A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Λόγος λα΄ Περί του Αγίου Πνεύµατος - Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος (ΜΕΡΟΣ Α')


Από   το   «Μιλάει   ο   Γρηγόριος   ο   Θεολόγος»,   Εποπτεία   -
Εισαγωγή   -   Επιλογή:   Στυλ.   Γ.   Παπαδόπουλος,   Εκδόσεις
Αποστολικής   Διακονίας  της  Εκκλησίας  της  Ελλάδος,   1991.
Μετάφραση: Διονύσιος Κακαλέτρης




Ο ΛΑ ' Λόγος είναι ο σπουδαιότερος από τους Θεολογικούς
Λόγους  του  Αγ.   Γρηγορίου.   Εκφωνήθηκε  στο  ναό  της  Αγ.
Αναστασiας στην Κωνσταντινούπολη, το 380, πιθανόν κατά το
διάστηµα µεταξύ Ιουλίου και Νοεµβρίου. Είναι η πρώτη φορά
που   σε  ειδική  πραγµατεία,   αφιερωµένη  στο  Άγιο  Πνεύµα,
οµολογείται  και  καταδεικνύεται  η θεότητα και  το οµοούσιο
του Αγ. Πνεύµατος. Ο Γρηγόριος διακηρύσσει την ορθή πίστη
της     Εκκλησίας     ότι     «εκ     φωτός     του     Πατρός     φως
καταλαµβάνοντες   τον  Υιόν  εν  φωτί   τω   Πνεύµατι»   (§   3).
Καταρρίπτει,     στη    συνέχεια,     τους     συλλογισµούς     των
αιρετικών Πνευµατοµάχων µε θεολογικά επιχειρήµατα (§ 4-21)
και τέλος, απαντώντας στο επιχείρηµα ότι στην Αγία Γραφή
δεν  δηλώνεται  ρητά  η  θεότητα  του  Πνεύµατος,   παραθέτει
πλήθος    χωρίων,   όπου    υποδεικνύεται    η    θεότητα    του
Πνεύµατος   (§   29-30).   Αλλά  και  το  ίδιο  το  Πνεύµα  τώρα,
σύµφωνα µε το Γρηγόριο, φανερώνει στούς αξίους βαθύτερα
και σαφέστερα οτι είναι Θεός, ένα από τα τρία πρόσωπα της
µιας θεότητας (§ 26).




3.   Εκείνοι,   λοιπόν,   oι  οποίοι  είναι  δυσαρεστηµένοι  και   µε
σφοδρότητα υπερασπίζονται το «γράµµα», επειδή εµείς τάχα
εισάγουµε κάποιον ξένο και παρείσακτο Θεό, να ξέρουν καλά
ότι φοβούνται εκεί που δεν υπάρχει φόβος. Και ας γνωρίζουν
σαφώς,   ότι  κάλυµµα  της  ασέβειάς  τους  είναι  η  φιλία  του
«γράµµατος», όπως  θα  φανεί  εντός  ολίγου, όταν, όσο  είναι
δυνατόν, θα ανατρέψουµε τα επιχειρήµατά τους. Εµείς βέβαια
έχουµε  τόση  πίστη  στη  θεότητα  του  Πνεύµατος,   το  οποίο
λατρεύουµε, ώστε από Αυτό θ' αρχίσουµε το λόγο για το Θεό,
αναφέροντας τις ίδιες εκφράσεις για την Τριάδα, έστω κι αν
φανεί σε µερικούς πολύ τολµηρό. «Ήταν το φως το αληθινό,
το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσµο», ο
Πατέρας. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε
άνθρωπο που έρχεται στον κόσµο», ο Υιός. «Ήταν το φως το
αληθινό, το  οποίο  φωτίζει  κάθε άνθρωπο  που  έρχεται  στον
κόσµο», ο άλλος Παράκλητος· «ήταν» και «ήταν» και «ήταν»·
όµως ένα «ήταν» υπάρχει. «Φως» και «φως» και «φώς», αλλά
ένα   φως,   ένας   Θεός.   Αυτό   είναι   εκείνο   που   ο   Δαβίδ
παλαιότερα κατανόησε, όταν έλεγε· «στο φως σου θα δούµε το
φως». Και τώρα εµείς και έχουµε ιδεί και διακηρύσσουµε ότι
κατανοούµε  τον Υιό  ως  φως  που  προέρχεται  από  φως, τον Πατέρα,   µέσα  στο  φως,   του  Πνεύµατος.   Έτσι  έχουµε   µια
σύντοµη και απλή θεολογία για την Τριάδα. Όποιος θέλει να
περιφρονήσει όσα λέµε, ας τα περιφρονήσει. Κι όποιος θέλει ν'
αµαρτάνει, ας αµαρτάνει· εµείς κηρύσσουµε αυτό που έχουµε
καταλάβει καλά. Και αν από εδώ  κάτω  δεν ακουγόµαστε, σε
υψηλό βουνό θ' ανεβούµε και θα φωνάξουµε. Θα «υψώσουµε»
το  Πνεύµα,   δεν  θα  φοβηθούµε.   Και  αν  φοβηθούµε,   (αυτό  θα
γίνει)   όχι  την  ώρα  που  κηρύσσουµε,   αλλά  όταν  σιωπούµε
(ησυχάζουµε).
4. Αν υπήρξε χρόνος κατά τον οποίο δεν υπήρχε ο Πατήρ, αλλο
τόσο  υπήρξε  χρόνος  που  δεν υπήρχε  ο  Υιός. Και  αν υπήρξε
χρόνος που δεν υπήρχε ο Υιός, τότε υπήρξε χρόνος που δεν
υπήρχε ούτε το άγιο Πνεύµα. Αν το ένα υπήρχε από την αρχή,
τότε και τα τρία υπήρξαν το ίδιο. Τολµώ να πω, πως αν το ένα
υποβιβάσεις,   ούτε  τα  άλλα  δύο  να  εξυψώσεις.   Ποια  άραγε
ωφέλεια υπάρχει από µία ατελή θεότητα; Ακόµη περισσότερο,
τι  είδους  θεότητα  είναι  αυτή,   αν  δεν  είναι  τέλεια;   Κατά
κάποιον τρόπο  δεν υπάρχει, εάν δεν έχει  την αγιότητα· και
πώς θα την έχει, αν δεν έχει το Πνεύµα; Εκτός εάν υπάρχει
άλλη αγιότητα εκτός από το Πνεύµα· ας µας πει κάποιος πως
αυτή  κατανοείται  αλλιώς.   Αν  όµως  η  αγιότητα  είναι  το
Πνεύµα,   πώς  τότε  δεν  υπήρχε  από  την  αρχή;   Σαν  να  ήταν
καλλίτερο για τον Θεό να υπήρξε ποτέ ατελής και χωρίς το
Πνεύµα.   Αν   δεν   υπήρξε   από   την   αρχή   το   Πνεύµα,   τότε
τοποθετείται  στην  ίδια  κατηγορία   µε   µένα1,   ακόµη  κι  αν
δηµιουργήθηκε λίγο πριν από µένα. Διότι ως προς το χρόνο
εµείς αντιδιαστελλόµαστε από τον Θεό. Εάν τοποθετείται το
Πνεύµα στην ίδια κατηγορία µε µένα, πώς εµένα µε θεοποιεί ή
πώς µε ενώνει µε τη θεότητα;
5. Όµως  θ' ασχοληθώ  για χάρη σου  λίγο περισσότερο µε το
θέµα  αυτό.   Όσα  έχουν  σχέση  βέβαια   µε  την  αγία  Τριάδα
επεξηγήσαµε και προηγουµένως. Oι Σαδδουκαίοι κατ' αρχήν,
νόµισαν ότι δεν υπάρχει καθόλου το άγιο Πνεύµα, ούτε βέβαια
άγγελοι,   ούτε   ανάσταση·   δεν   ξέρω   γιατί   περιφρόνησαν
εντελώς  τις  τόσες   µαρτυρίες  της  Παλαιάς   Διαθήκης.   Από
τους   Έλληνες   πάλι,   oι   περισσότεροι   θεολόγοι   και   όσοι
βρίσκονται πιο κοντά στη δική µας αλήθεια, το συνέλαβαν µε
τη φαντασία τους, όπως  µου  φαίνεται· σχετικά όµως  µε την
ονοµασία  του   διαφοροποιήθηκαν,   καλώντας   το   «νου   του
παντός» και  «θύραθεν νου» και  άλλες  σχετικές  ονοµασίες2.
Από  τους  δικούς  µας  σοφούς  τώρα, άλλοι  το  εξέλαβαν ως
ενέργεια, άλλοι ως κτίσµα, αλλοι ως Θεό και άλλοι δεν ξέρουν
πιο   από   τα  δύο   αυτά,   σεβόµενοι   τη  Γραφή,   διότι,   όπως
ισχυρίζονται, δεν φανέρωσε καθαρά ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Και   γι'   αυτό   ούτε   το   σέβονται,   ούτε   το   περιφρονούν,
κρατώντας κάπως µία µέση στάση γι' αυτό, µάλλον όµως πολύ
άθλια. Απ' όσους πάλι το θεώρησαν Θεό, άλλοι είναι ευσεβείς
µόνο  µέχρι  τη  σκέψη, ενώ  άλλοι  τολµούν να εκφράζουν την
ευσέβεια και µε τα χείλη. Άκουσα ακόµη άλλους σοφότερους ν'
αξιολογούν  τη  θεότητα. Αυτοί  λοιπόν, όπως  και  µεις, τρία
οµολογούν   µε   ττ   νου   τους   ότι   υπάρχουν,   τόσο   όµως
διαχωρίζονται   µεταξύ   τους,   ώστε   το   µεν  ένα   (δηλ.   τον
Πατέρα)  και  ως  προς  την ουσία και  ως  προς  τη δύναµη να
παρουσιάζουν αόριστο· το άλλο (τον Υιό), ως προς τη δύναµη,όχι  όµως  ως  προς  την ουσία· το  τρίτο (το  Πνεύµα)  και  ως
προς  τα δύο περιγραπτό· µε άλλον τρόπο µιµούνται  αυτούς
που ονοµάζουν «δηµιουργό» και «συνεργό» και «λειτουργό» τα
πρόσωπα,   εκλαµβάνοντας   τη   σειρά   των   ονοµάτων   και
διαβάθµιση των προσώπων που αντιπροσωπεύουν.
7. Εδώ ο δικός σου λόγος· oι σφενδόνες ας µπουν σε δράση, oι
συλλογισµοί ας γίνουν περίπλοκοι. Οπωσδήποτε, ή αγέννητο
είναι το Πνεύµα ή γεννητό. Και αν είναι αγέννητο, τότε δύο
είναι    τα    άναρχα.   Εάν    πάλι    είναι    γεννητό,   πάλι    θα
υποδιαιρέσεις· ή από τον Πατέρα προέρχεται τούτο, ή από τον
Υιό. Και αν βέβαια γεννιέται από τον Πατέρα, τότε υπάρχουν
δύο γιοι και αδελφοί. Αν
θέλεις, φτιάξε τους και διδύµους, ή τον ένα µεγαλύτερο και
τον άλλο  νεώτερο, αφού  είσαι  τόσο  φιλοσώµατος. Εάν πάλι
έχει    φανεί    από   τον   Υιό,   λέγει,   µας    φανερώνεται    και
Θεός-εγγονός!   Τι  πιο  παράξενο  από  αυτό  θα   µπορούσε  να
υπάρξει;   Αυτή  είναι  η  γλώσσα  όσων  είναι  σοφοί  στο  να
πράττουν το κακό, µη θέλοντας  να γράφουν τα καλά. Όµως
εγώ, αν έβλεπα ότι είναι αναγκαία η διαίρεση, θα δεχόµουν τις
πραγµατικότητες  που  εκφράζει,   χωρίς  να  φοβάµαι  να  τις
κατονοµάσω. Ούτε όµως, επειδή ο Υιός είναι Υιός σύµφωνα µε
κάποια ανώτερη σχέση που έχουν µεταξύ τους, εξαιτίας του
ότι  δεν  θα   µπορούσαµε   µε  άλλο  τρόπο  παρά   µόνο  έτσι  να
δείξουµε  ότι  προέρχεται  από  τον  Θεό  και  είναι  οµοούσιος,
πρέπει  να  νοµισθεί  ότι  είναι  απαραίτητο  όλες  τις  επίγειες
ονοµασίες και µάλιστα αυτές που δηλώνουν συγγένεια, να τις
µεταφέρουµε  στο  Θεό. Ή  µήπως  θα εκλάβεις  και  αρσενικού
γένους τον Θεό σύµφωνα µε τον λόγο αυτό, επειδή ονοµάζεται
Θεός και Πατήρ; και ως κάποιο θηλυκό τη θεότητα, σύµφωνα
µε το γένος των λέξεων και ουδέτερο το Πνεύµα, επειδή δεν
γεννάει; Κι αν µας πεις και αυτό το κωµικό, ότι δηλαδή ο Θεός
γέννησε τον Υιό αφού συνενώθηκε µε τη θέλησή του, σύµφωνα
µε   κάποιες   παλιές   ανοησίες   και   µυθοπλασίες,   τότε   µας
εισήχθη  κάποιος  αρσενικοθήλυκος  Θεός  του  Μαρκίωνα και
του Ουαλεντίνου, ο οποίος εφεύρε µε το νού του τους νέους
αιώνες3.
8.   Αφού   λοιπόν  δεν  δεχόµαστε  την  πρώτη  σου   διαίρεση
σύµφωνα µε την οποία δεν υπάρχει τίποτε ενδιάµεσο µεταξύ
αγέννητου   και   γεννητού,   αµέσως   χάνονται   µαζί   µε   την
περίφηµη  διαίρεσή  σου   oι  αδελφοί  και   oι  εγγονοί,   oι  οποίοι
χάθηκαν, όπως ακριβώς ενός πολυπλόκου δεσµού του οποίου,
αφού  λύθηκε  ο  πρώτος  κόµπος  και  υποχώρησαν   µαζί,   µη
έχοντας θέση πλέον στη θεολογία. Πού τάχα θα τοποθετήσεις
το εκπορευτό, πες µου, το οποίο διαφαίνεται στο µέσον της
δικής  σου  διαιρέσεως  και  το  οποίο  εισάγεται  από  κάποιον
καλύτερο  από  σένα θεολόγο, το  Σωτήρα µας; Εκτός  εάν τη
φράση  εκείνη  που   λέγει:   «Το   Πνεύµα  το   Άγιο,   το   οποίο
εκπορεύεται από τον Πατέρα», την έβγαλες απο τα δικά σου
ευαγγέλια  για  να  φτιάξεις   µια  τρίτη  δική  σου   Διαθήκη·   το
οποίο, εφόσον εκπορεύεται από εκεί, δεν είναι κτίσµα· εφόσον
πάλι   δεν   είναι   γεννητό,   δεν   είναι   Υιός·   εφόσον,   τέλος,
βρίσκεται στο µέσον µεταξύ αγεννήτου καί γεννητοϋ, είναι ο
Θεός. Και έτσι, πιο ισχυρός από τις διαιρέσεις σου. Τι είναι
αυτή  η  εκπόρευση;   Πες   µου  εσύ  τι  είναι  η  αγεννησία  του Πατρός, κι εγώ θα σου εξηγήσω τη γέννηση του Υιού και την
εκπόρευση του Πνεύµατος και θα παραφρονήσουµε και oι δύο
καθώς θα ζητάµε να εξερευνήσουµε τα µυστήρια του Θεού. Και
αυτά ποιοί θα τα κάνουν; Εµείς, oι οποίοι δεν µπορούµε ούτε
αυτά που βρίσκονται στα πόδια µας να εννοήσουµε, ούτε την
άµµο  των  θαλασσών  και  τις  σταγόνες  της  βροχής  και  τις
ηµέρες της αιωνιότητας να υπολογίσουµε, ακόµη περισσότερο
δε, να εισέλθουµε στα βάθη του Θεού και να κάνουµε λόγο για
την άρρητη και πέρα από κάθε λογική κατανόηση φύση του
Θεού.
9. Τι λοιπόν είναι αυτό, λέγει, το οποίο λείπει από το Πνεύµα
για να είναι αυτό Υιός; Διότι αν δεν έλειπε κάτι, θα ήταν Υιός.
Εµείς ισχυριζόµαστε ότι δεν του λείπει τίποτε· διότι δεν είναι
ελλειπής  ο Θεός. Ο τρόπος  της  φανερώσεως, για να το πω
έτσι,   ή  η  διαφορά  της  σχέσεως  που  έχουν   µεταξύ  τους,
δηµιουργεί  και  τη  διαφορά  που  έχουν  στην  ονοµασία  τους.
Διότι  τίποτε  δεν  λείπει  από  τον  Υιό  για  να  είναι  Πατέρας
-εφόσον δεν είναι  έλλειψη η υιότητα-, αλλά παρά ταύτα δεν
είναι Πατέρας. Ή δεν λείπει κάτι από τον Πατέρα για να είναι
Υιός· δεν είναι όµως Υιός ο Πατέρας. Αλλά oι όροι αυτοί δεν
εκφράζουν κάποια έλλειψη, ούτε ελάττωση κατά την ουσία.
Αυτό το ότι «δεν έχει γεννηθεί» Τον µεν Πατέρα, το ότι «έχει
γεννηθεί» Τον δε Υιό και το ότι «εκπορεύεται» αυτό το οποίο
ακριβώς λέγεται άγιο Πνεύµα ονόµασε, για να διασώζεται το
ασύγχυτο των τριών υποστάσεων µέσα και στη µία φύση και
το  ένα µεγαλείο  της  θεότητας. Ούτε πράγµατι  ο  Υιός  είναι
Πατέρας, διότι ένας είναι ο Πατέρας, αλλά είναι ότι είναι ο
Πατέρας. Ούτε το Πνεύµα είναι Υιός, αν και προέρχεται από
τον Θεό, διότι ένας είναι ο Μονογενής, αλλά είναι ό,τι ο Υιός.
Ένα είναι και τα τρία, ως προς τη θεότητα, και το ένα είναι
τρία  ως  προς  τις  ιδιότητες·  έτσι  ώστε,  ούτε  το  ένα  είναι
όπως το κατανοούσε ο Σαβέλλιος, ούτε τα τρία να είναι της
τωρινής πονηρής διαιρέσεως.




συνεχίζεται......



ΔΕΙTΕ ΤΟ Β’ ΜΕΡΟΣ: ΕΔΩ