A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Λόγος λα΄ Περί του Αγίου Πνεύµατος - Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος (ΜΕΡΟΣ B')



10. Τι λοιπόν; Είναι Θεός το Πνεύµα; Βεβαιότατα. Και τι άλλο,
είναι οµοούσιο; Ασφαλώς, εφόσον είναι Θεός.

12. Αλλά ποιος  προσκύνησε  ποτέ  το  Πνεύµα; ίσχυρίζεται  (ο
αιρετικός).   Ποιος   (από  τους  αγίους)   της  Παλαιάς  ή  της
Καινής   Διαθήκης;   Ποιος  προσευχήθηκε  σ'   αυτό;   Πού  είναι
γραµµένο ότι πρέπει να το προσκυνούµε ή να προσευχόµαστε σ'
αυτό; Και από πού το έχεις πάρει; Την πιο πλήρη αιτιολόγηση
θα τη δώσουµε αργότερα, όταν συζητήσουµε για τις αλήθειες
της  πίστεως  που  δεν  απαντουν  στην  Γραφή. Τώρα θα είναι
αρκετό να πούµε µόνο αυτό: Το Πνεύµα είναι αυτό, µέσα από το
οποίο  προσκυνούµε  τον  Θεό  και   µε  τη  βοήθεια  του  οποίου
προσευχόµαστε. Διότι Πνεύµα λέγει η Γραφή πως είναι ο Θεός
και αυτοί που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν µε τη
δύναµη του Πνεύµατος, που φανερώνει την αλήθεια. Και αλλού
λέγει πάλι η Γραφή: Εµείς  δεν ξέρουµε ούτε τι ούτε πώς  να
προσευχηθούµε. Το  Πνεύµα όµως  µεσιτεύει  το  ίδιο  στο  Θεό
για  µας   µε  στεναγµούς  που  δεν  µπορούν  να  εκφραστούν  µε
λέξεις.   Και   αλλού:   Θα   προσευχηθώ   µε   το   Πνεύµα,   θα
προσευχηθώ και µε το νου, δηλαδή µε το νου και το Πνεύµα.
Το να προσκυνώ λοιπόν το Πνεύµα ή να προσεύχοµαι, δεν µου
φαίνεται ότι είναι τίποτε άλλο παρα το ότι το ίδιο το Πνεύµα προσφέρει στον εαυτό του την προσευχή και την προσκύνηση,
Ποιος από τους ένθεους και από αυτούς, που γνωρίζουν πολύ
καλό,   δεν  θα  επαινούσε  αυτό   το   πράγµα,   ότι   δηλαδή  η
προσκύνηση του ενός, και των τριών είναι προσκύνηση, αφού
είναι οµότιµη και στα τρία πρόσωπα η αξία και η θεότητα; Και
βέβαια ούτε  εκείνο  που  λέγεται  στη  Γραφή  θα φοβηθώ, ότι
δηλαδή τα πάντα έχουν γίνει µέσω του Υιού, σαν να ήταν ένα
από τα πάντα και το άγιο Πνεύµα. Διότι, τα πάντα όσα έχουν
γίνει λέγει η Γραφή, όχι απλώς  τα πάντα χωρίς  περιορισµό.
Ούτε βέβαια περιλαµβάνεται ο Πατέρας, ούτε όσα δεν έχουν
γίνει. Απόδειξε πρώτα ότι έχει γίνει µέσα στο χρόνο, και τότε
απόδοσέ το στον Υιό και συναρίθµησέ το µε τα κτίσµατα. Όσο
εσύ δεν το αποδεικνύεις, αυτή η περιεκτική φράση δεν θα σε
βοηθήσει στην ασέβειά σου. Διότι αν έχει γίνει, οπωσδήποτε
δια του Χριστού έχει γίνει. Ούτε εγώ ο ίδιος θα το αρνηθώ.
Εάν όµως δεν έχει γίνει, πώς είναι ένα από τα πάντα ή έχει
γίνει µέσω του Χριστού; Σταµάτα λοιπόν ν' ατιµάζεις και τον
Πατέρα  περιφρονώντας  το  Μονογενή  Υιό  του   -   διότι  είναι
ατιµία  για  τον  Πατέρα,   θεωρώντας  κτίσµα  το  ύψιστο   (τον
Υιό),   να   τον   στερείς   από   τον   Υιό   Του   -και   τον   Υιό
περιφρονώντας το Πνεύµα. Διότι (ο Υιός) δεν είναι δηµιουργός
κάποιου δούλου όµοιου µ' αυτόν, αλλ' αυτός που συνδοξάζεται
µε τον οµότιµό του, το Πνεύµα. Τίποτε από την αγία Τριάδα να
µη βάλλεις στην ίδια κατηγορία µε σένα, για να µην πέσεις εσύ
από την Τριάδα. Και µε κανένα τρόπο να µην περικόψεις τη µία
φύση και εξίσου άξια σεβασµού, διότι αν κάτι καθαιρέσεις από
τα τρία πρόσωπα, θα έχεις καθαιρέσει µαζί του το σύνολο, ή
µάλλον θα έχεις ξεπέσει εσύ απ' όλα. Καλύτερα να σχηµατίσεις
µία   ατελή   ιδέα   για   τον   τρόπο   της   ενώσεως,   παρά   ν'
αποτολµήσεις µια τόσο µεγάλη ασέβεια.

13.   Έφτασε  όµως  ο  λόγος   µας  και  σε  αυτό  το  ουσιαστικό
κεφάλαιο·   και  στενάζω  βέβαια,   διότι  ζήτηµα  το  οποίο  είχε
σβήσει από παλιά και είχε υποχωρήσει µπροστά στην αλήθεια,
τώρα  αναζωπυρώνεται.   Είναι  ανάγκη  όµως  ν'αντιταχθοϋµε
στους φλύαρους και να µη νικηθούµε λόγω της απουσίας µας,
µε   το   να   έχουµε   λόγο   και   να   συνηγορούµε   υπέρ   του
Πνεύµατος. Εάν, λέγει, υπάρχει Θεός και Θεός καί Θεός, πώς
δεν υπάρχουν τρεις Θεοί; Και πώς αυτό που δοξολογείται, δεν
είναι πολυαρχία; Ποιοί είναι αυτοί που λένε τέτοια πράγµατα;
Εκείνοι, oι οποίοι είναι τελειότεροι στην ασέβεια, ή και εκείνοι
που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, εννοώ δηλαδή αυτούς
που  είναι  κάπως  σώφρονες  σχετικά  µε  τον  Υιό;   Η   µία  µου
απάντηση  θα  είναι  κοινή  και  για  τους  δύο,   η  άλλη   µου
απάντηση θα είναι ιδιαίτερη για τους δεύτερους. Η απάντησή
µου λοιπόν προς τους τελευταίους είναι αυτή: Τι λέτε σε µας
τους     τριθεΐτες     εσείς     που     σέβεστε    τον    Υιό,     αλλά
επαναστατήσατε  κατα  του   Πνεύµατος;   Εσείς  δεν  είσαστε
διθεΐτες;   Εάν  επιπλέον  αρνείσθε  και  την  προσκύνηση  του
Μονογενούς, έχετε σαφώς ταχθεί µε το µέρος των αντιπάλων.
Και τότε γιατί να σας φερόµαστε φιλάνθρωπα σαν τάχα να µην
είσαστε  εντελώς  νεκρωµένοι; Αν όµως  σέβεσθε  τον Υιό  και
πιστεύετε ορθα και σωτήρια µέχρι αυτό το σηµείο, τότε θα
σας  ρωτήσουµε:   Ποιος  είναι  ο  λόγος  της  διθεΐας  σας,   αν
κατηγορηθείτε   γι'   αυτό;   Εαν   υπάρχει   κάποια   απάντηση συνετή,   αποκριθείτε  και  δείξτε  και  σε   µας  τον  τρόπο  ν'
απαντάµε. Διότι µε όποια επιχειρήµατα θ' αποκρούσετε εσείς
την διθεΐα, αυτά θ' αρκέσουν και σε µας για ν' αποκρούσουµε
τήν  τριθεΐα. Κι  έτσι  θα νικάµε  χρησιµοποιώντας  εσάς  τους
κατήγορους ως συνήγορους. Τι πιο γενναίο απ' αυτό;

14. Αλλά πώς θ' αγωνιστούµε και θ' αποκριθούµε ενάντια και
στους  δύο;   Για   µας  ένας  Θεός  υπάρχει,   διότι   µία  είναι  η
θεότητα. Και στο ένα αναφέρονται τα προερχόµενα από αυτό,
ακόµη  κι  αν  θεωρούνται  τρία. Διότι  δεν  είναι  άλλο  από  τα
πρόσωπα  περισσότερο  Θεός  και  άλλο  λιγότερο  Θεός  ούτε
υπάρχει  άλλο  προγενέστερο  και  άλλο   µεταγενέστερο·   ούτε
χωρίζονται ως προς το θέληµα, ούτε διαιρούνται ως προς τη
δύναµη. Ούτε είναι δυνατόν να βρίσκει κανένας σ' αυτά, κάτι
απ'   αυτά  που  ύπάρχουν  στα  κτιστά  όντα,   που   µπορούν  να
διαχωριστούν. Αλλά εάν πρέπει να εκφραστούµε µε συντοµία, η
θεότητα είναι αδιαίρετη, αν και διακρίνεται σε πρόσωπα. Και
όπως  συµβαίνει   µε  τρεις  ήλιους   oι  οποίοι  είναι  ενωµένοι
µεταξύ  τους:   µία  είναι  η  έκχυση  του  φωτός.   Οταν  λοιπόν
αναβλέψουµε  προς  τη  θεότητα και  την πρώτη  αιτία και  τη
µοναρχία,   ένα  είναι  αυτό  που   µας  εµφανίζεται.   Όταν  πάλι
αναβλέψουµε σ'αυτά, στα οποία ενυπάρχει η θεότητα και τα
οποία  προέρχονται  αχρόνως  από  την  πρώτη  αιτία  έχοντας
την ίδια δόξα, τότε τρία είναι τα προσκυνούµενα.

15. Όµως, τι θα ισχυρίζονταν, δεν υπάρχει και στους Έλληνες
µία θεότητα, όπως διδάσκουν όσοι από εκείνους φιλοσοφούν
βαθύτερα,   και  για   µας  δεν  υπάρχει   µία  ανθρωπότητα,   όλο
δηλαδή το ανθρώπινο γένος; Αλλά όµως υπάρχουν γι' αυτούς
πολλοί  θεοί  και  όχι  ένας, όπως  και  άνθρωποι  πολλοί; Εκεί
όµως  το ένα µπορεί η κοινωνία να το φανταστεί µόνο µε τη
σκέψη· τα δε επιµέρους άτοµα είναι διαχωρισµένα στον ύψιστο
βαθµό  µεταξύ  τους  και  ως  προς  το  χρόνο  και  ως  προς  τα
πάθη  και  ως  προς  τη  δύναµη.  Διότι  εµείς  oι  άνθρωποι  δεν
είµαστε   µόνο  σύνθετοι,   αλλά  και  αντίθετοι  και   µεταξύ   µας
αλλά και µε τον ίδιο µας τον εαυτό, µη παραµένοντας απόλυτα
οι ίδιοι ούτε και για µια µέρα, αλλά όχι όλη τη ζωή µας, αλλά
και     σωµατικά     και     ψυχικά     συνεχώς     αλλάζουµε     και
µεταβαλλόµαστε.   Δεν  ξέρω   µάλιστα,   µήπως  και   oι  άγγελοι
(µεταβάλλονται)  και  όλη  η  ανώτερη  φύση µετά την  Τριάδα,
έστω  κι  αν µερικοί  είναι  απλοί  και  περισσότερο  παγιωµένοι
προς το καλό, επειδή είναι πλησίον του ύψιστου Αγαθού.

21. Πολλές  φορές  και  πάλι  επανέρχεσαι  και µας  κατηγορείς
ότι δεν στηριζόµαστε στην αγία Γραφή (για να καταδείξουµε
τη  θεότητα  του  Πνεύµατος).   Ότι  βέβαια  δεν  είναι  ξένο  το
Πνεύµα,   ούτε   παρείσακτο,   αλλά   και   στους   αγίους   της
Παλαιάς   Διαθήκης  και  στους  σηµερινούς  φανερώνεται  και
αποκαλύπτεται, έχει  ήδη αποδειχθεί  από πολλούς, oι  οποίοι
ασχολήθηκαν   µ'   αυτό,   όσοι  βέβαια  αφού   µελέτησαν  όχι   µε
ραθυµία ή έπιπολαιδτητα τις θείες γραφές, αλλά διέσχισαν το
«γράµµα» και έσκυψαν να δουν µέσα από αυτό, αξιώθηκαν να
δουν   την   κρυµµένη   οµορφιά   και   καταυγάσθηκαν   από   το
φωτισµό της γνώσεως4.

25. Δύο  λαµπρές  αλλαγές  του  τρόπου  της  ζωής  µας  έχουν
γίνει στο διάβα όλου του χρόνου, oι οποίες και δύο Διαθήκες
καλούνται,   και   σεισµοί   της   γης,   διότι   αποτελούν   µία περιβόητη πραγµατικότητα. Η πρώτη είναι η µετάβαση από τα
είδωλα στο νόµο και η δεύτερη από το νόµο στο Ευαγγέλιο.
Όµως  και τρίτος  σεισµός  µας  έχει αναγγελθεί, η µετάσταση
δηλαδή  από  το  εδώ  στα  εκεί,   τα   µη  πλέον  κινούµενα  και
σαλευόµενα. Αυτό έχουν πάθει και oι δύο Διαθήκες. Τι είναι
αυτό; Δεν µετακινήθηκαν ξαφνικά, ούτε µε την πρώτη κίνηση
για πραγµατοποίηση του εγχειρήµατος. Για ποιο λόγο; Διότι
είναι  αναγκαίο  να  ξέρουµε.   Για  να   µην  πιεσθούµε  αλλά  να
πεισθούµε. Διότι αυτό που  γίνεται παρα τη θέλησή µας, δεν
είναι µόνιµο, όπως ακριβώς όσα συγκρατούνται βίαια από τα
ρεύµατα και  τα φυτά. Όµως  αυτό που  γίνεται µε τη θέλησή
µας, και µονιµότερο είναι και ασφαλέστερο. Το ένα είναι έργο
αυτού που µας εξαναγκάζει, το άλλο είναι δικό µας· και το ένα
πάλι   είναι   έργο   της   επιείκειας   του   Θεού,   το   άλλο   της
τυραννικής εξουσίας. Δεν ενόµισε λοιπόν ότι πρέπει χωρίς να
θέλουµε να µας κάνει καλό, αλλά να µας ευεργετεί, όταν εµείς
το   θέλουµε.   Γι'   αυτό,   για   παιδαγωγικούς   και   ιατρικούς
λόγους, άλλα αφαιρεί από τα πατροπαράδοτα έθιµα και άλλα
επιτρέπει, υποχωρώντας λίγο σε αυτά που δίνουν χαρά. Έτσι,
όπως  ακριβώς  κάνουν  και   oι  γιατροί  στους  αρρώστους,
δηλαδή   για   να   γίνει   αποδεκτή   η   θεραπεία   µε   φάρµακα,
αλλάζουν επιτήδεια τη γεύση τους µε προϊόντα περισσότερο
ευχάριστα. Διότι δεν είναι εύκολη η αλλαγή σ' αυτά που είχαν
γίνει συνήθεια και τιµούνταν για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Τι
εννοώ δηλαδή; Η πρώτη αλλαγή περιέκοψε βέβαια τα είδωλα,
αλλά επέτρεψε τις θυσίες· η δεύτερη αλλαγή κατάργησε τις
θυσίες,   αλλά   δεν   εµπόδισε   την   περιτοµή.   Επειτα,   όταν
οριστικά    συµβιβάστηκαν   µε    αυτή    την    αφαίρεση,   τότε
παραδέχτηκαν και την παραχώρηση που είχε γίνει σ' αυτούς,
δηλαδή oι Ιουδαίοι τίς θυσίες και oι χριστιανοί την περιτοµή.
Και έγιναν από εθνικοί ιουδαίοι και από ιουδαίοι χριστιανοί,
αφού  οδηγήθηκαν ανεπαίσθητα προς  το Ευαγγέλιο µε αυτές
τις  επιµέρους  αλλαγές.  Θα  σε  πείσει  γι'  αυτό  ο  Παύλος,  ο
οποίος  προερχόµενος  από  περιτοµές  και  αγνισµούς  έλεγε:
«Όσο   για   µένα   αδελφοί   µου,   γιατί   µε   καταδιώκουν,   εάν
κηρύττω  την  αναγκαιότητα  της  περιτοµής;».   Εκείνο  ήταν
σηµείο οικονοµίας αυτό είναι δείγµα της τελειότητας.

26. Με  αυτόν  τον  τρόπο  µπορώ  να εικάζω  ό,τι  αφορα στην
θεολογία,   όσο  όµως  είναι  δυνατόν,   από  τ'   αντίθετα.   Διότι,
πράγµατι εκεί, από τις αφαιρέσεις γίνεται η αλλαγή· εδώ όµως
µε τις  προσθήκες  επιτυγχάνεται  η τελειότητα. Βέβαια, έτσι
είναι.   Εκήρυττε  φανερό  η  Παλαιά  Διαθήκη  τον  Πατέρα  και
αµυδρότερα  τον  Υιό.   Φανέρωσε  η  Καινή   Διαθήκη  τον  Υιό,
υπέδειξε τη θεότητα του  Πνεύµατος. Δρα τώρα το  Πνεύµα,
κάνοντάς µας σαφέστερη τη φανέρωσή του. Διότι δεν θα ήταν
ασφαλές,   χωρίς  πρωτύτερα  να  οµολογηθεί  η  θεότητα  του
Πατρός, να κηρύσσεται φανερό ο Υιός ούτε προτού να γίνει
παραδεκτή  η  θεότητα του  Υιού, να «επιφορτισθούµε» µε  το
Πνεύµα  το  άγιο,   για  να  χρησιµοποιήσω   µία  έκφραση  λίγο
τολµηρότερη·   µήπως   κινδυνεύσουν  και  στο  κατά  δύναµη,
όπως ακριβώς µε όσους, oι οποίοι αφού  φάνε πάνω  από την
αντοχή τους βαραίνουν και αφού προσβάλουν την δράση πάνω
από τη δύναµη κοιτάζοντας το φως του ήλιου την καθιστούν
ασθενέστερη.   Αντιθέτως,   µε  τις  βαθµιαίες  προσθήκες  και όπως είπε ο Δαβίδ, µε τις αναβάσεις και µε τις από δόξα σε
δόξα προόδους και προκοπές, το φως της Τριάδας θα λάµψει
στους πιο φωτισµένους. Και νοµίζω, ότι γι' αυτό τον λόγο και
στους µαθητές επιδηµεί σταδιακά, ανάλογα µε την ικανότητα
εκείνων που το δέχονται, δηλαδή στην αρχή του Ευαγγελίου,
µετά το πάθος, µετά την Ανάληψη, όταν επιτελεί τα θαύµατα,
όταν εµφυσείται  και  όταν εµφανίζεται  ως  πύρινες  γλώσσες.
Και    από    τον    Ιησού    φανερώνεται    σταδιακά,   όπως    θα
διαπιστώσεις  κι  εσύ  ο  ίδιος, αν µελετήσεις  µε  περισσότερο
επιµέλεια: Θα παρακαλέσω, λέγει η Γραφή, τον Πατέρα να σας
δώσει άλλον Παράκλητο, το Πνεύµα της αληθείας, για να µη
νοµίσει κανένας ότι είναι αντίθετος από το Θεό και πως µιλάει
από  κάποια  άλλη  εξουσία.   Έπειτα  «θα  στείλει»  ο  Πατέρας,
αλλά «στο όνοµά µου» αφού άφησε στην άκρη το «θα ρωτήσω»,
το «θα στείλει» διατήρησε. Στην συνέχεια µε το «θα στείλω»
διακήρυξε  το  δικό  του  αξίωµα·   κατόπιν   µε  το   «θα  έλθει»
διακηρύσσεται η εξουσία του Πνεύµατος.

Συνεχίζεται....


ΔΕΙTΕ ΤΟ Γ’ ΜΕΡΟΣ:  ΕΔΩ