A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΡΑΦΑΗΛ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

image1180.jpgΆγιος Ραφαήλ, ο Ιερεύς και Όσιος, ο Μεγαλομάρτυς και Θαυματουργός. Έζησε στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου μέχρι και λίγα χρόνια μετά την άλωση. Χρόνια δύσκολα και ηρωικά. Ήλπισε στη σωτηρία της Αυτοκρατορίας, στους αγώνες των Παλαιολόγων. Δραστηριοποιήθηκε πάρα πολύ, πήρε πολλές γνώσεις, πέρασε από πολλά αξιώματα, πήγε σε πολλά μέρη, έγινε φημισμένος. Πόνεσε και μόχθησε για τη Ρωμιοσύνη. Αλλά Τον κέρδισε ο Χριστός. Αυτόν αγάπησε τελικά περισσότερο απ’ όλα και Αυτόν υπηρέτησε μέχρι τέλους. Μεγάλη η Χάρη Του και λαμπρή η Δόξα Του. Δόξα αιώνια, δοσμένη από τον Κύριό μας, γιατί ήταν μεγάλη η Θυσία Του!! Η Θυσία ήταν ο δρόμος Του, Θυσία ήταν η ζωή Του, Θυσία ήταν και ο ηρωικός θάνατός Του. Η ίδια η Παναγία, εμφανιζόμενη σε αποκαλυπτικό ενύπνιο την επέτειο του Μαρτυρίου του Αγίου κλαίουσα και ερωτηθείσα γιατί κλαίει, απάντησε ότι κάθε χρόνο τέτοια μέρα κλαίει για τη θυσία που έκανε ο Άγιος Ραφαήλ για Εκείνη και τον Υιό Της, στο Μοναστήρι Της των Καρυών της Λέσβου…

Αποκάλυψις μετά από μισή χιλιετία

Ο Άγιος Ραφαήλ μαρτύρησε στη Λέσβο 10 χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η ένδοξη ζωή όμως και ο μαρτυρικός θάνατός Του, γρήγορα θάφτηκαν στη λήθη, λόγω της τρομοκρατίας του βάρβαρου Τούρκου κατακτητή. Πέρασε ο καιρός και όλα ξεχάστηκαν. Μισή χιλιετία πέρασε και κανείς πλέον δεν ήξερε ότι κάποιοι είχαν μαρτυρήσει στο λόφο των Καρυών της Λέσβου. Μόνο από καιρού εις καιρόν έβλεπαν κάποιον ιερέα να θυμιάζει στον τόπο αυτό, και ένα έθιμο είχε μείνει στην παράδοση του τόπου να γίνεται λειτουργία την Τρίτη του Πάσχα, ημέρα του μαρτυρίου του Αγίου, χωρίς όμως να θυμάται ή να ξέρει κανείς, για ποιο λόγο είχε επικρατήσει το έθιμο αυτό.
            Ήρθε όμως το πλήρωμα του χρόνου, το χρονικό εκείνο σημείο που η Θεία Πρόνοια είχε σοφά επιλέξει, ώστε όλα να αλλάξουν. Ο Παντογνώστης Κύριος είχε επιλέξει την εποχή μας, τον καιρό της απιστίας και της αποστασίας, να ξανακάνει γνωστό τον Φίλο Του Ιερομάρτυρα Ραφαήλ. Ο καιρός της αφάνειάς Του είχε παρέλθει. Είχε έρθει η ώρα, η χάρις του Αγίου να λάμψει και να φωτίσει τις ψυχές των Χριστιανών, χαρίζοντάς τους Πίστη, υγεία, δύναμη, κουράγιο και ελπίδα. Το σωτήριο έτος του Κυρίου μας, 1959, η οικογένεια Ράλλη στην κυριότητα της οποίας περιέπεσε το κτήμα που περίκλειε το μαρτυρικό λόφο των Καρυών, έκτισε από τάμα ένα εκκλησάκι της Παναγιάς. Από τότε αρχίζουν τα θαυμαστά περιστατικά…
            Μια πηγή που είχε ξεραθεί, ξαφνικά άρχισε να βγάζει νερό, βοηθώντας στις εργασίες ανέγερσης της Εκκλησίας. Κατά τις εργασίες ανέγερσης του μικρού ξωκλησιού, ανευρίσκεται στα θεμέλια ένας τάφος με λείψανα ενός χριστιανού του οποίου έλειπε η κάτω σιαγόνα. Ένας άγνωστος σ’ αυτούς καλόγερος αρχίζει και εμφανίζεται στα όνειρα πολλών ανθρώπων της περιοχής, σε οράματα ή ζωντανά μπροστά τους. Σταδιακά, όλο και περισσότεροι τον βλέπουν, τον ακούν, τον ονειρεύονται. Σε κάποιους λέει το όνομά του, «Ραφαήλ». Σε άλλους λέει, «Είμαι Άγιος και θα κάνω πολλά θαύματα». Σε άλλους, «Είμαι από την Ιθάκη»… Μέρα με τη μέρα ο Άγιος συμπληρώνει την ιστορία του και φανερώνει τα κεκρυμμένα μυστήρια, ενώ στις θαυμαστές αποκαλύψεις εμφανίζονται, και άλλα πρόσωπα μαρτύρων καθώς και ένα ξανθόμαλλο κοριτσάκι. Η Παναγία, αλλά και η Αγία Παρασκευή και άλλοι Άγιοι παρουσιάζονται συχνά και αυτοί σε ενύπνια ή οράματα επιβεβαιώνοντας τις μαρτυρίες του Αγίου και ενισχύοντας την πίστη των απλών χριστιανών που γίνονται μάρτυρες των θείων αποκαλύψεων.
            Ο Άγιος σύντομα ζητά να γκρεμιστεί το νεόκτιστο εκκλησάκι. Εξηγεί ότι από κάτω βρίσκονται τάφοι μαρτύρων που πρέπει να αποκαλυφθούν. Έτσι υπό την πίεση των θείων σημείων, αλλά και θαυμάτων, αρχικά με κάποια ατολμία, αργότερα όμως με θάρρος και παρρησία, αρχίζει πρώτα το γκρέμισμα και μετά η ανασκαφή χώρου. Υπήρχε ακόμα κάποια επιφυλακτικότητα, διότι οι άπιστοι ειρωνεύονταν και συκοφαντούσαν τα γεγονότα, τα θεωρούσαν ως μια ομαδική αυθυποβολή ή ακόμα χειρότερα ως απατεωνιά. Όμως, ώ του θαύματος! Στις ανασκαφές, σταδιακά, πράγματι έρχονται στο φως σπασμένα μάρμαρα και κιονόκρανα, αρχαία αντικείμενα κομματιασμένα και μαυρισμένα σαν από πυρκαϊά και εν γένει τα υπολείμματα αρχαίου μοναστηριού, ακόμα και το μολυβδόβουλλο, δηλαδή η ανάγλυφη προνομιακή πατριαρχική σφραγίδα του Βυζαντίου για τη λειτουργία της αρχαίας Μονής. Ανευρίσκονται Τάφοι και Ιερά Λείψανα Μαρτύρων, ακριβώς στα σημεία που βλέπουν σε όνειρα οι πιστοί και υποδεικνύουν στους εργάτες. Η Πίστη θριαμβεύει και οι άπιστοι ντροπιάζονται και αποστομώνονται.
            Ο Άγιος σταδιακά ξετυλίγει το νήμα της ζωής και του Μαρτυρίου Του. Πιστοί ή ακόμα και άπιστοι, αλλά καλοπροαίρετοι άνθρωποι έβλεπαν τον Άγιο να τους διηγείται. Συχνά, έβλεπαν τα ίδια τα γεγονότα άλλοτε ζωντανά σαν να συμβαίνουν δίπλα τους, άλλοτε σαν μέσα από διόπτρα με τον Άγιο να τους εξηγεί και άλλοτε σαν ταινία που βλέπουν και ακούν… Έτσι, σιγά-σιγά σχηματίστηκε μια σαφής εικόνα του πολυτάραχου βίου Του, που σταδιακά γίνεται όλο και πιο πλήρης:


Τα παιδικά χρόνια 

            Στην παλαιά συνοικία Μύλοι της πόλεως Ιθάκης, πρωτεύουσας της ομωνύμου πανέμορφης νήσου των Επτανήσων εις το Ιόνιο Πέλαγος, πατρίδας του πολυμήχανου Οδυσσέα της αρχαιότητος, γεννήθηκε το έτος 1410 ένα γλυκύτατο αγοράκι. Οι γονείς του ήταν λίαν ευσεβείς Χριστιανοί και εξαιρετικά ένθερ­μοι Έλληνες πατριώτες. Η οικογένεια του αποτελείτο από τον πατέρα του Διονύσιο Λασκαρίδη, την μητέρα του Μαρία και την αδελφή του Ελένη. Κατά την βάπτιση του βρέφους, του δόθηκε το όνομα Γεώργιος.
            Με την πάροδο του χρόνου, το έτος 1422 η αδελφή του Ελένη Λασκαρίδου νυμφεύθηκε τον Ενετό Μάρκο, Υπασπιστή και Σύμβουλο του Ενετού Καρόλου Α’ Τόκκου, Κόμητα Κεφαλληνίας και Ζακύνθου και Δούκα της Λευκάδος. Το έτος 1418, ο νεαρός Γεώργιος διδάσκεται τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα Τιμόθεο της Ιεράς Μονής Καθαρών, κείμενης εις την θέση Στενό Αγρού, βορείως της πόλεως της Ιθάκης. Η οικογένεια Λασκαρίδη ήταν αρκετά ευκατάστατη, πράγμα το οποίο βοήθησε για την παροχή ευρύτερης παιδείας στο γιό τους, το οποίο ήταν ένα αξιαγάπητο, κινητικότατο, πανέξυπνο μικρό παιδάκι, ευσεβές και διψασμένο για μάθηση. Έτσι, ο Γεώργι­ος, διαθέτοντας οικονομική ανεξαρτησία και υποστηριζόμενος από τον (εκ της αδελφής του) γαμπρό του Μάρκο, γίνεται δεκτός προς φοίτηση στη Σχολή του Ζαχαρία Αγγέλου, που έδρευε στη θέση «Κάστρο του Αϊ-Γιώργη», καθέδρα του Καρόλου Α’ Τόκκου. Εκεί διδάσκεται Ελληνικά, Λατινικά, Ιταλικά και Γαλλικά. Και πάλι, όμως, δεν αισθανόταν αναπαυμένος. Πνεύμα συνεχώς ανήσυχο για μάθηση, γνωρίζεται με τον Ιατροφιλόσοφο Παράσχο Κουζούλη από τον οποίο διδάσκεται τα πρώτα μαθήματα της Ιατρικής Επιστήμης.
            Το έτος 1425 σε ηλικία 15 ετών, ο νεαρός Γεώργιος παρακολούθησε τη διδασκαλία του πατρός Φωτίου Μοναχού στην Ιερά Μονή της Παναγίας Ομαλών, πλησίον του χωρίου Λειβαθώ, όπου για πρώτη φορά εντρύφησε σε θεολογικές μελέτες, με εξαιρετικές επιδόσεις. Τότε, ο Γεώργιος, που θεωρούσε και ονόμαζε τον εαυτό του Ρωμηό, αλλά που ήταν μεγαλωμένος και μορφωμένος σε ενετικό περιβάλλον, για πρώτη φορά άρχισε να ανακαλύπτει και να συνειδητοποιεί τη ρωμαίικη παράδοση. Συνάντησε μαγεμένος το Γένος και τη ρίζα του, την Ελληνική από τη μια και Ορθόδοξη από την άλλη. Ταυτοχρόνως, ορμώμενος από τον έμφυτο δραστήριο χαρακτήρα του και από τη φλόγα της φιλοπατρίας, πείθει τον γαμπρό του Μάρκο να συνηγορήσει για την άσκησή του εις τα όπλα κατατασσόμενος προς απόκτησιν στρατιωτικής εκπαιδεύσε­ως εις τα τμήματα της Ενετικής Φρουράς του Καρόλου Α' Τόκκου.
            Ο καιρός παρέρχεται και ο άπληστος για μάθηση Γεώργιος αναχωρεί το έτος 1427 από τα Ιόνια Νησιά και μεταβαίνει εις την πόλη του Μυστρά για να παρακολουθήσει ανώτερες σπουδές εις την εκεί Σχολή Φιλοσοφίας του Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού. Εκεί μάλιστα, γνωρίζεται και συνδέεται φιλικά με τον μετέπειτα Δεσπότη του Μυστρά και αργότερα αυτοκράτορα, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.

Στην υπηρεσία της πατρίδος

            Το έτος 1431, σε ηλικία πλέον 21 ετών, ο Γεώργιος δεν μπορεί να αντισταθεί περισσότερο στα εντονώτατα πατριωτικά του συναισθήματα και με τις ευλογίες των Γονέων και των Διδασκάλων του κατατάσσεται εθελοντικώς ως Αξιωματικός στις Δυνάμεις του Ελληνικού Βυζαντινού Στρατού. Λόγω της ευρύτατης και πολυσχιδούς του μορφώσεως και της όλως εξαιρετικής ευφυίας του, του απονέμεται ο βαθμός του Εκατόνταρχου και τοποθετείται ως Υπασπιστής στο Επιτελείο του Πρίγκηπα Θωμά Παλαιολόγου που είχε την έδρα του στην Καλαμάτα. Παράλληλα, ολοκληρώνει τις σπουδές του στην Ιατρική Επιστήμη διδασκόμενος από τον Ιατρό Μελισσηνό.
            Ο Γεώργιος ήδη έχει γίνει πασίγνωστος για την παιδεία, τις ικανότητες, την ανδρεία και τον χαρακτήρα του εις τους κατέχοντας ύπατα αξιώματα στη Δημόσια Διοίκηση της Αυτοκρατορίας και στην Εκκλησία. Ως αποτέλεσμα, το έτος 1437 ο Γεώργιος Λασκαρίδης, Χιλίαρχος - Ιατρός πλέον, επιλέγεται να προστεθεί στην ακολουθία του Αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου ως επιτελής αξιωματικός του Πρίγκηπα Δημητρίου ο οποίος θα συνόδευε τον Αυτοκράτορα στη σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας.
            Χάριν της ιστορικής αλήθειας, οφείλουμε να αναφέρουμε εδώ ότι, δυστυχώς, ο ασύνετος Αυτοκράτωρ Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος προκάλεσε τη σύγκληση της Συνόδου της Φερράρας προκειμένου να εκλιπαρήσει τον αιρετικό και σχισματικό Ευγένιο πάπα της Ρώμης να παρακινήσει τους υπ’ αυτόν βασιλείς να τον βοηθήσουν στρατιωτικώς προσφέροντας σε αντάλλαγμα την «Ένωση» των Εκκλησιών, διότι έντρομος και περιδεής φοβόταν τις απειλές του Σουλτάνου Μουράτ και του αρχηγού της τουρκικής Θεσσαλικής στρατιάς Τουραχάνη (Τουραχάν Μπέης).
            Από την πρώτη στιγμή, η Επιτροπή Συνοδικών της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, με επικεφαλής τον Πατριάρχη Ιωσήφ, υπέστη τα πάνδει­να από τους παπικούς κατά τη διετία της Συνόδου Φερράρας - Φλωρεντίας. Προσφιλέστερη μέθοδο των Δυτικών αποτελούσαν οι προσβολές και η έμμεση ή άμεση άσκηση φυσικής, ηθικής και ψυχολογικής βίας εναντίον των Ορθοδόξων. Μικρό παράδειγμα αποτελούν τα εξής. Ενώ η Επιτροπή των Ορθοδόξων βρισκόταν καθ’ οδόν προς τη Φερράρα, ο Πάπας ειδοποίησε τον Πατριάρχη ότι κατά την άφιξή του οφείλει να του ασπασθεί τους πόδας του, πράγμα το οποίο, όπως ήταν φυσικό, ο Πατριάρχης αρνήθηκε. Επίσης, από την πρώτη διανυκτέρευση, στον Ορθόδοξο Πατριάρχη παραχώρησαν για κατάλυμα ένα χοιροστάσιο. Ακόμη, ενώ ήταν ανειλημμένη υποχρέωση των Παπικών να προσφέρουν σιτηρέσιο προς τους Ορθοδόξους, παρέβηκαν την υπόσχεσή τους καταδικάζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τους Ορθοδόξους Συνοδικούς σε λιμοκτονία, αφήνοντάς τους χωρίς τροφή και χρήματα διατροφής επί πολ­λούς μήνες, εξαναγκάζοντας τους Ορθοδόξους Ιεράρχες να πωλούν και αυ­τά τα ενδύματά τους για να τραφούν ή ακόμη και να ζητιανεύουν τροφή.
            Πράγματι, λοιπόν, κατά την ψευδοσύνοδο Φερράρας και Φλωρεντίας, εμπαίχθηκε η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός. Το μίσος των αιρετικών Παπικών προς την Ορθοδοξία, ο ανθελληνισμός, οι προδοσίες, οι φατριασμοί, οι εγωκεντρικές φιλοδοξίες, ο ραγιαδισμός και η μωρία ξεπέρασαν κάθε όριο. Ο μόνος που παρέμεινε αγνός και έλαμψε ως σταθερός στυλοβάτης της Ορθοδοξίας ήταν ο Μάρκος Ευγενικός, ενώ αξιοπρεπείς στάθηκαν και οι Γεώργιος Σχολάριος και Γεώργιος Πλήθων Γεμισ­τός, φεύγοντας με τον αδελφό του αυτοκράτορα Δημήτριο στη Βενετία, για να μην υπογράψουν. (Μαζί τους προφανώς θα ήταν και ο Άγιός μας ως επιτελής αξιωματικός του πρίγκιπα Δημητρίου.) Αυτοί αποτέλεσαν φωτεινούς ελπιδοφόρους αστέρες Ορθοδοξίας στο σκοτεινό στερέωμα των ζοφερών εκείνων χρόνων για το Βυζάντιο.
            Τον Νοέμβριο του έτους 1444, ενωμένα Χριστιανικά στρατεύματα υπό τον Ούγγρο Ουνιάδη και τον Βασιλέα των Πολωνών Βλαδισλάβο, ενεπλάκησαν σε μοιραία και καταστροφική σύγκρουση με τις τουρκικές δυνάμεις του Σουλτάνου Μουράτ Β’ στη Βάρνα της Βουλγαρίας. Τα Χριστιανικά στρατεύματα, λί­γο πριν τη σύγκρουση απέστειλαν εσπευσμένα ταχυδρόμους προς τον Δεσπότη του Μυστρά Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, για να ζητήσουν ενισχύσεις. Πράγματι, δύναμις του Βυζαντινού Στρατού στην οποία μετείχε και ο Χιλίαρχος Γεώργιος Λασκαρίδης, αναχώρησε άμεσα ανταποκρινόμενη στην έκκληση των Χριστιανικών Στρατευμάτων. Εντούτοις, δύο ημέρες προ της αφίξεώς τους στην Βάρνα, πληροφορήθηκαν από έντρομους ταχυδρόμους ότι έλαβε χώρα η συμπλοκή και τα Χριστιανικά Στρατεύματα διαλύθηκαν έχοντας ηττηθεί κατά κράτος από τον Σουλτάνο Μουράτ. Κατόπιν τούτου, οι Βυζαν­τινοί θεωρώντας μάταιη κάθε περαιτέρω ενέργεια, ακολούθησαν τον δρόμο της επιστροφής.

Το κάλεσμα του Θεού

            Καθ’ οδόν προς την βάση τους στο Μυστρά, διήλθαν πλησίον των Σερρών όπου αφίχθησαν εις την Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί κατέλυσε προς ανάπαυσιν το Τμήμα του Χιλιάρχου Γεώργιου Λασκαρίδη. Εις την Ιερά Μονή εκείνη, ο Γεώργιος συναντήθηκε με δύο Μοναχούς η γνωριμία μετά των οποίων αποτέλεσε σταθμό δια τον περαιτέρω βίο του.
            Ο ένας εξ αυτών, με το Αγγελικό, δηλαδή το Μοναχικό, όνομα Γεννάδιος, ήταν ο πρώην φιλενωτικός, υμνητής του πάπα κατά την σύνοδο της Φερράρας, πολυγνώστης φιλόσοφος, κατά κόσμον Γεώργιος Σχολάριος, ο οποίος κατόπιν θείας Φωτίσεως ανένηψε και ακολούθησε εν μετανοία τον Μοναχισμό, διακηρύσσοντας ότι «καλύτερα το τουρκικό σαρίκι παρά το Λατινικόν φακιόλι». Και τούτο, διότι από τους Τούρκους κινδυνεύει μόνο το κράτος, ενώ από τους Λατίνους κινδυνεύουν και το Κράτος και η Πίστις. Ο Μοναχός Γεννάδιος, υπήρξε μετέπειτα ο Πατριάρχης Γεννάδιος.
            Ο άλλος ήταν ο Γέροντας Ιωάννης, αγιασμένη μορφή, ο οποίος ώθησε τον Χιλίαρχο-Ιατρό Λασκαρίδη να συνειδητοποιήσει ότι κοντά στο Θεό θα εύρισκε η ψυχή του την ειρήνη που επιθυμούσε. Μετά την αναχώρηση της Μονάδος του προς το Μυστρά και αφού απέστειλε προς τον Αρχηγό του Στρατεύματος Φραντζή την παραίτηση από το στράτευμα και το σπαθί του, ο Γεώργιος Λασκαρίδης υπακούοντας σε κάποια άρρητη ψυχική θεϊκή παρόρμηση, παρέμεινε κοντά στο Γέροντα Ιωάννη στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου.
            Το έτος 1445, σε ηλικία 35 ετών, ο Γεώργιος, μετά από έξι μήνες άσκηση σιωπής και προσευχής εκάρη Μοναχός από τον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου και πήρε το Μοναχικό όνομα ΡΑΦΑΗΛ από τον Αρχάγγελο, ο οποίος σε όραμα τον είχε φωτίσει με άρρητα μηνύματα του θεού. Ο πατήρ Ραφαήλ έζησε κοντά στον αγιασμένο Γέροντά του μέχρι την κοίμησή του και στην Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου για δύο χρόνια ακόμα, γενόμενος Διάκονος, Ιερεύς και τελικά Αρ­χιμανδρίτης.
Στη συνέχεια, πήγε στην Αθήνα όπου είναι γνωστό ότι κατ’ επανάληψη κήρυξε στο λόφο του Φιλοπάππου και εις τον Ιερό Ναό του Αγ. Δημητρίου Λομπαρδιάρη πλησίον της Ακροπόλεως, όπου λειτούργησε ως εφημέριος και ιεροκήρυκας, προκειμένου να ενισχύσει το ορθόδοξο φρόνημα και το ηθικό των υπό ενετικής κατοχής Αθηναίων. Στο Ναό αυτό και σήμερα μπορεί κανείς να βρει το εικόνισμά Του, ενώ παράλληλα τελούνται και Λειτουργίες τιμώντας την Χάρη Του.
            Όταν το 1449 ανέβηκε στο θρόνο της Βασιλεύουσας ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο επονομαζόμενος «Δράκων» για τη γενναιότητά του, ο πατήρ Ραφαήλ πήγε αμέσως στην Κωνσταντινούπολη για να συναντήσει τον παλιό του φίλο και να τον συγχαρεί. Εκείνος, εκτιμώντας την προσωπικότητά του, τις πολλές ικανότητές του και την ευρύτατη μόρφωσή του, τον κράτησε στην Βασιλεύουσα και τον τοποθέτησε στο αξίωμα του Πρωτοσύγκελου. Ο πατήρ Ραφαήλ γίνεται γρήγορα πασίγνωστος. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέστελλε τον πατέρα Ραφαήλ επανειλημμένα ως εκπρόσωπό του σε πολλά Θεολογικά και Ιατρικά Συνέδρια σε διά­φορες πόλεις του εξωτερικού. Παράλληλα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον ονόμασε Οικουμενικό Ιεροκήρυκα, τίτλο που τον διευκόλυνε για να μεταβαίνει σε πολλές και διάφορες πόλεις και να κηρύττει την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη.

Η γνωριμία με το Νικόλαο

            Το έτος 145Ι, κατά τη διάρκεια ενός εκ των Συνεδρίων στην Γαλλική πόλη Μορλαί (ΜΟRLΑΙΧ), πλησίον της Βρέστης στην περιοχή της Βρετάννης, γνωρίστηκε με έναν 27ετή νέο Έλληνα φοιτητή της Νομικής, τον Νικόλαο. Ο Νικόλαος είχε γεννηθεί το έτος 1424 και είχε μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη. Ή οικογένεια του αποτελούνταν από τον πατέρα του Γεώργιο Κωσταντάκη, Συμβολαιογράφο, την μητέρα του Άννα και την αδελφή του Ζωή. Όπως αναφέρεται, η οικογένεια Κωσταντάκη είχε την καταγωγή της από την πόλη Ραγοί της Μηδίας στην Μικρά Ασία. Το έτος 1445, ο Γεώργιος Κωσταντάκης απέστειλε τον γιό του Νικόλαο στην πόλη Μορλαί της Γαλλίας για να σπουδάσει την Νομική Επιστήμη στο εκεί Πανεπιστήμιο. Ο Νικόλαος, όμως, παρασυρμένος από τις υλικές απολαύσεις, αντί σπουδών διήγαγε έντονα κοσμικό βίο. Συναναστρεφόμενος, παρ’ όλα αυτά, με τον Πρωτοσύγκελο πατέρα Ραφαήλ, και παραδειγματιζόμενος από την υποδειγματική ζωή και τις σώφρονες συμβουλές του, μετέβαλε τρόπο ζωής και τέλος ακολούθησε την οδό της Ιερωσύνης. Μετά την κουρά του ως Μοναχού, τον υποδειγματικό βίο του και τον ένθερμο ζήλο του στα της Πίστεως, ο πατήρ Ραφαήλ τον χειροτόνησε Διάκονο και κράτησε κοντά του ως συνεργάτη, αναθέτοντας παράλληλα σε αυτόν αποστολές σε διάφορους τόπους, προκειμένου να κηρύττει την Ορθοδοξία.

Η άλωση της Πόλης

            Το Δεκέμβριο του 1452 και ενώ ο Πρωτοσύγκελος πατήρ Ραφαήλ, αλλά και ο Διάκονός του Νικόλαος βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος οργάνωσε επίσημο συλλείτουργο στην Εκκλησία της Αγίας Σοφίας με αντιπρόσωπο του πάπα τον καρδινάλιο Ισίδωρο, στα πλαίσια της ενωτικής πολιτικής που εφάρμοζε έχοντας την ψευδαίσθηση ότι θα σωθεί η Βασιλεύουσα με τη βοήθεια του πάπα, από τον ασφυκτικό τουρκικό κλοιό. Στις 12 Δεκεμβρίου του 1452, ανήμερα του Αγίου Σπυρίδωνος, έλαβε χώρα το συλλείτουργο αυτό. Όμως, ο Πρωτοσύγκελος Ραφαήλ δεν θέλησε να παραστεί και ούτε και τον Διάκονό του άφησε να πάει. Γνώριζε πολύ καλά ότι αυτό θα ήταν προδοσία της Πίστεως. «Όχι, και μέχρις εκεί. Σχέση ναι, βοήθεια ναι, συλλείτουργο με τους παπικούς ποτέ!...» είπε ο Άγιος. Ο Αυτοκράτορας θύμωσε πάρα πολύ και τους τιμώρησε με προσωρινή εξορία στην Αίνο. Γι’ αυτό και ο Άγιος Ραφαήλ ονομάζεται και ομολογητής, διότι παράτησε τις τιμές και δόξες του αξιώματός του και δεν υπολόγισε το κόστος της εναντίωσής του στον αυτοκράτορα, προκειμένου να υπερασπιστεί την αλήθεια της Ορθοδοξίας έναντι της αιρέσεως του παπισμού. (Σημειώτεον ότι τις τελευταίες ημέρες πριν τον ηρωικό θάνατό του ο αυτοκράτορας, βλέποντας την απουσία παπικής βοήθειας, μετάνιωσε πικρά, εξομολογήθηκε και κοινώνησε ως ορθόδοξος)
            Όταν, λοιπόν, άρχισε η πολιορκία της Βασιλεύουσας από τους Τούρκους οι δύο πατέρες βρίσκονταν εκτός των τειχών και έτσι πέρασαν στην Μακεδονία. Εκεί ήταν, όταν συνέβη η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, την αποφράδα Τρίτη 29η Μαΐου 1453, από τους επιδραμόντες από τα βάθη της Ασιατικής Μογγολίας Σελτζούκους Τούρ­κους των οποίων, όμως, οι επιτελικοί αξιωματικοί ήταν Ευρωπαίοι εξωμότες από την Αυστρία, την Ουγγαρία, την Γερμανία, την Γαλλία και από άλλες «πολιτισμένες» και «χριστιανικές» ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες ταυτόχρονα εφοδίασαν τις ορδές των σε ημιάγρια κατάσταση άξεστων και βάρβαρων Τούρκων, με οπλισμό της πλέον σύγχρονης, τότε, τεχνολογίας. Δέον να σημειωθεί ότι οι αμοιβές των εξωμοτών αξιωματικών εκείνων ήσαν μυθικές, καταβάλλονταν δε από τους Τούρκους σε χρυσό προερχόμενο από τις λεηλασίες και την καταλήστευση των ηττημένων από αυτούς λαών. Μαρτυρία περί των ανωτέρω παρέχουν τα ακόμη και σήμερα παραταγμένα, από τους αλαζόνες Τούρκους, εις το προαύλιο του Ναού της του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, πυροβόλα επί των οποίων οποιοσδήποτε μπορεί να αναγνώσει τις εκ κατασκευής εγχάρακτες επιγραφές της ταυτότητας του καθενός, δηλ. την χρονολογία κατασκευής, την επωνυμία του εργοστασίου το οποίο τα παρήγα­γε και την χώρα προελεύσεως.
            Της καταλήψεως των Χριστιανικών Ελληνικών Βυζαντινών εδαφών από τα στίφη των απολίτιστων και βάρβαρων Τούρκων, επακολούθησαν ανηλεείς σφαγές των αμάχων Χριστιανών κατοίκων, πυρπολήσεις κτιρίων, διαρπαγές περιουσίων, βιασμοί γυναικών ως και τρομερές εν γένει αιματηρές και πάσης άλλης φύσεως βιαιότητες διαπραττόμενες από τους κτη­νώδεις και αιμοδιψείς κατακτητές. Άπαντα δε αυτά τα φοβερά τεκταινόμε­να, εάν δεν υποστηρίζονταν, τουλάχιστον αντιμετωπίζονταν με ιδιάζουσα αδιαφορία και απάθεια από τους «αδελφούς Χριστιανούς» της Δύσεως και με χαρακτηριστική εγκληματική αδιαφορία από τον Πάπα, ο οποίος απολάμβανε εν μέσω χλιδής τον αιρετικό και ακόλαστο βίο του.
            Εδώ, τονίζεται μετά βαθύτατης θλίψεως, ότι η ίδια στάση των Ευρωπαίων και του Πάπα επαναλαμβάνεται ακόμη και κατά τον 2Οό αιώνα, όπως αποδεικνύουν τα και επί της εποχής μας διαπραττόμενα εγκλήματα των Τούρκων, όπως η γενοκτονία την οποία εξαπέλυσαν εναντίον των Αρμε­νίων το έτος 1915, των Ελλήνων το 1922, εναντίον των ολίγων εναπομεινάντων ομογενών μας Ελ­λήνων στην Κωνσταντινούπολη το έτος 1955, εναντίον των κατοίκων της Ελ­ληνικής νήσου Κύπρου το έτος 1974, εναντίον του Λαού του Κουρδιστάν με­ταξύ των ετών 1990-1998, καθώς και τα φοβερά εγκλήματα των «πολιτισμένων» Ευρωπαϊκών Κρατών και των Η.Π.Α. εναντίον της ομόδοξου Σερβίας το έτος 2000, τα οποία θα έπρεπε να χαρακτηρισθούν ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
            Μέσα στη λαίλαπα του πολέμου λοιπόν, την σύγχυση και τα λουτρά αίματος, με τις εκατόμβες των θυμάτων, οι δύο υπό διωγμόν τελούντες πατέρες Ραφαήλ και Νικόλαος, έφθασαν Θεία Χάριτι, στην  Αλεξανδρούπολη της Θράκης ως πρόσφυγες. Πρέπει να τονιστεί ότι ο λαός, προκειμένου να διασωθεί από τις σφαγές, την αιχμαλωσία, τις πυρπολήσεις και τα βασανιστήρια των Τούρκων, προσπαθούσε να διαφύγει πανικόβλητος από τα κατακτημένα εδάφη, αναζητώντας καταφύγιο στους εναπομείναντες ελεύθε­ρους τόπους. Κατά συνέπεια, οι δύο πατέρες επιβιβάστηκαν με άλλους προσφύγες σε πλοιάριο που απέπλεε με προορισμό τη νήσο Λέσβο, ελπίζοντας ότι εκεί θα έβρισκαν ασφάλεια.

Τα ήσυχα και δημιουργικά χρόνια στη Λέσβο

            Την 14η Μαρτίου 1454, λόγω σφοδρότατης κακοκαιρίας, το πλοιάριο δεν ήταν δυνατό να καταπλεύσει στον λιμένα της Μυτιλήνης, αλλά κατόπιν περιπετειών και κινδύνων προσορμίσθηκε, κατά θεία Πρόνοια, στην φιλόξενη παραλία του χωριού Θερμή της Λέσβου. Εκεί, οι φτωχοί μεν αλλά φιλόξενοι και ευσεβείς κάτοικοι, τους υποδέχθηκαν εγκάρδια. Ο Προεστώς του χωριού Βα­σίλειος και ο Ηπειρώτης Διδάσκαλος Θεόδωρος, οδήγησαν τους πα­τέρες εις την Ιερά Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου στις Καρυές, σε απόσταση 14 χιλιομέτρων περίπου από την πόλη της Μυτιλήνης, όπου ήδη ασκήτευε ο Γέροντας πατήρ Ρουβήμ και διέμενε ο Επιστάτης Ακίνδυνος.
            Η εν λόγω Ιερά Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου κτίστηκε το έτος 801 από την Αυτοκράτειρα ΕΙΡΗΝΗ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑΙΑ, την οποία εξόρισε από τη Βασιλεύουσα ο γιος της, που την διαδέχθηκε στον θρόνο, και έτσι εκείνη κατέληξε στην Αγιάσο της Λέσβου. Ένα έτος μετά (έτος 802) έκτισε και τον Ιερό Ναό της Παναγίας Τρουλλωτής στους Πύργους Λέσβου, κοντά στην θερμή. Η Ειρήνη η Αθηναία, στα τέλη του βίου της μόνασε και τέλος κοιμήθηκε οσιακά στην Ιερά Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου, η οποία λειτουργούσε ως γυναικεία.
            Την 11η Μαϊου 1235, Μουσουλμάνοι πειρατές επέδραμαν εναντίον της Ιεράς Μονής, την κατέλαβαν, σύλησαν τα εντός αυτής ιερά και όσια, την καταλήστευσαν αρπάζοντας κάθε αντικείμενο αξίας, βίασαν, βασάνισαν και κατέσφαξαν τις Μοναχές, τέλος δε πυρπόλησαν και τα κτίρια της Μονής. Σύμφωνα με την ανά τους αιώνας διασωσμένη εξιστόρηση των συμβάντων, όπως αναφέρεται κατωτέρω χαρακτηριστική είναι η απάνθρωπη θηριωδία, αγριότητα και βαρβαρότητα των Μουσουλμάνων επιδρο­μέων. Οι πειρατές, άλλες Μοναχές κατέσφαξαν, άλλες οδήγησαν στην παραφροσύνη, λόγω των βασάνων στα οποία τις υπέβαλαν. Την ηλικιωμένη και παράλυτη Μοναχή Ευφροσύνη την κρέμασαν από ένα δένδρο και στη συνέχεια την παρέδωσαν ζωντανή εις την πυρά. Της τότε Ηγουμένης Ολυμπίας, της αφαίρεσαν τα ενδύματα και της έκαιγαν την σάρκα με αναμμένες λαμπάδες. Κατόπιν της πέρασαν από τα αυτιά και την σιαγόνα δύο μεγάλα πυρωμένα καρφιά και τέλος της κάρφωσαν το σώμα με 20 μεγάλα καρφιά σε μία σανίδα και την άφησαν να ξεψυχήσει εν μέσω των φλογών της καιγόμενης Μονής.
            Αφού παρέμεινε ερειπωμένη και έρημη επί χρονικό διάστημα 200 ετών περίπου, η Μονή αναστηλώθηκε το έτος 1433, από κάποια ευλαβή ευκατάστατη γυναίκα που την έλεγαν Μελπομένη. Η Μελπομένη ήταν σύζυγος του εμποροπλοιάρχου Κωνσταντή Υαλινά με τον οποίο απέκτησε μία κόρη το έτος 1423, την Βασιλική, και το έτος 1425 ένα γιό, τον Ακίνδυνο. Αυτός υπέφερε εκ γενετής από παράλυση του δεξιού του ποδιού. Οι προσευχές και παρα­κλήσεις της Μελπομένης και του πατρός Ρουβήμ, ο οποίος ήδη μόναζε στο κτήμα τους, εισακούσθηκαν και το έτος 1433 η Υπεραγία Θεοτόκος θεράπευσε την παράλυση του μικρού Ακίνδυνου, αφού έπλυναν το πόδι του με νερό από το αγίασμα της εγκαταλελειμένης Ιεράς Μονής. Μετά από αυτό το θαύμα, η Μελπομένη έθεσε τον εαυτό της στην υπηρεσία του Κυρίου μέχρι το θάνατό της το Σεπτέμβριο του έτους 1455. Παράλληλα, εκπλήρωσε το τάμα της, να αναστηλώσει την ερειπωμένη Ιερά Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου (στην οποία πλέον ετιμάτο και η Αγία Παρασκευή), όπου ο γιος της μεγαλώνοντας έγινε Επιστάτης, διαμένοντας σε αυτή μαζί με τον πατέρα Ρουβήμ.
            Έτσι, όλα ήταν έτοιμα όταν, με την Πρόνοια του Θεού κατέφθασαν στη Λέσβο οι πατέρες Ραφαήλ και Νικόλαος. Εκεί εγκαταστάθηκαν και ο πατήρ Ραφαήλ έγινε Ηγούμενος. Ο Ηγούμενος Ραφαήλ αποτέλεσε το πνευματικό κέντρο ολόκληρου του νησιού. Όλοι μιλούσαν για τον Άγιο Γέροντα των Καρυών. Τα λόγια του μαγνήτιζαν και γαλήνευαν τις καρδιές. Με τις συμβουλές του πολλοί βρήκαν το σωστό δρόμο και τη σωτηρία. Ένας από αυτούς, μάλιστα, έγινε Μοναχός με το όνομα Σταύρος και προστέθηκε στην αδελφότητα του μοναστηριού των Καρυών, ενώ ο γέροντας Μοναχός Ρουβήμ κοιμήθηκε ειρηνικά και ενταφιάστηκε με τιμές από τους πατέρες. Ο Άγιος Ηγούμενος Ραφαήλ έκανε πολύ μεγάλο φιλανθρωπικό έργο και οδήγησε την Ιερά Μονή σε εκ νέου άνθηση. Το έτος 1455, ίδρυσε, δίπλα στη Μονή, μονάδα προληπτικής και θεραπευτικής Ιατρικής, το λεγόμενο «ΠΡΕΒΑΝΤΟΡΙΟΝ», στο οποίο διατελούσε και Ιατρός. Παράλληλα, δημιούργησε γηροκομείο, αλλά και ορφανοτροφείο, στο οποίο σίτιζε 80 ορφανά παιδάκια. Ο ίδιος ο Άγιος σε αποκαλυπτικό ενύπνιο ομολόγησε ότι πρώτα έτρωγαν τα ορφανά του και εάν περίσσευε έτρωγαν και εκείνοι…
            Κατά την ήρεμη και δημιουργική περίοδο της ζωής τους οι Άγιοί μας πατέρες γνωρίστηκαν καλά και συνδέθηκαν με δυνατή φιλία με τον Προεστό Βασίλειο και την οικογένειά του, καθώς και με το διδάσκαλο Θεόδωρο. Τη δε Αγία Ειρήνη, κόρη του Προεστού Βασιλείου, τη βάπτισε ο Άγιος Ραφαήλ, κάνοντας μάλιστα προσευχή στον Κύριο να της δώσει πολλά ψυχικά χαρίσματα. Πράγματι, η μικρή Ρηνούλα ήταν μια ευγενική και σεμνή ψυχή και αγαπούσε τόσο πολύ τους πατέρες και το μοναστήρι που ήθελε να είναι συνεχώς μαζί τους. Το πάνσοφο Σχέδιο της Θείας Οικονομίας τους προόριζε να είναι για πάντα μαζί και να εορτάζονται μαζί εις την αιωνιότητα! Το πλήρωμα του χρόνου ερχόταν…

Κατάληψη της Λέσβου και της Ιεράς Μονής των Καρυών

            Περί τα τέλη Οκτωβρίου - αρχές Νοεμβρίου του έτους 1461, οι Τούρ­κοι επέδραμαν και κυρίευσαν την νήσο Λέσβο. Τον Απρίλιο του έτους 1462, οι Έλληνες Χριστιανοί κάτοικοι της περιοχής της θερμής, μη ανεχόμενοι την βαρύτατη φορολογία που επιβλήθηκε από τους βάρβαρους κατακτητές, επαναστάτησαν. Κατόπιν αυτού, ο Τούρκος Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ εξοργίσθηκε και εξαπέστειλε ένοπλες ορδές με την ρητή εντολή να κα­ταπνίξουν την εξέγερση των Ελλήνων διά πυρός και σιδήρου, πράγμα το οποίο πέτυχαν οι κτηνώδεις βάρβαροι μετά από αγώνα 17 ημερών, αφανίζοντας τους κατοίκους προς παραδειγματισμό.
            Την Μεγάλη Πέμπτη, 4ην Απριλίου 1462, ο Επιστάτης της Μονής Ακίνδυνος, έχοντας μεταβεί στην Αγορά του διπλανού προς τη Μονή χωριού για αγορά προμηθειών, πληροφορήθηκε την επικείμενη επιδρομή των Τούρκων κατά της Μονής και έσπευσε αμέσως να πληροφορήσει τον Ηγούμενο πατέρα Ραφαήλ. Αμέσως τότε, ο Ηγούμενος προέβη εις την φύλαξη όλων των Κειμηλίων και Σκευών της Ιεράς Μονής, μέσα σε μυστική κρύπτη, ώστε να μη περιέλθουν στα χέρια των άπιστων βαρβάρων.
            Την Μεγάλη Παρασκευή 5ην Απριλίου 1462, οι Τούρκοι κατόπιν υποδείξεως του ανθέλληνα φίλου τους Γερμανοεβραίου Ιατρού Σβάϊτσερ (SWAΪTZER), με αρχηγό τον θηριώδη Αρίφ Αγά, πληροφορήθηκαν ότι ορισμένοι από τους εξεγερθέντες Έλληνες της περιοχής που αντιστέκονταν ακόμη είχαν βρει καταφύγιο στην Μονή. Με την λήξη της Ακολουθίας του Επιταφίου, επέδραμαν εναντίον της Μονής. Κατά την εκδήλωση της επιθέσεως των Τούρκων, ο ηρωικός Ηγούμενος Ρα­φαήλ, υπέδειξε στους επαναστατημένους Έλληνες που βρίσκονταν εκεί κρυφή δίοδο διαφυγής διά της οποίας τους απέστειλε με ρητή εντολή του στο παρακείμενο Όρος Παντέρα, για να διασωθούν. 0ι Τούρκοι, επιτιθέμενοι με ιδιαίτερο μένος κατά της Μονής, την κατέλαβαν χωρίς να τους αντισταθεί κανείς, συνέλαβαν τους πατέρες, καθώς και όσους λαϊκούς βρήκαν εκεί. Στους συλληφθέντες συγκαταλέγονταν ο Ηγούμενος της Μονής πατήρ Ραφαήλ, ο Διάκονος Νικόλαος, ο Προεστός του χωριού Βασίλειος, η σύζυγός του Μαρία, η 12ετής κόρη του Ειρήνη, το ηλικίας 11 μηνών βρέφος Ραφαήλ, ή ορφανή 16ετής ανεψιά του Ελένη, ο Διδάσκαλος του χωριού Θεόδωρος εξ Ηπείρου. Ο Ηγούμενος, με την πεποίθηση ότι ο καλός Ποιμένας ουδέποτε εγκαταλείπει το Ποίμνιο, αλλά θυσιάζεται για χάριν του, παρέμεινε στη Μονή να αντιμετωπίσει τους στυγνούς κακούργους. Επίσης, κατόπιν σταθερής επιμονής τους και με την ελεύθερη τους βούληση, και οι υπόλοιποι που προαναφέρθηκαν παρέμειναν πλησίον του Ηγουμένου αποφασισ­μένοι να του συμπαρασταθούν σθεναρά και να συμμετάσχουν στη θυσία και το μαρτύριο αυτού ως πιστοί εν Χριστώ αδελφοί και ακόλουθοι.
            Ο Μοναχός πατήρ Σταύρος καθώς και ο γιος της Μελπομένης και Επιστάτης της Μονής Ακίνδυνος, διέφυγαν την σύλληψη, με προτροπή του Ηγουμένου Ραφαήλ. Θα τελούσαν αργότερα το Ιερό καθήκον του ενταφιασμού των τιμίων Λειψάνων των Μαρτύρων, κατά την πρόβλεψη του ιδίου του Αγίου.

Τα Μαρτύρια των Αγίων

            Από τη στιγμή της συλλήψεως του Ηγουμένου Ραφαήλ τη νύκτα της Μεγάλης Παρασκευής, άρχισαν οι ανακρίσεις, με τον πιο άγριο τρόπο. Αφού οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να πάρουν με τις ανακρίσεις τις πληροφορίες που ήθελαν, άρχισαν τους βασανισμούς.
            Πρώτα, άρπαξαν από την αγκαλιά της μητέρας του το 11 μηνών βρέφος Ραφαήλ, το έριξαν στο έδαφος και το φόνευσαν με χτυπήματα και ποδοπατήματα. Την ίδια τη μητέρα του, Μαρία, την έδεσαν σε ένα δέντρο, επειδή ορμούσε να πάρει το παιδί της, φώναζε και έκλαιγε.
            Μετά άρχισαν να βασανίζουν σκληρά την 12ετή Παρθενομάρτυρα ΕΙΡΗΝΗ, κόρη του Προεστού Βασιλείου, μπροστά στους γονείς της, προκειμένου να κάμψουν το ηθικό τους και να τους εκβιάσουν, για να απαρνηθούν την Πίστη τους και να αποκαλύψουν τον τόπο στον οποίο κρυβόντουσαν οι επαναστάτες Έλληνες. Άρχισαν λοιπόν να ρίχνουν βραστό νερό στο στόμα της μικρής Ρηνούλας και μετά απέκοψαν διαδοχικά το ένα της χέρι και το ένα της πόδι, ρίχνοντας τα αιμόφυρτα ακρωτηριασμένα μέλη της μπροστά στους γονείς της, για να κάμψουν την αντίστασή τους. Η μητέρα της, δεν άντεξε στη θέα όλων αυτών και από το σπάραγμα ψυχής έπαθε συγκοπή. Ο πατέρας της όμως, παρά τον τεράστιο ψυχικό του πόνο άντεξε και έμεινε ακλόνητος. Βλέποντας λοιπόν οι βάρβαροι ότι η απόπειρα εκβιασμού απέβηκε ανεπιτυχής και μάταια, την έριξαν σε ένα μεγάλο πιθάρι και την έκαψαν ζωντανή, ολοκληρώνοντας το μαρτύριό της. (Το πιθάρι αυτό βρέθηκε στις ανασκαφές των ημερών μας, με στάχτη μέσα, λίγα καμένα οστά και κάποιες πέτρες. Τα λίγα οστά αυτά έμειναν διότι δεν τα είδαν όταν ενταφίασαν τα υπόλοιπα καμένα υπολείμματα που υπήρχαν στο πιθάρι, ενώ οι πέτρες έπεσαν στο πιθάρι από τους τοίχους της Εκκλησίας, όταν την ανατίναξαν οι Τούρκοι)
            Την νεαρή ανεψιά του Προεστού, Ελένη, η οποία ήταν 15 χρονών και από ηλικίας τριών ετών είχε μείνει ορφανή, την κακοποιούσαν αλληλοδιαδόχως και κατ’ εξακολούθηση οι Τούρκοι υπάνθρωποι και την χτυπούσαν με βαναυσότητα, έως ότου από το φόβο, τους πόνους και την αιμορραγία παρέδωσε το πνεύμα Της στον Κύριο.
            Ο Προεστός Βασίλειος, αφού πρώτα μαρτύρησε ψυχικά βλέποντας το μαρτύριο των παιδιών του, υπέστη και φοβερά σωματικά μαρτύρια. Του έκοψαν τη μύτη, τ’ αφτιά, τα γεννητικά του όργανα και του έβγαλαν τα μάτια. Στο τέλος του έκοψαν την κεφαλή και τον περιέπεξαν. Γι’ αυτό, ο Προεστός Βασίλειος είναι και πρέπει να τιμάται ως Μεγαλομάρτυς.
            Έπειτα, άρχισαν να βασανίζουν το δάσκαλο Θεόδωρο επίσης με πολύ σκληρό τρόπο. Του έκοψαν κι’ εκείνου τα γεννητικά όργανα, όπως επίσης και τα χέρια και τέλος του απέκοψαν την κεφαλή, βάζοντάς τη μετά ανάμεσα στα πόδια του.
            Τελευταίος μαρτύρησε ο Άγιος Ραφαήλ, γιατί οι θηριώδεις και αιμοδιψείς βασανιστές τον δεν βιάζονταν να τον αποτελειώσουν, νομίζοντας ότι θα αποσπούσαν την ομολογία που επιθυμούσαν. Έτσι, τράβηξε απίστευτα βασανιστήρια. Τον έβριζαν, τον χτυπούσαν με λύσσα και τον απειλούσαν. Σε μια στιγμή εκείνος πετάχτηκε όρθιος, τραβώντας τον σταυρό του από το ράσο του και τον έδειξε με θάρρος λέγοντας: «Εμείς Αυτόν προσκυνούμε και ποτέ δε θα Τον αρνηθούμε!». Τότε όρμησαν με μανία πάνω του, τον γύμνωσαν, τον έδεσαν πισθάγκωνα, και συνεχώς τον χτυπούσαν ανηλεώς με τα κοντάκια των όπλων τους, παραλύοντάς τον. Του κατατρυπούσαν το σώμα σε διάφορα σημεία με λόγχες και τον έσερναν επάνω σε αιχ­μηρές πέτρες τραβώντας τον από την γενειάδα, ώστε όλος ο τόπος είχε βαφτεί κόκκινος από το αίμα του. Έπειτα, εφόσον το αθώο θύμα τους εξακολουθούσε να αντέχει και να υπομένει αγόγγυστα τα μαρτύρια, τον κρέμασαν από τα πόδια με την κεφαλή προς το έδαφος από τα κλαδιά της μεγάλης καρυδιάς που βρισκόταν στο προαύλιο της Μονής. Σε εκείνη την καρυδιά αποκάτω έκαναν οι πατέρες κάθε χρόνο την Ανάσταση. Στη συνέχεια, όταν οι ανάλγητοι και θηριώδεις εγκληματίες (δαιμονόψυχοι κατά τον χαρακτηρισμό του ίδιου του Αγίου) διαπίστωσαν ότι παρ’ όλα τα μαρτύρια στα οποία τον είχαν υποβάλει, ο Ηγούμενος Ραφαήλ δεν απαρνιόταν την Πίστη του και δεν πρόδιδε τους Έλληνες Χριστιανούς επαναστάτες, με οφθαλμούς λαμπυρίζοντες σαν πυρωμένα κόκκινα κάρβουνα και χείλη αφρισμένα από το μίσος και τη μανία τους, τον κάθισαν γονατιστό στο έδαφος και τον αποκεφάλισαν με φρικώδη τρόπο: Πριονίζοντας την κεφαλή του!! Όχι στο λαιμό, αλλά ξεκινώντας από το σημείο του στόματος!! Τη ματωμένη κάτω σιαγόνα που αποκόπηκε την έριξαν καταγής εν μέσω μιας λίμνης αίματος και σε μικρή απόσταση από το υπόλοιπο σώμα. Τη σιαγόνα αυτή δεν τη βρήκαν όταν ενταφίασαν τον Άγιο, γι’ αυτό και βρέθηκε ξεχωριστά, εκτός του τάφου στις ανασκαφές επί των ημερών μας. Έτσι, ο ήδη πριν μαρτυρήσει Άγιος, έγινε και Μεγαλομάρτυς του Χριστού ένδοξος και παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στον Κύριο!
            Τον Άγιο Νικόλαο, τον έδεσαν κι’ αυτόν πισθάγκωνα, τον κρέμασαν από άλλη μικρότερη καρυδιά ευρισκόμενη και εκείνη στο προαύλιο της Μονής και τον βασάνιζαν νυχθημερόν, χτυπώντας και λογχίζοντάς τον. Όμως, λόγω της ασθενούς κράσεως του οργανισμού του, ο Άγιος Νικόλαος δεν άντεξε για πολύ στα μαρτύρια, τους ανηλεείς δηλαδή ξυλοδαρμούς, αλλά βλέποντας και τον πολυαγαπημένο του Ηγούμενο να τον σέρνουν αιμόφυρτο υπέστη ανακοπή καρδιάς και παρέδωσε κι’ Αυτός το πνεύμα Του στον Κύριο. Κατά δε την αποκαλυπτική μαρτυρία του Αγίου Ραφαήλ, οι ψυχές των δύο Αγίων ανέβηκαν μαζί στον Ουρανό. Μαζί στη ζωή, μαζί και στον θάνατο!!
            Ένας ξένος Ιατρός, ο Αλέξανδρος, που αγαπούσε πολύ τον πατέρα Ραφαήλ και έτρεξε να δει τι γίνεται όταν έμαθε πως οι Τούρκοι επέδραμαν στο μοναστήρι, αντικρύζοντας το φοβερό θέαμα της σφαγής του Αγίου Ηγουμένου δια πριονισμού της κεφαλής του, από την φρίκη τρελάθηκε και τράβηξε μαχαίρι να αυτοκτονήσει, παθαίνοντας όμως ανακοπή πριν προλάβει να το μπήξει στην καρδιά του.
            Μετά το πέρας των σφαγών και του αποτρόπαιου λουτρού αίματος, οι αιμοσταγείς Τούρκοι, αφού σύλησαν και λεηλάτησαν όσα Ιερά κειμήλια και αντικείμενα αξίας βρήκαν, παρέδωσαν στις φλόγες την Μονή, ανατινάζοντάς την. Η σφαγή των Μαρτύρων συντελέστηκε τη νύκτα της Δευτέρας της Διακαινισίμου, δεκαπέντε λεπτά της ώρας προ του μεσονυκτίου (εκκλησιαστικώς ήδη θεωρούμενης από το απόγευμα της Δευτέρας ως Τρίτη του Πάσχα), και η καταστροφή της Ι. Μονής λίγο αργότερα, ενώ ξημέρωνε Λαμπροτρίτη 9η Απριλίου 1462.
            Μετά τη διάπραξη των προαναφερθέντων βανδαλισμών και την εκτέλεση των περιγραφέντων κακουργημάτων, οι κτηνώδεις ως συνήθως Τούρκοι, ικανοποίησαν προσωρινώς τα θηριώδη ένστικτά τους και απήλθαν για να συνεχίσουν το ίδιο έργο τους αλλού. Πίσω τους άφησαν καπνισμένα ερείπια και πέτρες γεμάτες από τα αίματα των Μαρτύρων, ενώ στο έδαφος κείτονταν εδώ και εκεί τα ακρωτηριασμένα τίμια λείψανα των σφαγιασθέντων Μοναχών και λαϊκών.
            Μεταξύ των άλλων ανθρωπόμορφων κτηνών, οι κυριότεροι και αγριότεροι βασανιστές ήταν πέντε ελεεινά άτομα εκ των οποίων δύο Τούρκοι Μουσουλμάνοι, ένας Λαζός, ένας Τσερκέζος και ένας Τουρκαλβανός. Σύντομα, βεβαίως, η Θεία Οργή για το ανοσιούργημα που με κακία επιτέλεσαν έφθασε πάνω τους. Έλληνες επαναστάτες τους έπιασαν και τους σκότωσαν και τους έθαψαν όλους μαζί στον ίδιο λάκο…

Η δραματική σειρά των Μαρτύρων ολοκληρώνεται

            Την επομένη νύκτα, μετά την αποχώρηση της τουρκικής ορδής, ο Μοναχός Σταύρος και ο επιστάτης της Μονής Ακίνδυνος, οι οποίοι μέχρι τότε κρύβονταν στην σπηλιά του αποθανόντος Γέροντος Ιωσήφ με τον οποίο μόναζε παλιότερα ο πατέρας Σταύρος, βγήκαν απ’ το κρυσφήγετό τους, και μετέ­βηκαν κρυφά στο παρακείμενο χωριό της Θερμής και παρακάλεσαν τον ηλι­κίας 112 ετών τυφλό Ιερέα του χωριού πατέρα Σάββα, να τους ακολουθήσει μέχρι την ερειπωμένη Ιερά Μονή, προκειμένου να τελέσει την εξόδιο Ακολουθία πριν τον ενταφιασμό των Μαρτύρων.
            Και ιδού η πρώτη παρουσία της Θείας Χάριτος και του Αγιασμού: Με την άφιξή του στον τόπο του μαρτυρίου, ο υπέργηρος τυφλός Ιε­ρέας προσευχήθηκε και ικέτευσε τον Κύριο να τον ευλογήσει επιτρέποντας του να αντικρύσει με τα ίδια του τα μάτια τον τόπο και τα λείψανα των Μαρτύρων. Και ω του Θαύματος, έγινε μια εκθαμβωτική λάμψη, ο Ιερεύς ανέβλεψε και είδε το φρικτό θέαμα. Στη συνεχεία, αφού προσευχήθηκε, τέλεσε συγκλονισμένος την νεκρώσιμη Ακολουθία και προέβη εις τον ενταφιασμό των θυμάτων ως εξής: Τα καθαγιασθέντα δια της θυσίας υπέρ Πίστεως και Πατρίδος λείψα­να του Ηγουμένου της Ιεράς Μονής εντός του ερειπωμένου Ιερού Ναού. Του Διακόνου Νικολάου εις το αριστερό προαύλιο του Ιερού Ναού, της δε Παρθενομάρτυρος Ειρήνης και των λοιπών Μαρτύρων σε διάφορα σημεία γύρω από τον Ιερό Ναό, όπου ακριβώς και ανευρέθηκαν μετά από αιώνες, στην εποχή μας, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου. Μετά τον ενταφιασμό των λειψάνων των Μαρτύρων, ο επιστάτης της Μονής Ακίνδυνος μετά του Μοναχού πατρός Σταύρου, συνόδευσαν τον υπέργηρο Ιερέα κατά την επάνοδό του στο χωριό του, όπου και απεβίωσε μετά από λίγες μέρες.
            Αργότερα, ο πατήρ Σταύρος συνελήφθη από ένοπ­λους άνδρες τουρκικής περιπόλου οι οποίοι ήξεραν ότι υπήρχε και άλλος καλόγερος στο μοναστήρι και τον έψαχναν. Τον βασάνισαν με τον πιο άγριο τρόπο και τον αποκεφάλισαν, χωρίς όμως να καταφέρουν να του πάρουν την ομολογία που ζητούσαν. Το τίμιο Λείψανό του έμεινε δυο μέρες άταφο, χωρίς κανείς να τολμήσει να το πλησιάσει, μέχρι που δυο χριστιανοί το πήραν και το ενταφίασαν στην αυλή του κατεστραμμένου μοναστηριού των Καρυών. Πιο μετά, και ο Επιστάτης Ακίνδυνος ανακαλύφθηκε επίσης από τους Τούρκους και μαρτύρησε και εκείνος, μετά από άγριο βασανισμό στο όρος Παντέρα. Τα Ιερά λείψανά του τα ενταφίασαν στο κοιμητήρι του μοναστηριού των Καρυών, κοντά στους τάφους των γονιών του. Έτσι, έκλεισε δραματικά ο κύκλος των σφαγών που συντελέστηκαν στο μαρτυρικό λόφο των Καρυών, ενώ τα ίδια τα γεγονότα, υπό τον φόβο των βάρβαρων και αιμοχαρών κατακτητών παρέμεναν στην αφάνεια και σταδιακά ξεχάστηκαν από τους ντόπιους κατοίκους της Θερμής, και μόνο το έθιμο να τελείται Λειτουργία την Τρίτη του Πάσχα στο Λόφο των Καρυών έμεινε στην παράδοση του τόπου, χωρίς όμως να θυμάται ή να γνωρίζει κανείς το γιατί. Έπρεπε να’ ρθεί η εποχή μας, η ευλογημένη ώρα της εκ Θεού αποκαλύψεως των υπερφυών αυτών Μυστηρίων, για να έλθουν όλα αυτά στο φως και να καταυγάσουν πιστούς και απίστους!! 
ΠΗΓΗ: www.agiosrafael.gr

Οι παραβάτες των Ιερών Θεσμών της Ορθόδοξης Εκκλησίας.



Κατά καιρούς γίνεται προσπάθεια εκ μέρους των Οικουμενιστών «Ορθοδόξων» να υποτιμήσουν την Ορθόδοξη μαρτυρία μας και την αντίθεσή μας στην νεωτεριστική πορεία τους. Για να πετύχουν το σκοπό τους χρησιμοποιούν διάφορες δικαιολογίες και χαρακτηρισμούς. Λένε, ότι η συμμετοχή τους στον Οικουμενισμό έχει σαν στόχο την ενότητα της πίστης που υποδεικνύει το Ευαγγέλιο και το παπικό ημερολόγιο που αποδέχθηκαν αποτελεί μια αστρονομική διόρθωση. Έτσι, μας χαρακτηρίζουν σαν εμπαθείς, οπισθοδρομικούς, πεισματάρηδες, αγραμμάτους, ζηλωτές της Ορθόδοξης πίστης αλλά χωρίς επίγνωση, σχισματικούς, αιρετικούς κλπ..

Προκειμένου λοιπόν, να κατανοήσουν οι ευσεβείς Ορθόδοξοι Χριστιανοί που ακούνε αυτές τις δικαιολογίες για ποιό λόγο δεν δεχόμαστε να ταυτιστούμε με τους Οικουμενιστές και καταφρονητές της Ορθόδοξης παράδοσης, παραθέτουμε πιο κάτω τους σημαντικότερους κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι κανόνες αυτοί όπως και όλοι οι άλλοι δεν είναι εύρημα δικό μας αλλά ορίστηκαν από τους Αγίους Αποστόλους και θεοφόρους Πατέρες της Εκκλησίας.

Το πιο χειρότερο είναι ότι τους κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας τους αποδέχονται και οι νεωτεριστές «Ορθόδοξοι» αλλά κρατούν μόνο όσους από αυτούς δεν αντιστρατεύονται στις επιδιώξεις τους.

1) 45ος Αποστολικός κανόνας:

«Επίσκοπος ή πρεσβύτερος, ή διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος, μόνον αφοριζέτω· ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρήσθω».

Ο κανόνας αυτός με σαφήνεια λέει να αφορίζονται οι Ορθόδοξοι κληρικοί που προσεύχονται με αιρετικούς. Αν μάλιστα επιτρέψουν στους αιρετικούς να κάνουν κάποια ιερή τελετή αυτοί οι Ορθόδοξοι να καθαιρούνται.

Οι Οικουμενιστές «Ορθόδοξοι» προσεύχονται με αιρετικούς; Και βέβαια προσεύχονται. Σήμερα μάλιστα έχουν καθιερώσει και κοινές τελετές προσευχής.

2) 10ος Αποστολικός κανόνας:

«Εί τις ακοινωνήτω, κάν εν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω».

Ακοινώνητον εδώ εννοεί ο κανόνας αυτόν που βρίσκεται εκτός Εκκλησίας, δηλαδή εκείνον που έχει αφοριστεί. Ορίζει λοιπόν ο κανόνας ότι ακόμη και αν κάποιος πιστός προσευχηθεί σε σπίτι με ακοινώνητον αυτός ο πιστός να αφορίζεται.

Οι Οικουμενιστές «Ορθόδοξοι» πολύ συχνά συμπροσεύχονται με τους ακοινώνητους και αφορισμένους από την Εκκλησία αιρετικούς.

3) 65ος Αποστολικός κανόνας:

«Εί τις κληρικός, ή λαϊκός εισέλθοι εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών προσεύξασθαι, ο μεν καθαιρείσθω, ο δε αφοριζέσθω».

Για κανένα λόγο λέει ο κανόνας αυτός δεν πρέπει να προσεύχεται κάποιος πιστός σε συναγωγή Εβραίων ή σε Ναό αιρετικών. Αν κάποιος πράξει αυτό, ο κανόνας προστάζει αν είναι κληρικός να καθαιρείται, αν είναι λαϊκός να αφορίζεται.

Ο κανόνας όμως δεν εμποδίζει τους από Ορθοδόξους Οικουμενιστές να προσεύχονται στους ναούς των αιρετικών.

4) 46ος Αποστολικός κανόνας προστάζει·

«Επίσκοπον ή πρεσβύτερον, ή διάκονον, αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα ή θυσίαν, καθαιρείσθω προστάσσομεν, τις γαρ συμφώνησις Χριστώ προς βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου».

Οι Ιερείς των αιρετικών δεν έχουν Ιεροσύνη σύμφωνα με τους Αποστ. 68ος και οι συναφείς. Προστάζει ο κανόνας αυτός ότι αν κάποιος Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος κάνει δεκτό το βάπτισμα ή κάποια τελετή των αιρετικών να καθαιρείται.

Οι Οικουμενιστές όμως παραδέχονται τα μυστήρια των αιρετικών αφού τελούν μικτούς γάμους οι οποίοι απαγορεύονται από τον 72ο κανόνα της 6ης Οικουμ. Συνόδου.

5) 1ος κανόνας της εν Αντιόχεια Συνόδου:

«Πάντας τους τολμώντας παραλύειν τον όρον της αγίας και μεγάλης Συνόδου της εν Νικαία συγκροτηθείσης επί παρουσία της ευσεβείας του Θεοφιλεστάτου Βασιλέως Κωνσταντίνου, περί της εορτής του σωτηριώδους Πάσχα, ακοινωνήτους και αποβλήτους είναι της Εκκλησίας…»

Ο κανόνας αφορά την αλλαγή του ημερολογίου. Την 24η Φεβρουαρίου 1582, ο Πάπας Γρηγόριος ο ΙΓ΄ αυθαίρετα αντικατέστησε το ημερολόγιο (Ιουλιανό) που θέσπισαν οι Πατέρες της Α΄ Οικουμ. Συνόδου με ένα νέο που δημιούργησαν οι αστρολόγοι του. Προς τιμή του ονομάστηκε το νέο αυτό ημερολόγιο Γρηγοριανό. Έτσι, εκτός από τους έως τότε αναθεματισμούς (12 φορές) που επέβαλε η Ορθόδοξη Εκκλησία στους Παπικούς, καταδικάστηκαν και από τον 1ος αυτόν κανόνα της εν Αντιόχεια Συνόδου αλλά και τους συναφείς με αυτόν.

6) Συνοδικές καταδίκες του παπικού ημερολογίου:

α) Το 1583 στην Κωνσταντινούπολη επί Πατριάρχου Κων/λεως Ιερεμίου Β΄ του επονομαζόμενου Τρανού, ένα χρόνο μετά την εισαγωγή του Παπικού ημερολογίου στη Δύση, καταδικάστηκε συνοδικά η πράξη αυτή του Πάπα, παρόντος πλην των Συνοδικών Μητροπολιτών και των Πατριαρχών Αλεξανδρείας Σιλβέστρου και Ιεροσολύμων Σωφρονίου.

Συγκεκριμένα η απόφαση λέει:

«Σιγγίλιο Πατριαρχικής διατυπώσεως εγκυκλίου τοις απανταχού Ορθοδόξοις Χριστιανοίς, εις το μη παραδέχεσθαι το νεώτερον Πασχάλιον ή Καλενδάριον του καινοτομηθέντος μηνολογίου, αλλ’ εμμένειν τοις άπαξ και καλώς διατυπωθείσι παρά τοις αγίοις (318) τριακοσίοις δέκα οκτώ Θεοφόροις Πατράσι της Αγίας Οικουμενικής Πρώτης Συνόδου μετ’ επιτιμίου και Αναθέματος.

Έτος από Θεανθρώπου αφπγ΄ (1583)

Ίνδικτιώνος ΙΒ΄ Νοέμβριος Κ΄

Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Β΄

Πατριάρχης Αλεξανδρείας Σίλβεστρος

Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος

και οι λοιποί Αρχιερείς της Συνόδου παρόντες

β) Το 1593 στην Κωνσταντινούπολη επί Πατριάρχου Κων/λεως Ιερεμίου Β΄. Στη Σύνοδο παρευρέθηκαν και συναποφάσισαν οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας Μελέτιος αντιπρόσωπος και του Αντιοχείας Ιωακείμ Ζ΄, Ιεροσολύμων Σωφρόνιος Δ΄, και σαράντα Αρχιερείς. Η Σύνοδος εξέδωσε 20 κανόνες ή κεφάλαια. Ο 8ος κανόνας κατεδίκασε για δεύτερη φορά την παπική καινοτομία του ημερολογίου.

Έχει δε ως εξής:

Προς αποβολήν του Νεόυ Καλενδαρίου

ήτοι της περί του Πάσχα των Λατίνων καινοτομίας.

«Απαρασάλευτον διαμένειν βουλόμεθα το τοις Πατράσιν διορισθέν περί του Αγίου και Σωτηρίου Πάσχα…Άπαντες οι τολμώντες παραλύειν τους όρους περί της Αγίας εορτής του Σωτηριώδους Πάσχα, Ακοινωνήτους και Αποβλήτους είναι της Εκκλησίας του Χριστού».

Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Β΄

Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος

Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωακείμ

Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος

και οι λοιποί Αρχιερείς της Συνόδου παρόντες

γ) Επίσης το 1848 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμος κάλεσε πατριαρχική σύνοδο στην οποία παρευρέθηκαν, οι τρείς άλλοι Πατριάρχες, ο Αλεξανδρείας Ιερόθεος, ο Αντιοχείας Μεθόδιος και ο Ιεροσολύμων Κύριλλος και δώδεκα Επίσκοποι.

Η εγκύκλιος που εξέδωσε η σύνοδος μεταξύ άλλων λέει:

…«Κρατώμεν της ομολογίας ήν παρελάβομεν άδολον παρά τηλικούτων ανδρών αποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμόν ως υπαγόρευμα του Διαβόλου. Ο δεχόμενος νεωτερισμόν κατελέγχει ελλιπή την κεκηρυγμένην Ορθόδοξον πίστιν. Αλλ’ αύτη πεπληρωμένη ήδη εσφράγισται, μη επιδεχομένη μήτε μείωσιν, μήτε αύξησιν, μήτε αλλοίωσιν ήν τινα ούν και ο τολμών ή πράξαι ή συμβουλεύσαι ή διανοηθήναι τούτο, ήδη ηρνήθη την πίστιν του Χριστού, ήδη εκουσίως καθυπεβλήθη εις το αιώνιον ανάθεμα…..Άπαντες ουν οι νεωτερίζοντες ή αιρέσει ή σχίσματι εκουσίως ενεδύθησαν κατά τον ψαλμωδόν «κατάραν ως ιμάτιον…»

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος

Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ιερόθεος

Πατριάρχης Αντιοχείας Μεθόδιος

Πατριάρχης Ιεροσολύμων Κύριλλος

και οι λοιποί Αρχιερείς της Συνόδου

δ) Το 1904 επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ του Γ΄ με εγκύκλιο που εξέφραζε την γνώμη όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, καταδικάστηκε το Γρηγοριανό ημερολόγιο και απερρίφθηκε κάθε ιδέα μεταρρύθμισης του Ιουλιανού ημερολογίου.

«…αιδέσιμον είναι και έμπεδον το από αιώνων μεν ήδη καθωρισμένον, κεκυρωμένον δε τη διηνεκεί της Εκκλησίας πράξει πασχάλιον. Το δε υπερπηδήσαι κατά 13 ημέρας το ιουλιανόν ημερολόγιον και το εορτολόγιον ημών, ο παραφυλάσσομεν αμετακίνητον, υπ’ ουδενός επιβάλλεται λόγου, ούτε εκκλησιαστικού, ούτε επιστημονικού…»

Μετά από τις καταδικαστικές αυτές πράξεις κατά των Παπικών για την αλλαγή του ημερολογίου, το 1924 δέχθηκαν ορισμένες αυτοκέφαλες «Ορθόδοξες» Εκκλησίες την καινοτομία του Πάπα και εισήγαγαν την αναθεματισμένη ημερολογιακή μεταρρύθμιση στην λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Ίσως κάποιοι πουν ότι οι Εκκλησίες αυτές άλλαξαν το ημερολόγιο και όχι το Πασχάλιο. Αυτό είναι μια παγίδα για τους αφελείς. Διότι, ημερολόγιο και Πασχάλιο είναι συνυφασμένα στην Εκκλησία. Άλλωστε τι σημαίνει ότι δέχθηκαν το Γρηγοριανό ημερολόγιο και κράτησαν το Ιουλιανό πασχάλιο; Πρώτον, ότι αλλοίωσαν το πατροπαράδοτο Ιουλιανό ημερολόγιο και Πασχάλιο αφού παραδέχονται ότι πρόσθεσαν και ένα άλλο ημερολόγιο, δηλαδή ισχύει και γι’ αυτούς ο πιο πάνω 1ος κανόνας της εν Αντιόχεια Συνόδου. Δεύτερον, διασαλεύεται ο πασχάλιος κύκλος της Εκκλησίας. Για παράδειγμα μετά την εορτή του Τιμ. Σταυρού (14 Σεπτ.) την δεύτερη Κυριακή αρχίζει να διαβάζεται το Ευαγγέλιο του Ευαγγελιστού Λουκά. Αφού λοιπόν οι νεοημερολογίτες εορτάζουν την Ύψωση του Τιμ. Σταυρού με το Γρηγοριανό ημερολόγιο άρα και η ανάγνωση του Λουκά αρχίζει νωρίτερα και φυσικά τελειώνει νωρίτερα (καταργούνται ευαγγελικά αναγνώσματα). Επίσης, από τον Πασχάλιο κύκλο εξαρτάται η νηστεία των Αγ. Αποστόλων η οποία πολλές φορές εκμηδενίζεται εξ αιτίας του Γρηγοριανού ημερολογίου.

Τέλος, ίσως κάποιος ρωτήσει. Υπάρχουν και Εκκλησίες που δεν έχουν αλλάξει το ημερολόγιο αλλά διατηρούν το Ιουλιανό. Πράγματι υπάρχουν, αλλά έχουν εκπέσει από την Ορθόδοξη πίστη διότι συμμετέχουν στον Οικουμενισμό. Φορέας της Ορθόδοξης πίστης είναι μόνο η Εκκλησία εκείνη που δεν συμμετέχει στον Οικουμενισμό ούτε έχει αλλάξει το Ιουλιανό ημερολόγιο.

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Η ΜETANOIA KATA ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ




Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι, όπως γνωρίζουμε όλοι, ένας μεγάλος φωστήρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο οποίος επέτυχε με την όλην θεολογίαν του, πού είναι καρπός της εν Χριστώ βιοτής του, να αναβιώση στην εποχήν του η Ορθόδοξος θεολογία εις όλον το βάθος της. Λέγεται εις το Άγιον Όρος ότι η θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εκάλυψε όλα τα κενά και του παρελθόντος και του μέλλοντος. Ο Αγιορείτης Άγιος αρχίζει την αθωνική βιοτή του από την μονή της μετανοίας μας, την Μεγίστην Μονή του Βατοπαιδίου, διδαχθείς την νοερά εργασία και ασκητική ζωή από τον Βατοπαιδινό Άγιο Νικόδημο τον Ησυχαστή. Πεφωτισμένος ο Άγιος Γρηγόριος από τις άκτιστες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, απέκτησε πνευματικήν σοφία και έγινε τέλειος διδάσκαλος των αρετών και της κατά Θεόν ζωής.
Ακολουθώντας την γνησίαν πατερική παράδοσι δεν αποδέχτηκε την ηθικιστική θεώρησι της πνευματικής ζωής, πού προσπάθησαν μερικοί να φέρουν από την Δύσι και να προβάλουν στον χώρο των Ορθοδόξων.

Σε ολόκληρη την πατερική παράδοσι τονίζεται ότι η μετάνοια δεν εξαντλείται σε ορισμένες αντικειμενικές βελτιώσεις της συμπεριφοράς ούτε σε τύπους και σχήματα εξωτερικά, αλλά αναφέρεται σε μια βαθύτερη και καθολικότερη αλλαγή του ανθρώπου. Δεν είναι μία παροδική συντριβή από την συναίσθησι διαπράξεως κάποιας αμαρτίας, αλλά μία μόνιμη πνευματική κατάστασι, πού σημαίνει σταθερή κατεύθυνσι του ανθρώπου προς τον Θεό, και συνεχή διάθεσι για ανόρθωσι, θεραπεία και ανάληψι του πνευματικού αγώνα. Μετάνοια είναι το νέο φρόνημα, η νέα σωστή πνευματική κατεύθυνσι, πού πρέπει να συνοδεύη τον άνθρωπο μέχρι την στιγμή του θανάτου. Μετάνοια είναι η δυναμική μετάβασι από την παρά φύσι κατάστασι των παθών και της αμαρτίας στην περιοχή της αρετής και του κατά φύσι, είναι η τελεία αποστροφή της αμαρτίας και η πορεία επιστροφής στον Θεό.

Την αλήθεια αυτή επισημαίνει κατ΄ επανάληψι ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. «Μετάνοια, λέγει, εστί το μισήσαι την αμαρτίαν και αγαπήσαι την αρετήν και εκκλίναι από του κακού και ποιήσαι το αγαθόν». Από τον ορισμό αυτό φαίνεται σαφώς ότι ο Ιερός πατήρ δεν μπορεί να δη την μετάνοια ως τυπική και μηχανική αλλαγή, αφού την προσδιορίζει η οντολογική ανακαίνισι του ανθρώπου. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το γεγονός της μετανοίας δεν είναι δυνατό να αντικειμενοποιήται στις διαστάσεις μιας απρόσωπης συνταγής η τακτικής, αλλά παραμένει πάντοτε ενδεχόμενο προσωπικής αποκαλύψεως. «Ο μετανοών άνθρωπος εκ ψυχής τη μεν αγαθή προθέσει και τω της αμαρτίας εκστήναι φθάνει προς τον Θεόν» (Ομιλία 3η P.G. 151, 44Β).

Αυτός ο προσωπικός χαρακτήρας της μετανοίας αποκλείει για τον Παλαμά και γενικώς για Ολους τους Αγίους Πατέρες κάθε ευσεβιστική χροιά, πού θέλησε να δώση στην μετάνοια, και κατά συνέπεια, στην όλη πνευματική ζωή, η Δύσι. «Ου γαρ εν ρήμασιν ημών, αλλ’ εν πράγμασιν η ευσέβεια», τονίζει ο ιερός Ησυχαστής (Προς Φιλόθεον 6, Συγγράμματα Β’, σελ. 521).

Αλλά αφού η μετάνοια είναι αρχή και τέλος της κατά Χριστόν πολιτείας, και αφού είναι σκοπός αυτής της ζωής, είναι επόμενο όλα να θεωρούνται από αυτήν και να παίρνουν αξία η απαξία σε σχέσι με αυτήν. Και αυτή ακόμη «η πίστις ωφελεί, εάν κατά συνείδησιν πολιτεύηταί τις και ανακαθαίρει εαυτόν δι΄εξομολογήσεως και μετανοίας» (Ομιλία 30, P.G. 151,185Α). Αυτό άλλωστε δίνεται ως υπόσχεσι και συμφωνία κατά την στιγμή του Αγίου Βαπτίσματος.

Ένα βασικό στάδιο, πού προηγείται από την μετάνοια, είναι η επίγνωσι και η συναίσθησι των αμαρτημάτων, «ήτις μεγάλη εστίν προς ιλασμόν αφορμή» αναφέρει ο Άγιος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (Ομιλία 28, P.G. 151, 361C). Ο άνθρωπος, κατά τον Παλαμάν, για να έλθη σε μετάνοια, φθάνει προηγουμένως σε επίγνωσι «τών οικείων πλημμελημάτων» και μεταμελείται μπροστά στο Θεό, στον οποίον καταφεύγει «έν συντετριμμένη καρδία». Αφήνει τον εαυτό του στο πέλαγος της ευσπλαχνίας Εκείνου και πιστεύει, όπως ο άσωτος, ότι είναι ανάξιος να ελεηθή από τον Θεό και να ονομάζεται υιός του. Και όταν με την επίγνωσι και την συναίσθησι της αμαρτωλότητος έλκυση επάνω του το έλεος του Θεού, παίρνει τελείαν την άφεσιν με την αυτομεμψία και την εξομολόγησι.

Θέλοντας ο Θεόσοφος Πατήρ να προσδιορίση όλα τα στάδια της μετανοίας, λέγει χαρακτηριστικά τα έξης: «Τη γαρ επιγνώσει των οικείων αμαρτημάτων έπεται η οικεία κατάγνωσις· ταύτη δε η επί τοις αμαρτήμασι λύπη, ην ο Παύλος κατά Θεόν προσηγόρευσε. Τη δε κατά Θεόν λύπη ταύτη πέφυκεν ακολουθείν η μετά συντετριμμένης καρδίας προς τον Θεόν εξαγόρευσις τε και δέησις, και η υπόσχεσις της εις το έξης των κακών αποχής και τοϋτό έστιν η μετάνοια».

Η μετάνοια ως νέα κατάστασις στη ζωή του ανθρώπου, συνοδεύεται από ορισμένες 
συνέπειες πού η βιβλική και πατερική γλώσσα τις ονομάζει «καρπούς μετανοίας». Ως πρώτον καρπόν μετανοίας ο ιερός πατήρ προβάλλει την εξομολόγησι, αφού με αυτή κερδίζεται η θεραπεία και η κάθαρσι της ψυχής του πιστού και εγκαινιάζεται η καινούργια ζωή: «Η των αμαρτιών ουν εξομολόγησις αρχή εστι της καλλιέργειας ταύτης, ταυτόν ο’ ειπείν της μετανοίας και της ετοιμασίας του δέξασθαί τινα εν εαυτώ τον σωτήριον σπόρον, τον λόγον του Θεού» (Σοφοκλέους Οικονόμου, Ομιλία ΝΣΤ’, σελ. 201-202).
Η εξομολόγησι όμως δεν είναι ο μόνος καρπός της μετανοίας. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος καλώντας με το κήρυγμα του τους ανθρώπους σε μετάνοια, εκτός από την εξομολόγησι τους παρακινούσε σε ελεημοσύνη, δικαιοσύνη, μετριοφροσύνη, αγάπη και αλήθεια, πού είναι γνωρίσματα της ανακαινιστικής δυνάμεως της αληθείας.

Ο Ιερός Αγιορείτης Ιεράρχης είς την 23η ομιλία του τονίζει ότι «η μετάνοια, είπερ αληθώς εκ καρδίας εστίν, αναπείθει τον κεκτημένον μηκέτι προσκεχηκέναι τοις φθειρομένοις, μηκέτι προσκεχηκέναι ταις ου καλαίς ηδοναίς, αλλά καταφρονείν των παρόντων, αντέχεσθαι των μελλόντων, αγωνίζεσθαι κατά παθών, αντιποιείσθαι των αρετών, εγκρατεύεσθαι πάντα, επαγρυπνείν ταις προς Θεόν δεήσεσιν, απέχεσθαι του εξ αδικίας κέρδους, ίλεων είναι τοις αυτώ πταίουσι, τοις ικετεύουσιν ευμενή, τοις δεομένοις της παρ’ αυτού βοηθείας, οις έχει λόγους έργοις, αναλώμασιν ετοιμότατον» (Ομιλία 23, P.G. 151,364 BC). Δηλαδή ο άνθρωπος πού ζη αληθινά την μετάνοια δεν ξαναγυρίζει στις πρώτες αμαρτίες, ούτε προσκολλάται σε πρόσωπα και πράγματα της φθοράς, ούτε προσχωρεί στις αμφίβολες ηδονές, αλλά καταφρονεί τα παρόντα, προσβλέπει στα μέλλοντα, αγωνίζεται κατά των παθών, επιδιώκει τις αρετές, άγρυπνε! στην προσευχή, απέχει από άδικα κέρδη, είναι επιεικής σε όσους πταίουν εναντίον του, εύσπλαχνος σε αυτούς πού τον προκαλούν και έτοιμος να βοηθήση με λόγους, με έργα και με θυσίες ακόμη αυτούς πού έχουν την ανάγκη του. Και όταν προτρέπη ο οσιώτατος πατήρ τους χριστιανούς να αποκτήσουν έργα μετανοίας, υπογραμμίζει κυρίως το ταπεινό φρόνημα, την κατάνυξι και το πνευματικό πένθος. Ανακεφαλαιώνοντας όλα τα γνωρίσματα του χριστιανού εκείνου πού ζη την μετάνοια, λέει ότι είναι γαλήνιος και ήρεμος, γεμάτος έλεος και συμπάθεια προς τους άλλους, ποθεί την δικαιοσύνη, επιζητεί την καθαρότητα, έχει ειρήνη αλλά και φέρνει την ειρήνη, υπομένει καρτερικά τους πόνους και τις ταλαιπωρίες και νιώθει χαρά και ευχαρίστησι στους διωγμούς, τις ύβρεις, τις συκοφαντίες, τις απώλειες και όσα άλλα πάσχει για την αλήθεια και την δικαιοσύνη (Ομιλία 31, P.G. 151, 392C, Φυσικά Θεολογικά).

Η πορεία της ανορθώσεως με την μετάνοια, της απομακρύνσεως από την δουλεία των παθών και της ασκήσεως για την εργασία των θείων εντολών είναι πορεία των αγίων και θεουμένων υπάρξεων. Και από αυτήν την αλήθεια ξεκινώντας ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τονίζει τα εξής: «Εάν κάθε χριστιανός δεν ημπορεί να φθάση τους Αγίους και τα μεγάλα και θαυμαστά επιτεύγματα πού χαρακτηρίζουν την ζωή τους και είναι εξ ολοκλήρου αμίμητα, μπορεί όμως και πρέπει να μοιάση και να τους ακολουθήση στην πορεία της ζωής τους προς την μετάνοια. Και αυτό, γιατί καθημερινά «πολλά πταίομεν άκοντες» και μοναδική ελπίδα σωτηρίας για όλους μας παραμένει η ανάνηψι και η βίωσι, κατά τον Άγιον Γρηγόριον, της «διηνεκούς μετανοίας» (Ομιλία 28, RG. 151.361C).


Το πένθος ως ασκητική προϋπόθεση

Βασική προϋπόθεσι εξόδου από τα δεσμά των παθών, αλλά και ταυτοχρόνως αρχή και πηγή μετανοίας είναι το κατά Θεόν πένθος. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μέσα στα κείμενα του πολύ συχνά αναφέρεται στο κατά Θεόν πένθος και στην οδυνηρή αλλά και ευφρόσυνη κατάστασι, από την όποια χρειάζεται να περάση ο χριστιανός, πού επιθυμεί να ζήση την αληθινή ζωή. Γι΄ αυτό και δεν διστάζει να χαρακτηρίση την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ως κατ’ εξοχήν περίοδο πένθους και αγώνα πνευματικού, ως σύμβουλο του παρόντος αιώνος και ως προϋπόθεσι αναστάσεως για την ζωή του κάθε πιστού.

Ο Άγιος Παλαμάς πού βιώνοντας το κατά Θεόν πένθος άφηνε τους εκ βάθους στεναγμούς «φώτισαν μου το σκότος», πολύ δικαιολογημένα δεν μπορεί να δη το πέρασμα του άνθρωπου από τη ζωή της αμαρτίας στην «όντως ζωή» χωρίς το πένθος και την μετάνοια. Όταν ο νους, λέει, απελευθερωμένος από κάθε αισθητό πράγμα, ανεβή πάνω από τον κατακλυσμό της τύρβης για τα γήινα πράγματα και μπορέσει να δη τον έσω άνθρωπο, αφού συνειδητοποίηση κατά την δική του έκφρασι «το ειδεχθές προσωπείον», πού απέκτησε η ψυχή από την περιπλάνησί της στα γήινα, τότε σπεύδει να αποπλύνη τον ρύπο της με δάκρυα πένθους (Λόγος εις Πέτρον Αθωνίτην, P.G. 150). Όσο απομακρύνεται ο άνθρωπος από τις βιοτικές μέριμνες και επιστρέφει στον εαυτό του, τόσο περισσότερο γίνεται δεκτικός του θείου ελέους. Ο Χριστός μας εμακάρισε αυτούς πού πενθούν για τις αμαρτίες τους και για την απώλεια της σωτηρίας τους πού έ’χει ως αιτία την αμαρτία. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος για τον οποίον το πένθος αυτό ονομάζεται μακάριο.
Το πένθος, ενώ αποτελεί σύμφωνα με την πατερική και ασκητική παράδοσι, καρπό του Θεού, προϋποθέτει όμως και την συνεργία του άνθρωπου, πού χρειάζεται την ταπείνωσι, την αυτομεμψία, την κακοπάθεια, την νηστεία, την αγρυπνία, και κυρίως την προσευχή. Και αυτή η αμέλεια του άνθρωπου, στο να εργάζεται τις αρετές και να αγωνίζεται να επιτύχη το κατά Θεόν πένθος, ενισχύεται από την εμπειρία του ησυχασμού, πού μαρτυρεί ότι το πένθος αυτό δεν προξενεί νοσηρότητα και απελπισία, αλλά δημιουργεί στον άνθρωπο τις προϋποθέσεις για να νιώση πνευματική θυμηδία, παράκλησι και κατά τον Παλαμά «παροχή γλυκείας ιλαρότητος» (Προς Ξένην, P.G. 150). Και όταν βοηθήση τον νου να σηκώση το κάλυμμα των παθών, τον εισάγει αθόρυβα στα αληθινά ταμεία της ψυχής και τον εθίζει στην «εν κρύπτω» προς τον Πατέρα προσευχή.

Υπάρχουν πολλές αιτίες για τις όποιες πρέπει να πενθή ο πιστός. Όπως οι μαθηταί του Κυρίου ελυπούντο για την στέρησι του «όντως αγαθού διδασκάλου Χρίστου», έτσι και σε μας πού δοκιμάζομε την ίδια στέρησι και απουσία του Χρίστου από την ζωή μας, πρέπει να ενυπάρχη και να καλλιεργήται η ίδια λύπη (Ομιλία 29, P.G. 151). Υπάρχει όμως και άλλη αιτία για πένθος· είναι η έκπτωσι από τον χώρο της αληθείας του παραδείσου, στον χώρο του πόνου και των παθών. Είναι τόση η οδύνη αυτής της πτώσεως, διότι κρύβει όλο το δράμα της απομακρύνσεως από τον Θεό, την στέρησι της «πρόσωπον προς πρόσωπον» συνομιλίας με εκείνο, της αϊδίου ζωής και συνδοξολογίας με τους αγγέλους. Ποιος είναι αυτός πού έχει συνειδητοποιήσει την στέρησι όλων αυτών και δεν πενθεί; ερωτά ο Ιερός πατήρ. Και προτρέπει όλους τους πιστούς πού ζουν εν «ειδήσει της τοιαύτης στερήσεως» να πενθήσουν και να αποπλύνουν με το κατά Θεόν πένθος «τους εξ αμαρτίας μολυσμούς» (Ομιλία 29, P.G. 151). Η προτροπή αύτη του Αγίου Γρηγορίου είναι απολύτως εναρμονισμένη με την προτροπή και το βίωμα της εκκλησίας, πού με την υμνολογία της Κυριακής της Τυροφάγου καλεί τους χριστιανούς την παραμονή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να θυμηθούν την απομάκρυνσι από τον χαμένο παράδεισο και να πενθήσουν για την απώλεια αυτή.

Το πένθος είναι κατά τον ασκητικώτατον της Θεσσαλονίκης Ιεράρχην η πιο φυσική και αυθόρμητη εκδήλωσι της τραυματισμένης από την αμαρτία ψυχής, πού έρχεται σε μετάνοια. Ο Άγιος χρησιμοποιεί μία θαυμάσια παρομοίωσι για να κατάδειξη ότι τα τραύματα του άνθρωπου είναι εκείνα πού προκαλούν τον πόνο και όχι αυτό καθεαυτό το γεγονός της μετανοίας πού μόνο χαρά και παράκλησι δίνει στην ψυχή. Όπως σε κάποιον, λέει, πού είναι τραυματισμένη η γλώσσα του, φαίνεται δηκτικό το μέλι και για να νιώση την γλυκύτητα του χρειάζεται να θεραπευθούν τα τραύματα, το ίδιο συμβαίνει και με τον φόβο του Θεού- στις ψυχές πού γεννιέται μόλις νιώσουν το ευαγγελικό κήρυγμα, προξενεί λύπη, επειδή περιβάλλονται ακόμη από τα τραύματα των αμαρτιών μόλις όμως τα αποβάλουν με την μετάνοια, νιώθουν την ευαγγελική χαρά (Ομιλία 29, P.G. 151, 369Β). Γι΄ αυτό άλλωστε και το κατά Θεόν πένθος ονομάζεται και «χαροποιό».

Εμβαθύνοντας ο Παλαμάς στον δεύτερο κυριακό μακαρισμό, πού αναφέρεται στο 
πένθος, αιτιολογεί το ότι ο Χριστός τοποθετεί τον μακαρισμό αυτόν ακριβώς μετά από εκείνο της πνευματικής πτώχειας, από το γεγονός ότι το πένθος συνυπάρχει με την πνευματική πτωχεία.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του άνθρωπου πού πενθεί κατά Θεόν είναι η άρνησι να μετάθεση η να επιρρίψη σε άλλους την οποιαδήποτε ευθύνη για τις αμαρτίες του. Είναι βασική αρχή πού προβάλλει ο Παλαμάς, όταν μιλά για το κατά Θεόν πένθος, το να τύπτωμε τον ίδιο τον εαυτό μας για τις αμαρτίες μας και να αποφεύγωμε την μετάθεσι της ευθύνης στους άλλους (Ομιλία 29, P.G. 151,369C). Αύτη άλλωστε η μετάθεσι της ευθύνης για την αθέτησι της εντολής του Θεού από τον Αδάμ και την Εύα εστέρησε από αυτούς το σωτήριο πένθος της μετανοίας (Γεν. 3,12-13). Διότι αφού ο άνθρωπος επλάσθηκε από τον Θεό αυτεξούσιος και έλαβε κατά τον Παλαμά «αυτοκρατορικόν αξίωμα κατά των παθών ένδον το ηγεμονικόν της ψυχής» και «ουκ έχει όλως τον κατακρατούντα και βιαζόμενον» (Ομιλία 29, P.G. 151, 369C), με την αυτομεμψίαν και την κατά Θεόν λύπην θα μπορούσε να είχε κερδίση αυτό πού έχασε με την άρνησι αναλήψεως της ευθύνης για το αμάρτημα του. Γι΄ αυτόν τον λόγο ο θείος Γρηγόριος, προσπαθώντας να δώση ένα ορισμόν του πένθους λέει «τούτο τοίνυν εστίν η κατά Θεόν και σωτήριος λύπη, το ημάς αυτούς αιτιάσθαι, και μηδένα των απάντων έτερον, εφ΄ οις αυτοί πράττομεν πλημμελώς, και λυπείσθαι καθ’ εαυτών και δι΄ εξομολογήσεως των ημών ημαρτημένων και της επί τούτοις λυπηράς κατανύξεως τον Θεόν εξιλάσκεσθαι» (Ομιλία 29, P.G. 151, 369C).

Η αυτομεμψία είναι κατάστασι αναπόσπαστη για την ψυχή, στην οποία υπάρχει ταπείνωσι. Αρχικά την οδηγεί στον φόβο της κολάσεως. Φέρει στην φαντασία τις φρικτές τιμωρίες, όπως ο Κύριος τις περιγράφει στο Ευαγγέλιο, πού γίνονται φρικωδέστερες από την αιώνια διάστασι πού αποκτούν. Έτσι, ο άνθρωπος πού πενθεί εδώ τις αμαρτίες του και μέμφεται γι΄ αυτές τον εαυτόν του, αποφεύγει το ανωφελές, απαράκλητο και χωρίς τέλος πένθος, το όποιο γεννάται σε όσους τιμωρημένους έρχονται σε επίγνωσι των αμαρτιών τους. Εκεί, χωρίς καμμιά ελπίδα απαλλαγής και σωτηρίας, αυξάνεται η οδύνη του πένθους από τον αθέλητο έλεγχο της συνειδήσεως. Και αυτό το μόνιμο και διαρκές πένθος, επειδή δεν γνωρίζει τέλος, γίνεται αιτία άλλου πένθους και φοβερού σκότους και καύσωνα χωρίς δροσισμό, πού οδηγεί σε ανέκφραστο βυθό αθυμίας (Προς Ξένην, P.G. 150,1076D-1077A). Σε αντίθεσι με τον Αδάμ και την Εύα αναφέρει ο Παλαμάς τον Λάμεχ ως παράδειγμα ανθρώπου, πού ήλθε σε αυτομεμψία και κατάνυξι για τις αμαρτίες του (Ομιλία 29, P.G. 151, 369D).
Ιδιαιτέρως δε πρέπει να τονισθή ότι η άσκησι μέσα στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοσι είναι απόλυτα συνυφασμένη με το πένθος. Την οδύνη της πτώσεως και την χαρά της αναστάσεως τις ζη ο μοναχός με το χαροποιόν πένθος. Με την σωματική πτώχεια και ταπείνωσι, πού είναι η πείνα, η δίψα, η κακουχία και η κακοπάθεια του σώματος, μέσα με τα οποία έλλογα συστέλλονται οι αισθήσεις του σώματος, όχι μόνο γεννιέται το πένθος αλλά αναβλύζουν και δάκρυα. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δίδει σαφή εξήγησι γι΄ αυτή την πνευματική κατάστασι στην επιστολή του προς την μοναχή Ξένη. Όπως, λέγει, από την σωματική άνεση, την ανάπαυσι και την τρυφή, γεννώνται η αναλγησία, η πώρωσι και η σκληροκαρδία, έτσι από την ανήδονη, την λιτή και με εγκράτεια λαμβανόμενη τροφή, προκαλούνται η συντριβή της καρδιάς και η κατάνυξι. Με αυτά αποτρέπονται οι ενέργειες της κακίας και παρέχεται στην ψυχή άφατη και γλυκύτατη ιλαρότητα. Χωρίς την συντριβή της καρδιάς είναι αδύνατο να απαλλαγή κανείς από τα πάθη. Η δε καρδιά δεν έρχεται σε συντριβή παρά μόνο με την εγκράτεια του ύπνου, της τροφής και των σωματικών ανέσεων. Όταν με την συντριβή απαλλαγή η ψυχή από τα πάθη και την πικρότητα της αμαρτίας, τότε δέχεται την πνευματική θυμηδία (Προς Ξένην, P.G. 151,1076BC). Αυτή άλλωστε είναι και η παράκλησι για την οποία ο Κύριος μακαρίζει τους πενθούντας. Έτσι μόνο εξηγείται το ότι η μεταβολή της λύπης σε χαρά, για την οποία μίλησε ο Χριστός στους μαθητές του, γίνεται βίωμα από το οποίο ο μοναχός αποκτά καθημερινή εμπειρία. Το πένθος γίνεται χαροποιό και μακάριο, διότι κυρίως καρποφορεί μέσα στον άνθρωπο τον αρραβώνα της αιωνίας χαράς.

Η αυτομεμψία και η συναίσθησι της αμαρτωλότητος είναι οι καταστάσεις πού προετοιμάζουν στην ψυχή το πένθος. Για πολύ καιρό, λέγει ο ιερός πατήρ, σαν ένα νοητό βάρος πάνω από το λογιστικό μέρος της ψυχής, το πιέζουν και το συνθλίβουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποστάξη ο σωτήριος οίνος πού «ευφραίνει καρδίαν άνθρωπου». Ο οίνος αυτός είναι η κατάνυξι, η οποία χάρι στο πένθος, μαζί με το ενεργητικό μέρος της ψυχής συνθλίβει και το παθητικό- και αφού την απαλλάξη από το σκοτεινό βάρος των παθών, την γεμίζει με την μακάρια χαρά (Προς Ξένην, P.G. 150, 1077Β).

Όσο οδυνηρό όμως είναι το πένθος στα πρώτα του στάδια, διότι συνυπάρχει με τον 
φόβο του Θεού, τόσο αργότερα με την πάροδο του χρόνου και την πνευματική προκοπή της ψυχής γίνεται χαροποιό, διότι βλέπει κανείς αληθινά μακάριους και γλυκούς καρπούς. Όσο χρονίζει το πένθος στην ψυχή, τόσο η αγάπη για τον Θεό αυξάνεται και με ακατάληπτο τρόπο ενώνεται μαζί της. Όταν δε η ψυχή βιώνει βαθιά το πένθος, γεύεται την παρηγοριά της χρηστότητος του Παρακλήτου. Αυτή είναι για την ψυχή τόσο ιερά, γλυκιά και μυστική εμπειρία, ώστε εκείνοι πού δεν απόκτησαν προσωπική γεύσι από αυτή, να μη την υποψιάζωνται καθόλου (Προς Ξένην, P.G. 150, 1077Β).
Μία θεμελιακή άποψι στην θεολογία του πένθους είναι ότι δεν συμμετέχει σ’ αυτό μόνο η ψυχή, αλλά και το σώμα. Και η «παράκλησις» για την οποία εμακάρισε ο Κύριος τους πενθούντας, είναι καρπός, τον όποιον δέχεται όχι μόνον η ψυχή, αλλά όπως τονίζει ο Παλαμάς «και το σώμα μεταλαμβάνει πολυτρόπως» (Υπέρ ησυχαζόντων 1, 3, 33). Εναργέστατη απόδειξι γι΄ αυτήν την πραγματικότητα αναφέρει «το κατώδυνον εφ΄ αμαρτήμασι πενθούσι δάκρυον» (Υπέρ ησυχαζόντων).

Καρπός ακόμη του κατά Θεόν πένθους, είναι και η σταθεροποίησι του άνθρωπου στην αρετή, μια και, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, «η κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν αάμεταμέλητον απεργάζεται εις την ψυχήν προς σωτηρίαν» (Β’ Κορ. 7.10), διότι κατά τον Παλαμά μπορεί ο άνθρωπος να πτώχευση κατά Θεόν και να ταπεινωθή πνευματικά, αν όμως δεν προσλάβη και το πένθος, εύκολα μεταβάλλεται η διάθεσί του- μπορεί να ξαναγυρίση στις άτοπες και αμαρτωλές πράξεις, πού άφησε, και να ξαναγίνη παραβάτης των εντολών του Θεού, αφού πάλι θα φούντωση μέσα του η επιθυμία και ο πόθος για την αμαρτωλή ζωή. Αν όμως παραμείνη στην πτώχεια, πού εμακάρισε ο Κύριος, και καλλιεργήση μέσα του το πνευματικό πένθος, τότε σταθεροποιείται και ασφαλίζεται στην πνευματική ζωή, διώχνοντας έ’τσι τον κίνδυνο να επιστρέψη εκεί, από όπου ξεκίνησε (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C).

Η ωφέλεια όμως από το πένθος δεν περιορίζεται μόνο στο ότι ο άνθρωπος γίνεται σχεδόν ακίνητος προς το κακό, αλλά κατά τον Άγιον Γρηγόριον, εξαλείφει εντελώς και τις προηγούμενες αμαρτίες του, όταν βέβαια έχει ως κατάληξι το μυστήριο της μετανοίας. Διότι αφού ο άνθρωπος πενθεί κυρίως γι΄ αυτές, ο Θεός τις καταλογίζει ως ακούσιες· ο Άγιος χαρακτηριστικά λέγει ότι «τα ακούσια ουχ υπεύθυνα» (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C).

Έτσι το κατά Θεόν πένθος δεν εφελκύει μόνο την παράκλησι και την παρά Θεού συγχώρησι προσφέροντας τον αρραβώνα της αιωνίου ευφροσύνης, αλλά ταυτόχρονα προφυλάσσει τις αρετές πού έχει η ψυχή, αφού κατά τον Άγιον Γρηγόριον η ψυχή πού έμαθε να πενθή γίνεται δυσκίνητη προς το κακό (Προς Ξένην, P.G. 150,1085D).

Τέλος ο αγιορείτης Ησυχαστής και των Θεσσαλονικέων Ιεράρχης, στην περί παθών και αρετών πραγματεία του, πού στη μεγαλύτερη της έκτασι είναι αφιερωμένη στο πένθος, χρησιμοποιεί ένα πολύ εκφραστικό παράδειγμα για να κατάδειξη την πορεία του άνθρωπου στο πένθος. Παρομοιάζει την αρχή του πένθους με την επιστροφή του άσωτου υίοϋ· γι΄ αυτό και γεμίζει κατήφεια τον πενθούντα και τον οδηγεί στην επανάληψι των λόγων εκείνου: «πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου». Αλλά και το τέλος του, πάλι, το εικονίζει με την προϋπόθεσι και το άνοιγμα της αγκάλης του Θεού Πατρός «εν η τω πλούτω της ανεικάστου πτώχειας εντυχών, και πολλής χαράς και παρρησίας δι΄ αυτήν ο υϊός επιτυχών, εφιλείτο τε και αντεφίλει, και συνεισελθών, συνεστιάτο τω Πατρί, της ουρανίου συναπολαύων ευφροσύνης» (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C). Γι΄ αυτό και ο όρος «χαρμολύπη» πού χρησιμοποιούν συνήθως οι ασκητές για να εκφράσουν το βίωμα της εσχατολογικής υπερβάσεως του πόνου, είναι ίσως το πιο εκφραστικό σύμβολο ολόκληρης της ασκητικής ζωής τους, ζωής κυρίως δακρύων και πένθους (Βλέπε Γ. Μαντζαρίδου «Η περί θεώσεως διδασκαλία» στα Παλαμικά 1973, σελ. 215).

Σ΄ αυτήν την συνοπτική και μπορεί να πη κανείς πρόχειρη παρουσίασι των θέσεων του Παλαμά περί μετανοίας βλέπουμε ότι ο Άγιος Γρηγόριος ως κατ΄ εξοχήν άνθρωπος της εσωτερικής ζωής ενδιεφέρετο όχι απλώς να διορθώνουμε εξωτερικά τα κακώς κείμενα, αλλά να μετανοούμεν εσωτερικά, πενθούντες και κλαίοντες. Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν ο ίδιος άνθρωπος της μετανοίας, αλλά και αληθινός κήρυκας της μετανοίας.


Πηγή: “Με παρησσία…” 

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Ἃγιος Στυλιανός ὁ Παφλαγόνας (26 Νοεμβρίου)

Η εικόνα ίσως περιέχει: 2 άτομα


Από μικρός, ενάρετος

Ο Άγιος Στυλιανός γεννήθηκε στην Παφλαγονία της Μικράς Ασίας, μεταξύ του 400 και 500 μ.Χ. Ήταν ευλογημένος από την κοιλιά της μητέρας του ακόμη. Όσο μεγάλωνε, τόσο με την χάριν του Θεού και γινόταν κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Από την παιδική του ηλικία έδειξε τα σπάνια προτερήματα της αγιασμένης ζωής του. Η ψυχή του τον καλούσε σε αγώνες ηθικούς και ωραίους. Τον καλούσε στην άσκηση της αρετής. Του έδειχνε τον δύσκολο και δύσβατο δρόμο της αιωνίας ζωής της παντοτινής ευτυχίας. Η αγνή και πιστή καρδιά του υπάκουσε στην φωνή της ψυχής του. Και η πρώτη ενέργεια του ήταν να πουλήσει την περιουσία του και να την μοιράσει στους φτωχούς της Εκκλησίας. Απαλλαγμένος, λοιπόν, ο Άγιος από τα φθαρτά, αλλά και συγχρόνως με ευτυχισμένη την καρδιά του, διότι μοίρασε τα πλούτη του σε φτωχούς δυστυχισμένους και με θεάρεστα έργα, σκέφτεται πως θα ζήσει τιμιώτερα και αγιότερα τη ζωή του.


Ο ασκητής

Με μοναδική πλέον περιουσία τα ενδύματα του, αρχίζει ένα σκληρό και αγωνιστικό στάδιο σύμφωνα με την διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Αφού, λοιπόν, με τις ευεργεσίες του, ανέβασε ο μάκαριος Στυλιανός τον γήινο θησαυρό του στους ουρανούς, και τον ασφάλισε, πήγε σε ένα Μοναστήρι και ντύθηκε το Μοναχικό Σχήμα. Αγωνίζεται πως να αρέσει στον Κύριο, πως να τελειοποιήσει την ψυχή του, πως να κερδίσει τον Παράδεισο. Η αυστηρή ασκητική του ζωή είναι απερίγραπτη. Η αγιότης του αρχίζει να αστράφτει. Η ταπεινοφροσύνη του λαμποκοπάει. Η αγνότης του θαμπώνει. Η νηστεία του είναι αυστηρότατη. Η προσευχή του αληθινή επικοινωνία με τον Θεό. Οι αγρυπνίες του θαυμαστές. Τρεις στόχους έβαλε για σκοπό του να επιτύχει ως Μοναχός: την ακτημοσύνη, την αγνότητα και την υπακοή. Τους τρεις αυτούς στόχους τους πέτυχε. Την ακτημοσύνη του την είδαμε. Δεν κράτησε για τον εαυτό του από την περιουσία του τίποτε απολύτως. Την αγνότητα του επίσης και την ηθικότητα του την κράτησε πολύ ψηλά. Κρατούσε την ψυχή του καθαρή από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος. Αγωνιζότανε στις επιθέσεις του εχθρού να μη τον αγγίζει η βρωμερή αμαρτία. Η υπακοή του στο Γέροντά του και στους άλλους ήταν παραδειγματική. Αγωνίστηκε σκληρά να κόψει το δικό του θέλημα, που στηρίζεται στον εγωισμό. Ο Στυλιανός πολέμησε στο Μοναστήρι εκείνο σκληρά εναντίον των τριών εχθρών, της σάρκας, του κόσμου και του διαβόλου. Έτσι ο Άγιος Στυλιανός αποδεικνύεται λαμπρό αστέρι της ασκητικής ζωής. Γίνεται παράδειγμα σε νεωτέρους και παλαιοτέρους. Όλοι τον θαυμάζουν και τον προβάλλουν σαν παράδειγμα. Τον έχουν σαν πρότυπο μιμήσεως.


Ο αναχωρητής


Αλλά η αυστηρότης εκείνη του ασκητικού βίου δεν του είναι αρκετή. Θέλει 
να πλησιάζει περισσότερο στην τελειότητα. Επιθυμεί, λοιπόν, τώρα την πλήρη μόνωση, τον αυστηρότατο ασκητισμό: Τον αναχωρητισμό. Αποχαιρετάει, λοιπόν, τους αδελφούς Μοναχούς στο Μοναστήρι και αποσύρεται ο Άγιος μακριά σε έρημο και ακατοίκητο μέρος. Εκεί στην έρημο κατασκηνώνει σ’ ένα σπήλαιο. Το νέο στάδιο της ασκητικής του ζωής είναι Ουρανίας τελειότητος. Οι μέρες και οι νύχτες του κυλούν με λογισμούς, με σκέψεις και προσευχές για το Τρισυπόστατο Θεό. Ψάλλει ολόψυχα το μεγαλείο του Θεού. Υμνεί την Αγία Τριάδα. Ζει ενωμένος με το Θεό! Και ο ερημίτης Στυλιανός εκεί στην ησυχία της ερήμου είχε τον καιρό να παρατηρεί τα δημιουργήματα του Θεού και να φιλοσοφεί επάνω σε αυτά. Έβλεπε τον Δημιουργό σε όλα, διότι εσκέπτετο, ότι ήτο αδύνατον να γίνει μόνος του αυτός ο τρισμέγιστος κόσμος, τόσον ωραίος, σκόπιμος και αρμονικός. Έβλεπε τον Θεό στα απειροπληθή άστρα του ουρανού, που στροβιλίζονται εις το αχανές διάστημα με τόση ταχύτητα, αλλά και ακρίβεια.


Δύο βιβλία διάβαζε συνεχώς στην έρημο: το βιβλίο της φύσεως και το βιβλίο της Αγίας Γραφής. Η καρδιά του, η διάνοιά του, η ψυχή του, όλη η ύπαρξης του είναι ολόθερμα δοσμένη στο Θεό. Το άγιο πάθος της αγάπης του οσίου Στυλιανού προς το πανάγιο Όνομα του Θεού τον συγκλονίζει. Όλη η δύναμις του είναι συγκεντρωμένη στη θεία αυτή αγάπη. Εγκαταλείπει έτσι ο Άγιος το σαρκικό εγώ του. Παύει να φροντίζει για την τροφή του. Γίνεται όλος ακμή πνεύματος και ψυχής. Ετρέφετο με χόρτα της ερήμου. Και όταν δεν υπήρχαν αυτά, ο Θεός δεν τον άφηνε. Ο Θεός, που θαυματουργεί δια τους Αγίους και μέσω των αγίων, δεν άφηνε τον σεβάσμιο Όσιο να εξαντληθεί από την πείνα. Τον κράτησε στην ζωή στέλνοντάς του τροφές με τους αγγέλους, όπως έστελνε και στους άλλους αγίους, στον Προφήτη Ηλία, τον Άγιο Μάρκο τον Αθηναίο τον φιλόσοφο και λοιπούς.


Φωτεινός λύχνος

Πολλά χρόνια έζησε τη σκληρή ζωή του αναχωρητή. Πάλεψε στην έρημο επί δεκαετίες ολόκληρες σκληρά με τον διάβολο και τον εαυτό του. Πάλεψε να ξεριζώσει τα πάθη του, να αποκτήσει τις αρετές και να φτάσει στη αγιότητα που θέλει ο Θεός. Ο Δημιουργός ήθελε να ζήση ακόμη ο Άγιος Στυλιανός, για να λαμποκοπάει με την αρετή του και να προγραμματίζει με την αυστηρότητα της ασκητικής του ζωής. Ήθελε η έμψυχος εκείνη στήλη της εγκρατείας, ο φωτεινός λύχνος της ερήμου, να λάμψη σ’ όλα τα πέρατα της γης. Ήθελε ο Θεός να φανούν οι ποικίλες αρετές του. Έτσι και ο Άγιος Στυλιανός, αφού με τους σκληρούς ασκητικούς αγώνες του στολίστηκε με τις αρετές και σαν λαμπάδα, με το γλυκό και ζεστό φως, αφού έφθασε σε ύψη δυσθεώρητα αρετής, μπορούσε να χύσει στο λαό το ιλαρό φως της αγιότητός του, προς δόξα Θεού, και σωτηρία ανθρώπων. Διαδόθηκε, λοιπόν, η φήμη του Αγίου Στυλιανού παντού. Πλήθος κόσμου από διάφορα μέρη συνέρρεαν με πίστη και ευλάβεια προς τον Άγιο, για να θαυμάσουν την αγιότητα του και ν' αποκομίσουν ψυχικά και σωματικά αγαθά. Η άγια του μορφή, τα σοφά του λόγια, οι προτροπές του άλλαξαν την ζωή πολλών ανθρώπων. Πολλοί ήσαν εκείνοι, που γοητευμένοι από την ασκητικότατα του, εγκατέλειπαν τον κακό εαυτόν τους και μετανοούσαν και αναγεννιόνταν ψυχικά. Ήξερε να γαληνεύει τις ταραγμένες ψυχές. Κοντά του έτρεχαν και άλλοι ασκητές, για να ενισχυθούν με τα λόγια του και την λάμψη του στο σκληρό ασκητικό βίο.


Προστάτης των παιδιών


Γνώριζε ο Άγιος Στυλιανός, ότι για να κερδίσει κάνεις την Βασιλεία των Ουρανών πρέπει να έχει την ψυχή του, σαν την ψυχή των μικρών παιδιών δηλ., που είναι αθώα. Ήξερε, ότι τα παιδιά έχουν αγγελικές ψυχές. Και στην αγία του εκείνη επιθυμία ο Παντογνώστης Θεός του έδωσε την Χάρι Του, να μπορεί να κάνει θαύματα. Ο Θεός βράβευσε το ιερό του αίσθημα και του έδωσε την θαυματουργική του δύναμη να θεραπεύει τα ασθενή παιδιά. Μητέρες από κοντινά και μακρινά μέρη, με φορτωμένα στους ώμους ανάπηρα και άρρωστα παιδιά έτρεχαν, με πόνο και πίστη, κοντά στον Άγιο για να ζητήσουν την θεραπεία των παιδιών τους.

Μέρες ολόκληρες βάδιζαν μέσα σ’ έρημα μέρη, για να βρουν την δοξασμένη από τον Θεό ασκητική σπηλιά του Αγίου Στυλιανού. Και όταν έφθαναν εκεί, με δάκρυα στα μάτια έπεφταν στα πόδια του Γέροντα ασκητή, δόξαζαν τον Θεό, που τον συνάντησαν και παρακαλούσαν να γιατρέψει τα παιδιά τους. Ο Άγιος Στυλιανός γεμάτος καλοσύνη και συμπόνια έπαιρνε τα άρρωστα νήπια στα χέρια του και με μάτια δακρυσμένα παρακαλούσε το Θεό να τα γιατρέψει. Ο Δεσπότης των Ουρανών άκουγε την ολόψυχη προσευχή του και ο Άγιος θαυματουργούσε. Παιδιά άρρωστα εύρισκαν την υγειά τους. Παθήσεις διαφόρων ειδών εξαφανίζονταν. Μπροστά στη δύναμη του Θεού καμιά αρρώστια δεν μπορούσε να αντισταθεί.


Μανάδες έκλαιγαν από χαρά έξω από το ασκητήριο του. Και άλλες καταφιλούσαν με σεβασμό και ευγνωμοσύνη το χέρι του Αγίου γέροντα, δοξάζοντας τον Θεό. Δοξολογούσε κι εκείνος ακατάπαυστα το Άγιο Όνομα Του και ευχαριστούσε για τα θαύματα αυτά, που τον αξίωνε να τελεί. Έπειτα γεμάτος στοργή κοίταζε τα αθώα πλασματάκια, που είχαν λυτρωθεί από την αρρώστια. Ένα γλυκό χαμόγελο, χαμόγελο αγγελικό, άνθιζε στο πρόσωπο του σεβασμίου ασκητού. Τα θαύματα όμως αυτά γινόταν γνωστά σε όλα τα μέρη και κόσμος πολύς έτρεχε στον Άγιο Στυλιανό, για να τον παρακαλέσει να γιατρέψει από κάποια ασθένεια τα παιδιά του. Έτσι δόξαζε ο Άγιος Θεός το όνομα του οσίου Στυλιανού, που αφιέρωσε την ζωή του στη δόξα του Θεού...


Ιατρός τεκνογονίας
Αλλά δεν ήταν μόνο τα θαύματα της θεραπείας των παιδιών, που δόξαζαν το όνομα του ταπεινού Αγίου Στυλιανού. Ο Άγιος απέκτησε φήμη ως θαυματουργού, διότι έκανε τους άτεκνους, ευτέκνους, με την προσευχή του. Πολλοί πιστοί χριστιανοί με την ευλογία του, αν και ήσαν άτεκνοι πρωτύτερα, απέκτησαν ωραία και γεμάτα υγεία παιδιά. Πολλοί μάλιστα καλοί Χριστιανοί και μετά την κοίμηση του, επικαλούμενοι το όνομα του Αγίου και ζωγραφίζοντας σαν τάμα την εικόνα του, απέκτησαν παιδιά, αν και είχαν χάσει την ελπίδα πια να τεκνοποιήσουν.


Πρότυπο ασκητικής ζωής

Εν τω μεταξύ απ’ όλα τα Μοναστήρια πήγαιναν στο γέροντα ασκητή, για να οσφρανθούν κοντά του, το άρωμα της αγιότητός του. Μοναχοί και ασκητές ζητούσαν από τον Άγιο δάσκαλο συμβουλές, για το πως πρέπει να αντιμετωπίζουν τους πειρασμούς και πως να επιβάλλουν την γαλήνη στα κοινόβιά τους. Όλοι τον έβλεπαν σαν πρότυπο αγίας ασκητικής ζωής. Η προσωπικότητά του ήταν γεμάτη ταπεινοφροσύνη και άστραφτε από ουράνιο κάλλος. Και εκείνος ακούραστος με αγγελική γαλήνη τους δίδασκε, τους καθοδηγούσε, τους γέμιζε την καρδιά, τους στερέωνε στην πίστη, τους διέλυε τις αμφιβολίας. Ειρήνευε με τις συμβουλές του από μακριά όσα Μοναστήρια είχαν εσωτερικές διχόνοιες. Έτσι έζησε κι δόξασε το όνομα του Θεού και δοξάσθηκε από τον Ουράνιο Πατέρα ο Άγιος Στυλιανός.


Η Κοίμηση του


Όταν έφθασε σε βαθειά γεράματα, έστειλε ο Θεός τους Αγγέλους Του και πήραν την αγία του ψυχή, για να την αναπαύσουν από τους πολύχρονους κόπους, τις στερήσεις και την σκληρότητα της ασκητικής ζωής. Εκοιμήθη, λοιπόν, ο Άγιος πλήρης ημερών και αρετών. Που ετάφη δεν γνωρίζουμε, ούτε διεσώθησαν άλλα στοιχεία από την κουρασμένη και αγιασμένη του ζωή. Έμεινε όμως το όνομα του. Τον σέβεται και τον τιμά όλη η χριστιανοσύνη. Τον επικαλούνται στις ανάγκες τους και προπαντός για τα άρρωστα παιδιά τους. Κτίζουν στο όνομά του μεγαλοπρεπείς Ναούς. Στην Αθήνα υπάρχουν τουλάχιστον δύο Ναοί του Αγίου Στυλιανού στου Γκύζη και στον Καρρέα. Τα θαύματα του Αγίου συνεχίζονται και μετά την κοίμηση του. Και σήμερα ο Άγιος Στυλιανός εξακολουθεί να είναι προστάτης των παιδιών. Λένε μάλιστα, ότι από την λέξη Στυλιανός βγαίνει και η λέξι στυλώνει, που σημαίνει στηρίζει την υγεία των παιδιών. Ο Άγιος εικονογραφείται μ’ ένα νήπιο σπαργανωμένο στην αγκαλιά του, που συμβολίζει, ότι είναι ο προστάτης των νηπίων.


Στίχος

Ἀσκήσεως πέπτωκεν ὁ στερρὸς στῦλος. Στυλιανὸς γὰρ τὸν βίον καταστρέφει.



Ἀπολυτίκιον

Στήλη ἐμψυχος τῆς ἐγκρατείας, στῦλος ἄσειστος τῆς ἐκκλησίαςε, Στυλιανέ, ἀνεδείχθης, μακάριε. Τὸν γὰρ σὸν πλοῦτον σκορπίσας τοῖς πένησιν, ἐν οὐρανοῖς ἐκομίσω τὸν ἄφθαρτον, καὶ ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις, πανόλβιε, χάριν εἴληφας νηπίων προστάτης γενόμενος καὶ φύλαξ νεογνῶν ἀπροσμάχητος.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Στήλη ἔμψυχος τῆς ἐγκρατείας, στῦλος ἄσειστος τῆς Ἐκκλησίας Στυλιανὲ ἀνεδείχθης μακάριε• ἀνατεθεὶς γὰρ Θεῷ ἐκ νεότητος κατοικητήριον ὤφθης τοῦ Πνεύματος. Πάτερ ὅσιε Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.



Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ

Ἁγιασθεὶς ἀπὸ μητρῴας νηδύος, ὥσπερ ὁ θεῖος Σαμουὴλ θεοφόρε, ἀσκητικῶς ἐδόξασας Χριστὸν τὸν Θεόν· ὅθεν τῶν ἰἀσεων, ἀνεδείχθης ταμεῖον, καὶ προστάτης ἔνθεος, νεογνῶν καὶ νηπίων· ὁ γὰρ Χριστὸς δεξάζει σε λαμπρῶς, ὃν ἀπὸ βρέφους, Στυλιανὲ ἐδόξασας.



Μεγαλυνάριον

Στήλη θεοχάρακτος καὶ σεπτή, ἀρετῶν ποικίλων, ὁ σὸς βίος πέλει ἡμῖν, Στυλιανὲ Πάτερ, θεοπρεπῶς ῥυθμίζων, ἡμῶν τὰς διανοίας, τῶν εὐφημούντων σε.


Πηγή: xristianos.gr