Εκεί που ο θρύλος συναντάται με την ιστορία, η διήγηση με την παράδοση, η υπερβολή με τη σύγχυση και η περιπέτεια με τη δράση βρίσκεται η αρχόντισσα Μάρω, μία από τις πιο δυναμικές, ως φαίνεται, γυναίκες της Τουρκοκρατίας.
Η Μάρω γεννήθηκε το 1418. Ήταν κόρη του Σέρβου
Δεσπότη Βούλκου Γεωργίου Μπράγκοβιτς και της Ειρήνης, κόρης Ματθαίου του
Κατακουζηνού. Ο σερβικός λαός την ονόμαζε Γερίνα. Αδελφή είχε την Ελένη, σύζυγο
Δαυΐδ του Κομνηνού, του τελευταίου αυτοκράτορος της Τραπεζούντος, οι οποίοι
μετά την Άλωση έμειναν στις Σέρρες.
Ο Γεώργιος Μπράγκοβιτς είχε διαδεχθεί τον θείο του
Στέφανο Λαζάρεβιτς και η Σερβία είχε περιέλθει σε μεγαλύτερη υποτέλεια κι
εξαναγκάσθηκε να διαλύσει μια συμμαχία με τους Ούγγρους, στους οποίους είχε
δώσει το Βελιγράδι. Του είχε επίσης ζητηθεί να δώσει σύζυγο την κόρη του στον
Σουλτάνο Μουράτ Β΄και η καθυστέρηση αυτή του κόστισε μια Τουρκική εκστρατεία
εναντίον του. Ταπεινούμενος ο Γεώργιος Μπράγκοβιτς στον εκστρατεύσαντα Σικίν
Πασά το 1433 αναγκάσθηκε να υπογράψει συνθήκη νέας συμμαχίας και να δώσει την
ανήλικη κόρη του στον σουλτάνο.
Οι γάμοι τελέστηκαν στην Αδριανούπολη στις
14.9.1435, όταν η Μάρω ήταν 17 ετών, αφού προηγήθηκε διετής αρραβώνας. Στον
Μουράτ δόθηκαν ως προίκα αρκετές σερβικές περιοχές. Ο Σουρουτζάς πασάς μετέφερε
την Μάρω στην Αδριανούπολη με τα δυό αδέλφια της˙ τον Γρηγόριο και τον Στέφανο.
Ο σουλτάνος επέτρεψε στη νέα του σύζυγο να μείνει χριστιανή. Η Μάρω, ως η ίδια
θεωρεί τον εαυτό της, μάταια έγινε θυσία για την πατρίδα της. Προτίμησε πάντως
να συνδέεται με τους Τούρκους και όχι με τους Ούγγρους, που ήταν καθολικοί.
Έμεινε χριστιανή ορθόδοξη βοηθώντας τον κλήρο. Από τη θέση της επέδρασε
ευεργετικά για την ελευθερία της εκφράσεως των πιστών υποδούλων. Η αποστολή της
ήταν η συνηγορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των μονών στην Υψηλή Πύλη. Η
διακριτική τουρκόφιλη στάση της φαίνεται στην ανταλλαγή γραμμάτων μεταξύ
Ντουμπρόβνικ και Βενετίας.
Η Μάρω δεν άργησε ν’ανέβει στην υπόληψη των Τούρκων.
Ο σουλτάνος σύζυγό της επέτρεψε διπλωματικές παρεμβάσεις και το 1438 συμβούλεψε
τον πατέρα της να λάβει τουρκόφιλη και αντιουγγρική στάση. Τα δυό αδέλφια της
Μάρως συνωμότησαν στην Κωνσταντινούπολη εναντίον του σουλτάνου, ο οποίος τα
τύφλωσε, μολονότι η Μάρω προσπάθησε να τον αποτρέψει προς τούτο, δίχως να
προλάβει. Το 1441 επέστρεψαν στην Σερβία. Μετά μιά νέα ήττα του σερβικού
Δεσποτάτου η Μάρω μεσολάβησε σε μία νέα συμμαχία παρά την Αδριανούπολη στις
2.6.1444. Αναφέρεται πως στην αυλή του πατέρα της η Μάρω έλαβε καλή μόρφωση και
πως ο θετός υιός της Μωάμεθ Β΄, αν είχε κάτι καλό, σε αυτή το χρωστούσε. Κατά
τον ιστορικό Κριτόβουλο από αυτή έμαθε να μιλά ελληνικά. Κατά τον Γ. Φραντζή «
αγάπην μετά των βασιλέων εποίησε, μεσιτευσάσης της Κυράς Μάρως της μητρυιάς
αυτού».
Μετά τον θάνατο του Μουράτ Β΄, τον Φεβρουάριο του
1451, αφέθηκε η Μάρω από τον διάδοχο Μωάμεθ Β΄με ιδιαίτερες τιμές και μεγάλη
συνοδεία να επιστρέψει στη Σερβία, μετά της οποίας συνήψε ειρήνη. Της δόθηκε
ξανά η προίκα της και ικανή σύνταξη ως αναφέρει ο Χαλκοκονδύλης. Το ίδιο έτος ο
χρονικογράφος Γ. Φραντζής της έκανε πρόταση να παντρευτεί τον αυτοκράτορα
Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ΙΑ΄. Κατά τον Σ. Ράνσιμαν, ο Φραντζής θεώρησε την
πλούσια χριστιανή χήρα του σουλτάνου, η οποία ήταν ακόμα αρκετά νέα και αγαπητή
στην τουρκική αυλή, μ’επιρροή δυνατή σε αυτή, καλή σύζυγο για τον αυτοκράτορα.
Η άρνηση της Μάρως ήταν αμετάκλητη, γιατί είχε τάξει, πως, αν ξεφύγει από το
χαρέμι του απίστου σουλτάνου, θ’αφιέρωνε το υπόλοιπο της ζωής της σε
αγαθοεργίες, παραμένοντας άγαμη. Το 1454 είχε παρόμοια πρόταση από Τσέχο
ηγεμόνα, που είχε την ίδια τύχη με την προηγούμενη.
Ο πατέρας της Μάρως πέθανε το 1456 και το 1457 η
μητέρα της. Τότε υπήρχε μία κρίση στην οικογένεια, που είχε διχασθεί σε αυτούς
που ήλπιζαν στην ειρηνική προς το παρόν συνύρπαξη με τους Τούρκους και στη
βοήθεια των Δυτικών. Η Μάρω δεν έμεινε ούτε στην κηδεία της μητέρας της, για
ν’αναποφύγει ανεπιθύμητες συναντήσεις με Δυτικούς. Έφυγε για την Αδριανούπολη
με τον αδελφό της Γρηγόριο, που ίσως έγινε μοναχός στην αγιορειτική μονή του
Χιλανδαρίου, και τον θείο της Θωμά Καντακουζηνό. Ο Στέφανος πιθανόν μετέβη στην
Ορθόδοξη σημερινή Αλβανία κι εκεί παντρεύτηκε την κόρη του ηγεμόνος Αγγελίνα.
Απέκτησε τρία παιδιά που είναι άγιοι. Ο μεγάλος γιός
πρίγκηπας Γεώργιος της Βλαχίας έγινε μοναχός και αρχιεπίσκοπος των Σέρβων, με
το όνομα Μάξιμος. Συνήψε ειρήνη με τη Μολδοβλαχία μετά του Μπόγδανου Ράδουλου.
Ο Μωάμεθ Β΄ δέχθηκε τη Μάρω πίσω με χαρά. Μαζί της είχε την ανηψιά της
Κραλίτσα, κόρη του Δεσπότη Λαζάρου, την οποία έλαβε σύζυγο ο Μωάμεθ Β΄.
Η Έζοβα δόθηκε στη Μάρω από τον Μωάμεθ Β΄. Η Έζοβα,
Έζιοβα, Εζεβαί, Εζιόβη, Νισβά, η σημερινή Δάφνη, ήταν αξιόλογη κωμόπολη, κέντρο
διαβάσεων και και συναντήσεων, έδρα επισκοπής. Επίσκοπος της εποχής αυτής ήταν
ο ένας από τους κτίτορες της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών Ιωαννίκιος,
όπου στο Καθολικό της μονής σώζεται ο τάφος του, στην οποία λόγω ασθενείας
απεσύρθη, παραιτηθείς της επισκοπής του. Η καταγωγή του ήταν από πλούσια
οικογένεια των Σερρών και νέος είχε μονάσει στο Άγιον Όρος.
Η Μάρω, περιβαλλόμενη από Σέρβους αξιωματούχους και
κληρικούς, διατηρούσε διπλωματικές σχέσεις με διαφόρους, ως ανεξάρτητη κυρία.
Το 1469 μετανάστευση η αδελφή της δούκισσα Αικατερίνη στην Έζοβα, με άδεια του
σουλτάνου, μετά τον βίαιο θάνατο του συζύγου της Ουλδερίχου. Το 1456 μάταια
προσπάθησε να αντισταθεί στο Βελιγράδι τους Αψβούργους (Αυστριακούς). Οι δύο
αδελφές έπαιξαν σημαντικό ρόλο ως μεσολαβήτριες στον πόλεμο μεταξύ Βενετών και
Τούρκων (1463-1479) κι ιδιαίτερα στα έτη 1470-1475. Από τις δύο πλευρές τις
εμπιστεύθηκαν, έχοντας πληρεξουσιότητα, σε διπλωματικές αποστολές. Το 1471 η
Μάρω συνόδευσε τον πρέσβη της Βενετίας προσωπικά σε σύσκεψη στην
Κωνσταντινούπολη, αν και δεν πήγαινε συχνά εκεί.
Η Μάρω στην εκκλησιαστική πολιτική συνέχισε να
επιδρά με το κύρος των Μπράγκοβιτς μεσά στο Οσμανικό κράτος. Από το 1457
κατείχε διάφορες λειτουργίες από την οικογένειά της, τις οποίες είχε εκλάβει
σοβαρά μετά τη δυναστεία των Νεμανιδών. Ο Μωάμεθ Β΄ σεβόταν τη Μάρω και την
αποκαλούσε μητέρα, παρότι ήταν μητρυιά του. Τη θεωρούσε μέλος της σουλτανικής
οικογένειας. Για τον λόγο αυτό η Μάρω μπορούσε να είναι η μόνη που είχε μια
υψηλή και υπευθυνή θέση και από αυτή να έχει το ρόλο της προστάτιδος όλης της
Ορθοδόξου Εκκλησίας στην επικράτεια των Οσμανιδών. Έτσι είχε μεγάλη επιρροή
στην εκκλησιαστική πολιτική.
Τρείς φορές κατάφερε το σουλτάνο να θέσει στον
πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως τρείς ικανούς υποψήφιους: Το 1467 τον
από Φιλιππουπόλεως Διονυσίο Α΄, άνδρα ενάρετο, ο οποίος υπήρξε πνευματικό
ανάστημα του ανθενωτικού μητροπολίτου Εφέσσου αγίου Μάρκου του Ευγενικού. Ο
Διονύσιος μετά εξαετή πατριαρχεία παρητήθη και απεσύρθη στην Ιερά Μονή
Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου, όπου εστέφθη αγιωνυμίας.
Το 1475 προώθησε στον οικουμενικό θρόνο τον Σέρβο
Ραφαήλ Α΄ και το 1486 τον Νηφώνα Β΄ από την Πελοπόννησο. Τον Μάρτιο του 1459
αγόρασε στη Θεσσαλονίκη τον ναό της μικρής Αγίας Σοφίας, την αγορά του οποίου
βεβαίωσε με έγγραφο ο Μωάμεθ Β΄. Το 1469 διά της προσωπικής της επεμβάσεως στον
σουλτάνο έλαβε την άδεια να μεταφερθούν τα τίμια λείψανα του Αγίου Ιωάννου της
Ρίλας από το Τύρναβο στη Ρίλα.
Το 1479 είχε στην κατοχή της, μαζί με τον Φαΐκ-Πασά,
μία λίμνη κοντά στις Σέρρες. Στον μητροπολιτικό ναό των Σερρών, των Αγίων
Θεοδώρων, δώρισε εικόνα συρτή που περιείχε τίμιο ξύλο, ως μαρτυρεί ο αρχαίος
κώδικας της ιεράς μητροπόλεως, κατά μία μάλλον επίσκεψή της στην εξόριστη
αυτοκράτειρα της Τραπεζούντος θεία της Ελένη.
Το αρχοντικό της Μάρως στην Έζοβα δεν ήταν μόνο
πέρασμα υψηλών προσώπων αλλά και ένα πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο, στην
τότε τουρκική επικράτεια. Η Μάρω είχε δημιουργήσει σχολή αγιογραφίας και
αντιγραφής χειρογράφων. Το 1480 μ’εντολή της αντέγραψε ο γραμματεύς Βλαδισλαύος
το βιβλίο της Εξαημέρου. Έκτισε πύργο και ναό προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου,
που υπολείμματά τους σώζονται μέχρι σήμερα.
Ο Χάμμερ ονομάζει την κωμόπολη «Γιάσσοβον επί του
Στρυμόνος ου μακράν του Άθω». Η Μάρω, συνεχίζοντας το έργο του πατέρα της,
προσέφερε πολλά στο Άγιον Όρος και ιδιαίτερα στις μονές Χιλανδαρίου και Αγίου
Παύλου. Πέτυχε χρήματα που χρωστούσαν κάτοικοι του Ντουμπρόβνικ να τα λαμβάνουν
οι αγαπητοί της Αγιορείτες, οι οποίοι σύχναζαν επί ημερών της στην Έζοβα.
Στο Άγιον Όρος υπάρχουν επτά τουρκικά έγγραφα
γνωστά, σχετικά με τη Μάρω, ενώ υπάρχει και μεγάλος αριθμός αμετάφραστων και
αταξινόμητων τουρκικών εγγράφων. Στη μονή Αγίου Παύλου υπάρχουν δύο ακόμη
έγγραφα, που αναφέρονται στην περιουσία της Μάρως, που την αποτελούσαν,
κτήματα, ζώα, ενδύματα, υφάσματα, ασημένια και χρυσά νομίσματα κι αντικείμενα.
Από αυτά διαίρεσε τρία μέρη για τη μονή Χιλανδαρίου και δύο για τη μονή Αγίου
Παύλου.
Το πιο παλιό έγγραφο είναι της 1.3.1469. Τότε είχε
καεί η μονή Εσφιγμένου και η Μάρω αγόρασε το μετόχι της στον Πρόβλακα, με πύργο
και μύλο, και το δώρισε στη μονή Αγίου Παύλου, ώστε να μη φύγει η περιουσία από
το Άγιον Όρος. Μάλιστα στο έγγραφο γράφει:«Εγώ η Μάρω η κϋρά από την Εζωβά
εγύρευσα ίνα αγοράσω…». Σ’εγγραφό της 13.4.1479 η Μάρω φέρει τον τίτλο:
«Σουλτάνα του αυτοκράτορος Μουράτ Ευσεβής Κτζαρίνα, Μάρα, θυγάτηρ του Δεσπότου
Γεωργίου». Επεκύρωνε χρυσόβουλα με τη σφραγίδα του πατέρα της, που ήταν το
δακτυλίδι του.
Το 1466 δώρισε μεγάλες περιοχές της Έζοβας και της
Μοραβίτσας στις αγαπητές αγιορείτικες μονές, όπου κατοικούσαν Σέρβοι και
Έλληνες, Χιλανδαρίου και Αγίου Παύλου. Στην πρώτη τα 3/5/αυτών των περιοχών και
στη δεύτερη τα 2/5. Στο Χιλανδάρι υπάρχουν τέσσερα έγγραφα ακόμη σχετικά με τη
Μάρω γι’αφιερώσεις και κτηματικές οριακές διαφορές.
Η μεγαλύτερη προσφορά της αρχόντισσας Μάρως στο
Άγιον Όρος θεωρείται όχι η κτηματική περιουσία αλλά η δωρεά στην ιερά μονή
Αγίου Παύλου των Τιμίων Δώρων που πρόσφεραν οι τρείς Μάγοι στον Χριστό.
Πράγματι μεταξύ των πολυτίμων κειμηλίων, που φυλάγονται στο Άγιον Όρος – τίμια
λείψανα, εικόνες, ιερά σκεύη και άμφια- εξέχουσα θέση κατέχουν τα Τίμια αυτά
Δώρα, χρυσός, λίβανος και σμύρνα.
Ο χρυσός βρίσκεται υπό τη μορφή είκοσι οκτώ επιμελώς
σκαλισμένων πλακιδίων. Ο λίβανος και η σμύρνα διατηρούνται ως μείγμα σε μορφή
εβδομήντα σφαιριδίων. Προς μεγαλύτερη ασφάλεια είναι μοιρασμένα σε διάφορες
λειψανοθήκες στο σκευοφυλάκειο της μονής.
Κατά την ιερά Παράδοση αυτά υπήρχαν στην Εκκλησία
των Ιεροσολύμων έως το έτος 400 περίπου, όταν ο αυτοκράτορας Αρκάδιος τα
μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Παρέμειναν εκεί έως της Αλώσεως από τους
Φράγκους το έτος 1204, όταν για λόγους ασφαλείας μεταφέρθηκαν στην προσωρινή πρωτεύουσα
της αυτοκρατορίας τη Νίκαια της Βιθυνίας. Μετά εξήντα έτη επί αυτοκράτορος
Μιχαήλ Παλαιολόγου επεστράφησαν στην Κωνσταντινούπολη όπου παρέμειναν έως της
Αλώσεώς της.
Λαμβάνοντας αυτά η Μάρω τα έφερε αυτοπροσώπως να τα
προσφέρει στη μονή του Αγίου Παύλου, της οποίας νέος κτίτορας ήταν ο πατέρας
της. Ο πολύς Γεράσιμος Σμυρνάκης ως και άλλοι αναφέρουν πως στην οδό από του
αρσανά προς τη μονή υπάρχει αναμνηστικό προσκυνητάρι, όπου η Μάρω εναπόθεσε τα
τίμια Δώρα που έφερε, ύστερα από θεία φωνή, που δηλούσε την μη επιτρεπόμενη, ως
γνωστόν, είσοδο των γυναικών, λόγω του αρχαιοπαραδότου αβάτου.
Η Μάρω επίσης προσέφερε στη μονή του Αγίου Παύλου
και κτήματα στην Καλαμαριά Χαλκιδικής, όπου είχαν μετόχια δέκα αγιορειτικές
μονές και που κατά μία ετυμολογία έλαβε την ονομασία της η περιοχή από το όνομα
της αρχόντισσας Καλή Μαρία ή Καλαμαρία και σήμερα Καλαμαριά.
Η ενεργός ανάμειξη της Μάρως στην πολιτική έφερε
αντιδράσεις, ώστε αναφέρεται ακόμη ότι εστάλη στην Έζοβα εναντίον της ο Ομούρ
Μπεής για να τη φονεύσει. Γύρω από την υπόθεση αυτή δημιουργήθηκαν διάφορες
διηγήσεις, που βεβαιώνουν για μία φορά ακόμη τη δυναμικότητα αυτής της γυναίκας
και την βαθειά ορθόδοξη πίστη της, την οποία μέχρι του τέλους της φανέρωνε
ματαιώνοντας δυσμενείς ενέργειες των Τούρκων κατά των χριστιανών.
Η Έζοβα αναφέρεται και ως τόπος αυτοεξορίας και
εξορίας της, αφού πάντα φαίνεται να είναι φυσική η συνέπεια, η ευγένεια, η
ευσέβια και η φιλοπατρία να διώκονται. Στη δύση του βίου της κινούμενη από
θρησκευτικοπατριωτικά αισθήματα αφιέρωσε στη μονή Αγίου Παύλου το 16000
στρεμμάτων κτήμα της Έζοβας, τον πύργο, τον ναό, τα κτίρια, τα δάση και μέρος
της ιχθυοτρόφου λίμνης. Για να εξασφαλίσει τις πάντα πάντα αγαπητές
αγιορειτικές μονές μετά τον θάνατό της, υιοθέτησε το 1481 τον Βλάχο Βοεβόδα Βλαδίμηρο
Δ΄ (1482-1496) για να τις φροντίζει. Στη συνέχεια τα μοναστήρια Χιλανδαρίου και
Αγίου Παύλου έμειναν στην προστασία για όλους τους επόμενους βοεβόδες, οι
οποίοι έπρεπε, ο ένας μετά τον άλλο, ν’αναγνωρισθούν από την Υψηλή Πύλη. Μετά
τον θάνατο της Μάρως, στις 14.9.1487, εγκατεστάθηκαν στην Έζοβα Αγιοπαυλίτες
μοναχοί, οι οποίοι ανήγειραν αργότερα δεύτερο πύργο. Μεταξύ των δύο πύργων
υπήρχε ο τάφος της Μάρως. Οι περιπέτειες του μετοχίου στους επόμενους αιώνες,
ιδιαίτερα από τους βέηδες των Σερρών ήταν μεγάλες. Σήμερα δεν ανήκει τίποτε στη
μονή από την περιοχή.
Συμπερασματικά αναφέρουμε. Στα έτη 1418-1435 η Μάρω
βρίσκεται στην αυλή του πατέρα της στη Σερβία. 1435-1451 μένει κυρίως στην
Αδριανούπολη ως σύζυγος του σουλτάνου Μουράτ Β΄. 1451-1457 επιστρέφει στη
Σερβία. 1457-1487 παραμένει στην Έζοβα κι επικοινωνεί πρισσότερο με το Άγιον
Όρος.
Ο δρόμος της ζωής της εκφράζει όλη τη δυσκολία των μεγάλων αλλαγών της περιόδου
αυτής, όταν τα Βαλκανικά κράτη, το ένα μετά το άλλο, κατέρρεαν λόγω εσωτερικών
δυσκολιών και της τουρκικής κατακτητικής δυνάμεως. Η Μάρω μένοντας στο χαρέμι
διατηρεί την πίστη της ακέραιη και φροντίζει για την Ορθόδοξη Εκκλησία με
σθένος, ευφυία και τόλμη. Η μνήμη της διατηρείται φωτεινή, πέρα από τον μύθο
και την φαντασία, που ελλοχεύει στην ποίηση και τη λαϊκή παράδοση. Αποτελεί
σύμβολο πίστης Ορθοδόξου χριστιανής, αφιλοχρήματης, φιλάνθρωπης, φιλομόναχης,
φιλοαθωνίτιδος, φιλόθεης ψυχής. Ειλικρινής και βαθειά πίστη διχάζεται κάποια
στιγμή αν πρέπει να παραμείνει με τους Ούγγρους ή να πάει με τους Τούρκους. Την
αποφασιστική εκείνη ώρα, θυσιαζόμενη, ακολουθεί τους δεύτερους, που θεωρεί
λιγότερο επικίνδυνους για το παρόν. Δεν φαίνεται να λαθεύει. Απολαμβάνοντας την
προστασία των Τούρκων τους εξυπηρετεί, ώστε να φροντίζει πιο άνετα για τους
χριστιανούς. Η συμπεριφορά της και τα έργα της φανερώνουν προσωπικότητα
ιδιαίτερα δυναμική και γενναία, που γνώριζε καλά να πραγματώνει τους στόχους
της.
Η ζωή της Μάρως αφιερώθηκε όλη για τη βοήθεια των χριστιανών στα Βαλκάνια και
ότι αφορούσε εκκλησίες και μονές και μάλιστα αγιορείτικες, ώστε το μνημόσυνό
της να είναι αιώνιο. Τα λείψανα των κτισμάτων στην Έζοβα των Σερρών θυμίζουν το
πέρασμα μιας δυναμικής αρχόντισσας, που αγαπούσε την Ορθοδοξία, την ειρήνη και
την ελευθερία.