλάνθρωπος. Ήταν δίκαιος, ευλαβής και κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ.

Ο Θεοδόχος Συμεών περίμενε υπομονετικά τον Μεσσία μέχρι τα βαθειά του γεράματα με αταλάντευτη πίστη. Γνώριζε πολύ καλά, όπως του είχε προφητευτεί από το Άγιο Πνεύμα, ότι δεν θα γευτεί το θάνατο πριν δει το Μεσσία.

Ακριβώς σαράντα μέρες μετά τη γέννηση του Ιησού, το Πνεύμα τον πληροφόρησε ότι έπρεπε να πάει στο Ιερό. Ετοιμάστηκε, λοιπόν, με νεανική ζωηρότητα, πήγε εκεί και στάθηκε στην πόρτα, γεμάτος ευχαρίστηση και αγαλλίαση. Μέσα στην προσδοκία αυτή, φάνηκαν να έρχονται ο Ιωσήφ με την Παρθένο, που κρατούσε τον Ιησού. Ο Συμεών, πληροφορημένος από το Πνεύμα ότι το βρέφος αυτό είναι ο Μεσσίας, τρέχει και παίρνει τον Ιησού στην αγκαλιά του. Τον κρατάει ευλαβικά και, αφού καλά καλά παρατήρησε το νήπιο και δέχθηκε όλη την ιλαρότητα της θείας μορφής του, ύψωσε το βλέμμα του επάνω και είπε ευχαριστώντας το Θεό: "Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη· ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις άποκάλυψιν εθνών και δόξαν λάου σου Ισραήλ". Τώρα, δηλαδή, πάρε την ψυχή μου Δέσποτα, σύμφωνα με το λόγο σου, ειρηνικά, διότι τα μάτια μου είδαν αυτόν που θα φέρει τη σωτηρία που ετοίμασες για όλους τους λαούς και θα είναι γι' αυτούς φως, που θα αποκαλύψει τον αληθινό Θεό και θα δοξάσει το λαό σου Ισραήλ.

Ο Θεοδόχος Συμεών μαρτύρησε περί του Ιησού Χριστού ότι είναι ο Μεσσίας, ο Θεάνθρωπος, ο σαρκωθείς Θεός Λόγος. Προφήτευσε ακόμη ότι ο Ιησούς θα είναι "σημείον αντιλεγόμενον", δηλαδή είναι προορισμένος για την πτώση και την ανύψωση πολλών και ότι την καρδιά της Παναγίας θα την διαπεράσει η ρομφαία του πόνου, για να φανερωθούν οι λογισμοί πολλών καρδιών.


Η Εκκλησία τιμάει τη μνήμη του στις 3 Φεβρουαρίου μαζί με την Άννα την Προφήτιδα.

Η Προφήτιδα Άννα ήταν θυγατέρα του Φανουήλ και καταγόταν από τη φυλή του Ασήρ, ογδόου γιου του Ιακώβ. Το όνομα Άννα προέρχεται από το εβραϊκό Χάννα και σημαίνει ευμένεια, χάρις (εκείνη, στην οποία επεδείχθη η ευμένεια και η χάρις του Θεού).

Παντρεύτηκε πολύ νέα, και μετά επτά χρόνια έμεινε χήρα. Από κει και πέρα έζησε μόνη της, χωρίς να έλθει πλέον σε νέο γάμο. Παρηγοριά και ευχαρίστηση της ήταν η προσευχή, η νηστεία, η ανάγνωση των Γραφών, η φιλανθρωπία και η συχνή παρουσία της στο Ιερό σ' όλες τις πρωινές και εσπερινές δεήσεις. Για τον τρόπο αυτό της ζωής της, το Άγιο Πνεύμα μετέδωσε στην Άννα το προφητικό χάρισμα. Αξιώθηκε μάλιστα, αν και 84 ετών τότε να υποδεχθεί στο Ναό μαζί με τον δίκαιο Συμεών, το θείο Βρέφος. Κατά τη συνάντηση εκείνη, η καρδιά της Άννας υπερχάρηκε και σκίρτησε. Πλησίασε, προσκύνησε το παιδί και κατόπιν, αφού ευχαρίστησε και δοξολόγησε και αυτή το Θεό, διακήρυττε ότι ήλθε ο Μεσσίας προς όλους, οι όποιοι ζούσαν περιμένοντας με ειλικρινή ευσέβεια τη λύτρωση του Ισραήλ.
Η Εκκλησία τιμάει τη μνήμη της στις 3 Φεβρουαρίου μαζί με τον δίκαιο Συμεών. Η μνήμη της Προφήτιδας Άννας επαναλαμβάνεται στις 28 Αυγούστου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τὸν Ὕπερθεον Λόγον σάρκα γενόμενον, ἐνηγκαλίσω ὡς βρέφος ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Θεοῦ, Θεοδόχε Συμεὼν Πρεσβῦτα ἔνδοξε, ὅθεν καὶ Ἄννα ἡ σεπτή, ἀνθομολόγησιν αὐτῶ, προσήγαγεν ὠς Προφήτις, ὅθεν ὑμᾶς εὐφημοῦμεν, οἴα Χριστοῦ θείους θεράποντος.


Κοντάκιον
Ἦχος α’.

Ὁ μήτραν παρθενικὴν ἁγιάσας τῷ τόκῳ σου, καὶ χεῖρας τοῦ Συμεὼν εὐλογήσας ὡς ἔπρεπε, προφθάσας καὶ νῦν ἔσωσας ἠμᾶς Χριστὲ ὁ Θεός. Ἀλλ' εἰρήνευσον ἐν πολέμοις τὸ πολίτευμα, καὶ κραταίωσον Βασιλεῖς οὓς ἠγάπησας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.


Πηγή: “ΑΓΙΟΛΟΓΙΑ “

Στήν παραβολή τοῦ Κυρίου περί τοῦ ἀσώτου (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)

«Θα γίνη κάποτε λιμός», είπε o προφήτης θρηνώντας την Ιερουσαλήμ, «όχι πείνα άρτου και ύδατος, αλλά πείνα για τον λόγο τού Κυρίου». Είναι δε ο λιμός στέρησις και συγχρόνως όρεξις της αναγκαίας τροφής. Υπάρχει όμως και κάτι χειρότερο και αθλιώτερο από αυτήν την πείνα· όταν δηλαδή κάποιος, ενώ στερείται τ' αναγκαία για την σωτηρία, δεν έχει συναίσθησι της συμφοράς, επειδή δεν έχει όρεξι για τη σωτηρία. Όποιος πεινά και δεν διαθέτει τ' αναγκαία, τριγυρίζει αναζητώντας ένα κομμάτι ψωμιού οπουδήποτε· κι' αν εύρει μουχλιασμένο ζυμάρι, ή του προσφέρει κάποιος άρτο από κεχρί ή από πίτουρα ή κάτι άλλο από τα ευτελέστατα είδη τροφής, χαίρεται τόσο πολύ, όσο επονούσε προηγουμένως που δεν εύρισκε. Όποιος επίσης έχει πνευματική πείνα, δηλαδή στέρηση και συγχρόνως όρεξη για πνευματικές τροφές, τριγυρίζει αναζητώντας αυτόν που έχει από τον Θεό το χάρισμα της διδασκαλίας· κι' αν εύρει, τρέφεται ευφρόσυνα με τον άρτο της ζωής της ψυχής, δηλαδή με τον σωτήριο λόγο, που όποιος τον αναζητεί έως το τέλος δεν πρόκειται να μη τον εύρει· «διότι όποιος αιτεί λαμβάνει και όποιος αναζητεί ευρίσκει, και στον κρούοντα θ' ανοιγεί η θύρα», είπε ο Χριστός.

2. Υπάρχουν όμως μερικοί που με την πολυήμερη ατροφία κατά νουν έχασαν και την όρεξη της τροφής· γι' αυτό δεν αντιλαμβάνονται τη ζημία. Και αν έχουν τον διδάσκαλο, δυσανασχετούν ακόμη και στην ακρόαση της διδασκαλίας, ενώ αν δεν έχουν, δεν ζητούν τον διδάσκαλο, διάγοντας ζωή αμαρτωλότερη από τον άσωτο. Διότι εκείνος, αν και με την απομάκρυνσή του εστερήθηκε του κοινού τροφέως και πατρός και κυρίου, περιέπεσε σε φοβερό λιμό και συναισθανόμενος την στέρηση μετενόησε και επανήλθε, επεζήτησε και επέτυχε την θεία και αθάνατη τροφή, και τόσο απήλαυσε δια της μετανοίας των χαρισμάτων του Πνεύματος, ώστε να προκαλέσει και τον φθόνο για τον πλούτο του. 

3. Είναι όμως προτιμότερο να πάρωμε το θέμα από την αρχή, για να εξηγήσωμε προς την αγάπη σας την ευαγγελική αυτή παραβολή του Κυρίου, αφού και σήμερα είναι διατεταγμένο να διαβάζεται στην εκκλησία. 

4. «Κάποιος άνθρωπος είχε δυό υιούς», λέγει. Ο Κύριος καλεί εδώ τον εαυτό του άνθρωπο παραβολικώς, κι' αυτό δεν έχει τίποτε το παράξενο. Διότι, αν έγινε πραγματικά άνθρωπος για τη σωτηρία μας, τί το παράδοξο να προβάλλει τον εαυτό του ως ένα άνθρωπο για την ωφέλειά μας, αυτός που είναι πάντοτε κηδεμών και της ψυχής και του σώματός μας, ως κύριος και δημιουργός και των δύο, αυτός που είναι ο μόνος που έδειξε σε μας έργα υπερβολικής αγάπης και κηδεμονίας, και πριν ακόμη εμφανισθούμε; 

5. Διότι πριν από μας μάς ετοίμασε αιώνια κληρονομία βασιλείας, όπως λέγει ο ίδιος, από καταβολής κόσμου. Πριν από εμάς για χάρη μας έπλασε τουςαγγέλους για ν' αποστέλλωνται ως διάκονοι, όπως λέγει ο Παύλος, στους μέλλοντας να κληρονομήσουν τη σωτηρία. Πριν από εμάς για χάρη μας άπλωσε τον ουρανό σ' όλον τον αισθητό τούτον κόσμο, σαν να έστησε κάποια κοινή και ομότιμη σκηνή σε όλους εμάς κατά την παροδική τούτη ζωή, τον ίδιοαεικίνητο καί πολυκίνητο και ακίνητο· ακίνητον, για να μη προκαλεί στους ενοικούντας φθορά με τις μεταπτώσεις του, πολυκίνητον, για να συγκρατείται στον χώρο του με τις αντίρροπες κινήσεις του, αεικίνητον δε καθ' εαυτόν και περιφέροντα μαζί του ευτάκτως το πλήθος των άστρων, ώστε εμείς αφ' ενός μεν να διδασκώμαστε το πρόσκαιρο της ζωής μας και ν' απολαύωμε όλων των σωμάτων του, που φθάνουν επάνω από την κεφαλή μας, κάθε φορά άλλα. Για μας πριν από εμάς κατασκεύασε τον μεγάλο φωστήρα για να κυριαρχεί στην ημέρα, και τον μικρό για να κυριαρχεί της νύκτας. Κι' ετοποθέτησε αυτούς και τα άλλα άστρα στο στερέωμα, για να κινούνται με αυτό, συνυπάρχοντα και παραλλάσσοντα πολυειδώς, για να είναι σημάδια των καιρών και των χρόνων. Από αυτά κανένα δεν χρειάζεται ούτε η νοερά φύσις, που είναι υπεραισθητή, ούτε η φύσις των άλογων ζώων, που ζει μόνο κατά αίσθηση. Για μας λοιπόν έγιναν, που με την αίσθησι μεν απολαύομε και τις άλλες δωρεές και το κάλλος των βλεπομένων, με τον νουν δε αντιλαμβανόμαστε τα σημεία αυτά. 

6. Για μας πριν από εμάς εθεμελίωσε τη γη, άπλωσε τη θάλασσα, εξέχυσε αφθόνως επάνω από αυτά τον αέρα, κι' επάνω από αυτόν παραπέρα άναψε πανσόφως την φύσι του πυρός, ώστε και το υπερβολικό ψύχος των κάτω να μετριάζει περιγυρίζοντας και να μένει στον τόπο του συγκρατώντας τα άπλωμά του. Αν δε και τα άλογα ζώα τα χρειάζονται αυτά για τη συντήρησή τους, αλλά κι' αυτά εδημιουργήθηκαν πριν από μας για υπηρεσία προς τους ανθρώπους, όπως ψάλλει και ο προφήτης Δαβίδ. 

7. Αυτόν λοιπόν τον σύμπαντα κόσμο παρήγαγε από το μηδέν ο πλάστης μας πριν από τη δική μας πλάση, για την σύσταση του σώματός μας. Για την βελτίωση δε των ηθών και την καθοδήγησι προς την αρετή τί δεν έκαμε ο φιλάγαθος δεσπότης; Τον ίδιον αυτόν αισθητό κόσμο επεξεργάσθηκε σανκάτοπτρο των υπερκοσμίων, ώστε δια της πνευματικής θεωρίας γύρω από αυτόν, σαν δια μέσου μιας θαυμασίας κλίμακος, να φθάνωμε προς εκείνα. Ενέβαλε μέσα μας έμφυτο νόμο, σαν απαρέγκλιτη στάθμη, ανεξαπάτητο κριτή και αδιάψευστο διδάσκαλο, την ατομική στον καθένασυνείδηση. Έτσι, αν είμαστε με την διάνοια συγκεντρωμένοι στον εαυτό μας, δεν θα χρειασθούμε άλλον διδάσκαλο για την κατανόηση του αγαθού· αν με την αίσθηση διαπορθμεύσωμε καλώς τον νου προς τα έξω, τα αόρατα του Θεού καθορώνται νοούμενα δια των ποιημάτων, λέγει ο απόστολος. 

8. Αφού λοιπόν δια της φύσεως και της κτίσεως άνοιξε το διδασκαλείο των αρετών, ο ίδιος ετοποθέτησε αγγέλους ως φύλακες, ανύψωσε πατέρες και προφήτες προς καθοδήγηση, έδειξε σημεία και τέρατα οδηγούντα προς την πίστη, μας έδωσε τον γραπτό νόμο, βοηθητικό στο νόμο της λογικής μας φύσεως και στη διδασκαλία από την κτίση. Τέλος, επειδή τα περιφρονήσαμε όλα (ω, τι ραθυμία δική μας και τι μακροθυμία και έγνοια του υπερβολικά αγαπώντος εμάς!), μας έδωσε τον εαυτό του για χάρη μας, και, κενώνοντας τον πλούτο της θεότητος στο έσχατο κατάντημά μας επήρε την φύση μας και, γενόμενος άνθρωπος σαν εμάς, διετέλεσε διδάσκαλος μας. Αυτός μας διδάσκει για το μέγεθος της φιλανθρωπίας του, επιδεικνύοντάς την με έργο και λόγο, συγχρόνως δε οδηγεί σε μίμηση της συμπαθείας του, ενώ αποτρέπει από την σκληροκαρδία τους οπαδούς του. 

9. Επειδή δε η αγάπη γεννάται και μέσα στους επιμελητάς των πραγμάτων, όπως και στους ποιμένες των προβάτων, ενυπάρχει δε και στους κυρίους των κτημάτων, όχι όμως τόσο όσο στους συνδεόμενους με αίμα και συγγένεια, και από αυτούς πάλι περισσότερο στους πατέρες προς τα παιδιά τους, από αυτούς προσφέρει ένδειξη της φιλανθρωπίας του, λέγοντας τον εαυτό του άνθρωπο και πατέρα όλων μας· επειδή αφ' ενός μεν για μας έγινε πραγματικά άνθρωπος, αφ' ετέρου δε μας αναγέννησε δια του θείου βαπτίσματος και της σ' αυτό χάριτος του θείου Πνεύματος. 

10. «Κάποιος άνθρωπος λοιπόν», λέγει,«είχε δύο υιούς». Διότι η διαφορά της γνώμης εχώρισε σε δύο την μία φύση και η διάκρισις μεταξύ αρετής και κακίας συνήγαγε τους πολλούς σε δύο. Κι' εμείς εξ άλλου μερικές φορές λέγομε διπλόν τον ένα κατά την υπόσταση, όταν έχει την διπλότητα του ήθους, και λέγομε επίσης τους πολλούς ένα, όταν συμφωνούν μεταξύ τους. «Προσελθών λοιπόν ο νεώτερος υιός είπε στον πατέρα»»· ευλόγως παρουσιάζεται νεώτερος· διότι προβάλλει αίτημα παιδαριώδες και γεμάτο αφροσύνη. Και η αμαρτία δε, την οποία είχε στο νου του σχεδιάζοντας την αποστασία, είναι νεωτέρα, εφ' όσον είναι υστερογενές εύρημα της κακής προαιρέσεώς μας· η δε αρετή είναι πρωτογενής, αφού στον Θεό μεν ήταν αϊδίως, στην ψυχή μας δε εμβλήθηκε από την αρχή από τον Θεό κατά χάρη. 

11. Προσήλθε δε, λέγει, ο νεώτερος υιός και είπε στον πατέρα· «δος μου το ανάλογο μέρος της περιουσίας». Ω, ποια αφροσύνη! Δεν εγονάτισε, δεν ικέτευσε, αλλ' απλώς είπε· και όχι μόνο αυτό, αλλ' απαιτεί το μερίδιο και ως οφειλή από εκείνον που δίδει σε όλους κατά χάριν. Δος μου το ανάλογο μέρος της περιουσίας, που μου ανήκει κατά το νόμο, την μερίδα μου σύμφωνα με το δίκαιο. Και ποιος νόμος υπάρχει και από που προέρχεται αυτό το δίκαιο, να είναι οι πατέρες οφειλέτες στα παιδιά; Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει· τα παιδιά οφείλουν στους πατέρες, όπως η ίδια η φύσις δεικνύει, αφού έλαβαν από εκείνους την ύπαρξη. Αλλ' είναι και αυτό δείγμα του νεωτερικού φρονήματος. 

12. Τί κάμνει λοιπόν αυτός που βρέχει σε δικαίους και αδίκους, που ανατέλλει τον ήλιο σε πονηρούς και αγαθούς; Τους διεμοίρασε την περιουσία, λέγει. Βλέπεις ότι αυτός ο «άνθρωπος» και πατέρας είναι ανενδεής; Αλλιώς δεν θα εμοίραζε την περιουσία στους δυό μόνους ούτε σε δυο μερίδια μόνο, αλλά θα εκρατούσε και για τον εαυτό του μια τρίτη μερίδα. Αυτός όμως, ως Θεός, όπως λέγει και ο προφήτης Δαβίδ, μη έχοντας ανάγκη των αγαθών του είδους αυτού, εμοίρασε, λέγει στα δυο αυτά παιδιά μόνο την περιουσία, δηλαδή τον κόσμο όλον. Διότι, όπως διαιρείται η μια φύσις λόγω της διαφορετικής γνώμης, έτσι διαιρείται και ο ένας κόσμος λόγω της διαφορετικής χρήσεως. Πραγματικά ο ένας λέγει προς τον Θεό, «όλη την ημέρα άπλωσα προς σε τα χέρια μου», και «σε ύμνησα επτά φορές την ημέρα», και «το μεσονύκτιο εξυπνούσα», και «έκραξα πάρωρα», και «ήλπισα στα λόγια σου», και «τα πρωινά εφόνευσα όλους τους αμαρτωλούς της γης», δηλαδή απέκοψα τις ορμές της σαρκός που κινούνται προς ηδυπάθεια· ο άλλος περνά τις ημέρες του στο κρασί και κυττάζει που γίνεται πότος, διέρχεται τις νύκτες με άσεμνες και άθεσμες πράξεις, και σπεύδει σε κρυφές δολοπλοκίες ή φανερές επιβουλές, σε αρπαγές χρημάτων και πονηρά σχέδια. Άρα δεν εμοίρασαν αυτοί την μια νύκτα και τον ένα ήλιο, και πριν από αυτά την ίδια τη φύση, αφού την κατεχράσθηκαν χωρίς συμφωνία μεταξύ τους; Ο δε Θεός διέθεσε όλη την κτίση αδιαιρέτως σε όλους, προθέτοντάς την σε χρήση κατά την βούληση του καθενός. 

13. «Κι έπειτα από όχι πολλές ημέρες», λέγει, «αφού τα συγκέντρωσε όλα ο νεώτερος υιός, μετανάστευσε σε μακρινή χώρα». Πώς δεν μετανάστευσε αμέσως, αλλά έπειτα από όχι πολλές, δηλαδή μετά από λίγες ημέρες; Ο πονηρός υποβολεύς Διάβολος δεν υποβάλλει ταυτοχρόνως και την ιδιορρυθμία και την αμαρτία, αλλά με πανουργία υποκλέπτει βαθμιαίως την διάθεση, λέγοντάς μας ψιθυριστά· και συ ζώντας μόνος σου, χωρίς να παρακολουθείς την Εκκλησία του Θεού ούτε να προσέχεις τον διδάσκαλο της Εκκλησίας, μπορείς ν' αντιληφθείς το καθήκον και μόνος σου και να μη απομακρύνεσαι από το αγαθό. Όταν δε αποσπάσει κάποιον από την ιερά υμνωδία και από την υπακοή προς τους ιερούς διδασκάλους, τον απομακρύνει και από τη θεία επίβλεψη, παραδίνοντάς τον στα πονηρά έργα. Διότι ο Θεός ευρίσκεται παντού· ένα είναι που ευρίσκεται μακριά από τον Θεό, το κακό, στο οποίο φθάνοντας δια της αμαρτίας αποδημούμε μακριά από τον Θεό. Όπως λέγει ο Δαβίδ προς τον Θεό, «δεν θα διαμείνουν παράνομοι απέναντι στους οφθαλμούς σου». 

14. Αφού λοιπόν, λέγει, ο νεώτερος υιός απομακρύνθηκε με αυτόν τον τρόπο και απεδήμησε σε μακρινή χώρα «εκεί διεσκόρπισε την περιουσία του ζώντας ασώτως». Πώς όμως διεσκόρπισε την περιουσία του; Υπεράνω όλων ουσία και περιουσία μας είναι ο έμφυτος νους μας. Έως ότου λοιπόν εμμένομε στους τρόπους της σωτηρίας, τον έχομε συνηγμένο στον εαυτό του και στον πρώτο και ανώτατο νου, τον Θεό· όταν όμως ανοίξωμε θύρα στα πάθη, αμέσως σκορπίζεται, περιπλανώμενος διαρκώς γύρω στα σαρκικά και τα γήινα, προς τις πολύμορφες ηδονές και τους εμπαθείς λογισμούς γι' αυτές. Του νου πλούτος είναι η φρόνησις, που παραμένει σ' αυτόν και διακρίνει το καλύτερο από το χειρότερο, όσον καιρό κι αυτός παραμένει πειθαρχικός στις εντολές και συμβουλές του ανωτάτου Πατρός· όταν όμως αφηνιάσει αυτός, κι η φρόνησις σκορπίζεται σε πορνεία και αφροσύνη, μοιραζόμενη τις κακίες των δύο μερών. 

15. Θα ιδείς τούτο και σε όλες τις αρετές και δυνάμεις μας, που είναι πραγματικά πλούτος μας, ο οποίος, αφού η κακία είναι πολυσχεδής, όταν κλίνη προς αυτήν, σκορπίζεται. Διότι ο ίδιος ο νους στρέφει την επιθυμία προς τον ένα και πραγματικά όντως Θεό, τον μόνον αγαθό, τον μόνον εφετό, τον μόνον παρέχοντα την ηδονή απηλλαγμένη από κάθε οδύνη. Όταν όμως ο νους αποχαυνωθεί, η δύναμις της ψυχής προς την όντως αγάπη εκπίπτει από το όντως ορεκτό και, διασπωμένη προς τις ποικίλες ορέξεις της ηδυπαθείας, σκορπίζεται, ελκυσμένη από το ένα μέρος προς την επιθυμία τροφών μη αναγκαίων, από το άλλο προς την επιθυμία πραγμάτων αχρήστων, και από το τρίτο προς την επιθυμία της κενής και άδοξης δόξας. Κι έτσικατακερματιζόμενος ο άθλιος άνθρωπος και συρόμενος από τις ποικίλες γι' αυτά φροντίδες, ούτε τον ήλιο ακόμη τον ίδιο ούτε τον αέρα, τον κοινό σε όλους πλούτο, δεν μπορεί να αναπνεύσει και να θεωρήσει ευχάριστα. 

16. Αυτός ο ίδιος ο νους μας, αν δεν απομακρυνθεί από τον Θεό, διεγείρει τον θυμό που έχομε μέσα μας εναντίον μόνου του Διαβόλου και χρησιμοποιεί την ανδρεία της ψυχής κατά των πονηρών παθών, κατά των αρχόντων του σκότους, κατά των πνευμάτων της πονηρίας. Αν όμως δεν προσηλωθεί στις θείες εντολές του Κυρίου που τον εστρατολόγησε,μάχεται προς τους πλησίον του, μαίνεται κατά των ομοφύλων, αποθηριώνεται εναντίον εκείνων που δεν συναινούν στις παράλογες ορέξεις του και γίνεται, φευ, ανθρωποκτόνος άνθρωπος, (ομοιωμένος όχι μόνο με τα κτήνη τα άλογα, αλλά και με τα ερπετά και με τα ιοβόλα ζώα, γινόμενος σκορπιός, όφις, γέννημα εχιδνών, αυτός που ωρίσθηκε να είναι στην τάξη των υιών του Θεού. Είδες πώς διεσκόρπισε κι έχασε την περιουσία του; «Αφού τα εδαπάνησε όλα ο νεώτερος υιός, άρχισε να στερείται και έπεσε σε πείνα». Αλλά δεν εσκεπτόταν ακόμη να επιστρέψει, διότι ήταν άσωτος. Γι' αυτό, «επήγε και προσκολλήθηκε σ' ένα από τους πολίτες της χώρας εκείνης και εκείνος τον έστειλε στο αγρόκτημα να βόσκει χοίρους». 

17. Ποιοί δε είναι οι πολίτες και πολιτάρχες της χώρας που είναι μακριά από τον Θεό; Φυσικά οι δαίμονες, από τους οποίους ο υιός του ουρανίου Πατρός κατέστη πορνοβοσκός και αρχιτελώνης και αρχιληστής και στασιάρχης. Διότι ο χοιρώδης βίος λόγω της άκρας ακαθαρσίας του υπονοεί κάθε πάθος, χοίροι δε είναι όσοι κυλίονται στον βόρβορο των παθών τούτων. Όταν εκείνος έγινε προϊστάμενος τούτων, ως πρώτος από όλους αυτούς στην ηδυπάθεια, δεν μπορούσε να χορτάσει από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, δηλαδή δεν ήταν δυνατό να λάβει κορεσμό της επιθυμίας του.

18. Πώς όμως δεν αρκεί η φύσις του σώματος να εξυπηρετήσει τις ορμές του ακολάστου; Ο χρυσός ή ο άργυρος, όταν περιέλθη στον φιλόχρυσο και φιλάργυρο, αυξάνει την στέρηση και όσο περισσότερος εισρεύσει, τόσο μεγαλύτερη επιθυμία προκαλεί· μόλις θ' αρκέσει σ' έναν πλεονέκτη και φίλαρχο όλος ο κόσμος, ίσως δε ούτε αυτός. Επειδή λοιπόν αυτοί μεν είναι πολλοί, ο κόσμος δε ένας, πώς τότε θα μπορέσει κανείς από αυτούς να εύρει κόρο της επιθυμίας του; Έτσι λοιπόν και εκείνος ο αποστάτης από τον Θεό δεν μπορούσε να χορτασθεί. Διότι άλλωστε, λέγει, δεν του προσέφερε κανείς τον κόρο. Ποιός θα του τον προσέφερε; Ο Θεός απουσίαζε, με του οποίου και τη θέα μόνο προκαλείται αβάρετος κόρος στον βλέποντα, σύμφωνα με εκείνον που είπε, «θα χορτάσω μόλις θεαθεί από εμένα η δόξα σου». Ο Διάβολος δεν θέλει να προσφέρει κόρο των αισχρών επιθυμιών, επειδή εκ φύσεως ο κόρος στα τρεπτά πράγματα προκαλεί μεταβολή της σχέσεως προς αυτά. Ευλόγως λοιπόν κανένας δεν του έδιδε τον κόρο.

19. Μόλις πάντως κάποτε εκείνος ο αποστάτης από τον πατέρα ήλθε στα λογικά του και αντιλήφθηκε σε ποιο κατάντημα έφθασε, έκλαυσε τον εαυτό του λέγοντας· «πόσοι μισθωτοί του πατρός μου έχουν αφθονία άρτων, ενώ εγώ χάνομαι από την πείνα!». Ποιοί είναι οι μισθωτοί; Εκείνοι που δια των ιδρώτων της μετανοίας και της ταπεινώσεως παίρνουν σαν μισθό τη σωτηρία. Υιοί δε είναι εκείνοι που λόγω της αγάπης προς αυτόν υποτάσσονται στις εντολές του, όπως είπε και ο Κύριος, «όποιος με αγαπά, θα τηρήσει τις εντολές μου».

20. Έτσι λοιπόν ο νεώτερος υιός αφού απέπεσε από την υιοθεσία καιεξέπεσε από την ιερά πατρίδα και περιέπεσε σε πείνα, αντιλαμβάνεται τη θλιβερή κατάστασή του και ταπεινώνεται και μετανοεί λέγοντας «θα σηκωθώ να υπάγω και να γονατίσω στον πατέρα μου και θα του ειπώ, πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα». Καλώς λοιπόν στην αρχή ελέγαμε ότι αυτός ο πατέρας είναι ο Θεός· διότι πώς θα αμάρτανε στον ουρανό ο νέος που απεστάτησε από τον πατέρα, αν ο πατέρας δεν ήταν ουράνιος; «Αμάρτησα λοιπόν», λέγει, «στον ουρανό», δηλαδή στους αγίους που ευρίσκονται στον ουρανό και είναι πολίτες του ουρανού, «και σε σένα», που κατοικείς μαζί με τους αγίους σου στους ουρανούς. «Και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζωμαι υιός σου· κάμε με σαν ένα από τους μισθωτούς σου». Καλώς λέγει, σωφρονισμένος από την τωρινή του ταπείνωση, «κάμε με»· διότι δεν λαμβάνει κανείς από τον εαυτό του τους βαθμούς της αρετής, αν και επίσης δεν τους λαμβάνει χωρίς την προαίρεσή του. «Αφού λοιπόν εσηκώθηκε, ήλθε στον πατέρα του. Ενώ δε απείχε ακόμη πολύ». Πώς και ήλθε και συγχρόνως απείχε πολύ, γι' αυτό και ο πατέρας του τον ευσπλαγχνίσθηκε και εξήλθε προς συνάντησή του; Ο άνθρωπος που μετανοεί με την ψυχή του δια μεν της αγαθής προθέσεως και της αποχής από την αμαρτία φθάνει προς τον Θεό· από την κακή όμως συνήθεια και τις προλήψεις τυραννούμενος νοερώς, απέχει ακόμη πολύ από τον Θεό, και αν πρόκειται να σωθεί, χρειάζεται μεγάλη από άνω ευσπλαγχνία και βοήθεια.

21. Γι' αυτό και ο πατέρας των οικτιρμών συγκαταβαίνοντας τον προϋπάντησε, τον αγκάλιασε και τον κατεφίλησε, παρήγγειλε δε στους δούλους του, δηλαδή στους ιερείς, να τον ενδύσουν την πρώτη στολή, δηλαδή την υιοθεσία, την οποία και πρωτύτερα είχε φορέσει δια του αγίου βαπτίσματος, και να του βάλουν δακτυλίδι στο χέρι του, δηλαδή στο πρακτικό μέρος της ψυχής που δηλώνεται με το χέρι, να τοποθετήσουν σφραγίδα θεωρητικής αρετής, ωςαρραβώνα της μελλοντικής κληρονομιάς, αλλά και υποδήματα στα πόδια, θεία δηλαδή φρουρά και ασφάλεια που θα τον ενδυναμώνει να πατεί επάνω σε όφεις και σκορπιούς κι επάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού. Έπειτα παραγγέλλει να φέρουν και σφάξουν ένα σιτευτό μόσχο και να τον παραθέσουν σε τραπέζι. Ο δε μόσχος είναι ο ίδιος ο Κύριος, ο οποίος εξέρχεται μεν από τα κρύφια της θεότητος και από τον θρόνο που ευρίσκεται υπεράνω του παντός και όταν εφάνηκε σαν άνθρωπος επάνω στη γη θυσιάζεται ως μόσχος για χάρη ημών των αμαρτωλών και ως σιτευτός, δηλαδή ως άρτος, παρατίθεται σε μας προς βρώσιν.

22. Κάμνει δε κοινή την μ' αυτή την ευκαιρία ευφροσύνη και ευωχία ο Θεός με τους αγίους του, αναλαμβάνοντας από άκρα φιλανθρωπία τις συνήθειές μας και λέγοντας· «έλθετε να φάγωμε κι ευφρανθούμε». Αλλά ο πρεσβύτερος υιός οργίζεται. Πρέπει να υπονοείς, παρακαλώ, πάλι τους Ιουδαίους που οργίζονται γι' αυτήν την πρόσκλησι, τους Γραμματείς και Φαρισαίους πουσκανδαλίζονται, διότι ο Κύριος υποδέχεται αμαρτωλούς και συνεσθίει με αυτούς. Εάν δε θέλεις να εννοήσεις τούτο και επί των δικαίων, τι παράδοξο είναι, αν και ο δίκαιος αγνοεί τον ανώτερο κάθε συλλήψεως πλούτο της χρηστότητος του Θεού; Γι' αυτό και παρηγορείται από τον κοινό πατέρα και διδάσκεται τα κατάλληλα από αυτόν με τα λόγια, «εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου», μετέχοντας στην αναλλοίωτη ευφροσύνη· «έπρεπε λοιπόν να ευχαριστηθείς και να χαρείς διότι αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός και ανέζησε, ήταν χαμένος και ευρέθηκε». Ήταν νεκρός από την αμαρτία και ανέζησε με την μετάνοια, ήταν δε και χαμένος, αφού δεν ήταν μαζί με τον Θεό. Αφού λοιπόν ευρέθηκε, γεμίζει τον ουρανό με χαρά, όπως έχει γραφεί, «χαρά γίνεται στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί».

23. Τί δε είναι αυτό για το οποίο λυπείται ο πρεσβύτερος υιός; «Ότι εμένα», λέγει, «δεν μου έδωσες ποτέ ένα κατσίκι, για να διασκεδάσω με τους φίλους μου, όταν δε ήλθε αυτός ο υιός σου, που κατέφαγε την περιουσία σου με τις πόρνες, του έσφαξες τον μόσχο τον σιτευτό». Τόσο εξαίρετα είναι τα προς εμάς χαρίσματα του Θεού, ώστε και οι άγγελοι επεθύμησαν να κυττάξουν τα χαρισθέντα σ' εμάς δια της ενανθρωπήσεώς του, όπως λέγει ο κορυφαίος των αποστόλων Πέτρος. Αλλά και οι δίκαιοι επεθύμησαν να έλθει γι' αυτά ο Χριστός και πριν από την ώρα του ακόμη, όπως και ο Αβραάμ επεθύμησε να ιδεί την ημέρα του. Αυτός βέβαια τότε δεν ήλθε, και όταν ήλθε, δεν ήλθε να καλέσει δικαίους αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια, και κυρίως υπέρ αυτών σταυρώνεται αυτός που απαλείφει την αμαρτία του κόσμου· διότιυπερεπερίσσευσε η χάρις, όπου επλεόνασε η αμαρτία.

24. Ότι δε δεν δίδει ούτε ένα κατσίκι στους δικαίους, όταν ζητούν, δηλαδή ούτε ένα αμαρτωλό, γίνεται σ' εμάς σαφές και από άλλα πολλά και ιδιαιτέρως από την οπτασία του ιερού και μακαρίου Κάρπου. Διότι αυτός όχι μόνο δεν εισακούσθηκε όταν καταράσθηκε μερικούς πονηρούς άνδρες και έλεγε ότι δεν είναι δίκαιο να ζουν άνδρες άθεοι που διαστρέφουν τους ευθείς δρόμους του Κυρίου, αλλά εδοκίμασε και την θεία αγανάκτησι και άκουσε φρικώδεις λόγους που ωδηγούσαν στην επίγνωση της αρρήτου και υπέρ νουν θείας ανοχής και έπειθαν όχι μόνο να μη καταράται, αλλά και να εύχεται υπέρ αυτών που ζουν στην πονηρία, διότι ο Θεός παρέχει σ' εκείνους ακόμη προθεσμία μετανοίας. Για να δείξει λοιπόν τούτο ο Θεός των μετανοούντων, ο εύσπλαγχνος πατήρ, και για να παραστήσει επί πλέον ότι δίδει μεγάλα και επίφθονα δώρα στους επιστρέφοντας με μετάνοια, συνέθεσε με αυτόν τον τρόπο την παραβολή.

25. Ας επιληφθούμε λοιπόν κι εμείς, αδελφοί, της μετανοίας με έργα, ας εγκαταλείψωμε τον πονηρό και τα βοσκήματά του· ας μείνωμε μακριά από τους χοίρους και από τα ξυλοκέρατα που τους τρέφουν, δηλαδή από ταβδελυρά πάθη και τους προσκολλημένους σ' αυτά· ας σταθούμε μακριά από την πονηρά νομή, δηλαδή την κακή συνήθεια ας αποφύγωμε την χώρα των παθών, δηλαδή την απιστία και απληστία και ακρασία, όπου συμβαίνει φοβερός λιμός αγαθών και επέρχονται πάθη χειρότερα από τον λιμό· ας τρέξωμε προς τον Πατέρα της αφθαρσίας, τον δότη της ζωής, βαδίζοντας την οδό της ζωής δια των αρετών. Εκεί θα τον εύρωμε να έχει εξέλθει από φιλανθρωπία για προϋπάντηση και να μας χαρίζει την άφεσι των αμαρτιών μας, το σύμβολο της αφθαρσίας, τον αρραβώνα της μελλοντικής κληρονομίας. Και ο άσωτος υιός άλλωστε, όπως εδιδαχθήκαμε από τον Σωτήρα, όσον καιρό ευρισκόταν στη χώρα των παθών, αν και εσκεπτόταν και έλεγε τα λόγια της μετανοίας, δεν επέτυχε τίποτε το καλό, έως ότου αφήνοντας όλα εκείνα τα έργα της αμαρτίας ήλθε τρέχοντας προς τον πατέρα κι αφού επέτυχε τα ανέλπιστα, έμεινε οπωσδήποτε στο εξής πλησίον του με ταπείνωση, σωφρονώντας, δικαιοπραγώντας και διατηρώντας ακέραια την ανανεωμένη από τον Θεό χάρη.

26. Αυτήν τη χάρη είθε να την επιτύχωμε όλοι μας και να την διατηρήσωμε αμείωτη, ώστε και στον μέλλοντα αιώνα να συνευφρανθούμε με τον σεσωσμένο άσωτο στην άνω Ιερουσαλήμ, την μητέρα των ζώντων, την Εκκλησία των πρωτοτόκων, εν Χριστώ τω Κυρίω ημών, στον οποίο πρέπει δόξα στους αιώνες. Γένοιτο. 

(Ομιλία Γ', Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ τ. 9, ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ")

Πηγή: www.alopsis.gr




ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ' ΛΟΥΚΑ - ΑΣΩΤΟΥ: Εὐαγγέλιο - Περί μετανοίας (Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου))


«Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. Καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. Εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη». 

πόδοση

Εἶπεν ὁ Κύριοςτὴν ἑξῆς παραβολή. Κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δύο υἱούς. Καὶ ὁ νεώτερος ἀπ’ αὐτοὺς εἶπε εἰς τὸν πατέρα του, Πατέρα, δός μου τὸ μερίδιον τῆς περιουσίας ποὺ ἀναλογεῖ σ’ ἐμέ. Καὶ ἐμοίρασε εἰς αὐτοὺς τὴν περιουσίαν. Καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ νεώτερος υἱὸς ἐμάζεψε ὅλα καὶ ἐταξείδεψε σὲ μακρυνὴ χώρα καὶ ἐκεῖ ἐσπατάλησε τὴν περιουσίαν του ζῶν βίον ἄσωτον. Ὅταν ἐξώδεψε ὅ,τι εἶχε, ἔγινε μεγάλη πεῖνα εἰς τὴν χώραν ἐκείνην καὶ αὐτὸς ἄρχισε νὰ στερῆται. Καὶ ἐπῆγε καὶ προσκολλήθηκε εἰς ἕναν ἀπὸ τοὺς πολίτας τῆς χώρας ἐκείνης ὁ ὁποῖος τὸν ἔστειλε εἰς τὰ χωράφια του νὰ βόσκῃ χοίρους. Καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ γεμίσῃ τὴν κοιλιά του ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι καὶ καὶ κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε τίποτε. Τότε συνῆλθε εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ εἶπε, Πόσοι μισθωτοὶ ἐργάται τοῦ πατέρα μου ἔχουν ἀρκετὴν τροφὴν καὶ τοὺς περισσεύει, ἐνῷ ἐγὼ χάνομαι ἀπὸ τὴν πεῖνα! Θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ πάω εἰς τὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ, Πατέρα ἁμάρτησα κατὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐνώπιόν σου, δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζωμαι υἱός σου. Κάνε με σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς ἐργάτας σου. Καὶ ἐσηκώθηκε καὶ ἦλθε εἰς τὸν πατέρα του. Ἐνῷ δὲ ἦτο ἀκόμη μακρυά, τὸν εἶδε ὁ πατέρας του καὶ τὸν σπλαγχνίσθηκε καὶ ἔτρεξε καὶ ἔπεσε εἰς τὸν τράχηλόν του καὶ τὸν κατεφίλησε. Τοῦ εἶπε δὲ ὁ υἱός, Πατέρα, ἁμάρτησα κατὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐνώπιόν σου καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζωμαι υἱός σου. Ἀλλ’ ὁ πατέρας εἶπε εἰς τοὺς δούλους του, Βγάλετε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ντύσατέ τον καὶ δῶστε του δακτυλίδι γιὰ τὸ δάκτυλό του καὶ ὑποδήματα γιὰ τὰ πόδια του, καὶ φέρετε τὸ θρεμμένο μοσχάρι καὶ σφάξατέ το καὶ ἂς φᾶμε καὶ ἂς εὐφρανθοῦμε διότι ὁ υἱὸς μου αὐτὸς ἤτανε νεκρὸς καὶ ἀνέζησε, ἤτανε χαμένος καὶ εὑρέθηκε. Καὶ ἄρχισαν νὰ εὐφραίνωνται. Ὁ υἱός του ὅμως ὁ μεγαλύτερος ἤτανε στὸ χωράφι καὶ ὅταν ἐπέστρεφε, καθὼς ἐπλησίασε εἰς τὸ σπίτι, ἄκουσε μουσικὴν καὶ χορούς. Ἐκάλεσε τότε ἕνα ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας καὶ ἐρώτησε τί ἐσήμαιναν αὐτά. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε, Ἦλθε ὁ ἀδελφός σου, καὶ ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τὸ θρεμμένο μοσχάρι, διότι τὸν ἀπέκτησε πάλιν ὑγιαίνοντα. Αὐτὸς ὅμως ἐθύμωσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπῇ. Ὁ πατέρας του ἐβγῆκε ἔξω καὶ τὸν παρακαλοῦσε, ἀλλ’ αὐτὸς ἀπεκρίθη εἰς τὸν πατέρα του, Τόσα χρόνια σὲ δουλεύω καὶ ποτὲ δὲν παρέβηκα ἐντολήν σου, σ’ ἐμὲ ὅμως ποτὲ δὲν ἔδωκες οὔτε ἕνα κατσίκι, διὰ νὰ διασκεδάσω μὲ τοὺς φίλους μου. Ὅταν ὅμως ἦλθε ὁ υἱός σου αὐτός, ποὺ κατέφαγε τὴν περιουσία σου μὲ πόρνες, ἔσφαξες γι’ αὐτὸν τὸ θρεμμένο μοσχάρι. Ὁ πατέρας τοῦ εἶπε, Παιδί μου, σὺ εἶσαι πάντοτε μαζί μου καὶ ὅ,τι ἔχω εἶναι δικό σου. Ἔπρεπε νὰ εὐφρανθοῦμε καὶ νὰ χαροῦμε διότι ὁ ἀδελφός σου αὐτὸς ἤτανε νεκρὸς καὶ ἀνέζησε· χαμένος ἤτανε καὶ εὑρέθηκε. 

Ἀπόσπασμα  ἀπό τήν Α' Ὁμιλία - Περί μετανοίας
τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου


Ήταν δυό αδέλφια· τα οποία, αφού μοιράστηκαν αναμεταξύ τους την πατρική
περιουσία, ο ένας έμεινε στο σπίτι, ενώ ο άλλος έφυγε σε μακρινή χώρα. Εκεί, αφού κατέφαγε όλα όσα του δόθηκαν, δυστύχησε και υπέφερε μη υπομένοντας τη ντροπή από τη φτώχεια. (Λουκά 15: 11 κ.ε.) Αυτή την παραβολή θέλησα να σάς την πω, για να μάθετε, ότι υπάρχει άφεση αμαρτημάτων και μετά το Βάπτισμα, εάν είμαστε προσεκτικοί. Και το λέγω αυτό όχι για να σάς κάνω αδιάφορους, αλλά για να σάς απομακρύνω από την απόγνωση. Γιατί η απόγνωση μας προξενεί χειρότερα κακά και από τη ραθυμία.

Αυτός λοιπόν ο υιός αποτελεί την εικόνα εκείνων που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα. Και ότι φανερώνει εκείνους που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα, αποδεικνύεται από το ότι ονομάζεται υιός. Γιατί κανένας δεν μπορεί να ονομασθεί υιός χωρίς το Βάπτισμα. Επίσης διέμενε στην πατρική οικία και μοιράστηκε όλα τα πατρικά αγαθά, ενώ πριν από το Βάπτισμα δεν μπορεί κανείς να λάβει την πατρική περιουσία, ούτε να δεχθεί κληρονομία. Ώστε μ όλα αυτά μας υπαινίσσεται το σύνολο των πιστών.

Επίσης ήταν αδελφός εκείνου που είχε προκόψει. Αδελφός όμως δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την πνευματική αναγέννηση. Αυτός λοιπόν, αφού έπεσε στη χειρότερη μορφή κακίας, τι λέγει: «Θα επιστρέψω στον πατέρα μου» (Λουκά 15:18). Γι αυτό ο πατέρας του τον άφησε και δεν τον εμπόδισε να φύγει στην ξένη χώρα, για να μάθει καλά με την πείρα, πόση ευεργεσία απολάμβανε όταν βρισκόταν στο σπίτι. Γιατί πολλές φορές ο Θεός, όταν δεν πείθει με το λόγο του, αφήνει να διδαχθούμε από την πείρα των πραγμάτων, πράγμα βέβαια που έλεγε και στους Ιουδαίους.

Επειδή δηλαδή δεν τους έπεισε ούτε τους προσέλκυσε, απευθύνοντάς τους αμέτρητους λόγους με τους προφήτες, τους άφησε να διδαχθούν με την τιμωρία, λέγοντάς τους: «Θα σε διδάξει η αποστασία σου και θα σε ελέγξει η κακία σου» (Ιερ. 2, 19). Γιατί έπρεπε να Του είχαν εμπιστοσύνη από πριν. Επειδή όμως ήταν τόσο πολύ αναίσθητοι, ώστε να μη πιστεύουν στις παραινέσεις και τις συμβουλές Του, θέλωντας να προλάβει την υποδούλωσή τους στην κακία, επιτρέπει να διδαχθούν από τα ίδια τα πράγματα, ώστε έτσι να τους κερδίσει και πάλι.

Αφού λοιπόν ο άσωτος έφυγε στην ξένη χώρα και από τα ίδια τα πράγματα έμαθε πόσο μεγάλο κακό είναι να χάσει κανείς το πατρικό του σπίτι, επέστρεψε, και ο πατέρας του τότε δεν του κράτησε κακία, αλλά τον δέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά. Γιατί άραγε; Επειδή ήταν πατέρας και όχι δικαστής. Και στήθηκαν τότε χοροί και συμπόσια και πανηγύρια και όλο το σπίτι ήταν φαιδρό και χαρούμενο. Τι μου λες τώρα άνθρωπέ μου; Αυτές είναι οι αμοιβές της κακίας; Όχι της κακίας, άνθρωπε, αλλά της επιστροφής. Όχι της πονηρίας, αλλά της μεταβολής προς το καλύτερο.

Και ακούστε και το σπουδαιότερο: Αγανάκτησε γι αυτά ο μεγαλύτερος υιός. Ο πατέρας όμως τον έπεισε κι αυτόν μιλώντας του με πραότητα και λέγοντας, «συ πάντοτε ζούσες μαζί μου, ενώ αυτός ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του» (Λουκά 15:31-32). Όταν πρέπει να διασώσει τον χαμένο, λέγει: «Δεν είναι ώρα τώρα για δικαστήρια, ούτε για λεπτομερή εξέταση, αλλά είναι ώρα μόνο φιλανθρωπίας και συγγνώμης.» Κανένας ιατρός, που έχει αμελήσει ο ίδιος να δώσει φάρμακο στον ασθενή, δεν ζητεί ευθύνες απ αυτόν για την αταξία του και ούτε τον τιμωρεί. Και αν ακόμα χρειαζόταν να τιμωρηθεί ο άσωτος, τιμωρήθηκε αρκετά ζώντας στην ξένη χώρα.

Τόσο λοιπόν χρόνο στερήθηκε τη συντροφιά μας και έζησε παλεύοντας με την πείνα, την ατίμωση και τα χειρότερα κακά. Γι αυτό λέγει ο πατέρας: «ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του». Μη βλέπεις, λέγει, τα παρόντα, αλλά σκέψου το μέγεθος της προηγούμενης συμφοράς. Αδελφό βλέπεις, όχι ξένο. Στον πατέρα του επέστρεψε, που ξεχνάει τα περασμένα η καλύτερα που θυμάται εκείνα μόνο τα οποία μπορούν να τον οδηγήσουν σε συμπάθεια και έλεος, σε στοργή και ευσπλαγχνία τέτοια που ταιριάζει στους γονείς. Γι αυτό δεν είπε, εκείνα που έπραξε ο άσωτος, αλλά εκείνα που έπαθε. Δεν λυπήθηκε ότι κατέφαγε την περιουσία του, αλλ' ότι περιέπεσε σ' αμέτρητα κακά.

Έτσι έψαχνε με τόση προθυμία και με ακόμα μεγαλύτερη να βρει το χαμένο πρόβατο. Και εδώ βέβαια γύρισε πίσω ο ίδιος ο υιός, ενώ στην παραβολή του καλού Ποιμένος έφυγε ο ίδιος ο ποιμένας. Και αφού βρήκε το χαμένο πρόβατο το έφερε πίσω, και χαιρόταν πολύ περισσότερο γι αυτό, παρά για όλα τα άλλα τα σωσμένα. Και πρόσεχε πως έφερε πίσω το χαμένο πρόβατο: Δεν το μαστίγωσε, αλλά μεταφέροντάς το και βαστάζοντάς το στους ώμους του, το παρέδωσε πάλι στο κοπάδι.

Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ότι όχι μόνο δεν μας αποστρέφεται όταν επιστρέφομε κοντά Του, αλλά μας δέχεται το ίδιο αγαπητικά με τους άλλους που έχουν προκόψει στην αρετή. Και ότι όχι μόνο δεν μας τιμωρεί, αλλά και έρχεται ν αναζητήσει τους πλανημένους. Και όταν τους βρει, χαίρεται περισσότερο απ όσο χαίρεται για εκείνους που έχουν σωθεί. Ούτε πρέπει ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε στην κατηγορία των κακών, αλλά ούτε όταν είμαστε καλοί να έχουμε θάρρος.

Ασκώντας την αρετή να φοβόμαστε μήπως πέσομε, στηριζόμενοι στο θάρρος μας. Και όταν αμαρτάνουμε να μετανοούμε. Και εκείνο που είπα αρχίζοντας την ομιλία, αυτό λέγω και τώρα: Είναι προδοσία της σωτηρίας μας αυτά τα δύο, δηλαδή και το να έχουμε θάρρος όταν είμαστε ενάρετοι, και το ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε πεσμένοι στην κακία.

Γι αυτό ο Παύλος, για ν' ασφαλίσει εκείνους που ασκούν την αρετή, έλεγε: «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μήπως πέσει» (Α' Κορ. 10, 12). Και πάλι: «Φοβάμαι μήπως, ενώ κήρυξα σε άλλους, εγώ ο ίδιος βρεθώ ανάξιος» (Β' Κορ. 11, 3). Ανορθώνοντας πάλι τους πεσμένους και διεγείροντάς τους σε μεγαλύτερη προθυμία διακήρυττε έντονα στους Κορινθίους γράφοντας τα εξής: «Μήπως πενθήσω πολλούς που αμάρτησαν προηγουμένως και δεν μετανόησαν» (Β' Κορ. 12, 21). Για να δείξει ότι είναι άξιοι θρήνων όχι τόσο εκείνοι που αμαρτάνουν, όσο εκείνοι που δεν μετανοούν για τα αμαρτήματά τους. Και ο προφήτης πάλι λέγει: «Μήπως εκείνος που πέφτει δεν σηκώνεται, η εκείνος που παίρνει στραβό δρόμο δεν επιστρέφει;» (Ιερ. 8, 4). Γι αυτό και ο Δαυίδ παρακαλεί αυτούς ακριβώς, λέγοντας: «Σήμερα, εάν ακούσετε τη φωνή Αυτού, μη σκληρύνετε τις καρδιές σας όπως τότε που Τον παραπίκραναν οι πατέρες σας» (Ψαλμ. 94, 8).

Όσο λοιπόν θα υπάρχει το σήμερα, ας μη απελπιζόμαστε, αλλ έχοντας ελπίδα προς τον Κύριο και έχοντας κατά νουν το πέλαγος της φιλανθρωπίας Του, αφού αποτινάξουμε κάθε τι το πονηρό από τη σκέψη μας, ας ασκούμε με πολλή προθυμία και ελπίδα την αρετή, και ας επιδείξουμε μετάνοια με όλη τη δύναμή μας.

Έτσι αφού απαλλαχθούμε απ' όλα τ αμαρτήματά μας εδώ στη γη, να μπορέσουμε με θάρρος να σταθούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού, και να επιτύχουμε τη βασιλεία των ουρανών, την οποία εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. 
Αμήν

Πηγή: www.alopsis.gr


Κοντάκιον

Ἦχος γ’.

Τῆς πατρῴας δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι τὴν τοῦ Ἀσώτου, φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου, Πάτερ οἰκτίρμον· δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.