«Η δεξιά σου χειρ, Κύριε, εν ισχύι δεδόξασται η δεξιά σου την θραυσθείσαν μου δεξιάν εθεράπευσε. Δια της δεξιάς μου ταύτης θέλεις θρυμματίσει και συντρίψει τους υπεναντίους εικονοθραύστας».
Την άλλη μέρα είδαν το θαύμα μερικοί γείτονες του Αγίου και πήγαν στον Σαρακηνό λέγοντας: Άρχοντα, αυτοί που πρόσταξες να κόψουν το χέρι του Ιωάννη, δεν υπάκουσαν. Αλλά κάποιος δούλος ή φίλος του δέχτηκε να του κόψουν το δικό του χέρι, αφού πήρε πολλά χρήματα. Έτσι οι δήμιοι αφού πήραν και οι ίδιοι χρήματα δεν εξετέλεσαν την προσταγή.
Ο άρχοντας διέταξε τότε να 'ρθει ο Ιωάννης για να δει τα χέρια του. Πήγε, λοιπόν, ο Άγιος και έδειξε το χέρι του που είχαν κόψει. Γύρω δε από το χέρι, στο σημείο που είχε συγκολληθεί, υπήρχε κατά θεία οικονομία μια γραμμή. Λέγει τότε ο βάρβαρος στον Ιωάννη:
- Ποιος γιατρός σε θεράπευσε; Και τι βότανα έβαλε; - Ο παντοδύναμος Κύριος μου και μόνον Αυτός, που τα πάντα μπορεί να κάνει. - Ανεύθυνος είσαι, όπως φαίνεται και άδικα σε κατάκρινα, γιατί δεν εξέτασα καλά την υπόθεση. Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με και έχε την τιμή του πρωτοσύμβουλού μου. Σου υπόσχομαι δε να μην κάνω τίποτε χωρίς τη συμβουλή σου.
Η εσωτερική ειρήνη δεν είναι ένα απλό συναίσθημα ηρεμίας, ούτε μια ψυχολογική τεχνική εξισορρόπησης των συναισθημάτων. Για την ορθόδοξη παράδοση και ιδιαιτέρως για τον Άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης, η ειρήνη είναι ένα βαθύ πνευματικό γεγονός, ένα μυστήριο που γεννιέται από την ένωση του ανθρώπου με το Θεό. Ο Χριστός είπε ότι αφήνει στους μαθητές του την ειρήνη, όχι όπως τη δίνει ο κόσμος. Αυτή η ειρήνη, που δεν μπορεί να τη φτάσει η σύγχρονη λογική και δεν μπορεί να την καταστρέψει καμία αντιξοότητα, είναι η καρδιά της πνευματικής ζωής. Ο Άγιος Ιωάννης, ζώντας μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο φτώχεια, ασθένειες, ποικίλους πειρασμούς και οικογενειακές δυσκολίες των ανθρώπων που υπηρετούσε, γνώριζε καλά πως η αληθινή ειρήνη δεν εξαρτάται από εξωτερικές συνθήκες, είναι εσωτερική κατάσταση. Δεν είναι φυγή από τον πόνο, αλλά μεταμόρφωσή του. Δεν είναι άρνηση της πραγματικότητας, αλλά φωτισμός της. Η ειρήνη γεννιέται όταν η καρδιά αναπαύεται στον Θεό και εμπιστεύεται πλήρως στην πρόνοιά Του.
Ο Άγιος Ιωάννης θεωρούσε τις θλίψεις όχι εμπόδιο, αλλά ευκαιρία. Οι δυσκολίες, οι οικογενειακές εντάσεις, οι απογοητεύσεις, οι στιγμές που δεν βλέπουμε διέξοδο, είναι στιγμές όπου αποκαλύπτεται το μέτρο της πίστης και της ελπίδας μας. Ο άνθρωπος συχνά επιδιώκει να διώξει κάθε πόνο και κάθε σύγκρουση, αλλά ο Άγιος διδάσκει ότι η ειρήνη δεν έρχεται με την εξαφάνιση των θλίψεων, έρχεται όταν μαθαίνουμε να της δέχεται η καρδιά μας με υπομονή, με εμπιστοσύνη και με προσευχή. Μία καρδιά που έχει μάθει να δέχεται τα πάντα από το Θεό, τα χαρμόσυνα και τα οδυνηρά δεν ταράζεται εύκολα, βρίσκει νόημα εκεί που ο κόσμος βλέπει παράλογο, βρίσκει παρηγοριά εκεί που άλλοι απελπίζονται. Ο Άγιος έλεγε ότι πολλές φορές ο άνθρωπος θλίβεται όχι τόσο από το ίδιο το γεγονός, όσο από την εσωτερική του αντίδραση, από την αδυναμία να εμπιστευθεί το Θεό και να δει πέρα από το άμεσο.
Για τον Άγιο Ιωάννη, η προσευχή ήταν η αναπνοή της ψυχής. Δεν είναι τυχαίο ότι πέρασε όλη τη ζωή του προσευχόμενος για άλλους ανθρώπους, για αρρώστους, για πονεμένους, για ανθρώπους που είχαν χάσει το φως της ελπίδας. Η προσευχή όπως έλεγε δεν είναι απλώς λόγια, αλλά δύναμη που μεταμορφώνει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Όταν η καρδιά ανοίγει στο Θεό μέσα στην προσευχή, η ειρήνη κατεβαίνει σαν απαλή δροσιά. Ακόμη και αν τα προβλήματα συνεχίζουν να υπάρχουν, η ψυχή τα αντιμετωπίζει διαφορετικά. Η προσευχή δεν αλλάζει απαραίτητα γεγονότα, αλλά αλλάζει τον άνθρωπο που τα βιώνει. Όπως και το Ευαγγέλιο δείχνει, η προσευχή φέρνει τον άνθρωπο μέσα στον χώρο του φωτός και της χάριτος, εκεί όπου ο φόβος και οι ταραχή δεν έχουν θέση. Ο Άγιος τόνιζε ότι η προσευχή πρέπει να είναι καρδιακή, ταπεινή, συνεχής και κυρίως ζωντανή. Η προσευχή που γίνεται με εμπιστοσύνη, ακόμη και χωρίς πολλά λόγια, ανοίγει τον δρόμο για την ειρήνη που δεν νικιέται.
Ο Άγιος μιλούσε πολύ για την πραότητα, όχι ως αδυναμία, αλλά ως υπερφυσική δύναμη. Ο πράος δεν είναι άτομο χωρίς χαρακτήρα, αλλά άνθρωπος που έχει δαμάσει τα πάθη του, τις εσωτερικές εκρήξεις και τις επιρροές των λογισμών. Πραότητα σημαίνει η ειρήνη που ξεχειλίζει προς τους άλλους. Στις οικογενειακές συγκρούσεις αυτή η πραότητα είναι σωτήρια. Ο θυμός, όπως έλεγε ο Άγιος, είναι σαν φωτιά που ανάβει εύκολα και καταστρέφει γρήγορα, η πραότητα, όμως, είναι σαν δροσερό νερό που σβήνει τη φωτιά. Όποιος αντιδρά με πραότητα, δεν τροφοδοτεί την ένταση, την διαλύει. Η πραότητα είναι καρπός της ταπείνωσης. Όταν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται την ανάγκη να επιβάλλει τη γνώμη του, να έχει πάντα το δίκιο του, να αντιδρά με οργή, τότε η καρδιά του γίνεται τόπος ειρήνης και εκεί, μέσα σε αυτή τη γλυκιά ταπείνωση, ο Θεός κατοικεί.
Ο Άγιος δίδασκε πως η ειρήνη της καρδιάς είναι αδύνατη χωρίς συγχώρηση. Η πικρία, η μνησικακία και ο θυμός δηλητηριάζουν τη ζωή, δεν αφήνουν χώρο για χάρη, κρατούν την ψυχή φυλακισμένη σε παλιά γεγονότα και τραύματα. Η συγχώρηση δεν είναι αδικία ούτε αδυναμία, είναι πράξη δύναμης, είναι πράξη ελευθερίας. Όταν ο άνθρωπος συγχωρεί, γίνεται όμοιος με το Θεό, που συγχωρεί πρώτος και αγαπά αυτούς που δεν ανταποδίδουν την αγάπη του. Ο Άγιος Ιωάννης έλεγε ότι η συγχώρηση είναι σαν να απελευθερώνεις πρώτα τον εαυτό σου από τα δεσμά που σε κρατούν δεμένο. Μια καρδιά που συγχωρεί δεν κρατάει σκοτάδι μέσα της, γίνεται καθαρή και φωτεινή και μέσα στο φως δεν υπάρχει θλίψη που να μπορεί να σβήσει την ειρήνη. Η πιο βαθιά ρίζα της ειρήνης, σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη, είναι η πλήρης εμπιστοσύνη στο Θεό. Όταν ο άνθρωπος σταματήσει να οικοδομεί τη ζωή του πάνω στις δικές του δυνάμεις και αφήσει το Θεό να καθοδηγεί τα βήματά του, τότε η καρδιά του γεμίζει με άφθαρτη ειρήνη. Η εμπιστοσύνη αυτή δεν είναι εύκολη, απαιτεί αγώνα, προσευχή και συνεχή στάση ταπεινώσεως, αλλά είναι το μόνο θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορεί να στηριχθεί η εσωτερική γαλήνη. Όταν η ψυχή ξέρει ότι δεν είναι μόνη, τότε δεν φοβάται καμία δυσκολία και όταν ξέρει ότι ο Θεός εργάζεται μέσα από όλα, ακόμη και μέσα από τα σκληρά και άδικα, τότε βρίσκει νόημα σε κάθε δοκιμασία. Ο Άγιος έλεγε ότι ο Θεός δεν επιτρέπει ποτέ μια θλίψη χωρίς λόγο και όταν δεν βλέπουμε το νόημα, πρέπει να το αναζητούμε με ταπείνωση και υπομονή, γιατί ο Θεός αποκαλύπτει πάντοτε την αλήθεια σε εκείνους που Τον εμπιστεύονται.
Ο Άγιος Ιωάννης ήταν ο κατεξοχήν λειτουργικός άνθρωπος. Η Θεία Λειτουργία ήταν το κέντρο όλης της ύπαρξής του. Εκεί έβρισκε την πληρότητα της αγάπης, τη χαρά της παρουσίας του Χριστού, την ενότητα με όλους, γι' αυτό και δίδασκε ότι η ειρήνη της καρδιάς πηγάζει από την κοινωνία με τον Χριστό. Όταν ο άνθρωπος προσέρχεται στο Άγιο Ποτήριο με μετάνοια και αγάπη, η ειρήνη του Θεού εισέρχεται στην καρδιά του. Η Θεία Ευχαριστία είναι η πηγή της αληθινής γαλήνης, γιατί ενώνει τον άνθρωπο με την ζωή την ίδια. Η ειρήνη δεν είναι κάτι εξωτερικό, είναι ο Χριστός που κατοικεί μέσα στην ψυχή. Όταν η ψυχή ζει με τον Χριστό, τότε ακόμη και οι πιο φοβερές θλίψεις δεν μπορούν να την καταστρέψουν. Είναι στερεωμένη πάνω στο βράχο της χάριτος.
Ο Άγιος Ιωάννης δεν μιλούσε θεωρητικά, δίδασκε πάντα μέσα από τη ζωή. Γνώριζε ότι οι άνθρωποι δυσκολεύονται στις καθημερινές συγκρούσεις, στο σπίτι, στη δουλειά, στις σχέσεις με τους συζύγους, τα παιδιά, τους γονείς, τους συναδέλφους. Έδινε, λοιπόν, συγκεκριμένο δρόμο να προσευχόμαστε πριν μιλήσουμε, ώστε η καρδιά μας να μην ξεχειλίζει από θυμό. Να αναβάλουμε την οργισμένη απάντηση, δίνοντας χρόνο στην ψυχή να ηρεμήσει. Να δίνουμε τόπο στην ταπείνωση γιατί η ταπείνωση φέρνει χάρη. Να θυμόμαστε ότι ο άλλος άνθρωπος είναι εικόνα Θεού, ακόμη και αν σφάλλει. Να μην αφήνουμε μικρά πράγματα να γίνονται μεγάλα μέσα στην καρδιά, να κάνουμε μικρές θυσίες για χάρη της ειρήνης. Η καθημερινή πραότητα είναι έργο μεγάλης πνευματικής δύναμης και αυτή η δύναμη χαρίζεται σε όσους ζουν με προσευχή και αγάπη. Ο Άγιος Ιωάννης έλεγε ότι οι άνθρωποι που ζουν με ειρήνη μέσα σε δύσκολες συνθήκες εκπέμπουν τη λάμψη του Χριστού. Η ειρήνη δεν είναι μόνο προσωπική επιλογή, είναι μαρτυρία. Όταν οι άνθρωποι βλέπουν έναν χριστιανό να παραμένει γαλήνιος μέσα στη θύελλα, τότε καταλαβαίνουν ότι κάτι υπερφυσικό ενεργεί μέσα του. Η ειρήνη της καρδιάς είναι η καλύτερη απόδειξη της παρουσίας του Θεού στη ζωή του ανθρώπου. Δεν μεταδίδεται με λόγια, αλλά με την ίδια τη στάση του ανθρώπου. Ο ειρηνικός άνθρωπος μαλακώνει και τις πιο σκληρές καρδιές, γίνεται φως μέσα στο σκοτάδι, γίνεται παρηγοριά στους πονεμένους και ελπίδα στους απελπισμένους. Ο Άγιος Ιωάννης δίδασκε πως η ειρήνη που χαρίζει ο Θεός δεν είναι προσωρινή. είναι πρόγευση της βασιλείας του. Ο άνθρωπος που ζει με ειρήνη από εδώ, ζει ήδη από τώρα το φως της αιωνιότητας. Η ειρήνη αυτή γίνεται σαν εσωτερικό λιμάνι στο οποίο καταφεύγει ο άνθρωπος σε κάθε καταιγίδα, δεν είναι ένα συναίσθημα που έρχεται και φεύγει, είναι τρόπος ύπαρξης, είναι το θαύμα που συντελείται όταν ο άνθρωπος ενωθεί με τον Χριστό.
Το θαύμα της εσωτερικής ειρήνης δεν είναι μακριά από κανέναν, είναι κοντά σε όποιον ταπεινώνει την καρδιά του, εμπιστεύεται την πρόνοια του Θεού, προσεύχεται με απλότητα, συγχωρεί με αγάπη, αγωνίζεται με πραότητα και κοινωνεί με τον Χριστό. Ο Άγιος μας δείχνει ότι η ειρήνη δεν είναι μόνο δώρο, αλλά και δρόμος, ένας δρόμος που περνά μέσα από τις θλίψεις, αλλά οδηγεί στην αληθινή χαρά. Όποιος βρει αυτή την ειρήνη, γίνεται φορέας της στον κόσμο.
ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Τις ημέρες εκείνες, καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Όταν άκουσε το πλήθος που περνούσε, ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Του είπαν ότι περνάει ο Ιησούς ο Ναζωραίος, κι εκείνος φώναξε δυνατά: «Ιησού Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο δυνατά: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Τότε ο Ιησούς στάθηκε κι έδωσε εντολή να τον φέρουν κοντά του. Όταν αυτός πλησίασε, τον ρώτησε: Τι θέλεις να σου κάνω;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Κύριε, θέλω ν’ αποκτήσω το φως μου». Και ο Ιησούς του είπε: «Απόκτησε το φως σου! Η πίστη σου σε έσωσε». Αμέσως βρήκε το φως του κι ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντας το Θεό. Όλος ο κόσμος, όταν τον είδε, δοξολογούσε το Θεό.
Ομιλία Γερμανού του Β, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, εις την Δεκάτην Τετάρτην Κυριακήν κατά Λουκάν.
Ο Θεός είναι ο ήλιος της Δικαιοσύνης, όπως έχει γραφή, ο οποίος φωτίζει τα πάντα με τις ακτίνες της Αυτού αγαθότητος. Η δε ψυχή κάθε ανθρώπου, αναλόγως με την διάθεσί του, γίνεται ή κηρός, ως φιλόθεος, ή πηλός, ως φιλόϋλος. Όπως λοιπόν ο πηλός εκ φύσεως με τον ήλιο ξηραίνεται, έτσι και κάθε ψυχή φιλόϋλος και φιλόκοσμος, ενώ νουθετείται από τον Θεόν, σκληρύνεται, όπως ο πηλός, διότι αντιστρέφει τους λόγους του, και οδηγείται μόνη της προς την απώλειαν. Η φιλόθεος όμως ψυχή απαλύνεται ως κηρός και δεχόμενη μέσα της τους τύπους και τους χαρακτήρες των θείων εννοιών, γίνεται κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι. Ο αισθητός ήλιος θεωρείται, δεν θεωρεί. Ο νοητός ήλιος θεωρείται από τους αξίους, αλλά και βλέπει τους πάντας και περισσότερον αυτούς που τον βλέπουν. Ο αισθητός ήλιος δεν ομιλεί ούτε χαρίζει ομιλία σε κανέναν, ο νοητός όμως και ομιλεί στους φίλους του και χαρίζει σε όλους την όρασι και την ομιλία. Ο αισθητός ήλιος λάμποντας σε τόπους αισθητούς, με την θερμότητα των ακτίνων του αποξηραίνει την υγρότητα της γης, χωρίς όμως και να τρέφει τα φυτά και τα σπέρματα. Ενώ ο νοητός ήλιος, όταν ανατείλη στην ψυχή, τα κάνει και τα δύο. Ξηραίνει την υγρότητα των παθών, αποπλύνοντας την ακαθαρσία που έχει προκληθεί από αυτά και συγχρόνως λιπαίνει την νοητήν γη της ψυχής, και έτσι τα φυτά των αρετών τρέφονται και αυξάνουν. Ο Κύριος είναι φως, λαμπρότης για τις ψυχές εκείνες που αγωνίζονται για την κάθαρσι του βίου και των λόγων τους. Πράγματι, εάν σκότος είναι η άγνοια και η αμαρτία, φως θα είναι η γνώσις και ο ένθεος βίος. Ο Χριστός λέγεται φως επειδή φωτίζει τον νου προς κατανόησιν των απορρήτων και δεικνύει τα μυστήρια, τα οποία είναι θεατά μόνον στους καθαρούς. Ο Χριστός είναι φως διότι φωτίζει νοητώς τις καρδιές των πιστών και χαρίζει στους ανθρώπους το αισθητόν φως των οφθαλμών. Γι’ αυτό και έλεγε: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου» και «εγώ εις τον κόσμον ελήλυθα». Ότι δε έτσι είναι η πραγματικότης, μας το φανερώνει και η περικοπή των ευαγγελικών θείων λόγων που θα αναγνωσθή σήμερα, και έχει ως εξής:
«Τω καιρώ εκείνω εγένετο εν τω εγγίζειν τον Ιησούν εις Ιεριχώ, τυφλός τις εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών. Ακούσας δε όχλου διαπορευομένου, επυνθάνετο τι είη ταύτα». Ο Κύριος επεσκέπτετο κάθε πόλι και περιοχήν της Ιουδαίας, όπου εθεράπευε κάθε νόσο και κάθε σωματικό ελάττωμα, και εκήρυσσε μετάνοιαν, επιστρέφοντας τους πλανωμένους στην γνώσι της αληθείας και επιβεβαιώνοντας τις διδασκαλίες με τα παράδοξα θαύματά του. Διότι οι άνθρωποι συνηθίζουν να πείθωνται και να υπακούουν όχι τόσον στα λόγια όσον στα έργα. Διερχόμενος λοιπόν ο Σωτήρ από τις ιουδαϊκές πόλεις επλησίασε και στην Ιεριχώ. Η Ιεριχώ ήταν πρωτεύουσα των Χαναναίων, από τις μεγαλύτερες πόλεις των εθνικών. Αυτήν την Ιεριχώ την κατέλαβε κάποτε ο Ιησούς του Ναυή με πολιορκίαν, όταν πολεμούσε κατά των εθνικών. Τώρα όμως ο αληθινός Ιησούς την κατέλαβε προς θεραπείαν και σωτηρίαν. Ηθέλησε να την απελευθερώση, την αιχμάλωτο και να οικοδομήσει πνευματικώς, αυτήν που παλαιά είχε κατακρημνισθεί, και να ελκύση κοντά του αυτήν που είχε αποξενωθεί. Από την ιδία πόλη προήρχετο και εκείνη η Ραάβ, η πόρνη, η οποία εδέχθη τους κατασκόπους του Ιησού του Ναυή και τους διέσωσε. Καθώς λοιπόν ο Κύριος επορεύετο την οδό που οδηγούσε στην Ιεριχώ, τον ακολουθούσε λαός πολύς. Συνέρρεαν από παντού για τα θαύματα και τις διδασκαλίες Του. Κάποιος δε τυφλός που είχε καθίσει στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε, ήκουσε την οχλαγωγία και τον θόρυβον εκείνων που ακολουθούσαν πίσω από τον Χριστόν και εδιδάσκοντο και εθεραπεύοντο από Αυτόν, και ερωτούσε να μάθη τι συμβαίνει. Και όταν του είπαν ότι περνά ο Ιησούς ο Ναζωραίος εχάρη, επειδή είχε ακούσει για τα θαύματα που επιτελεί και το εθεώρησε ως μοναδικήν ευκαιρία να κάμη ο Κύριος το θαύμα του και σ’ αυτόν, που είναι τυφλός και έχει ανάγκη θεραπείας. Και προσπαθούσε να τον πλησιάσει φωνάζοντας προς Αυτόν δυνατά: «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Ο δε Κύριος τού είπε: «Τι σοι θέλεις ποιήσω;» και γιατί φωνάζεις έτσι; Τι ζητείς, άνθρωπε, απ’ Αυτόν που επτώχευσε για σε την εσχάτη πτωχεία; Τι απαιτείς απ’ Αυτόν που δεν έχει ούτε πού την κεφαλήν κλίνη; Και ο τυφλός επέμενε να τον παρακαλή και να τον ικετεύει λέγοντας: «θέλω ίνα αναβλέψω».
Δεν εζήτησε κάτι μικρόν και ευτελές από τον Θεόν και Δεσπότην ο τυφλός. Ούτε χρυσόν ούτε χρήμα ούτε τροφές ούτε σκεπάσματα ούτε κάτι άλλο παρόμοιον, όπως εζητούσε από τους ανθρώπους, μολονότι και αυτά ημπορούσε να του τα δώσει Αυτός που δίνει σε όλους τα πάντα, αλλά μόνον του έλεγε: «Κύριε, θέλω ίνα αναβλέψω». Κανένας άλλος δεν ημπορεί να μου το δώσει αυτό, διότι μόνον ο Θεός έχει την δυνατότητα να ελεή και να σώζει. Γι’ αυτό και προσέρχομαι και προσκυνώ και γονατιστός σε ικετεύω, ως τον ποιητήν και Κύριον των όλων, και βοώ το ελέησον και σε ονομάζω υιόν Δαβίδ. Επειδή πιστεύω ότι συ είσαι ο προσδοκώμενος απόγονος του Δαβίδ, ο οποίος ήλθε από αμέτρητον ευσπλαχνία να σώση το γένος μας. Αλλά και με άλλην έννοιαν ονομάζει τον Χριστόν υιόν Δαβίδ, επειδή το όνομα αυτό το τιμούσαν πάρα πολύ οι εβραίοι. Και οι Προφήτες, όσους βασιλείς ήθελαν να τιμήσουν, έτσι τους ονόμαζαν και με το όνομα αυτό τους εδόξαζαν. Επειδή λοιπόν και ο τυφλός αυτός είχε ανατραφεί στον ιουδαϊσμό, δεν αγνοούσε όσα λέγει ο νόμος και οι Προφήτες για τον Χριστόν, και ότι σωματικώς ο Χριστός θα προέλθη από το γένος του Δαβίδ. Και ως προς τον Θεόν μεν εβόησε ελέησόν με, διότι μόνον ο Θεός είναι σε θέσι να ελεή. Ως προερχόμενον δε από τη γενεά του Δαβίδ, τον ονομάζει υιόν Δαβίδ. Ας σημειωθεί ότι η ερμηνεία του ονόματος Δαβίδ είναι: αγαπητός και ισχυρός. Από Αυτόν λοιπόν ζητεί με τόσον πόθο το έλεος. Και δεν του είπε ο τυφλός: ζήτησε από τον Θεόν ή προσευχήσου για μένα ή παρακάλεσε ή ικέτευσε, αλλά ελέησόν με, επειδή ακριβώς εγνώριζε ότι είναι υιός του Θεού, ο οποίος εγεννήθη από την αγίαν και αειπάρθενον Μαρία. Γι’ αυτό και κατά την πίστι του έλαβε την ίασι.
«Και οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση. Αυτός δε πολλώ μάλλον έκραζεν. Ιησού, υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Αυτή είναι η καρτερική και φλεγομένη ψυχή. Αν δεν ήταν ένθερμος η πίστις του τυφλού, δεν θα εκραύγαζε περισσότερον, όταν προσετάχθη να σιωπήση. Γι’ αυτό και ηξιώθη να ερωτηθή από τον Σωτήρα και να τον πλησιάση, και δεν απέτυχε του σκοπού του, αλλά έλαβε την ίασι. «Σταθείς δε», λέγει, «ο Ιησούς εκέλευσευν αυτόν αχθήναι προς αυτόν. Εγγίσαντος δε αυτού επηρώτησεν αυτόν λέγων. Τι σοι θέλεις ποιήσω; Ο δε είπε: Κύριε, ίνα αναβλέψω». Δεν ηρώτησεν ο Δεσπότης επειδή αγνοούσε, αλλά για να μη νομίση κάποιος άλλος ότι άλλο ήθελε να λάβη ο τυφλός και άλλο του έδωσε. Ήθελε όμως να μάθουν οι συμπορευόμενοι και όσοι ευρέθησαν εκεί και την πίστι του προσερχομένου. Γι’ αυτό έκανε ο Κύριος αυτήν την ερώτησι. Τούτο γίνεται φανερό και από την ίδια την απόκρισι του Κυρίου: θέλεις να αναβλέψης, λέγει; «Ανάβλεψον». Και την ίδια στιγμή που το ήκουσε, «παραχρήμα ανέβλεψε» και έδρεψε τον καρπόν της πίστεως, την σωτηρία: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Αυτή είναι η μαρτυρία του Χριστού, ο οποίος με τα λόγια αυτά έδειξεν ότι αίτιος της θεραπείας του έγινε ο ίδιος ο τυφλός. Έγινε με την πίστι του συνεργός του θαυμαστού αυτού κατορθώματος. Πράγματι, την στιγμή που του είπε «ανάβλεψον», αμέσως η φωνή του Κυρίου έγινε φως για τον τυφλό και «παραχρήμα ανέβλεψε», επειδή η φωνή ήταν του φωτός, ο λόγος ήταν του φωτοδότου. «Και ηκολούθει αυτώ δοξάζων τον Θεόν». Όταν δηλαδή ο τυφλός εδέχθη από τον Χριστόν παραδόξως την ευεργεσία, δεν ημέλησε να συμπορευθή μ’ Αυτόν, και τον ακολουθούσε δοξάζοντάς τον ως Θεόν», και έγινε αφορμή να δοξάζουν και να υμνούν τον Θεόν και οι άλλοι. «Πας γαρ ο λαός», λέγει, «ιδών έδωκεν αίνον τω Θεώ». Και πριν από την δωρεάν εφάνη καρτερικός ο τυφλός, και μετά την δωρεάν φαίνεται ευγνώμων. Καρτερικός διότι, αν και τον περιφρονούσαν και πολλοί τον ημπόδιζαν να φωνάζη, αυτός επέμενε κραυγάζοντας «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Και ευγνώμων επειδή όταν έλαβε την χάρι, δεν έτρεξε να φύγη, όπως κάνουν πολλοί μετά τις ευεργεσίες, φερόμενοι με αγνωμοσύνη προς τους ευεργέτες.
Αυτόν ας μιμηθούμε και εμείς με ζήλο και προθυμία και ας γινώμεθα καρτερικοί στις προσευχές και πριν λάβωμε αυτά που ζητούμε, και αφού τα λάβωμε να μη μένωμε αχάριστοι προς τους ευεργέτες. Και να προσευχόμεθα με πόθον, έστω και αν είμεθα οι πλέον ευτελείς και περιφρονημένοι. Να προσφέρωμε και μόνοι μας δεήσεις προς Κύριον ώστε να λαμβάνωμε από Αυτόν τα αιτήματα προς το συμφέρον μας. Διότι ο τυφλός εκείνος ούτε οδηγόν είχε, ούτε ημπορούσε να ιδή τον Σωτήρα, ούτε ευρήκε συνήγορον κάποιον από τους Αποστόλους, αλλά μολονότι είχε και πολλούς που του απαγόρευαν να μιλήσει και τον ημπόδιζαν να πλησιάση, ημπόρεσε να υπερβή όλα τα εμπόδια και επλησίασε Αυτόν τον ίδιον τον θεραπευτήν και Σωτήρα Χριστόν. Ούτε η κοινωνική θέσις ούτε ο τρόπος ζωής τού έδωσαν το θάρρος, αλλά αντί όλων αυτών ήρκεσεν η προθυμία την οποία τίποτα δεν εστάθη ικανόν να εμποδίση. Την ιδίαν προθυμίαν ας προσπαθήσωμεν να αποκτήσωμε και εμείς στις δεήσεις μας προς τον Δεσπότην. Και αν ο Κύριος αναβάλλη, και είναι πολλοί αυτοί που μας απομακρύνουν και μας εμποδίζουν, ας προσπαθήσωμε τότε περισσότερο, και ο φιλάνθρωπος Θεός μας θα μας πλησιάση και θα εκπληρώση τα αιτήματά μας.
Πράγματι, όλα τα δύσκολα και επίπονα και ακόμη περισσότερο τα θλιβερά και επώδυνα, που δεν ημπορεί κανείς από τους ανθρώπους και από τους αγίους ακόμη να τα θεραπεύση, ο ίδιος ο Χριστός τα εξαφανίζει και τα θεραπεύει θαυματουργικώς, ως σοφός και επινοητής που είναι. Και δεν ήνοιξε ο Κύριος μόνον τους εξωτερικούς οφθαλμούς του τυφλού, αλλά και τους εσωτερικούς, της ψυχής. Αυτό γίνεται φανερόν από το ότι μετά ταύτα τον ακολουθούσε και εδόξαζε τον Θεόν. Διότι οι Άγιοι και οι Προφήτες, όσα θαύματα ενεργούσαν, τα έκαμαν αφού προηγουμένως παρακαλούσαν τον Θεόν και ζητούσαν από Αυτόν την δύναμι. Έτσι επετέλεσαν όλες τις παράδοξες θαυματουργίες των. Επίσης, και οι Απόστολοι αργότερα, έκαμαν τις θεοσημίες αφού πρώτα εγονάτιζαν στην γη και ικέτευαν τον Θεόν. Ο Χριστός όμως, ως Δεσπότης και Κύριος των πάντων, διέτασσε την κτίσιν, άλλοτε λέγοντας στην θάλασσα «σιώπα, πεφίμωσο», άλλοτε στον λεπρό «θέλω, καθαρίσθητι» και άλλοτε πάλιν επιτιμούσε τον ακάθαρτο δαίμονα λέγοντας: «έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν». Και τώρα λοιπόν με το θείο νεύμα Του εχάρισε στον τυφλό και το αισθητόν φως και το νοητόν φως. Διότι Αυτός είναι που στην αρχή της γενέσεως του κόσμου διεχώρισε το σκότος από το φως, αλλά και εδημιούργησε το φως. Και εμφανίζεται μεν στις ψυχές των αξίων μεταδίδοντας πάντοτε την λαμπρότητά του, στους δε αισθητούς οφθαλμούς των προσερχομένων σ’ Αυτόν χαρίζει, ως Δημιουργός και Πλάστης, την όρασι. Και τότε μεν εφωτίσθη ο τυφλός, ο δε λαός επίστευσε. Και όλων τα στόματα ωμιλούσαν για τον Ιησούν, όλων οι οφθαλμοί έβλεπαν τον τυφλόν θεραπευμένον. Ήταν πράγματι παράδοξον το θαύμα που έγινε. Αλλά εκείνοι μεν, με όσα έβλεπαν, αποκτούσαν εμπιστοσύνη στις διδασκαλίες του Κυρίου και επίστευαν ότι και οι προρρήσεις του Κυρίου θα πραγματοποιηθούν, διαβεβαιούμενοι και πληροφορούμενοι γι’ αυτό από τα θαύματα. Εμείς δε αφού βλέπουμε ότι όλα όσα προείπεν ο Κύριος εξεπληρώθησαν χωρίς καθυστέρησι, ορθόν είναι να πιστεύωμε και σε όσα θαύματα έγιναν τότε και να θεωρούμε ότι είμεθα παρόντες ως θεαταί μαζί μ’ εκείνους. Και μάλιστα να πιστεύωμε αναντιρρήτως στα παράδοξα εκείνα έργα, όπως ακριβώς εάν είμεθα, εκείνον τον καιρόν, αυτόπτες των ενεργουμένων σημείων.
Ας «δοξάσωμε τον Θεόν εν τω σώματι ημών», πειθόμενοι στον μακάριο Παύλο. Και πώς δοξάζεται ο Θεός από τα μέλη του σώματός μας; Εάν δεν βλέπωμε κακώς, αλλά μάθωμε να βλέπωμε καλώς. Και δοξάζουμε τον Θεόν όταν δια μέσου των ορατών κτισμάτων του βλέπωμε τα αόρατα, και τον ευχαριστούμε για όλα όσα έκανε. Ο Θεός δοξάζεται όταν δεν ακούμε κακά και σατανικά άσματα, αλλά ακούμε τα λόγια του Θεού, και ανοίγωμε τις θύρες της ακοής όχι στα διαβολικά και φαύλα ακούσματα, αλλά πάντοτε σε θείες παραινέσεις και διδασκαλίες. Και γενικώς ο Θεός δοξάζεται με όλα τα μέλη μας, όταν πιστεύωμε ορθά σ’ Αυτόν και εκπληρώνωμε τις άγιες εντολές Του. Ας καταρτίζωμε καθημερινώς τους εαυτούς μας για να είμεθα όπως πρέπει ενώπιον του Θεού. Διότι ο προφήτης Ωσηέ λέγει: «έλεον και κρίμα φυλάσσου (δηλαδή, φύλαξε την ελεημοσύνη και τη δικαιοσύνη) και έγγιζε προς τον Θεόν σου διαπαντός». Και πάλιν ο Προφήτης Μαλαχίας εκ μέρους του Θεού λέγει: «υιός δοξάζει πατέρα και δούλος τον κύριον αυτού. Και ει πατήρ ειμί εγώ, που εστίν η δόξα μου; Και ει Κύριος ειμί εγώ, πού εστίν ο φόβος μου; λέγει Κύριος Παντοκράτωρ». Και ο Απόστολος λέγει: «καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος». Και η Παροιμία πάλι συμβουλεύει «πάση φυλακή τήρει σην καρδίαν, εκ γαρ τούτων έξοδοι ζωής (δηλαδή, ο τρόπος της ζωής είναι εξωτερίκευσις της καρδίας)». Και ο Χριστός λέγει: «Καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου, ίνα γένηται και το εκτός αυτού καθαρόν». Γι’ αυτό ας φοβηθούμε αδελφοί μου και ας αγωνισθούμε να αναβλέψωμε προς το φως των προσταγμάτων του Θεού, έστω και αν είμεθα τυφλοί, και ας προσέλθωμε στον Κύριον δια μετανοίας και εξομολογήσεως και αποχής των αισχρών και απαγορευμένων έργων, και ας απορρίψωμε τα ιμάτια που έχουμε ενδυθεί, δηλαδή τα έργα του σκότους, ή και τις γήινες και υλικές φροντίδες, και «ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός» και των αρετών, και ας «περιπατήσωμεν ως εν φωτί και ημέρα ευσχημόνως» και δικαίως και οσίως, ώστε να ημπορέσωμε να ακολουθήσωμε Αυτόν, τον Δεσπότην και Ελευθερωτήν και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν τον Θεόν «ω η δόξα και το κράτος συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω ομοουσίω και ζωοποιώ Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(13ος αιών – Πατριαρχικόν Ομιλιάριον Β’. σελ. 230. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 431 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)