A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2025

ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΕΝΟΥ ΧΕΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ

 


ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΕΝΟΥ ΧΕΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ

Μὲ τὴν κήρυξη τῆς εἰκονομαχίας ἀπὸ τὸν Λέοντα Ἴσαυρο ὁ Ἰωάννης ἀποδύεται μὲ τὴν πέννα του στὸν ἀγώνα ὑπὲρ τῶν Ἱερῶν εἰκόνων. Μὲ τὴ «μαχαίρα τοῦ Πνεύματος» στηλιτεύει τὸ δόγμα τοῦ Λέοντος. Τεκμηριώνει τὶς θέσεις του μὲ θεολογικὲς ἀποδείξεις, Ἱστορικὰ στοιχεῖα καὶ ἁγιολογικὰ παραδείγματα, καὶ ἀποκαλεῖ τοὺς εἰκονομάχους αἱρετικοὺς καὶ ἀντίθεους.

Ὁ Λέων θέλησε νὰ τὸν ἐκδικηθεῖ. Πλαστογραφεῖ λοιπὸν μία ἐπιστολὴ τοῦ Ἰωάννη καὶ τὴ στέλνει στὸν χαλίφη τῆς Δαμασκοῦ. Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ ζητοῦσε τάχα ὁ ὅσιος ἀπὸ τὸν βασιλιὰ νὰ τὸν γλιτώσει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ χαλίφη.

Ὁ ἄρχοντας ὀργισμένος καλεῖ τὸν Ἰωάννη καί, χωρὶς νὰ τοῦ ἐπιτρέψει ν᾿ ἀπολογηθεῖ, διατάζει νὰ τοῦ κόψουν τὸ δεξὶ χέρι. Σὲ λίγο τὸ ἱερὸ ἐκεῖνο χέρι ποὺ στηλίτευε τοὺς εἰκονομάχους κόπηκε, καὶ βαμμένο στὸ αἷμα τοῦ κρεμάστηκε στὴν ἀγορὰ σὲ δημόσια θέα.

Τὸ βράδυ ὁ ὅσιος στέλνει μεσίτες καὶ ζητᾶ τὸ χέρι του νὰ τὸ ἐνταφιάσει. Μόλις τὸ φέρνουν, τὸ παίρνει καὶ κατευθύνεται στὸ ἐκκλησάκι ποὺ εἶχε στὸ σπίτι του. Πλησιάζει στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πέφτει μὲ τὸ πρόσωπο καταγῆς, τοποθετεῖ τὸ κομμένο χέρι στὴ θέση του καὶ παρακαλεῖ καὶ θρηνεῖ καὶ στενάζει:

«Δέσποινα πάναγνη, Μητέρα τοῦ Θεοῦ μου, ἡ δεξιά μου κόπηκε γιὰ τὶς σεπτὲς εἰκόνες. Δὲν ἀγνοεῖς τὴν ἀφορμὴ π᾿ ὀργίστηκε ὁ Λέων. Πρόφθασε γρήγορα λοιπὸν καὶ γιάτρεψε τὸ χέρι. Ἡ δεξιὰ τοῦ Ποιητοῦ, ποὺ εἶν᾿ ἐκ τῆς σαρκός σου, πολλὲς δυνάμεις ἐνεργεῖ μὲ τὴν παράκλησή σου. Τώρα λοιπὸν τὸ δεξιὸ θεράπευσέ μου χέρι, γιὰ νὰ συγγράφει μὲ ρυθμὸ καὶ ἁρμονία ὕμνους, ὅσους μοῦ δώσεις νὰ ποιῶ γιὰ σὲ καὶ τὸν Υἱό σου καὶ γιὰ τὴν ὑπεράσπιση πίστεως ὀρθοδόξου. Ὅσα ζητήσεις δύνασαι ὡς τοῦ Θεοῦ μητέρα!»

Αὐτὰ εἶπε μὲ δάκρυα ὁ ὅσιος κι ἀποκοιμήθηκε. Βλέπει τότε τὴ Θεομήτορα στὴν εἰκόνα της, νὰ τὸν κοιτάζει μὲ Ἱλαρότητα καὶ πονετικὰ νὰ τοῦ λέει:

-Γιὰ κοίτα! Τὸ χέρι σου θεραπεύτηκε. Μὴ στενοχωριέσαι ἄλλο. Κάνε τὸ ὅμως, καθὼς μοῦ ὑποσχέθηκες, «κάλαμον γραμματέως ὀξυγράφου».

Ξυπνᾶ ὁ Ἰωάννης καὶ βλέπει κατάπληκτος τὸ χέρι τοῦ θεραπευμένο καὶ συγκολλημένο. Ἦταν τόση ἡ χαρά του, ὥστε ὅλη ἐκείνη τὴ νύχτα ἔψαλλε ἐγκώμια καὶ εὐχαριστίες στὴν Παναγία.

«Η δεξιά σου χειρ, Κύριε, εν ισχύι δεδόξασται η δεξιά σου την θραυσθείσαν μου δεξιάν εθεράπευσε. Δια της δεξιάς μου ταύτης θέλεις θρυμματίσει και συντρίψει τους υπεναντίους εικονοθραύστας».

Την άλλη μέρα είδαν το θαύμα μερικοί γείτονες του Αγίου και πήγαν στον Σαρακηνό λέγοντας:
Άρχοντα, αυτοί που πρόσταξες να κόψουν το χέρι του Ιωάννη, δεν υπάκουσαν. Αλλά κάποιος δούλος ή φίλος του δέχτηκε να του κόψουν το δικό του χέρι, αφού πήρε πολλά χρήματα. Έτσι οι δήμιοι αφού πήραν και οι ίδιοι χρήματα δεν εξετέλεσαν την προσταγή.

Ο άρχοντας διέταξε τότε να 'ρθει ο Ιωάννης για να δει τα χέρια του. Πήγε, λοιπόν, ο Άγιος και έδειξε το χέρι του που είχαν κόψει. Γύρω δε από το χέρι, στο σημείο που είχε συγκολληθεί, υπήρχε κατά θεία οικονομία μια γραμμή.
Λέγει τότε ο βάρβαρος στον Ιωάννη:

- Ποιος γιατρός σε θεράπευσε; Και τι βότανα έβαλε;
- Ο παντοδύναμος Κύριος μου και μόνον Αυτός, που τα πάντα μπορεί να κάνει.
- Ανεύθυνος είσαι, όπως φαίνεται και άδικα σε κατάκρινα, γιατί δεν εξέτασα καλά την υπόθεση. Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με και έχε την τιμή του πρωτοσύμβουλού μου. Σου υπόσχομαι δε να μην κάνω τίποτε χωρίς τη συμβουλή σου. 

"ΑΠΟΣΤΙΧΑ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ" ΗΧΟΣ ΠΛ. Δ΄

Ἃγιος Ἰωάννης ὀ Δαμασκηνός (4 Δεκεμβρίου)

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2025

Η ΕΙΚΟΝΑ ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΕΛΠΙΖΕΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ (Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως)


 Πόσο ὡραία, πόσο εὐχάριστη, πόσο χαριτωμένη εἶναι ἡ εἰκόνα ἐκείνου ποὺ ἐλπίζει στὸν Θεὸ ποὺ σώζει, στὸν Θεὸ τῶν οἰκτιρμῶν, τὸν Θεὸ τοῦ ἐλέους, τὸν ἀγαθὸ καὶ φιλάνθρωπο Θεό.

Ἀληθινὰ μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐλπίζει στὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι πάντα βοηθὸς του καί δὲν φοβᾶται ὅ,τι κακὸ κι ἂν τοῦ προξενήσει ἅνθρωπος. Ἐλπίζει στὸν Κύριο καὶ πράττει τὰ ἀγαθά. Κάθε του ἐλπίδα τὴν ἔχει ἐναποθέσει σ’ Αὐτόν καί σ’ Αὐτὸν ἐξομολογεῖται μὲ ὅλη του τὴν καρδιά. Εἶναι τὸ καύχημὰ του, εἶναι ὁ Θεὸς του καὶ Τὸν ἐπικαλεῖται μέρα καὶ νύχτα. Τὸ στόμα του ὡραῖο ἀναπὲμπει αἴνους στὸν Θεό, τὰ χείλη του πιὸ γλυκὰ ἀπὸ μέλι καὶ κερὶ σὰν ἀνοίγουν γιὰ νὰ ψάλλουν στὸν Θεὸ, ἡ δὲ γλῶσσα του γεμάτη χάρη κινεῖται πρὸς δοξολογίαν Θεοῦ. Ἡ καρδιά του εἶναι ἕτοιμη νὰ Τὸν ἐπικαλεσθεῖ, ἡ διάνοιά του ἕτοιμη νὰ ἀνυψωθεῖ πρὸς Αὐτόν, ἡ ψυχὴ του εἶναι προσηλωμένη στὸν Θεὸ καί «ἡ δεξιὰ τοῦ Κυρίου ἀντελάβετο αὐτοῦ». «Ἐν τῷ Κυρίῳ ἐπαινεθήσεται ἡ ψυχὴ αὐτοῦ». Ζητᾶ καὶ λαμβάνει ἀπὸ τὸν Θεὸ, αὐτὸ ποὺ ζητᾶ ἡ καρδιά του. Ζητᾶ καὶ βρίσκει ὅσα ποθεῖ. Κρούει καὶ τοῦ ἀνοίγονται οἱ θύρες τοῦ ἐλέους. Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο ἐπαναπαύεται σὲ ἥσυχα νερά. Ὁ δὲ Κύριος τοῦ δίνει πλούσια τὰ ἐλέη του. Ἡ δεξιὰ τοῦ Κυρίου κατευθύνει τὴν πορεία του καὶ δάκτυλος Κυρίου τὸν καθοδηγεῖ στοὺς δρόμους του. Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο δέν ἀστοχεῖ. Ἡ ἐλπίδα του δὲν πεθαίνει ποτὲ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ προσδοκία του, ἡ ἀκρότατη ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς του. Πρὸς Αὐτὸν στενάζει ἡ καρδιά του ὅλη τὴν ἡμέρα: «Κύριε μὴν ἀργήσεις, σήκω, κάνε γρήγορα, ἔλα καὶ ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν ψυχὴ μου κάθε ἀνάγκη, ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχὴ μου. Θὰ σὲ δοξολογήσω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά Κύριε. Σὲ Σένα θὰ ἀπευθύνεται κάθε λόγος πού θὰ βγαίνει ἀπ’ τὸ στόμα μου». Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο, εὐλογεῖ τὸν Ὕψιστο, τὸν λυτρωτὴ του καί ἁγιάζει «τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ». Ἐλπίζει καί ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του κραυγάζει πρὸς τὸν Θεό: «Κύριε πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ σου;». Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο θὰ ἐπικαλεσθεῖ τὸν Ὕψιστο, γιὰ νὰ εἰσέλθει στὸ ἁγιαστήριό Του, γιὰ νὰ δεῖ καὶ νὰ χαρεῖ τὰ θαυμάσιά Του καί ὁ Κύριος θὰ ἀκούσει τὴ φωνὴ τῆς δέησής του. Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο ἀπολαμβάνει ἄκρα εἰρήνη, γαλήνη ἐπικρατεῖ στὴν καρδιά του καί στὴν ψυχὴ του βασιλεύει πλήρης ἁταραξία. Ὅταν ἔχει βοηθὸ του τὸν Θεό ἀπὸ τί να φοβηθεῖ; Ἀπὸ τὶ νὰ δειλιάσει; Ἄν ξεσηκωθεῖ ἐναντίον του πόλεμος, δὲν πτοεῖται γιατὶ ἐλπίζει στὸν Κύριο. Άν τὸν καταδιώξουν πονηροὶ δὲν φοβᾶται, γιατὶ ξέρει ὅτι ὅλα εἶναι ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τοῦ Κυρίου. Δὲν ἐλπίζει στὸ τόξο του, οὔτε στὴ φαρέτρα του, οὔτε ἐξαρτᾶ τὴ σωτηρία του ἀπὸ τὴ ρομφαία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Θεὸ του, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν γλυτώσει ἀπὸ τὰ χέρια αὐτῶν ποὺ τὸν πολεμοῦν, ἀπὸ τὴν παγίδα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί ἀπὸ τὴν καταιγίδα. Εἶναι πεπεισμένος γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου καί «ἐπὶ τὸν βραχίονα τὸν ὑψηλὸν αὐτοῦ καὶ ὁ Κύριος σώσει αὐτόν». Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο βαδίζει ἤρεμος στὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς του καὶ διανύει τὸν δρόμο αὐτὸ δίχως τὸ ἄγχος τῶν μεριμνῶν. Ἐργάζεται ἀκατάπαυστα τὸ ἀγαθό, τὸ εὐάρεστο καὶ τέλειο, τὰ δὲ ἔργα του, τὰ εὐλογεῖ ὁ Θεός. Σπέρνει εὐλογημένα καὶ λαμβάνει πλούσιους τοὺς καρποὺς τῶν κόπων του. Ἔχει θάρρος στὸν Κύριο καὶ δὲν παρεκτρέπεται ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ τὸν κυκλώνουν. Στὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς δὲν παραιτεῖται, ἀλλὰ ἐλπίζει, διότι ἐκεῖ ποὺ τὰ πράγματα φαίνονται ἀδύνατα, ὁ Θεὸς φανερώνει τὴ διέξοδο. Μέσω τῆς πίστης προσδοκᾶ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς δικαιοσύνης. Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο δὲν ἐλπίζει σὲ χρήματα, οὔτε στὸ μέγεθος τῆς δύναμὴς του, ἀλλὰ ἐπαναπαύεται στὴ βοήθεια ποὺ θὰ τοῦ παράσχει ὁ Θεός. Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο εἶναι γεμᾶτος πίστη καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ζεῖ ἔχοντας θάρρος στὴν ἀγαθὴ του συνείδηση, ἐμφανίζεται μὲ τὴν παρρησία γιοῦ ἀπέναντι στὸν οὐράνιο Πατέρα του καί Τὸν ἐπικαλεῖται γιὰ νὰ ἔλθει ἡ βασιλεία Του στὴ γῆ καί τὸ θέλημα Του νὰ πραγματώνεται στὴ γῆ ὅπως καὶ στὸν οὐρανό. Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο, εἶναι ἀφοσιωμένος ὁλοκληρωτικά σ’ Ἐκεῖνον καὶ ὑψώνει τὴν καρδιά του στὸν ἀγαθὸ καὶ ἀθάνατο Θεό. Ζητᾶ ἀπ’ Αὐτὸν τὸ ὕψιστο ἀγαθὸ καὶ τὴν ἀθανασία στὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί ὁ Θεὸς τὸν εἰσακούει. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο!

 

(Από το βιβλίο “Τὸ γνῶθι σαυτὸν, Κείμενα Αὐτογνωσίας”, Ἐκδόσεις Ἄθως)

ΝΙΚΑΙΑ – ΦΑΝΑΡΙ: Τί ἀκριβῶς συνέβη;

 

+Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος Κλήμεντος

            Μεγάλος θόρυβος προκλήθηκε ἐσχάτως σχετικὰ μὲ τὸν ἑορτασμὸ τῆς ἐπετείου τῶν 1700 ἐτῶν ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας καὶ ἐν συνεχείᾳ τῆς Θρονικῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου στὴν Κωνσταντινούπολη (28-30 Νοεμβρίου).
            Ὁ Πάπας Ρώμης Λέων ΙΔ΄ καὶ ὁ Πατριάρχης Κων/λεως Βαρθολομαῖος μὲ τὶς συνοδίες τους, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Θεόδωρος, ὅπως καὶ πολλοὶ ἀντιπρόσωποι τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου εὐρύτερα, βρέθηκαν στὸ ἐπίκεντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος.
            Τὸ γεγονὸς προβλήθηκε καὶ ἐπαινέθηκε ὡς ἱστορικῆς σημασίας μὲ ἰδιαίτερα θετικὸ τρόπο. Οἱ λόγοι περὶ ἑνότητος καὶ ἀγάπης, οἱ εἰκόνες καὶ σκηνὲς ἐναγκαλισμῶν, ἀσπασμῶν, ὅπως καὶ κοινῶν τελετῶν, προσευχῶν, ὑπογραφῶν, εὐλογιῶν, μηνυμάτων καὶ χειρονομιῶν εὐμενῶν ἔκαναν τὸν γῦρο τοῦ κόσμου καὶ ἐξέπεμψαν ἔντονες ἐντυπώσεις ἀπὸ κοσμικῆς καὶ συναισθηματικῆς πλευρᾶς.
            Ὅμως, ἀπὸ καθαρὰ πνευματικῆς σκοπιᾶς ὅλα αὐτὰ τὰ συμβάντα τί ἐντύπωση προκάλεσαν; Βάσει τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανικοῦ κριτηρίου, ὅπως τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν θεολογία μας, τὴν ἱστορία μας, τὴν παράδοσή μας καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μας, ποῦ μποροῦμε νὰ κατατάξουμε αὐτοὺς τοὺς ἑορτασμοὺς καὶ πῶς νὰ τοὺς ἀξιολογήσουμε καὶ χαρακτηρίσουμε;
            Ἤδη κάποιοι ἔχουν προβεῖ ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς στὸ ἔργο αὐτὸ καὶ ὑπενθύμισαν ὅτι τηρήθηκαν τὰ ἴδια, ὅπως συνέβη καὶ σὲ ἐπισκέψεις Παπῶν στὸ Φανάρι τὶς προηγούμενες δύο δεκαετίες (2006, 2014) μὲ τὶς ἀντικανονικὲς συμπροσευχὲς καὶ συνδιακηρύξεις, ὅπως καὶ μὲ τὰ ἀτελῆ συλλείτουργα. Καὶ ὅτι αὐτὰ συνιστοῦν ἀπερίφραστα μέγα θεολογικὸ ψεῦδος. Διότι ἐπρόκειτο γιὰ συγκρητιστικὲς ἐκδηλώσεις πρὸς τὸ θεαθῆναι μὲ ἕναν καὶ μοναδικὸ σκοπό: αὐτὸν τῆς προωθήσεως καὶ ἑδραιώσεως τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
            Παπικοὶ καὶ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστές, ὅπως καὶ ἀντιπρόσωποι Οἰκουμενικῶν Ὀργανισμῶν καὶ λοιπῶν αἱρέσεων, ἐξέφρασαν γιὰ ἄλλη μία φορὰ μὲ τὸν πιὸ ἐπίσημο τρόπο τὴν ταύτισή τους στὸ Οἰκουμενιστικό τους ὅραμα. Κατ’ αὐτοὺς ὑπάρχει ἀγάπη, ὑπερτονισμὸς τῆς ἀγάπης, χωρὶς ὅμως Ἀλήθεια. Ὁμιλοῦν καὶ ἐκφράζουν τὴν ἑνότητά τους χωρὶς Ἀλήθεια, πρᾶγμα ἀφύσικο ὀρθοδόξως.

Α. Νίκαια – ἐπετειακὸς ἑορτασμὸς

            Ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ καταισχύνθηκε ἡ ἀρειανικὴ αἵρεση, στὴν Νίκαια, ἐκεῖ ἔγινε συνεορτασμὸς μὲ τὸν Πάπα τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ Πρωτεῖο καὶ κυρίως μὲ τὸ Ἀλάθητό του συνιστᾶ καὶ ἐκπροσωπεῖ ἕναν θλιβερὸ Νεο-αρειανισμό, σύμφωνα μὲ τὸν Ὁμολογητὴ Πατέρα Ἰουστῖνο Πόποβιτς. Αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ τραγικὸ καὶ ἐπαίσχυντο!
            Οἱ Οἰκουμενιστὲς ἐδῶ καὶ ἕναν αἰῶνα μὲ ὅσα καινοφανῆ κηρύσσουν, πράττουν καὶ ὑπηρετοῦν, οὐσιαστικὰ διασχίζουν τὸν ἄρραφο χιτῶνα τῆς Πίστεως καὶ καταργοῦν τὴν Ἁγιοπατερικὴ τάξη καὶ εὐπρέπεια τῆς ἁγίας Ὀρθοδοξίας.
            Οἱ θλιβερὲς αὐτὲς διαπιστώσεις δὲν εἶναι ὑπερβολικές. Ἡ μνήμη τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία καθόρισε καὶ ἐπιβεβαίωσε τὴν ὀρθόδοξη δογματικὴ ἀλήθεια ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς «ὡς προκάλυμμα γιὰ τὴν θόλωση τῶν δογματικῶν ὁρίων» (Μητροπολίτης Ζαπορίζιε Λουκᾶς, «Ρομφαία», 6-12-2025).
            Καὶ αὐτὸ γίνεται ἀκόμη πιὸ τραγικὸ ἀπὸ τὴν διαπίστωση ὅτι ἐπιδιώκεται ἑνότητα μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ λοιποὺς ἑτεροδόξους -παρὰ τὴν ἀπουσία τῆς Ἀληθείας, χωρὶς νὰ ὑπάρχει πρωτίστως οὐσιαστικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ ἐπούλωση καὶ θεραπεία φοβερῶν διασπάσεων, οἱ ὁποῖες συνέβησαν παλαιότερα καὶ πρόσφατα ἐξ αἰτίας ἀκριβῶς ἀποφάσεων καὶ ἐνεργειῶν τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν. Θυμίζουμε τὸ Ἡμερολογιακὸ ζήτημα, τὸ ὁποῖο ἀφορᾶ στὸ θέμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως καὶ τὸ Οὐκρανικό.
            Εἶναι σημαντικὴ διαπίστωση, ὅτι ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει Μετάνοια καὶ διόρθωση τῶν ἐπταισμένων, μόνο πνευματικὴ σύγχυση προκαλεῖται καὶ ἐντείνεται. Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀντιμετωπίζουμε, δυστυχῶς, χωρὶς νὰ διαφαίνεται λύση στὸν ὁρίζοντα.
            Ἐπὶ τοῦ προκειμένου, ὀρθῶς παρατηρεῖται ὅτι «τὸ γεγονὸς ποὺ συνέβη στὴν Νίκαια δὲν εἶναι ἁπλὸ πολιτιστικὸ δρώμενο· εἶναι σημεῖο πορείας. Καὶ ἡ πορεία δείχνει ὄχι πρὸς τὴν ὀρθόδοξη συνοδικότητα, ἀλλὰ πρὸς μία νέα μορφὴ Οὐνίας» (Μητρ. Ζαπορίζιε Λουκᾶς).
            Ἐνώπιον αὐτῆς τῆς πραγματικότητος, οἱ Οἰκουμενιστὲς πανηγυρίζουν γιὰ τὸ «μήνυμα ἑνότητας, καταλλαγῆς, ἀλήθειας καὶ ἀγάπης» ποὺ δῆθεν ἐκπέμφθηκε στὴν Νίκαια (Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ἱστολόγιο «Panorthodox Synod», 29-11-2025).
            Βέβαια, οἱ Οἰκουμενιστὲς ἀναγνωρίζουν ὅτι ὑπάρχουν «θεολογικὲς διαφορές» ποὺ δὲν μποροῦν νὰ παρακαμφθοῦν, ὅμως τονίζουν ὅτι αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο «γιὰ νὰ ἐκφράσουν οἱ χριστιανικὲς Ἐκκλησίες τὴν ἑνότητά τους μέσα ἀπὸ ἕναν ἐποικοδομητικὸ λόγο στὴ σύγχρονη κοινωνία καὶ νὰ δώσουν ἀπαντήσεις στὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου» (Μεσσηνίας Χρυσόστομος).
            Ὁμολογοῦν δηλαδὴ ὅτι κάνουν τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπὸ ὅ,τι ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ὅλων τῶν κατοπινῶν. Ἐκεῖνοι διεκήρυτταν καὶ διασφάλιζαν τὴν ἑνότητά τους στὴν βάση τῆς δογματικῆς συμφωνίας καὶ τῆς ἐπιλύσεως ἀκόμη καὶ διοικητικῶν θεμάτων Κανονικῆς εὐταξίας. Οἱ σημερινοὶ ὅμως πιστεύουν ὅτι μποροῦν νὰ αἰσθάνονται ἑνωμένοι μὲ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ ἐκφέρουν κοινὸ λόγο οἰκοδομῆς ὡς ἀπάντηση στὰ προβλήματα, χωρὶς πρωτίστως νὰ συνομολογήσουν ἕνωση πίστεως καὶ ἀληθείας!

            Ὁ Κων/λεως Βαρθολομαῖος μίλησε στὴν Νίκαια γιὰ «ἱστορικὸ κοινὸ προσκύνημα», «γιὰ κοινὴ εὐλάβεια καὶ κοινὸ αἴσθημα ἐλπίδος» καὶ γιὰ παροχὴ «ζωντανῆς μαρτυρίας τῆς ἴδιας πίστεως ποὺ ἐξέφρασαν οἱ Πατέρες τῆς Νίκαιας»!
            Ὁ δὲ Πάπας Λέων, ἐκφραστὴς ἐκ τῆς θέσεώς του τοῦ Βατικανείου Ρωμαιοκεντρικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ «παγκοσμίου ποιμένος», μίλησε γιὰ ἀνάγκη «παγκόσμιας συμφιλίωσης καὶ ἀδελφοσύνης» καὶ εὐχήθηκε «τὸ ἐπετειακὸ ὁρόσημο νὰ ἀποτελέσει ἀφετηρία νέων καρπῶν ἑνότητας, συμφιλίωσης καὶ εἰρήνης γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα»…
            Γίνεται σαφὲς ὅτι οἱ Οἰκουμενιστὲς στὴν πραγματικότητα δὲν σχετίζονται μὲ τὴν Ἀλήθεια τῆς Νίκαιας, οἱ δὲ ἀπὸ κοινοῦ ἑόρτιες καὶ ἐπετειακὲς τελετές τους συνιστοῦν ἀντικανονικὲς καὶ ἀσεβεῖς πράξεις, ἀπομειωτικὲς τῆς ἀληθοῦς Πίστεως.

Β. «Κοινὴ Δήλωση» Πάπα καὶ Πατριάρχη

Screenshot

            Πάπας καὶ Πατριάρχης συνυπέγραψαν «Κοινὴ Δήλωση» στὸ Φανάρι, τὸ Σάββατο 29 Νοεμβρίου, κατὰ τὴν καθιερωθεῖσα τάξη σὲ τέτοιες περιπτώσεις.
            Σὲ αὐτὴν θεωροῦν ὅτι ἔχουν κοινὴ πίστη καὶ ὁμολογία μὲ αὐτὴν ποὺ ἐκφράσθηκε στὴν Νίκαια. Ἡ θέση αὐτὴ ἔχει διατυπωθεῖ ἐδῶ καὶ δεκαετίες ἀπὸ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστές, ὡς ἰδιαίτερα ἐξυπηρετικὴ στοὺς στόχους τους. Γιὰ παράδειγμα, ὁ τότε Μύρων Χρυσόστομος διεκήρυττε στὸ Φανάρι ὅτι «πᾶσαι αἱ Ἐκκλησίαι καὶ Ὁμολογίαι συμπίπτουν καὶ συναντῶνται ἐπὶ τῆς αὐτῆς πίστεως, τὴν ὁποίαν ἐκφράζει τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως» (περιοδ. «Ἐπίσκεψις», 15-6-1981, σελ. 6).
            Τοῦτο ὅμως ἀμφισβητεῖται ἀφοῦ οἱ θεολογικὲς προϋποθέσεις κάθε πλευρᾶς εἶναι διαφορετικὲς ἔστω καὶ ἄν λεκτικῶς δύνανται νὰ ἀπαγγείλουν ἀπὸ κοινοῦ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως στὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο χωρὶς κάποια παραποίηση. Ὅμως, κοινὴ Τριαδολογία δὲν ὑπάρχει μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς λοιποὺς ἑτεροδόξους, οὔτε κοινὴ Χριστολογία, Ἐκκλησιολογία καὶ Σωτηριολογία στὸ φῶς βέβαια καὶ τῶν λοιπῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀλληλένδετες, ἀλληλεξαρτώμενες καὶ ἀλληλοσυμπληρούμενες.
            Κύριο σημεῖο τῆς «Κοινῆς Δηλώσεως» εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς: «Εἶναι κοινή μας ἐπιθυμία νὰ συνεχισθεῖ ἡ διαδικασία διερεύνησης μιᾶς πιθανῆς λύσης γιὰ ἀπὸ κοινοῦ τέλεση τῆς Ἑορτῆς τῶν Ἑορτῶν κάθε ἔτος. Ἐλπίζουμε καὶ προσευχόμεθα ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ “ἐν πάσῃ σοφίᾳ καὶ συνέσει πνευματικῇ” (Κολ. 1, 9) νὰ δεσμευθοῦν στὴν διαδικασία ἐπιτεύξεως κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῆς λαμπρᾶς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».
            Ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα, ὅπως σχολιάζεται, δύναται «νὰ ἐμπνεύσει νέα καὶ θαρραλέα βήματα» πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἑνότητος (“Voria.gr”, 10-12-2025).
            Οἱ Οἰκουμενιστὲς καὶ στὸ ζήτημα αὐτὸ διακρατοῦν τὸ ὅμοιο λανθασμένο σκεπτικό τους. Παρὰ τὶς διαφορὲς πίστεως, θεωροῦν ὅτι δύνανται ὄχι μόνο νὰ ἐκφράζουν τὴν ἑνότητά τους στὴν παροχὴ «κοινῆς μαρτυρίας», ἀλλὰ καὶ νὰ συνεορτάζουν τὶς ἑορτὲς –πρᾶγμα ποὺ συνέβη ἀκριβῶς μὲ τὴν Ἡμερολογιακὴ Μεταρρύθμιση τοῦ 1924 βάσει τοῦ Πατριαρχικοῦ Διαγγέλματος τοῦ 1920, καὶ μάλιστα αὐτὸ τοῦτο τὸ Ἅγιον Πάσχα.
            Οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὲς ἐξέφρασαν ξεκάθαρα στὴν Β΄ Προσυνοδικὴ Διορθόδοξη Διάσκεψη στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης τὸ 1982 τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἀπὸ ὅλους τὸ λεγόμενο «νέο ὀρθόδοξο ἡμερολόγιο» ὡς ἀκριβέστερο τόσο γιὰ τὶς ἀκίνητες ἑορτὲς ὅσο καὶ γιὰ τὸ Πασχάλιο (βλ. ἀνάλυση στὸ βιβλίο μας: 100 χρόνια Ἡμερολογιακῆς Μεταρρύθμισης…, Λάρισα 2024, σελ. 80-88).
            Αὐτὸ εἶναι ποὺ προβάλλει ὁ Κων/λεως Βαρθολομαῖος ὡς κοινὴ ἡμερομηνία «σύμφωνα πρὸς τὸ Πασχάλιο τῆς καθ’ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Αὐτὸ θὰ ὁλοκληρώσει καὶ τὴν πλήρη ἐφαρμογὴ τῆς Ἡμερολογιακῆς Μεταρρυθμίσεως, ἡ ὁποία ἀποφασίσθηκε ἀπὸ τὸν Μελέτιο Μεταξάκη στὸ λεγόμενο «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ 1923 στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ποὺ ὁ Βαρθολομαῖος ἔχει φαίνεται ὄνειρο ζωῆς νὰ ἀποτελειώσει, ἄν βεβαίως τὸ ἐπιτρέψει ὁ Κύριος.
            Ἀκόμη καὶ οἱ σχολιαστὲς κοσμικῶν ἐφημερίδων διαβλέπουν στὴν δήλωση περὶ «Κοινοῦ Πάσχα» τὴν «ἔνδειξη ἑνότητας», δηλαδὴ ὅτι «ἡ κοινὴ ἡμερομηνία θὰ ἀποτελεῖ ὁρατὸ σημεῖο σύγκλησης μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν», καὶ ὅτι τοῦτο συνιστᾶ «βασικὸ κεντρικὸ ἄξονα μὲ ἄμεση παγκόσμια σημασία» (βλ. ἐφημερ. «δημοκρατία», 4-12-2025).
            Πάντως, ἐφ’ ὅσον δὲν προσδιορίσθηκε στὴν «Κοινὴ Δήλωση» κάτι τὸ συγκεκριμένο ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ, πέραν τῆς ἐπισημάνσεως καὶ τῶν εὐχῶν, σημαίνει ὅτι τὸ θέμα δὲν ἔτυχε ἀκόμη εἰδικῆς κοινῆς ἐπεξεργασίας. Προφανῶς, θὰ προσπαθήσουν ἐντὸς τοῦ 2026 νὰ προχωρήσουν σὲ κοινὴ συμφωνία, διότι ἔχει ἤδη ἐκφρασθεῖ ὅτι «Κοινὸ Πάσχα» ἐλπίζουν νὰ καθιερώσουν ἀπὸ τὸ ἔτος 2027 καὶ ἑξῆς.
            Στὴν «Κοινὴ Δήλωση» γίνεται ἐπίσης εὔφημος μνεία στὴν 60ὴ ἐπέτειο τῆς «ἱστορικῆς Κοινῆς Διακηρύξεως» Πάπα Παύλου ΣΤ΄ καὶ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου τοῦ 1965, ἡ ὁποία «ἐξάλειψε τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054». Τὸ γεγονὸς αὐτὸ χαρακτηρίζεται ὡς «προφητικὴ χειρονομία».
            Ὀρθοδόξως, ἡ λεγόμενη «ἄρση τῶν ἀναθεμάτων» τίθεται στὸ πλαίσιο τοῦ ἐξουνιτισμοῦ τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, ὅπως περιγράφουμε στὸ ἀναφερθὲν ἔργο μας (βλ. 100 χρόνια Ἡμερολογιακῆς Μεταρρύθμισης…, σελ. 73-75).

            Ἐπίσης, στὴν «Κοινὴ Δήλωση» τοῦ Φαναρίου (29-11-2025) γράφεται ὅτι «ὅσοι διστάζουν σὲ ὁποιαδήποτε μορφὴ διαλόγου νὰ ἀκούσουν προσεκτικὰ τὶ τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς Ἐκκλησίαις (Ἀποκαλ. 2, 29), τὸ ὁποῖο στὶς τρέχουσες περιστάσεις τῆς ἱστορίας μᾶς παρακινεῖ νὰ προσφέρουμε στὸν κόσμο ἀνανεωμένη μαρτυρία εἰρήνης, συνδιαλλαγῆς καὶ ἑνότητος».
            Ἔτσι οἱ Οἰκουμενιστές, βέβαιοι ὄντες ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνουν εἶναι ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προσπαθοῦν ἀτυχῶς νὰ κάμψουν τὶς ἀντιστάσεις ὅσων εἶναι ἀκόμη διστακτικοί. Ἄν καὶ στὸ ἐνδεχόμενο ἑνὸς πραγματικοῦ Διαλόγου Ἀληθείας κατὰ τὸ Πατερικὸ ὑπόδειγμα οὐδεὶς ἀληθινὰ Ὀρθόδοξος θὰ εἶχε τὸν ὁποιονδήποτε δισταγμό. Ἡ ἀντίρρηση ἔγκειται τόσο στὸ πλαίσιο διεξαγωγῆς του (1980 ἑ.), ὅσο καὶ κυρίως στὴν ὅλη του Οἰκουμενιστικὴ προϋπόθεση καὶ στοχοθεσία.
            Οἱ ὑπογράφοντες τὴν «Κοινὴ Δήλωση» Πάπας καὶ Πατριάρχης, παραδέχονται ὅτι διεξάγεται καὶ θεολογικὸς διάλογος «στὴν διαδικασία ἐπαναπροσέγγισης μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν μας», ὅμως παραδέχονται ὅτι στὴν διαδικασία περιλαμβάνονται καὶ ἄλλα «ἀναγκαῖα στοιχεῖα», ὅπως «τῶν ἀδελφικῶν ἐπαφῶν, προσευχητικοῦ καὶ κοινοῦ ἔργου σὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς τομεῖς ὅπου ἡ συνεργασία εἶναι ἤδη ἐφικτή».
            Αὐτὸ εἶναι τὸ πρόβλημα: προτάσσουν αὐτὰ ποὺ ἕπονται, χωρὶς νὰ ἐπιλύσουν αὐτὰ ποὺ προηγοῦνται!
            Θυμίζουμε ὅμως ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐλάλησε διὰ τῶν Ἱερῶν Συνόδων, τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων σχετικὰ μὲ τὸν καθορισμὸ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων ποὺ ἀντιλέγονται, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δίδει τώρα «ἀνανεωμένη» ὁδηγία περὶ αὐτῶν προτρέποντας καὶ ἐπιτρέποντας πράγματα, τὰ ὁποῖα ἕως τώρα ἦταν καὶ εἶναι μὴ ἀποδεκτά, μὴ ἐπιτρεπτὰ καὶ καταδικαστέα!
            Εἶναι φανερὸν ὅτι οἱ δυστυχεῖς Οἰκουμενιστὲς ἐμπαίζονται ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα καὶ ἐκλαμβάνουν τὶς ὑποδείξεις του, τὶς ἀντίθετες πρὸς τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ὅτι εἶναι δῆθεν ὑποδείξεις θεῖες, ἀληθινὲς καὶ ἀναγκαῖες! Ὥστε καὶ οἱ ἴδιοι νὰ ἐξαπατῶνται οἰκτρῶς, ἀλλὰ νὰ συμπαρασύρουν στὸν ὄλεθρο καὶ ὅσους τυχὸν τοὺς ἐμπιστεύονται καὶ τοὺς θεωροῦν ἀληθεῖς καὶ ἀξιοπίστους.

Γ. Θρονικὴ Ἑορτὴ Κωνσταντινουπόλεως

            Πρὶν ἀπὸ τὴν ὑπογραφὴ τῆς «Κοινῆς Δηλώσεως», νωρὶς τὸ ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου 29 Νοεμβρίου, ὁ Πάπας Λέων ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο στὸν Πατριαρχικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ Φανάρι, ὅπου ἐψάλη Δοξολογία καὶ ἀντηλλάγησαν μηνύματα.

            Ὁ Πάπας Λέων μνημονεύθηκε κανονικὰ ὡς Ἐπίσκοπος Ρώμης ἀπὸ Πατριαρχικὸ Διάκονο, πρὶν ἀπὸ τὴν μνημόνευση τοῦ ἰδίου τοῦ Λατινόφρονος Πατριάρχου. Ἐπίσης, τοῦ ἐψάλη ἀπὸ τὸν Χορὸ «Πολυχρόνιον» σὰν σὲ κανονικὸ καὶ κοινωνικὸ Ἐπίσκοπο καὶ Προκαθήμενο. Ἀντηλλάγη ἀσπασμὸς καὶ ἔγινε συνευλόγηση τῶν παρευρισκομένων στὸν χῶρο τοῦ Ναοῦ ποὺ εἶχε μετατραπεῖ σὲ χῶρο κοσμικοῦ θεάματος, ἐφ’ ὅσον ἄλλωστε εἶχε μολυνθεῖ γιὰ ἄλλη μία φορά. Οἱ πάντες καὶ οἱ πάσες μὲ ἐπαγγελματικὴ ἤ ἐρασιτεχνικὴ φωτογραφικὴ ἤ κινηματογραφικὴ συσκευή, συναγωνιζόμενοι καὶ συνωθούμενοι σὲ ἐκστατικὴ κατάσταση, προσπαθοῦσαν νὰ ἀπαθατίσουν τὶς «μοναδικὲς» κατ’ αὐτοὺς στιγμές. Καμία αἴσθηση ἱερότητος, κανένα ἴχνος συναισθήσεως. Ὅλα τὰ φῶτα στὰ «ἰνδάλματα», στοὺς «πρωταγωνιστὲς τοῦ δράματος», χωρὶς νὰ ἀφήνεται κανένα περιθώριο λατρείας καὶ τιμῆς στὸν οὕτως ἤ ἄλλως Μεγάλο Ἀπόντα: στὸν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό!
            Πρόκειται ὅμως γιὰ κάτι ποὺ ἔχει καθιερωθεῖ, γιὰ ἔθος Οἰκουμενικό. Ἐδῶ καὶ μιὰ ἑξηκονταετία ἰδίως λαμβάνει χώρα συνεχὴς λειτουργικὸς συγχρωτισμὸς σὲ πολλὰ ἐπίπεδα καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους.

Γιὰ τοὺς ἐξουνιτισθέντες Οἰκουμενιστὲς τοῦτο εἶναι ἀπολύτως φυσικὸ ἐπακόλουθο τῆς διατυπωθείσης πίστεώς τους. Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμὸς γιὰ τὸν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ, συναποτελοῦν «τὸ ἑνιαῖον σῶμα τοῦ Χριστοῦ» (περιοδ. «Ὀρθοδοξία», Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 1994, σελ. 444). Μαζί, ὅπως καὶ μὲ τοὺς Ἀγγλικανούς, ἔχουν -κατὰ Βαρθολομαῖον- κοινὴ εὐθύνη «ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ» (περιοδ. «Ἐπίσκεψις», 499/31-12-1993, σελ. 6). Θυμίζουμε ἄλλωστε ὅτι μυστηριακὴ ἀλληλο-αναγνώριση συνέβη ἐπίσημα καὶ στὰ πλαίσια τοῦ διαλόγου τους στὸ Βελεμένδιο τοῦ Λιβάνου τὸ ἔτος 1993, χωρὶς βεβαίως νὰ ἔχουν ἐπιλυθεῖ τὰ θέματα πίστεως τὰ ὁποῖα ὑποτίθεται ὅτι τοὺς χωρίζουν.
            Θυμίζουμε καὶ πάλι ὅτι κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Κανονικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση τοῦτο εἶναι ἀδιανόητο καὶ ἀπαράδεκτο. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες Βασίλειος ὁ Μέγας καὶ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, γιὰ παράδειγμα, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετώπισαν παρόμοιες καταστάσεις, θεωροῦν μία τέτοιου εἴδους κοινωνία «ὀλέθρια» καὶ «ψυχοφθόρα».
            Οἱ Ἅγιοι Ὁμολογητὲς Ἁγιορεῖτες Πατέρες τὸν ΙΓ΄ αἰ., σὲ ἐπιστολή τους πρὸς τὸν Λατινόφρονα Αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγο, τονίζουν ὅτι «μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτὸ (τὸ ὄνομα κακοδόξου ἐπισκόπου στὴν Θ. Λειτουργία) κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων». Ἄν οἱ Λατινόφρονες δὲν μνημονεύονται, ἀλλὰ ἡ ἀναφορά τους μολύνει τὸν ἀναφέροντα ἔστω καὶ ἄν εἶναι ὀρθόδοξος κατὰ τὰ ἄλλα, ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχηγὸς τῶν Λατίνων καὶ Λατινοφρόνων Πάπας Ρώμης δύναται νὰ μνημονεύεται;!
            Δηλαδή, 650 χρόνια μετὰ τὴν ὡς ἄνω ἐπιστολή, ὅταν ὁ Παπισμὸς δογμάτισε τόσες ἄλλες κακοδοξίες καὶ αἱρέσεις, καὶ μάλιστα ἀκόμη καὶ τὴν καταδικασθεῖσα Ἡμερολογιακὴ Μεταρρύθμισή του τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ., μπορεῖ νὰ μνημονεύεται στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀρχηγοῦ του χωρὶς καμία ἐπίπτωση; Χωρὶς νὰ προξενεῖται κανένας πλέον μολυσμὸς καὶ χωρὶς κανένα ψυχικὸ κόστος;
            Θεωροῦμε ὅτι ὅποιος καὶ διὰ τῆς ἐνόχου σιωπῆς του καταπίνει τὶς πικρὲς ἀλήθειες ποὺ ἐξάγονται αὐτονόητα ἀπὸ ὅλα αὐτά, αὐτὸς καθίσταται συνένοχος στὸν Λατινισμὸ τοῦ Πατριάρχου του καὶ τῶν σὺν αὐτῷ. Ὁ μολυσμὸς τῆς νέας αὐτῆς Οὐνίας ἔχει καταμολύνει τὴν πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα. Ὅσοι ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν τὸ πασιφανὲς τοῦτο, ὅσοι παρὰ ταῦτα νομίζουν ὅτι πλέουν σὲ πελάγη ψυχικῆς εὐεξίας καὶ ἀνατάσεως, σημαίνει ὅτι ἔχουν φθάσει σὲ ἀξιοθρήνητη πνευματικὴ ἀναισθησία, ἀπὸ τὴν ὁποία εἴθε νὰ μᾶς φυλάξει ὁ Κύριος!


            Ἐπιστρέφοντες στὰ τῆς Θρονικῆς ἑορτῆς, λέγουμε ὅτι μετὰ καὶ τὴν ὑπογραφὴ τῆς «Κοινῆς Δηλώσεως», ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος παρέστη ἐπισήμως μετὰ μανδύου ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα σὲ λειτουργία ποὺ τέλεσε ὁ Πάπας Λέων γιὰ τοὺς Παπικοὺς ποὺ ζοῦν στὴν Τουρκία σὲ στάδιο τῆς Πόλεως.

            Εἶχε προηγηθεῖ τὸ πρωὶ τοῦ Σαββάτου «Οἰκουμενικὴ Συνάντηση προκαθημένων καὶ ἐκπροσώπων ἐκκλησιῶν, ποὺ πραγματοποιήθηκε στὸν νεόδμητο Συροϊακωβιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ, στὸ προάστιο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου».

            Τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς, 30 Νοεμβρίου, τελέσθηκε πατριαρχικὸ συλλείτουργο στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ Φανάρι, τοῦ Πάπα Λέοντος παρισταμένου στὸ Ἀντίθρονο σὲ περίοπτη θέση. Ἀντηλλάγη λειτουργικὸς ἀσπασμὸς στὸ «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους» μεταξὺ Πατριάρχου καὶ Πάπα, ὅπως καὶ μεταξὺ τοῦ Ἀλεξανδρείας καὶ τοῦ Πάπα. Ὁ Πάπας ἀπήγγειλε λατινικὰ τὴν Κυριακὴ προσευχὴ («Πάτερ ἡμῶν»).

            Στὸ τέλος ἀντηλλάγησαν μηνύματα, ἐψάλησαν καὶ πάλι τὰ Πολυχρόνια Πάπα καὶ Πατριάρχου καὶ ἀκολούθησαν ἀσπασμοὶ καὶ συνευλογίες πρὸς τὸ ἐκκλησίασμά τους. Τέλος, ἀπὸ τὸν ἐξώστη τοῦ Πατριαρχείου εὐλόγησαν τοὺς παρισταμένους. Ἀκολούθησε ἐπίσημο γεῦμα στὴν πατριαρχικὴ τράπεζα.

            Οἱ Οἰκουμενιστὲς συνευωχούμενοι προχωροῦν ἀκάθεκτοι στὴν ἐν τῇ πράξει ἐφαρμογὴ τῶν σκοπῶν τους, σοβαρᾶς ἀντιστάσεως μὴ ὑπαρχούσης…

Δ. Δικαιολογίες ἐξαπατήσεως

            Ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ προβληθεῖ σθεναρὴ ἀντίδραση ἐνώπιον αὐτῆς τῆς καταιγιστικῆς ἀντορθοδόξου πραγματικότητος, ἐν τούτοις τέτοιο πρᾶγμα δὲν φαίνεται νὰ συμβαίνει. Ὅταν ἡ Ἀλήθεια τῆς πίστεως καταπατεῖται καὶ περοφρονεῖται τόσον σκαιῶς, ὅταν αὐτὴ συσκοτίζεται καὶ χάνεται, ἡ κατὰ Θεὸν ἀντίσταση εἶναι μονόδρομος. Πρόκειται γιὰ καίριο ζήτημα πνευματικῆς ἐπιβιώσεως, μαρτυρίας καὶ εὐθύνης.
             Ὅμως, κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ στὴν Ἑλλάδα καὶ εὐρύτερα, οἱ ὁποῖοι βεβαίως γνωρίζουν ὅλα ὅσα συνέβησαν μετὰ πάσης λεπτομερείας, παρουσιάζουν τὶς ἑξῆς κύριες τάσεις:
            α. Αὐτὴν τῆς αἰδήμονος σιωπῆς, τουλάχιστον δημοσίως, τοῦ ἀπολύτου στρουθοκαμηλισμοῦ, ποὺ συνιστᾶ ὅπως τονίσαμε συνενοχή. Ἐπικρατεῖ ἐκκωφαντικὴ προσποίηση ὅτι δὲν συνέβη καὶ δὲν συμβαίνει κάτι τὸ ὁποῖο νὰ τοὺς ἀφορᾶ. Σὰν νὰ ὑπάρχει μία ἄλλη πραγματικότητα, ἕνα παράλληλο σύμπαν, ὅπου ὅλα ἔχουν καλῶς καὶ βαίνουν ἀσφαλῶς!…

            β. Ὑπάρχουν καὶ αὐτοὶ ποὺ εἴτε λόγῳ συνειδησιακοῦ ἐλέγχου εἴτε λόγῳ πιέσεως ἀπὸ τὸ περιβάλλον τους, προσπαθοῦν δυστυχῶς νὰ δικαιολογήσουν τὰ ἀδικαιολόγητα γινόμενοι δημοσίως οἰκτρὰ καταγέλαστοι.
            Ἔτσι, ἄλλοι διατείνονται ὅτι ὁ Πάπας μετέβη στὴν Νίκαια καὶ στὸ Φανάρι σὰν ἀρχηγὸς κράτους, διότι ἔχει καὶ αὐτὴ τὴν ἐξαμβλωματικὴ ἰδιότητα, καὶ ἔτσι ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο παρὰ ὡς Προκαθήμενος Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα «Ἀδελφῆς»!
            Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἁπλῶς γίνεται διάλογος ἤ δηλώσεις καὶ ἐνέργειες «ἀπὸ ἀγάπη», ἀκόμη καὶ στὰ περὶ Κοινοῦ Πάσχα, χωρὶς ὅμως ἀντίκρισμα στὴν πραγματικότητα.
            Ἄλλοι ἐπιμένουν ὅτι δὲν ἔγινε πλῆρες συλλείτουργο, ἀφοῦ δὲν ἔφθασαν σὲ κοινὸ ποτήριο, καὶ ἄρα δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάρχει ταραχὴ καὶ ἀνησυχία. Δηλαδή, σὰν νὰ ἔχουμε ἕνα ἀστεφάνωτο ζευγάρι ποὺ ἐπιτελεῖ ὅλα τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ πέραν τοῦ «συγκυλισμοῦ», ἀλλὰ ἀφοῦ δὲν «ὁλοκληρώνει» πλήρως, ἄρα δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κατηγορήσουμε, οὔτε νὰ τοῦ προσάψουμε σοβαρὴ εὐθύνη! Ἁπλῶς χαριεντίζεται ἀπὸ ἀγάπη! Τί θὰ ἔλεγαν οἱ Πνευματικοί; Πρόκειται γιὰ κάτι ἀθῶο καὶ ἀκατηγόρητο; Ἀλήθεια, ἀπέμεινε σὲ κάποιους ἴχνος σοβαρότητος;! Ζητοῦμε συγγνώμην γιὰ τὴν ἀναλογία, ἀλλὰ πῶς ἀλλιὼς νὰ παραστήσουμε τὸ ἔκτροπο;
            Ἄλλοι τονίζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως εἶναι Μία, ἡ Ὀρθόδοξη, καὶ ἄρα δὲν ὑπάρχει θέση γιὰ τοὺς Παπικούς, οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν νὰ ἐπιστρέψουν ἐν μετανοίᾳ γιὰ νὰ ἑνωθοῦν σὲ αὐτήν. Συμφωνοῦμε ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη θέση, ἀλλὰ ὅσοι ἐν ὄψει ὅσων συμβαίνουν λέγουν ἀφελῶς τὴν δική τους αὐτὴ θεωρία, θὰ πρέπει νὰ ἀνοίξουν τὰ μάτια τους καὶ νὰ ἀντικρίσουν τὴν ζοφερὴ πραγματικότητα ὡς πρὸς τὸν χῶρο ποὺ βρίσκονται.
            Ἄλλοι βεβαιώνουν ὅτι ἀρκοῦνται νὰ προσεύχονται καὶ νὰ τελοῦν τὴν Θ. Λειτουργία, χωρὶς ὅμως νὰ ἐνδιαγέρονται γιὰ τὸ μνημόσυνο τῶν «ἀμνημονεύτων». Αὐτὸ κατὰ τὴν γνώμη τους δὲν ἔχει σημασία οὔτε κάποια σοβαρὴ ἀρνητικὴ ἐπίπτωση. Ἐν τούτοις, εἴδαμε ὅτι ἄλλα κηρύσσει καὶ ὁμολογεῖ ἡ ἁγία Ὀρθοδοξία.
            Συναφῶς, ἄλλοι λέγουν ὅτι χρειάζεται προσευχὴ γιὰ τὸν Πατριάρχη καὶ τοὺς Οἰκουμενιστὲς σὲ ἑνότητα βέβαια μαζί τους, μήπως καὶ ἀνανήψουν. Προσευχὴ ὑπὲρ μετανοίας τους ναί, ἀλλὰ προσευχὴ μαζί τους καὶ σὲ κοινωνία μὲ αὐτοὺς ὄχι μόνον δὲν τοὺς ἐπαναφέρει στὴν Ἀλήθεια, ἀλλὰ ἀντιθέτως μιαίνει τοὺς ὀρθοδόξους στὸ φρόνημα, οἱ ὁποῖοι νομίζουν σφαλερῶς ὅτι μποροῦν νὰ συνδυάσουν τὰ ἀσυνδύαστα καὶ νὰ συμμετέχουν ἀκίνδυνα σὲ πράγματα ἀντιθετικὰ καὶ ἀλληλο-αποκλειόμενα.
            Ἄλλοι ἐπικαλοῦνται τὴν στάση ἐπιφανῶν Γερόντων προηγουμένων δεκαετιῶν, γιὰ δῆθεν ἀνοχὴ τῶν αἱρετιζόντων, ἄν καὶ γνωρίζουν τὴν ἀντι-οικουμενιστική τους στάση, ὅπως καὶ τὴν κατὰ πολὺ χειροτέρευση τῶν Οἰκουμενιστῶν κατὰ τὶς τελευταῖες τρεῖς δεκαετίες. Δὲν ἀποτελεῖ ἐπαρκὲς ἄλλοθι μιὰ τέτοια ἐπιλεκτικὴ ἐπίκληση, ἡ ὁποία γίνεται σκόπιμα γιὰ ἀπόσβεση καὶ ὄχι γιὰ ἀνόρθωση τοῦ ἀγωνιστικοῦ ζήλου ὑπὲρ πίστεως. Ἀγῶνας σωτηρίας σοβαρὸς σὲ τέτοια βοῶσα πνευματικὴ κατάντια δὲν ἐπιτελεῖται.
            Ἄλλοι πάλι ἐπικαλοῦνται τὸ «μὴ κρίνετε ἵνα μὴ κριθῆτε» τοῦ Κυρίου, σὰν νὰ μὴ γνωρίζουν τὸν Πατερικὸ λόγο, ὁ ὁποῖος διευκρινίζει ὅτι αὐτὸ δὲν ἀφορᾶ στὰ θἐματα τῆς πίστεως.
            Ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοιά τους ἀποτελοῦν ὑπεκφυγὲς καὶ στεροῦνται ὀρθοδόξου θεμελιώσεως καὶ σοβαροῦ Ἁγιοπατερικοῦ καὶ Ἱεροκανονικοῦ ἐρείσματος.

            Ὑπάρχουν βέβαια καὶ οἱ ὀλίγοι ἀντιδρῶντες (μόνον ἕνας ἀπὸ τὴν Ἱεραρχία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου ὡς πρὸς τοὺς Ἀρχιερεῖς!), οἱ ὁποῖοι ἀρκοῦνται ἐπὶ τοῦ παρόντος σὲ γνωστὸ «χαρτοπόλεμο», θεωροῦντες ὅτι διὰ τοῦ τρόπου τούτου λήγει τὸ καθῆκον τους. Τοῦτο δείχνει μὲν κάποια εὐαισθησία, ἀλλὰ παράλληλα ἀπογοητεύει, ἐφ’ ὅσον ἐξαντλεῖ τὸν ἀγῶνα σὲ μία γραπτὴ ἀντίρρηση, χωρὶς περαιτέρω συνέχεια, πρᾶγμα ὄχι ἰδιαίτερα ἐνοχλητικὸ καὶ καθοριστικὸ γιὰ τοὺς παραβάτες τῆς πίστεως.
            Δὲν θὰ παραλείψουμε νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ὑπάρχουν σίγουρα καὶ ἐκεῖνες οἱ ψυχὲς ποὺ ὁ Κύριος γνωρίζει, οἱ ὁποῖες σιωπηρῶς, χωρὶς θλιβερὲς δικαιολογίες καὶ πολυλογίες, ὀδυνῶνται πραγματικῶς καὶ εὔχονται εἰλικρινῶς περὶ τοῦ πρακτέου. Εἴθε ὁ Κύριος νὰ τὶς εἰσακούσει καὶ νὰ δώσει πληροφορία λυτρωτική!


            Ἐμεῖς, χωρὶς καμία διάθεση ὑπεροχῆς αὐτο-εξυψωτικῆς ἤ σκληρῆς καταδίκης τῶν ἄλλων, θυμίζουμε ὅτι τὸ μεῖζον πρόβλημα Πίστεως ἀπὸ τὴν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἡ καλλιέργεια τοῦ Δογματικοῦ Συγκρητισμοῦ καὶ ἡ κατάργηση τοῦ κηρύγματος τῆς Μετανοίας. Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀρκεῖται στὴν εἰρηνικὴ ἀλληλο-αναγνώριση, ἀλληλο-αποδοχὴ καὶ ἀδιατάρακτη ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ καὶ ὄχι στὴν ὁπωσδήποτε ἑνωτικὴ συγχώνευση.
            Τοῦτο ὅμως ἀποτελεῖ ἐκτροπὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ νοθεύεται ἡ Θεανθρώπινη Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ὑφίσταται ὁ κίνδυνος τῆς ψυχικῆς ἀπωλείας.
            Δὲν πρόκειται γιὰ «διαλόγους» οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς ἀπέτυχαν ἤ καρκινοβατοῦν, ἀλλὰ γιὰ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία. Τὰ συνεχῆ συνθήματα γιὰ εἰρήνη, ἑνότητα, ἀγάπη καὶ ἀδελφοσύνη ἀποδεικνύουν ἁπλῶς τὴν ἐγκόσμια προοπτικὴ τῆς παρούσης αἱρέσεως. Ἀποτελοῦν γυμνὲς καλολογίες καὶ ὡραιολογίες, ἐπιφανειακοὺς ὅρους καλῆς θελήσεως, χωρὶς σφραγῖδα Ἁγιοπνευματική.
            Ὅσοι ξεγελοῦν ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους μὲ δικαιολογίες στερούμενες θείας ἐπιμαρτυρίας, τίθενται σαφῶς ἐκτὸς τῆς ἀγωνιζομένης κατὰ τῆς αἱρέσεως Ὀρθοδοξίας, ὡς ἀρνούμενοι τὸ θεῖον ἄθλημα τῆς κατὰ Θεὸν Ὁμολογίας ἔργῳ καὶ λόγῳ, πρᾶγμα πρώτιστης σημασίας σήμερα.
            Εὐχόμαστε ἡ θεία Χάρις νὰ στηρίζει τοὺς ἀγωνιζομένους καλῶς καὶ θεοφιλῶς στὸν Ἀγῶνα τῆς πίστεως ἕως τέλους. Νὰ καλέσει στὴν ὀρθὴ ὁδὸ τοὺς ἀναποφασίστους καὶ τοὺς προβληματιζομένους καὶ νὰ κατατροπώσει τὴν αἵρεση αὐτὴ τῶν ἐσχάτων, ἡ ὁποία συνιστᾶ καταφανῶς τὴν Ἀποστασία, ἀπὸ τὴν ὁποίαν εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς φυλάξει καὶ νὰ μᾶς σώσει στὴν Βασιλεία Του! Ἀμήν.

Λάρισα, 30-11/13-12-2025
Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου 

Πηγή

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            Καθὼς ὁ Χριστὸς πορευόταν πρὸς τὴν Ἰεριχώ, μᾶς λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, κάποιος τυφλὸς ἄνδρας καθόταν στὸ πλάι τοῦ δρόμου καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη. Ξαφνικά, ἄκουσε θόρυβο ἀπὸ πλῆθος κόσμου καὶ ρώτησε νὰ μάθει τὶ συνέβαινε. Τὸν πληροφόρησαν ὅτι θὰ περνοῦσε ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁδὸ ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του στὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς εἴδησης. Εἶχε ἀκούσει γιὰ τὸν Χριστό μας ὅτι πλῆθος ἀνθρώπων ἀσθενῶν εἶχε θεραπεύσει μὲ μόνο τὸν λόγο Του καὶ ἤλπιζε ὅτι θὰ λάμβανε καὶ ἐκεῖνος τὴν θαυματουργικὴ θεραπεία. Ἔτσι, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἅπλωνε τὸ χέρι στὸν διαβάτη γιὰ νὰ λάβει τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἄρχισε νὰ κράζει πρὸς τὸν Χριστό: «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με». Πολλοὶ ποὺ τὸν ἄκουγαν, τὸν μάλωναν λέγοντάς του νὰ σιωπήσει. Ἀκάθεκτος ἐκεῖνος, συνέχιζε μὲ μεγαλύτερη ἔνταση «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με». Εἶχε δεῖ ὁ τυφλός. Εἶχε δεῖ αὐτὸ ποὺ οἱ περισσότεροι βλέποντες δὲν ἔβλεπαν. Εἶχε δεῖ ὅτι αὐτὸς ποὺ θὰ περνοῦσε ἀπὸ μπροστά του δὲν ἦταν ἕνας τυχαῖος, ἀλλὰ τὸ Φῶς τοῦ κόσμου, ὁ Φωτοδότης τῆς ζωῆς μας. 

               κούγοντας ὁ Ἰησοῦς τὴν ἱκεσία τοῦ τυφλοῦ, δὲν τὸν ἀπέφυγε, ἀλλὰ τὸν πλησίασε μὲ συμπάθεια. 

- Τί θέλεις; 

- Κύριε, θέλω νὰ δῶ. 

- Νὰ δεῖς! Ἡ πίστη σου σὲ ἔχει σώσει!

τσι, εὐθὺς ἄνοιξε τὰ μάτια του ὁ πρώην τυφλὸς καὶ εἶδε. Τέτοια χαρὰ τὸν πλημμύρισε ποὺ ἄρχισε νὰ δοξάζει τὸν Θεό· καὶ μαζὶ μὲ αὐτόν, ὅλος ὁ λαός. Καὶ ἔτσι, χαρούμενοι ὅλοι μαζὶ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό πρὸς τὴν Ἰεριχώ. 

               Τὸ πρῶτο ποὺ θὰ ἤθελα νὰ τονίσω γιὰ τὴν σημερινὴ περικοπὴ εἶναι ἡ ἐπιμονὴ τοῦ τυφλοῦ. Λένε κάποιοι «ὁ ἐπιμένων νικᾶ» καὶ ἔχουν δίκαιο. Ἡ ἐπιμονὴ στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἐξασφάλιση κάποιου καλοῦ ἔχει πάντοτε θετικὰ ἀποτελέσματα καὶ αὐτὸ διότι ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς συντρέχει καὶ εὐλογεῖ. Τὸν τυφλὸ τῆς περικοπῆς, ὅταν ἔβγαζε φωνὴ ἱκεσίας πρὸς τὸν Χριστό, τὸν μάλωναν κάποιοι καὶ τοῦ ἔλεγαν νὰ σταματήσει. Δὲν ἄκουσε κανέναν. Ἐκεῖνος εἶχε ἕναν σκοπὸ καὶ ἐπέμεινε σὲ αὐτὸν τὸν σκοπὸ μέχρι ποὺ νίκησε. Ἡ ἐπίμονη προσευχή του κίνησε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνει καλά. Θέλουμε κὶ ἐμεῖς νὰ γίνουμε καλά; Θέλουμε νὰ νικήσουμε τὰ πάθη μας, νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸν κακό μας ἑαυτό, νὰ δοῦμε τὸ «Φῶς τὸ ἀληθινό»; Ἂν ἐπιμείνουμε, θὰ τὰ καταφέρουμε, διότι ὅπως εἶχε πεῖ κάποιος Ἅγιος: «εἶναι ἀδύνατον αὐτὸν ποὺ πασχίζει ἐν ἀληθείᾳ νὰ σωθεῖ, νὰ μὴν τὸν ἐλεήσει ὁ Κύριος»

                ὅλη στάση τοῦ τυφλοῦ ἄνδρα ὁ ὁποῖος ἔστεκε καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη, μᾶς διδάσκει ὅτι καλὸ εἶναι νὰ μὴν κατακρίνουμε καὶ περιφρονοῦμε κανέναν συνάνθρωπό μας. Ἐκεῖνος, ὁ ζητιάνος, εἶδε τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς; Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ καὶ ἔτσι πρέπει νὰ τὸν ἀντιμετωπίζουμε. Ἀκόμη καὶ ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ γίνει ὁ πιὸ Ἅγιος καὶ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνᾶμε. 

               λλωστε, ὁ μακάριος τυφλὸς τοῦ Εὐαγγελίου, στὸν ὁποῖο οἱ περισσότεροι δὲν θὰ ἔδιναν κὰν προσοχή, ἦταν ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἄφησε μεγάλη καὶ πολύτιμη κληρονομιά. Τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», ἡ σύντομη αὐτὴ καὶ πολὺ δυνατὴ προσευχή, τὴν ὁποία οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς προτρέπουν νὰ λέμε συνεχῶς γιὰ νὰ ἁγιαζόμαστε καὶ ἐμεῖς καὶ τὰ ἔργα μας, ἕλκει τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὴν ἱκεσία τοῦ τυφλοῦ πρὸς τὸν Χριστό: «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με». 

               Εὔχομαι, ὅπως ὁ τυφλὸς ἀξιώθηκε τῆς θεραπείας, ἔτσι καὶ ἐμεῖς νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς θεραπείας καὶ νὰ δοῦμε τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπὸ τὸν ἀγώνα μας μὲ σύμμαχο τὴν ἐπιμονή, τὴν ἀδιαφορία γιὰ τὸ τὶ λένε οἱ Σειρῆνες τοῦ κόσμου καὶ μὲ τὴν φωνὴ ἡ ὁποία θὰ βγαίνει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας καὶ θὰ λέει: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με. 

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ (Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης)


Η εσωτερική ειρήνη δεν είναι ένα απλό συναίσθημα ηρεμίας, ούτε μια ψυχολογική τεχνική εξισορρόπησης των συναισθημάτων. Για την ορθόδοξη παράδοση και ιδιαιτέρως για τον Άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης, η ειρήνη είναι ένα βαθύ πνευματικό γεγονός, ένα μυστήριο που γεννιέται από την ένωση του ανθρώπου με το Θεό. Ο Χριστός είπε ότι αφήνει στους μαθητές του την ειρήνη, όχι όπως τη δίνει ο κόσμος.  Αυτή η ειρήνη, που δεν μπορεί να τη φτάσει η σύγχρονη λογική και δεν μπορεί να την καταστρέψει καμία αντιξοότητα, είναι η καρδιά της πνευματικής ζωής. Ο Άγιος Ιωάννης, ζώντας μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο φτώχεια, ασθένειες, ποικίλους πειρασμούς και οικογενειακές δυσκολίες των ανθρώπων που υπηρετούσε, γνώριζε καλά πως η αληθινή ειρήνη δεν εξαρτάται από εξωτερικές συνθήκες, είναι εσωτερική κατάσταση. Δεν είναι φυγή από τον πόνο, αλλά μεταμόρφωσή του. Δεν είναι άρνηση της πραγματικότητας, αλλά φωτισμός της. Η ειρήνη γεννιέται όταν η καρδιά αναπαύεται στον Θεό και εμπιστεύεται πλήρως στην πρόνοιά Του.

Ο Άγιος Ιωάννης θεωρούσε τις θλίψεις όχι εμπόδιο, αλλά ευκαιρία. Οι δυσκολίες, οι οικογενειακές εντάσεις, οι απογοητεύσεις, οι στιγμές που δεν βλέπουμε διέξοδο, είναι στιγμές όπου αποκαλύπτεται το μέτρο της πίστης και της ελπίδας μας. Ο άνθρωπος συχνά επιδιώκει να διώξει κάθε πόνο και κάθε σύγκρουση, αλλά ο Άγιος διδάσκει ότι η ειρήνη δεν έρχεται με την εξαφάνιση των θλίψεων, έρχεται όταν μαθαίνουμε να της δέχεται η καρδιά μας με υπομονή, με εμπιστοσύνη και με προσευχή. Μία καρδιά που έχει μάθει να δέχεται τα πάντα από το Θεό, τα χαρμόσυνα και τα οδυνηρά δεν ταράζεται εύκολα, βρίσκει νόημα εκεί που ο κόσμος βλέπει παράλογο, βρίσκει παρηγοριά εκεί που άλλοι απελπίζονται. Ο Άγιος έλεγε ότι πολλές φορές ο άνθρωπος θλίβεται όχι τόσο από το ίδιο το γεγονός, όσο από την εσωτερική του αντίδραση, από την αδυναμία να εμπιστευθεί το Θεό και να δει πέρα από το άμεσο.

Για τον Άγιο Ιωάννη, η προσευχή ήταν η αναπνοή της ψυχής. Δεν είναι τυχαίο ότι πέρασε όλη τη ζωή του προσευχόμενος για άλλους ανθρώπους, για αρρώστους, για πονεμένους, για ανθρώπους που είχαν χάσει το φως της ελπίδας. Η  προσευχή  όπως  έλεγε  δεν  είναι  απλώς  λόγια,  αλλά  δύναμη  που  μεταμορφώνει  τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Όταν η καρδιά ανοίγει στο Θεό μέσα στην προσευχή, η ειρήνη κατεβαίνει σαν απαλή δροσιά. Ακόμη και αν τα προβλήματα συνεχίζουν να υπάρχουν, η ψυχή τα αντιμετωπίζει διαφορετικά. Η προσευχή δεν αλλάζει απαραίτητα γεγονότα, αλλά αλλάζει τον άνθρωπο που τα βιώνει. Όπως και το Ευαγγέλιο δείχνει, η προσευχή φέρνει τον άνθρωπο μέσα στον χώρο του φωτός και της χάριτος, εκεί όπου ο φόβος και οι ταραχή δεν έχουν θέση. Ο Άγιος τόνιζε ότι η προσευχή πρέπει να είναι καρδιακή, ταπεινή, συνεχής και κυρίως ζωντανή. Η προσευχή που γίνεται με εμπιστοσύνη, ακόμη και χωρίς πολλά λόγια, ανοίγει τον δρόμο για την ειρήνη που δεν νικιέται.

Ο Άγιος μιλούσε πολύ για την πραότητα, όχι ως αδυναμία, αλλά ως υπερφυσική δύναμη. Ο πράος δεν είναι άτομο χωρίς χαρακτήρα, αλλά άνθρωπος που έχει δαμάσει τα πάθη του, τις εσωτερικές εκρήξεις και τις επιρροές των λογισμών. Πραότητα σημαίνει η ειρήνη που ξεχειλίζει προς τους άλλους. Στις οικογενειακές συγκρούσεις αυτή η πραότητα είναι σωτήρια. Ο θυμός, όπως έλεγε ο Άγιος, είναι σαν φωτιά που ανάβει εύκολα και καταστρέφει γρήγορα, η πραότητα, όμως, είναι σαν δροσερό νερό που σβήνει τη φωτιά. Όποιος αντιδρά με πραότητα, δεν τροφοδοτεί την ένταση, την διαλύει. Η πραότητα είναι καρπός της ταπείνωσης. Όταν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται την ανάγκη να επιβάλλει τη γνώμη του, να έχει πάντα το δίκιο του, να αντιδρά με οργή, τότε η καρδιά του γίνεται τόπος ειρήνης και εκεί, μέσα σε αυτή τη γλυκιά ταπείνωση, ο Θεός κατοικεί.

Ο Άγιος δίδασκε πως η ειρήνη της καρδιάς είναι αδύνατη χωρίς συγχώρηση. Η πικρία, η μνησικακία και ο θυμός δηλητηριάζουν τη ζωή, δεν αφήνουν χώρο για χάρη, κρατούν την ψυχή φυλακισμένη σε παλιά γεγονότα και τραύματα. Η συγχώρηση δεν είναι αδικία ούτε αδυναμία, είναι πράξη δύναμης, είναι πράξη ελευθερίας. Όταν ο άνθρωπος συγχωρεί, γίνεται όμοιος με το Θεό, που συγχωρεί πρώτος και αγαπά αυτούς που δεν ανταποδίδουν την αγάπη του. Ο Άγιος Ιωάννης έλεγε ότι η συγχώρηση είναι σαν να απελευθερώνεις πρώτα τον εαυτό σου από τα δεσμά που σε κρατούν δεμένο. Μια καρδιά που συγχωρεί δεν κρατάει σκοτάδι μέσα της, γίνεται καθαρή και φωτεινή και μέσα στο φως δεν υπάρχει θλίψη που να μπορεί να σβήσει την ειρήνη. Η πιο βαθιά ρίζα της ειρήνης, σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη, είναι η πλήρης εμπιστοσύνη στο Θεό. Όταν ο άνθρωπος σταματήσει να οικοδομεί τη ζωή του πάνω στις δικές του δυνάμεις και αφήσει το Θεό να καθοδηγεί τα βήματά του, τότε η καρδιά του γεμίζει με άφθαρτη ειρήνη. Η εμπιστοσύνη αυτή δεν είναι εύκολη, απαιτεί αγώνα, προσευχή και συνεχή στάση ταπεινώσεως, αλλά είναι το μόνο θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορεί να στηριχθεί η εσωτερική γαλήνη. Όταν η ψυχή ξέρει ότι δεν είναι μόνη, τότε δεν φοβάται καμία δυσκολία και όταν ξέρει ότι ο Θεός εργάζεται μέσα από όλα, ακόμη και μέσα από τα σκληρά και άδικα, τότε βρίσκει νόημα σε κάθε δοκιμασία. Ο Άγιος έλεγε ότι ο Θεός δεν επιτρέπει ποτέ μια θλίψη χωρίς λόγο και όταν δεν βλέπουμε το νόημα, πρέπει να το αναζητούμε με ταπείνωση και υπομονή, γιατί ο Θεός αποκαλύπτει πάντοτε την αλήθεια σε εκείνους που Τον εμπιστεύονται.

Ο Άγιος Ιωάννης ήταν ο κατεξοχήν λειτουργικός άνθρωπος. Η Θεία Λειτουργία ήταν το κέντρο όλης της ύπαρξής του. Εκεί έβρισκε την πληρότητα της αγάπης, τη χαρά της παρουσίας του Χριστού, την ενότητα με όλους, γι' αυτό και δίδασκε ότι η ειρήνη της καρδιάς πηγάζει από την κοινωνία με τον Χριστό. Όταν ο άνθρωπος προσέρχεται στο Άγιο Ποτήριο με μετάνοια και αγάπη, η ειρήνη του Θεού εισέρχεται στην καρδιά του. Η Θεία Ευχαριστία είναι η πηγή της αληθινής γαλήνης, γιατί ενώνει τον άνθρωπο με την ζωή την ίδια. Η ειρήνη δεν είναι κάτι εξωτερικό, είναι ο Χριστός που κατοικεί μέσα στην ψυχή. Όταν η ψυχή ζει με τον Χριστό, τότε ακόμη και οι πιο φοβερές θλίψεις δεν μπορούν να την καταστρέψουν. Είναι στερεωμένη πάνω στο βράχο της χάριτος.

Ο Άγιος Ιωάννης δεν μιλούσε θεωρητικά, δίδασκε πάντα μέσα από τη ζωή. Γνώριζε ότι οι άνθρωποι δυσκολεύονται στις καθημερινές συγκρούσεις, στο σπίτι, στη δουλειά, στις σχέσεις με τους συζύγους, τα παιδιά, τους γονείς, τους συναδέλφους. Έδινε, λοιπόν, συγκεκριμένο δρόμο να προσευχόμαστε πριν μιλήσουμε, ώστε η καρδιά μας να μην ξεχειλίζει από θυμό. Να αναβάλουμε την οργισμένη απάντηση, δίνοντας χρόνο στην ψυχή να ηρεμήσει. Να δίνουμε τόπο στην ταπείνωση γιατί η ταπείνωση φέρνει χάρη. Να θυμόμαστε ότι ο άλλος άνθρωπος είναι εικόνα Θεού, ακόμη και αν σφάλλει. Να μην αφήνουμε μικρά πράγματα να γίνονται μεγάλα μέσα στην καρδιά, να κάνουμε μικρές θυσίες για χάρη της ειρήνης. Η καθημερινή πραότητα είναι έργο μεγάλης πνευματικής δύναμης και αυτή η δύναμη χαρίζεται σε όσους ζουν με προσευχή και αγάπη. Ο Άγιος Ιωάννης έλεγε ότι οι άνθρωποι που ζουν με ειρήνη μέσα σε δύσκολες συνθήκες εκπέμπουν τη λάμψη του Χριστού. Η ειρήνη δεν είναι μόνο προσωπική επιλογή, είναι μαρτυρία. Όταν οι άνθρωποι βλέπουν έναν χριστιανό να παραμένει γαλήνιος μέσα στη θύελλα, τότε καταλαβαίνουν ότι κάτι υπερφυσικό ενεργεί μέσα του. Η ειρήνη της καρδιάς είναι η καλύτερη απόδειξη της παρουσίας του Θεού στη ζωή του ανθρώπου. Δεν μεταδίδεται με λόγια, αλλά με την ίδια τη στάση του ανθρώπου. Ο ειρηνικός άνθρωπος μαλακώνει και τις πιο σκληρές καρδιές, γίνεται φως μέσα στο σκοτάδι, γίνεται παρηγοριά στους πονεμένους και ελπίδα στους απελπισμένους. Ο Άγιος Ιωάννης δίδασκε πως η ειρήνη που χαρίζει ο Θεός δεν είναι προσωρινή. είναι πρόγευση της βασιλείας του. Ο άνθρωπος που ζει με ειρήνη από εδώ, ζει ήδη από τώρα το φως της αιωνιότητας. Η ειρήνη αυτή γίνεται σαν εσωτερικό λιμάνι στο οποίο καταφεύγει ο άνθρωπος σε κάθε καταιγίδα, δεν είναι ένα συναίσθημα που έρχεται και φεύγει, είναι τρόπος ύπαρξης, είναι το θαύμα που συντελείται όταν ο άνθρωπος ενωθεί με τον Χριστό.

Το θαύμα της εσωτερικής ειρήνης δεν είναι μακριά από κανέναν, είναι κοντά σε όποιον ταπεινώνει την καρδιά του, εμπιστεύεται την πρόνοια του Θεού, προσεύχεται με απλότητα, συγχωρεί με αγάπη, αγωνίζεται με πραότητα και κοινωνεί με τον Χριστό. Ο Άγιος μας δείχνει ότι η ειρήνη δεν είναι μόνο δώρο, αλλά και δρόμος, ένας δρόμος που περνά μέσα από τις θλίψεις, αλλά οδηγεί στην αληθινή χαρά. Όποιος βρει αυτή την ειρήνη, γίνεται φορέας της στον κόσμο.

ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ' ΛΟΥΚΑ: Εὐαγγέλιο - Λόγος εις την θεραπείαν του τυφλού της Ιεριχούς (Αγίου Γερμανού Β. Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως)



Εαγγέλιο Κυριακής (Λουκ. Ιη΄35 – 43)


  Τ καιρ εκείνω, εγνετο δ ν τ γγζειν ησον ες εριχ τυφλς τις κθητο παρ τν δν προσαιτν· κοσας δ χλου διαπορευομνου πυνθνετο τ εη τατα.

πγγειλαν δ ατ τι ησος Ναζωραος παρρχεται. Κα βησε λγων· ησο υἱὲ Δαυίδ, λησν με· κα ο προγοντες πετμων ατ να σιωπσ· ατς δ πολλ μλλον κραζεν· υἱὲ Δαυίδ, λησν με.

Σταθες δ ησος κλευσεν ατν χθναι πρς ατν. Εγγσαντος δ ατο πηρτησεν ατν λγων· τ σοι θλεις ποισω; δ επε· Κριε, να ναβλψω.

Κα ησος επεν ατ· νβλεψον· πστις σου σσωκ σε. Κα παραχρμα νβλεψε, κα κολοθει ατ δοξζων τν Θεν· κα πς λας δν δωκεν ανον τ Θε.


Απόδοση:

Τις ημέρες εκείνες, καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Όταν άκουσε το πλήθος που περνούσε, ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Του είπαν ότι περνάει ο Ιησούς ο Ναζωραίος, κι εκείνος φώναξε δυνατά: «Ιησού Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο δυνατά: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Τότε ο Ιησούς στάθηκε κι έδωσε εντολή να τον φέρουν κοντά του. Όταν αυτός πλησίασε, τον ρώτησε: Τι θέλεις να σου κάνω;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Κύριε, θέλω ν’ αποκτήσω το φως μου». Και ο Ιησούς του είπε: «Απόκτησε το φως σου! Η πίστη σου σε έσωσε». Αμέσως βρήκε το φως του κι ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντας το Θεό. Όλος ο κόσμος, όταν τον είδε, δοξολογούσε το Θεό.

Ομιλία Γερμανού του Β, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, εις την Δεκάτην Τετάρτην Κυριακήν κατά Λουκάν.

Ο Θεός είναι ο ήλιος της Δικαιοσύνης, όπως έχει γραφή, ο οποίος
φωτίζει τα πάντα με τις ακτίνες της Αυτού αγαθότητος. Η δε ψυχή κάθε ανθρώπου, αναλόγως με την διάθεσί του, γίνεται ή κηρός, ως φιλόθεος, ή πηλός, ως φιλόϋλος. Όπως λοιπόν ο πηλός εκ φύσεως με τον ήλιο ξηραίνεται, έτσι και κάθε ψυχή φιλόϋλος και φιλόκοσμος, ενώ νουθετείται από τον Θεόν, σκληρύνεται, όπως ο πηλός, διότι αντιστρέφει τους λόγους του, και οδηγείται μόνη της προς την απώλειαν. Η φιλόθεος όμως ψυχή απαλύνεται ως κηρός και δεχόμενη μέσα της τους τύπους και τους χαρακτήρες των θείων εννοιών, γίνεται κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι. Ο αισθητός ήλιος θεωρείται, δεν θεωρεί. Ο νοητός ήλιος θεωρείται από τους αξίους, αλλά και βλέπει τους πάντας και περισσότερον αυτούς που τον βλέπουν. Ο αισθητός ήλιος δεν ομιλεί ούτε χαρίζει ομιλία σε κανέναν, ο νοητός όμως και ομιλεί στους φίλους του και χαρίζει σε όλους την όρασι και την ομιλία. Ο αισθητός ήλιος λάμποντας σε τόπους αισθητούς, με την θερμότητα των ακτίνων του αποξηραίνει την υγρότητα της γης, χωρίς όμως και να τρέφει τα φυτά και τα σπέρματα. Ενώ ο νοητός ήλιος, όταν ανατείλη στην ψυχή, τα κάνει και τα δύο. Ξηραίνει την υγρότητα των παθών, αποπλύνοντας την ακαθαρσία που έχει προκληθεί από αυτά και συγχρόνως λιπαίνει την νοητήν γη της ψυχής, και έτσι τα φυτά των αρετών τρέφονται και αυξάνουν. Ο Κύριος είναι φως, λαμπρότης για τις ψυχές εκείνες που αγωνίζονται για την κάθαρσι του βίου και των λόγων τους. Πράγματι, εάν σκότος είναι η άγνοια και η αμαρτία, φως θα είναι η γνώσις και ο ένθεος βίος. Ο Χριστός λέγεται φως επειδή φωτίζει τον νου προς κατανόησιν των απορρήτων και δεικνύει τα μυστήρια, τα οποία είναι θεατά μόνον στους καθαρούς. Ο Χριστός είναι φως διότι φωτίζει νοητώς τις καρδιές των πιστών και χαρίζει στους ανθρώπους το αισθητόν φως των οφθαλμών. Γι’ αυτό και έλεγε: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου» και «εγώ εις τον κόσμον ελήλυθα». Ότι δε έτσι είναι η πραγματικότης, μας το φανερώνει και η περικοπή των ευαγγελικών θείων λόγων που θα αναγνωσθή σήμερα, και έχει ως εξής:

«Τω καιρώ εκείνω εγένετο εν τω εγγίζειν τον Ιησούν εις Ιεριχώ, τυφλός τις εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών. Ακούσας δε όχλου διαπορευομένου, επυνθάνετο τι είη ταύτα». Ο Κύριος επεσκέπτετο κάθε πόλι και περιοχήν της Ιουδαίας, όπου εθεράπευε κάθε νόσο και κάθε σωματικό ελάττωμα, και εκήρυσσε μετάνοιαν, επιστρέφοντας τους πλανωμένους στην γνώσι της αληθείας και επιβεβαιώνοντας τις διδασκαλίες με τα παράδοξα θαύματά του. Διότι οι άνθρωποι συνηθίζουν να πείθωνται και να υπακούουν όχι τόσον στα λόγια όσον στα έργα. Διερχόμενος λοιπόν ο Σωτήρ από τις ιουδαϊκές πόλεις επλησίασε και στην Ιεριχώ. Η Ιεριχώ ήταν πρωτεύουσα των Χαναναίων, από τις μεγαλύτερες πόλεις των εθνικών. Αυτήν την Ιεριχώ την κατέλαβε κάποτε ο Ιησούς του Ναυή με πολιορκίαν, όταν πολεμούσε κατά των εθνικών. Τώρα όμως ο αληθινός Ιησούς την κατέλαβε προς θεραπείαν και σωτηρίαν. Ηθέλησε να την απελευθερώση, την αιχμάλωτο και να οικοδομήσει πνευματικώς, αυτήν που παλαιά είχε κατακρημνισθεί, και να ελκύση κοντά του αυτήν που είχε αποξενωθεί. Από την ιδία πόλη προήρχετο και εκείνη η Ραάβ, η πόρνη, η οποία εδέχθη τους κατασκόπους του Ιησού του Ναυή και τους διέσωσε. Καθώς λοιπόν ο Κύριος επορεύετο την οδό που οδηγούσε στην Ιεριχώ, τον ακολουθούσε λαός πολύς. Συνέρρεαν από παντού για τα θαύματα και τις διδασκαλίες Του. Κάποιος δε τυφλός που είχε καθίσει στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε, ήκουσε την οχλαγωγία και τον θόρυβον εκείνων που ακολουθούσαν πίσω από τον Χριστόν και εδιδάσκοντο και εθεραπεύοντο από Αυτόν, και ερωτούσε να μάθη τι συμβαίνει. Και όταν του είπαν ότι περνά ο Ιησούς ο Ναζωραίος εχάρη, επειδή είχε ακούσει για τα θαύματα που επιτελεί και το εθεώρησε ως μοναδικήν ευκαιρία να κάμη ο Κύριος το θαύμα του και σ’ αυτόν, που είναι τυφλός και έχει ανάγκη θεραπείας. Και προσπαθούσε να τον πλησιάσει φωνάζοντας προς Αυτόν δυνατά: «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Ο δε Κύριος τού είπε: «Τι σοι θέλεις ποιήσω;» και γιατί φωνάζεις έτσι; Τι ζητείς, άνθρωπε, απ’ Αυτόν που επτώχευσε για σε την εσχάτη πτωχεία; Τι απαιτείς απ’ Αυτόν που δεν έχει ούτε πού την κεφαλήν κλίνη; Και ο τυφλός επέμενε να τον παρακαλή και να τον ικετεύει λέγοντας: «θέλω ίνα αναβλέψω».

Δεν εζήτησε κάτι μικρόν και ευτελές από τον Θεόν και Δεσπότην ο τυφλός. Ούτε χρυσόν ούτε χρήμα ούτε τροφές ούτε σκεπάσματα ούτε κάτι άλλο παρόμοιον, όπως εζητούσε από τους ανθρώπους, μολονότι και αυτά ημπορούσε να του τα δώσει Αυτός που δίνει σε όλους τα πάντα, αλλά μόνον του έλεγε: «Κύριε, θέλω ίνα αναβλέψω». Κανένας άλλος δεν ημπορεί να μου το δώσει αυτό, διότι μόνον ο Θεός έχει την δυνατότητα να ελεή και να σώζει. Γι’ αυτό και προσέρχομαι και προσκυνώ και γονατιστός σε ικετεύω, ως τον ποιητήν και Κύριον των όλων, και βοώ το ελέησον και σε ονομάζω υιόν Δαβίδ. Επειδή πιστεύω ότι συ είσαι ο προσδοκώμενος απόγονος του Δαβίδ, ο οποίος ήλθε από αμέτρητον ευσπλαχνία να σώση το γένος μας. Αλλά και με άλλην έννοιαν ονομάζει τον Χριστόν υιόν Δαβίδ, επειδή το όνομα αυτό το τιμούσαν πάρα πολύ οι εβραίοι. Και οι Προφήτες, όσους βασιλείς ήθελαν να τιμήσουν, έτσι τους ονόμαζαν και με το όνομα αυτό τους εδόξαζαν. Επειδή λοιπόν και ο τυφλός αυτός είχε ανατραφεί στον ιουδαϊσμό, δεν αγνοούσε όσα λέγει ο νόμος και οι Προφήτες για τον Χριστόν, και ότι σωματικώς ο Χριστός θα προέλθη από το γένος του Δαβίδ. Και ως προς τον Θεόν μεν εβόησε ελέησόν με, διότι μόνον ο Θεός είναι σε θέσι να ελεή. Ως προερχόμενον δε από τη γενεά του Δαβίδ, τον ονομάζει υιόν Δαβίδ. Ας σημειωθεί ότι η ερμηνεία του ονόματος Δαβίδ είναι: αγαπητός και ισχυρός. Από Αυτόν λοιπόν ζητεί με τόσον πόθο το έλεος. Και δεν του είπε ο τυφλός: ζήτησε από τον Θεόν ή προσευχήσου για μένα ή παρακάλεσε ή ικέτευσε, αλλά ελέησόν με, επειδή ακριβώς εγνώριζε ότι είναι υιός του Θεού, ο οποίος εγεννήθη από την αγίαν και αειπάρθενον Μαρία. Γι’ αυτό και κατά την πίστι του έλαβε την ίασι.

«Και οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση. Αυτός δε πολλώ μάλλον έκραζεν. Ιησού, υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Αυτή είναι η καρτερική και φλεγομένη ψυχή. Αν δεν ήταν ένθερμος η πίστις του τυφλού, δεν θα εκραύγαζε περισσότερον, όταν προσετάχθη να σιωπήση. Γι’ αυτό και ηξιώθη να ερωτηθή από τον Σωτήρα και να τον πλησιάση, και δεν απέτυχε του σκοπού του, αλλά έλαβε την ίασι. «Σταθείς δε», λέγει, «ο Ιησούς εκέλευσευν αυτόν αχθήναι προς αυτόν. Εγγίσαντος δε αυτού επηρώτησεν αυτόν λέγων. Τι σοι θέλεις ποιήσω; Ο δε είπε: Κύριε, ίνα αναβλέψω». Δεν ηρώτησεν ο Δεσπότης επειδή αγνοούσε, αλλά για να μη νομίση κάποιος άλλος ότι άλλο ήθελε να λάβη ο τυφλός και άλλο του έδωσε. Ήθελε όμως να μάθουν οι συμπορευόμενοι και όσοι ευρέθησαν εκεί και την πίστι του προσερχομένου. Γι’ αυτό έκανε ο Κύριος αυτήν την ερώτησι. Τούτο γίνεται φανερό και από την ίδια την απόκρισι του Κυρίου: θέλεις να αναβλέψης, λέγει; «Ανάβλεψον». Και την ίδια στιγμή που το ήκουσε, «παραχρήμα ανέβλεψε» και έδρεψε τον καρπόν της πίστεως, την σωτηρία: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Αυτή είναι η μαρτυρία του Χριστού, ο οποίος με τα λόγια αυτά έδειξεν ότι αίτιος της θεραπείας του έγινε ο ίδιος ο τυφλός. Έγινε με την πίστι του συνεργός του θαυμαστού αυτού κατορθώματος. Πράγματι, την στιγμή που του είπε «ανάβλεψον», αμέσως η φωνή του Κυρίου έγινε φως για τον τυφλό και «παραχρήμα ανέβλεψε», επειδή η φωνή ήταν του φωτός, ο λόγος ήταν του φωτοδότου. «Και ηκολούθει αυτώ δοξάζων τον Θεόν». Όταν δηλαδή ο τυφλός εδέχθη από τον Χριστόν παραδόξως την ευεργεσία, δεν ημέλησε να συμπορευθή μ’ Αυτόν, και τον ακολουθούσε δοξάζοντάς τον ως Θεόν», και έγινε αφορμή να δοξάζουν και να υμνούν τον Θεόν και οι άλλοι. «Πας γαρ ο λαός», λέγει, «ιδών έδωκεν αίνον τω Θεώ». Και πριν από την δωρεάν εφάνη καρτερικός ο τυφλός, και μετά την δωρεάν φαίνεται ευγνώμων. Καρτερικός διότι, αν και τον περιφρονούσαν και πολλοί τον ημπόδιζαν να φωνάζη, αυτός επέμενε κραυγάζοντας «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Και ευγνώμων επειδή όταν έλαβε την χάρι, δεν έτρεξε να φύγη, όπως κάνουν πολλοί μετά τις ευεργεσίες, φερόμενοι με αγνωμοσύνη προς τους ευεργέτες.

Αυτόν ας μιμηθούμε και εμείς με ζήλο και προθυμία και ας γινώμεθα καρτερικοί στις προσευχές και πριν λάβωμε αυτά που ζητούμε, και αφού τα λάβωμε να μη μένωμε αχάριστοι προς τους ευεργέτες. Και να προσευχόμεθα με πόθον, έστω και αν είμεθα οι πλέον ευτελείς και περιφρονημένοι. Να προσφέρωμε και μόνοι μας δεήσεις προς Κύριον ώστε να λαμβάνωμε από Αυτόν τα αιτήματα προς το συμφέρον μας. Διότι ο τυφλός εκείνος ούτε οδηγόν είχε, ούτε ημπορούσε να ιδή τον Σωτήρα, ούτε ευρήκε συνήγορον κάποιον από τους Αποστόλους, αλλά μολονότι είχε και πολλούς που του απαγόρευαν να μιλήσει και τον ημπόδιζαν να πλησιάση, ημπόρεσε να υπερβή όλα τα εμπόδια και επλησίασε Αυτόν τον ίδιον τον θεραπευτήν και Σωτήρα Χριστόν. Ούτε η κοινωνική θέσις ούτε ο τρόπος ζωής τού έδωσαν το θάρρος, αλλά αντί όλων αυτών ήρκεσεν η προθυμία την οποία τίποτα δεν εστάθη ικανόν να εμποδίση. Την ιδίαν προθυμίαν ας προσπαθήσωμεν να αποκτήσωμε και εμείς στις δεήσεις μας προς τον Δεσπότην. Και αν ο Κύριος αναβάλλη, και είναι πολλοί αυτοί που μας απομακρύνουν και μας εμποδίζουν, ας προσπαθήσωμε τότε περισσότερο, και ο φιλάνθρωπος Θεός μας θα μας πλησιάση και θα εκπληρώση τα αιτήματά μας.

Πράγματι, όλα τα δύσκολα και επίπονα και ακόμη περισσότερο τα θλιβερά και επώδυνα, που δεν ημπορεί κανείς από τους ανθρώπους και από τους αγίους ακόμη να τα θεραπεύση, ο ίδιος ο Χριστός τα εξαφανίζει και τα θεραπεύει θαυματουργικώς, ως σοφός και επινοητής που είναι. Και δεν ήνοιξε ο Κύριος μόνον τους εξωτερικούς οφθαλμούς του τυφλού, αλλά και τους εσωτερικούς, της ψυχής. Αυτό γίνεται φανερόν από το ότι μετά ταύτα τον ακολουθούσε και εδόξαζε τον Θεόν. Διότι οι Άγιοι και οι Προφήτες, όσα θαύματα ενεργούσαν, τα έκαμαν αφού προηγουμένως παρακαλούσαν τον Θεόν και ζητούσαν από Αυτόν την δύναμι. Έτσι επετέλεσαν όλες τις παράδοξες θαυματουργίες των. Επίσης, και οι Απόστολοι αργότερα, έκαμαν τις θεοσημίες αφού πρώτα εγονάτιζαν στην γη και ικέτευαν τον Θεόν. Ο Χριστός όμως, ως Δεσπότης και Κύριος των πάντων, διέτασσε την κτίσιν, άλλοτε λέγοντας στην θάλασσα «σιώπα, πεφίμωσο», άλλοτε στον λεπρό «θέλω, καθαρίσθητι» και άλλοτε πάλιν επιτιμούσε τον ακάθαρτο δαίμονα λέγοντας: «έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν». Και τώρα λοιπόν με το θείο νεύμα Του εχάρισε στον τυφλό και το αισθητόν φως και το νοητόν φως. Διότι Αυτός είναι που στην αρχή της γενέσεως του κόσμου διεχώρισε το σκότος από το φως, αλλά και εδημιούργησε το φως. Και εμφανίζεται μεν στις ψυχές των αξίων μεταδίδοντας πάντοτε την λαμπρότητά του, στους δε αισθητούς οφθαλμούς των προσερχομένων σ’ Αυτόν χαρίζει, ως Δημιουργός και Πλάστης, την όρασι. Και τότε μεν εφωτίσθη ο τυφλός, ο δε λαός επίστευσε. Και όλων τα στόματα ωμιλούσαν για τον Ιησούν, όλων οι οφθαλμοί έβλεπαν τον τυφλόν θεραπευμένον. Ήταν πράγματι παράδοξον το θαύμα που έγινε. Αλλά εκείνοι μεν, με όσα έβλεπαν, αποκτούσαν εμπιστοσύνη στις διδασκαλίες του Κυρίου και επίστευαν ότι και οι προρρήσεις του Κυρίου θα πραγματοποιηθούν, διαβεβαιούμενοι και πληροφορούμενοι γι’ αυτό από τα θαύματα. Εμείς δε αφού βλέπουμε ότι όλα όσα προείπεν ο Κύριος εξεπληρώθησαν χωρίς καθυστέρησι, ορθόν είναι να πιστεύωμε και σε όσα θαύματα έγιναν τότε και να θεωρούμε ότι είμεθα παρόντες ως θεαταί μαζί μ’ εκείνους. Και μάλιστα να πιστεύωμε αναντιρρήτως στα παράδοξα εκείνα έργα, όπως ακριβώς εάν είμεθα, εκείνον τον καιρόν, αυτόπτες των ενεργουμένων σημείων.

Ας «δοξάσωμε τον Θεόν εν τω σώματι ημών», πειθόμενοι στον μακάριο Παύλο. Και πώς δοξάζεται ο Θεός από τα μέλη του σώματός μας; Εάν δεν βλέπωμε κακώς, αλλά μάθωμε να βλέπωμε καλώς. Και δοξάζουμε τον Θεόν όταν δια μέσου των ορατών κτισμάτων του βλέπωμε τα αόρατα, και τον ευχαριστούμε για όλα όσα έκανε. Ο Θεός δοξάζεται όταν δεν ακούμε κακά και σατανικά άσματα, αλλά ακούμε τα λόγια του Θεού, και ανοίγωμε τις θύρες της ακοής όχι στα διαβολικά και φαύλα ακούσματα, αλλά πάντοτε σε θείες παραινέσεις και διδασκαλίες. Και γενικώς ο Θεός δοξάζεται με όλα τα μέλη μας, όταν πιστεύωμε ορθά σ’ Αυτόν και εκπληρώνωμε τις άγιες εντολές Του. Ας καταρτίζωμε καθημερινώς τους εαυτούς μας για να είμεθα όπως πρέπει ενώπιον του Θεού. Διότι ο προφήτης Ωσηέ λέγει: «έλεον και κρίμα φυλάσσου (δηλαδή, φύλαξε την ελεημοσύνη και τη δικαιοσύνη) και έγγιζε προς τον Θεόν σου διαπαντός». Και πάλιν ο Προφήτης Μαλαχίας εκ μέρους του Θεού λέγει: «υιός δοξάζει πατέρα και δούλος τον κύριον αυτού. Και ει πατήρ ειμί εγώ, που εστίν η δόξα μου; Και ει Κύριος ειμί εγώ, πού εστίν ο φόβος μου; λέγει Κύριος Παντοκράτωρ». Και ο Απόστολος λέγει: «καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος». Και η Παροιμία πάλι συμβουλεύει «πάση φυλακή τήρει σην καρδίαν, εκ γαρ τούτων έξοδοι ζωής (δηλαδή, ο τρόπος της ζωής είναι εξωτερίκευσις της καρδίας)». Και ο Χριστός λέγει: «Καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου, ίνα γένηται και το εκτός αυτού καθαρόν». Γι’ αυτό ας φοβηθούμε αδελφοί μου και ας αγωνισθούμε να αναβλέψωμε προς το φως των προσταγμάτων του Θεού, έστω και αν είμεθα τυφλοί, και ας προσέλθωμε στον Κύριον δια μετανοίας και εξομολογήσεως και αποχής των αισχρών και απαγορευμένων έργων, και ας απορρίψωμε τα ιμάτια που έχουμε ενδυθεί, δηλαδή τα έργα του σκότους, ή και τις γήινες και υλικές φροντίδες, και «ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός» και των αρετών, και ας «περιπατήσωμεν ως εν φωτί και ημέρα ευσχημόνως» και δικαίως και οσίως, ώστε να ημπορέσωμε να ακολουθήσωμε Αυτόν, τον Δεσπότην και Ελευθερωτήν και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν τον Θεόν «ω η δόξα και το κράτος συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω ομοουσίω και ζωοποιώ Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

(13ος αιών – Πατριαρχικόν Ομιλιάριον Β’. σελ. 230. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 431 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)