A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 1924



 

 Ο υπερ80ούτης σεβαστός γέρων κ. Ανδρέας Βαπορίδης,ιδρυτής και πρώτος Πρόεδρος του τότε ''Συλλόγου των Ορθοδόξων'',διηγείται,πως οι πρώτοι Παλαιοημερολογίται εόρτασαν τα πρώτα ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ,το έτος 1924.πρώτον έτος του ημερολογιακού σχίσματος.

 
 

Το πρώτον έτος του ημερολογιακού σχίσματος διήλθομεν δυσκόλους καιρούς.Αι δισκολιάι δι΄όλους ημάς,οι οποίοι με την βοήθεια του Θεού παρέμειναν πιστοί εις το Πάτριον Ορθόδοξον Εορτολόγιον ήσαν οι εξείς:
α.Τα σκληρά μέτρα της τότε Επαναστατικής Κυβερνήσεως,τα οποία είχε λάβει εναντίον μας.
β.Η άγρυπνος και συστηματική παρακολούθησή μας υπό των οργάνων του Μητροπολίτου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου.Ταύτα δι΄εκάστην εκκλησιαστικήν μας συνάθροισιν εις Παρεκκλήσια έξωθεν των Αθηνών,ειδοποίουν τας αστυνομικάς αρχάς,που κατεύθανον με την στερεότυπον διαταγήν να μας διαλύσουν.
γ.Η σχεδόν παντελλής έλλειψις ομοφρόνων Ορθοδόξων Ιερέων καθώς και μονίμου Ιερού Ναού προς επιτέλεσιν των θρησκευτικών καθηκόντων μας.Παντού και τα πάντα,τα ''έσκιαζε η φοβέρα'' (τη βοηθεία του ξίφους της Επαναστάσεως) του σχισματικού Μητροπολίτου Παπαδοπούλου και τα ''πλάκωνε η σκλαβιά'' του ημερολογιακού σχίσματος.
Από την 10ην Μαρτίου 1924,η οποία εγένετο αυτομάτως 23ην Μαρτίου,με την πρόσθεσιν των 13 ημερών οι πρώτοι αντιδράσαντες εις την ημερολογιακήν καινοτομίαν,εν Χριστώ αδελφοί, συνέστησαν Σωματείον υπό τον τίτλον ''Σύλλογος των Ορθοδόξων''.Τούτον αργότερα κατά το έτος 1926 διεδέχθη η Ιερά Κοινότης των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών.
Η Διοίκησις του νεουδρυθέντος ''Συλλόγου των Ορθοδόξων'' αντέδρασε με όλα αυτής πενιχρά μέσα,κατά της ημερολογιακής καινοτομίας,με την διαφώτισιν των Ελλήνων,με εντύπους διαμαρτυρίας και με συγκεντρώσεις εν κλειστώ χώρω,όπου ελάμβανον χώραν διαφωτιστικαί ομιλίαι.Τοιαύται εγένοντο συχνά ιδίως εις την Αίθουσαν των Εμποροϋπαλλήλων,παρά την πλατείαν Μητροπόλεως.
Ομιληταί υπήρξαν πολλοί.Μεταξύ δε αυτών και πολλά αξιόλογα στελέχη του Επιστημονικού κόσμου,όπως π.χ. ο Ιστορικός και Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών,Π.Καρολίδης,ο Μέγας Χαρτοφύλαξ της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Εμμ.Γεδεών,όστις πάντοτε εις τας ομιλίες του ετόνιζε χαραχτηριστικώς,ότι μας ''φραγγέψανε''.Ο Κων.Ψάχος,Καθηγητής της Βυζαντινής μουσικής εν τω Ωδείω των Αθηνών και άλλοι.
Ως ανέφερα ανωτέρω, επάσχομεν περισσότερον από έλλειψιν Ιερέων.Διότι,ως γνωστόν,λόγω των σκληρών μέτρων που είχε λάβει,τόσον η Μητρόπολις Αθηνών,όσο και η Επανάστασις,ουδείς Ιερεύς ετόλμα,όχι μόνον να ορθώσει το ανάστημά του κατά του σχίσματος,αλλά,ούτε καν να ομιλήσει.
Παρ΄όλα,όμως αυτά,κατά τον Αύγουστον του 1924,δύο Ιερείς,οι αείμνηστοι π.Παρθένιος ο Ιβηρίτης και ο π.Ιωάννης Φλώρος ετόλμησαν να είπουν το μεγάλον και αποφασιστικόν Όχι και εις τον Μητροπολίτην και εις στο σχίσμα,και ετέθησαν Πνευματικοί Αρχηγοί των Μελών του Συλλόγου των Ορθοδόξων.
Με τους Ιερείς αυτούς εκτελούσαμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα τας Κυριακάς και Εορτάς εις τα πέριξ των Αθηνών,διάφορα Εξωκκλήσια.Και ούτω εφθάσαμεν εις τας παραμονάς της Μεγάλης Εορτής των Χριστουγέννων.
Οι πιστοί,οι ακολουθούντες το Πάτριον Εορτολόγιον επλήθυνον,διότι ''ο Κύριος προσετίθει τους σωζόμενους καθ΄ημέραν τη Εκκλησία'' Πράξ.Β΄,47) και κατά τους μετριοτέρους υπολογισμούς μας ο αριθμός των Πιστών έφθανε μόνον εις τας Αθήνας και τον Πειραιά τας 5.000 ψυχών και άνω.Έπρεπε λοιπόν,όλο αυτό το πλήθος των Πιστών να εορτάσει την μεγάλην Εορτήν των Χριστουγέννων,και να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων.
Διά τούτον,λοιπόν τον λόγον,το Διοικητικόν Συμβούλιον του Συλλόγου των Ορθοδόξων συνεδρίαζε κάθε βράδυ,άλλοτε εις το ιδικόν μου εργαστήριον εις την οδόν Βλαχάβας και άλλοτε εις την οικίαν του αειμνήστου Σιδέρη.
Επροτάθη υπό ενθέρμων  ζηλωτών να καταλάβομεν  αυτόν τούτον τον Μητροπολιτικόν Ναόν ή τον Ιερόν Ναόν  της Γεννήσεως του Χριστού εις του Ψυρρή.
Μετά από πολλάς συνεδριάσεις και συζητήσεις επικράτησε και απεφασίσθη η εξής συνετή πρότασις:
Τα πρώτα Ορθόδοξα Χριστούγεννα του έτους 1924,να εορτασθούν εις το ιερόν Παρεκκλήσιον του Αγίου Θεράποντος εις το Γουδί έξωθεν των Αθηνών.
Εγκαίρως ειδοποιήθησαν οι Πιστοί των Πατρίων Παραδόσεων περί του ναού ένθα θα εωρτάζοντο τα Χριστούγεννα,και την νύκτα των Χριστουγέννων,πλέον των τριών χιλιάδων Πιστών υπερπλήρωσαν τόσον τον Ναόν,όσο και τον γύρω χώρον,ανάψαντες μάλιστα και φωτιές δια να θερμαίνονται.
Μετά το μεσονύκτιον,και,ενώ εψάλλετο η ακολουθία του Όρθρου των Χριστουγέννων και ο π.Παρθένιος επιτελούσε την αγίαν Προσκομιδήν,κατέφθασε δύναμη Χωροφυλακής και στρατού με επί κεφαλήν τον στρατιωτικόν Φρούραρχον Αθηνών και περιεκύκλωσαν τους εκκλησιαζομένους.
Η διαταγή που είχεν ήτο ρητή.Να συλληφθεί ο Ιερεύς και να διαλυθεί έστω και βιαίως το συγκεντρωμένον πλήθος.Είπεν επίσης ο Φρούραρχος,ίσως προς εκφοβισμόν,ότι εν ανάγκη δεν θα εδίσταζε να κάμει και χρήσιν των όπλων.
Ουδείς εκ των εκκλησιαζομένων εκινήθη,οι δε ψάλται παρέμειναν απαθείς εις τας απειλάς και συνέχισαν να ψάλλουν,ενώ ο Ιερεύς με την αγίαν Λόγχην εσυνέχισεν εν τη αγία Προσκομιδή να μνημονεύει ''υπέρ ζώντων και τεθνεώτων''.
Εμπρός εις την αποφασιστικήν αυτήν άρνησιν τούτων,ο Φρούραρχος Αθηνών έφυγε μόνος του,αφού εγκατέστησε φρουρούς-στρατιώτας με ''εφ΄όπλου λόγχη'',τόσον εντός του Ναού,όσον και εκτός τούτου.
Μετά από μίαν περίπου ώραν επανήλθεν με νέαν εντολήν,προφανώς του Μητροπολίτου,την οποίαν ανήγγειλεν εις τον Ιερέα και εις τους ψάλλοντας.
-Εάν εορτάσετε τον Τίμιον Πρόδρομον (εξημέρωνε η εορτή του Τιμίου Προδρόμου με το νέον ημερολόγιον),θα σας αφήσω να λειτουργήσετε!Εις περίπτωσίν,όμως,που επιμένετε να εορτάσετε Χριστούγενναθα θα διατάξω να σας διαλύσουν δια της βίας!
-Ημείς έχομεν Χριστούγεννα σήμερα,όπως και τα Ιεροσόλυμα.Οι Φράγκοι εορτάζουν σήμερα τον Πρόδρομον!ακούστηκαν φωνές από το πλήθος.
Τότε ο Φρούραρχος απευθύνθη προς τον λειτουργούντα Ιερέα και τον απείλησε ότι θα τον συλλάβει.
-Μόνον ''σούρνοντας'' και ντυμένον με τα Ιερά Άμφια και με την αγίαν Λόγχην στο χέρι,θα με βγάλετε από το Άγιο Βήμα,απήντησε ο Ιερεύς.
Βλέπων ταύτα ο Φρούραρχος και φοβούμενος τυχόν αιματοκύλισμα,υπεχώρησε και μας άφησε να εορτάσομεν τα Ορθόδοξα Χριστούγεννα,το πρώτον έτος του Σχίσματος.

 

 Με ασυγκράτητον κατάνυξιν προσήλθεν όλο εκείνο,το πλήθος των πανηγυριστών εις το τέλος της Θείας Λειτουργίας ησύχως και μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων.Δύο ώρας,πριν ξημερώσει και πριν αλληλοευχηθώμεν ''Χρόνια Πολλά'',και ''Του χρόνου ελεύθεροι'',επεστρέψαμεν όλοι εις τους οίκους μας,ως άλλοι ''Ποιμένες της Βηθλεέμ...δοξάζοντες και αινούντες τον Θεόν επί πάσιν οις ήκουσαν και είδον'' (Λουκά β΄).

 Περιοδικό:''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ'', του αειμνήστου Μητροπολίτη Πενταπόλεως κ.Καλλιοπίου της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών.Τεύχος 1,Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 1976,Έτος Α΄,Σελίδες 5-8.


Περιοδικό ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ (Ἃγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως)

Οἱ πειρασμοὶ παραχωροῦνται γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ κρυμμένα πάθη, νὰ καταπολεμηθοῦν κι ἔτσι νὰ θεραπευθεῖ ἡ ψυχή. Εἶναι καὶ αὐτοὶ δεῖγμα τοῦ θείου ἐλέους.

 Γί’ αὐτὸ ἄφησε μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν ἑαυτό σου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ ζήτησε τὴ βοήθειά Του, ὥστε νὰ σὲ δυναμώσει στὸν ἀγώνα σου. Ἡ ἐλπίδα στὸ Θεὸ δὲν ὁδηγεῖ ποτὲ στὴν ἀπελπισία. Οἱ πειρασμοὶ φέρνουν ταπεινοφροσύνη. Ὁ Θεὸς ξέρει τὴν ἀντοχὴ τοῦ καθενός μας καὶ παραχωρεῖ τοὺς πειρασμοὺς κατὰ τὸ μέτρο τῶν δυνάμεών μας. Νὰ φροντίζουμε ὅμως κι ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοί, γιὰ νὰ μὴ βάλουμε μόνοι μας τὸν ἑαυτό μας σὲ πειρασμό.

Ἐμπιστευτεῖτε στὸ Θεὸ τὸν Ἀγαθό, τὸν Ἰσχυρό, τὸν Ζῶντα, καὶ Αὐτὸς θὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀνάπαυση. Μετὰ τὶς δοκιμασίες ἀκολουθεῖ ἡ πνευματικὴ χαρά. Ὁ Κύριος παρακολουθεῖ ὅσους ὑπομένουν τὶς δοκιμασίες καὶ τὶς θλίψεις γιὰ τὴ δική Του ἀγάπη. Μὴ λιποψυχεῖτε λοιπὸν καὶ μὴ δειλιάζετε.

Δὲν θέλω νὰ θλίβεστε καὶ νὰ συγχύζεστε γιὰ ὅσα συμβαίνουν ἀντίθετα στὴ θέλησή σας, ὅσο δίκαιη κι ἂν εἶναι αὐτή. Μία τέτοια θλίψη μαρτυρεῖ τὴν ὕπαρξη ἐγωϊσμοῦ. Προσέχετε τὸν ἐγωϊσμό, ποὺ κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴ μορφὴ τοῦ δικαιώματος. Προσέχετε καὶ τὴν ἄκαιρη λύπη, δημιουργεῖται ὕστερ’ ἀπὸ ἕναν δίκαιο ἔλεγχο. Ἡ ὑπερβολικὴ θλίψη γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι τοῦ πειρασμοῦ. Μία εἶναι ἡ ἀληθινὴ θλίψη. Αὐτὴ ποὺ δημιουργεῖται, ὅταν γνωρίσουμε καλὰ τὴν ἄθλια κατάσταση τῆς ψυχῆς μας. Ὅλες οἱ ἄλλες θλίψεις δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Φροντίζετε νὰ περιφρουρεῖτε στὴν καρδιά σας τὴ χαρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέπετε στὸν πονηρὸ νὰ χύνει τὸ φαρμάκι του. Προσέχετε! Προσέχετε, μήπως ὁ παράδεισος, ποὺ ὑπάρχει μέσα σας, μετατραπεῖ σὲ κόλαση.


(Ἀπὸ τὴ σειρὰ τῶν φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς. πηγή::orthodoxfathers.com/)

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ (Ἃγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως)

Τίποτα δὲν εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὴν καθαρὴ καρδιά, γιατί μία τέτοια καρδιὰ γίνεται θρόνος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τί εἶναι ἐνδοξότερο ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ; Ἀσφαλῶς τίποτα. Λέει ὁ Θεὸς γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν καθαρὴ καρδιά: «Θὰ κατοικήσω ἀνάμεσά τους καὶ θὰ πορεύομαι μαζί τους. Θὰ εἶμαι Θεός τους, κι αὐτοὶ θὰ εἶναι λαός μου». (Β’ Κόρ. 6, 16).

Ποιοὶ λοιπὸν εἶναι εὐτυχέστεροι ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους; Καὶ ἀπὸ ποιὸ ἀγαθὸ μπορεῖ νὰ μείνουν στερημένοι; Δὲν βρίσκονται ὅλα τ’ ἀγαθὰ καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς μακάριες ψυχές τους; Τί περισσότερο χρειάζονται; Τίποτα, στ’ ἀλήθεια, τίποτα! Γιατί ἔχουν στὴν καρδιά τους τὸ μεγαλύτερο ἀγαθό: τὸν ἴδιο τὸ Θεό!

Πόσο πλανιοῦνται οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀναζητοῦν τὴν εὐτυχία μακριὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, στὶς ξένες χῶρες καὶ στὰ ταξίδια, στὸν πλοῦτο καὶ στὴ δόξα, στὶς μεγάλες περιουσίες καὶ στὶς ἀπολαύσεις, στὶς ἡδονὲς καὶ σ’ ὅλες τὶς χλιδὲς καὶ ματαιότητες, ποὺ κατάληξή τους ἔχουν τὴν πίκρα! Ἡ ἀνέγερση τοῦ πύργου τῆς εὐτυχίας ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά μας, μοιάζει μὲ οἰκοδόμηση κτιρίου σὲ ἔδαφος ποὺ σαλεύεται ἀπὸ συνεχεῖς σεισμούς. Σύντομα ἕνα τέτοιο οἰκοδόμημα θὰ σωριαστεῖ στὴ γῆ...

Ἀδελφοί μου! Ἡ εὐτυχία βρίσκεται μέσα στὸν ἴδιο σας τὸν ἑαυτό, καὶ μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸ κατάλαβε αὐτό. Ἐξετᾶστε τὴν καρδιά σας καὶ δεῖτε τὴν πνευματική της κατάσταση. Μήπως ἔχασε τὴν παρρησία της πρὸς τὸ Θεό; Μήπως ἡ συνείδηση διαμαρτύρεται γιὰ παράβαση τῶν ἐντολῶν Του; Μήπως σᾶς κατηγορεῖ γιὰ ἀδικίες, γιὰ ψέματα, γιὰ παραμέληση τῶν καθηκόντων πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον; Ἐρευνῆστε μήπως κακίες καὶ πάθη γέμισαν τὴν καρδιά σας, μήπως γλίστρησε αὐτὴ σὲ δρόμους στραβοὺς καὶ δύσβατους...

Δυστυχῶς, ἐκεῖνος ποὺ παραμέλησε τὴν καρδιά του, στερήθηκε ὅλα τ’ ἀγαθὰ κι ἔπεσε σὲ πλῆθος κακῶν. Ἔδιωξε τὴ χαρὰ καὶ γέμισε μὲ πίκρα, θλίψη καὶ στενοχώρια. Ἔδιωξε τὴν εἰρήνη καὶ ἀπόκτησε ἄγχος, ταραχὴ καὶ τρόμο. Ἔδιωξε τὴν ἀγάπη καὶ δέχτηκε τὸ μίσος. Ἔδιωξε, τέλος, ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ δέχτηκε μὲ τὸ βάπτισμα, καὶ οἰκειώθηκε ὅλες τὶς κακίες ἐκεῖνες, ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο ἐλεεινὸ καὶ τρισάθλιο.

Ἀδελφοί μου! Ὁ Πολυέλεος Θεὸς θέλει τὴν εὐτυχία ὅλων μας καὶ σ’ αὐτὴ καὶ στὴν ἄλλη ζωή. Γί’ αὐτὸ ἵδρυσε τὴν ἁγία Του Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ μᾶς καθαρίζει αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ μᾶς ἁγιάζει, νὰ μᾶς συμφιλιώνει μαζί Του, νὰ μᾶς χαρίζει τὶς εὐλογίες τοῦ οὐρανοῦ.

Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιά της, γιὰ νὰ μᾶς ὑποδεχθεῖ. Ἂς τρέξουμε γρήγορα ὅσοι ἔχουμε βαριά τη συνείδηση. Ἂς τρέξουμε καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕτοιμη νὰ σηκώσει τὸ βαρὺ φορτίο μας, νὰ μᾶς χαρίσει τὴν παρρησία πρὸς τὸ Θεό, νὰ γεμίσει τὴν καρδιά μας μὲ εὐτυχία καὶ μακαριότητα...


(Ἀπὸ τὴ σειρὰ τῶν φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς. πηγή::orthodoxfathers.com/)

Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΤΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ

Σχετική εικόνα



ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου


ἔνδοξη Ἀνάληψη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό πλήρωμα καί τό κόσμημα ὅλων τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν. Εἶναι τό πλήρωμα τῆς θείας Οἰκονομίας, ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς σωτηρίας μας πού πραγματοποίησε ὁ ἐνσαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

Τά περί τῆς θείας Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου ὡς ἱστορικοῦ γεγονότος πληροφορούμαστε ἀπό τήν Καινή Διαθήκη καί συγκεκριμένα ἀπό τήν ἀναφορά στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ καί στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων.1 Ὑπάρχει ὡστόσο καί σύντομη ἀναφορά στό Εὐαγγέλιο τοῦ Μᾶρκου. Σύμφωνα λοιπόν μέ τή Γραφή, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, σαράντα ἡμέρες μετά τήν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του, ἀφοῦ ἐμφανίστηκε πολλές φορές στούς Μαθητές Του, πραματοποίησε τήν τελευταία ἐμφάνιση στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ὅπου, κατά τήν εὐαγγελική διήγηση «μετά τό λαλῆσαι αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς τόν οὐρανόν καί ἐκάθισεν έκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ»2. Οἱ Μαθητές τοῦ ἀναληφθέντος Κυρίου, παρά τόν ἀποχωρισμό τους ἀπό Ἐκεῖνον καί τόν ἀπορφανισμό τους, ἐπέστρεψαν στην Ἱερουσαλήμ «μετά χαρᾶς μεγάλης». Ἡ χαρά τῶν Ἀποστόλων ὀφείλεται στήν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου περί τῆς παροχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία. Τό διατυπώνει τό Ἀπολυτίκιο τῆς Ἐορτῆς: «χαροποιήσας τούς Μαθητάς, τῇ ἐπαγγελία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Καί στίς Πράξεις τονίζεται ἡ ἐνίσχυση τῶν Ἀποστόλων ἀπό τόν Παράκλητο πού θά ἔρθει κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς: «ἀλλά λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς».3 Ἡ δέ ἐσχατολογική προσδοκία τῆς ἐνδόξου ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου, γιά τήν ὁποία ἄκουσαν ἀπό τούς ἀγγέλους οἱ Ἀπόστολοι («ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν, πορευόμενον εἰς οὐρανόν»4), ὑπῆρξε ἀκόμη μία ἀφορμή χαρᾶς, παρά τόν κατά τά φαινόμενα χωρισμό τους ἀπό τόν Διδάσκαλο Χριστό.

Στήν Ἀνάληψη πραγματοποιεῖται θά λέγαμε ἡ πληρότητα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, διότι ἡ ἀνθρώπινη φύση, δοξαζόμενη στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀχωρίστως ἐνωμένη μέ τήν θεία φύση. Καί εἶναι γεγονός ὅτι «εἰς τήν Ἀνάληψιν περατοῦται ἡ κίνησις ἐπιστροφῆς τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου ἐκ τοῦ ἀβολίστου βάθους τοῦ τάφου καί τοῦ Ἅδου πρός τόν Πατέρα, διερχομένη ἀπό τήν Ἀνάστασιν».5 Ὅλο τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν Ἐνανθρώπηση μέχρι τήν Ἀνάληψη, παρουσιάζει διπλή κίνηση: ἀπό ἐπάνω πρός τά κάτω καί ἀπό κάτω πρός τά ἐπάνω. Θεολογικά αὐτό ἐκφράζεται μέ τίς ἑξεῖς ἀντιθετικές λέξεις πού περιέχουν τά βιβλικά καί πατερικά κείμενα: κάθοδος καί ἄνοδος, συγκατάβαση καί ἀνύψωση, κένωση καί δόξα.6

Τήν συνεχῆ κίνηση τῆς καθόδου, τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐκούσιας ταπεινώσεως καί συγκαταβάσεώς Του ἐκφράζει τό μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Ἡ κένωση φθάνει «μέχρι σταυροῦ καί θανάτου», ὅπου καταργεῖται ὁ θάνατος ἀπό Αὐτόν ὁ Ὁποῖος κατεβαίνει «εἰς τά κατώτερα μέρη τῆς γῆς», ἀφοῦ κατά τόν Παύλο «ὁ καταβάς αὐτός ἐστί και ὁ ἀναβάς»7. Ἐκεῖ συντρίβεται τό κράτος τοῦ διαβόλου μέ τήν ἐξουσία τοῦ Παντοδυνάμου Λόγου, τόν Ὁποῖον, σύμφωνα μέ τήν Ὑμνολογία τοῦ Μ. Σαββάτου, βλέπει ὁ Ἅδης «κατάστικτον τοῖς μόλωψι καί Πανσθενουργόν»8. Καί στή συνέχεια συντελεῖται ἡ «διάβασις», τό ἀληθινό Πάσχα, ἡ μετάβασις ὅλων μας «ἐκ θανάτου πρός ζωήν καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν» μέ τήν ζωηφόρο Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ πού συνανιστᾶ «παγγενῆ τόν Ἀδάμ». Ἀπό ἐκεῖ πλέον ἐγκαινιάζεται ἡ ἀντίστροφη κίνηση, ἡ «ἐν Δόξῃ» ἄνοδος τοῦ Κενωθέντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά νά φθάσει στήν ἔνδοξο Ἀνάληψη, ὁλοκληρώνοντας τό σχέδιο τῆς σωτηρίας καί ὑποσχόμενος τήν Κάθοδο τοῦ Τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού θά ἔρθει γιά νά συνεχίσει ὡς «ἄλλος Παράκλητος» τό ἔργο τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν πιστῶν μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ἄν καί εἶναι γεγονός ἱστορικό, ἀφοῦ πραγματοποιεῖται ἐν τόπῳ καί χρόνῳ, ἐντούτοις ἀπό τήν Ἐκκλησία κατατάσσεται στά δόγματα τῆς Πίστεώς μας καί περιλαμβάνεται στό Σύμβολο της, λόγῳ τοῦ ὑπερφυσικοῦ χαρακτῆρα της.

Κύριος ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς μετά σώματος, ὅπως διδάσκει ἡ Δογματική τῆς Ἐκκλησίας μας καί εἶναι ὁ πρῶτος καί μοναδικός πού τό ἔπραξε. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι «οὐδείς ἀναβέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν εἰ μή ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ».9 Ὡστόσο, ὅμως, στήν πρό τῆς Σαρκώσεως ἐποχή, στήν Παλαιά Διαθήκη βλέπουμε καί ἄλλον νά ἀναλαμβάνεται στόν οὐρανό, τόν Προφήτη Ἠλία. Πῶς αὐτό συμβιβάζεται μέ τό «οὐδείς» πού εἶπε ὁ Κύριος; Ὑπάρχει ἡ ἐξήγηση μέσα ἀπό τά ἴδια τά βιβλικά κείμενα. Γιά τόν ζηλωτή Προφήτη ἡ Γραφή λέγει ὅτι «ἀνελήφθη ἐν συσσεσμῷ ὡς εἰς τόν οὐρανόν».10 Γιά τόν Θεάνθρωπο Χριστό λέγει ὅτι «ἀνελήφθη εἰς τόν οὐρανόν». Ἡ πρόθεση «ὡς» δηλώνει τήν διαφορά, καθότι ὁ Ἠλίας δέν μετέβη ἀκριβῶς στόν οὐρανό, ἀλλά ἔτσι ἐφάνη καί βρίσκεται σέ «χῶρο» πού γνωρίζει μόνο ὁ Κύριος, μέχρι λίγο πρίν τήν Β΄ ἔνδοξο Παρουσία, ὁ πύρινος Προφήτης θά ἐμφανιστεῖ καί θά κηρύξει στόν κόσμο τήν μετάνοια. Σύμφωνα μέ τήν πατερική Διδασκαλία, ἡ ἀνάληψη τόσο τοῦ Ἡλία, ὅσο καί ἄλλων προσώπων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι κατά κάποιον τρόπο μία μετάθεση πού τούς ἀνύψωσε μέν ἀπό τή γῆ, ἀλλά δέν τούς ἔβγαλε ἔξω ἄπό αὐτήν. Ἦταν μία «οἷον τις μετάθεσις», ὅπως θα γράψει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.11 Δηλαδή, κανείς ἀπό τούς κοινούς θνητούς πού ἀνελήφθησαν δέν ξεπέρασε τήν περίγεια ἀτμόσφαιρα. Μόνο ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ἀνῆλθε στούς οὐρανούς μετά τοῦ σώματος τό ὁποῖο εἶχε λάβει ἀπό τήν Παναγία καί τό ὁποῖο ἐθέωσε.

Στήν παρούσα ἀναφορά θά ἐπισημανθεῖ ἐπίσης ὅτι ἀπό ἀνθρωπολογικῆς ἀπόψεως ἡ εἰς οὐρανούς θεία Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μετά τοῦ τεθεωμένου σώματος εἶναι κάτι πολύ σπουδαίο, καθότι δείχνει τό γεγονός τῆς ἀνυψώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τόν Θεάνθρωπο Χριστό, καί τῆς θεώσεώς της. Ἔτσι, ἡ ἀξία καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος φαίνεται στή μεγάλη ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἐνδύεται ὁ ἐπίσκοπος τήν Ἀρχιερατική του στολή, καί συγκεκριμένα ὅταν φοράει τό μεγάλο ὠμοφόριο, λέγεται μιά εὐχή ἡ ὁποία ἐκφράζει αὐτή τήν θεολογική πραγματικότητα πού καλεῖται νά διακονήσει ὁ εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ ἱστάμενος ἀρχιερεύς καί νά καταστεῖ μιμητής τοῦ Μεγάλου Ποιμένος, Ἰησοῦ Χριστοῦ. : «ἐπί τῶν ὤμων Χριστέ τήν πλανηθεῖσαν ἄρας φύσιν ἀναληφθείς τῷ Θεῷ καί Πατρί προσήγαγες». Θά πρέπει ἐν προκειμένῳ νά σημειώσουμε ὅτι τό ὠμοφόριο πού φορεῖ ὁ ἀρχιερεύς παραπέμπει στήν παραβολή τοῦ «Καλοῦ Ποιμένος», ὁ ὁποῖος παίρνει στούς ὤμους του τό πλανηθὲν πρόβατο γιά νά τό σώσει. Τό ὠμοφόριο συμβολίζει ἀκριβῶς αὐτό τό πρόβατο, τήν πτωτική ἀνθρωπότητα την ὁποία ἀνέλαβε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ κατά τήν Ἐνανθρώπησή Του καί τήν ὁποία ἀνύψωσε στόν οὐρανό καί θέωσε Οἱ σχετικοί ὕμνοι τῆς Δεσποτικῆς Ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως ἐκφράζουν αὐτή τήν πραγματικότητα. Ἕνα τροπάριο λ.χ. τοῦ Κανόνος στόν Ὄρθρο τῆς Ἑορτῆς λέγει: «Τὴν φύσιν τῶν ἀνθρώπων Χριστέ, φθορᾷ πεσοῦσαν ἐξανέστησας, καὶ τῇ ἀνόδῳ σου ὕψωσας, καὶ σαυτῷ ἡμᾶς ἐδόξασας».12. Καί στό Δοξαστικό τοῦ Ἐσπερινοῦ ψάλλουμε ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός «τήν πεσοῦσαν φύσιν ἡμῶν συμπαθῶς ἀνυψώσας, τῷ Πατρί συνεκάθισε».

Ἑορτή τῆς θείας Ἀναλήψεως ἔχει μεγάλη σημασία καί σπουδαιότητα γιά τήν ὀρθόδοξη πνευματική ζωή τῶν Χριστιανῶν. Καί τοῦτο διότι συνδέεται μέ τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὀποία ἀποτελεῖ τή στοχοθεσία τῆς ὅλης πνευματικῆς ζωῆς στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Θέωση εἶναι «ἡ προς Θεόν, ὡς ἐφικτόν, ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις», ὅπως τονίζουν οἱ Πατέρες μας.13 Ἡ θέωση, βεβαίως, δέν παράγεται ἀπό τόν κτιστό, πεπερασμένο καί πτωτικό ἄνθρωπο! Εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία προσφέρεται στόν ἄνθρωπο ὑπό προϋποθέσεις, ὅταν αὐτός «ἀνοιχτεῖ» πρός τόν Θεό καί περάσει ἀπό τά στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆ, δηλαδή ἀφοῦ καθαρθεῖ καί φωτιστεῖ. Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος στήν ἀρχή τῆς Ἱστορίας προσπάθησε νά θεωθεῖ ἀλλά ἀπέτυχε, διότι ἀρνήθηκε τόν Θεό. Αὐτό ὅμως πού δέν κατόρθωσε αὐτός μέ τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, τό πραγματοποιεῖ ὁ Θεός μέ τήν Ἐνσαρκη παρουσία του στόν κόσμο. Τήν πραγματικότητα αὐτή ἐκφράζει πολύ χαρακτηριστικά ἕνας ὕμνος (Δοξαστικόν) ἀπό τήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου: «Ἐψεύσθη πάλαι Ἀδάμ, και θεός ἐπιθυμήσας οὐ γέγονεν. Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα θεόν τόν Ἀδάμ ἀπεργάσηται». Ὁ Θεός Λόγος προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί τήν θέωσε. Ἀξίζει νά ὑπογραμμιστεῖ ὅτι μέ τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεάνθρωπο Χριστό δέν ἐπανέρχεται ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς στήν κατάσταση πού βρισκόταν πρίν τήν πτώση του, ἀλλά ὁδηγεῖται πολύ ψηλότερα. Ἡ νέα αὐτή κατάσταση φανερώνεται μέ τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἀνάληψη, ὅπως ἄλλωστε καί ὅλη ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀποτελεῖ προσωπική ὑπόθεσή Του, ἀλλά φανέρωση τῆς δόξας τοῦ νέου ἀνθρώπου. Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ ἐλευθέρωσε τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν κοσμική ἀναγκαιότητα καί τήν ἀνύψωσε στή μακαριότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.14
Τώρα πλέον ὅπου ὁ «καταβάς» καί μετά σώματος «ἀναβάς» Θεάνθρωπος Κύριος πραγματοποίησε ἀντικειμενικῶς τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, θεώνοντας την φύση του, πρέπει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νά ἀνταποκριθεῖ, νά «ἀνοιχτεῖ» καί νά «ἀναχθεῖ» πρός τόν Θεό. Αὐτό πραγματοποιεῖται μέ τήν ὅλη πνευματική ζωή ὅπως λέμε, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά «φρονεῖ τά ἄνω15» ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολή του καί ὅπως ἡ θεία Εὐχαριστία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς προτρέπει: «Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας». Καλεῖται νά ζεῖ εὐχαριστιακά, πνευματικά, προσευχητικά καί μετανοητικά, κατά Θεόν, νά «συνεργάζεται» μέ τόν Θεό, προκειμένου νά ὁδηγηθεῖ στήν προσωπική του χαρισματική θέωση. Καί αὐτή ἡ μακαρία κατάσταση τῆς θεώσεως, ἔρχεται ὡς καρπός τῆς ὁμοιώσεώς του, ὅσο εἶναι δυνατόν, μετά τοῦ Θεοῦ, τῆς διατηρήσεως τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» καί τῆς πραγματώσεως τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἄν θέλει, μπορεῖ νά γίνει κοινωνός τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλμᾶς.16

Πολλά ἀκόμη θά μπορούσαν νά παρατεθοῦν ὡς θεολογικά ἐδέσματα ἀπό τήν πατερική Διδασκαλία περί τῆς Μεγάλης Ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ἀλλά ἀρκούμαστε στά ὅσα ἀναφέρθησαν. Θά περατώσουμε τήν παρούσα ἀναφορά μας μέ τό Κοντάκιο τῆς Ἑορτῆς, τό ὁποῖο ἐμπεριέχει τήν θεολογία αὐτῆς.
«Τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, καί τά ἐπί γης ἐνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξη, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν  χωριζόμενος, ἀλλά μένων ἀδιάστατος, καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσι σε∙ Ἐγώ εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν, καί οὐδείς καθ᾿ ὑμῶν».
-------------------------------------------

1 Λκ. κδ΄, 50, Πρ. α΄, 1-11.

2 Μρκ. ιστ΄, 19

3 Πρ. α΄, 8.

4 Τροπάριον τῆς Λιτῆς.

5 Ἀνδρέα Θεοδώρου, περί τῆς δογματικῆς σημασίας τῆς Ἀναλήψεως εἰς ΘΗΕ, 2, 501.

6 ΘΗΕ, 2, 500.

7 Ἐφ. 4, 10.

8 Βλ. Κανόνα Ὄρθρου Μ. Σαββάτου, Ὠδή Δ΄.

9 Ἰω. γ΄, 13.

10 Βασ. Β΄, 11.

11 Βλ. Ἁγίου Γργορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΚΑ΄, ΕΠΕ, 10, 24. Ἱεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Οἱ Δεσποτικές Ἑορτές, ἔκδ. Ἱερᾶς μονῆς Γεν. τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, σελ. 311.

12 Τροπάριον Γ΄ Ὠδῆς τοῦ Α΄Κανόνος.

13 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 1, 3, MPG. 3, 376 Α.

14 Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική ήθική, 2΄, 2003, σελ. 677.

15 Κολ. 3, 2.

16 ΕΠΕ, 10, 29.


1 Λκ. κδ΄, 50, Πρ. α΄, 1-11.

2 Μρκ. ιστ΄, 19

3 Πρ. α΄, 8.

4 Τροπάριον τῆς Λιτῆς.

5 Ἀνδρέα Θεοδώρου, περί τῆς δογματικῆς σημασίας τῆς Ἀναλήψεως εἰς ΘΗΕ, 2, 501.

6 ΘΗΕ, 2, 500.

7 Ἐφ. 4, 10.

8 Βλ. Κανόνα Ὄρθρου Μ. Σαββάτου, Ὠδή Δ΄.

9 Ἰω. γ΄, 13.

10 Βασ. Β΄, 11.

11 Βλ. Ἁγίου Γργορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΚΑ΄, ΕΠΕ, 10, 24. Ἱεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Οἱ Δεσποτικές Ἑορτές, ἔκδ. Ἱερᾶς μονῆς Γεν. τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, σελ. 311.

12 Τροπάριον Γ΄ Ὠδῆς τοῦ Α΄Κανόνος.

13 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 1, 3, MPG. 3, 376 Α.

14 Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική ήθική, 2΄, 2003, σελ. 677.

15 Κολ. 3, 2.


16 ΕΠΕ, 10, 29.

ΜΑΙΟΣ 2015



Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

Η ΕΥΓΕΝΕΙΑ (Ἃγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος)





Συνήθως όμως, η συμπαθητική αυτή αρετή της ευγενείας, μπαίνει από τους πολλούς στο περιθώριο, και θεωρείται μια υπόθεση ξεπερασμένη, που για να σταθής σήμερα, πρέπει να σε διακρίνει το θράσος, η ελευθεροστομία και η αναίδεια.

Η ευγένεια, θεωρείται σήμερα, νόμισμα απηρχαιωμένο, που θέση δεν έχει στην σύγχρονη ζωή.

Ωστόσο, οι αντιλήψεις αυτές προδίδουν παρακμή και εκφυλισμό στις ανθρώπινες κοινωνικές σχέσεις.

Η ευγένεια ποτέ δεν ξεπέφτει, όπως κι' η μάνα που τη γέννησε, η αγάπη, γιατί γνήσιο παιδί της αγάπης είναι.

Η ευγένεια συγκαταλέγεται στο σύνολο των χριστιανικών αρετών και είναι δείκτης της πνευματικής καλλιέργειας.

Η διατήρηση της ευγενείας, τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική ζωή είναι κάτι αρκετά δύσκολο.

Λίγοι άνθρωποι μπορούν να καυχηθούν ότι διατηρούν την ευγένειά τους και στον ιδιωτικό και απόλυτα προσωπικό τους βίο.

Ένας τέτοιος στάθηκε ο Απόστολος Παύλος.
Φυλακισμένος στη Ρώμη, γράφει στη Β΄του Επιστολή στον Τιμόθεο: «Σύ παρηκολούθηκάς μου τη διδασκαλία τη αγωγή, τη προθέσει» (γ 10).

Εσύ παιδί μου, του γράφει, έζησες την διαγωγή μου και αντελήφθης τις εσώτατές μου προθέσεις.

Σπάνιο πράγμα, να μπορεί κανείς να προβάλει στους συνεργάτες του, σε κείνους μάλιστα που τόσο καιρό έζησαν μαζί του, μια ζωή αγία που να λαμπυρίζει μέσα από το κρύσταλλο της ευγενείας του. Θα πρέπει, όσοι πλησίαζαν τον Απόστολο, να έφευγαν διαφορετικοί.

Είχε ένα κάτι, που αιχμαλώτιζε τους συνομιλητές του. Ή καλύτερα, ήταν ο ίδιος κάτι. Ήταν ευγενής.

Η ευγένεια πάντοτε καλλιεργήθηκε από τα γνήσια χριστιανικά αναστήματα.
     
Αντικαθρεπτίζει δε πάντοτε, την εσωτερική ομορφιά της ψυχής.

Ευγένεια, δεν είναι η υψηλή καταγωγή, αλλά η καλλιεργημένη ψυχή. Μπορεί κανείς να είναι ευγενής στην καταγωγή και δούλος στην ψυχή.

Η ευγένεια δεν κάνει διακρίσεις. Είναι η ίδια για όλους. Συμπεριφέρεται καλά, τόσο στον διάσημο άνθρωπο, όσο και στον άσημο. Στον μικρό, εξ' ίσου και στον μεγάλο.

Όπως η αγάπη «ού ζητεί τα εαυτής», έτσι και η ευγένεια δεν ζητά τα ίσα για να προσφερθεί. Προσφέρεται ότι κι αν συναντήσει μπροστά της. Πουθενά δεν συναντάς την αληθινή αγάπη χωρίς την ευγένεια. Και ποτέ δεν βρίσκεις την αληθινή ευγένεια χωρίς την αγάπη.

Η ευγένεια είναι ένας από τους πιο όμορφους ανθούς της αγάπης.

Είναι το ξεχείλισμα, ότι ωραίου υπάρχει μέσα στην καρδιά.

Κατορθώνει, ότι δεν πετυχαίνει η βία και η αγένεια. «Μια σταγόνα μέλι, μαζεύει πιο πολλές μύγες, παρά ένα βαρέλι ξύδι», λέει μια ξένη παροιμία.

Η ευγένεια ακόμη, είναι και μεταδοτική.

Υποβάλλει, υποχρεώνει, εμπνέει, επιβάλλεται. Η παρουσία της σου δίδει το αίσθημα ότι βρίσκεσαι στο χώρο της Βασιλείας του Θεού. Η ευγένεια, πραγματικά κατέχει το μυστικό της κοινωνικής κατακτήσεως.

Χαρακτηριστικά της ευγενείας είναι η πραότης, η εξυπηρετηκότης, η ανοικτή καρδιά, η φιλοξενία, το καλόκαρδο μειδίαμα, η απλοχεριά, η ευγνωμοσύνη, η ειλικρίνεια, η αγάπη, η διακριτικότης.

Το «ευχαριστώ», εγκάρδιο και ειλικρινές, είναι το «σήμα κατατεθέν» της.
    
Η Αγία Γραφή προσφέρει μερικές συμπυκνωμένες προτροπές γι' αυτήν:
    
«Ο λόγος υμών πάντοτε εν χάριτι, άλατι ηρτυμένος, ειδέναι πώς δεί υμάς ενί εκάστω αποκρίνεσθαι» (Κολ. δ΄ 6).

«Τη τιμή αλλήλους προηγούμενοι» (Ρωμ. Ιβ΄10)

«Ευχάριστοι γίνεσθε» (Κολ. γ΄15).

«Άγιοι εν πάση αναστροφή γενήθητε» (Α΄Πέτρ. α΄ 15).

«Τύπος γίνου των πιστών, εν λόγω, εν αναστροφή... εν αγάπη» (Α΄Τιμ. δ ΄12).

Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, βαθειά καλλιέργησαν την ευγένεια.
    
Η έρημος που κατοικήθηκε από Ασκητές, μετεβλήθη σ' ένα απέραντο σαλόνι από ανθρώπους αληθινά ευγενείς και ανωτέρους.

Ευγένεια δεμένη, με όλο τον πλούτο της χριστιανικής των καρδιάς.

Μερικά δείγματα γραμμένα από μια γνήσια ψυχή της ερήμου, τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο, φανερώνουν το βάθος και την έκταση αυτής της λαμπρής αρετής.

Με την παράθεση μερικών απ' αυτά, θα κλείσωμε και το θέμα μας.

«Έχε την γλώσσα σου καλή και ατιμία δεν θα σε συναπαντήσει».

«Απόκτησε χείλη γλυκά, και όλους φίλους θα τους έχεις».

«Μίκρυνε τον εαυτό σου μπροστά σε όλους τους ανθρώπους και θα υψωθείς πάνω απ' όλους τους άρχοντας τούτου του κόσμου».

«Πρότρεχε όλους στον χαιρετισμό και θα τιμηθείς πιο πολύ από κείνους που προσφέρουν πολύτιμο χρυσάφι».

«Καταφρόνησε την τιμή για να τιμηθείς, και μη την αγαπήσεις για να μην ατιμασθείς».

«Μη αηδιάσεις την δυσοσμία των αρρώστων και μάλιστα των πτωχών, γιατί και συ σώμα φέρεις».

«Όταν συναντήσεις κάποιον, ανάγκασε τον εαυτό σου να τον τιμήσει πιο πάνω απ' ότι αξίζει. Χαιρέτισε τον θερμά. Παίνεσε τον. Όταν απομακρυνθεί, πες γι' αυτόν κάθε καλό και τίμιο λόγο.
Με τον τρόπο αυτόν θα τον κάνεις καλύτερον απ' ότι είναι. Πάντοτε ο τρόπος αυτός να σε χαρακτηρίζει. Να είσαι δηλαδή ευπροσήγορος πάντοτε και να αποδίδεις την τιμή σε όλους».

«Μη διακόψεις τον συνομιλητή σου για να πεις τη γνώμη σου σαν αμαθής και απαίδευτος».

«Μη ξεγυμνώνεσαι μπροστά στους άλλους».

«Απομακρύνσου από την παρρησία (την υπερβολική οικειότητα) σαν από τον θάνατο».

«Μη φτύσεις μπροστά σε άλλους. Όταν θες να βήξεις, στρέψε το πρόσωπό σου πίσω».

«Με σωφροσύνη φάγε και πιές όπως αρμόζει σε παιδιά του Θεού».

«Μην απλώσεις το χέρι σου να πάρεις κάτι μπροστά από τους άλλους, με αναίδεια».

«Εάν φιλοξενήσεις κάποιον, πρότρεψε τον μία και δύο φορές να φάγει, καθισμένος και συ συνεσταλμένα μαζί του στο τραπέζι».

«Όταν χασμουριέσαι, βάλε μπροστά το χέρι σου. Κρατώντας την αναπνοή σου θα σου περάσει».

«Όταν μπεις στο σπίτι εκείνου που σε φιλοξενεί μη στρέφεις από δω κι από κει τα μάτια σου εξετάζοντας τα γύρω αντικείμενα».

«Μη μπεις αιφνίδια σε ξένο σπίτι ή δωμάτιο, αλλά να κρούσεις προηγουμένως απ' έξω, κι αφού προτραπείς να μπεις, τότε πέρασε με πολλή ευλάβεια».

«Με ηρεμία άνοιξε και κλείσε, τόσο τη δική σου πόρτα όσο και την ξένη».

«Μη περπατάς άτακτα και τρεχαλέα, εκτός αν βιάζεσαι πολύ».

«Κουβέντιαζε με όλους ήρεμα».

«Με σωφροσύνη κοίταξε τους άλλους, και τα μάτια σου μη τα χορτάσεις από το κοίταγμα ξένου προσώπου».

«Όταν βαδίζεις με ανωτέρους σου, μη τους προσπερνάς στο βάδισμα».

«Κάθε σου φυσική ανάγκη με ευλάβεια να την υπηρετήσεις ντρεπόμενος τον Φύλακα σου Άγγελο».

«Φυλάξου από τα μικρά για να μη πέσεις στα μεγάλα».

«Να θεωρείς ξένο τον εαυτό σου όπου κι αν βρεθείς, για να μπορέσεις να απαλλαγείς από τη ζημιά που κάνει η παρρησία».


(Εκ του περιοδικού "Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία", Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη", Σπαρτάκου 6, Συκιές - Θεσσαλονίκη)


Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣ ΜΟΥ (Αρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Σπύρου)




Από το Βιβλίο Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣ ΜΟΥ Αρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Σμύρνης
Ιερά Μονή Γοργοεπηκόου και Μυροφόρων Σπέτσαι 2008

Σελίδες 27-42


Ο όρος των θείων Κανόνων της Εκκλησίας άποτειχίζω (1), άποτεσχίζομαι, ή άποτείχισις (2 ) σημαίνει χωρισμός, “τό γαρ τείχος των εντός αύτοΰ προς τούς εκτός χωρισμός έστι”(3), γράφει τον ΙΒ' αιώνα ό κανονολόγος Ζωναράς Ιωάννης. Δηλαδή, όπως τό παλαιόν εν καιρώ εχθρικής επιδρομής οί κάτοικοι κατέφευγον εντός των τειχών τών πόλεων καί οΰτω διά τούτων διεχωρίζοντο άπό τών πολεμίων, άγωνιζόμενοι κατ’ αυτών άμυντικώς καί επιθετικώς μέχρι τής νίκης καί τής άπαλλαγής των έκ τών εχθρών, ούτω γίνεται καί εν τήΕκκλησία.

Έν καιρώ  κηρυττομένης εν αυτή αιρέσεως υπό τών εχθρών τής’Ορθοδοξίας αιρετικών, οι’Ορθόδοξοι Χριστιανοί καταφεύγουσιν εις τα τείχη τήςΈκκλησίας, δηλαδή εις τούς Αγίους (4) Πατέρας καί την θείαν αυτών διδασκαλίαν, βάσει τής οποίας χωρίζονται έκ τών αιρετικών, καί άγωνίζονται κατ’ αυτών καί τής αιρέσεως όμολογουντες καί έλέγχοντες, μέχρι τής νίκης τής ’Ορθοδόξου 'Ομολογίας τής Πίστεως. Δηλαδή, έως τής κατακρίσεως καί τοΰ άναθεματισμοϋ τής αιρέσεως καί τών άμετανοήτων αιρετικών, καί τής δικαιώσεως καί έπικρατήσεως τής θείας ’Ορθοδοξίας δι’ άντιαιρετικήςΌρθοδόξου Συνόδου, εις την όποίαν άποβλέπει δ όλος άντιαφετικός άγων τής’Ορθοδόξου Πίστεως. Άρχεται δε ό καλός ουτοςάγών τής Όρθοδόξου Πίστεως “προ συνοδικής διαγνώσεως ( 5 ), ήτοι, πριν άποφασίση ή  Σύνοδος περί τοΰ κηρύσσοντος αίρεσιν, καί από τής στιγμής τής κηρύξεως ταύτης εν τη Εκκλησία.

Ή σωτήριος αυτή άποτείχισις έντέλλεται υπό τοΰ Κυρίου τής Εκκλησίας Ίησοΰ Χρίστου τοΰ Θεού διά τοΰ Ευαγγελικού καί Κανονικού νόμου, καί διδάσκεται έν Πνεύματι Άγίω διά τοΰ πατερικοΰ θείου λόγου καί τής αγίας εκκλησιαστικής πράξεως τής Ί. Παραδόσεως τής’Ορθοδοξίας. Αγαθοί δε καρποί τής θείας ταύτης Άποτειχίσεως είναι όλαι αι άντιαιρετικαί’Ορθόδοξοι Σύνοδοι, Οίκουμεν ικαί καί Τοπικά ί, καί οί προ αυτών καλοί άντιαιρετικοί αγώνες τής Ορθοδόξου Ομολογίας τής Πίστεως ( 6) τών’Ορθοδόξων Χριστιανών,Ομολογητών καί Μαρτύρων, κατά τής αιρέσεως καί υπέρ τής’Ορθοδοξίας. Καί δι’ αυτών τών έν Χριστώ αγώνων διετη-ρήθη μέχρι σήμερον επί γής ορθόδοξος ή τοΰ Χριστοΰ  Έκκλησία, δι’ ής ή έν Χριστώ σωτηρία». (Νομοκανονικής ΈπιτροπήςΕλλήνων Πολιτών, «Αναιδής Έπίθεσις κατά ’Ορθοδοξίας καί Πολιτείας», Άθήναι 1997) Άρ. Δελήμπαση.

***

«Οί ’Ορθόδοξοι, διακόπτοντες την κοινωνία τους με τούς αιρετικούς, καί έν προκειμένω μέ τούς Οίκουμενιστάς, μήπως έξέρχονται τής Έκκλησίας; Μήπως απομακρύνονται από τόν Θεόν; Μήπως χωρίζονται από τούς Αγίους; Μήπως καταλύουν την ενότητα τής’Ορθοδοξίας;

Ασφαλώς καί βεβαίως, όχι!

Οί βίοι τών Αγίων είναι πάντοτε γιά τούς ’Ορθοδόξους οι άσφαλεΐς οδηγοί θεωρίας καί πράξεως.

Ό άγιος Μάρκος, ευρισκόμενος στις τελευταίες στιγμές της επιγείου ζωής του (έκοιμήθη τήν 23. 6. 1445), δηλώνει κατηγορηματικά, ότι δέν θέλει όλως διόλου καί μέ κανέναν απολύτως τρόπο νά εχη κοινωνία μέ τόν τότε λατινόφρονα Πατριάρχη Γρηγόριον  (Γρηγόριος F Μάμας, 1443- 1450) καί μέ όσους κοινωνοΰσαν μαζί του, οί όποιοι μέ τήν ένωτική καί παπόφιλη τακτική τους είργάζοντο «επί καταστροφή των ορθών δογμάτων τής Εκκλησίας» (7).   


Τό αξιοπρόσεκτο είναι, ότι ό Άγιος δέν θέλει νά εχη κοινωνία μαζί τους, όχι μόνον όσο ζή, άλλά ούτε καί μετά τήν κοίμησιν του ούτε στήν κηδεία του, ούτε καί υστέρα στά μνημόσυνά του!..

Άς θαυμάσουμε αυτά τά Ιδια τά λόγια τής παρακαταθήκης τοΰ Αγίου; «Ούτε βούλομαι», παραγγέλλει ό Άτλας τής ’Ορθοδοξίας, «ούτε δέχομαι τήν αύτοΰ (τοΰ Πατριάρχου) ή των μετ’ αύτοΰ κοινωνίαν, τό παράπαν ούδαμώς ούτε επί ζωής μου, ούτε μετά θάνατον» «ώσπερ παρά πάσάν μου τήν ζωήν έμήν κεχωρισμένος άπ’ αυτών, ούτω καί έν τώ καιρώ τής εξόδου μου, καί ετι καί μετά τήν έμήν άποβέωσιν καί έξορκών εντέλλομαι, ινα μηδεές εξ αυτών προσέγγιση ή έν τή έμή κηδεία, ή έν τοϊς μνημοσύνοις μου άλλ’ ουδέ άλλου τινός τών τούτου μέρους ήμών ώστε συμφορεύειν έπιχειρήσαι, καί συλλειτουργειν τοις ήμετέροις. Τοϋτο γάρ έστι τό τά άμικτα μίγνυσθαι. Δει γάρ παντάπασιν (παντελώς) έκείνους είναι κεχωρισμένους ήμών, μέχρις αν δώ ό Θεός τήν καλήν διόρθωσιν καί ειρήνην τής ’Εκκλησίας αύτοΰ» ( 8.)

Ό λόγος τοΰ Αγίου είναι αυστηρός καί άκαμπτος άράγε, ποΰ οφείλεται αυτό; Πώς δικαιολογούσε τήν απόλυτη αυτήν στάσι του έναντι των Λατινοφρόνων ενωτικών τής εποχής του, ο! οποίοι σημειωτέου δεν είχαν ακόμη κριθή άρμοδίως υπό Συνόδου’Ορθοδόξων καί αποτελούσαν τότε την λεγομένην «επίσημη Εκκλησία»;

Άς ακούσουμε λοιπόν τόν Άγιον, πώς εξηγεί με θαυμαστή άκρίβεια καί θεολογική διαύγεια την στάσι του:

«Πέπεισμαι γάρ άκριβώς, ότι όσον άποδιίσταμαι (άποχωρίζομαι/άπομακρύνομαι) τούτου (τού Πατριάρχου) καί των τοιούτων, (τών ενωτικών) έγγίζω τώ Θεώ καί πάσι τοΐς πιστοΐς καί άγίοις Πατράσι- καί ώσπερ τούτων χωρίζομαι, ούτως ένοΰμαι τη αλήθεια καί τοΐς άγίοις Πατράσι τοΐς θεολόγοις τής’Εκκλησίας» ( 9.)

Κατά τούς Αγίους λοιπόν, χωρισμός από τούς αιρετικούς σημαίνει προσέγγισι καί ένωσι μέ τόν Θεόν, την Αλήθεια, τούς Πατέρας.

Καί ο άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς διέκοψε την κοινωνία μέ τόν επίσης λατινόφρονα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καλέκα (1334-1347), εξ αιτίας τού οποίου έφυλακίσθη (1343), ύβρίσθη καί άνεθεματίσθη.

Οί Πατριαρχικοί άποκαλοΰσαν τόν άγιο Γρηγόριο «στασιαστήν» καί κατέκριναν αυτόν «μετά τών αποστατών καί δεσμωτών συντετάχθαι», τούς δέ όμόφρονάς του θεωρούσαν ώς«απειθείς», «ανυπότακτους» καί «αποτρόπαιους» ( 10.)

«Τόν Παλαμάν καί τούς όμόφρονάς αυτού»..., «τολμήσαντας άκανονίστως καί άκρίτως άποκόψαι τό μνημόσυνου μου, τώ άπό τής ζωαρχικής καί άγιας Τριάδος δεσμώ καθυποβάλλομεν, καί τώ αναθέματα παραπέμπομεν. Ή υπογραφή· Ιωάννης έλέω Θεοΰ Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως νέας'Ρώμης, καί Οικουμενικός Πατριάρχης» (11.)

Το ιαΰτα βεβαίως αναθέματα όχι μόνον δέν ισχύουν, αλλά είναι δόξα καί τιμή γιά τούς Ένισταμένους κατά τής αιρέσεως, ταυτοχρόνως δέ αποτελούν έγγύησι τής ορθής πορείας καί τής νομιμότητος του άντιαιρετικοΰ άγώνος των.

«Ην ποτέ φευκτόν καί φοβερόν τό ανάθεμα, ότε κατά των ενόχων τής άσεβείας, υπέρ των τής εύσεβείας κηρύκων, έφέρετο» αφού όμως έστράφη «κατά τών προμάχων τής’Ορθοδοξίας», «εις μύθους καί παίγνια μεταπέπτωκε μάλλον δέ, τοΐς εύσεβέσι καί αιρετόν παρεσκεύασται», έφ όσον εις αυτούς «στεφάνους άκηράτους, καί αθάνατον δόξαν, αντί ποινής, απεργάζεται. Διό καί έκαστος τών ευσεβών καί αγίων, ύπ’ αυτών ήλλοτριωμένων Χριστού, μυριάκις αιρεϊται προπηλακίζεσθαι καί άναθεματίζεσθαι», παρά νά κοινωνήση μέ αιρετικούς» ( 12 ) ( 13.)

Ή διακοπή εκκλησιαστικής/μυστηριακής κοινωνίας καί ή άπομάκρυνσις άπό τούς κηρύττοντας αιρετικά δόγματα, όπως έπραξε καί ό Άγιος Μάρκος, καλείται «Άποτείχισις», ή όποία μάλιστα εφαρμόζεται ακόμη καί «πρό συνοδικής διαγνώσε-ως» δηλαδή. και «προ του να γένη ακόμη συνοοική κρισις περί τής αιρέσεως ταύτης». καί τού αιρετικού, όπως διευκρινίζει ό Όσιος Νικόδημος ό Αγιορείτης (14).

Ή σωτήριος αυτή «Άποτείχισις» αποτελεί μέρος τοΰ γενικωτέρου άγώνος τής ’Ορθοδόξου Ένστάσεως.

Εκείνοι, πού καταπολεμούν καί αποκρούουν μίαν αιρεσιν, καί υπερασπίζονται τήν Αλήθεια τής ’Ορθοδοξίας, λέγονται «Ένιστάμενοι», διότι ένίστανται, δηλ. αγωνίζονται όρθοδόξως, νομίμως καί θεαρέστως υπέρ τής αγίας Πίστεως καί γιά νά απαλλάξουν «από σχισμάτων καί μερισμών τήν Εκκλησίαν». (ΙΕ' κανών τής Πρωτοδευτέρας Συνόδου).

Οι άγιοι Πατέρες καί μάλιστα ό Όσιος Θεόδωρος ό Στουδίτης λέγουν, ότι «πας ό υπέρ τής Αλήθειας ένιστάμενος» ( 15  ) είναι άγωνιστής τοΰ καλού άγώνος «τής ’Ορθοδόξου καί θεαρέστου ένστάσεως»( 16 ) καί γιά τόν λόγον τούτον λογίζεται ώς «ομολογητής πας ο ενισταμενος»( 17 ) κατα τής αιρεσεως και υπέρ τής Ορθοδοξίας.

Κ ατά τούς άγιους Πατέρας, ή περίοδος τού ορθοδόξου άντιαιρετ ικού άγώνος είναι «καιρόςΌμολογίας, καιρόςΈνστάσεως, καιρός άθλήσεως, τυχόν καί άλλων παθημάτων άλλα καί στεφάνων καί δόξης έπουρανίου» (18.)

Ή έννοια επομένως τήςΌρδοδόξουΈνστάσεως περιλαμβάνει τήν «Άποτείχισι», άλλά δέν εξαντλείται εις αυτήν  άπαιτεΐται ένας συνεχής άγων, μία κατά τόν Μέγαν Βασίλειον «καρτερά καί άνένδοτος ένστασις» «υπέρ τής Αλήθειας» (19) , ή οποία αρχίζει πρακτικώς μέ τήν «Άποτείχισι», συνεχίζεται μέ τήν διακήρυξι τής Άληθείας καί την αναίρεσή τής πλάνης, ολοκληρώνεται δέ μέ την κατάκρισι τής αίρέσεως καί των αμετανόητων αιρετικών υπό’Ορθοδόξου Συνόδου.

Ένα ακόμη παράδειγμα από την εκκλησιαστική ιστορία θά συμβάλη μέ πρακτικό τρόπο στην βαθύτερη κατανόησι τής ’Ορθοδόξου Ένστάσεως καί Άποτειχίσεως.

Άς μεταφερθοΰμε στην Κωνσταντινούπολη επί πατριαρχείας Νεστορίου (428-431).

Εέ μία Εκκλησία τής Βασιλευούσης, κατά την ώρα τής Λειτουργίας, ό Επίσκοπος Δωρόθεος, παρουσία του Νεστορίου, άπετόλμησε «μεγάλη τή φωνή» νά διακηρύξη την δεινή α'ίρεσί του.

Τί έπηκολούθησε; Ευθύς αμέσως «γέγονε κραυγή μεγάλη παρά παντός τοΰ λαού καί εκδρομή»(15) , δηλ. έξοδος ομαδική καί ορμητική από τόν Ναό.

Ή «εκδρομή», ή αυθόρμητη αυτή έξοδος καί άπομάκρυνσις των ευσεβών από τόν τόπο τής κηρύξεως τής νεστοριανής αίρέσεως καί ό αποχωρισμός από τόν αιρετικόν, εκφράζει άριστα την έννοια τής «Άποτειχίσεως».   

Ετό εξής οί’Ορθόδοξοι τής Κωνσταντινουπόλεως δέν ήθελαν νά κοινωνοΰν έκκλησιαστικώς μέ τούς Νεστοριανούς, μέχρι καί τοΰ σημείου νά μην έκκλησιάζωνται πλέον στούς Ναούς τής

Πόλεως, φοβούμενοι όπως έγραφε ό Άγιώτατος Πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος νά μή βλαφθούν.

Άπό την στιγμή εκείνη άρχισε ό αγών της «’Ορθοδόξου καί Θεαρέστου Ένστάσεως·» έστοίχισε βεβαίως διωγμούς καί βασανιστήρια καί στερήσεις, αλλά είχε αίσιο πέρας, δηλ. την σύγκλησή της Γ' Αγίας Οικουμενικής Συνόδου, ή οποία διεσάφησε καί διεκήρυξε την ’Ορθόδοξη άλήθεια καί άναθεμάτισε την αί'ρεσι καί τόν αίρεσιάρχη Νεστόριο.

Έτσι συνέβαινε καί με κάθε Οικουμενική Σύνοδο: ήταν τό αποκορύφωμα τής’Ορθοδόξου Ένστάσεως καί Άποτειχίσεως.

Οί εύσεβεΐς ήσαν άνέκαθεν εύαίσθητοι στά θέματα τής Πίστεως.Ό Άγιος Γρηγόριος τούς χαρακτηρίζει ώς «τό θερμότερον μέρος τής Εκκλησίας» ( 16  ) καί δέν έδίσταζον νά άπομακρυνθοΰν άπό Ποιμένας, έστω καί πολύ έναρέτους, όταν αυτοί δέν (ορθοτομούσαν τόν λόγο τής Αλήθειας, ώς λόγου χάριν συνέβη μέ τόν Γέροντα Επίσκοπον Ναζιανζού, όστις «άπλότητι τρόπων» φενακισθείς καί «άκεραιότητι γνώμης τφ άγκίστρω περιπεσών», «τό δέλεαρ τής αίρέσεως» κατεδέξατο, «γραφή τε χειρός καί κοινωνία συναφθείς» τοΐς "όμοιουσιανοΐς". Έξ άφορμής τής υπογραφής ήμιαρειανικού συμβόλου ύπ’ αύτού συνέβησαν ταραχαί εν Ναζιανζω. Ή Εκκλησία τής Ναζιανζού έταράχθη καί έδιχάσθη· ήγέρθη «σάλος» καί «καταιγίς». Οί Ιερείς καί μάλιστα οί Μοναχοί τής περιοχής Ναζιανζού διέκοψαν κοινωνίαν μετ’ αύτού· δηλ. «άπετειχίσθησαν»17. («Ή αϊρεσις τού (Οικουμενισμοϋ καί ή Πατερική στάσις των Όρθοδόξων» Συμβολή στην Άντι-Οικουμενιστική Θεολογία Σειρά Β' 4 έκδοσις Ί. Μονής Άγ. Κυπριανού καί’ Ιουστίνης - Φυλή Αττικής.

«Ή ψευδής ένωσις τής Φλωρεντίας πρός καιρόν έδίχασε τήν ’Ορθόδοξον Ανατολήν. Ό αύτοκράτωρ, οί αύλικοί, οι ανώτεροι άξιωματούχοι τής κοινωνίας, οι διανούμενοι, ό Πατριάρχης Κων/ πόλεως καί οί πλεΐστοι των επισκόπων άπετέλουν τήν παράταξιν τών Ενωτικών. Οί ιερείς, οί μοναχοί, αί μοναχαί καί δ λαός, δ φύλαξ οΰτος τής’Ορθοδοξέας, έτάχθησαν άνεπιφυλάκτως υπό τήν σημαίαν τοΰ αποφασισμένου αρχηγού Μάρκου τού Ευγενικού.

Ενωτικόί καί Ανθενωτικοί άνεμετρήθησαν εις πείσμονα καί παρατεταμένον άγώνα μέ άποτέλεσμα νά ήττηθούν κατά κράτος καί νά καταισχυνθούν οί διαθέτοντες τήν δύναμιν τής πολιτικής καί εκκλησιαστικής εξουσίας. Εις τόν άγώνα μεταξύ τών ’Ορθοδόξων καί τών Γραικολατίνων δουλών τού πάπα ένίκησεν ή άλήθεια, ή δε αλήθεια δεν συμπορεύεται πάντοτε μετά τών προσώπων, τών κατεχόντων τήν άνωτάτην εν τή Έκκλησή καί Πολιτεία ήγεσίαν.

Τήν δύναμιν τού Ορθοδόξου Μοναχισμού καί λαού δεν υποτιμούν ουδέ αυτοί οί σύγχρονοι Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι. Ό JGill, όμιλών περί τών άντιταχθέντων εις τήν ένωσιν Βυζαντινών, γράφει: “Στό Βυζάντιο ή βάσις τής άντιστάσεως δέν ήταν τό Κράτος, άλλ’ ή Εκκλησία καί άπό τήν Εκκλησία όχι τόσο πολύ οί επίσκοποι, όσον οί μοναχοί καί ό κοινός λαός, πού έβλεπε τούς μοναχούς ώς τούς διαφωτισμένους άσκητάς καί πνευματικούς οδηγούς ...Ήταν (οί μοναχοί) οί πρόμαχοι τής’Ορθοδοξίας ... αυστηροί, άκαμπτοι... Γιά νά έχη πιθανότητα επιτυχίας κάθε σχέδιο ένώσεως, έπρεπε πρώτα οί καλόγηροι καί ό λαός μαζί τους νά προσελκυθούν σ’ αυτό”.

ΌΕφέσου Μάρκος ό Ευγενικός, κατά την Σύνοδον της Φλωρεντίας, πιεζόμενος υπό πολλών νά επίδειξη συγκατάβασήν, ώστε νά έπιτευχθή ή μετά τής Δυτικής Εκκλησίας Ένωσις, άπεκρίθη: “ου συγχωρεΐ συγκατάβασις εις τά τής ΠίστεωςΎΌτε δέ οί υπέρ τής ένώσεως τοΰ άπήντησαν, ότι “ολίγη έστί ή των δύο ομολογιών διαφορά καί ολίγη συγκατάβασις ενώσει ημάς, εί θελήσεις καί αυτός χρήσασθαι ταύτη”, εκείνος άπεκρίθη. “Παρόμοιόν έστι τούτο τό ρηθέντι παρά τουΈπάρχου πρός τόν Άγ. Θεόδωρον τόν Γραπτόν ή τόν Στουδίτην είπε γάρ αύτώ  έτι μίαν μόνην κοινωνήσατε (μετά αιρετικών) καί έτερον ούκ άπαιτοΰμεν, πορεύεσθαι δέ όποι φίλον ήμΐν καί ό Άγιος έφη πρός αυτόν όμοιόν τι λέγεις, ώσπερ αν τις άξιών έτερον λέγει· ούδέν αίτοΰμεν σε, άλλ’ ή την σήν άπαξ άποτεμεΐν κεφαλήν, καί μετά ταΰτα πορεύου όπου θέλεις. Ου γάρ έστι μικρόν εν τοΐς τοιούτοις καί τό δοκεϊν μικρόν” καθότι “τό επί δόγμασιν είτε μικροις εϊτε μεγάλοις άμαρτάνειν, ταύτόν έστιν εξ άμφοτέρων γάρ ό νόμος τού Θεού άθετεΐται”, κατά την έκφρασιν τοΰ Κων /πόλεως άγίουΤαρασίου»18. (Θεοδωρήτου Ίερομ., Διάλογοι τήςΈρήμου, σελίδες 52-53, ύποσήμ. (14).

«Τά περί πίστεως, ένθα καί τό παρεκκλΐναι μικρόν, άμαρτεΐν έστιν άμαρτίαν τήν πρός θάνατον» (19 ).

«Αυτό μέν ούν τούτο έστι τό πάντων αίτιον των κακών, τό μη καί υπέρ τών μικρών τούτων άγανακτεΐν. Διά τούτο τά μείζονα τών άμοίτημάτων έπεισήλθεν, ότι τά έλάττονα τής προσηκούσης ου τυγχάνει διορθώσεως. Καί καθάπερ έν τοΐς σώμασιν,... οϋτω καί επί τών ψυχών'οί τών μικρών ύπερορώντες, τά μείζονα έπεισάγουσιν.

Εί γάρ οί παρά την αρχήν άποπηδάν των θείων θεσμών έπιχειροΰντες καί μικρόν τι παρακινεΐν, τής προσηκούσης έτύγχανον έπιτιμήσεως, ούκ αν ό παρών έτέχθη λοιμός, καί τοσοϋτος χειμών τάς Εκκλησίας κατέλαβεν» «ό τής ύγιοΰς πίστεως καί βραχύτατον άνατρέψας, τώ παντί λυμαίνεται» (20.)

«Ή διακοπή τοΰ μνημοσύνου καί ή μή κοινωνία μετά των καινοτόμων, δέν άποτελεϊ “φανατισμόν” καί “αμάθειαν”, ή καινότητα έν τη Όρθοδόξω Εκκλησία. Δυστυχώς, άπέχομεν πολύ καί διά μίαν προσέγγισιν, έστω, τοΰ ήρωϊκοϋ παρελθόντος τών πατέρων ήμών...

Γνους δέ ό Ύπάτιος, ότι παρ’ ό δει έφρόνησεν ό Νεστόριός, ευθέως περιεΐλεν έν τώ απόστολε ίω τό όνομα αυτοΰ, τοΰ μή άναφέρεσθαι έν τή προσφορά. Γνους δέ τούτο ο ευλαβέστατος Εύλάλιος, δεδοικώς τήν εκβασιν τοΰ πράγματος, ήν γάρ έγκρατής έν τή πόλει ό Νεστόριος, λέγει τώ Ύπατίω. Διατί περιεΐλες τό όνομα αυτοΰ μή γινώσκων τό άποβησόμενον; Ό δέ Ύπάτιος έφη:Έγώ άφ ου έγνων ότι άδικα λέγει περί τοΰ Κυρίου μου, ού κοινωνώ αύτώ οΰτε αναφέρω τό όνομα αυτοΰ· έκεϊνος γάρ ούκ έστιν επίσκοπος.

Τότε λέγει ό επίσκοπος έν οργή: ύπαγε, διόρθωσον ό έποίησας, έπεί τι ποιήσαι έχω εις σέ.Ό δέ Ύπάτιος άπεκρίθη· ό θέλεις ποίησαν έγώ γάρ πάντα προεθέμην παθεΐν καί οΰτω ταΰτα έποίησα...” (Acta SanctorumNov./ Β,' σελ. 267). Τό κατωτέρω, άποτελεϊ “σκηνικόν” τών μετά τήν Σύνοδον τής Λυώνος γεγονότων, (1274), έκφράζον έν όλη του τή άπλότητι, τήν ήρωϊκήν άντίστασιν ένός γνησίου τέκνου τής Εκκλησίας καί τής έρήμου.

Μετά την σύνοδον της Λυώνος έπαρρησιάσθη τά των Ιταλών δόγματα έξεβλήθη της Εκκλησίας ό Πατριάρχης (Ιωσήφ) καί άντεισήχθη ετερος του καφοΰ μάλλον ή τής αλητείας (Βέκκος) καί εν δεσμοΐς καί κακώσεσι καί παντοίαις αίκίαις ήν τά των ’Ορθοδόξων. Τηνικαΰτα καί ό Μέγας Μελέτιος συμβούλω καί συνεργώ τω θείω χρησάμενος Γαλακτίωνι, συν κάκείνφ τή βασιλίδι των πόλεων έπιδημεϊ, καί την ύγιά δόξαν πάσι ύπετίθετο, τής λατινικής πλάνης, τους τε συναπαχθέντας ταύτη ώς οΐον τε άφιστάς, καί τους ένισταμένους στηρίζων καί ύπαλείφων πρός άντιπαράταξιν τοΰ καινού τούτου δόγματος...

Αλλά εις τάς τοΰ κρατοΰντος άκοάς τά περί τούτου φθάσαντα, ου μικρώς τούτον έτάραξεν... Καί γούν μεταπεμφθέντες άμα τφ κρατοΰντι παρέστησαν οι γεννάδαι καί τρανώςώμολόγουν τού των πατέρων είναι δόγματος, καί μή κοινωνεΐν αίρέσει, παρά των πατέρων άριδήλως καί πρό τού γενέσθαι έλεγχθείση...

Τήν παρρησίαν ταύτην ύβριν οίκείαν λογισάμενος ό κρατών, φυλακή δίδωσι τήν καλήν τών πατέρων συζυγίαν τή δέ συνείπετο καί πολλή τις άλλη κακουχία, πρός ήν άντέστησαν γένναίως, οι γενναίοι τού Χριστού στρατιώται...»26. (Θεοδωρήτου Ίερομ., Διάλογοι τής Ερήμου, σελίδες 211-212).

«Σχίσμα» ή «Άποτείχισις;»

«Οι ευσεβείς’Ορθόδοξοι Χριστιανοί, οι όποιοι άπεστράφησαν τήν αίρεσι τού Οίκουμενισμού καί τήν καινοτομίαν τού Νέου Ημερολογίου καί έκράτησαν μέ εύλάβεια τό Πάτριο Έκκλησιαστικό Ημερολόγιο, καλούνται Άντι-Οικουμενισταί καί Άκαινοτόμητοι αυτοί δέν ακολουθούν τούς Οίκουμενιστάς καί Νεοημερολογίτας ποιμένας στην καταστροφική τους πορεία καί δέν έχουν καμμίαν εκκλησιαστική σχέσι μέ αυτούς, δηλ. έχουν άποτειχισθή από τούς Νεωτεριστάς.

Μέ τήν στάσι τους αυτή δέν προκάλεσαν Σχίσμα στήν Έκκλησία, αλλά υπάκουσαν στους άγιους Πατέρας κα ί τούςΊερούς Κανόνας, οί όποιοι επαινούν καί μακαρίζουν όσους άποτειχίζονται, δηλ. χωρίζονται άπό καινοτόμους ποιμένας γιά λόγους δογματικούς, όταν αυτοί κηρύσσουν δημοσίως κακοδοξίες καί αιρέσεις. (ΙΕ'Ίερός Κανών τής Πρωτοδευτέρας Συνόδου).

Σχίσμα έχουμε μόνο στήν περίπτωσι πού ένα μέρος τού κλήρου καί τού λαού διακόπτουν σχέσι καί κοινωνία μέ τούς κανονικούς Ποιμένας τής Εκκλησίας «άναιτίως» καί «άνευλόγως», μέ τήν πρόφασι «ζητημάτων ιάσιμων» ή παραπτωμάτων των άρχιερέων (21. )

Ή αϊρεσις τού οίκουμενισμοΰ, άπό τήν οποία άπέρρευσε ή Ημερολογιακή Καινοτομία τού 1924, δέν είναι δυνατόν νά θεωρηθή ως άσήμαντο πράγμα καί «ζήτημα ιάσιμο», έφ’ όσον πολύ έγκυρα έχει χαρακτηρισθή ως «κάτι πολύ χειρότερον τής παναιρέσεως» καί ως «νόσος πρός θάνατον», ώς πάλιν «ό πλέον άπαίσιος συγκρητισμός», ώς «χείρων πάσης αίρέσεως» καί «άνήκουστος προδοσία» (22.)

Επομένως, όσοι άκολουθούν τό Πάτριο Εκκλησιαστικό Ημερολόγιο καί είναι Άντιοικουμενισταί, όχι μόνο δέν είναι Σχισματικοί, αλλά συγκροτούν τό Άκαινοτόμητο Πλήρωμα τής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας, τό όποιον έχει άποτειχισθή από τούς Νεωτεριστάς καί ένίσταται, δηλ. αγωνίζεται γιά τήν,ειρήνευσι καί ενότητα τής Εκκλησίας, αδιαφορώντας γιά τούς διωγμούς καί τίς συκοφαντίες εναντίον του.

Πρέπει νά γίνη πλήρως κατανοητό, ότι είναι τελείως διαφορετικά πράγματα τό Σχίσμα, πού δεν συγχωρεϊται ούτε με αίμα μαρτυρίου καί ή άποτείχισις, ή οποία είναι σωτήριος καί άξια «τής πρεπούσης τιμής τοις Όρθοδόξοις». (ΙΕ'Ιερός Κανών τής Πρωτοδευτέρας Συνόδου).

«Άγώνος ούν χρεία μεγάλου, καί τούτου νομίμου» (Μ. Βασιλείου, P.G 31, 1540Β), καί «’Ορθοδόξου θεάρεστουΈνστάσεως» (Οσ. Θεοδώρου Στουδίτου, P.G 99, 1045).

(Εκ Δελτίου τής Ί. Μονής Άγ. Κυπριανού καί Ίουστίνης, Φυλή Αττικής).

***

«Μόνον ούτω, θά δυνηθώμεν εντός τής σημερινής δίνης καί συγχύσεως νά διασώσωμεν εκείνο, τό όποιον παραγγέλλει ό Θεός εις τήν Άποκάλυψιν: “κράτει ό έχεις, ίνα μηδείς λάβη τόν στέφανόν σου” (3', 11).

Αλλά πρός τί οί είσέτι τυχόν ενδοιασμοί; Αυτοί ουτοι ό ΙΓ, ΙΔ, ΙΕ κανών, όστις άποτελεϊ καί τήν πλήρη έπεξήγησιν των προηγουμένων, ύφηγοϋνται καί έντέλλονται τήν διακοπήν του μνημοσύνου καί άνευ συνοδικής διαγνώμης.

Οι δήθεν έγκλήμασί τισι τοΰ οικείου κατεγνωκώς επισκόπου ως καί ό πρόφασιν εγκλήματος ποιούμενος κατά τού οικείου Μητροπολίτου” οί τοιοΰτοι, βεβαίως, ώς καί οί Ιεροί κανόνες άναφέρουσι, ύπόκεινται εις καθαίρεσιν άποσπώμενοι τοΰ οικείου επισκόπου. Αλλά οί άλλοι; Οί άλλοι, οιτινες εύρίσκονται ενώπιον τής τραγικότητος τής γυμνή τή κεφαλή κηρυττομένης αίρέσεως, είναι δυνατόν να συνταυτισθοΰν μετά των άνωτέρω;

Όχι!, μυριάκις τό εναντίον! Ό καρπός μιας τοιαύτης διαγωγής των είναι ό έπαινος τής Εκκλησίας, “τής πρεπούσης τιμής τοΐς Όρθοδόξοις άξιωθήσονται”, ως αναφέρει καί ο κανών, καί ουδόλως ή κατάκρισις ή τό πλέον βλάσφημον, όπερ ασφαλώς εξ άγνοίας των λέγουν τινές, ότι δηλ. “σχίζουν” την Εκκλησίαν διασπώντες την έαυτής ενότητα!...    ,

Οί ανωτέρω δέν βλασφημοΟσι μόνον κατά των Πατέρων, οϊτινες συνέταξαν τούς παρόντας κανόνας, άλλά καί κατά τής συνόλου χορέ ίας των ομολογητών, ο! όποιοι στοιχοΰντεςτή ύφηγήσει τών άνωτέρω ως καί τοϋ 31ου Άποστολικοϋ, ήδυνήθησαν μέ τους άγώνας καί τά ίδια αυτών αϊματα “σχισμάτων καί μερισμών ρύσασθαι την’Εκκλησίαν”. Σημειωτέον δέ καί τοΰτο: ότι δηλ. ό άνωτέρω 15ος κανών τής Πρωτοδευτέρας συνετάγη ολίγα έτη μετά τόν φοβερόν σάλον τής Είκονομαχίας, όστις ειχεν εκ θεμελίων συνταράξει την Εκκλησίαν τοϋ Βυζαντίου, ή οποία μόλις κατά την περίοδον τής παρούσης Συνόδου έπανήρχετο εις την πάλαι αυτής ευταξίαν.

Παρά ταΰτα, οί πατέρες οί συγκροτήσαντες ταύτην, δέν έδίστασαν διά του άνωτέρω κανόνος, νά διακηρύξουν την έκ νέου άπομάκρυνσιν τών πιστών εκ παντός αιρετικού ποιμένος καί “ψευδεπισκόπου”!

Άλλά καί τό ετι σπουδαιότερον. Ώς γνωστόν, ό άγιώτατος ηγούμενος τοϋ Στουδίου Θεόδωρος μετά πολυπληθών ηγουμένων καί μοναχών, επί έτη είχε διακόψει την μετά τοϋ Πατριάρχου καί τών κοινωνούντων αύτψ εκκλησιαστικήν κοινωνίαν επί τώ λόγω καί μόνω τής μή τιμωρίας τοϋ πρεσβυτέρου Ιωσήφ, όστις ειχεν ευλογήσει τόν παράνομον γάμον τοϋ αύτοκράτορος! '

Οί λοιποί όμως, “οικονομικοί” επίσκοποι καί ιερείς, δέν έδίσταζον, καλυπτόμενοι όπισθεν τοϋ πλήθους καί τών εξουσιών, νά επιρρίπτουν μετ’ αναίδειας τήν “ρετσινιά” τοϋ “σχιστού” τής Εκκλησίας εις πάντας τούς διακόψαντας τήν μετ’ αυτών κοινωνίαν! Ευθύς όμως κατησχύνοντο υπό της θεολόγου καί πλήρους παρρησίας γραφίδος τοΰ άπαραμίλλου ηγέτου τής Μοναδικής πολιτείας.

Ούκ έσμέν άποσχίσται, ώ θαυμάσιε, τής τοΰ Χρίστου Έκλησίας μήποτε τούτο πάθοιμεν άλλ’ εί καί άλλως εν πολλοΐς άμαρτήμασι τυγχάνομεν όμόσωμοι αυτής καί τρόφιμοι μετά των θείων δογμάτων καί τούς κανόνας αυτής καί διατυπώσεις γλι-χόμεθα φυλάττεσθαι. Τό δε ταράττειν καί άποσχίζειν απ’ αυτής, την μηδεμίαν έχούσης άληθώς κηλίδα ή ρυτίδα κατά τε τόν τής πίστεως λόγον, καί τόν των κανόνων όρον, απ’ αρχής αίώνος καί μέχρι τοΰ δεΰρο, εκείνων έστίν, ών ή πίστις τό ένδιάστροφον έχει, καί ό βίος τό άκανόνιστον καί άθεσμον... Τό μή διαστέλλεσθαι κατά τόν Θεολόγον, προδοσία τής άληθείας σαφής καί των κανόνων παράλυσις...

Διό, ΐσθι, μή είναι σχίσμα τής Εκκλησίας, άλλ’ άληθείας έπικράτησιν καί Θείων νόμων έκδίκησιν...

Τό γάρ μή εχειν σπίλον ή ρυτίδα, ϊνα καί πάλιν ειπωμεν, οΰτω νοείτω τό μή προσιεμένην τά τε άσεβή δόγματα καί τά άκανόνιστα εγχειρήματα, ου μήν άλλά καί τά εν τοΐς αυτουργοΰσι άπηγορευμένα συμφρονήματα, ως που φησίν ό θείος Βασίλειος πρός ά ό Παΰλος ό μέγας, ουδέ συνεστιάσθαι τοΐς τοιουτοις παραχωρεί.

Έπεί άπό των Αποστόλων καί κατόπιν, πολλαχώς πολ-λα ί αιρέσεις προσερράγησαν αυτή καί ρυπάσματα άθεσμα καί άκανόνιστα έπεπόλασαν, ώσπερ καί τό νΰν άλλά μήν αυτή τώ προειρημένα) τρόπω άσχιστος καί άμώμητος διαμεμένηκεν, καί διαμένει έως τοΰ αίώνος, ύπεξαιρουμένων καί άποπεμπομένων απ’ αυτής των κακώς φρονησάντων ή πραξάντων ώσπερ εξ άσειστου καί παραλίου πέτρας τά προσρήσσοντα κύματα”» (Βασιλείω Μο-νάζοντι, PG 99, 997-1004, Θεοδωρήτου Ίερόμ., Διάλογοι τής Ερήμου, σελίδες 217-221).

«Ήθέλησεν ηγούμενός τις νά κάλυψη την μετά των Είκο-νομάχων κοινωνία του, διό καί πολλά περί των ανωτέρω έγραψεν πρός τόν άγιον Θεόδωρον, άποκλαίων οίονεί την των Ιερών Ναών έρημίαν...

Εύστρατίω ήγουμένω. Έχάρην δεξάμενός σου τό τίμιον γράμμα, πατέρων φίλτατε, καί διδαχθείς τά κατά την όσιότητά σου ούτως εχειν καί ούτως, έπεί, όσον εκ τών άπαγγειλάντων, καίτοι άξιοπίστων,λυπηρώςδιεκείμην, άκούσας την υποκριτικήν υπογραφήν. Καί με δέξαι, τιμιώτατε, παρρησιαστικώτερον διαλεγόμενον. Ούκ εξω αιτίας τό κατασχεθέντα σε υπό βασιλικού, μεΐναι απαθή, ήγουν άφετον. Τούτο γάρ τών τεθρυλλημένων επαγωγόν.

Ούδείς ουν τών πεπαρρησιασμένων άτερ φυλακής, ή τουλάχιστον εξορίας, ήτοι φυγαδείας, ώμολόγηται διαμεΐναι. Οι δέ τούτων εκτός, εντός τής απαγωγής, ινα μή τραχυτερον είπών λυπήσω.Ή ου διεβλέψω, διορατικώτατε, τόν χαλεπόν διωγμόν Δέοντος τού θηριωνύμου; ου ή Άχααβιτική χειρ ειλε καί τούς εξ άλλου κράτους, εκτεινε τε και ωλεσε' το γε φιλανθρωποτερον έφρούρησε μετά πικράν μαστίγωσιν μή ότι γε τούς υπό χεΐρα.

Εί δ’ αυτός ουτίπου τών τοιούτων πεπονθώς μετά σύλληψιν, σύγγνωθι, έσυλήθης άγιε. Καί μή μοι φυλάττεσθαι τάς οικείας Εκκλησίας λέγε, καί σώας τάς ιστορίας (αγιογραφίας) μένειν, τήν τε αναφοράν τού άγιωτάτου ημών Πατριάρχου. Τούτο γάρ καί άλλοι άπαχθέντες φιλολογοΰσιν. Ου δύνανται ταύτα διασεσώσθαι, εί μήτοι προδοσία αληθινής ένστάσεως έγένετο.

Τί τό όφελος, εί ημείς οι ναός Θεού καί όντες καί λεγόμενοι, ήχρειώ'δημεν καί άψυχους οίκους περιποιησάμε·8α;Ή είκών τού Χριστού, ούτε τής Θεοτόκου, ούτε τινός αγίου διαπίπτει. Μένει γάρ εν αύτοΐς ως πρωτοτύποις· πίπτουσι δέ οί δοκούντες καθαιρεΐν αύτάς αλλά γάρ καί οί φειδοΐ τούτων προέμενοι τήν παρρησίαν καί τήν δι’ αυτής κάκωσιν.

Ούά! άλλοι άποθνήσκοντες, έτεροι ύπεροριζόμενοι, άλλοι μαστιζόμενοι, έτεροι φρουρούμενοι, τά δρη έχοντα καί α! έρημίαι, πέτραι τε καί σπήλαια τούς μακαρίως δεδιωγμένους καί ημείς οίκοι μένοντες, καί οίόμενοι άβλαβώς διαμένειν;

 ΟΥΔΑΜΩΣ...

Ταΰτα φιλών καί ύπομνήσκων ε’ίρηκα, καί ώς υπό έπιτιμίαν έσμέν άξιοι έλθεΐν καί ότι εν καιρω ’Ορθοδοξίας ούδέν άψηλάφητον άφεθείη...”» (PG 99, 1365ΑΒ).

(Θεοδώρητου Ίερομ., Διάλογοί τής Έρημου, σελ. 221-224).

Εάν δι’ ένα παράνομον γάμον τού αύτοκράτορος, ό έξαρχος των'Ομολογητών, Άγιος Θεόδωρος ό Στουδίτης καί οί μαθηταί του διέκοψαν τό μνημόσυνον τού Πατριάρχου και τών κοινωνούντων αύτώ, τί νά ε’ίπωμεν ημείς σήμερον διά τόν ασφυκτικόν εναγκαλισμόν υπό τών φύσει καί θέσει ταγών τής Εκκλησίας τού προτεσταντικοΰ άποβλαστήματος, ήτοι, τού επάρατου Συγκριτιστικοΰ Οίκουμενισμού;

«Τό κατωτέρω επεισόδιο περιγράφεται έν ταΐς έπιστολαις τού Αγίου Θεοδώρου τού Στουδίτου καί άναφέρεται εις μαθητήν του τινά ήγούμενον, όστις τόν ήκολούθησεν εις τήν κατά τοΰ παρανόμου γάμου τοϋ αύτοκράτορος διαμαρτυρίαν του, καί, όστις παρά τάς συνεχείς πιέσεις καί τά μαρτύρια, ήρνεΐτο νά μνημονεύση τού Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης εις όν καί ύπήγετο έκκλησιαστικώς.

...Τύπτειν οΰτω τίς τέτυφεν ανθρώπων, ου λέγω χριστιανική χειρ, άλλά βαρβαρική δίς έκατοντάκις πρός εξήκοντα καί εξ μαστίγων, ειτα μετ’ ου πολύ, δίς δύο έκατοντάσι βουνεύ-ρων επί τών νώτων ώς ό γενναίος γε άρχιεπίσκοπος, μάλλον δέ άλλοτριοεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, καί ου τών αγελαίων τινά, άλλά μονάζοντα, καί τούτον ήγούμενον, καί μάλα τόν εύλαβέστατον, τούνομα Ευθύμιον, τόν τής ευθυμίας όντως φερώ-

νυμον... Καί υπέρ τίνος ό δαρμός; ϊνα τόν του Χρίστου αθλητήν πείση συνθέσθαι άναφέρείν αυτόν ώς ιεράρχην άλλ’ ώ τής γεν-ναίότητος καί κραταίότητος του μάκαρος! Οΰτω γάρ δίκαίον ειπεΐν οτι καί μετά τοσαυτας πληγάς καί αίματος άγίου ρύσιν, ώστε φοινίσσεσθαι τά πέλματα των ποδών των έκεΐσε παρόντων καί οίονεί πηλοπο ιεϊσθαι τό πορφυρεον κονίαμα εις οικοδομήν τής τοΰ Χρίστου Εκκλησίας, κείμενος ήδη βραχύ άπνοος, καί άφωνος, καί έρωτηθείς παρά των κολαστών μνημονεύει τόν τύραννον, φημί, άλλ’ ούκ αρχιεπίσκοπον ότι , φησίν, ό μακάριος- ουτω μέχρι θανάτου σχεδόν ου παρατρέψας τόν νοΰν, ου παρεκκλίνας τι των όρθοδόξως εγνωσμένων αύτώ”» (PG 99, 1097BC).    

(Θεοδώρητου Ίερομ., Διάλογοι της Έρημου, σελ. 212-213).


ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ 


1   ΙΕ’ Κανόνος ΑΒ’ Συνόδου.

2   Κατά τό έγκυρον Λεξικόν τών Liddell-Seott, ΤΑ', σελ. 352. Άποτειχίζω: κλείω ή χωρίζω διά τείχους, α) πρός όχύρωσιν, β) πρός άποκλεισμόν, γ)  άνεγείρω μεσότειχον, τοίχον πρός διαχωρισμόν,  δ)εγείρω οχυρώματα.

Άποτείχισις: τό άποτειχίζειν, περιτειχίζει, άποκΛείειν, άνέγερσις οχυρωμάτων, όχύρωσις. (Σημείωσις ήμετέρα).

3   Κανονολόγου Ζωναρά, Σ. I. Κ. 2, 694.    .

4   Μ. Αθανασίου, Β.Ε.Π.Ε.Σ., 32,130.

5   ΙΕ1 Κανόνος ΑΒ’ Συνόδου.

6   Α' ΤιμόΘ., στ' 12.

7   Αγ. Μάρκου ’Εφέσου, PG 160, 536 C («Απολογία, ρηθεΐσα επί τήτελευτή αύτοΰ αύτοσχεδίως»).    '

8   Τοΰ αυτού, PG 160, 536 C - 537 Α.

9  Τοΰ αυτού, PG 160, 536 C-D.

10Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, Β'σελ. 541 [Β'πρός Μακάριον, § 4], σελ 595 [Αναίρεσις γράμματος Καλέκα, § 13, Π. Χρήστου].

11   Τοϋ αυτού, PG 150, 863 C-864 Α.

12   Μ. Φωτίου, PG 102, σελ. 833 A-C / Επιστολή ΙΖ', «Ίγνατίερ Μητροπολίτη Κλαυδιουπόλεως».

13   ΙΕ' Ιερού Κανόνος τής Πρωτοδευτέρας Αγ. Συνόδου (861, επί Μ. Φωτίου Κων/πόλεως).

14   Όσ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Ί. Πηδάλιον, σελ. 358.

15.    Όσ. Θεοδώρου Στουδίτου, PG 99, 1064C, Επιστολή ΜΓ'«Ιωσήφ άδελφω καί Αρχιεπίσκοπω».

16.    Τού αυτού, PG 99,1045D, Επιστολή ΛΘ' «Θεοφίλω Ήγουμένω».

17.    Τού αυτού, PG 99,1177C, ’Επιστολή Κ' «Μακαρίφ Ήγουμένψ».

18.    Τού αυτού, PG 99, 1013Β, ’Επιστολή ΛΑ' «Τοίς εν Σακκουδίωνι άδελφοίς».

19.    Μ. Βασιλείου, PG 32, 952, Επιστολή ΣΝΗ' «Έπιφανίω ’Επισκοπώ»,§3.



15«Καίγέγονε μέν κραυγή μεγάλη παρά παντός τού λαού καί εκδρομή· Ού γάρ ήθελον έτι κοινωνεΐν αύτοΐς τοιαϋτα φρονοϋσινΑοστε και νυν άποσυνάκτους είναι τούς λαούς τής Κωνσταντινουπόλεως, πλήν ολίγων ελαφρότερων καί των κολακευόντων αύτρν. Τά δέ μοναστήρια σχεδόν άπαντα καί οί τούτων άρχιμανδρϊται, καί τής συγκλήτου πολλοί ού συνάγονται, δεδιότες μή άδικηθώσιν εις πί-στιν, αύτού καί των σύν αύτω,... πάντων λαλούντων τά διεστραμμένα» (Άγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, PG 77, σελ. 81B-C, ένθ'άνωτ.)

16li. Άγ. Γρηγορίου τού Θεολόγου, PG 35, 1005C (Λόγος ΙΗ', «Εις τόν Πατέρα...», § ιη’).

17«...Τούτον οι τής χώρας μονασταί μή άνασχόμενοι, τής κοινωνίας αύτού άποτέμνονται, συναπέστη δέ αύτοις καί τού λαού μέρος ού τό βραχύτατον...» (Γρηγορίου Πρεσβυτέρου,PG 35, 261C', «Βίος τού έν άγίοις Πατρός ήμών Γρηγορίου τού Θεολόγου, Επισκόπου Ναζιανζού»).

18   Άρχ/που Ίερ. Κοτσώνη, «Προβλήματα τής ’Εκκλησιαστικής Οικονομίας», ΑΘήναι 1957, σελ. 170-1 καί παρά «Πρακτικά Συνόδων» Β', σελ. 169.

19   Μ. Φωτίου, P.G. 102,604C επιστολή Β', «πρός τόν Πάπα Νικόλαον Ρώμης».

2  Ιερού Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις τήν πρός Γαλάτας επιστολήν, Κεφ. A', P.G. 622, §6 καί 623, §6.

21   (ΒΛ. Ιερούς Κανόνας ΛΑ’ άποστολίκόν, ΙΕ1 τής Πρωτοδευτέρας, Α' Μ. Βασιλείου καί τά σχόλια εις αυτούς).

22   Ανδρέου Θεοδώρου, Ή ’Ορθοδοξία χθες καί σήμερον, σελ. 21, εκδόσεις «Ορθοδόξου Τύπου», Άθήναί 1973. Αρχίμ. Ιουστίνου Πόποβίτς, «Μία Ορθόδοξος Γνωμάτευσις καί Μαρτυρία», περιοδικόν «Κοινωνία», Μάρτιος-Απρίλως 1975, σελ. 95 -101.



26. Περιοδικόν «Γρηγόριος Παλαμάς» 1921, σεΛ. 609 έξ, όρα καί προΛε-γόμενα «ΑΛφαβηταΛφαβήτου», έκδ. περιοδικού «Αθως», 1928, σεΛ. 9 έξ.


Από το Βιβλίο Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣ ΜΟΥ Αρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Σμύρνης
Ιερά Μονή Γοργοεπηκόου και Μυροφόρων Σπέτσαι 2008