A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Μεγαλομάρτυς ἡ Φαρμακολύτρια (22 Δεκεμβρίου)






Από οικογένεια Συγκλητικών

Γεννήθηκε στην Ρώμη την εποχή που αυτοκράτορας στην αμαρτωλή και αντίχριστο αυτή πόλη ήταν ο ασεβής τύραννος Διοκλητιανός. Ο αυτοκράτορας εκείνος ήταν από τους πιο θηριώδεις διώκτες του Χριστιανισμού.
Η οικογένεια της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας ήταν πλούσια και ευγενεστάτη. Ήταν οικογένεια Ρωμαίου συγκλητικού. Ο πατέρας της ονομαζότανε Πραιτεξτάτος και ήταν δυστυχώς εθνικός, ειδωλολάτρης. Η μητέρα της όμως Φλαβία ήταν Χριστιανή, ευσεβής και γι αυτό την βάφτισε την Αναστασία και την ανέθρεψε σύμφωνα με την Χριστιανική Πίστη.
Η μικρή Αναστασία δυστυχώς έμεινε πολύ ενωρίς ορφανή από την ευσεβή μητέρα της. Ευτυχώς όμως την φροντίδα της περαιτέρω ανατροφής και μορφώσεώς της την ανέλαβε ένας ενάρετος και συνετός διδάσκαλος και παιδαγωγός ο Χρυσόγονος. Δεν ήταν ένας τυχαίος διδάσκαλος και παιδαγωγός ο Χρυσογόνος. 

Παρθενία και ταπείνωση

Η νεαρή κόρη θυμόταν πάντοτε τις συμβουλές της αγίας μητέρας της. Ζούσε κάτω από την καθοδήγηση του σοφού διδασκάλου Χρυσογόνου και προέκοπτε εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Γνώριζε τώρα τον Αληθινό Θεό και με πλήρη επίγνωση Τον λάτρευε, καταφρονώντας τα είδωλα. Η Αναστασία είχε κάλλος σώματος. Ήταν ωραία. Ωραιότερη όμως ήταν στην ψυχή. Γνώριζε τι μεγάλος θησαυρός είναι η παρθενία και πόσον μισθό θα έχουν όσοι μείνουν παρθένοι.
Ο πατέρας της, όπως είπαμε, ήταν μανιακός ειδωλολάτρης και χωρίς η Αναστασία να το θέλει, την πάντρεψε. Της έδωσε κάποιον ειδωλολάτρη, Πόπλιο ονομαζόμενο. Αυτή
προφασιζόταν συχνά ασθένεια και ποτέ δεν θέλησε να έλθει σε σαρκική επικοινωνία με τον ειδωλολάτρη σύζυγο. Έτσι κατόρθωσε και διατήρησε την παρθενία της διά παντός.
Κάθε ημέρα όμως προσευχόταν και φύλαξε τις εντολές του Θεού. Αγωνιζότανε για την σωτηρία της και προσπαθούσε πώς να αρέσει στο Θεό.
Ο Πύπλιος εξάλλου ήταν άσωτος άνθρωπος και την επήρε κυρίως για τα πλούτη της. Έτσι δεν τον πολυαπασχολούσε το ζήτημα της Αναστασίας σαν γυναίκας. Εκείνο, που τον ενδιέφερε αυτόν, ήταν τα χρήματα της, που σπαταλούσε με άλλες ελεύθερες και κοινές γυναίκες.

Έτσι η Αναστασία επωφελείται την ελευθερία της. Στο σπίτι της ζει ζωή ασκητική, κάτω από τις οδηγίες του Χρυσογόνου, του διδασκάλου της, που ήταν θειος της και διετέλεσε έπαρχος Θεσσαλονίκης.
Ήταν η μακαρία και ταπεινή. Η ταπείνωση της ήταν τέτοια, που τακτικά ξεντυνόταν τα πολύτιμα και λαμπρά της φορέματα, ντυνόταν φτωχικά για να μη την γνωρίζουν και πήγαινε με τη δούλη της στις φυλακές.
Εκεί φρόντιζε τους ομολογητές Χριστιανούς. Τους περιποιόταν και τους καθάριζε τις πληγές τους και τα αίματα. Τους καταφιλούσε τις πληγές που είχαν για το Χριστό. Τους παρηγορούσε και έδινε κουράγιο στους Μάρτυρες και τους βασανιζομένους Χριστιανούς για να μη δειλιάσουν στις πρόσκαιρες τιμωρίες. Τους έδινε τροφές, ενδύματα και ότι άλλο είχαν ανάγκη. όλα δε αυτά τα έκανε κρυφά και ιδίως την νύκτα, για να μη την πάρουν είδηση.
Πώς το κατόρθωνε; Έδινε αρκετά χρήματα στους δεσμοφύλακες και εκείνοι την άφηναν και έμπαινε ελεύθερα μέσα. Φυσικά, όλα αυτά απαιτούσαν χρήματα και χρήματα πολλά.
Αλλά η Αναστασία τα έδινε με απλοχεριά, και με χαρά.

Η Αγία υπό περιορισμό!

Μόλις πληροφορήθηκε ο άνδρας της ο Πόπλιος αυτά, την φυλάκισε και δεν την άφηνε να βγαίνει καθόλου έξω. Δεν άφηνε να δει και να μιλήσει με κανένα. Την φυλάκισε με την κατηγορία, ότι ήταν φαρμακός και ιερόσυλος. Από αυτό ίσως πήρε και το όνομα φαρμακολύτρια. Η Εκκλησία την ονόμασε έτσι διότι έλαβε από τον Θεό δύναμη αργότερα να
θεραπεύει τους πάσχοντες από την δύναμη των δηλητηρίων και των φαρμάκων των φαρμακευτριών, των μαγισσών. Πολλά τέτοια θαύματα αναφέρονται.
Η λύπη της φυλακισμένης Αγίας ήταν ανείπωτη. Στενοχωριόταν αφάνταστα, διότι δεν μπορούσε πια να πηγαίνει στις φυλακές και να περιποιέται τους φυλακισμένους Μάρτυρας.
Δεν μπορούσε να περιποιηθεί και τον διδάσκαλο της Χρυσόγονο, που τον είχε φυλακισμένο και αυτόν ο βασιλιάς, για την πίστι του Χριστού.
Δεν μπορούσε να παρηγορήσει ο ένας τον άλλον. Δεν υπήρχε τρόπος να επικοινωνήσουν. Μόνον μέσω μιας γριάς γυναίκας κατόρθωνε και αλληλογραφούσε με τον διδάσκαλο της. Τον παρακαλούσε να δεηθεί στον Θεό να την λυτρώσει από τον απαίσιο σύζυγο της.

Φονεύεται ο σύζυγος της και ελευθερώνεται

Ο Χρυσόγονος, Χριστιανός ενάρετος και φλογερός, πλημμυρισμένος από τη χάρη του Παντοδυνάμου Θεού παρήγγειλε στην Αγία να έχει υπομονή και της προείπε ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνει ο άνδρας της και ότι θα μείνει τελείως ελεύθερη, ώστε να μπορεί να τρέχει ελεύθερα στις φυλακές και να περιποιέται τις πληγές των μαρτύρων.
Πράγματι ύστερα από λίγες μέρες με διαταγή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού ο άνδρας της Πόπλιος διορίστηκε πρέσβης στους Πέρσες και αναχώρησε για την καινούργια του θέση. Στο δρόμο όμως προς την Περσία εκείνος σκοτώθηκε. Ύστερα απ’ αυτό η Χριστιανή Αναστασία έμεινε ελεύθερη. Μπορούσε, λοιπόν, τότε να τρέχει παντού όπου την καλούσε το Χριστιανικό καθήκον.

Η γενναιότητα της Αναστασίας


Ο μανιασμένος Διοκλητιανός πληροφορείται και για τον Χρυσόγονο, ότι καίτοι φυλακισμένος κήρυττε στους φυλακισμένους αντίθετα προς τις βασιλικές διαταγές. Επίσης έμαθε ότι ενθουσιάζει τους φυλακισμένους και ότι δεν σκέπτεται να υποκύψει στον βασιλιά. Διατάσσει, λοιπόν, τους μεν άλλους να βασανίζουν πολύ, τον δε Χρυσόγονο να τον φέρουν
μπροστά του, σαν κατάδικο στην Ακυϊλία της Ιλλυρίας. Η Ιλλυρία, ήταν η σημερινή Αλβανία και μέρος της Γιουγκοσλαβίας.
Οι στρατιώτες παρέλαβαν τον Χρυσόγονο και τον οδηγούσαν στον αυτοκράτορα. Η Αναστασία ακολουθεί με θαυμαστή γενναιότητα τον διδάσκαλο της. Τον ακολουθεί, λοιπόν, για να ανακουφίζει τα δεινά του.


Το μαρτύριο του Δασκάλου Χρυσογόνου

Ο Δάσκαλος Χρυσογόνος με καταπληκτική παρρησία ομολόγησε την Πίστη του στον μόνο Αληθινό Θεό, θαύμασε βεβαίως ο βασιλεύς, αλλά τυφλωμένος από την πώρωση και τον εγωισμό, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν σε έρημο τόπο.
Εκεί κοντά ζούσε ο ασκητής Ιερομόναχος Ζωίλος. Σ’ αυτόν παρουσιάζεται σε δράμα ο Άγιος Χρυσόγονος και του υποδεικνύει τον τόπο, όπου ήταν το άγιο Λείψανο του.
Με ευλάβεια, τότε, παραλαμβάνει το Ιερό Λείψανο και το ενταφιάζει κοντά στο κελί του.
Εκεί κοντά στο μέρος που πέταξαν το Άγιο Λείψανο του μάρτυρος Χρυσογόνου ζούσαν τρεις ενάρετες αδελφές, η Αγάπη, η Χιονία και η Ειρήνη. Ένα μήνα μετά τον ενταφιασμό του Ιερού Λειψάνου έρχεται με δράμα στον Ιερομόναχο Ζωΐλο ο μάρτυς Χρυσόγονος και του λέγει:
—Ο ασεβής βασιλεύς έμαθε για τις τρεις αδελφές, χριστιανές νέες. Έμαθε, Ζωΐλε, για το χριστιανικό φρόνημα και την αρετή τους και σε 9 μέρες θα τις θανατώσει... Θα έρθει όμως, για να τις ενισχύσει στην πίστη τους η Αναστασία, η οποία και θα τις ενθαρρύνει στην πορεία τους προς το μαρτύριο... Ετοιμάσου και συ Ζωΐλε, διότι και συ θα έρθεις σε λίγο κοντά μας για να απολαύσεις τους καρπούς των κόπων σου, για ν’ ανταμειφθείς για τους αγώνες σου τους πνευματικούς και τις στερήσεις σου...
Την ίδια οπτασία είδε και η Αναστασία. Γι’ αυτό, λοιπόν, πήγε αμέσως στο ασκητικό κατοικητήριο του Ζωΐλου και προσκύνησε τον τάφο του Χρυσογόνου.

Εκεί η Αναστασία συνάντησε τις τρεις αδελφές, με τις οποίες εν συνεχεία κατέβηκε προς την Θεσσαλονίκη. Στο δρόμο είχε την ευκαιρία να μιλήσει μαζί τους, να τις τονώσει και τις εμψυχώσει στην αγάπη του Χριστού και την απόφαση για μαρτύριο. Είπε στις Χριστιανές νέες, ότι πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν τα μαρτύρια και τον θάνατο υπέρ του Χριστού με θάρρος, καρτερία, προσευχή και πνεύμα θυσίας. Έτσι και έγινε και οι Αγίες Αγάπη, Χιονία και Ειρήνη μαρτύρησαν δια πυρός για την Αγάπη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Εν τω μεταξύ ο Ζωΐλος κοιμήθηκε εν Κυρίω, όπως του είχε προαναγγείλει στην οπτασία ο Χρυσόγονος.

Φυλάκιση και παντοειδή βασανιστήρια της Αγίας Αναστασίας

Έμαθε ο άρχοντας ότι η Αναστασία παρέλαβε τα Λείψανα των Αγίων και τα ενταφίασε και έδωσε διαταγή να φυλακιστεί. Σκόπευε να την τιμωρήσει με βασανιστήρια.
Πληροφορήθηκε, όμως, ότι ήταν από τις ευγενέστερες της Ρώμης. Γι’ αυτό την έστειλε στον Αυτοκράτορα να την δικάσει.
Εκείνος εξέτασε, τι είχε κάμει τα πατρικά της πλούτη. Η μακαρία δε Αναστασία απήντησε με όλη την ειλικρίνεια και το θάρρος της.
—Τα μοίρασα, του είπε, στους φτωχούς αδελφούς μου εν Χριστώ. Σ’ ανθρώπους δηλ. που είχαν ανάγκη. Σε ψυχές, που υπέφεραν για τη δόξα του Χριστού και που βρισκόντουσαν μέσα στις φυλακές, διότι άγριοι, απολίτιστοι και ειδωλολάτρες τους έστειλαν στα μπουντρούμια των φυλακών. Έπειτα ήλθα να προσφέρω το σώμα μου να θυσιαστεί για την αγάπη του Χριστού. Άλλο δεν εξουσιάζω να προσφέρω στον Σωτήρα μου.
Ο βασιλιάς την στέλνει στον Έπαρχο. Ο Έπαρχος την καλόπιασε στην αρχή.
—Γιατί, της λέγει, δεν προσκυνάς τους θεούς, που προσκυνούσε και ο πατέρας σου;
—Αυτούς τους θεούς (τα ξόανα) τους έκαψα και τους απάλλαξα από τις αράχνες και τις μύγες, που καθόντουσαν επάνω τους και τους βρωμούσαν.
Αγρίεψε τότε ο Έπαρχος και είπε:
—Μα τους θεούς, εγώ θα την παιδέψω πολύ αυτή την ιερόσυλο.
—Θαυμάζω την εξυπνάδα σου, του είπε η Αγία, διότι αυτήν την καλή πράξη, την ονομάζεις ιεροσυλία. Εάν τα άψυχα ξόανα είχαν αίσθηση και κάποια δύναμη, γιατί δεν βοηθούσαν τον εαυτόν τους να μη τους κάψω; Και γιατί δεν με τιμωρούσανε, όταν τους έκαιγα.
Ο Έπαρχος, αφού με όλες τις υποσχέσεις, τις κολακείες και τις φοβέρες, που χρησιμοποίησε, δεν μπόρεσε να της αλλάξει το μυαλό, το ανέφερε στον Αυτοκράτορα.
Ο Αυτοκράτορας την παρέδωσε στον ειδωλολάτρη Αρχιερέα του Καπιτωλίου, Ουλπιανό, με την υποχρέωση ή να την κάνει ειδωλολάτρισσα ή να την θανατώσει με όποιον τρόπο εκείνος νόμιζε καλύτερα.

Για να την παρασύρει εκείνος, διάλεξε και το εξής δελεαστικό, γλυκό και βασανιστικό μαρτύριο: Στο ένα μέρος τοποθέτησε λαμπρά και πολύτιμα γυναικεία φορέματα, με
φανταχτερά στολίδια. Από το άλλο μέρος έστησε διάφορα φονικά όργανα, τηγάνια, καζάνια, τροχούς, ξίφη, εσχάρες, σιδερένια νύχια κ.λ.π. Νόμιζε ο δυστυχής ότι με τα μέσα αυτά θα την φοβίζει και με τα άλλα θα την δελεάσει.
Η αποτυχία του, όμως, υπήρξε παταγώδης. Διαψεύστηκε στις ελπίδες του ο ταλαίπωρος. Η Αγία δεν φοβήθηκε καθόλου τα φονικά όργανα. Κανένα ίχνος δειλίας η φοβίας δεν έδειξε. Αντίθετα έμενε σταθερή και ακλόνητη στην απόφαση της να μαρτυρήσει, για την Πίστη του Χριστού. Εν τω μεταξύ τρεις διεφθαρμένες γυναίκες ήρθαν δασκαλεμένες από τον βασιλέα, με σκοπό να διαστρέψουν την Αγία. Αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτε. Η Αγία έμεινε σταθερή και ακλόνητη στο Χριστό.
Αλλά και ο δικαστής ξεκίνησε να μολύνει την Παρθένο. Στο δρόμο, όμως, τυφλώθηκε από τον Κύριο. Οι δε πόνοι ήσαν τρομακτικοί. Μαζεύτηκαν οι γείτονες και τον μετέφεραν στο σπίτι του ουρλιάζοντας. Δεν μπορούσε, όμως, να ησυχάσει καθόλου από τους πόνους. Κατέφυγε στους ναούς των ειδώλων και ζητούσε βοήθεια. Αλλ’ εις μάτην. Απελπισμένος παρεκάλεσε και τον μετέφεραν τελευταία σ’ ένα απ’ αυτούς. Εκεί ο ταλαίπωρος εν μέσω φρικτών πόνων ξεψύχησε. Τότε ελευθερώθηκε και η Αναστασία και αποφυλακίστηκε.


Παρηγοριά προς την Θεοδότη

Ελεύθερο πουλί πλέον πέταξε η Αναστασία στους αγαπημένους της χώρους των φυλακών των διαφόρων πόλεων, όπου υπήρχαν λευκές, σαν τα κρίνα, χριστιανικές ψυχές φυλακισμένες για την πίστη τους. Σε μια, όμως, πόλη ήταν φυλακισμένη η μάρτυς Θεοδότη. Αυτή είχε υποστεί πολλά μαρτύρια από ένα κόμη, Λευκάδιο ονόματι.
Η Αναστασία την επισκέφθηκε, της διηγήθηκε τα δικά της βασανιστήρια, την εμψύχωσε και την στερέωσε περισσότερο στην Πίστη και στην απόφαση να μαρτυρήσει.
Πληροφορείται τα συμβάντα ο κόμης Λευκάδιος και φυλακίζει την Αναστασία.
Την Θεοδότη, όμως, την έστειλε δεμένη στον ύπατο της Βιθυνίας. Εκείνος προσπαθεί να την πείσει με διαφόρους τρόπους ν’ αρνηθεί τον Χριστό. Την βασάνισε πολύ.
Αλλ’ εκείνη μένει σταθερή. Η Θεοδότη μαρτύρησε μαζί με τα παιδιά της για την Αγάπη του Χριστού και παρέδωσαν όλοι μαζί τις αγίες ψυχές τους.

Τελευταία μαρτύρια της Αναστασίας
Η Αναστασία βρισκόταν τότε στις φυλακές από τον έπαρχο του Ιλλυρικού. Φιλάργυρος άνθρωπος εκείνος προσπάθησε να της πάρει τα χρήματα, που πληροφορήθηκε ότι έχει.
Γι’ αυτό της λέγει:
—Σαν αληθινή Χριστιανή, που είσαι, πρέπει να περιφρονείς τα πλούτη. Δός τα, λοιπόν, σε μένα και θ’ απολαύσεις την ελευθερία σου.
Επήρε όμως την απάντηση, που έπρεπε.
—Ο Κύριος μας είπε να δίνουμε στους φτωχούς τα υπάρχοντα μας. Σ’ εκείνους δηλαδή που έχουν ανάγκη. Συ τώρα δεν έχεις απολύτως καμία ανάγκη. Αν όμως, φτάσεις σ’ αυτή την κατάσταση, τότε με όλη μου την ψυχή θα σε ενισχύσω.
Θύμωσε τότε ο τύραννος και αμέσως διέταξε να την φυλακίσουν και να της δίνουν ελάχιστο ψωμί. Ίσα να μη πεθάνει. Νόμισε, ο δυστυχής, ότι θα την νικούσε με αυτόν τον τρόπον. Η Αναστασία, όμως ενισχυόμενη από τον Θεό, έπειτα από ένα μήνα βγήκε από τη φυλακή περισσότερο ακμαία, χαρούμενη και θαρραλέα. Αυτό εκνεύρισε τον άρχοντα
πιο πολύ. Την ξαναφυλακίζει, αντικαθιστά τους δεσμοφύλακες και σφραγίζει τις πόρτες, νομίζοντας, ότι εκείνοι της δίνανε τροφή.
Και πάλιν η Αγία έμεινε προσευχόμενη ημέρα και νύχτα. Η δε Θεοδότη, που προ ολίγου μαρτύρησε, παρουσιαζόταν πολλές φορές στο σκοτεινό κελί της φυλακής και της έδινε δύναμη. Ετσι και πάλιν μετά ένα μήνα σφριγηλή και ωραία βγήκε από τη φυλακή.

Την σταυρώνουν και την καίνε

Ο άρχοντας έσκασε από το κακό του. Δεν ήξερε τι να κάνει. Διατάζει τότε, να την βάλουν σε μια βάρκα με εκατόν είκοσι άλλους καταδίκους ειδωλολάτρες και ένα Χριστιανό,ονόματι Ευτυχιανό. Να πάνε στα ανοιχτά της θάλασσας, να τρυπήσουν την βάρκα και να τους πνίξουν.
Έτσι και έγινε. Οι στρατιώτες τους πηγαίνουν στα βαθειά, τρυπούν τη βάρκα και τους εγκαταλείπουν, περιμένοντας να βυθιστούν. Αλλ’ ώ των θαυμασίων Σου Χριστέ!!
Εμφανίζεται η Θεοδότη στο τιμόνι και κατευθύνει σταθερά την τρυπημένη βάρκα στο γιαλό.
Οι ειδωλολάτρες είδαν το θαύμα κι πίστευσαν. Παρεκάλεσαν δε την Αναστασία και τον Χριστιανό Ευτυχιανό να τους κατηχήσουν στην Αλήθεια του Χριστού. Έτσι πίστευσαν όλοι στο Χριστό και οι εκατόν είκοσι.
Τους υπέβαλε σε μαρτύρια διά να αρνηθούν τον Χριστό ο άρχοντας, αλλά όλοι οι μακάριοι τα υπέμειναν. Αυτά τα έμαθε ο Έπαρχος. Μετά τρεις ημέρες διέταξε να αποκεφαλίσουν τους μόλις πιστεύσαντες, την δε Αναστασία να δέσουν σε πασσάλους και να την κάψουν ζωντανή.
Πράγματι! Την καθήλωσαν κάτω δεμένη και γύρω - γύρω άναψαν φωτιά. Το μαρτύριο ήταν τρομερό, αλλ’ η Αγία το δέχθηκε με χαρά.
Κατ’ αυτόν τον τρόπον μέσα στις φλόγες η Αναστασία παρέδωκε την αγία της ψυχή στο Θεό, που τόσον αγάπησε εδώ. Ήταν η 22α Δεκεμβρίου


Ενταφιασμός - Ιερός Ναός Μετακομιδή του Λειψάνου


Το Λείψανο της Αγίας το πήρε μια ευγενική γυναικεία ψυχή, Απολλωνία λεγομένη, μέσω της συζύγου του έπαρχου. Ενταφίασε το σώμα στον κήπο της, όπου αργότερα έκτισε Ναό εις τιμήν της. Πού ακριβώς ήταν; Δεν αναφέρεται. Πιθανότατα στις Ιλλυρικές ακτές. Κατά την γνώμη ορισμένων στη Ζάρα, απ’ όπου αργότερα μεταφέρθηκε ατό Σίρμιο, την πρωτεύουσα του Ιλλυρικού.
Από εκεί το Λείψανο της μετακομίσθηκε επί Πατριάρχου Γενναδίου (457 - 471) και του αυτοκράτορα Λέοντος Α. (457-474) στην Κωνσταντινούπολη. Εναπετέθη στον Ναό της
Αναστάσεως, εκεί που ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ξεφώνησε τους περίφημους Θεολογικούς του Λόγους. Εκεί η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια τελούσε πολλά θαύματα. Από αυτό ονομάστηκε κατόπιν Ναός της Αγίας Αναστασίας.

Ο Όσιος Μαρκιανός Οικονόμος, σύγχρονος του Λέοντος, ανήγειρε προς τιμήν της Αγίας Αναστασίας Ναό μεγαλοπρεπή, που τον εγκαινίασε ο Πατριάρχης Γεννάδιος.

Η Ι. Μονή της Αγίας Αναστασίας έξω από την Θεσσαλονίκη είναι εις τιμήν της. Εντός αυτής φυλάσσεται η Κάρα της Αγίας και μέρος από το δεξιό πόδι της. Η Μονή αυτή κτίστηκε το 833 από την Αυτοκράτειρα Θεοφανώ σύζυγο του Λέοντος του Σοφού.

Πηγή: xristianos.gr 

Στίχος

Ἀναστασία φάρμακον πιστοῖς μέγα, πᾶν φάρμακον λύουσα, καὶ κεκαυμένη. Καύθη Ἀναστασία πυρὶ δευτέρᾳ εἰκάδι λαύρῳ.



Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον

Tῶν μαρτύρων ταῖς χρείαις διακονήσασα, μαρτυρικῶς ἐμιμήσω τὰς ἀριστείας αὐτῶν, δι' ἀθλήσεως ἐχθρὸν καταπαλαίσασα• ὅθεν βλαστάνεις δαψιλῶς 
χάριν ἄφθονον ἀεί, θέοφρων Ἀναστασία, τοῖς προσιοῦσιν ἐκ πόθου τῇ ἀρωγῇ τῆς προστασίας σου.


Ἀπολυτίκιον ἕτερον Ἦχος δ΄. Οὐ σιωπήσωμεν
Τήν ἀθληφόρον τοῦ Χριστοῦ τήν πανένδοξον, Ἀναστασίαν, οἱ πιστοί ἰκετεύσωμεν, ὅπως Χριστός δεήσεσιν αὐτήν τειχίσηται ἡ μᾶς, ὅνπερ ἐπεπόθησεν 
ὡς νυμφίον οὐράνιον, πάντα ἀποπτύσασα πρός τήν τούτου ἀπόλαυσιν. Κατ’ ἀοράτων γάρ ἔχθρων καί ὁρατῶν μεσίτης πέλει Κυρίω εὐπρόσδεκτος.


Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν
Οἱ ἐν πειρασμοῖς, καὶ θλίψεσιν ὑπάρχοντες, πρὸς τὸν σὸν ναόν, προστρέχοντες λαμβάνουσι, τὰ σεπτὰ δωρήματα, τῆς ἔν σοὶ ἐνοικούσης θείας χάριτος 
Ἀναστασία• σὺ γὰρ ἀεί, τῷ κόσμῳ πηγάζεις τὰ ἰάματα.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶ
Τὰ πάθη ἡμῶν, τὰ μυσαρὰ καὶ χρόνια, ῥοπῇ μυστικῇ, Ἀναστασία ἴασαι, καὶ ζωὴν ἀκίνδυνον, διανύειν ἡμᾶς, καταξίωσον, ὡς ἂν τῶν θείων ἐντολῶν, 
τρυγήσωμεν πάντες τοὺς ἐνθέους καρπούς.


Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν

Τῶν Μαρτύρων ζηλοῦσα τὴν ἀρετήν, συμπαθείᾳ καρδίας τούτων θερμῶς, ταῖς χρείαις ἑκάστοτε, διηκόνεις θεόπνευστε, καὶ τοὺς ἰχῶρας πίστει, ἐξέματτες 

χαίρουσα, ἐν μηδενὶ θεμένη, τὰ πρόσκαιρα βάσανα• ὅθεν ἐπὶ τέλει, συσχεθεῖσα καὶ πόνους, πολλοὺς ὑπομείνασα, στερροτάτως ἐνήθλησας, Ἀναστασία

πανεύφημε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου συνεπώνυμος οὖσα, πεπτωκότα με νῦν ἀνάστησον ταῖς πρεσβείαις σου, ἐκ τῶν θαυμάτων τῶν σῶν, σταγόνα ἐπιστάξασα, 
Μάρτυς τῇ ψυχῇ μου, καὶ τὸν φλογμὸν τῆς δεινῆς ἁμαρτίας κατασβέσασα• τὸν κόσμον γὰρ διασῴζεις ἐκ παθῶν πολυτρόπων ἑκάστοτε, ὧν περ κἀγὼ 
πεπείραμαι• σὺ γὰρ πάντα τοῖς πᾶσι παρέχουσα, τῷ κόσμῳ πηγάζεις τὰ ἰάματα.

Μεγαλυνάριον
Φάρμακα προχέουσα μυστικά, ψυχῶν καὶ σωμάτων, θεραπεύεις πάθη δεινά, ὦ Ἀναστασία, τῇ θείᾳ ἐνεργείᾳ• διὸ τὰς χάριτάς σου, πάντες κηρύττομεν.



Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος, Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου καὶ Προεόρτια τῶν Γενεθλίων τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν. (20 Δεκεμβρίου)




ΑΘΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ


Όταν  βασίλευε ο Τραϊανός, επίσκοπος στην Αντιόχεια ήταν ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (αυτός που φέρει μέσα του τον Θεό). Λένε κάποιοι ότι τον Ιγνάτιο τον πήρε στα άγια χέρια του ο Δεσπότης Χριστός, όταν ήταν ακόμη μικρό βρέφος, κατά την ώρα της διδασκαλίας του.  Σε μια στιγμή, ενώ δίδασκε στα Ιεροσόλυμα, είπε στον λαό:
- Όποιος δεν ταπεινώνει τον εαυτό του σαν αυτό το μικρό παιδί, δεν μπορεί να μπει στην βασιλεία των Ουρανών και όποιος υποδεχτεί ένα απ’ αυτά τα παιδιά στο όνομά μου, εμένα δέχεται.


Αυτά λέγοντας ο Δεσπότης Χριστός μίλησε για την μελλοντική προκοπή  και  πρόοδο του παιδιού, φανερώνοντας ξεκάθαρα την αποστολική του διδασκαλία.

Αυτός, λοιπόν, ο θείος Ιγνάτιος, μαζί με τον Πολύκαρπο, έγινε μαθητής του ευαγγελιστή Ιωάννη. Αργότερα, ο Πολύκαρπος, για τον μεγάλο ζήλο και την αγάπη που έδειξε στον Χριστό, έγινε επίσκοπος Σμύρνης. Ό Ιγνάτιος, χειροτονήθηκε ιερέας από τους ιερούς Αποστόλους, ψηφίστηκε επίσκοπος Αντιοχείας. Από τους αποστόλους έμαθε πολλά που έπρεπε να γνωρίζουν οι ιερείς και μαζί τους κόπιασε πολύ, βασανίστηκε να κηρύττει το λόγο της πίστης και κακοπάθησε ο ζηλωτής των αποστόλων, διδάσκοντας τα  έθνη. Και, τέλος, γενόμενος διάκονος των μυστηρίων του Χρίστου, παραδόθηκε στ' άγρια θηρία και μαρτύρησε με πρωτοφανή αγριότητα, όπως θα γράψουμε παρακάτω.

Μετά την νίκη κατά των Ταρτάρων ο Τραϊανός φούσκωσε από υπερηφάνεια. Έτσι, άρχισε χειρότερο πόλεμο κατά των Χριστιανών, για να τους αναγκάσει να προσκυνήσουν τους θεούς του, επειδή νόμισε ότι αυτοί τον βοήθησαν στην νίκη του κατά των Ταρτάρων. Έστειλε λοιπόν, σ’ όλα τα  κάστρα προσταγές ότι όσοι χριστιανοί δεν θελήσουν να θυσιάσουν στα είδωλα να τους βασανίζουν πρώτα σκληρά και κατόπιν να τους θανατώνουν χωρίς έλεος.

Ο Τραϊανός βρισκόταν στην Αντιόχεια και ετοίμαζε πόλεμο κατά των Περσών και μερικοί του μίλησαν για τον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, ο όποιος δίδασκε τους ανθρώπους να προσκυνούν κάποιον νέο Θεό που πέθανε πάνω στον Σταυρό και την τρίτη μέρα αναστήθηκε. Επίσης, να φυλάνε παρθενία και να μισούν κάθε απόλαυση και καλοπέραση της ζωής. Και το χειρότερο απ' όλα να καταφρονούν τους θεούς και τις διαταγές των αρχόντων.

Όταν τ’ άκουσε αυτά ο Τραϊανός, θύμωσε τοσο  πολύ που δεν μπόρεσε να κρύψει την οργή του. Ποιος τάχα ήταν αυτός ο επίσκοπος που αψηφούσε τις διαταγές του; Ποιός ήταν αυτός ο επίσκοπος που όχι μόνο δεν προσκυνούσε τους θεούς του, αλλά παρακινούσε των άλλους ν’  ασεβούν; Θάνατος σ' αυτόν τον επίσκοπο. Αυτοί οι λογισμοί του, έπρεπε να πραγματοποιηθούν αμέσως. Γι’ αυτό πρόσταξε άγρια τους ακολούθους του:

-    Φέρτε τον αμέσως στο θέατρο. 
Ό Ιγνάτιος, όταν παρουσιάστηκε μπροστά του, δεν  φαντάστηκε ότι θ’ αντιμετώπιζε έναν τόσο σκληρό και απάνθρωπο βασιλιά.
 
-    Συ είσαι ο Θεοφόρος εκείνος Ιγνάτιος -του λέει ο Τραϊανός με άγριο ύφος- που καταφρονείς τα  προστάγματά μας, διαστρέφεις με την διδασκαλία σου τους Αντιοχείς και παρακινείς τους ανθρώπους να σέβονται τον Χριστό και το χειρότερο να καταφρονούν τους θεούς μας, αναιδέστατε.

Νόμισε ο βασιλιάς πώς έχει μπροστά του ένα στρατιώτη και τον διατάζει να εκτελέσει μια διαταγή του. Όμως η απάντηση του θαρραλέου επισκόπου ήρθε σαν κεραυνός στο κεφάλι του.
-    Αλίμονο! πώς ονομάζεις θεούς τα  άψυχα είδωλα; Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Ιησούς Χριστός, ο μονογενής Υιός του Θεού, ο όποιος δημιούργησε όλο τον κόσμο· αν τον γνώριζες βασιλιά, θα σου στερέωνε το θρόνο της βασιλείας σου και το στέμμα. 
Τέτοια κεραυνοβόλα απάντηση δεν την περίμενε ο Τραϊανός. Γι' αυτό απαντάει στον Άγιο:
-    Άφησε τις πολυλογίες και προσκύνησε τους θεούς. Θα σε κάνω αρχιερέα του μεγάλου Δία, θα σε ονομάσω πατέρα της βουλής και θα σε τιμούν όλοι.
Τέτοιες μεγάλες τιμές οι αυτοκράτορες των Ρωμαίων δύσκολα έδιναν σε κάποιον. Όμως ο επίσκοπος Ιγνάτιος φαίνεται πώς ήταν για τον Τραϊανό ο άνθρωπος που θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του· ν’  αλλάξει την πίστη των Χριστιανών και να επιστρέψουν στην ειδωλολατρία.
-    Βασιλιά, του απάντησε ο άγιος, είσαι γενναιόδωρος και σπουδαία είναι τ’ αξιώματα πού μου προσφέρεις. Τι ανάγκη έχω εγώ από τέτοιες τιμές, πού είμαι ιερέας του αληθινού Θεού, στον όποιο θυσιάζω κάθε μέρα θυσία αινέσεως και είμαι έτοιμος να του θυσιάσω των τον εαυτό μου.

Για την αγάπη του μπορώ να θανατωθώ με οποιονδήποτε τρόπο, γιατί Αυτός ο αθάνατος έπαθε θεληματικά για μένα. Επομένως, ακόμη και αν με παραδώσεις στα θηρία η σε ξίφος η με σταυρώσεις η με οδηγήσεις σε οποιοδήποτε πικρότατο θάνατο, ποτέ  δεν θα προσκυνήσω τα  δαιμόνια· ούτε κανένα θάνατο φοβούμαι και ούτε επιθυμώ πράγματα προσωρινά και επίγεια, αλλά ποθώ και επιθυμώ μόνο τα αιώνια. Μάθε, βασιλιά, πώς όλη μου η σκέψη και η καρδιά είναι στον Χριστό και επιθυμώ να πάω κοντά του με πικρό και επώδυνο θάνατο, επειδή και Αυτός πέθανε από αγάπη για μένα.

Στα λόγια αυτά του αγίου οι συγκλητικοί, για να τον περιγελάσουν, όπως νόμιζαν, του απάντησαν.
-    Τί λες; ομολογείς και συ μαζί μας πώς ο Θεός σου πέθανε; Και αν αυτός θανατώθηκε με τέτοιο εξευτελιστικό τρόπο, πώς μπορεί να ωφελήσει τους δούλους του; 
Ο Ιγνάτιος τους απάντησε με θεία φώτιση. 
- Ο Ιησούς Χριστός, ο Θεός μου και Κύριος, πρώτα έγινε άνθρωπος και για την σωτηρία μας υπέμεινε με την θέλησή του τον Σταυρό και τον θάνατο, αλλά την τρίτη μέρα αναστήθηκε, αφού κατέλυσε την δύναμη του διαβόλου και μας έσωσε από την προπατορική αμαρτία. Και αφού ανέβηκε στους ουρανούς -από τους οποίους κατέβηκε ως άνθρωπος από την αειπάρθενο Μαρία- μας συνανύψωσε και μας χάρισε περισσότερα αγαθά. Ενώ οι δικοί σας θεοί, ως κακούργοι και πονηροί, δεν μπορούν να σας δώσουν κανένα καλό, αλλά σας έδωσαν περισσότερα πράγματα επιζήμια και βλαβερά. Δεν είναι θεοί, αλλά καταστροφικοί και αμαρτωλοί άνθρωποι που πέρασαν την ζωή τους αισχρά, άσχημα και ως υπαίτιοι πολλών θανάτων καταδικάστηκαν με αιώνιο θάνατο. Όπως φαίνεται στα βιβλία σας, ο πρώτος και μεγαλύτερος από τους θεούς, κατά την πλάνη σας, πέθανε στην Κρήτη και τον ενταφίασαν σ’ ένα όρος κοντά στο μεγάλο Κάστρο, το όποιο μέχρι σήμερα εξαιτίας αυτού του τάφου το ονομάζουν Όρος του Δία. Οι χωρικοί το λένε βαρβαρικά Γιούκουτα και οι Ιταλοί Monte Iovis, δηλαδή Όρος του Δία. Ο Ασκληπιός, αφού κατακάηκε από αστραπή, ξεψύχησε. Ο τάφος της Αφροδίτης στην Πάφο μέχρι σήμερα φαίνεται. Ό Ηρακλής πυρπολήθηκε από φωτιά και έτσι όλοι οι υπόλοιποι θεοί σας, ως καταστροφείς και κακοί, χάθηκαν κακήν κακώς με διάφορους τρόπους.
 
Καθώς διηγούνταν αυτά ο άγιος, ο βασιλιάς και η σύγκλητος φοβήθηκαν να μη φανερωθεί περισσότερο η πλάνη τους και βεβαιωθεί ο σεβασμός προς τον Χριστό και γι’  αυτό αποφάσισαν να τον φυλακίσουν μέχρι να τον εξετάσουν πάλι. Όμως, όλη την νύχτα ο βασιλιάς σκεπτόταν τίι να κάνει, για να γλιτώσει από την παρουσία του Ιγνατίου, ώστε να μην παρασύρει και άλλους Έλληνες στην δική του πίστη ως λόγιος που ήταν. Η διαβολική του σκέψη επικράτησε. Να τον φάνε τα  θηρία, για να εξαφανίσει κάθε ίχνος του αγίου και να μην έχουν τους χριστιανοί κανένα λείψανο του και φέρουν αναταραχή στην ηρεμία της Αντιόχειας. Την σκέψη του αυτήν την συζήτησε και με την σύγκλητο, η οποία την βρήκε σωστή. 

- Βασιλιά, του είπαν οι συγκλητικοί, η σκέψη σου είναι η καλύτερη. Να τον φάνε τα  θηρία, αλλά να τον στείλουμε στην Ρώμη δεμένο και εκεί να τον ρίξουν στα άγρια θηρία, για δύο λόγους. Ο πρώτος, να μη θανατωθεί στην Αντιόχεια και τον δοξάζουν οι φίλοι του, έχοντας τα  κόκκαλά του σε αγιασμό κατά την τάξη και συνήθειά τους. Ο δεύτερος, με ένα τέτοιο δρόμο μακρινό να κακοπάθει, να ταλαιπωρηθεί και να θανατωθεί ως κακούργος σε ξένη γη, ώστε να μην αξιωθεί να έχει καμιά επιμέλεια και ενθύμηση μετά τον θάνατο του. 

Το σατανικό τους σχέδιο, λοιπόν, μπαίνει σ’ εφαρμογή. Τον βγάζουν από την φυλακή και πριν τον στείλουν στην Ρώμη, ξαναδοκιμάζει ο δαιμονισμένος Τραϊανός ν’  αλλάξει την πίστη του αγίου. Με υποσχέσεις και μεγάλα αξιώματα, με πλουτισμό, με φοβέρες για βασανιστήρια και τιμωρίες σκληρές, προσπαθεί να κερδίσει την μάχη. Όμως, δεν μπόρεσε να κλονίσει καθόλου τον «πύργο» της ομολογίας του και γι’  αυτό, απελπισμένος από την αποτυχία του, διέταξε να τον δέσουν και να τον στείλουν στην Ρώμη, προκειμένου να εκτελεστεί η απόφαση που πήραν για τον θάνατο του. 

Αλυσοδεμένος σφιχτά σαν κακούργος, παραδίνεται σ’ ένα στρατιωτικό τάγμα, για να τον οδηγήσει στην Ρώμη, όπου επρόκειτο να τον ρίξουν στο θέατρο, όταν θα είχαν μεγάλη πανήγυρη και πολύ κόσμο, με σκοπό να τον κατασπαράξουν τ’ άγρια θηρία. 

Έτσι, ενώ ο Τραϊανός εκστρατεύει κατά και Περσών, ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος οδηγείται στην Ρώμη. Η χαρά του είναι μεγάλη. Από καιρό ποθούσε τέτοιο θάνατο, για να πάει κοντά στον Σωτήρα Χριστό. Ευχαριστούσε μεγαλόφωνα τον Κύριο. Και κάνοντας προσευχή παρακάλεσε για την Εκκλησία, παραδίδοντας στον Θεό την ποίμνη του με δάκρυα στα μάτια και παρακαλώντας τον να τους σκεπάζει και να τους διαφυλάττει στην ευσέβεια μέχρι τέλους. Έπειτα ακολούθησε τους στρατιώτες με χαρά και αγαλλίαση ψυχής. Τι κι αν έφευγε μακριά από το ποίμνιο του; Η σκέψη του, η καρδιά του, η ευλογία του ήταν παντοτινά σ’ αυτούς. Τους αποχωριζόταν σωματικά, αλλά πνευματικά ήταν κοντά τους. Και καθώς απομακρυνόταν από την Αντιόχεια, τα μάτια της ψυχής του ήταν εκεί. Τους έβλεπε και τους ευλογούσε. Στην Σελεύκεια μπήκε σε πλοίο και περνώντας από την Σμύρνη χαιρέτησε τον Πολύκαρπο και τους άλλους επισκόπους και ιερείς, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν απ’ όλη την Εκκλησία της Ασίας, για να τον δουν, και ν’  απολαύσουν την γλυκύτατη διδασκαλία του. Και, αφού τους ασπάστηκε όλους, τους παράγγειλε να εύχονται για χάρη του να μην εμποδιστεί ο δρόμος της άθλησής του, αλλά ν’  αξιωθεί να τον φάνε τα  θηρία, ώστε να συναντήσει γρήγορα τον ποθούμενο Κύριο. Αυτά τους είπε ο πάνσοφος, για να γνωρίσουν τον μεγάλο του πόθο και να μην πικραίνονται για τον θάνατο του, γιατί τους έβλεπε πώς ήταν πολύ λυπημένοι και φοβόταν μην στασιάσουν και τον αρπάξουν από τους στρατιώτες και εμποδίσουν έτσι την ποθούμενη οδοιπορία του. Το ίδιο φοβόταν μην κάνουν και οι ευσεβείς στην Ρώμη. Γι’ αυτό, πρόλαβε και τους έστειλε επιστολή γράφοντας αυτά:
 
- Ιγνάτιος, ο καλούμενος και Θεοφόρος, επίσκοπος στην Αντιόχεια της αγίας Εκκλησίας τού Θεού. Προς την φωτισμένη και ελεημένη από τον Θεό Εκκλησία των Ρωμαίων, την οποία χαιρετώ και ασπάζομαι στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τον οποίο παρακάλεσα να με αξιώσει να δω τ’ αξιοθέατα και σεβάσμια πρόσωπά σας. Αυτή μου την επιθυμία εισάκουσε ο Πανάγαθος Θεός και να, έρχομαι να σας απολαύσω. Παρακαλώ την αγάπη σας να μη μ’  εμποδίσετε από τον ποθούμενο Χριστό, τον όποιο πηγαίνω να συναντήσω. 

Μόνο προσευχηθείτε σ’ Αυτόν να μου δώσει δύναμη, για να είμαι Χριστιανός με τα  έργα και όχι μόνο με τ’ όνομα. Έτσι γράφω και σ’ όλες τις Εκκλησίες ότι θεληματικά και με προθυμία πεθαίνω για τον Κύριο και αφήνω τα  επίγεια και φθαρτά πράγματα, για ν’  απολαύσω τα  άφθαρτα και αιώνια. 

Μη με λυπηθείτε, λοιπόν, αλλ’  αφήστε να με φάνε τα  θηρία, γιατί είμαι σιτάρι του Θεού και πρέπει να μ’  αλέσουν τα  δόντια των θηρίων, για να βρεθώ στον Χριστό άρτος καθαρός και άγιος. Θα παρακαλούσα να κολακεύσετε τα  θηρία να φάνε όλο το σώμα μου, γιατί τότε θα θεωρούμαι αληθινός μαθητής του Χριστού, όταν δεν δει πλέον ο κόσμος το σώμα μου. Τώρα αρχίζω να είμαι μαθητής Χριτού. Ας έρθουν σε μένα αναρίθμητα βάσανα· φωτιά, θηρία, σταυρός και άλλα δαιμονικά βασανιστήρια, αρκεί μόνο να συναντήσω τον γλυκύτατό μου Ιησού Χριστό.

Καλύτερα να πεθάνω γι’  Αυτόν παρά να εξουσιάσω όλα τα  βασίλεια του κόσμου. Γιατί, ποια ωφέλεια παίρνει ο άνθρωπος, αν κερδίσει όλον τον κόσμο και ζημιώσει την ψυχή του ως άθλιος; Συγχωρείστε με, αδελφοί, και μη μ’ εμποδίσετε σάς παρακαλώ από τον θάνατο, αλλ’ αφήστε με ν’  απολαύσω τον ποθούμενο Χριστό μου με τον θάνατο,  καθώς και αυτός σταυρώθηκε για την αγάπη μου. Δεν είναι για μένα φωτιά που αγαπά την ύλη, αλλά περισσότερο νερό ζωής που μου μιλά μέσα μου, λέγοντάς με να πάω προς τον Πατέρα. Δεν επιθυμώ υλικές τροφές που καταστρέφονται ούτε απολαύσεις της τωρινής ζωής αλλά μόνο ουράνιο άρτο, ο όποιος είναι το σώμα του Ιησού Χριστού Υιού του Θεού. Αυτά σας γράφω από την Σμύρνη την εικοστή Σεπτεμβρίου και υγιαίνετε, αγαπητοί, στο όνομα του Χριστού Ιησού του Κυρίου μας. Αμήν. 

Αφού έστειλε την επιστολή, τον πήραν οι στρατιώτες και βάδιζαν από την ξηρά, περνώντας πεζοί από τις Τρωάδα, Νεάπολη, Φιλιππούπολη, Μακεδονία και άλλες περιοχές, όπου σε όλες δίδασκε τον λόγο του Θεού, στηρίζοντας τους επισκόπους και πρεσβυτέρους και νουθετώντας τους νεωτέρους να είναι σταθεροί στην ευσέβεια. Και αφού διέπλευσε το Αδριατικό και Τυρρηνικό πέλαγος, έφτασε στην Ρώμη και παραδόθηκε από τους στρατιώτες στον έπαρχο της πόλης.
Όταν αυτός είδε τα  γράμματα και τις προσταγές του βασιλιά, φυλάκισε αυστηρά τον άγιο.

Όταν είχαν μεγάλη πανήγυρη, συγκεντρώθηκαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης, όχι μόνο για την γιορτή αλλά και για να δουν τον Ιγνάτιο. Η φήμη κυκλοφόρησε παντού, ότι έφεραν τον επίσκοπο Αντιοχείας να τον ρίξουν στα θηρία για διασκέδαση του λαού. Γι’ αυτό το λόγο συγκεντρώθηκαν αμέτρητοι από παντού για να δουν. Τότε τον έφεραν οι στρατιώτες και τον παρουσίασαν στο θέατρο. Ο άγιος, όταν είδε τόσο πλήθος λαού, δεν κλονίστηκε στην πίστη του και στον πόθο για τον Χριστό αλλά με γενναίο και σταθερό φρόνημα είπε:
- Άντρες Ρωμαίοι και θεατές του αγώνα μου, να ξέρετε ότι δεν έκανα κανένα έγκλημα ούτε έφταιξα σε τίποτα, για να είμαι άξιος θανάτου. Αλλ’ αυτόν τον θάνατο τον δέχομαι σήμερα θεληματικά και χαρούμενα, για να συναντήσω τον αληθινό Θεό, τον όποιο διψώ και επιθυμώ ν’ απολαύσω. Και επειδή είμαι σιτάρι δικό του, αλέθομαι από τα δόντια των θηρίων, για να του γίνω άρτος καθαρός και άσπιλος.

Αυτά αφού είπε, παρακάλεσε τα  λιοντάρια και τον κατέφαγαν ολόκληρο, όπως ο ίδιος ποθούσε. ΙΙοια ψυχική δύναμη στ’ αλήθεια είχε ο άγιος μπροστά στα θηρία σε μια τέτοια δύσκολη ανθρώπινη ώρα! Ποια ανείπωτη αγάπη και πόσο πόθο έκρυβε στην καρδιά του και στο σώμα του ολόκληρο ο άγιος, για να υποστεί αυτό το φρικιαστικό θέαμα! Γλυκύτατε Ιησού! Όλα για την αγάπη σου, όχι μόνο ο άγιος Αντιοχείας, αλλά και πλήθος χριστιανών καθημερινά μαρτυρούσαν και μαρτυρούν για το όνομά Σου.

Από το άγιο σώμα του Αγίου δεν έμεινε τίποτε παρά μόνο λίγα μεγάλα λείψανα, τα  όποια συμμάζεψαν οι πιστοί, αφού τελείωσε το θέαμα. Τα ενταφίασαν σε ξένο επίσημο τόπο με όλες τις καθιερωμένες τιμές και μ’ ευλάβεια μεγάλη στις είκοσι Δεκεμβρίου. Μετά από καιρό μετακόμισαν τα  οστά του στην Αντιόχεια. Μαρτύρησε επί Τραϊανού πιθανόν το 109 η 110 μ.Χ.

Λέγεται ότι μετά τον αγιασμένο του θάνατο έκλαιγαν οι πιστοί στην Ρώμη για την στέρησή του και θρηνούσαν απαρηγόρητα με μεγάλο πόνο στον τάφο του, αγρυπνούντες και υμνούντες ακατάπαυστα τ’ άγιο όνομά του. Ο άγιος τους φανερώθηκε σε όραμα και, αφού τους ασπάστηκε, τους φίλησε και τους παρηγόρησε λέγοντας να μην θρηνούν, αλλά περισσότερο να χαίρονται, γιατί είναι με τον Κύριο. Έτσι καταπράυνε την λύπη τους.

Κάποιοι άλλοι πιστοί και ευσεβείς τον είδαν σε όραμα ιδρωμένο, όπως ήταν στον αγώνα της άθλησής του, και προσευχόμενο για την σωτηρία της πόλης και όλων των χριστιανών.

Τέτοιο ήταν το τέλος του Θεοφόρου, οι αγώνες και η αγάπη του για τον Χριστό. Αυτό το μαρτυρεί και ο Ειρηναίος, επίσκοπος Λουγδούνων, άνθρωπος πιστός και αξιόλογος, ο όποιος τον εγκωμίαζε πολύ στα συγγράμματά του και τον μνημόνευε. Ακόμη δε και ο πρόεδρος Σμύρνης Πολύκαρπος, ο όποιος τον ακλουθούσε από κοντά στην πορεία του από την Αντιόχεια στην Ρώμη και είδε με τα  μάτια του όσα έπαθε. Ό Πολύκαρπος γράφει σε μια επιστολή του, για να τονώσει την πίστη και την ευσέβεια και Χριστιανών:
- Σάς παρακαλώ, αδελφοί, να έχετε υπακοή και υπομονή, καθώς είδατε και τον μακάριο Ιγνάτιο και πολλούς άλλους και σ’ αυτόν τον απόστολο των εθνών και διδάσκαλο Παύλο και άλλων που πίστεψαν. Όλοι αυτοί δεν έτρεξαν άσκοπα και χαμένα, αλλά κοπίασαν στην πίστη και δικαιοσύνη τού Θεού. Δεν αγάπησαν αυτόν τον ψεύτικο και αμαρτωλό κόσμο αλλά τον Δεσπότη Χριστό, με τον όποιο και συμμαρτύρησαν. Γι' αυτό και απ’ Αυτόν δοξάστηκαν.

Έτσι, λοιπόν, ο θείος Ιγνάτιος, επιθυμώντας να γίνουν τα  θηρία ο τάφος του, κατοίκησε περισσότερο στις ψυχές και φιλόθεων αντρών και όλοι τον είχαν σε μεγάλη ευλάβεια.

Αλλά και ο βασιλιάς Τραϊανός, ακούγοντας αργότερα τις αρετές αυτού του αγίου και ότι γενναία υπέμεινε το μαρτύριο και με χαρούμενο πρόσωπο, ευχαριστώντας τον βασιλιά που του έδωσε τέτοια ευκαιρία να γίνει ευχάριστη τροφή και θηρίων, τόσο πολύ ευλαβήθηκε τον Ιγνάτιο αλλά και τους άλλους χριστιανούς, επειδή εγκρατεύονταν από κάθε κακή πράξη, νήστευαν, προσεύχονταν όλη τη νύχτα και έκαναν άλλες αξιέπαινες πράξεις, ώστε μετάνιωσε για τα  περασμένα και εξέδωσε διάταγμα να μην σκοτωθεί πλέον κανένας χριστιανός από τους ηγεμόνες και τους άρχοντες.
 Έτσι, όχι μόνο στην ζωή του ο Ιγνάτιος ήταν ωφέλιμος στους χριστιανούς, αλλά και μετά το θάνατο του έγινε καύχημα της πίστης μας στον Χριστό, επίδοση ευσέβειας, παράκληση θλιβομένων, καταφρόνηση της πρόσκαιρης ζωής, εγκράτεια των βλαβερών, καθαρότητα ζωής και διόρθωση σφαλμάτων. Με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού που δοξάζεται με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Πηγή: www.impantokratoros.gr 


Απολυτίκιον. Ήχος γ'. Θείας πίστεως.

Θείω έρωτι, επτερωμένος, του σε ψανσαντος, χερσίν αχράντοις, Θεοφόρος ανεδείχθης Ιγνάτιε και εν τη Δύσει τελέσας τον δρόμον σου, προς την ανέσπερον λήξιν εσκήνωσας. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.

Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν, διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομών, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιε, Πρεσβεῦε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Tῶν λαμπρῶν ἀγώνων σου, ἡ φωτοφόρος ἡμέρα, προκηρύττει ἅπασι, τὸν ἐκ Παρθένου τεχθέντα· τούτου γὰρ διψῶν ἐκ πόθου κατατρυφῆσαι, ἔσπευσας, ὑπὸ θηρίων ἀναλωθῆναι· διὰ τοῦτο Θεοφόρος, προσηγορεύθης Ἰγνάτιε ἔνδοξε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Ἐξ Ἑῴας ἐκλάμψας ὥσπερ ἀστήρ, καὶ ἀκτῖσι τῶν λόγων λαμπαδουχῶν, τὸν κόσμον ἐφώτισας, καὶ τὸ σκότος ἐμείωσας, καὶ ὡς ὁ Παῦλος τὸν δρόμον, γενναίως διήνυσας, ὑπομείνας κινδύνους, ἐν Ἔθνεσί τε καὶ πόλεσιν· ὅθεν καὶ ὡς σῖτος, τῶν θηρῶν τοῖς ὁδοῦσιν, ἠλέσθης γενόμενος, προσφορὰ τῷ Κυρίῳ σου, Θεοφόρε Ἰγνάτιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος

Ἀβραὰμ μὲν ποτε τὸν υἱὸν ἐθυσίαζε, τὴν σφαγὴν προτυπῶν τοῦ τὰ πάντα κατέχοντος, καὶ νῦν ἐν Σπηλαίῳ σπεύδοντος τεχθῆναι, σὺ δὲ θεόφρον, ὅλον προσήγαγες σαυτόν ὥσπερ σφάγιον, καὶ τῶν θηρίων βρῶμα γενόμενος, σῖτος καθαρὸς ὤφθης τῷ Κτίστῃ σου, ἐν ἀποθήκαις ἐπουρανίαις διαιωνίζων ἀληθῶς, καὶ τοῦ σοῦ ἔρωτος τρυφῶν· δι' ὃν πάντα τὸν κόσμον καταλείψας παμμάκαρ, Θεοφόρος προσηγορεύθης, Ἰγνάτιε ἔνδοξε.


«῾Ο λόγος ὁ καλὸς» ῾Η θεραπευτικὴ δύναμίς του (Ο Άγιος Μακάριος ο Μέγας)





Μνήμη: 19η Ἰανουαρίου


«῾Ο λόγος ὁ καλὸς»
Η θεραπευτικὴ δύναμίς του

Κάποτε ὁ ᾿Αββᾶς Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος
μαζὶ μὲ τὸν ὑποτακτικό του
ἀνέβαιναν ἀπὸ τὴν Σκήτη τῆς Αἰγύπτου
στὸ ῎Ορος τῆς Νιτρίας.
Σὰν πλησίαζαν στὸν προορισμό τους,
εἶπε στὸν μαθητή του νὰ προπορευθῆ.
῾Ο ὑποτακτικός, καθὼς προχωροῦσε,
συνάντησε ἕναν εἰδωλολάτρη...
῏Ηταν ἱερέας καὶ περπατοῦσε βιαστικά,
κρατώντας ἕνα ξύλο.

— Αἴ, σατανᾶ, ποῦ τρέχεις;...
τοῦ φώναξε ἀπερίσκεπτα ὁ καλόγερος.


Τότε ἐκεῖνος ἐθύμωσε τόσο πολύ,
ὥστε στράφηκε ἐναντίον τοῦ Μοναχοῦ
καὶ τὸν ἐκτύπησε ἀδυσώπητα...



Τελικά, τὸν ἄφησε μισοπεθαμένο...
Κατόπιν, πῆρε τὸ ξύλο
καὶ ἔσπευσε νὰ ἀπομακρυνθῆ...
Μετὰ ἀπὸ λίγο, τὸν εἶδε ὁ ᾿Αββᾶς Μακάριος...
᾿Αμέσως, ἄρχισε νὰ τὸν εὔχεται
μὲ βαθειὰ καλωσύνη:

— ῾Ο Θεὸς νὰ σὲ εὐλογῆ, προκομμένε ἄνθρωπε!...
Νὰ εἶσαι καλὰ ἄνθρωπε τοῦ μόχθου!...
Εἴθε νὰ σωθῆς!... Νὰ σωθῆς!...


῾Ο εἰδωλολάτρης ἐσάστισε...
Πλησίασε τὸν ῞Οσιο καὶ τὸν ἐρώτησε:
— Τί καλὸ εἶδες σὲ μένα, ᾿Αββᾶ, καὶ μοῦ εὔχεσαι νὰ σωθῶ;...
— Σὲ βλέπω νὰ μοχθῆς καὶ νὰ τρέχης...,
τοῦ ἀπάντησε ὁ ῞Οσιος. ...Καὶ δὲν γνωρίζεις, εὐλογημένε,
ὅτι στὰ χαμένα κοπιάζεις...
— Μαλάκωσε καὶ γλύκανε ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὸν χαιρετισμό σου...,
εἶπε ἤρεμος πιὰ ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων...
Κατάλαβα ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ...
Κάποιος ἄλλος ὅμως, ἄθλιος
καλόγερος, μὲ ἔβρισε ὅταν πρὶν ἀπὸ λίγο μὲ συνάντησε...
Κι ἐγὼ ὅμως τὸν ἐσυγύρισα καλά...
Τὸν ἄφησα μισοπεθαμένο ἀπὸ τὰ κτυπήματα...



Καὶ ἀμέσως, πέφτει στὰ πόδια τοῦ ᾿Αββᾶ Μακαρίου, τὰ
ἀγκαλιάζει καὶ τοῦ λέει:
— ῍Αν δὲν μὲ κάνης Μοναχό, δὲν θὰ σὲ ἀφήσω νὰ φύγης!...
῾Ο ῞Οσιος τὸν ἀνεσήκωσε καὶ πῆγαν μαζὶ
ἐκεῖ ποὺ ἦταν κατάκοιτος ὁ μαθητής του...
Τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν μετέφεραν
στὴν ᾿Εκκλησία τοῦ ῎Ορους τῆς Νιτρίας...
῞Οταν οἱ Μοναχοὶ εἶδαν τὸν εἰδωλολάτρη ἱερέα
μαζὶ μὲ τὸν ᾿Αββᾶ, κατεπλάγησαν!...
Τελικά, ἀφοῦ τὸν ἐβάπτισαν, τὸν ἔκαναν Μοναχὸ
καὶ ἐξ αἰτίας του πολλοὶ εἰδωλολάτρες ἔγιναν Χριστιανοί.

Καὶ ἔλεγε λοιπὸν ὁ ᾿Αββᾶς Μακάριος: ὁ λόγος ὁ κακὸς
καὶ τὸν καλὸ τὸν κάνει κακό... ᾿Ενῶ ὁ λόγος ὁ καλὸς καὶ τὸν
κακὸ τὸν μεταβάλλει σὲ καλό....


«῾Ο λόγος ὁ κακὸς
καὶ τοὺς καλοὺς ποιεῖ κακούς·
καὶ ὁ καλὸς λόγος
καὶ τοὺς κακοὺς ποιεῖ καλούς»

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ Μέγα Μυστήριον (Φώτης Κόντογλου)




Μυστήριο ξένον, λέγει ὁ Ὑμνωδός, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ γεννηθῆ σὰν ἄνθρωπος, ὄχι κανένας προφήτης, ὄχι κανένας ἄγγελος, ἄλλα ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Ὁ ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει σὲ μία τέτοια πίστη; Οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ἄλλοι τετραπέρατοι σπουδασμένοι ἤτανε δυνατὸ νὰ παραδεχθοῦν ἕνα τέτοιο πράγμα; Ἀπὸ τὴν κρισάρα τῆς λογικῆς τους δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἢ παραμικρὴ ψευτιά, ὄχι ἕνα τέτοιο τερατολόγημα! Ὁ Πυθαγόρας, ὁ Ἐμπεδοκλῆς κι ἄλλοι τέτοιοι θαυματουργοί, ποὺ ἤτανε καὶ σπουδαῖοι φιλόσοφοι, δὲ μπορέσανε νὰ τοὺς κάνουνε νὰ πιστέψουνε κάποια πράγματα πολὺ πιστευτά, καὶ θὰ πιστεύανε ἕνα τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀνάμεσα σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀνάμεσα σὲ ἀπονήρευτους τσοπάνηδες, μέσα σε μία σπηλιά, μέσα στὸ παχνί, ποὺ τρώγανε τὰ βόδια.

Κανένας δὲν τὸν πῆρε εἴδηση, μέσα σε ἐκεῖνον τὸν ἀπέραντο κόσμο, ποὺ ἐξουσιάζανε οἱ Ῥωμαῖοι, γιὰ τοῦτο εἶχε πεῖ ὁ προφήτης Γεδεών, πὼς θὰ κατέβαινε ἥσυχα στὸν κόσμο, ὅπως κατεβαίνει ἡ δροσιὰ ἀπάνω στὸ μπουμπούκι τοῦ λουλουδιοῦ, «ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον». Ἀνάμεσα σὲ τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιὸς νὰ πάρει εἴδηση τὸ πιὸ πτωχὸ ἀπὸ τὰ πτωχά, ἐκεῖνο ποῦ γεννήθηκε ὄχι σὲ καλύβι, ὄχι σὲ στρούγκα, ἀλλὰ σὲ μία σπηλιά; Καὶ κείνη ξένη, γιατὶ τὴν εἴχανε οἱ τσομπαναρέοι νὰ σταλιάζουνε τὰ πρόβατά τους.

Τὸ «ὑπερεξαίσιον καὶ φρικτὸν μυστήριο» τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ἕνας μοναχὰ αὐτοκράτορας ἀπάνω στὴ γῆ, ὁ Αὔγουστος, ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Καίσαρα, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ταραχὴ καὶ αἱματοχυσία ἀνάμεσα στὸν Ἀντώνιο ἀπὸ τὴ μία μεριά, καὶ στὸν Βροῦτο καὶ τὸν Κάσσιο ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τότε γεννήθηκε κι ὁ ἕνας καὶ μοναχὸς πνευματικὸς βασιλιάς, ὁ Χριστός. Κι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ἡ ποιήτρια Κασσιανὴ στὸ δοξαστικὸ ποὺ σύνθεσε, καὶ ποὺ τὸ ψέλνουνε κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῶν Χριστουγέννων: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἄνθρωπων ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται. Καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν...».

Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴν προφητέψανε οἱ Προφῆτες. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τὴν προφήτεψε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, τὴ μέρα ποὺ εὐλόγησε τοὺς δώδεκα υἱούς του, καὶ εἶπε στὸν Ἰούδα «δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα μήτε βασιλιὰς ἀπὸ τὸ αἷμά του, ὡς ποὺ νὰ ἔλθει ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον εἶναι γραμμένο νὰ βασιλεύει ἀπάν᾿ ἀπ᾿ ὅλους, κι αὐτὸν τὸν περιμένουμε ὅλα τὰ ἔθνη». Ὡς τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸ γένος τοῦ Ἰούδα, εἴχανε ἄρχοντες, δηλαδὴ κριτὲς καὶ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἤτανε κ᾿ οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντές τους. Ἀλλὰ τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἔγινε ἄρχοντας τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἡρώδης, ποὺ ἤτανε ἐθνικὸς καὶ ἔβαλε ἀρχιερέα τὸν Ἀνάνιλον «ἀλλογενῆ», ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς εἴχανε πάντα μητέρα Ἰουδαία. Τελευταῖος Ἰουδαῖος ἀρχιερεὺς στάθηκε ὁ Ὑρκανός. Καὶ οἱ ἄλλοι προφῆτες προφητέψανε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, προπάντων ὁ Ἡσαΐας. Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴ λένε οἱ ὑμνωδοὶ «τὸ πρὸ αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ Ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον», κατὰ τὰ λόγια του Παύλου ποὺ γράφει: «Ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὐτὴ ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τὸν ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ´ 8-10). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει, πὼς αὐτὸ τὸ μυστήριο δὲν τὸ γνωρίζανε καθαρὰ καὶ μὲ σαφήνεια οὔτε οἱ Ἄγγελοι, γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ μὲ τρόμο τὸ εἶπε στὴν Παναγία. Καὶ στοὺς Κολασσαεῖς γράφοντας ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, λέγει: «Τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησε ὁ Θεὸς γνωρίσαι τὶς ὁ πλοῦτος, τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὃς ἐστὶ Χριστὸς ἐν ἡμῖν ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης». Λέγει, πῶς φανερώθηκε αὐτὸ τὸ μυστήριο στοὺς ἁγίους, ποὺ θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ μάθουνε, καὶ αὐτοὶ θὰ τὸ διδάσκανε στὰ ἔθνη; στοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ προσκυνούσανε γιὰ θεοὺς πέτρες καὶ ζῶα καὶ διάφορα ἀλλὰ κτίσματα.

Ἑξακόσια χρόνια πρὸ Χριστοῦ ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ εἶδε στὸ Ὄνειρό του, πὼς βρέθηκε μπροστά του ἕνα θεόρατο φοβερὸ ἄγαλμα, καμωμένο ἀπὸ χρυσάφι, ἀσήμι, χάλκωμα, σίδερο καὶ σεντέφι: Κι ἄξαφνα ἕνας βράχος ξεκόλλησε ἀπὸ ἕνα βουνὸ καὶ χτύπησε τὸ ἄγαλμα καὶ τό ῾κανε σκόνη. Καὶ σηκώθηκε ἕνας δυνατὸς ἄνεμος καὶ σκόρπισε τὴ σκόνη, καὶ δὲν ἀπόμεινε τίποτα. Ὁ βράχος ὅμως ποὺ τσάκισε τὸ ἄγαλμα ἔγινε ἕνα μεγάλο βουνό, καὶ σκέπασε ὅλη τη γῆ. Τότε ὁ βασιλιὰς φώναξε τὸν προφήτη Δανιὴλ καὶ ζήτησε νὰ τοῦ ἐξήγησει τὸ ὄνειρο.

Κι ὁ Δανιὴλ τὸ ἐξήγησε καταλεπτῶς, λέγοντας πὼς τὰ διάφορα μέρη τοῦ ἀγάλματος ἤτανε οἱ διάφορες βασιλεῖες, ποὺ θὰ περνούσανε ἀπὸ τὸν κόσμο ὕστερα ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα καὶ πὼς στὸ τέλος ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει κάποια βασιλεία ποὺ θὰ καταλύσει ὅλες τὶς βασιλεῖες, ὅπως ὁ βράχος ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ἐνύπνιό του ἐξαφάνισε τὸ ἄγαλμα μὲ τὰ πολλὰ συστατικά του: «Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασελέων ἐκείνων, ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τοὺς αἰῶνας οὐ διαφθαρήσεται», «κάποιο βασίλειο, λέγει, ποὺ δὲν θὰ καταλυθεῖ ποτὲ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων».

Αὐτὴ ἡ βασιλεία ἡ αἰώνια, ἡ ἄφθαρτη, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἱδρύθηκε μὲ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Κυρίου ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι τέτοια βασιλεία, γι᾿ αὐτὸ θὰ εἶναι αἰώνια, γι᾿ αὐτὸ δὲν θὰ χαλάσει ποτέ, ὅπως γίνεται μὲ τὶς ἄλλες ἐπίγειες καὶ ὑλικὲς βασιλεῖες. Ὅπως ὁ βράχος μεγάλωνε κι ἔγινε ὄρος μέγα καὶ σκέπασε τὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ξαπλώθηκε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων: « Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν».

Ὥστε βγῆκε ἀληθινὴ ἡ ἀρχαιότερη προφητεία τοῦ Ἰακώβ, πὼς σὰν πάψει ἡ ἐγκόσμια ἐξουσία τῶν Ἰουδαίων, θὰ ἔρθει στὸν κόσμο ἐκεῖνος ποὺ προορίστηκε, «ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν».

Σημείωσε πὼς οἱ Ἑβραῖοι πιστεύανε πὼς ἡ φυλή τους μονάχα ἦταν βλογημένη, καὶ πὼς ὁ Θεὸς φρόντιζε μονάχα γι᾿ αὐτή, καὶ πὼς οἱ ἄλλοι λαοί, «τὰ ἔθνη», ἦταν καταραμένα καὶ μολυσμένα κι ἀνάξια νὰ δεχτοῦν τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν εἶναι παράξενο νὰ μιλᾶ ἡ προφητεία τοῦ Ἰακὼβ γιὰ τὰ ἔθνη, γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες θὰ περιμένουν τὸν Μεσσία νὰ τοὺς σώσει καὶ μάλιστα νὰ μὴ λέει κἂν πὼς τὸν ἀναμενόμενο Σωτῆρα τὸν περιμένανε οἱ Ἰουδαῖοι μαζὶ μὲ τὰ ἔθνη, ἀλλὰ νὰ λέει πὼς τὸν περιμένανε μονάχα οἱ ἐθνικοί: «καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Ὅπως κι ἔγινε. Γιατί, τὴ βασιλεία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, τὴ θεμελίωσαν μὲν οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἦταν Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ τὴν ξαπλώσανε καὶ τὴν στερεώσανε μὲ τοὺς ἀγῶνες τους καὶ μὲ τὸ αἷμα τοὺς οἱ ἄλλες φυλές, «τὰ ἔθνη».

Εἶναι ὁλότελα ἀκατανόητο, γιὰ τὸ πνεῦμα μας, τὸ ὅτι κατέβηκε ὁ Θεὸς ἀνάμεσά μας σὰν ἄνθρωπος συνηθισμένος καὶ μάλιστα σὰν ὁ φτωχότερος ἀπὸ τοὺς φτωχούς. Αὐτὴ τὴ μακροθυμία μονάχα ἅγιες ψυχὲς εἶναι σὲ θέση νὰ τὴ νιώσουνε ἀληθινά, καὶ νὰ κλάψουνε ἀπὸ κατάνυξη.
Κάποιοι, μ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, δὲν θὰ νιώσουμε τίποτα ἀπὸ τὸ Μυστήριο, ποὺ γιορτάζουμε. Σ᾿ αὐτούς, ἐγὼ ὁ τιποτένιος, δὲ μπορῶ νὰ πῶ τίποτα. Μοναχὰ θὰ τοὺς θυμίσω τὰ αὐστηρὰ λόγια ποὺ γράφει στὴν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ θερμότατος κήρυκας τῆς ἀγάπης: «Πᾶν πνεῦμα, ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι. Καὶ πᾶν πνεῦμα, ὃ μὴ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν. Οὗτος ἐστὶν ἀντίχριστος».



Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Εἰς τήν Γέννησιν τοῦ Ἰησού Χριστοῦ (Ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)





Σκέψου, αγαπητέ μου, ότι όπως είναι συναρμολογημένος απ' όλα τα κτίσματα αυτός ο αισθητός απέραντος κόσμος, έτσι ακόμη είναι καμωμένος ένας άλλος κόσμος νοητός που αποτελείται από αμαρτωλούς, του οποίου τα στοιχεία είναι οι τρεις διεστραμμένοι έρωτες, που αναφέρει ο Θεολόγος Ιωάννης: δηλ. α) ο έρωτας των ηδονών, β) ο έρωτας του πλούτου και γ) ο έρωτας της δόξας. "Παν εν τω κό­σμω η επιθυμία της σαρκός και η επιθυμία των οφθαλμών και η αλαζονεία του βίου" (Α' Ιω. 2,16)1.
Αυτός ο πονηρός κόσμος που αντίκειται στο σκοπό του Θεού και εξουσιάζεται από τον εωσφόρο (ο οποίος γι' αυτό και ονομάζεται κοσμοκράτορας) είναι εκείνος ο μεγάλος εχθρός, τον οποίο ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού και Πατρός, αφού γεννήθηκε στη γη, ήρθε για να πολεμήσει πρώτα με το παράδειγμά του το σιωπηλό, και μετά, στον κατάλληλο καιρό, με τον λόγο και τη διδασκαλία του.



1. Με τη φτώχεια γιατρεύει τον έρωτα του πλούτου.

     Συλλογίσου λοιπόν πως πρώτα πολεμάει με την φτώχεια του τον άτακτο έρωτα του πλούτου. Ο κοσμικός άνθρωπος νομίζει πως κάθε καλό το βρίσκει στα πρόσκαιρα αγαθά. γι' αυτό για να τ' αποτυπώσει ή για να μη τα χάσει ξοδεύει σχεδόν όλο τον καιρό, που του έδωσε όμως ο Θεός για να κερδίσει τα αιώνια αγαθά.

Και ιδού που ο προαιώνιος Λόγος και Υιός του Θεού και Πατρός κατεβαίνει από τον ουρανό για να μας λυτρώσει απ' αυτή την πλάνη και να ξερριζώσει από τις καρδιές μας την καταραμένη ρίζα όλων των κακών, την φιλαργυρία, όπως την χαρακτηρίζει ο Απόστολος Παύλος. "Ρίζα πάντων των κακών εστίν η φιλαργυρία" (Α' Τιμ. 6,16). Πρόσεξε όμως σε τί είδους ταλαιπωρία κατάντησε από αγάπη για μας Εκείνος που διαμοιράζει τα πλούτη και τους θησαυρούς στην παρούσα και στη μέλλουσα ζωή. "εμόν γαρ, το αργύριον και εμόν το χρυσίον, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ" (Αγγ. 2,8). Στοχάσου πού είναι το παλάτι που γεννήθηκε; Πού είναι οι προετοιμασίες; Πού οι μαίες; Πού το βασιλικό στρώμα; Πού τα βρεφικά λουσίματα; Πού είναι η ακολουθία των δούλων; Πού η θαλπωρή και η ανάπαυση; Πού είναι η συμπαράσταση των συγγενών και φίλων; Έλα μέσα και δες το φτωχότατο σπήλαιο όπου γεννήθηκε και την ευτελέστατη φάτνη όπου "ανεκλίθη". Σίγουρα όχι μόνο δεν θα βρεις κανένα περιττό, αλλά αντίθετα θα διαπιστώσεις μεγάλη έλλειψη απ' όλα τα αναγκαία. γιατί ο γλυκύτατός μου Ιησούς γεννιέται σε τόπο σχεδόν ξέσκεπο, τα μεσάνυχτα στην καρδιά του χειμώνα, μόνος με μόνη την μητέρα του και τον θεωρούμενο πατέρα του, χωρίς σκεπάσματα, χωρίς ζεστά φαγητά που συνηθίζονται στις γεννήσεις και των πιο φτωχών παιδιών χωρίς τις ελάχιστες εκείνες ανέσεις του φτωχικού σπιτιού που είχε στη Ναζαρέτ. Και το πιο σημαντικό είναι ότι, εκτός από αυτή τη φτώχεια που προτίμησε ο Ιησούς εκουσίως, θέλησε ακόμη και άλλη περισσότερη πτωχεία σχεδόν βίαιη και αφύσικη: παραγγέλλει εκεί στο σπήλαιο να μη του γίνει καμιά υποδοχή και φιλοξενία από κανένα άνθρωπο. ήθελε να διαφέρει από τους συμπατριώτες του που ανέβηκαν στην Βηθλεέμ για απογραφή. όλοι αυτοί είχαν πολλές προμήθειες μαζί τους και ξεκουράζονταν φιλοξενούμενοι μέσα στα σπίτια και στα πανδοχεία. "ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι" (Λουκ. 2,7). Αλλά επειδή ο κόσμος, όχι μόνο βδελύσσεται την φτώχεια και την θεωρεί μεγάλη ντροπή, παρακινώντας ακόμη τους φτωχούς να υποκρίνονται και να παριστάνουν τους πλουσίους, γι' αυτό ακριβώς ο Ιησούς Χριστός δεν νοιώθει ντροπή για την φτώχεια του, αντίθετα κάνει επίδειξη της φτώχειας του. και από μεν τους ουρανούς φωνάζει τους Αγγέλους, από τους αγρούς δε και τα χωράφια καλεί τους ποιμένες για να τον προσκυνήσουν, όταν γεννήθηκε σε κείνη την κατάσταση της ένδειας και της εγκατάλειψης, σε κείνο το θρόνο μιας ευτελέστατης φάτνης και σε κείνη την αυλή ενός πενιχρότατου σπηλαίου! "ω πτώχεια υπέρπλουτος! ω συγκατάβασις υπερύψιστος!"

Τώρα εσύ που μελετάς αυτές τις αλήθειες, τί έχεις να πεις; Ποιος από αυτούς τους δύο νομίζεις πως δικαιούται να σε νικά και να σε κυριεύει; Ο κόσμος ή ο Χριστός που νίκησε τον κόσμο; Ο κόσμος σε προτρέπει να ζητάς πρώτα τα επίγεια αγαθά και να τα θεωρείς μεγάλη ευτυχία. Ο Χριστός πάλι σε συμβουλεύει με το παράδειγμά του και την διδασκαλία του να ζητείς πρωτίστως την Βασιλεία του Θεού και να καταφρονείς όλα τα καλά της γης σαν ένα πηλό. "Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού" (Ματθ. 6,33). Ακόμη σου ζητά να στερείσαι τα γήινα αγαθά ή μερικά απ' αυτά δίνοντάς τα ελεημοσύνη στους φτωχούς ή ακόμη αποτασσόμενος τα πάντα για την καλογερική ζωή και εξαγοράζοντας ένα θησαυρό στον παράδεισο. "Πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ και δεύρο ακολουθεί μοι" (Ματθ. 19, 21). Και πάλι· "πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται είναι μου μαθητής" (Λουκ. 14, 33).

Λοιπόν εσύ, και σαν μαθητής του Χριστού και σαν φρόνιμος και στοχαστικός άνθρωπος, πρέπει ν' αποφασίσεις να ακούσεις και να κάνεις πράξη εκείνο που σου λέγει ο Χριστός και όχι ό,τι σου επιβάλλει ο κόσμος. Γιατί δεν θα σωθούν αυτοί που ακούουν μόνο τον νόμο του Θεού, αλλ' αυτοί που τον εφαρμόζουν στην πράξη. (Ρωμ. 2, 13).

Είναι αλήθεια πως δεν είσαι υποχρεωμένος, αν είσαι λαϊκός, να είσαι ακτήμων και πάμπτωχος. είσαι όμως υποχρεωμένος να εκτιμάς τόσο λίγο τα πλούτη και τα χρήματα, ώστε για όλα αυτά ποτέ να μην παρακινηθείς να παραβείς ούτε μία εντολή του Θεού. τόσο δε να είναι αποκολλημένη η καρδιά σου απ' αυτά, ώστε να τα αποκτάς και να τα έχεις με τόση απροσπάθεια σαν να μη τα έχεις και να μη τα ξοδεύεις στα μάταια και περιττά και πάνω από όσα χρειάζεσαι πράγματα καθώς λέγει ο Παύλος. "Ο καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστίν ... ίνα ώσιν οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι. παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου" (Α' Κορ. 7, 29, 31).

Άλλα γι' αυτό το θέμα να συζητήσεις με το Πανάγιο βρέφος, τον Ιησού, και να νοιώσεις ντροπή μπροστά του, που ως τώρα είχες σε τόση υπόληψη και αγάπη εκείνα τα πλούτη που το Θείον Βρέφος τόσο καταφρονεί κι' ακόμη πως ένοιωθες τόσο μίσος και καταφρόνηση για την πτωχεία εκείνη και την ευτέλεια που αυτό τόσο αγαπά. Ζήτησέ Του αμέσως συγχώρεση για όλα τα κακά που έκανες για ν' αποκτήσεις πλούτο κι' επίγεια αγαθά ή για να τα χρησιμοποιήσεις παρακάλεσέ Τον να σου δώσει χάρη. γιατί, όπως ο Ίδιος από πλούσιος έγινε φτωχός από αγάπη για σένα, έτσι και συ να γίνεις φτωχός για την αγάπη Του, για να πλουτήσεις από τη Θεότητά Του. "Γινώσκετε γαρ την χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι δι' υμάς επτώχευσε πλούσιος ων, ίνα υμείς τη εκείνου πτωχεία πλουτήσητε" (Β' Κορ. 2,9). Ακόμη να τον παρακαλέσεις να μη σ' αφήσει ξανά να πλανηθείς από τον κόσμο. αλλά όταν έχεις τα υπάρχοντά σου ή όταν τα στερείσαι για την αγάπη του Κυρίου, να μη τα μεταχειρίζεσαι για άλλο σκοπό, παρά μόνον και μόνο για να εξαγοράσεις με αυτά την αιώνια ευδαιμονία, καθώς είναι γραμμένο. "Λύτρον ανδρός ψυχής ο ίδιος πλούτος" (Παροιμ. 13, 8).

2. Γιάτρεψε τον έρωτα των ηδονών.

     Συλλογίσου αδελφέ, ότι ο Χριστός με τη γέννησή του ήρθε να πολεμήσει τον άτακτο έρωτα των ηδονών με τις οδύνες και τους πόνους που δοκίμασε. ο σαρκικός άνθρωπος πιστεύει πως η μόνη απόλαυση είναι εκείνη των αισθήσεων γι' αυτό δεν κυριαρχεί πάνω σ' αυτές, όπως ταιριάζει σε λογικό ον, αλλά αφήνει τον εαυτό του να συμπεριφέρεται όπως ένα άλογο ζώο και να παρασύρεται από τις αισθήσεις του: τρέχει αχαλίνωτα για να χαίρεται και ν' απολαμβάνει όλες τις παρανομίες. επιζητεί την ηδονή σαν σκοπό και την θεωρεί έντιμη, αν και τη βρίσκει μέσα στις μεγαλύτερες ατιμίες και βρωμιές. Ο Υιός του Θεού από συμπόνια για την τύφλωση αυτή του ανθρώπου ήρθε για να τον γιατρεύσει από ένα τέτοιο μεγάλο σφάλμα.

Γι' αυτό, ενώ μπορούσε να γεννηθεί μ' ένα σώμα σκληραγωγημένο ωρίμου ανδρός, θέλησε να γεννηθεί μ' ένα απαλό σώμα βρέφους για να αισθανθεί την οδύνη (της τρυφερής σάρκας) και ακολούθως για να υποφέρει περισσότερο. Και ύστερα από την βασανιστική φυλακή που υπέφερε μέσα στην κοιλιά της Παρθένου, θέλησε να υποφέρει κι' όλα τα βάσανα και τις δοκιμασίες της νηπιακής ηλικίας, σα να εστερείτο την χρήση του λογικού.

Εξ αρχής έπρεπε ο Ιησούς να λάβει ένα σώμα, όχι μόνο τελειότερο από το σώμα του Αδάμ, αλλά ένα σώμα απαθές, ανώδυνο, μακάριο και άξιο κατοικητήριο της πα­ρομοίας μακαρίας ψυχής Του2. Παρ' όλα αυτά στη θέση εκείνου παίρνει ένα σώμα πολύ απαλό, πολύ λεπτό και τρυφερώτατο, κατάλληλο να αντιλαμβάνεται διά των αισθήσεων κάθε ταλαιπωρία και καμωμένο έτσι ώστε να μπορεί να δέχεται απ' όλες τις αισθήσεις όλους τους πόνους, όπως το πέλαγος δέχεται όλους τους ποταμούς. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο παρομοιάζει τον εαυτό του με το σκουλήκι, όχι μόνο γιατί γεννήθηκε χωρίς σπέρμα (όπως γεννιούνται τα σκουλήκια), αλλά και γιατί η σάρκα του είχε την αίσθηση και την τρυφερότητα των σκουληκιών "εγώ δε ειμί σκώληξ και ουκ άνθρωπος" (Ψαλμ. 21, 6).

Εξ αιτίας αυτής της απαλότητος μόλις γεννήθηκε δέχτηκε με την αφή την προσβολή του ψυχρού αέρος και της υγρασίας του σπηλαίου. με τη φωνή κλαίει.με την όσφρηση αισθάνεται την έντονη κακοσμία της φάτνης και των ζώων. με την όραση βλέπει μία σκοτεινή και άχαρη σπηλιά. και με την ακοή δεν ακούει άλλο από τις τραχιές φωνές των αγρίων ζώων. Και για να συνοψίσουμε μόλις γεννήθηκε ο Ιησούς, αφιερώνει την αρχή της ζωής του σε ένα χώρο υπερβολικά στενό και σε μια έλλειψη όλων των αναπαύσεων και σε κάθε είδος οδύνης και βασάνων που μπορούσε να δεχθεί η τρυφερή εκείνη ηλικία του. Ω! αφήστε με να πάω κοντά στη φάτνη και να πω στον Ιησού. "τί είναι αυτή η άκρα συγκατάβασίς σου, γλυκύτατε μου Ιησού; Εσύ είσαι εκείνος ο επιθυμητός Μεσσίας από όλα τα έθνη και ευθύς να γεννηθής με τοιαύτα βάσανα;" Ναι, μου αποκρίνεται. αυτό ήταν από την αρχή το θέλημα του Ουρανίου Πατρός μου. να καταργηθεί η ηδονή με την οδύνη. αυτό το πατρικό θέλημα ήρθα να εκπληρώσω ευθύς μόλις γεννήθηκα στον κόσμο, καθώς εκ μέρους μου προείπε ο Δαβίδ και με τον Δαβίδ ο Απόστολος. "Διό εισερχόμενος εις τον κόσμον 'θυσίαν και προσφοράν ουκ ηθέλησας, σώμα δε κατηρτίσω μοι' τότε είπον. ιδού ήκω του ποιήσαι ο Θεός το θέλημά σου" (Εβρ. 10, 5, 7), (Ψαλμ. 39, 7 . 8).

      Εδώ τώρα, εσύ αγαπητέ, να γίνεις κριτής ανάμεσα στο Χριστό και στον κόσμο και να αποφασίσεις ποιος θα σ' εξουσιάζει, ο Χριστός ή ο κόσμος; Ποιον πρέπει ν' ακολουθείς, εκείνον που θέλει τη σωτηρία σου με την οδύνη, ή εκείνον που ζητεί την απώλειά σου με την ηδονή; Είναι φανερόν ότι το πρώτο. "εις τούτο γαρ εκλήθητε, ότι και Χριστός έπαθεν υπέρ ημών, υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν, ίνα επακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού" (Α' Πέτρ. 2, 21). Όμως ο κόσμος είναι τόσο τυφλός, που όχι μόνο δεν γνωρίζει την αλήθεια, αλλά ούτε μπορεί να την γνωρίσει, καθώς λέγει η ίδια η αυτοαλήθεια. "και εγώ ερωτήσω τον πατέρα και άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ' υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας, ό ο κόσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό ουδέ γιγνώσκει αυτό" (Ιω. 14, 16-17). Εάν λοιπόν εσύ θέλεις να θεραπευθείς μέσα σ' αυτόν τον τυφλό κόσμο και είσαι ικανοποιημένος να κυβερνάς τη ζωή σου με τα ψεύτικα διατάγματά του, ώ ταλαίπωρος που είσαι! Μόνος σου παραδόθηκες στα χέρια του θανατηφόρου εχθρού σου, όπως έκανε ο Σαμψών που παραδόθηκε στα χέρια των αλλοφύλων κι ακόμη έγινες μόνος σου φανερός αποστάτης του Κυρίου, του μόνου ευεργέτου σου. γιατί θέλησες να υπηρετείς τις αισθήσεις σου με τις ηδονές και προτίμησες μια ζωή τρυφηλή, μαλθακή και ηδονική, την οποία τόσο πολύ μίσησε ο Ιησούς μόλις γεννήθηκε, αν και αυτή η ζωή θεωρείται από τους άφρονες αλάνθαστη και αθώα!

Αχ αδελφέ μου! Και πιστεύεις εσύ ποτέ πως η άπειρη σοφία του Θεού θέλησε να βασανίσει τόσο πολύ το πανάγιόν της σώμα, όχι μόνο κατά την γέννησή του αλλά και σ' ολόκληρη τη ζωή του και στο θάνατό του, εάν δεν ήταν αναγκαίο σε σένα να αποφεύγεις τις ηδονές και να σκληραγωγείς το σώμα σου; Και σε τί θα ωφελήσει η ασεβής σου πρόφαση που λες πως ο Χριστός δεν σε προστάζει με εντολή να απέχεις από τις ηδονές και τις αναπαύσεις των αισθήσεων και του σώματος, αλλά ότι σε συμβουλεύει μόνο λέγοντας "όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι"; (Μάρκ. 8,36). Καλά, και έτσι υπολογίζεις εσύ τις συμβουλές της ακτίστου σοφίας, προφασιζόμενος προφάσεις εν αμαρτίαις θέλοντας να εξουσιάζεις (και να υπερασπίζεσαι) την τρυφηλή ζωή σου; Να ξέρεις λοιπόν ότι πρέπει να μιμείσαι τον Ιησού Χριστό, αν θέλεις να είσαι προορισμένος για την Βασιλεία των ουρανών. Άκουσε τώρα εκείνες τις φοβερές αποφάσεις που φωνάζει με δυνατή φωνή μέσα από τη φάτνη το Βρέφος ο Ιησούς. "Ουαί υμίν τοις πλουσίοις, ότι απέχετε την παράκλησιν υμών. ουαί υμίν οι εμπεπλησμένοι, ότι πεινάσετε. ουαί υμίν οι γελώντες νυν, ότι πενθήσετε και κλαύσετε. ουαί, όταν καλώς υμάς είπωσι πάντες οι άνθρωποι" (Λουκ. 6,24-26). Τί απαντάς σ' αυτά εσύ, που θέλεις να περνάς τη ζωή σου με ανέσεις κι' έπειτα επιδιώκεις γι' αυτό να βρίσκεις ακόμη και δικαιολογίες; Θεωρείς πως αυτά που λέγει ο Κύριος είναι λόγια κενά και πως ο Θεός μίλησε χωρίς να μπορούν να εκπληρωθούν τα λόγια του; Αυτό βγάλτο από το μυαλό σου. "Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι" (Ματθ. 24,35). Να αισχύνεσαι λοιπόν, να αισχύνεσαι για όλες τις ηδονές και απολαύσεις και να θεωρείς τον εαυτό σου ανάξιο του ονόματος του Χριστιανού, επειδή με τη ζωή και τα έργα σου πρόσβαλες πολύ την χριστιανική σου ιδιότητα και τόσες φορές προτίμησες να υπηρετήσεις τη σάρκα σου παρά το Θεό. Με την συμπεριφορά σου αυτή έγινες αιτία να βλασφημείται από τα έθνη ο χριστιανισμός και το υπερύμνητον όνομα του Θεού, καθώς αυτός ο ίδιος παραπονείται και λέγει. "δι' υμάς διά παντός το όνομά μου βλασφημείται εν τοις έθνεσιν" (Ησ. 52, 5).

Γι' αυτό αποφάσισε επιτέλους να απαρνηθείς όλες τις ηδονές που αποδεδειγμένα δεν είναι απαραίτητες στη ζωή σου και να δεχτείς στο εξής ευχαρίστως όλους τους σταυρούς και τις θλίψεις που θα σου στείλει ο Θεός. να αγκαλιάσεις την σκληραγωγία που περιλαμβάνει η αληθινή μετάνοια και να μη λογαριάζεις τίποτε άλλο για να την αγαπάς, παρά να λογαριάζεις μόνο την αγάπη που έδειξε ο Χριστός γι' αυτήν ήδη από την γέννησή του. Ευχαρίστησε τον Κύριο, που για την αγάπη σου θέλησε να γεννηθεί με τέτοια βάσανα. και προπάντων παρακάλεσέ Τον να σου δώσει χάρη να καταλάβεις καλά από το παράδειγμά του αυτή την αλήθεια. ότι δηλ. η παρούσα ζωή είναι καιρός για να κλαις και να θλίβεσαι κι όχι για να γελάς και να ξεφαντώνεις καθώς τονίζει ο Εκκλησιαστής "καιρός του κλαίειν" (3, 4) και με τον Εκκλησιαστή και ο Απόστολος. "ο καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστίν, ίνα και οι έχοντες γυναίκα, ως μη έχοντες ώσι, και οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες, και οι χαίροντες ως μη χαίροντες... παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου" (Α' Κορ. 7, 29).

3. Γιάτρεψε τον έρωτα της δόξας.

     Σκέψου ακόμη ότι ο Χριστός με την γέννησή του ήρθε να πολεμήσει με την ταπείνωσή του τον άτακτο έρωτα της δόξας. Ο κοσμικός άνθρωπος επιδιώκει να υπερέχει από τους άλλους, να τιμάται και να δοξάζεται και γενικά να φαίνεται ότι είναι ο εκλεκτότερος των υπολοίπων. να δίνει διαταγές με δεσποτική αλαζονεία, να μιλά­ει αφ' υψηλού και να παρουσιάζεται ως αυθεντία. Αν καμιά φορά τύχει κι έρθουν σε αντιπαράθεση η δόξα του Θεού και η δόξα η δική του, τότε αυτός καταφρονεί την δόξα του Θεού και εκ των προτέρων προτιμά τη δική του δόξα.

Αυτά όλα είναι ανόητες θέσεις και διδασκαλίες που διδάσκει ο κόσμος στους μαθητές του και αυτά τα σφάλματα ήρθε να θεραπεύ­σει ο λυτρωτής μας, αφότου άρχισε να ζει στον κόσμο. Μπορούσε ο ίδιος ασφαλώς και βρέφος ακόμη να κάνει έργα ωρίμου ανδρός. μπορούσε δηλ. μόλις γεννήθηκε να μιλάει με καθαρή άρθρωση. μπορούσε να καταλαβαίνει και να μιλάει τις γλώσσες όλων των λαών. μπορούσε να έχει γύρω του χιλιάδες και μυριάδες ηλιομόρφων Αγγέλων για να τον παραστέκονται ολοφάνερα και να τον υπηρετούν όχι μόνον ως Θεό, αλλά και ως άνθρωπο. Ακόμη μπορούσε από την πρώτη στιγμή της ζωής του να χρησιμοποιεί τον χρόνο με το να τρέχει στον κόσμο να τον γεμίζει από τα μεγαλεία των θαυμάτων του, να τον φωτίζει με τις λάμψεις της διδασκαλίας του, να τον διδάσκει με την αγιότητα των παραδειγμάτων του και να τον μεταστρέφει με τη δύναμη του κηρύγματός του. Μ' αυτά όλα μπορούσε να δοξάσει το όνομά του περισσότερο απ' όλους τους ανθρώπους που υπήρχαν φιλόδοξοι στον κόσμο. και οι βασιλείς και οι άρχοντες και οι μεγιστάνες του κόσμου και όλοι οι λαοί να ξεκινούν από τα πέρατα της οικουμένης και να έρχονται στην Ιερουσαλήμ για ν' ακούσουν την ουράνια σοφία που διδάσκει ένα βρέφος, όπως η βασίλισσα του Νότου που ξεκίνησε μέσα από την Ευδαίμονα Αραβία και ήρθε ν' ακούσει τη σοφία του δωδεκαετούς παιδιού, του Σολομώντος. να έρχονται να δουν ένα νήπιο να φωτίζει τυφλούς, να καθαρίζει λεπρούς, να ανορθώνει χωλούς, να γιατρεύει αρρώστους, να ανασταίνει νεκρούς και γενικά να κάνει παράδοξα και φρικτά θαύματα, ώστε όλοι να το επαινούν, όλοι να το δοξάζουν, όλοι να το ευφημούν. Αλλά ο Ιησούς δεν ήθελε τέτοια ανθρώπινη και μάταιη δόξα. Όχι! Αλλά "σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν", καθώς λέγει ο θείος Παύλος (Φιλιπ. 2,8) και κρύβεται με τον ερχομό του σ' ένα τόπο από τους πιο αφανείς της Ιουδαίας και σ' ένα ενδιαίτημα των αλόγων ζώων σκεπάζει δε όλους τους θησαυρούς της σοφίας του μέσα σ' ένα κομμάτι σάρκας και κάτω από την διανοητική αδυναμία ενός αγνώστου αφώνου νηπίου. "εν ώ εισι πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι"! (Κολ. 2,3) Δι' αυτό και ο Ησαΐας για την νηπιώδη αγνωσία του παιδιού αυτού λέγει. "...πριν ή γνώναι το παιδίον καλείν πατέρα ή μητέρα..." (Ησ. 8, 4). Και κατά την εποχή που οι βασιλείς της γης -εννοώ ο Αύγουστος Καίσαρ- κυβερνούν το κράτος τους με απογραφές και εκδίδουν στους λαούς νόμους και φαίνονται παντού ένδοξοι, αυτός, που είναι ο βασιλεύς των βασιλευόντων, γεννιέται και ζει εντελώς άγνωστος και θεωρείται σαν ένα μηδενικό. Ώ της ανυπέρβλητης ταπεινώσεώς σου, ώ γλυκύτατο όνομα, ώ γλυκύτατε υπεράνθρωπε Ιησού! Αυτή η ταπείνωσή σου έκανε τον προφήτη Αββακούμ να χάσει σχεδόν το μυαλό του και να λέει· "Κύριε, κατενόησα τα έργα σου και εξέστην. Εν μέσω δύο ζώων γνωσθήση" (Αββακ. 3,2). Αυτή η ταπείνωση παρακίνησε τον όσιόν σου Ισαάκ να πει τα υψηλά αυτά λόγια. "η ταπεινοφροσύνη στολή θε­ότητός εστιν. ο γαρ Λόγος ο ενανθρωπήσας αυτήν ενεδύσατο και ωμίλησεν ημίν δι' αυτής εν τω σώματι ημών... ίνα μη η κτίσις τη αυτού θεωρία καταφλεχθή" (Λόγ. κ').

        Επειδή και η αιτία της πτώσεως των αγγέλων στον ουρανό και των ανθρώπων στη γη υπήρξε η διαφορά ανάμεσα στο μεγαλύτερο και στο μικρότερο, γι' αυτό εσύ, ο Λόγος του Θεού, με τη γέννησή σου σηκώνεις από τον κόσμο αυτό το μεγάλο σκάνδαλο της απωλείας του κόσμου. και Συ, ο ανώτερος και "υπέρ τα όντα ων", αφού έγινες κατώτερος και έσχατος όλων, κάνεις μ' αυτό τον τρόπο όμοια όλα σου τα κτίσματα, τόσο τα μεγαλύτερα και ανώτερα, όσο και τα μικρότερα και κατώτερα και καταδεικνύεις ως άριστη οδό υψώσεως, την ταπείνωση, καθώς θεολογεί ο δικός σου της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγοντας. "Ελευθερώνει με παράδοξο τρόπο ο Θεός από την αιτία της αρχικής πτώσεως (τον άνθρωπο). και αυτή (η αιτία) ήταν η υπεροχή και η κατωτερότητα που ενυπάρχει στα όντα. και από εδώ ξεκι­νάει ο φθόνος και ο δόλος και οι φανερές και κρυφές αντιπαλότητες. Ο Θεός λοιπόν ευδόκησε πρόσφατα (με την ενανθρώπηση του Χριστού) να διαλύσει την αιτία της υπερηφάνειας που καταστρέφει τα λογικά του κτίσματα. εξομοιώνει δηλ. τα πάντα με τον εαυτό του και επειδή βέβαια ο ίδιος με τον εαυτό του είναι ίσος και όμοιος κατά φύσιν, κάνει και την φύση ίση κατά χάριν με τον εαυτό της. Και αυτό πώς έγινε; Ο ίδιος ο εκ Θεού Θεός Λόγος, αφού άδειασε τον εαυτό του απόρρητα και μυστικά, κατέβηκε από ψηλά στην έσχατη ανθρώπινη ύπαρξη και αυτή αφού την έδεσε μαζί του κατά τρόπο άλυτο και αφού ταπεινώθηκε και  πτώχευσε σαν άνθρωπος (όμοιός μας) έκανε τα κάτω πάνω, μάλλον δε συνένωσε και τα δύο σε ένα. Με τη Θεότητα δηλ. συνένωσε την ανθρωπότητα και έτσι υπέδειξε σε όλους την ταπείνωση ως δρόμο που οδηγεί προς τα άνω, αφού πρόσφερε τον εαυτό του σήμερα υπόδειγμα μπροστά στους ανθρώπους και στους αγίους Αγγέλους" (Λόγος στη Γέννηση του Χριστού).

Τώρα, εσύ αγαπητέ, μπορείς να βρεις μεγαλύτερη απ' αυτή τη διαφορά μεταξύ του Θεού και του κόσμου; Λοιπόν, από αυτούς τους δύο ποιος είναι δίκαιο να σ' εξουσιάζει; Ο Χριστός ή ο κόσμος; Βέβαια ο Χριστός. γιατί ο Χριστός ούτε πλανά ούτε πλανάται, ενώ ο κόσμος και πλανά και πλανάται. Έπειτα, σκέψου, πως για τον Χριστό δεν ήταν αρκετό που γεννήθηκε υπήκοος του Καίσαρος Αυγούστου, αλλά θέλησε ακόμη να γεννηθεί και στην εποχή που γινόταν επίσημη δήλωση έμπρακτης υποταγής. "εν ταις ημέραις εκείναις εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην" (Λουκ. 2,1) και θέλησε να φέρει άνω - κάτω όλα τα πράγματα, κυρίως όμως να βάλει τον εαυτό του κάτω απ' αυτήν την υποταγή. "Ανέβη δε και Ιωσήφ από της Γαλιλαίας εκ πόλεως Βηθλεέμ... απογράψασθαι συν Μαριάμ τη μεμνηστευμένη αυτώ γυναικί ούση εγκύω" (Λουκ. 2, 4).

Εσένα όμως αδελφέ φαίνεται πως σ' ευχαριστεί να τα κάνεις όλα άνω κάτω, να συγχύζεις όλο τον κόσμο, μόνο για να εκπληρώσεις την επιθυμία σου, μόνο για να υποτάξεις όλους στη γνώμη σου, μόνο για να γίνεις μεγάλος και για να αποκτήσεις δόξα στον κόσμο. μ' αυτό που κάνεις φαίνεσαι να λες. εγώ προτιμώ ν' ακολουθήσω το παράδειγμα του κόσμου από το παράδειγμα του Χριστού.εγώ επιλέγω την δόξα των ανθρώπων από τη δόξα του Θεού.

Ω πόσο θα σου φανεί βαριά αυτή η παράλογη εκλογή σου, όταν στο φως της κρίσεως του Θεού θα δεις τα πράγματα όπως ακριβώς είναι κι όχι καθώς τώρα σου φαίνονται και όταν αυτό το βρέφος, που τώρα βλέπεις μέσα στη φάτνη άδοξο και ταπεινό, έρθει ως μέγας βασιλεύς με δύναμη και δόξα πολλή για να κρίνει όλο τον κόσμο.

Αλλά τί απαντάς; Ναι εγώ πρέπει να παραβλέπω την τιμή μου και να ταπεινώνομαι για το Χριστό, αλλά ο κόσμος είναι χωρίς διάκριση και με περιφρονεί και δεν με υπολογίζει για τίποτε. Εύγε, σωστά απάντησες. Άφησε λοιπόν να είναι κρυμμένη και καταφρονημένη απ' αυτόν τον κόσμο η δική σου τιμή και η ζωή, για να φανερωθείς και συ με τιμή και δόξα, όταν φανερωθεί ο Χριστός. "Απεθάνετε γαρ, και η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ.όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη" (Κολ. 3, 3-4).

Ας λέει ο κόσμος τα δικά του. τί σε νοιάζει; Εσύ ν' ακολουθείς την οδηγία της σοφίας του Χριστού κι όχι της μωρίας του κόσμου, που είναι και δικός σου εχθρός και εχθρός του λυτρωτού σου. είναι τόσο μεγάλος εχθρός του που ο ίδιος ο Χριστός στο καιρό του πάθους του, ενώ παρακάλεσε τον ουράνιο πατέρα ακόμη και για τους σταυρωτές του, όμως για τον κόσμο δεν θέλησε να παρακαλέσει. "ου περί του κόσμου ερωτώ" (Ιω. 17,9). Γι' αυτό πρέπει να διαλέξεις ένα από τα δύο, αν είσαι φίλος του Ιησού, πρέπει να είσαι εχθρός του κόσμου. και αν αντίθετα θελήσεις να είσαι φίλος του κόσμου, εξάπαντος θα είσαι εχθρός του Ιησού. "μοιχοί και μοιχαλίδες! ουκ οίδατε ότι η φιλία του κόσμου έχθρα του Θεού εστιν; ος αν ουν βουληθή φίλος είναι του κόσμου εχθρός του Θεού καθίσταται" (Ιακωβ. 4,4). Μα σου κακοφαίνεται επειδή σε καταφρονεί και σε μισεί ο κόσμος; Ανόητος που είσαι! Αυτό το μίσος και αυτή η καταφρόνηση (του κόσμου) είναι καλό σημάδι. πως δηλ. δεν είσαι μαθητής του κόσμου, αλλά μαθητής του Χριστού. "Ει εκ του κόσμου ήτε, ο κόσμος αν το ίδιον εφίλει. ότι δε εκ του κόσμου ουκ εστέ, αλλ' εγώ εξελεξάμην υμάς εκ του κόσμου, διά τούτο μισεί υμάς ο κόσμος" (Ιω. 15, 19).

Αδελφέ μου, άνοιξε μία φορά τα μάτια σου για το καλό της ψυχής σου και αποφάσισε να μην εμπιστεύεσαι πια τον ψεύτη και επίβουλο κόσμο, καθώς σε συμβουλεύει και ο σοφός Σειράχ.  "Μη πιστεύσης τω εχθρώ σου εις τον αιώνα" (Σοφ. Σειρ. 12, 10). Πάρε σταθερή απόφαση να μελετάς πάντοτε και να ακολουθείς την οδηγία του φωτός των παραδειγμάτων, του Ιησού Χριστού, ο οποίος μέσα από τα βρεφικά σπάργανα σου φωνάζει με γλώσσα ψελλίζουσα εκείνο το φοβερό έλεγχο. "Πώς δύνασθε υμείς πιστεύσαι, δόξαν παρά αλλήλων λαμβάνοντες και την δόξαν την παρά του μόνου Θεού ου ζητείτε;" (Ιω. 6, 44)Και επειδή αυτός (ο Ιησούς Χριστός) έπαθε τόσα για να σε διδάξει την αλήθεια, παρακάλεσέ τον να σου δώσει χάρη να καταλάβεις σ' όλο το βάθος το παράδειγμά του και την διδασκαλία του, για να αγαπάς την ταπείνωσή του, η οποία είναι γεμάτη από αληθινό ύψος και δόξα. να μισείς όμως και να αποστρέφεσαι την δόξα και την τιμή του κόσμου, η οποία είναι αληθινή ατιμία και αδοξία. γιατί όχι μόνο σου στερεί την ουράνια δόξα, αλλά και γιατί στο τέλος της ζωής, καταλήγει (η δόξα του κόσμου) στο χώμα και στην κοπριά σύμφωνα με τη Δαβιτική εκείνη κατάρα. "Καταδιώξαι άρα ο εχθρός την ψυχήν μου... και την δόξαν μου εις χουν κατασκηνώσαι" (Ψαλμ. 7, 5).   


________________

Σημειώσεις:


1. Αυτά τα τρία πολέμησε ο Κύριος και όταν ανέβηκε στο όρος και πειράστηκε από τον διάβολο: 

1) την φιληδονία την πολέμησε, επειδή δε θέλησε να κάνει τους λίθους άρτους για να φάει και να χορτάσει την πείνα του και είπε: "ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος αλλ' εν παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού. (Δευτ. 6, 3),
2) την φιλοδοξία, γιατί δεν θέλησε να πέσει κάτω από το πτερύγιον του Ιερού, για να δοξαστεί μη παθαίνοντας τίποτε, τότε είπε. "ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου" (Δευτ. 6, 61), 
3) την δε φιλαργυρία την πολέμησε μη θέλοντας να προσκυνήσει τον διάβολον, ο οποίος του έδειξε όλα τα βασίλεια του κόσμου, και του είπε. "Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις" (Δευτ. 6, 13).

2. Οι θεολόγοι υποστηρίζουν ότι ο Κύριος κατά το σώμα δεν ήταν τέλειος αλλά αυτό το απέκτησε κατά την πορεία της ζωής του, όπως και οι άλλοι άγιοι. γιατί είχε και αυτό το σώμα παθητό και θνητό, ώστε να μπορέσει διά μέσου αυτού να πάθει και να εκπληρώσει την οικονομία: κατά την ψυχή όμως ήταν τέλειος διότι δεν είχε μόνο τη φυσική λεγόμενη γνώση και φιλοσοφία και την θεόπνευστη, αλλά είχε και την μακαρία όραση του θείου προσώπου, με την οποία ακόμη και όταν ήταν σ' αυτήν εδώ την ζωή χαιρόταν την απόλαυση της θεωρίας, του προσώπου του Θεού, την οποία αξιώνονται οι άγιοι μετά θάνατον. Γι' αυτό και ο ιερός Αυγουστίνος στο τελευταίο κεφάλαιο του δ' βιβλίου "περί συμφωνίας των Ευαγγελιστών" λέγει ότι ο Χριστός διέφερε από τους άλλους ανθρώπους, διότι σε κανένα σ' αυτή τη ζωή δεν έχει επιτραπεί να δει το Θεό, όπως σ' εκείνον. Σ' αυτό συμβάλλουν και τα εξής ρητά: "Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε. ο μονογενής υιός ο ων εις τον κόλπον του πατρός, εκείνος εξηγήσατο (Ιω. 1, 18) και πάλι "ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν, ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς, ο υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ" (Ιω. 3, 13). Είναι δηλαδή φανερό ότι ήταν στον ουρανό δια μέσου της μακαρίας οράσεως (Βλέπε Αθανασίου Αλεξανδρείας, Λόγος εις τον Ευαγγελισμόν).

(Από το έργο του Αγίου Νικοδήμου "Πνευματικά Γυμνάσματα", Λόγος κ', Γλωσσική απόδοση: ΑΓΑΘΗ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ, "ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ", ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ, ΤΕΥΧΟΣ 4, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1999)

Πηγή: www.alopsis.gr



Τί ἦταν τό ἀστέρι τῆς Βηθλεέμ; (Ἁγίου Ιωάννου τοῦ Χρυσόστομου)






Θαυμαστά και παράδοξα πράγματα! Στην Ιουδαία -όπου προϋπήρχαν οι προφήτες, οι πατριάρχες, οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης- το μήνυμα για τη γέννηση του Υιού του Θεού το έφεραν οι ειδωλολάτρες, οι μάγοι εξ Ανατολών!  


Εκαναν μακρινό ταξίδι γιά να τον δούν και να τον προσκυνήσουν και περιπλανόμενοι ρωτούν... «Πού έστιν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων;».


Γι αυτό ακριβώς κρύφτηκε και το αστέρι, ώστε χάνοντας τόν οδηγό τους οι μάγοι να αναγκαστούν να ρωτήσουν τους Ιουδαίους και μ' αυτόν τον τρόπο να τους κινήσουν κι εκείνους σε αναζήτηση του νεογέννητου Μεσσία.


Το ότι γεννήθηκε πρόσωπο υψηλό και επίσημο το ήξεραν καλά κι ήταν σίγουροι, διότι τους το μήνυσε τ' αστέρι. Ο Θεός δεν τους έστειλε προφήτη, διότι δεν θα τον παραδέχονταν ούτε με τις Γραφές μπορούσε να τους μιλήσει, διότι δεν τις γνώριζαν. Τους έστειλε, λοιπόν, ένα σημάδι γνώριμο και προσιτό σ' αυτούς.


Το αστέρι των μάγων δεν ήταν απ' αυτά που βλέπουμε στο στερέωμα του ουρανού τις νυχτερινές ώρες. Ηταν κάποια λογική κι αόρατη δύναμη, ένας άγγελος, πού πήρε το σχήμα του άστρου.


Πώς είμαστε σίγουροι γι αυτό; Μας το αποδεικνύει η πορεία του Δεν πηγαίνει απ τήν ανατολή στη δύση αλλά από βορρά προς νότο, εφόσον η Παλαιστίνη βρίσκεται στα νότια της Περσίας. 


Διακρίνεται επίσης κατά την ημέρα, πράγμα αφύσικο για αστέρι. Χάνεται στην περιοχή των Ιεροσολύμων και ξαναεμφανίζεται όταν βγαίνουν οι μάγοι απ αυτή. 


Ακόμη κι όταν τους οδήγησε στη φάτνη, δεν φαίνεται σ αυτούς απ τον ουρανό, αλλά σταματάει εκεί ακριβώς όπου ήταν το παιδί, πάνω απ τό κεφάλι του. Αν ήταν απλώς ένα αστέρι, δεν θα μπορούσε να δείξει έναν τόσο περιορισμένο χώρο.


Ξέρουμε όλοι πολύ καλά ότι λόγω του υπερβολικού ύψους δεν είναι δυνατόν ένα αστέρι να προσδιορίσει ούτε τον τόπο μιάς ολόκληρης πόλης πόσο μάλλον ένα ελάχιστο σημείο μέσα σ' αυτή. 


Αυτό όμως τό άστρο του νεογέννητου βασιλιά έδειξε τον μικρό τόπο της φάτνης κι αφού με ασφάλεια οδήγησε τους μάγους κοντά του, απομακρύνθηκε κι αυτό δεν είναι γνώρισμα κοινού αστεριού.

Aγ.Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία στο ναό του απ. Παύλου 5 ΡG 63,507-508

( Ελεύθερη απόδοση Β.Σ.)


Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Γνήσια αυτοκριτική

Γνήσιος Ορθόδοξος Χριστιανός που δεν έχει γνήσια ορθόδοξη πράξη είναι κάλπικος




 Πολλοί από μας που υπερηφανευόμαστε για την Πίστη μας - γεγονός ορθό, αφού η Ορθοδοξία είναι το καύχημά μας - πέφτουμε σε ένα τεράστιο σφάλμα, που ουσιαστικά μας καθιστά δυστυχώς κάλπικους.
Το σφάλμα αυτό είναι να μειώνουμε τη σημασία της πράξεως (ορθοπραξία) έναντι της πίστεως (ορθοδοξία).
Νομίζουμε ότι μόνο η γνήσια Πίστη θα μας σώσει.

Όμως ο Άγιος Απόστολος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος γράφει: "Τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν πίστιν λέγη τις έχειν, έργα δε μη έχῃ;" (Ιακ. β΄ 14) 



Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι ξεκάθαρος: "Καν γαρ δόγματα έχωμεν υγιή, βίου δε αμελώμεν, ουδέν ημίν όφελος έσται των δογμάτων" (P. G. 53, 31).

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός βάζει στην ίδια μοίρα τον αιρετικό με τον αμαρτωλό: «Ο μη κατά την παράδοσιν της Καθολικής Εκκλησίας πιστεύων  ή κοινωνών δια των ατόπων έργων τω διαβόλω άπιστός εστιν» (PG 94, 1128A).

Και ο Άγιος Βαρσανούφιος στο ίδιο πνεύμα: "πας ο μη φυλάσσων τας εντολάς του Χριστού αιρετικός εστι" (Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου, επιμέλεια Αγίου Νικοδήμου, Βενετία 1816, σελ. 261).



Επομένως, για να είναι ο καθένας μας πραγματικά Γνήσιος Ορθόδοξος Χριστιανός πρέπει να φροντίζουμε ώστε και οι πράξεις μας να είναι ανάλογες. Να τηρούμε τις εντολές του Θεού, να αγωνιζόμαστε συνεχώς για την κάθαρση από τα πάθη μας, να εργαζόμαστε τις αρετές, να αγαπάμε τους συνανθρώπους μας.

Όταν σταματήσουμε να είμαστε πόρνοι, βλάσφημοι, είρωνες, σκληροκάρδιοι, υποκριτές, μισάδελφοι, άδικοι, υπερήφανοι και γίνουμε άγιοι, τότε θα εκλείψουν οι αιρετικοί που μας καταδυναστεύουν, γιατί μόνο η αγιότητα μπορεί να πολεμήσει την αίρεση. Ο αρειανισμός δεν συνετρίβη από φωνασκούντες υπερορθοδόξους, αλλά από ταπεινούς Αγίους του Θεού, σαν τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Σπυρίδωνα, τον Μέγα Αθανάσιο και άλλους. Η διακοπή κοινωνίας και ο αντιαιρετικός αγώνας δεν αρκεί, όταν δεν υπάρχει παράλληλα και ο προσωπικός αγώνας.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: θέλουμε να γίνουμε άγιοι; Θέλουμε να ακούσουμε τον Κύριό μας που μας το ζητάει; («Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί» [Α' Πέτρ. α΄ 16]). 

Αν τα καταφέρουμε, τότε θα είναι πλέον περιττό να αποκαλούμαστε Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, διότι θα μας θεωρούν ως τέτοιους όχι μόνο οι συνάνθρωποί μας, αλλά - και αυτό είναι το ζητούμενο και το ποθούμενο - και ο ίδιος ο αγαπημένος μας Κύριος.