Εκεί,επάνω
στο λόφο του Γολγοθά,εμπρός στον
εσταυρωμένο Ιησού,ο Λογγίνος, κατεχόμενος
από τη δύναμη της αληθείας ανοίγει το
στόμα του,για να κάνει - αυτός,πρώτος
την μεγάλη ομολογία: «Αληθώς ο άνθρωπος
ούτος, Υιός ήν Θεού».
Ο
Άγιος Λογγίνος έζησε κατά τους χρόνους
της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου ημών
Ιησού Χριστού.Ο Συμεών ο Μεταφραστής
στους βίους και την πολιτεία Αγίων Μηνός
Μαρτίου αναφέρει ότι, ανήκε στην Ιουδαϊκή
συναγωγή.Ο Άγιος καταγόταν από την
κωμόπολη Σανδιάλη της Καππαδοκίας.Εκεί, αποσύρθηκε
μετά την Ανάσταση του Κυρίου, όταν
παραιτήθηκε από το Ρωμαϊκό στρατό που
υπηρετούσε και εκήρυξε «Χριστόν
εσταυρωμένον και αναστάντα εκ νεκρών».Ο
Λογγίνος υπηρέτησε ως Αξιωματικός στο
Ρωμαϊκό στρατό κα έφερε το βαθμό του
Κεντυρίωνα - Εκατόνταρχου.(Η λέξη
Κεντυρίων προέρχεται από τη λατινική
λέξη Centum που σημαίνει εκατό, διοικητής
δηλαδή εκατό στρατιωτών , εκατόνταρχος).Κατά
την τελευταία περίοδο της ζωής του
Κυρίου επί της γης τελούσε υπό τις
διαταγές του Ποντίου Πιλάτου, Ρωμαίου
Επάρχου στην Ιουδαία.Εποπτεύει κατά τη
Σταύρωση του Χριστού.Κατά την παράδοση
του Ιησού στους Εβραίους για να τον
σταυρώσουν, ο Πιλάτος έδωκε εντολή στον
εκατόνταρχο Λογγίνο να υπηρετήσει στα
τίμια πάθη και τη σταύρωση, μετά των
στρατιωτών του.
Το
όνομα του Εκατόνταρχου δεν αναγράφεται
σε κανένα από τα Ευαγγέλια.Σ' όλα
μνημονεύεται με το αξίωμά του, είτε ως
Κεντυρίων, είτε ως Εκατόνταρχος.Έτσι,
ο Λογγίνος, εκτελώντας τη διαταγή του
Πιλάτου, επιστάτησε καθ' όλη τη διάρκεια
των φρικτών Παθών του Κυρίου στο Γολγοθά.
Ως εκ τούτου, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας
όλων των εκεί θαυμαστών γεγονότων κατά
τη Σταύρωση του Κυρίου.Ο μακάριος θα
μπορούσε να φαντασθεί, όταν έφθασε στο
Γολγοθά, ότι - ευθύς μετά τη Σταύρωση
του Χριστού - θα γινόταν ο πρώτος
ομολογητής της Θεότητας Αυτού; Αδύνατον!
Όπως γνωρίζουμε, μετά τη θεία Σταύρωση,
οι Απόστολοι και οι άλλοι μαθητές του
Κυρίου για το φόβο των Ιουδαίων
απομακρύνθηκαν από το Γολγοθά.Ο Λογγίνος
όμως έμεινε κοντά στον Εσταυρωμένο. Η
ψυχή του είχε συγκινηθεί από την άδικη
Σταύρωση του αθώου Ιησού. Η προσωπικότητα
του Ναζωραίου τον είχε σαγηνεύσει. Κάτι
του έλεγε μέσα του πως αυτός δεν ήταν
ένας κοινός άνθρωπος.Και όντως, έτσι
ήταν!
Τα θαυμαστά γεγονότα που
επακολούθησαν τον συντάραξαν και του
μετέβαλαν σιγά - σιγά, αλλά σταθερά, την
εσωτερική του αυτή φωνή σε ακλόνητη
πίστη. Την έκτη ώρα απλώθηκε πυκνό
σκοτάδι σ' όλη τη γη, που διήρκεσε τρεις
ώρες (Ματθ. κζ' 45, Μάρκου ε' 33 και Λουκά
κγ' 44).Την ενάτη ώρα ο Χριστός παρέδωκε
το πνεύμα Του, όχι σαν κοινός άνθρωπος.
Παραδόξως, δεν περιήλθε σε κωματώδη
κατάσταση, ενώ βρισκόταν επί έξι (6)ώρες
στο Σταυρό, γεγονός ανθρωπίνως αδύνατο
και παντελώς άγνωστο στην ιστορία των
σταυρικών εκτελέσεων. Αλλά, πριν να
παραδώσει το πνεύμα Του, με δυνατή φωνή
αναβόησε το: «ηλί, ηλί, λιμά σαβαχθανί»
δηλαδή «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με
έγκατέλιπες» (Ματθ. κζ 46, Μάρκου ιε,
34).Και ευθύς, μετά τον θάνατό Του, η γη
σείσθηκε, βουνά και πέτρες εσχίσθηκαν
και μνημεία ανοίχθηκαν, άγιοι δε
αναστήθηκαν και εμφανίσθηκαν σε πολλούς,
μέσα στην Ιερουσαλήμ, μετά την ανάσταση
του Κυρίου (Ματθ. κζ' 51-53, Μάρκου ιε' 38 και
Λουκά κγ' 45-46).
Ο Λογγίνος ως συνετός
άνθρωπος καταλήφθηκε από ιερό φόβο. Όλα
αυτά τα παράδοξα γεγονότα δεν τα έβλεπε
τυχαία. Εξ άλλου, για πρώτη φορά συνέβαιναν
στην ιστορία της ανθρωπότητας.Ήταν
θαύματα του Θεού, τα οποία οπωσδήποτε
έγιναν χάριν αυτού που σταυρώθηκε στον
Γολγοθά. Αυτού, που, όπως θα μάθει μετά
την Ανάστασή Του, από άπειρη ευσπλαχνία,
κατέβηκε από τον ουρανό, Θεός όντας, στη
γη και έγινε και τέλειος άνθρωπος για
να μας λυτρώσει από την αμαρτία, με τη
σταυρική Του θυσία.Ο Εκατόνταρχος
συναισθάνεται την Παντοδυναμία του
Θεού να μαρτυρεί την οργή Του γι' αυτόν
τον αθώο. Ομολογεί ότι ο Ιησούς «αληθώς
Θεού Υιός ήν». Μετ' απ' όλα αυτά τα θαύματα,
που είδε και άκουσε ο Λογγίνος, άλλο ένα
θαύμα εξίσου μεγάλο και συγκλονιστικό
άρχισε να συντελείται στην ψυχή του.
Αυτό, βέβαια, δεν μπορούσε να το συλλάβει,
γιατί ήταν έργο της Θείας Χάριτος. Μετά
το ληστή, ο Εκατόνταρχος, βλέπει τα
γενόμενα, τα κρίνει όσο μπορεί ψύχραιμα
και οδηγείται στη μετάνοια, στην αληθινή
πίστη.
Ο Λογγίνος ήταν καλοπροαίρετος
και ειλικρινής άνθρωπος. Κάτω από το
επιβλητικό παράστημά του και το αυστηρό
ύφος του κρυβόταν αγαθή διάθεση. Αφού
παρακολούθησε με ενδιαφέρον όλα τα
θαυμάσια και είδε τον άδικο και παράδοξο
θάνατο του Ιησού, αισθάνθηκε συμπάθεια
και συγκίνηση, αλλά και θαυμασμό προς
τον εσταυρωμένο.Τώρα πια, δεν είχε καμιά
αμφιβολία, ότι ο Ιησούς ήταν Υιός του
Θεού. Αυτό το επίστευσε με όλη τη δύναμη
της ψυχής του. Εκεί, επάνω στο λόφο του
Γολγοθά, εμπρός στον εσταυρωμένο Ιησού,
ο Λογγίνος, κατεχόμενος από τη δύναμη
της αληθείας που διέλαμψε μέσω των τόσων
θαυμαστών γεγονότων, ανοίγει το στόμα
του για να κάνει - αυτός πρώτος - τη μεγάλη
ομολογία: «Αληθώς ο άνθρωπος ούτος,
Υιός ήν Θεού» (Μάρκου ιε' 39, Λουκά κγ' 47
και Ματθ. Κζ' 54). Είναι ο πρώτος
Αξιωματικός, αλλά και ο πρώτος από τους
επισήμους που ομολογεί τη Θεότητα του
Χριστού ευθύς μετά την σταύρωσή Του.Την
ιδίαν ομολογίαν έκαναν και οι στρατιώτες,
που φρουρούσαν τον Ιησού και ήταν υπό
τις διαταγές του (Ματθ. κζ' 54).Η ομολογία
ήταν ενσυνείδητη, σαφής και σταθερή. Η
ευστοχώτερη της ώρας εκείνης. Απαντητική
φωνή προς την ταραγμένη και πενθούσα
φύση, προς τους φοβισμένους και κατηφείς
μαθητές του Θείου Διδασκάλου. Ομολογία
συγκλονιστική, αξιωματούχου της Ρωμαϊκής
Διοικήσεως στην Ιουδαία, της οποίας ο
αντίλαλος θ΄ ακούγεται, όσο θα υπάρχει
ζωή στον πλανήτη αυτό. Αναμφισβήτητα,
υπήρξε πολύτιμη, γιατί από κάθε εχέφρονα
εκτιμάται και σαν αποδεικτικό μέσο της
Θεότητας του Ιησού Χριστού.
Έτσι,
μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα της παρανομίας,
της μοχθηρίας και της κακίας, των
βλασφημιών και ύβρεων, βρέθηκε και ένα
στόμα από το οποίο εξήλθε το άρωμα της
ομολογίας και της δοξολογίας προς το
Θεό, συνάμα δε και το μεγαλείο της
ταπεινώσεως.«Και φωνήσας φωνή μεγάλη
ο Ιησούς είπε˙ πάτερ, εις χείρας σου
παρατίθεμαι το πνεύμα μου˙ και ταύτα
ειπών, εξέπνευσεν˙ ιδών δε ο Εκατόνταρχος
το γενόμενον εδόξασε τον Θεόν, λέγων,
όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ήν»
(Λουκά κγ' 46 - 47 και Μάρκου ιε' 39).Και το
στόμα αυτό δεν ήταν, ούτε των Γραμματέων,
ούτε των Πρεσβυτέρων και Φαρισαίων, που
και αυτοί είδαν και άκουσαν τα εξαιρετικά
συμβάντα και ημπορούσαν να τα κατανοήσουν,
αλλά του Εκατοντάρχου που υπηρετούσε
υπό τις διαταγές του Πιλάτου.Όμως, ο
θεός, δεν τους αξίωσε. Γιατί ο Κύριος,
ως παντογνώστης που είναι, δεν ημπορούσε
να αξιώσει τέτοιας εξαιρετικής τιμής
ανθρώπους, υποκριτές, συμφεροντολόγους,
αδίκους, μοχθηρούς, φαντασμένους,
υπερήφανους και αχάριστους. Με αυτή την
τιμή αξίωσε τον Εκατόνταρχο, που είχε
αγαθή ψυχή και διάθεση.
Ο Εκατόνταρχος
Λογγίνος, αφού εγνώρισε την αλήθεια, με
ενθουσιασμό, αλλά και απόλυτη πίστη στη
Θεότητα του Χριστού, χωρίς κανένα φόβο
και με ελευθέρα γλώσσα εμφανίσθηκε στο
μέσο της συναγωγής των Ιουδαίων και
επανέλαβε: «Αληθώς Θεού Υιός ήν ούτος».
Ακολούθως, όταν ενταφίασαν το ζωοποιό
και πανακήρατο σώμα του Κυρίου, ο
Εκατόνταρχος διατάχθηκε από τον Πιλάτο
να φυλάξει με την κουστωδία του τον
τάφο, καίτοι είχε ευνοϊκή γνώμη για τον
Χριστό και επίστευε, πως είναι Υιός
Θεού. Προφανώς, στην ανάθεση και πάλι
της φυλάξεως από τον Λογγίνο, οι Ιουδαίοι
δεν αντέδρασαν, διότι, μετά τα τόσα
θαυμαστά γεγονότα, κατά και μετά τη
Σταύρωση του Κυρίου, οπωσδήποτε
ευρίσκονταν υπό μεγάλη σύγχυση.Έτσι, ο
Εκατόνταρχος Λογγίνος, εκτελώντας τη
διαταγή του προϊσταμένου του, βρέθηκε
αυτόπτης μάρτυρας των όσων συνέβησαν
κατά τη, με τρόπο θαυμαστό, αναγγελία
της Αναστάσεως του Χριστού υπό του
Γαβριήλ στις Μυροφόρες.Συγκλονίστηκε
μαζί με τους στρατιώτες του από το δυνατό
σεισμό. Είδε το αστραπόμορφο άγγελο, ο
οποίος εκύλησε το μέγα λίθο από τη θύρα
του μνημείου και έζησε τα μετά το άγγελμα
της Αναστάσεως του Χριστού θαυμάσια,
μέσα σε αγωνία, φόβο, συγκίνηση αλλά και
ανεκλάλητη χαρά. Η συγκίνησή του έγινε
«πιστεύω». Η ξεχωριστή τιμή που του
έκανε ο Κύριος να είναι «παρών» στο
μνήμα Του, κατά τη διαπίστωση της Εγέρσεώς
Του, εσφραγισμένου του Τάφου, από τους
φρουρούς - Ρωμαίους στρατιώτες, Μαθητές
Του και Μυροφόρες, έγινε «θρησκεία».«Τώρα,
ποιος μπορεί να μου κλονίσει το "πιστεύω"
μου, έλεγε. Ιδού ο κενός Τάφος, τα εντάφια,
το σουδάριο, ο αποκυλισθείς λίθος».
Οι
Ευαγγελιστές δεν αναφέρουν πότε έγινε
η Ανάσταση ακριβώς και αν είδε κανείς
το Χριστό την ώρα της Αναστάσεώς Του. Ο
Κύριος ηγέρθη του Τάφου, εσφραγισμένου
- όντως - αυτού και φυλασσομένου από
Ρωμαϊκή κουστωδία.Μετά το θαυμαστό
άνοιγμα του Τάφου και τη βεβαίωση των
φρουρών, περί της Αναστάσεως του Κυρίου,
έτρεξαν μερικοί από αυτούς και ανήγγειλαν
τα γενόμενα στους Αρχιερείς.Εκείνοι
δε, επειδή εθεώρησαν μεγάλη ντροπή τους
την Ανάσταση του Χριστού, έκαναν αμέσως
με τους Πρεσβυτέρους συμβούλιο και για
να σκεπάσουν το σφάλμα τους σκέφθηκαν
την δωροδοκία.Έδωκαν στου φρουρούς
αρκετά χρήματα να συκοφαντήσουν την
Ανάσταση και να διαδώσουν, ότι οι μαθητές
του πήγαν κρυφά τη νύχτα, την ώρα που
αυτοί εκοιμούντο, και έκλεψαν το σώμα
του Χριστού (Ματθ. κη' 13).Αυτά, λοιπόν,
διεκήρυξαν οι στρατιώτες της κουστωδίας.
Αλλά, πως ήταν δυνατό να είναι όλοι
συγχρόνως κοιμώμενοι, όταν γνώριζαν
ότι, μια τέτοια αμέλεια ο Ρωμαϊκός Νόμος
την τιμωρούσε με θάνατο; Και, το
σπουδαιότερο. Πως η σκηνή αυτή μαρτυρείται
από ανθρώπους, οι οποίοι εκοιμούντο; Ο
πιστός Λογγίνος δεν έλαβε κανένα αργύριο,
αλλ' ούτε και θέλησε να ενδώσει στις
πιέσεις των Προεστώτων Ιουδαίων.
Απεναντίας, με παρρησία ήλεγξε την
συκοφαντία των Εβραίων και εκήρυξε ότι
ο Χριστός είναι Θεός αληθινός και ηγέρθη
εκ νεκρών.
Ο Κύριος όμως, τον Οποίον
ομολόγησε ως Θεόν, επεφύλαξε στον αγαθό
Εκατόνταρχο και άλλη τιμή. Την τιμή του
μαρτυρίου υπέρ αυτού.Αυτά, όταν τα έμαθαν
ο Πιλάτος, οι Αρχιερείς και το Συνέδριο
των Ιουδαίων, έστρεψαν κατά του Λογγίνου
όλο το μίσος που είχαν κατά του Χριστού
και ζητούσαν ευκαιρία να τον θανατώσουν.
Ο Εκατόνταρχος, μόλις πληροφορήθηκε
από ένα φίλο του το σχέδιο των Ιουδαίων
και για να απαλλαγεί, όσο το δυνατόν
ενωρίτερα απ' αυτούς, τους φθονερούς
και θεοκτόνους, απορρίπτει τη ζώνη και
τη χλαμύδα, περιφρονεί το αξίωμά του,
απαρνείται τους συναδέλφους του, τους
συνεργάτες του, τους συγγενείς και τους
φίλους του και πηγαίνει στην πατρίδα
του, την Καππαδοκία, μαζί με δύο στρατιώτες
της συνοδείας του που επίστευσαν στον
Χριστό.Εκεί, λοιπόν, γίνεται - μετά των
συντρόφων του - κήρυκας των παραδόξων
και θαυμασίων του Χριστού και άλλος
απόστολος. Κηρύττει δε, όσα έζησε κατά
την Σταύρωση και Ανάσταση. Ομολογεί τον
Χριστό Υιό του Θεού. Η ομολογία του
διαδόθηκε σχεδόν σ' όλο τον τότε γνωστό
κόσμο. Χωρίς φόβο κηρύττει, ότι ο
Εσταυρωμένος Ιησούς είναι Θεός
αληθινός.Αυτό, όταν το έμαθαν οι
Χριστομάχοι Ιουδαίοι, όχι μόνο θορυβήθηκαν,
αλλά και εξεμάνησαν εναντίον του.
Μαζεύθηκαν και κατάφεραν τον Πιλάτο να
γράψει κατηγορίες για τον Λογγίνο προς
τον Καίσαρα της Ρώμης Τιβέριο.Ο Πιλάτος
ανέφερε, ότι ο Λογγίνος περιφρόνησε το
αξίωμά του και την πίστη του και εκήρυττε
έναν άνθρωπο Ιησού Χριστό για βασιλέα
αιώνιο, παρέσυρε δε στη γνώμη αυτή τους
περισσοτέρους από τους Καππαδόκες. Οι
Ιουδαίοι, μαζί με την επιστολή προς τον
Τιβέριο, έστειλαν και αργύρια για να
τον πείσουν να καταδικάσει το Λογγίνο
σε θάνατο.Έτσι, αφού διέβαλαν τον Λογγίνο
στη Ρωμαϊκή εξουσία, επέτυχαν την έκδοση
αυτοκρατορικού διατάγματος, σύμφωνα
με το οποίο ο Πιλάτος επροστάσσετο όπως
φονεύσει αυτόν και τους δύο συντρόφους
του.Μόλις έλαβαν γνώση της αποφάσεως
του Καίσαρα οι Ιουδαίοι, αμέσως, ως γύπες
σαρκοβόροι εκινήθηκαν να τους θανατώσουν,
αποστέλλοντας στην Καππαδοκία στρατιώτες
προς το σκοπό αυτό.
Ο αγαθός Λογγίνος
διέμενε έξω από την πόλη σ' ένα κτήμα
που ήταν πατρικό του, ζώντας με τους δύο
συντρόφους του μία ασκητική και ήρεμη
ζωή Μπορεί δε, και να χαρακτηριστεί ως
ιδρυτής του ατύπου κοινοβιακού
χριστιανικού βίου.Οι στρατιώτες, λοιπόν,
που πήγαιναν να φονεύσουν το Λογγίνο,
έφθασαν ένα βράδυ στο σπίτι του και μη
γνωρίζοντες, ότι ήταν εκείνος που
ζητούσαν, τον ρώτησαν μυστικά να τους
υποδείξει τον τόπο που κατοικούσε ο
πρώην Αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού,
Εκατόνταρχος Λογγίνος. Το είπαν αυτό,
γιατί ήθελαν να υπάγουν αιφνιδίως να
τον συλλάβουν. Επίστευαν, ότι αν το
επληροφορείτο θα έφευγε και δε θα
μπορούσαν να φέρουν εις πέρας την
αποστολή τους. Δεν ήταν ποτέ δυνατό να
εννοήσουν οι άφρονες, ότι εκείνος δικαίως
επιθυμούσε να θανατωθεί για την αγάπη
του Χριστού, ο Οποίος τόσα φρικτά μαρτύρια
υπέστη για τη δική μας σωτηρία, μιμούμενος
το Πάθος Του.Οι διώκτες του τον καταζητούν
και μπαίνουν στο σπίτι του, αγνοώντας
ποιος είναι ο οικοδεσπότης. Ο Λογγίνος
εγνώρισε από πνεύμα Άγιο τι τον ήθελαν.
Παρ' όλα αυτά τους είπε με φωνή ήρεμη
και γεμάτη καλωσύνη.«Μην ανησυχείτε,
εγώ θα σας τον υποδείξω αυτόν που
ζητείτε». Ανίκητη μυστική έλξη προς το
μαρτύριο αποδεικνύεται, κυρίως, η αγάπη
προς τον Κύριο.
Ο Λογγίνος φλογερός
εραστής του θείου Νυμφίου επιθυμεί να
αποθάνει στην παλαίστρα, να ενωθεί με
τον Χριστό. Νοσταλγεί την Άνω Ιερουσαλήμ
και σπεύδει να Τον συναντήσει.Επειδή
εγνώριζε προ του μαρτυρίου, πόση
ευχαρίστηση επρόκειτο να απολαύσει
μετά τον θάνατό του, σκεπτόμενος έλεγε
προς τον εαυτό του:
«Ως ωραίοι οι
πόδες των ευαγγελιζομένων ειρήνην, των
ευαγγελιζομένων τα αγαθά» (Ρωμ. Ι' 15,
Ησαΐου νβ' 7).«Τώρα , αξιώνομαι να ίδω
τους ουρανούς ανοιγμένους, να ιστορήσω
τη δόξα του μονογενούς Υιού του Πατρός,
να θωρήσω την ανέκφραστη αστραπή του
Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Τώρα, θα είπω, Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι
το πνεύμα μου, όπως ο πρώτος των Μαρτύρων,
Στέφανος. Τώρα, απέρχομαι στην ανωτάτη
χρυσόπυργο Ιερουσαλήμ, όπου είναι η
πατρίδα των αγγέλων και η μητρόπολη
όλου του χορού των αγίων...Τώρα, γυμνώνομαι
από τον πήλινο χιτώνα, ελευθερώνομαι
από τους πολυστενάκτους δεσμούς της
σάρκας και απαλλάσσομαι από τη φθορά.
Ενδύομαι με τη μεγάλη χαρά, την αφθαρσία
και πηγαίνω προς το λιμένα εκείνον της
ζωής, όπου κατοικούν οι άγιοι. Ευφραίνου,
λοιπόν, ψυχή μου, γιατί πηγαίνεις προς
τον Σωτήρα και Ποιητή σου. Δείξε, ώ
Λογγίνε, ευχάριστο και γελαστό πρόσωπο,
γι' αυτή σου την κλήση». Με αυτές
τις σκέψεις που έκαμε, επήρε ο μακάριος
τους δημίους στο σπίτι του. Μάλιστα,
έδωκε εντολή στους οικείους του: «Πολυτελή
παραθήσωμεν τράπεζαν, τοις επί το δείπνον
ημών καλούσι το βασιλικόν». Οποία θεία
φιλοσοφία κρύβεται στους λόγους του
μελλοθανάτου. Οι δήμιοι φονεύοντας το
Μάρτυρα προσκαλούν στο βασιλικό Δείπνο
του Ουρανού. Ο Μάρτυς Λογγίνος οραματίζεται
το Ουράνιο Δείπνο, θεωρεί ευεργέτες
τους δημίους και παρακάθεται στο ίδιο
τραπέζι με αυτούς. Αφού τους εφιλοξένησε
πλουσιώτατα, τους ερώτησε για ποια αιτία
ζητούσαν το Λογγίνο.Εκείνοι ανύποπτοι,
αφού τον όρκισαν να μην ανακοινώσει σε
κανένα την υπόθεση, του ανέφεραν ότι ο
Τιβέριος έγραψε στον Πιλάτο μα θανατώσει
τον πρώην Εκατόνταρχο και τους δύο
στρατιώτες που τον ακολούθησαν.Τότε, ο
Λογγίνος, ερώτησε να μάθει τα ονόματα
των στρατιωτών και αφού βεβαιώθηκε ότι
πρόκειται περί των συντρόφων του, τους
είπε: «Αναπαυθείτε δύο μέρες στο σπίτι
μου, γιατί αυτοί οι τρεις έρχονται εδώ
μεθαύριο και θα σας τους παραδώσω, χωρίς
να πάτε εσείς να τους αναζητήσετε».Αυτό
το είπε, γιατί οι άλλοι δύο έλειπαν σε
κάποια υπηρεσία.Έχοντας πόθο να
μαρτυρήσουν και οι τρεις μαζί, τους
ειδοποίησε να επιστρέψουν αμέσως. Εν
τω μεταξύ ο Λογγίνος περιποιήθηκε τους
δημίους του πλουσιοπάροχα, σαν τέλειος
μαθητής του Δεσπότου Χριστού. Το
επικείμενο μαρτύριο, καθόλου δεν τον
εμπόδισε στη φιλοξενία των ανθρώπων
που μετ' ολίγον θα τον αποκεφάλιζαν.Απεναντίας
έχαιρε και περίμενε πότε να επιστρέψουν
οι αδελφοί-στρατιώτες του.
Όταν
άκουσε πως έρχονταν και οι άλλοι δύο,
τότε είπε προς τους δημίους του ο
Λογγίνος:«Αγαπητοί μου φίλοι, ήλθε η
ώρα να σας ανακοινώσω το μυστικό, που
σας έκρυβα μέχρι τώρα. Εγώ είμαι ο
Εκατόνταρχος Λογγίνος, τον οποίον εσείς
ζητείτε».Εκείνοι, μόλις άκουσαν την
πληροφορία - απο-κάλυψη, εξεπλάγησαν.
Επειδή τον έβλεπαν με πρόσωπο χαρωπό
στην αρχή δεν τον επίστευσαν. Όταν όμως,
βεβαιώθηκαν ότι αυτός ήταν ο καταζητούμενος,
επόνεσε η ψυχή τους και βαρειά αναστέναξαν.
Τους έτυπτε η συνείδησή τους, γιατί ήταν
υποχρεωμένοι να του ανταποδώσουν τέτοιο
κακό, παρ' ότι τους εφιλοξένησε με τόση
καλωσύνη και αγάπη, γνωρίζοντας ότι
ήταν οι δήμιοί του. Του έλεγαν δε, με
πόνο και θλίψη: «Γιατί, φίλε Λογγίνε,
έκαμες τέτοιο εγχείρημα να υποδεχθείς
τους δημίους σου στο σπίτι σου και η
φιλοξενία τους να γίνει για σένα θάνατος;
Τι σε έκανε να φιλοξενήσεις τόσο πλούσια
τους σφαγείς σου, επί τρεις ημέρες;Πήγαινε
εις ειρήνην, ώ άνθρωπε, ας είναι η ζωή
σου χάρισμα για το μισθό της φιλοξενίας
σου. Φοβούμεθα να βάλουμε το μαχαίρι
στο λαιμό σου. Ευλαβούμεθα το αλάτι και
τα φιλεύματα που φάγαμε στο σπίτι σου.
Φοβούμεθα ακόμα το Θεό, ου είναι ο έφορος
της φιλοξενίας. Πώς να σηκώσουμε τα
χέρια μας επάνω σου; Δειλιάζουν, όχι
μόνο τα χέρια μας, αλλά και τα πόδια μας
και όλο το σώμα. Πώς να κάνουμε τέτοιο
κακό; Δεν μπορούμε να γίνουμε φονευτές
του ευεργέτου και ξενοδόχου μας. Καλλίτερα
να κινδυνεύσουμε από τον Πιλάτο, παρά
να μολύνουμε τη συνείδησή μας και να
διαπράξουμε ένα τέτοιο ανοσιούργημα».
Αυτά
έλεγαν οι δήμιοι, στρατιώτες του Πιλάτου,
διότι συμπονούσαν τον Άγιο. Αλλ' εκείνος
πρόθυμος και εύψυχος αθλητής» δεν
παραιτείται του αγώνα υπέρ του ονόματος
του Κυρίου και προς αυτούς «ευθαρσώς
αποκρίνεται».«Γιατί φθονείτε τα αγαθά,
που μου δίνετε παρά τη θέλησή σας; Γιατί
οδύρεσθε για τον θάνατό μου, που είναι
η απαρχή της ζωής μου και βασιλεία
αιώνιος; Μη λυπείσθε, φίλοι μου, αλλά
παρηγορηθείτε, διότι τούτο το τέλος μου
προξενεί αιώνιο αγαλλίαση, αφού με
αξιώνει να συνευφραίνομαι πάντοτε στον
Παράδεισο με το Δεσπότη μου Χριστό.
Αυτός είναι Θεός αληθέστατος, όπως - όλα
τα κτίσματά του κατά την ώρα του εκουσίου
πάθους του - ομολόγησαν. Ο ουρανός
εμαύρισε. Ο ήλιος εσκοτίσθη. Η γη
εταλαντεύθη. Οι πέτρες εσχίσθηκαν. Και
εγώ να γίνω αναισθητότερος από τα λιθάρια
και τα άλλα κτίσματα; Να μη γνωρίσω τον
κτίστη μου; Μη θελήσετε να με δείτε
προδότην της ζωής κι' αποστερημένον της
θείας χάριτος. Φοβούμαι, ότι θα εύρω
κατήγορον την κτίσιν αν δείξω τέτοια
απιστία. Δεν πρόκειται να αρνηθώ Εκείνον,
τον οποίον άπαξ ωμολόγησα. Μη θελήσετε
να ζημιωθώ την δόξαν εκείνην. Μη γένοιτο».
Αυτά και έτερα, έλεγε ο Άγιος, για
να πείσει τους απεσταλμένους να εκτελέσουν
τη διαταγή που πήραν από τον Πιλάτο. Εν
τω μεταξύ έφθασαν και οι δύο σύντροφοι
του Λογγίνου. Μόλις τους αντίκρυσε,
χάρηκε πάρα πολύ και αφού τους αγκάλιασε
και τους κατεφίλησε αδελφικά, τους είπε:
«Χαίρετε, ώ συστρατιώτες του Χριστού,
νικητές των θείων αγώνων και κληρονόμοι
της βασιλείας των ουρανών. Χαίρετε,
γιατί άνοιξε για μας η πύλη του Ουρανού
και άγγελοι του Θεού μέλλουν να παραλάβουν
τις ψυχές μας και να τις προσφέρουν στο
μονογενή Υιό του Θεού. Ιδού, βλέπω τις
λαμπάδες και κατοπτεύω τα στεφάνια και
τα βραβεία στοχάζομαι, με τα οποία θα
σταθούμε προ του βήματος του Νυμφίου,
αγαλλόμενοι».Το θαύμα οφείλεται στην
πίστη την «δι' αγάπης ενεργουμένην»
(Γαλάτ. ε' 6). Ο Άγιος Μάρτυς Λογγίνος
ντύνεται «στολήν καθαράν...ως επί γάμον
και νυμφώνα καλούμενος», ευφραίνεται,
μελετά τη θυσία του μαρτυρίου και βαδίζει
χαίροντας προς τον Κύριο και Δεσπότη.Μία
μόνο επιθυμία είχε. Το σώμα του ήθελε
να ενταφιασθεί σ' ένα λόφο, τον οποίον
και υπέδειξε στους «φίλους» του δημίους.Ο
άγιος Λογγίνος εραστής του Εσταυρωμένου,
έχοντας το πλήρωμα της αγάπης προς το
Χριστό και τους δημίους, πείθει τους
φιλοξενηθέντες στρατιώτες - δημίους,
κάμπτει το γόνατο, αποκεφαλίζεται και
εγγράφεται στους χορούς των Αποστόλων
και Μαρτύρων. Ακολούθως και οι σύντροφοί
του πανευτυχείς, λαμπροστολισμένοι,
έσκυψαν τις τίμιες κεφαλές τους και οι
απεσταλμένοι τις απέκοψαν, εκτελώντας
το αυτοκρατορικό πρόσταγμα. Έτσι,
προστέθηκαν και αυτοί οι δύο στους
πρώτους υπέρ του Χριστού ενδόξους
Μάρτυρες.Η αποκεφάλισή τους έλαβε χώραν
την 16ην Οκτωβρίου. Οι μακάριες ψυχές
των τριών «Αθλητών» της πίστεώς μας
ανέβηκαν παρευθύς στα ουράνια, για να
συναντήσουν τον νικητή του θανάτου, τον
Ιησού Χριστό, ο Οποίος υπέρ της σωτηρίας
αυτών και όλου του κόσμου απέθανε.
Όντως,
στο Λογγίνο και στους δύο στρατιώτες
του «εχαρίσθη το υπέρ Χριστού, ου μόνο
εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και υπέρ αυτού
πάσχειν» (Φιλιπ. α' 29).Είναι γεγονός, ότι
η πίστη και ο μαρτυρικός θάνατος του
Εκατοντάρχου, ο οποίος θανατώθηκε γιατί
εκήρυττε την Ανάσταση του Κυρίου, ως
και το μαρτύριο των δύο στρατιωτών του,
για τον ίδιο λόγο αποτελούν, θα λέγαμε,
αμάχητη απόδειξη της Αναστάσεως του
Κυρίου εκ νεκρών.
Οι δήμιοι, μετά
την αποκεφάλιση, πήραν την κεφαλή του
Μάρτυρα Λογγίνου και την έφεραν στον
Πιλάτο για να βεβαιωθεί πως τον θανάτωσαν
και να ευφρανθούν και οι Ιουδαίοι
βλέποντας αυτή.Οι Ιουδαίοι, όταν είδαν
την κεφαλή του Εκατοντάρχου Λογγίνου,
χάρηκαν και έδωκαν στους δημίους -
στρατιώτες πολλά αργύρια. Ο Πιλάτος,
για να ικανοποιήσει πιο πολύ τους
μοχθηρούς Ιουδαίους, διέταξε και πέταξαν
την τίμια κεφαλή του Μάρτυρα περιφρονητικά,
έξω από την Πόλη.
Αλλά ο Κύριος,
για τον Οποίον κόπηκε η τιμία αυτή
κεφαλή, δεν την άφησε να μείνει
καταφρονημένη εκεί στις ακαθαρσίες που
την έρριψαν. Την εφύλαξε αοράτως και
δεν έπαθε καμία αλλοίωση, παρ' ότι έμεινε
αρκετό χρονικό διάστημα μέσα σε βρώμικο
τόπο.Όχι μόνο το σημείο τούτο ετέλεσε,αλλά
και άλλα,πιο θαυμαστά.
Τόν
βλέπανε,πού δέν πάταγε στήν γη,αλλά περπατούσε στόν αέρα μέχρι,πού χάθηκε
απ' τά μάτια τους.
...Αυτός ό τσοµπάνος, πού
πήγε στόν Παράδεισο, τόν λέγανε Μαυρογένη,
γιατί είχε µαύρα γένια καί ζούσε µέ τήν
γυναίκα του απ” τόν κόσµο µακρυά, µέ τά
ζωντανά του καί δέν κατέβαινε στό χωριό,
παρά µονάχα γιά νά πουλήση τά τυριά του
καί νά ψουνίση τά χρειαζούµενα, ξεκίνησε
νά λέη ό Προκόπης. Μιάν ήµέρα τό λοιπόν, όπου
βρέθηκε στό χωριό γιά τίς δουλειές του,
πήγε νά άνάψη ενα κερί στήν εκκλησιά,
γιατί ήτανε θεοφοβούµενος καί καλής
ψυχής άνθρωπος.Εκεί µιλούσεν ό παπάς
στούς χωριανούς του καί τούς έλεγε τό
κήρυγµα γιά τόν ίσιον δρόµο του Θεού,
πού πάει όλόϊσια στόν Παράδεισον, αν
δέν στρίβουµε δεξιά κι αριστερά. Πρέπει
νά τραβούµεν ίσια καί νά είµαστε
συµπονετικοί γιά κάθε άνθρωπον, όταν
εχει τήν ανάγκην µας. Νάµαστεν δηλαδή
ψυχηκάρηδες καί νά έλεούµε, γιατί τό
ίδιο κάνει καί ο Θεός καί έλεεί τόν
κόσµον όλον γιά νά ζη καί νά πορεύεται.
Κι όποιον δει πώς κάνει κι αυτός τό ίδιο,
τόν συµπαθα πολύ καί τόν παίρνει στόν
Παράδεισον, όπου είναι ή ζωή µεγαλείο
άτελείωτον! «Ετσι τά έλεγεν ο παπάς κι
ετσι πρέπει νά είναι, κατά τήν γνώµην
µου. Ή Έκκλησία δέν λέγει ποτέ
της ψέµατα καί γιατί νά τά πη, µαθές;“Όλοι
ακούγαµε τόν άπλοϊκόν τσοµπανο, πού
µιλούσε µέ τόν δικό του παραστατικόν
τρόπο καί κάθε λίγο σκούπιζε τά µουστάκια
του, άγνωστον γιατί, καί δέν εδειχνε
δυσκολία στό νά έκφραστή αυθόρµητα καί
νά πη τήν πίστη του. Ό φίλος µου, πού είχε
ένθουσιασθή, ρώτησε, συντοµεύοντας τήν
µικρή παύση στήν διήγηση του Προκόπη:Καί
µετά τί έγινε:Πως πήγε στόν Παράδεισον;“Όταν
γύρισε στό καλύβι του, τό είπε στήν
γυναίκα του χαρούµενος αυτό τό ευχάριστο
µαντάτο καί της είπε πώς θά πάει τήν
άλλη µέρα νά συναντήση τόν Θεό. “Ετσι
κι έγινε.
Τήν άλλη µέρα πηρε ψωµοτύρι
µαζί του, χαιρέτισε τήν κυρά του καί
ξεκίνησε γιά τόν Παράδεισο. Πήρε τόν
ίσιον δρόµο καί προχωρούσε ανάµεσα στά
χωράφια, χωρίς νά στρίβη δεξιά τι
αριστερά, όπως είπεν ο παπάς καί τό
βραδινό κοιµήθηκε κάτω από ένα δέντρο
καί συνέχισε τήν άλλη µέρα τόν ίσιο
δρόµο γιά τόν Παράδεισο.“Εφαγε καί τό
ψωµοτύρι, που είχε µαζί του καί συνέχισε
καί τήν τρίτη µέρα καί τήν τέταρτη.Τό
ένα βουνό ανέβαινε, τό άλλο κατέβαινε.Τήν
πέµπτη µέρα πείνασε πολύ καί σκέφτηκε
τί νά κάνη καί που νά βρη τροφή. Κι όταν
άνέβηκε τό βουνό, πού ηταν µπροστά του,
είδε στήν απέναντι πλαγιά ένα Μοναστήρι.
“Έσυρε λοιπόν καί πήγε.Χτύπησε τήν
πόρτα καί ζήτησε βοήθεια. Ευτυχώς τό
Μοναστήρι βρισκόταν πάνω στόν δρόµο
του.Τόν βάλανε λοιπόν µέσα στήν εκκλησιά
του Μοναστηριού νά περιµένη, ώσπου νά
του φέρουνε τίποτε φαγώσιµο.Κι έβλεπε
ολόγυρα τίς εικόνες καί τίς θαύµαζε,
όλες του φαινότανε ζωντανές, όλοζώντανες.
Μόνο, πού δεν µιλούσανε. Κι όντας έστρεψε
τό µάτι του καί εΙδε στόν σταυρό
σταυρωµένον κι όλόγυµνο καί µατωµένον
τόν Χριστό, άναφώνησε:“Ωχου, τό παλληκάρι,
τό λαβώσανε οί άτιµοι! “Ωχου καί τόν
έχουν κρεµασµένον ακόµα!
Τήν ίδια στιγµή,
ένας καλόγερος του εφερε λίγα φαγώσιµα,
τάβαλε πάνω στον πάγκο καί τούπε νά φάη,
συνέχισε ο Προκόπης. Ό καλόγερος όµως
µπαίνοντας τόν άκουσε,πού µιλούσε στόν
σταυρωµένον καί τόν ρώτησε:Μιλούσες µέ
κανέναν, άδερφέ;Ό Μαυρογένης, πού
υποψιάστηκε τόν καλόγερον, πώς είναι
απ” αύτούς, πού τόν σταυρώσανε, δέν είπε
τίποτα. Κι όταν έφυγε ο καλόγερος φώναξε
στόν σταυρωµένον:“Έ, παλληκάρι! Μπορείς
νά κατεβεις; από κεί πάνω, νά “ρθης νά
φαµε µαζί αυτά, πού µου φέρανε; Θές νά
“ρθώ νά σέ κατεβάσω εγώ;“Οχι. Μπορώ καί
µόνος µου νά κατέβω. “Ερχοµαι.Κατέβηκε
τό λοιπόν ο Σταυρωµένος κάτω, συνέχισε
ο Προκόπης τήν άφήγησή του, καθησε στον
πάγκο κι έφαγε κι έπιασε κουβέντα µέ
τόν τσοµπάνο. “Εκείνος τούπε νά τόν
πάρη µαζί του,τώρα πού πάει νά συναντήσει
τόν Θεό.Θέλεις νά σέ πάρω κι εσένα; Ό
Θεός είναι καλός καί θά σε λυπηθή καί
θά σέ βάλη καί σένα στόν Παράδεισο.“Εγώ
γι” αυτό πάω στόν Θεό. “Ερχεσαι µαζί
µου; Δέν πρόλαβε όµως ο Σταυρωµένος ν”
άποκριθή, γιατί ακούστηκε νά ερχεται ο
καλόγερος.Τότε ο Σταυρωµένος ξανανέβηκε
γρήγορα πάνω στόν σταυρό κι έµεινε µέ
ανοιγµένα χέρια.Καί ο καλόγερος ρώτησε
τόν τσοµπάνο:Τώρα µή µου πης πώς δέν
µίλαγες µέ κανέναν.Σ” ακουσα µέ τά ίδια
µου τ” αυτιά.Λέγε µέ ποιόν µιλούσες;Ό
Μαυρογένης φοβήθηκε στήν αρχή, δίστασε
καί στό τέλος είπε στόν καλόγερο πώς
μιλούσε μέ τό κρεμασμένο αυτό παλληκάρι,
πού τό λυπήθηκε καί τό κάλεσε νά φάνε
μαζί τό βρισκάμενο.Καί είπε στόν
καλόγερο:Μή μέ μαρτυρήσεις, άγιε καλόγερε,
αλλά θέλω νά πάω στόν Παράδεισο καί ό
παπάς του χωριού μας είπε νά πάρουμε
τόν ίσιο δρόμο καί νά είμαστε
ψυχοπονιάρηκα;Κατάλαβες;Τό λυπήθηκα
λοιπόν τό παλληκάρι καί τό κάλεσα νά
πάρη κι αυτό μιά μπουκιά ψωμί.Κακό
εκανα;“Οχι, όχι, καλά εκανες καί πάντα
νά συμπονας τούς άναγκεμένους, αποκρίθηκε
κατάπληκτος ό καλόγερος μέ τά όσα του
είπε ό τσομπανος.Κι ετρεξε καί τά φανέρωσε
όλα στόν Ήγούμενό του.
“Ύστερα, λέγει η
ιστορία, φτάσανε όλοι οί καλόγεροι μέ
τόν Ήγούμενο στήν εκκλησιά καί βάλανε
μετάνοια στόν τσομπανο,πού έφαγε μαζί
με τόν Σταυρωμένο Χριστό καί τόν
παρακαλέσανε νά πει καμμιά καλή κουβέντα
καί γι” αύτούς, όταν συναντήσει τόν
Θεό.Άμα τόν δω τόν Θεό, θά του πω καί γιά
σας, αλλά γιατί τό κρατατε σταυρωμένο
τό παλληκάρι; Τί σας εκανε; Κατεβάστε
το νά φάη καί νά ντυθη,πού είναι όλόγυμνος
καί πληγωμένος.Κι αν δέν τόν θέλετε
έσεις εδώ, τόν παίρνω εγώ μαζί μου.
Έκείνοι κοκκαλώσανε
απ” τήν καλωσύνη καί τήν αθωότητα τοϋ
Μαυρογένη καί, άφού του δώσανε όλα τα
χρειαζούμενα, τόν συνόδεψαν κάμποσο
στόν ίσιο δρόμο, πού ακολουθούσε κι,όταν
έκείνος απομακρύνθηκε,τόν βλέπανε πού
δέν πάταγε στήν γη, αλλά περπατούσε στόν
αέρα μέχρι, πού χάθηκε απ” τά μάτια
τους.Αυτός ό καλός άνθρωπος γιά μένα θά
πήγε στόν Παράδεισο τό δίχως άλλο.Γιατί
λυπότανε όλους τούς πονεμένους, όπως
κάνει κι ό Θεός.Έγώ γράμματα δέν ξέρω
γιά νά τά πώ πιο όμορφα,αλλά θυμάμαι τόν
παππού μου τόν Χαραλάμπη,πού έλεγε πώς
ό,τι κάνεις σ” αυτήν τήν ζωή τά ίδια θά
σου κάνουνε κι εσένα στήν άλλη. Κι αυτό
τό πιστεύω. Αυτή εναι n Ιστορία, πού
άκουσα.
Από το βιβλίο του Π.Μ.Σωτήρχου «Οι
εραστές του παραδείσου»,Εκδόσεις
Αστήρ.Πηγή.Άγια Μετέωρα.Τίτλος,επιμέλεια
κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Ο Άγιος Συμεών
ο Νέος Θεολόγος, γεννήθηκε το έτος 949
μ.Χ. στη Γαλάτη της Παφλαγονίας από
γονείς ευσεβείς και εύπολόγος, γεννήθηρους, τον
Βασίλειο και την Θεοφανώ. Ο θείος τολής παιδείας. Όμως ο
Όσιος δεν έδινε προσοχή και δεν έδειχνε Κωνσταντινουπόλεως, πρυ Βασβίλειος, ο οποίος κατείχε υψηλή θέση στον αυτοκρατορικό οίκο της φυσικό, έτυχε καοσέλαε νωρίς τον ανεψιό του κοντά του, όπου, όπως ήτανενδιαφέρον για μάθηση. Κατά την
εποχή αυτή ο Συμεών γνωρίστηκε με έναν
μοναχό της περιωνύμου μονής Στουδίου,
ο οποίος ονομαζόταν, επίσης, Συμεών. Ο
μοναχός αυτός έγινε από την αρχή ο
πνευματικός του πατέρας. Όταν κατά το
έτος 963 μ.Χ. πέθανε ο θείος του, ο Συμεών
προσήλθε στη μονή του Στουδίου, όπου
ζητούσε «τὸν ἐκ νεότητος αὐτοῦ
χρηματίσαντα πατέρα πνευματικὸν καὶ
διδάσκαλον». Ο ίδιος ο Όσιος Συμεών
παρομοιάζει τον θείο του με τον Φαραώ,
τη διαμονή του στον αυτοκρατορικό οίκο
με την αιχμαλωσία των Ισραηλιτών στην
Αίγυπτο και τον πνευματικό του πατέρα
με τον Μωυσή.
Κάποτε ο Γέροντάς του,
του έδωσε ένα βιβλίο με τα συγγράμματα
των Αγίων Μάρκου του Ερημίτου και
Διαδόχου Φωτικής. Ζωηρή εντύπωση του
προξένησε το ακόλουθο απόφθεγμα από το
βιβλίο του Αγίου Μάρκου του Ασκητού,
που είχε τον τίτλο «Περὶ Νόμου
Πνευματικοῦ»: «Ἐὰν ζητᾷς ὠφέλεια,
ἐπιμελήσου τὴ συνείδησή σου, κάνε ὅσα
σοῦ λέει καὶ θὰ εὕρεις τὴν ὠφέλεια». Ο
Όσιος Συμεών ήταν σαν να άκουσε το λόγο
αυτό από το στόμα του Θεού και άρχισε
αμέσως να κάνει ότι τον πρόσταζε η
συνείδησή του. Και αυτή, που είναι κάτι
θεϊκό, τον παρακινούσε συνεχώς στα
ανώτερα, έτσι ώστε αύξησε την προσευχή
και την μελέτη του μέχρι την ώρα που
άρχιζε να λαλεί ο πετεινός, δηλαδή μέχρι
τα χαράματα. Σε αυτό τον βοηθούσε και η
συνεχής νηστεία. Έτσι, ακόμα και πριν
φύγει από τον κόσμο, ζούσε σχεδόν ασώματο
βίο. Δεν του χρειάστηκε λοιπόν πολύς
καιρός, για να εκδημήσει εντελώς από τα
ορώμενα και να εισδύσει στα αόρατα θεία
θεάματα. Κάποια νύχτα, λοιπόν, που
προσευχόταν και με καθαρό νου επικοινωνούσε
με τον Θεό, είδε ξαφνικά να λάμπει άπλετο
φως από τους ουρανούς και να κατεβαίνει
προς αυτόν. Φώτισε τα πάντα και τα
μετέβαλε σε μια ολοκάθαρη ημέρα. Καθώς
ήταν και ο ίδιος τυλιγμένος από αυτό το
φως, του φαινόταν σαν να εξαφανίσθηκε
ολόκληρη η οικία μαζί με το δωμάτιό του,
ενώ ο ίδιος είχε αρπαγεί στον αέρα,
νιώθοντας σαν να μην είχε καθόλου σώμα.
Κατάπληκτος από το μέγα τούτο μυστήριο
κραύγαζε με μεγάλη φωνή το «Κύριε,
ἐλέησον». Καθώς βρισκόταν μέσα σε αυτό
το θείο φως, βλέπει στα ύψη του ουρανού
μια ολόφωτη νεφέλη, άμορφη και ασχημάτιστη,
γεμάτη από την άρρητη δόξα του Θεού. Στα
δεξιά της έστεκε ο πνευματικός του
πατέρας Συμεών ο Ευλαβής. Έμεινε σε αυτή
την εκστατική κατάσταση για πολύ, χωρίς
να αισθάνεται, καθώς βεβαίωνε αργότερα,
εάν ήταν μέσα στο σώμα ή εκτός του
σώματος. Όταν κάποτε εκείνο το φως σιγά
- σιγά υποχώρησε, ήλθε στον εαυτό του
και κατάλαβε πως βρίσκεται μέσα στο
δωμάτιο.
Μετά από αυτή τη θεωρία, ο
Όσιος Συμεών ικέτευε συνεχώς το Γέροντά
του να τον κείρει μοναχό. Αλλά ο
πνευματικός του πατέρας τον αναχαίτισε,
επειδή ήταν νέος στην ηλικία και έτσι
ο Όσιος επέστρεψε στην οικία του θείου
του, όπου άρχισε με επιμέλεια να μελετά.
Βαθιά εντύπωση απεκόμισε από τα έργα
των Αγίων Μάρκου του Ασκητού και Διαδόχου
Φωτικής, τα οποία έλαβε από τα χέρια του
πνευματικού του.
Κατά το έτος 970 μ.Χ.
ο Συμεών επισκέφθηκε τους γονείς του
και τους ανακοίνωσε την κλίση του για
τον μοναχικό βίο. Μάταια εκείνοι
προσπάθησαν να μεταβάλλουν την απόφαση
του μονάκριβου υιού τους. Η απόφαση του
Συμεών ήταν σταθερή. Αρνήθηκε εγγράφως
την πατρική περιουσία που του ανήκε και
κατέφυγε στη μονή του Στουδίου. Λίγο
αργότερα μεταβαίνει στη μονή του Αγίου
Μάμαντος του Ξηροκέρκου, υπό τον ηγούμενο
Αντώνιο, που βρισκόταν κοντά στη μονή
του Στουδίου. Μετά από μία διετία εκάρη
εδώ μοναχός, για να φωτίζει όλους τους
πιστούς με το φως της γνώσεως, που φώτιζε
τον εαυτό του. Όταν μετά από λίγο πέθανε
ο ηγούμενος της μονής, ο Όσιος Συμεών
χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και με την
ευλογία του Πατριάρχη Νικολάου του
Χρυσοβέργη (984 - 995 μ.Χ.) και την έγκριση
των μοναχών του Αγίου Μάμαντος, έγινε
ηγούμενος της μονής. Ως ηγούμενος
ο Όσιος έπρεπε να αντιμετωπίσει πολλές
δυσάρεστες καταστάσεις. Όχι μόνο την
κατεστραμμένη μονή, αλλά προ πάντων το
ανθρώπινο στοιχείο. Η μονή παρομοιαζόταν
με κατάλυμα κοσμικών και νεκρών σωμάτων.
Και η μεν μονή ως οικοδόμημα κατελαμπρύνθηκε,
η πνευματική όμως συγκρότηση των μοναχών
απαιτούσε πολλές ανυπέρβλητες προσπάθειες.
Η διδασκαλία του συνάντησε την μεγάλη
αδιαφορία ορισμένης ομάδας μοναχών, οι
οποίοι έφθασαν στο σημείο, κατά την
διάρκεια μια πρωινής κατηχήσεως, να
επιτεθούν κατά του Γέροντός τους. Κατά
την ώρα της επιθέσεως ο Όσιος, «τᾶς
χεῖρας δεσμεύσας πρὸς ἐαυτὸν καὶ εἰς
οὐρανὸν ἄρας αὐτοῦ τὴν διάνοιαν, ἐπὶ
χώρας ἄσειστος ἔστη, ὑπομειδίων καὶ
φαιδρὸν ἀτενίζων πρὸς τοὺς
ἀλάστορας». Αυτό ήταν αρκετό να
αφοπλίσει τελείως τους τριάντα εκείνους
μοναχούς, οι οποίοι επέδειξαν αυτή την
συμπεριφορά. Ο Πατριάρχης Σισίννιος ο
Β' (996 - 998 μ.Χ.) προς τον οποίον κατέφυγαν
αμέσως, για να δικαιωθούν προφανώς από
αυτόν, εξεπλάγη από την μανία και τον
φθόνο των ασύνετων μοναχών και διέταξε
να εξορισθούν. Όμως ο Όσιος Συμεών
παρακάλεσε θερμώς τον Πατριάρχη να τους
συγχωρέσει. Ο Όσιος, παρά τα πολλά
καθήκοντά του στη μονή, εύρισκε καιρό
να γράφει «τῶν θείων ὕμνων τοὺς ἔρωτες»,
τους «λόγους τῶν ἐξηγήσεων», τους
«κατηχητικοὺς λόγους», τα «Πρακτικά,
Γνωστικὰ καὶ Θεολογικὰ Κεφάλαια».
Δυσάρεστα
ζητήματα εναντίων του Οσίου δημιούργησε
ο σύγκελλος του Πατριάρχη, Μητροπολίτης
Νικομήδειας Στέφανος. Αφορμή γι' αυτό
ήταν η αγαθή φήμη του Οσίου. Επειδή ο
σύγκελλος δεν μπορούσε να βρει στον βίο
του Οσίου κάποια κατηγορία, στράφηκε
προς το πρόσωπο του κοιμηθέντος ήδη
Γέροντός του. Η κατηγορία του σύγκελλου
ήταν ότι ο Όσιος υμνούσε τον πνευματικό του πατέρα ως Άγιο. Τελικά έπεισε την
Σύνοδο να διερευνήσει το ζήτημα. Και
μετά την διαδικασία αυτή, όλοι αναγνώρισαν,
εκτός του σύγκελλου, το δίκαιο του
Συμεών. Τότε ο σύγκελλος συνεργάστηκε
με μοναχούς που εχθρεύονταν τον Όσιο
και έκλεψε από τη μονή την εικόνα επί
της οποίας είχε αγιογραφηθεί ο πνευματικός
πατέρας του Οσίου μαζί με τον Χριστό
και άλλους Αγίους. Ο Όσιος διατάχθηκε
να προσέλθει στη Σύνοδο, για να απολογηθεί.
Και πάλι βρέθηκε αθώος. Ο Όσιος
παρέμεινε επί είκοσι πέντε χρόνια ως
ηγούμενος και το έτος 1005 μ.Χ. αποσύρθηκε
σε ησυχαστήριο στο αντίπερα ερημόκαστρο
της Χρυσουπόλεως, που εκαλείτο Παλουκητόν
και ησύχαζε στη μονή της Αγίας Μαρίνας. Στην ηγουμενία τον διαδέχθηκε ο μαθητής
του Αρσένιος. Κοιμήθηκε με ειρήνη το
έτος 1022 μ.Χ. Η Σύναξη αυτού ετελείτο
στη μονή του Στουδίου, στη μονή του Αγίου
Μάμαντος και στη μονή της Αγίας
Μαρίνας. Για τη θεολογική του
κατάρτιση και δεινότητα, ο Όσιος Συμεών ονομάσθηκε Νέος Θεολόγος, «ὁ Θεολόγος
τοῦ φωτός» ή «ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός». Κατά
τις πνευματικές αναβάσεις του Αγίου,
επιδιδόμενος στην ησυχία, ελευθερωνόταν
από την ύλη, η γλώσσα του γινόταν γλώσσα
πυρός, συνέθετε και θεολογούσε θείους
ύμνους, γινόταν ολόκληρος πυρ, ολόκληρος
φως και θεωνόταν κατά χάριν. Άλλοτε,
μαρτυρείται ότι βρισκόταν επάνω στη γη
και έχοντας τα χέρια υψωμένα και
προσευχόμενος, ήταν «ὅλος φωτὸς καὶ
ὅλος λαμπρότητος». Από τις συγγραφές
του σώζονται 92 λόγοι, 282 πρακτικά και
θεολογικά κεφάλαια, καθώς και θρησκευτικά
ποιήματα. Για τη θεολογική του δεινότητα
ονομάστηκε Νέος Θεολόγος.