A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

Ζ΄ Λουκᾶ (καὶ Ἀρχαγγέλων), 2021



(Κήρυγμα ποὺ διαβάστηκε σὲ ἱερὸ ναὸ)

Σήμερα ἀκούσαμε στὴν ἱερὰ εὐαγγελικὴ περικοπὴ δύο μεγάλα θαύματα τοῦ Χριστού μας. Τὴν θεραπεία τῆς αἱμορροῦσας καὶ τὴν ἀνάστασι τῆς κόρης τοῦ ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου.

Εἴδαμε τὴν πίστι τῆς αἱμορροούσας, τὴν πίστι ἐκείνη ποὺ θέλει ὁ Θεός μας γιὰ νὰ δείξουμε ὅτι πράγματι τὸν ἀγαποῦμε. Ἡ αἱμορροοῦσα δὲν βρῆκε τὴν θεραπεία στοὺς γιατρούς, τὴν βρῆκε στὸν Ἰατρὸ τῶν Ἰατρῶν, τὸν Χριστό. Ἐάν, βέβαια, ἐπέτρεπε ὁ Θεὸς θὰ μποροῦσε νὰ θεραπευθῇ καὶ ἀπὸ τοὺς γιατρούς. Ὁ Θεός μας πάντως θέλει νὰ ἐμπιστευόμαστε Αὐτὸν καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν σωτηρία μας· καὶ ἐὰν ἀσθενοῦμε σωματικῶς εἴτε χρησιμοποιήσουμε φάρμακα καὶ γιατροὺς εἴτε ὄχι, νὰ ἔχουμε τὴν ἐλπίδα μας σὲ Αὐτὸν καὶ νὰ εἴμαστε προετοιμασμένοι πάντοτε μὲ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι. Οἱ Ἅγιοι μᾶς λέγουν μάλιστα ὅτι πρέπει νὰ πηγαίνουμε σὲ πιστούς, ταπεινούς καὶ ἔμπειρους γιατρούς, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε σὲ ὁποιονδήποτε ἐμπιστοσύνη. Ὑπάρχουν ταπεινοί, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ πονηροὶ γιατροὶ καὶ γενικώτερον ἐπιστήμονες. Καὶ πολλὲς φορὲς οἱ ἐπιστήμονες ὑποπίπτουν σὲ μικρὰ ἢ μεγάλα λάθη. Ἔτσι, εἶναι ἀνεπίτρεπτη γενίκευσι νὰ πῇ κάποιος, ὅπως ἀκοῦμε στὶς ἡμέρες μας, ὅτι «πρέπει νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὴν ἐπιστήμη».

Ἐπίσης, ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους Ἐπίσκοπος Νικηφόρος Θεοτόκης λέγει τὰ ἑξῆς σχετικὰ μὲ τὴν αἱμορροοῦσα: «Οι όχλοι ακολουθούσαν τον Χριστό σωματικά. Η αιμορροούσα, ὅμως, έτρεχε πίσω του όχι μόνο σωματικά, αλλά και πνευματικά. Και τί έλεγε μέσα της; Έλεγε πως ακόμα και αν αγγίξει το ένδυμα του Χριστού θα σωθεί. Οι όχλοι ακολουθώντας τον Ιησού πρόσφεραν σ’ Αυτόν τιμή σωματική. Η αιμορροούσα τρέχοντας πίσω Του πρόσφερε σ’ Αυτόν ευλάβεια και λατρεία του νου και της καρδιάς της (σ.σ. ὅπως πρέπει νὰ κάνουμε οἱ χριστιανοί). Εκείνοι πρόσφεραν μόνο το σώμα (σ.σ. ὅπως κάνουν οἱ χλιαροὶ καὶ ὀλιγόπιστοι). Αυτή πρόσφερε σώμα και ψυχή. Γι’ αὐτὸ η προσφορά εκείνων δεν έγινε δεκτή από τον Ιησού και ήταν άκαρπη γι’ αυτούς, ενώ η θυσία της αιμορροούσας ήταν ευπρόσδεκτη στον Ιησού και καρποφόρα γι’ αυτή. «‘Η πίστις σου σέσωκέ σε·» της είπε ο Ιησούς, «πορεύου εἰς εἰρήνην» (Λουκ. 8,48). Διπλό λοιπόν ήταν το κέρδος της. Και από την μάστιγα της ασθένειάς της θεραπεύτηκε και την ειρήνη του Θεού έλαβε».

Σήμερα, ἐπίσης, ἑορτάζουμε τοὺς Ἁγίους Ἀρχαγγέλους Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ καὶ ὅλες τὶς ἐπουράνιες δυνάμεις.

Στην Αγία Γραφή συχνά γίνεται λόγος για τις ουράνιες ασώματες δυνάμεις, τις οποίες ο άγιος Διονύσιος αρεοπαγίτης ταξινομεί σε τρεις τριαδικές τάξεις, τα ονόματα των οποίων έχουν σχέση με τις Θείες ιδιότητες τους. Η πρώτη τάξη σχηματίζεται από τα Σεραφείμ, τα Χερουβίμ και τους Θρόνους, και στέκεται πολύ κοντά στο θρόνο του Θεού, όπως το είδαν οι προφήτες Ησαΐας και Ιεζεκιήλ. Η δεύτερη τάξη απαρτίζεται από τις Κυριότητες, τις Δυνάμεις και τις Εξουσίες. Και ἡ τρίτη τάξη της Ουράνιας Ιεραρχίας απαρτίζεται από τις Αρχές, τους Αρχαγγέλους και τους Αγγέλους.

Οι ουράνιες δυνάμεις δημιουργήθηκαν πολύ πριν την δημιουργία του ορατού κόσμου: «Ὅτε ἐγενήθησαν ἄστρα, ἤνεσάν με φωνή μεγάλη πάντες ἄγγελοί μου» αναφέρεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο του Ιώβ ( Ιώβ 38,7 ). Ο δε απόστολος Παύλος στην προς Κολασσαείς επιστολή του αναφέρεται με σαφήνεια στη δημιουργία των πάντων, ορατών και αοράτων από τον άναρχο Λόγο του Θεού (Κολ. 1, 16). Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος μας λέγει πως ο Θεός με κίνητρο την «ἐκστατική» του αγάπη και αγαθότητα, έδωσε ύπαρξη και ζωή στους αγγέλους με σκοπό να συμμεριστούν ως λογικά όντα την Θεία Μακαριότητα. Ο δε άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μας λέγει ότι «o Θεός δημιούργησε τους Αγγέλους εκ του μηδενός και τους έκανε κατά τη δική του εικόνα, ασώματη φύση, ωσάν κάποιο πνεύμα ή άυλη φωτιά σύμφωνα με το λόγο του Δαβίδ : «Ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πυρὸς φλόγα», (ψαλμ.103,4). Ο άγγελος, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη, είναι ύπαρξη λογική, πνευματική, αεικίνητη, ασώματη, αυτεξούσια και ελεύθερη, που υπηρετεί τον Θεό, και κατά χάρη έχει λάβει την αθανασία, αλλά το σχήμα και την κατάσταση αυτής της ύπαρξης μόνον ο Κτίστης γνωρίζει. Και ονομάζεται η φύση των αγγέλων ασώματη και άυλη σε σχέση με εμάς· διότι καθετί που συγκρίνεται με το Θεό, βρίσκεται ότι είναι παχύ και υλικό, καθώς μόνο το θείο είναι αληθινά άυλο και ασώματο. Ο Θεός είναι πανταχού παρών, αλλά οι άγγελοι δεν έχουν τέτοια δυνατότητα. Ο χώρος τοὺς περιορίζει, και όταν βρίσκονται στον ουρανό, δεν βρίσκονται στην γη. Βλέπουν όμως το Θεό και τρέφονται με τη διαρκή θέα του ».

Οι άγγελοι πραγματοποιούν τριπλό έργο. Πρώτα απ’ όλα δοξολογούν ακατάπαυστα τον Θεό μας. Αυτή η δοξολογία δεν τους έχει επιβληθεί ως εντολή, αλλά είναι τελείως αυθόρμητη, που πηγάζει από τους ίδιους ελεύθερα, όταν αντικρύζουν το κάλλος του Θεϊκού προσώπου και τα μεγαλεία της δημιουργίας του. Το δεύτερο έργο των αγγέλων είναι η διακονία στα μυστήρια της Θείας Οικονομίας. Το κάνουν αυτό λόγω της μεγάλης αγάπης και ευγνωμοσύνης προς τον Πλάστη τους, αλλά και της σφοδρής επιθυμίας για την δική τους πρόοδο. Το δε τρίτο έργο των αγγέλων αναφέρεται στην διακονία της σωτηρίας των ανθρώπων. Μετά την πτώση του ανθρώπου, ο Θεός στέλνει τους αγγέλους στους ανθρώπους για να τους οδηγήσουν στην μετάνοια, (καὶ στοὺς χριστιανοὺς) να τους προστατεύσουν, να τους παρηγορήσουν, να τους ενισχύσουν, να τους διδάξουν και να τους αποκαλύψουν τα μέλλοντα (σ.σ. ποὺ τοὺς τὰ ἀποκαλύπτει ὁ Θεός). Αυτό το έργο οι άγγελοι το επιτελούν με ιδιαίτερη προθυμία και χαρά, αφού όπως είπε ο Ίδιος ο Κύριος, κάθε φορά που μετανοεί ένας άνθρωπος για τις αμαρτίες του, εκείνοι πανηγυρίζουν και χαίρονται στον ουρανό (Λουκ. 15, 10).

Νὰ μὴ λησμονοῦμε, λοιπόν, νὰ ἐπικαλούμαστε στὶς προσευχές μας τίς ἅγιες ἀγγελικὲς δυνάμεις καὶ ἰδιαιτέρως τὸν φύλακα ἄγγελό μας. Μία προσευχὴ ποὺ πρότειναν παλαιοὶ ἅγιοι γέροντες τῆς περίφημης ρωσσικῆς μονῆς τῆς Ὄπτινα, ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε τὸ πρωὶ καὶ τὸ βράδυ καὶ ὁποτεδήποτε, εἶναι ἡ ἑξῆς: 3 (ἢ ἔστω 1) κατοστάρια κομποσχοίνια «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Ὑιὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς», 1 κομποσχοίνι «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς», μισὸ κομποσχοίνι «ἅγιε Ἄγγελε, πρέσβευε ὑπὲρ ἐμοῦ», καὶ μισὸ «Ἅγιοι Πάντες, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν».

Τελειώνοντας, θὰ μιλήσουμε λίγο γιὰ τὴν ἐπικαιρότητα. Εἶναι πλέον φανερὸ σὲ ὅλους ὅτι οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις, καὶ ὅσοι πολιτικοὶ καὶ ἄλλοι ἀκολουθοῦν τακτικὲς ἐξοντώσεως τῶν λαῶν, μᾶς θέλουν διχασμένους, τρομοκρατημένους, φτωχοὺς καὶ ἐλεγχόμενους σὲ ὅλα. Μέρα μὲ τὴν ἡμέρα ἡ κατάστασι θυμίζει πολεμικὸ κλίμα. Ἡ διχόνοια χειροτερεύει, μὲ τὴν εὐθύνη βέβαια ὅλων αὐτῶν ποὺ τὴν ὑποκινοῦν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν δική μας εὐθύνη· γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ὁ Θεός, ἀσφαλῶς, θέλει ἐμᾶς τοὺς χριστιανοὺς νὰ καθαρισθοῦμε μέσα ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, ποὺ περνοῦμε. Ἀλλὰ πρέπει νὰ ὑπομένουμε· καὶ πρέπει νὰ ὑπομένουμε μὲ σωστὸ τρόπο. Καὶ τὸ βασικό μας ὅπλο εἶναι ἡ ἀγάπη. Καὶ ἐπειδὴ ἡ πραγματικὴ ἀγάπη εἶναι κάτι ποὺ τὸ κατορθώνουν οἱ Ἅγιοι μὲ πολὺ κόπο καὶ μὲ πολλὴ ταπείνωσι, ἐμεῖς θὰ μπορούσαμε μὲ κάποιες προσπάθειες νὰ μειώσουμε τὴν διχόνοια ποὺ μᾶς μαστίζει, διότι ἐὰν δὲν ἀγωνισθοῦμε θὰ διαλυθοῦμε καί ὡς Ἐκκλησία καί ὡς κοινωνία. Κάποια ἀπὸ αὐτὰ ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ προσπαθήσουμε εἶναι τὰ ἑξῆς: Παύουμε νὰ παρακολουθοῦμε (στὴν τηλεόρασι καὶ ἀλλοῦ) ὅ,τι μᾶς προκαλεῖ ταραχὴ καὶ αἰσθήματα μίσους καὶ ἀπέχθειας πρὸς συνανθρώπους μας. Ἐξάλλου ἀκούγονται σὲ αὐτὰ τὰ Μέσα πολλὲς ἀναλήθειες, ἀνακρίβειες καὶ παραπλανητικὰ στοιχεῖα. Συζητοῦμε μὲ πραότητα μὲ ὅλους, ἰδιαιτέρως ὅταν διαφωνοῦμε. Πρέπει νὰ μάθουμε νὰ συζητοῦμε ἤρεμα ὅταν διαφωνοῦμε. Καὶ πρέπει βεβαίως νὰ ἀναζητοῦμε τὴν ἀλήθεια. Στὶς συνάξεις ποὺ κάνουμε, παρουσιάζουμε ὑλικό, μὲ τὸ ὁποῖο, ἀπὸ τὴν μία κατηχούμαστε γιὰ τὴν Ἀλήθεια τῆς Πίστεώς μας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη προσεγγίζουμε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς μας. Καὶ τὸ πιὸ σημαντικὸ: ἐρχόμαστε κοντὰ μεταξύ μας καὶ ἀποκτοῦμε ἕνα δέσιμο, τὸ ὁποῖο θὰ μᾶς βοηθήσῃ ὅταν οἱ καταστάσεις χειροτερεύσουν. Ἐπίσης, ἐὰν π.χ. κάποιοι καταγγέλουν ἄλλους γιὰ μὴ τήρησι μέτρων ἢ κάτι παρόμοιο, δὲν θὰ κρατοῦμε μίσος, δὲν θὰ συζητοῦμε μὲ ἄλλους ἐπικριτικῶς γιὰ τοὺς καταγγέλοντες, ἀλλὰ ἀντιθέτως θὰ δείξουμε ἀγάπη καὶ θὰ προσπαθήσουμε νὰ συγχωρεθοῦμε, θὰ προσπαθήσουμε νὰ συμφιλιώσουμε ἄλλους ποὺ ἔχουν τέτοιους πειρασμούς, θὰ προσπαθήσουμε νὰ μειώσουμε τὴν μνησικακία τῶν ἀδελφῶν καὶ συνανθρώπων μας. Ἐὰν δὲν τὸ προσπαθήσουμε αὐτό, θὰ χειροτερέψῃ πολὺ ἡ κατάστασι τοὺς ἑπομένους μῆνες στὸ χωριό μας, στὴν πόλη μας καὶ παντοῦ.

Τὸ πρόβλημα - εἶναι φανερὸ πλέον - δὲν εἶναι μόνον τὰ ἐμβόλια καὶ ἡ λεγομένη πανδημία (βέβαια, μετετράπη σὲ πραγματικὴ πανδημία, ἐξαιτίας τῆς διαχειρίσεως τῆς καταστάσεως). Εἶναι ἡ διχόνοια, τὸ πολεμικὸ κλίμα καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ προωθοῦν μὲ ἀφορμὴ τὴν λεγομένη πανδημία, προκειμένου νὰ προετοιμάσουν τὸ ἔδαφος για τὸν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἠλεκτρονικά φακελώματα, τεχνολογίες παρακολουθήσεως καὶ ἐπηρεασμοῦ τῶν ἀνθρώπων, ἀντιχριστιανικοὶ καὶ ἀντισυνταγματικοὶ νόμοι καὶ τόσα ἄλλα, κατὰ τὰ προστάγματα τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων. Ζοῦμε τώρα μιὰ ὑγειονομικὴ δικτατορία (ὅπως τὴν ἔχουν χαρακτηρίσῃ σημαντικὰ πρόσωπα παγκοσμίως), ποὺ ἐὰν δὲν ἀντισταθοῦμε κατὰ Θεόν, θὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν παγκόσμιο δικτατορία τοῦ Θηρίου τῆς Ἀποκαλύψεως. Εἴθε νὰ κατανοήσουμε τὸ καθῆκον μας νὰ ἀποκτήσουμε ἀγάπη, ταπείνωσι, προσευχή, καὶ νὰ μᾶς φωτίσῃ ὁ Θεός μας νὰ κατανοήσουμε τί πράγματι συμβαίνει γύρω μας, ὥστε νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὴν κατάστασι ὅπως Αὐτὸς θέλει. Ἀμήν.

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ (8 Νοεμβρίου)

  

Ο άγιος ιεράρχης Φιλάρετος, κατά κόσμον Γεώργιος Νικολάγεβιτς Βοζνεσένσκυ (George Nicolaevich Voznesensky), γεννήθηκε στην πόλη Κουρσκ στις 22 Μαρτίου / 4 Απριλίου, 1903, σε μια ευσεβή ορθόδοξη οικογένεια. Ο πατέρας του, ο Αρχιερέας Nicolas Voznesensky, προερχόταν από οικογένεια ιερέων και ήταν ένας ενθουσιώδης ποιμένας και σπουδαίος άνθρωπος της προσευχής. Στη συνέχεια εκάρη μοναχός με το όνομα Δημήτριος και αργότερα έγινε επίσκοπος (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Hailar). Υπήρχαν πέντε παιδιά στην οικογένεια της Λυδίας και του Νικολάου Βοζνεσένσκυ, δύο γιοι και τρεις κόρες. Από πολύ πρώιμο στάδιο του ο νεαρός Γεώργιος μεγάλωσε σε μια ατμόσφαιρα χριστιανικής αγάπης και εκκλησιαστικής ζωής.

Το 1909 η οικογένεια μετακόμισε προς την Άπω Ανατολή. Εκεί ο Γιώργος ολοκλήρωσε την οκταετή βασική εκπαίδευση ολοκληρώσει την οκταετή διάρκεια σχολικής γραμματικής. Όταν έλαβαν την εξουσία οι αθεϊστές, η οικογένεια του μέλλοντα ιεράρχη μετακόμισε εκ νέου στο Χαρμπίν, μια πόλη με έντονη εκκλησιαστική ζωή, όπου μετά από λίγα χρόνια ο Γεώργιος σπούδασε στο Polytechnic Institute. Εκείνη την περίοδο γνώρισε τα έργα του αγίου ιεράρχη Ιγνάτιου Μπριαντσιανίνωφ και η ψυχή του ικανοποιήθηκε πάρα πολύ από τη διδασκαλία του σχετικά με τη χριστιανική ζωή και τη συνεχή μνήμη του θανάτου. Από εκείνη τη στιγμή, η ζωή στον κόσμο έπαψε να τον ενδιαφέρει. Το 1930, ο Γεώργιος χειροτονήθηκε διάκονος και το 1931 πρεσβύτερος. Κατά το ίδιο έτος, έλαβε τη μοναστική κουρά με το όνομα Φιλάρετος, προς τιμήν του αγίου Φιλάρετου του Γουβερνέτου.

Σταδιακά μια μοναστική κοινότητα σχηματίστηκε, με συνεπή πνευματική ζωή, ανάγνωση των Αγίων Πατέρων, συμβολή στο έργο του ορφανοτροφείου και των σχολείων του Χαρμπίν κ.τ.λ. Ο πνευματικός οδηγός του Ιερομονάχου Φιλάρετου εκείνα τα χρόνια ήταν ο ευλογημένος Μητροπολίτης Αντώνιος Κραποβίτσκυ (Khrapovitsky), ο οποίος είχε μια ιδιαίτερα εγκάρδια σχέση μαζί του μέχρι το τέλος της ζωής του το 1936.

Ο πατέρας Φιλάρετος είχε πραγματικά μια φιλεύσπλαχνη καρδιά. Έδινε όλα όσα είχε, μερικές φορές ακόμη και τα ρούχα του, και ανακούφιζε με όποιο τρόπο μπορούσε εκείνους που είχαν ανάγκη. Διακατεχόταν από μεγάλη αγάπη για το λόγο του Θεού και ήξερε όλο το Ευαγγέλιο απ' έξω. Το όνομά του ήταν γνωστό πολύ πιο πέρα από τα σύνορα της επαρχίας Χαρμπίν. Το 1933 διορίστηκε ηγούμενος και το 1937 αρχιμανδρίτης.

Το 1931, η Μαντζουρία καταλήφθηκε από τους Ιάπωνες. Το 1945 ο σοβιετικός στρατός κατανίκησε τον ιαπωνικό στρατό, ενώ το κομμουνιστικό καθεστώς εγκαταστάθηκε στην Κίνα. Για όσους Ρώσους ήταν σε θέση να μεταναστεύσουν προς τη Δύση ή προς την Αυστραλία, άρχισε μια περίοδο με πόνο και δοκιμασίες. Η σοβιετική κυβέρνηση άρχισε να απαιτεί οι Ρώσοι μετανάστες να λάβουν σοβιετικό διαβατήριο, για να δείξει ότι στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχε καταπίεση των πιστών.

Εκείνη την εποχή η «Εφημερίδα του Πατριαρχείου της Μόσχας», δήλωσε ότι στη Σοβιετική Ένωση δεν υπήρχε δίωξη της Εκκλησίας και ότι η μόνη σύγκρουση ήταν με αντεπαναστάτες. Ο αρχιμανδρίτης Φιλάρετος αρνήθηκε να μνημονεύει το αθεϊστικό καθεστώς και διακήρυσσε με παρρησία την πραγματική –αρνητική για την Ορθοδοξία– κατάσταση στη ρωσική γη. Έτσι πολλές φορές κλήθηκε για ανάκριση, διώχθηκε, το σπίτι του πυρπολήθηκε, αφού προηγουμένως είχαν σφραγισθεί τα παράθυρα και η πόρτα, όμως ο Κύριος έσωσε τη ζωή του ποιμένα του και κατάφερε να διαφύγει με ασφάλεια με ένα άλμα από τον πρώτο όροφο και με τις φλόγες να περιβάλλουν το σπίτι, έχοντας ωστόσο υποστεί σοβαρά εγκαύματα στο κάτω μέρος του προσώπου του και τους σπονδύλους του λαιμού του.

Ο καλός ποιμένας δεν εγκατέλειψε το ποίμνιό του μέχρις ότου όλοι όσοι είχαν κατορθώσει να αποκτήσουν τις θεωρήσεις βγήκαν από την Κίνα. Έτσι, μόλις το 1962 έφυγε για το Χονγκ Κονγκ.

Πολύ σύντομα εγκαταστάθηκε στην Αυστραλία, στο Μπρίσμπαν. Το 1963 έγινε επίσκοπος στην Αυστραλία. Το 1964, ο επίσκοπος Φιλάρετος παρακολούθησε τη Σύνοδο των Ρώσων Ιεραρχών της Διασποράς, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη. Ο Μητροπολίτης Αναστάσιος ήταν τότε σε βαθύ γήρας και επρόκειτο να αποσυρθεί. Στη Σύνοδο διεξήχθησαν εκλογές για το διάδοχό του, όμως οι δύο υποψήφιοι ισοψήφησαν. Για να διατηρηθεί η ειρήνη στην Εκκλησία, ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, Αρχιεπίσκοπος Σαγκάης και Σαν Φρανσίσκο, πρότεινε ένα τρίτο υποψήφιο, το σχετικά άγνωστο Επίσκοπο Φιλάρετο, ο οποίος ήταν ο πιο πρόσφατα χειροτονηθείς. Έτσι, το 1964, η Ρωσική Εκκλησία στο Εξωτερικό όρισε τρίτο κατά σειρά πρωθιεράρχη της το Μητροπολίτη Φιλάρετο.

Ως επικεφαλής της Ρωσικής Εκκλησίας στο Εξωτερικό, ο άγιος έμεινε σταθερός στην ανεξαρτησία της Ορθοδοξίας από το πατριαρχείο Μόσχας, που είχε υποταχθεί στο αθεϊστικό καθεστώς, όμως παράλληλα εργάστηκε σκληρά  για την ειρήνη των Ορθοδόξων και για να δαμάσει τη διχόνοια στο εσωτερικό της Ρωσικής Εκκλησίας του Εξωτερικού. Εργάστηκε με πραότητα αλλά και ζήλο για τη διαφύλαξη της πατερικής παράδοσης και υπερασπίστηκε την Ορθοδοξία από τον κίνδυνο της αιρέσεως του Οικουμενισμού, αντικρούοντας τη «θεωρία των κλάδων».

Επίσης κατά τη διακονία του ως προκαθημένου της Ρωσικής Εκκλησία στο Εξωτερικό πραγματοποιήθηκε η ανακήρυξη της αγιότητας των αγίων Ιωάννη της Κρονστάνδης (ανακηρύχθηκε το 1964), Γερμανού της Αλάσκας (1970), Ξένιας της Πετρούπολης (1978), των Νεομαρτύρων και Ομολογητών της Ρωσίας (1981), καθώς και του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφκσυ (1982).

Ο άγιος Φιλάρετος ήταν εραστής του μοναχισμού, επειδή δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να αφιερώσει τον εαυτό του εξ ολοκλήρου στο Θεό. Με δικά του λόγια: «Σύμφωνα με τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, η μοναστική τρόπος είναι, αυτή καθαυτή, η ευθεία διαδρομή προς το Ουράνιο Βασίλειο, όταν ολοκληρωθεί όπως πρέπει».

Τα κηρύγματά του ήταν ουσιώδη, απλά και καθαρά. Σύμφωνα με την μαρτυρία πολλών ανθρώπων, η ρητορεία του ήταν εφάμιλλη με του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Με ιδιαίτερο δέος και σεβασμό πλησίαζε τα Άγια Μυστήρια του Χριστού, υπενθυμίζοντας το ποίμνιό του ότι: «η θεία Κοινωνία είναι μια φωτιά. Κανείς δεν μπορεί να την απαγορεύει, αν δεν υπάρχουν σοβαρά κανονικά εμπόδια. Ο χριστιανός πρέπει να λαμβάνει τη θεία Κοινωνία όσο πιο συχνά γίνεται. Για αυτόν τον λόγο η θεία Κοινωνία λαμβάνεται μπροστά στην Ωραία Πύλη, γιατί αυτό συμβολίζει την εγγύτητα μας στην Βασιλεία των Ουρανών και μας ωθεί προς τα πάνω!».

Ενώ ήταν ένας ποιμένας γεμάτος φροντίδα και αγάπη για τους άλλους, ήταν εξαιρετικά αυστηρός με τον εαυτό του. Ζούσε μια πραγματικά ασκητική ζωή: κοιμόταν για δύο ή τρεις ώρες την ημέρα, έτρωγε ελάχιστα, παρακολουθούσε με πατρικό ενδιαφέρον τις λύπες και τις χαρές του ποιμνίου του και ξαγρυπνούσε προσευχόμενος γι’ αυτό. Τα πνευματικά παιδιά του ήταν οι μάρτυρες πολλών θαυμάτων του, που πραγματοποιήθηκαν τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής του όσο και μετά την κοίμησή του. Οι μαρτυρίες τους μιλούν εύγλωττα για την τεράστια δύναμη των προσευχών του.

Η ζωή του Μητροπολίτη Φιλάρετου, που ήταν ίση με αυτή των Αγγέλων, στέφθηκε από την ευλογημένη κοίμησή του στις 8/21 Νοεμβρίου 1985, κατά την ημέρα εορτής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και όλων των ασωμάτων Δυνάμεων.

Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος θάφτηκε στη Μονή της Αγίας Τριάδας του Jordanville. Δεκατρία χρόνια μετά το θάνατό του, αποφασίστηκε ότι θα πρέπει να μεταφερθεί στην κρύπτη κάτω από το Ιερό της Αγίας Τριάδος στη Μητρόπολη Jordanville. Το άνοιγμα του τάφου του έγινε στις 28 Οκτωβρίου/10 Νοεμβρίου 1998. Ο Αρχιεπίσκοπος Λαύρος των Συρακουσών και Αγίας Τριάδος, ο επίσκοπος Ιλαρίων του Μανχάταν, Αρχιμανδρίτης Λουκάς και οι αδελφοί ήταν παρόντες σε αυτή την περίπτωση και έγιναν μάρτυρες της πλήρους αφθαρσίας του λειψάνου του. Το σώμα του ήταν λευκό και ακόμη και μαλακό. Τα άμφια, ο σταυρός και η εικόνα της Παναγίας ήταν ακόμη φωτεινά.

Τα πιστά τέκνα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Εξωτερικό δέχθηκαν την αφθαρσία του λειψάνου του αγίου Ιεράρχη Φιλάρετου ως ένα θαύμα, που μας παραχώρησε ο Θεός για την ενίσχυση της πίστης μας.

Τα στοιχεία ελήφθησαν από (εδώ).


agios filaretos ths rwsikhs ekklhsias ths diasporas 04


Χρονολόγιο ομολογιακού αγώνα του Αγίου Φιλάρετου κατά του Οικουμενισμού

1. Τὴν 2ην Δεκεμβρίου 1965 ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος ἔστειλε καταγγελία εἰς τὸν «Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην» Ἀθηναγόρα, ἐλέγχοντάς τον διὰ τὴν ἀντικανονικὴν «ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων». Εἰς τὴν ἐπιστολὴν ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος γράφει: «Ἔχουμε κληρονομήσει μίαν κληρονομίαν ἀπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων ὅτι τὰ ἄπαντα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν πρέπει νὰ γίνονται με νόμιμον τρόπον, ὁμόφρονα, καὶ σύμφωνα με τὰς ἀρχαίας παραδόσεις. Ἐὰν κάποιοι ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους ἔστω καὶ Προκαθημένους τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν κάμουν κάτι ὁποῦ δὲν εἶναι σύμφωνα με τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας δίναται νὰ διαμαρτυρηθῇ ἐναντίον του. Ὁ 15ος Κανών τῆς Πρῶτης‐καὶ‐Δευτέρας Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 861 περιγράφει ὅτι «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» ἐκείνοι οἱ Ἐπίσκοποι καὶ κληρικοὶ οἴτινες διακόπτουν τὴν κοινωνίαν ἀκόμη καὶ με τὸν Πατριάρχην τους, ἐφ’ ὅσον κηρύττει αἵρεσιν δημοσίως καὶ δημοσίως διδάσκει αὐτὴν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Με αὐτὸν τὸν τρόπον ὅλοι εἶμεθα θεματοφύλακες τῆς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας... Ἐνῷ ἡ Ρώμη ἔχει πολλὰ νὰ ἀλλάξῃ προκειμένου νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν ἔκφρασιν τῆς Πίστεως τῶν Ἀποστόλων, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἡ ὁποῖα ἔχει διατηρήσει τὴν αὐτὴν Πίστιν ἄψογα μέχρι σήμερον, δὲν ἔχει τίποτα νὰ ἀλλάξῃ. Ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν κατέχει τὸν διάλογον με αὐτοὺς ὁποῦ ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξίαν. Τουναντίον, ἡ Ἐκκλησία ἀπευθύνεται εἰς αὐτοὺς μὲ μονόλογον, καλώντας αὐτοὺς νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸ ποῖμνιόν της, διὰ τῆς ἀπορρίψεως τῶν τινῶν διισταμένων δογμάτων... Σίγουρα ἀκόμα καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ πνευματικά σας τέκνα θὰ προετιμοῦσαν τὴν πιστότητα στὴν Ὀρθοδοξία παρὰ τὴν ἰδαίαν τῆς ἑνώσεως με τοὺς αἱτεροδόξους χωρὶς τὴν πλῆρη ἀρμονία τους μαζί μας στὴν ἀλήθειαν...»

2. Τὴν 21ην Μαΐου 1968 ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος ἔγραψεν ἀνοικτὴ ἐπιστολὴ εἰς τὸν «Πατριάρχην» Ἀθηναγόραν. Ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος γράφει: «Ὑπὸ ὁρισμένας προϋποθέσεις αὐτὴ ἡ πρόθεσις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου νὰ συγκαλέσῃ μίαν Μεγάλην Σύνοδον τῶν ἐκπροσώπων ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν θὰ μπορούσε πραγματικὰ νὰ εἶναι ἕνα χαρμόσυνον γεγονὸς. Ἀλλὰ ἡ σύγκλησις μιᾶς Συνόδου δὲν φέρνει πάντοτε χαρὰν. Καὶ μία Μεγάλη Σύνοδος, ἔστω καὶ ἄν πολλαὶ αὐτοκέφαλαι ἐκκλησίαι συμμετέχουν εἰς τὰς πράξεις της, δὲν σημαίνει ὅτι ἔχει αὐτομάτως τὴν τιμὴν τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἐκφρασθείσα τὴν αὐθεντικὴν φωνή της καὶ ὡς ἱσχύουσα τὰς παραδόσεις τῶν Ἁποστόλων καὶ Ἁγίων Πατέρων. Ἐντοῦτοις, κάθε νέα Σύνοδος πρέπει νὰ εἶναι ἐν πλῆρῃ ἀρμονίᾳ μετὰ τῶν ποηγουμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἐφένετο καὶ ἡ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου ἐπὶ Διωσκόρου ὡς ἀρκετὰ πλῆρης, ἀλλὰ εἶναι γνωστὴ σήμερον ὡς Ληστρικὴ Σύνοδος. Ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φωτίζει μία Σύνοδος καὶ κάμνει τὴν φωνή της νὰ εἶναι φωνὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας μόνο ὅταν συναχθεῖ ἡ Σύνοδος ἵνα καταδικάσῃ, σύμφωνα με τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν, τὰς καινοτομίας καὶ τὰ αὐθαίρετα δόγματα ὁποῦ εἶναι ὑποταγμένα στοὺς ἱσχυροὺς τοῦ κόσμου τούτου, οἱ ὁποῖοι θέλουν ὅπως εἰσαγάγουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μίαν αἱρετικὴν ἐπιδημίαν...» (Ἐπιστολὴ Μητρ. Φιλαρέτου, 21.5.1968). Ἔτσι ὁ κ. Φιλάρετος ἐχαρακτήρησεν τὴν συγκληθεῖσα Σύνοδον τοῦ Ἀθηναγόρου ὡς στερημένη τῆς θείας χάριτος.

3. Τὴν 14ην Ἰουλίου 1969 ὁ Μητροπολίτης κ. Φιλάρετος ἔγραψε τὴν πρώτην του Ἀνοικτὴν Ἐπιστολὴν εἰς ὅλους τοὺς Πατριάρχας καὶ Ἐπισκόπους τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καταγγέλοντάς τους διὰ τὴν κακόδοξον σιωπήν των ἐν σχέσει μὲ τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γράφει: «...Παρατηροῦμε ὅμως ὄτι κανένας εἰς ὑψηλοτέραν θέσιν ἀπὸ τῆς ἡμετέρας δὲν ἀνεβάζει τὴν φωνή του. Καὶ τὸ γεγονὸς τοῦτο μᾶς προκαλεῖ να ὁμιλήσωμεν, ὥστε νὰ μὴν κατηγορηθοῦμεν εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν ὅτι εἴχαμε δεῖ τὸν κίνδυνον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅμως δὲν εἴχαμε προειδοποιήσει τοὺς Ἐπισκόπους της.»

4. Κατὰ τὸ 1972 ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος ἔγραψε τὴν Δευτέραν Ἀνοικτήν του Ἐπιστολὴν, ἐλέγχοντας τοὺς ἀπανταχοῦ ἐπισκόπους τῆς γῆς διὰ τὴν σιωπήν των ἐν σχέσει με τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Εἰς τὴν ἰδίαν ἐπιστολὴν ὁνομάζει τὴν καινοτομίαν τοῦ νέου ἡμερολογίου ὡς πρῶτον βῆμα τῆς πλάνης τοῦ Νεωτερισμοῦ. Γράφει:

«Εἰς τὴν πρώτην κατώδυνον Ἐπιστολὴν ἡμῶν, ἐγράψαμεν ἐν λεπτομερείαις, ἐπὶ τοῦ ἀσυμβιβάστου, ἀπὸ Ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως, τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν, παρουσιάζοντες ἐπακριβῶς τὴν βιαιότητα καὶ ὡμότητα τῶν ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας παραβάεων, αἵτινες συντελοῦνται διὰ τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἑκκλησιῶν εἰς τὸ Συμβούλιον τοῦτο. Κατεδείξαμεν ὅτι αἱ βασικαὶ ἀρχαὶ τοῦ Συμβουλίου τούτου, εἶναι ἀσυμβίβαστοι μὲ τὴν Ὀρθόδοξον Διδασκαλίαν καὶ τὸ Δόγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡμεῖς, συνεπομένως, διεμαρτυρήθημεν ἐναντίον τῆς ἀποδοχῆς τῆς ἀποφάσεως ταύτης γενομένης εἰς τὸ Πανορθόδοξον Συνέδριον τῆς Γενεύης, ἕνθα ἡ Ὀρθόδοξος Ἑκκλησία, ἐγένετο δεκτὴ ὡς ὀργανικὸν μέλος τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν.

Ἀλλοίμονον! Τὰ τελευταῖα, ταῦτα, ἕτη, εἶναι ὑπερφορτωμένα μὲ κραυγαλέας ἀποδείξεις, ὅτι, εὶς τοὺς διαλόγους μετὰ τῶν Ἑτεροδόξων, μερικαὶ Ὀρθόδοξοι Ἀντιπροσωπεῖαι υἱοθέτησαν μίαν καθαρῶς Προτεσταντικὴν Ἐκκλησιολογίαν, ἥτις ἄγει σταδιακῶς, εἰς Προτεσταντικὴν, καθαρῶς, προσέγγισιν προβλημάτων τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐκ τῆς ὁποῖας καὶ ἀναδύεται ἡ σύγχρονος ἐκκοσμίκευσίς της καὶ ἡ ἀφόρητος νεωτεριστική της ἐμφάνισις. Ὁ νεωτερισμός, συνίσταται εἰς κατάπτωσιν καὶ ὑποστάθμισιν τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, συμφώνως πρὸς τὰς ἀρχὰς τοῦ ρέοντος κοινωνικοῦ βίου καὶ τῶν συμπαρομαρτουσῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν. Βλέπομεν τοῦτο εἰς τὴν Νεωτεριστικὴν Κίνησιν τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας» ἐν Ρωσίᾳ, κατὰ τὰς τελευταίας δεκαετίας. Εἰς τὴν πρώτην Συνέλευσιν τῶν ἱδρυτῶν τῆς Ζώσης Ἐκκλησίας κατὰ τὴν 29ην Μαΐου 1922, οἱ σκοποί της καθωρίσθησαν ὡς «ἀναθεώρησις καὶ ἀλλαγὴ ὅλων τῶν ὅψεων τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὡς αὖται καθίστανται ἐπιτακτικαὶ ἐκ τῶν ἀπαιτήσεων τῆς συγχρόνου ζωῆς» («Ἡ Νέα Ἐκκλησία» καθηγητοῦ Β. Βασιλείου Τιτλίνωφ, Πετρούπολις‐Μόσχα 1923 σ. 11). Ἡ «Ζῶσα Ἐκκλησία» ἦτο μία ἀπόπειρα διὰ τὴν μεταρρύθμισιν, προσηρμοσμένη εἰς τὰς ἀπαιτήσεις τῶν συνθηκῶν ἑνὸς Κομμουνιστικοῦ Κράτους.

Ὁ Μοντερνισμὸς ἢ Νεωτερισμὸς τοποθετεῖ αὐτὸν τὸν συμβιβασμὸν μὲ τὴν ἀνθρωπίνην μειονεκτικότητα καὶ ἀσθένειαν, ὑπεράνω ἠθικῶν, καὶ μάλιστα Δογματικῶν ἀπαιτήσεων τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἐν τοιαύτῃ ἐκτάσει, ὥστε, ὁ κόσμος ἐγκαταλείπει τὰς Χριστιανικὰς Ἀρχὰς, ἡ δὲ ἐκκοσμίκευσις (ὁ Μοντερνισμὸς), ὑποβιβάζει τὸ ἐπίπεδον τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον. Ἐντὸς τῶν Δυτικῶν Ὁμολογιῶν, βλέπομεν, ὅτι ἐπῆλθε σχεδὸν κατάργησις τῆς Νηστείας, ριζικὴ συντόμευσις καὶ ἐκχυδαϊσμὸς τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ Λειτουργίας καὶ τελικῶς, πλήρης καὶ ὁλοσχερὴς πνευματικὴ ἐρήμωσις, ἐξικνουμένη μέχρι τοῦ σημείου, ἀπροκαλύπτου ἐκδηλώσεως ἀνοχῆς, ἄν μὴ καὶ ἐνθαρρύνσεως πρὸς ἀνθρωπίνους διαστροφὰς καὶ ἐλαττώματα, δι’ ἅτινα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει, ὅτι «αἰσχρὸν ἑστι καὶ λέγειν».

Ὁ ἐκσυγχρονισμὸς καὶ μοντερνισμὸς οὖτος ὑπῆρξεν ἡ βάσις τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου (τῆς θλιβερᾶς ἐκείνης μνήμης), ἤτις συνῆλθεν ἐν Κωνσταντινουπόλει τὸ 1923, καὶ ἥτις, προφανῶς, ἥσκησε μεγίστην ἐπίδρασιν ἐπὶ τοῦ ἀνακαινιστικοῦ πειράματος ἐν τῇ Κομμουνιστικὴ Ρωσία. Συνεπείᾳ τῆς Συνόδου ἐκείνης, Ἐκκλησίαι τινὲς, ἐνῷ δὲν υἱοθέτησαν ὅλας τὰς μεταρρυθμίσεις αἴτινες εἰσήχθησαν τότε, ἀπεδέχθησαν, ἐν τούτοις, τὸ Δυτικὸν – Παπικὸν Ἡμερολόγιον καὶ μάλιστα, εἰς τινας περιπτώσεις, τὸ δυτικὸν Πασχάλιον. Τοῦτο ὑπῆρξε, τότε, τὸ πρῶτον βῆμα, εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἐκκοσμικεύσεως καὶ τοῦ μοντερνισμοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐνῷ, συγχρόνως, ἤλλαξεν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς της, ὥστε, νὰ ἀχθῇ αὕτη, προϊόντος τοῦ χρόνου, ἐγγύτατα πρὸς τὰς αἱρετικὰς Ὁμολογίας καὶ φατρίας. Ἐκ τῆς ἐπόψεως ταύτης, ἡ τοιαύτη υἱοθέτησις τοῦ Δυτικοῦ Παπικοῦ Ἡμερολογίου, ἦτο μία κατάφωρος παράβασις τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ, ταυτοχρόνως, ὑπῆρξεν ἡ ἀφετηρία ἀσυγκρατήτου τάσεως ἀπομονώσεως τῶν πιστῶν ἀπὸ ἐκείνους οἴτινες διδάσκουν ἀντιθέτος πρὸς τὰς ἀρχὰς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δημιουργήσασα τὸ ὑφιστάμενον μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ρεῦμα ἀντιπαθείας πρὸς τὴν προσέγγισιν καὶ ὁμοίωσιν πρὸς τὸν αἱρεσιογόνον Παπισμὸν, Προτεσταντισμὸν καὶ ἐκκοσμικευμένον Μοντερνισμὸν.

Ὑπενθιμίζομεν τὸν 65ον Ἀποστολικὸν Κανόνα τοὺς 32ον, 33ον καὶ 37ον Κανόνας τῆς Λαοδικείας καὶ τὰς Ἐντολὰς τοῦ Θεορρήμονος Παύλου εἰς τὰς Ἐπιστολὰς αὐτοῦ πρὸς Τίτον (3, 10). Τὸ φρικτὸν προϊὸν τῆς τοιαύτης μεταρρυθμίσεως ἦτο ὁ βιασμὸς καὶ ἡ παράβασις τῆς ἑνότητος εἰς τὰς προσευχὰς καὶ Λειτουργίας τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἐν διαφόροις χώραις. Οὕτω, ἐνῷ ἔνιοι ἐξ αὐτῶν ἑορτάζουν τὰ Χριστούγεννα, ὁμοῦ μετὰ τῶν αἱρετικῶν, ἕτεροι ἐξηκολούθουν νηστεύοντες! Ἐνίοτε, τοιοῦτως διχασμὸς συμπίπτει καὶ εἰς τὴν αὐτὴν, ἐκασταχοῦ, Ἐκκλησίαν [π.χ. εἰς Ἑλλάδα, Ρουμανία, Κύπρο, κλπ.], καὶ μερικὲς φορὲς τὸ Πάσχα ἑορτάζεται συμφώνως πρὸς τὸ Δυτικὸν Παπικὸν Πασχάλιον τῶν αἱρετικῶν παραφυάδων [π.χ. εἰς Ρουμανία, Φιλλανδία, κλπ.]. Ἐπὶ τῷ τέλει, ἐν τούτοις, τῆς συμπλησιάσεως πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς τῶν διαφόρων ἀποχρώσεων καὶ παραφυάδων, παραβιάζεται σήμερον, ἀναφανδὸν καὶ ἀσυστόλως, ὑπὸ τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ Παπιστῶν, ὁ Ι΄ Κανών τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καθ’ ὅν, οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ, ταυτοχρόνως, ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ, δέον νὰ ἑορτάζωσι καὶ νὰ δοξάζωσι τὴν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Ἀνάστασιν, καθ’ ἄπαντα τὸν κόσμον...

Δὲν δύναται νὰ διαφύγῃ τῆς εὐαισθήτου συνειδήσεως πλείστων τέκνων τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ Ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμισις, προητοίμασε τὸ ἔδαφος καὶ ὑπέσκαψε τὰ θεμέλια διὰ μίαν ἀναθεώρησιν τῆς συνόλου τάξεως τῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἥτις ὑπῆρξεν εὐλογημένη ὑπὸ τῶν Θεοπνεύστων ἀποφάσεων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Ἤδη, εἰς τὴν Πανορθόδοξον ἐκείνην Διάσκεψιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κατὰ τὸ 1923, τὸ θέμα τοῦ δευτέρου γάμου τῶν Κληρικῶν, ἀνέκυψε μεθ’ ἑτέρων πολλῶν θεμάτων. Καὶ προσφάτως, ὁ Ἕλλην Ἀρχιεπίσκοπος Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς Ἰάκωβος, προέβη εἰς δήλωσιν ἐπιδοκιμάζουσαν τὸν γάμον τῶν Ἐπισκόπων! («Ἑλληνικὰ Χρονικὰ» 23 Δεκεμβρίου 1971). Ἡ ἱσχὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι αὔτη διατηρεῖ ἀπαραφθάρτους τὰς ἀρχὰς τῆς Ἱερᾶς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως. Παρὰ ταῦτα, ὑπάρχουσιν ἐκεῖνοι, οἴτινες ἐπιχειροῦν νὰ συμπεριλάβουν εἰς τὰ θέματα τῆς μελλούσης μεγάλης Συνόδου, οὐχὶ ἀπλῶς μίαν ἀνταλλαγὴν γνωμῶν διὰ τὴν καλυτέραν μεθοδολογίαν πρὸς διασφάλισιν τηρήσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως, ἀλλὰ, τουναντίον, μίαν πονηρίαν πρὸς ἐφεύρεσιν μεθόδειῶν διὰ μίαν ριζικὴν ἀναθεώρησιν τῆς ὅλης Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀρχῆς γενομένης διὰ τῆς καταργήσεως τῶν Νηστειῶν, τοῦ δευτέρου γάμου τῶν Κληρικῶν κλπ., εἰς τρόπον, ὥστε, ἡ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νὰ ἔλθῃ ἐγγύτατα πρὸς τὴν τοιαύτην τῶν αἱρετικῶν Ὁμολογιῶν καὶ αἱρεσιοβριθῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων...

Ἐν τῷ μεταξύ, δραστηριότητες σκοποῦσαι τὴν δημιουργίαν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, μέσῳ μιᾶς ἀπατηλῆς Ἑνώσεως διαφόρων ἑτεροκλήτων Ὁμολογιῶν, ἄνευ προσοχῆς, σεβασμοῦ καὶ πίστεως πρὸς τὴν Ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ, διαφυλασσομένη μόνον ἐντὸς τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, θὰ ὁδηγήσουν ἡμᾶς μόνον ἔξω καὶ μακρὰν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ δή, ἐν τῷ βασιλείῳ τοῦ ἀντιχρίστου! Δέον νὰ κατανοηθῇ, ὅτι, αἱ συνθῆκαι, αἵτινες ἤγαγον τὸν Σωτῆρα νὰ διερωτηθῇ, ἐὰν κατὰ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν Του, θὰ εὕρισκεν ἀκόμη τὴν Πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐνισχύονται οὐ μόνον ἀπὸ τὴν ἀπροσχημάτιστον ἐπέκτασιν τῆς προπαγάνδας ὑπὲρ τοῦ ἀθεϊσμοῦ, ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ἀπὸ τὴν ἀσύστολον διάδοσιν τῆς συγχρόνου λύμης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ...

Τούτων πάντων ἕνεκεν, ἤδη ἀνωτέρω ἐκτεθέντων, τὰ σεβασμιώτατα μέλη τῆς Ἡμετέρας Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων, ὁμοθύμως συνεφώνησαν καὶ συναπεφάσισαν νὰ ἀναγνωρίσωσι τὸν Οἰκουμενισμὸν ὡς μίαν ἐξόχως ἐπικίνδυνον Αἵρεσιν...

Ζητοῦμεν καὶ παρακαλοῦμεν ἄπαντας, ὅπως, πρὸ ἄλλου τινὸς, ἀναπέμψωσι θερμὰς προσευχὰς, πρὸς τὸν Κύριον, ἵνα σώςῃ τὴν Ἁγίαν Αὐτοῦ Ἐκκλησίαν, ἐκ τῆς θυέλλης, ἥτις εἶναι ἐπὶ θύραις ἐκ τῆς νέας ταύτης Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ζητοῦμεν, ὅπως πράξωσι τὸ πᾶν, ὅπως διανοιγῶσιν οἱ πνευματικοὶ ὀφθαλμοὶ ἀπάντων τῶν πιστῶν, ἵνα κατανοήσωσι τὴν ἀλήθειαν καὶ ἀπορρίψωσι τὸ ψεῦδος καὶ τὴν πλάνην. Δεόμεθα, ἐν τέλει, τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐνισχύῃ ἕνα ἕκαστον ἐξ ἡμῶν εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν ἀεὶ ἐν τῇ Ἀληθείᾳ καὶ τῇ καθαρότητι τῆς Πίστεως, ἥτις δέδοται ἡμῖν, πηγαίως, ἀδιαφθόρως καὶ ἀπαραχαράκτως καὶ παρέχῃ ἡμῖν πᾶσι τὴν δύναμιν ποδηγετήσεως τοῦ Ποιμνίου ἡμῶν ἐν τῇ εὐσεβεία καὶ τῇ ὀρθῇ καὶ ἀπαρεγκλίτῳ Ὀρθοδόξῳ Χριστιανικῇ Πίστει. Γένοιτο!

Ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος, Πρόεδρος τῆς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ἐκτὸς Ρωσίας.» (Ἀνοικτὴ Ἐπιστολὴ Μητρ. κ. Φιλαρέτου, 1972).


agios filaretos ths rwsikhs ekklhsias ths diasporas 02


5. Τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 1972, εἰς τὸν Ἱερὸν Καθεδρικὸν Ναὸν Ἁγίου Νικολάου Μοντρεάλλης Καναδὰ, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὑπὸ τὴν Προεδρείαν τοῦ Μητροπολίτου κ. Φιλαρέτου Συνοδικῶς ἀναθεμάτησε τὸν Οἰκουμενισμὸν καὶ τὸν Μοντερνισμὸν (Νεωτερισμὸν).

6. Δεκέμβριος 1975: Ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος γράφη ἕτερο [Ἀντι-οικουμενιστικὸ] κείμενο, σχετικὰ μὲ τὴν λεγομένη «Ὁμολογία Θυατείρων», ἡ ὁποία εἶχε ἐκδοθῆ τότε ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων καὶ Μ. Βρετανίας Ἀθηναγόρα (Κοκκινάκη), μὲ ἔγκρισι τῆς συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλως, ἐπὶ πατριάρχου Δημητρίου, γιὰ νὰ καταδείξη ὅτι αὐτὴ ἡ οἰκουμενιστικὴ ἐπίσημη Ὁμολογία εἶναι ἕνα κείμενο ἐντελῶς αἱρετικοῦ πνεύματος, ποὺ προτρέπει σὲ συμπροσευχὴ καὶ μυστηριακὴ διακοινωνία μὲ τοὺς πάσης φύσεως αἱρετικούς, τοὺς ὁποίους ἀναγνωρίζει πλήρως καὶ ἐντάσσει στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ ὁρίζη ὅρια εἰς αὐτήν!...

«Ἔκκλησις τοῦ Μητροπολίτου Φιλαρέτου πρὸς τοὺς Προκαθημένους τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καὶ τοὺς Σεβασμιωτάτους Ὀρθοδόξους Ἱεράρχας ΠΑΡΑΓΓΕΛΛΩΝ εἰς ἡμᾶς νὰ διατηρῶμεν σταθερῶς ἐν πᾶσι τὴν διακηρυχθεῖσαν Ὀρθόδοξον πίστιν ὁ ἅγιος Ἀπ. Παῦλος, ἔγραψε πρὸς τοὺς Γαλάτας:

«Ἀλλὰ καὶ ἂν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω.» (Γαλ. αʹ 8)

Τὸν μαθητήν του Τιμόθεον ἐδίδαξε νὰ παραμένῃ πιστὸς εἰς ὅσα τὸν ἐκατήχησε καὶ εἰς ὅσα ἐνεπιστεύθησαν εἰς αὐτόν, ὡς γνωρίζων καλῶς ὑπὸ ποίου ἐκατηχήθη ταῦτα (Βʹ Τιμ. γʹ 14).

Τὰ ἀνωτέρω συνιστοῦν ἕνα δείκτην, τὸν ὁποῖον ἕκαστος Ἱεράρχης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὀφείλει νὰ ἀκολουθῇ καὶ πρὸς τὸν ὁποῖον ὀφείλει ὑπακοὴν ἕνεκα τοῦ ὅρκου τῆς χειροτονίας του. Ὁ Ἀπόστολος γράφων σχετικῶς θέλει τὸν Ἐπίσκοπον:

«ἀντεχόμενον τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ λόγου, ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν» (Τιτ. αʹ 9).

Εἰς τὸν παρόντα καιρὸν τῆς παγκοσμίου ἀμφιβολίας, συγχύσεως καὶ διαφθορᾶς ἀπαιτεῖται εἰδικῶς ἀπὸ ἡμᾶς νὰ ὁμολογῶμεν τὴν ἀληθῆ διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως τοῦ ποῖος θὰ ἀκούσῃ καὶ εἰς πεῖσμα τῆς κυκλούσης ἡμᾶς ἀπιστίας. Ἐὰν πρὸς χάριν τῆς προσαρμογῆς εἰς τὰς πλάνας τοῦ αἰῶνος τούτου σιγήσωμεν περὶ τῆς ἀληθείας, ἢ δώσωμεν μίαν διεφθαρμένην διδασκαλίαν χάριν τῆς εὐαρεστήσεως τοῦ κόσμου, τότε πράγματι θὰ δώσωμεν εἰς αὐτοὺς ποὺ ζητοῦν τὴν ἀλήθειαν λίθον ἀντὶ ἄρτου.

Ὅσον ὑψηλότερα ἵσταται αὐτὸς ποὺ ἐνεργεῖ παρομοίως, τόσον μεγαλύτερον εἶναι καὶ τὸ σκάνδαλον, τὸ ὁποῖον δημιουργεῖται ὑπ᾿ αὐτοῦ, καὶ μάλιστα αἱ συνέπειαί του. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν μεγίστην θλῖψιν μᾶς προεκάλεσεν ἡ ἀνάγνωσις τῆς καλουμένης «Ὁμολογίας Θυατείρων», ἡ ὁποία προσφάτως ἐκυκλοφορήθη εἰς τὴν Εὐρώπην μὲ τὴν ἰδιαιτέραν εὐλογίαν καὶ ἐπιδοκιμασίαν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ τοῦ Πατριάρχου τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.

Γνωρίζομεν ὅτι ὁ συγγραφεὺς τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Θυατείρων (Λονδίνου) Ἀθηναγόρας εἶχε παρουσιάσει εἰς τὸ παρελθὸν σημεῖα ὁμολογητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου ἀληθείας, καὶ συνεπῶς οὐδόλως ἀνεμένομεν ἀπ᾿ αὐτὸν μίαν τοιαύτην ὁμολογίαν, ἡ ὁποία πόρρω ἀπέχει τῆς Ὀρθοδοξίας.

Παρὰ ταῦτα, ἐὰν τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦτο μόνον μία προσωπικὴ ἔκφρασις τοῦ ἰδίου, δὲν θὰ ἐγράφομεν. Παρεκινήθημεν εἰς τοῦτο περισσότερον, διότι ἐπὶ τῆς ἐργασίας αὐτῆς ἐναπόκειται ἡ σφραγὶς τῆς ἀποδοχῆς ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου καὶ τῆς Συνόδου του. Ἐπὶ εἰδικοῦ Πατριαρχικοῦ πρωτοκόλλου ἀπευθυνομένου πρὸς τὸν Μητροπολίτην Ἀθηναγόραν ἀναφέρεται, ὅτι ἡ ἐργασία του ἐξητάσθη ὑπὸ εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς. Μετὰ τὴν ἀποδοχὴν αὐτῆς ὑπὸ τῆς Ἐπιτροπῆς, ὁ πατριάρχης συμφώνως πρὸς τὴν ἀπόφασιν τῆς Συνόδου, ἔδωκε τὴν εὐλογίαν του διὰ τὴν ἔκδοσιν «τῆς λαμπρᾶς αὐτῆς ἐργασίας», ὡς γράφει. Συνεπῶς ἡ εὐθύνη διὰ τὸ ἔργον αὐτὸ μεταφέρεται τώρα ἀπὸ τὸν Μητροπολίτην Ἀθηναγόραν εἰς ὁλόκληρον τὴν Ἱεραρχίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Αἱ προηγηθεῖσαι ἡμέτεραι Ἐπιστολαὶ τοῦ Πόνου ἔχουν ἤδη ἐκφράσει τὴν θλῖψιν ποὺ μᾶς κατέλαβεν, ὅταν ἀπὸ τὸν Θρόνον τῶν Ἁγίων Χρυσοστόμου, Πρόκλου, Ταρασίου, Φωτίου καὶ πολλῶν ἄλλων Ἁγίων Πατέρων, ἀκούομεν μίαν διδασκαλίαν, τὴν ὁποίαν χωρὶς ἀμφιβολίαν οἱ ἀνωτέρω Ἅγιοι θὰ κατεδίκαζον καὶ θὰ παρέδιδον εἰς τὸ ἀνάθεμα.

Εἶναι θλιβερὸν νὰ γράφεται τὸ ἀνωτέρω. Πόσον θὰ ηὐχόμεθα νὰ ἠκούομεν ἀπὸ τὸν Θρόνον τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία ἐγέννησε τὴν ἡμετέραν Ρωσικὴν Ἐκκλησίαν, ἕνα μήνυμα τῆς χρηστότητος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁμολογίας τῆς ἀληθείας ἐν τῷ πνεύματι τῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν της. Μετὰ πόσης χαρᾶς θὰ ἀπεδεχόμεθα ἕνα τοιοῦτον μήνυμα, τὸ ὁποῖον θὰ μετεδίδαμε πρὸς οἰκοδομὴν καὶ εἰς τὸ ἡμέτερον Πλήρωμα. Ἀντιθέτως νῦν μία μεγάλη θλῖψις ἔχει προκληθῆ εἰς ἡμᾶς ἕνεκα ἀκριβῶς τῆς ἀνάγκης νὰ προειδοποιήσωμεν τὸ Ποίμνιόν μας, ὅτι ἀπὸ τὴν κάποτε πηγὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας νῦν προέρχεται ἕνα σκανδαλῶδες μήνυμα διαφθορᾶς (τῆς Ἀληθείας).

Ἐὰν κανεὶς ξεφυλλίσῃ τὴν «Ὁμολογίαν Θυατείρων», ἀλλοίμονον! ὑπάρχουν τόσαι ἐσωτερικαὶ ἀντιφάσεις καὶ ἀντορθόδοξοι σκέψεις, ὥστε ἐὰν ἤθελε τὰς ἀριθμήσει θὰ ἔπρεπε νὰ γράψῃ ἕνα ὁλόκληρον βιβλίον. Νομίζομεν ὅτι δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ τὸ πράξωμεν. Εἶναι ἱκανὸν δι᾿ ἡμᾶς νὰ ὑπογραμμίσωμεν τὸ κύριον σημεῖον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐρείδεται καὶ ἐκ τοῦ ὁποίου προέρχεται ἡ ἀντορθόδοξος διδαχή, ἡ ὁποία περιέχεται εἰς τὴν ὁμολογίαν ταύτην.

Ὁ Μητροπολίτης Ἀθηναγόρας εἰς ἓν σημεῖον (σ. 60) γράφει πολὺ δικαιολογημένα, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ πιστεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία των εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἥτις καὶ κατέχει τὴν πληρότητα τῆς Καθολικῆς Ἀληθείας. Ὁ αὐτὸς ἐπίσης ἀναγνωρίζει, ὅτι αἱ ἄλλαι ὁμολογίαι δὲν ἔχουν διατηρήσει αὐτὴν τὴν Πληρότητα. Ἀλλὰ περαιτέρω, φαίνεται ὅτι ἐλησμόνησεν, ὅτι κάθε διδασκαλία, ἥτις ἀφίσταται τοῦ σεβασμοῦ τῆς Ἀληθείας, δι᾿ αὐτὸ καὶ μόνον εἶναι ἐσφαλμένη. Οἱ ἀνήκοντες εἰς θρησκευτικὴν κοινότητα ποὺ ὁμολογεῖ μίαν τοιαύτην διδασκαλίαν, εἶναι ἤδη χωρισμένοι τῆς μιᾶς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας.

Ὁ Μητροπολίτης Ἀθηναγόρας βεβαίως τὸ ἀναγνωρίζει αὐτό, ὅσον ἀφορᾶ εἰς τοὺς ἀρχαίους αἱρετικούς, ὡς ἦσαν οἱ Ἀρειανοί, ὅταν ὅμως ὁμιλῇ περὶ τῶν συγχρόνων του, δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ λάβῃ σοβαρῶς ὑπ᾿ ὄψει τὰ ἀνωτέρω. Ἀναφορικῶς λοιπὸν πρὸς αὐτοὺς (τοὺς συγχρόνους), μᾶς προσκαλεῖ νὰ ἔχωμεν ὡς ὁδηγοὺς οὐχὶ τὴν ἀρχαίαν Παράδοσιν καὶ τοὺς Κανόνας, ἀλλὰ «τὴν νέαν διάθεσιν, ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ σήμερον μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν» (σ. 12) καὶ «τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν» (σ. 11).

Τυγχάνει ὅμως αὐτὸ σύμφωνον πρὸς τὴν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων; Ἂς ἀναμνησθῶμεν τοῦ αʹ Κανόνος τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος μᾶς δίδει ἕνα τελείως διαφορετικὸν κριτήριον ἀναφορικῶς πρὸς τὴν σκέψιν καὶ ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας μας. «Τοὺς τὴν ἱερατικὴν λαχοῦσιν ἀξίαν» γράφει, «μαρτύριά τε καὶ κατορθώματα αἱ τῶν Κανονικῶν Διατάξεών εἰσιν ὑποτυπώσεις». Καὶ περαιτέρω: «...τοὺς θείους Κανόνας ἐνστερνιζόμεθα, καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἓξ Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· ἐξ ἑνὸς ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα».

Ἐν ἀντιθέσει καὶ προκλήσει πρὸς τὴν ἀνωτέρω ἀρχήν, εἰς τὴν «Ὁμολογίαν Θυατείρων» ἡ ἔμφασις γίνεται συνεχῶς ἐπὶ «τῆς νέας διαθέσεως». «Οἱ Χριστιανοὶ σήμερον», γράφει, «ἐπισκέπτονται Ἐκκλησίας καὶ προσεύχονται μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς διαφόρων παραδόσεων, μὲ τοὺς ὁποίους εἰς τὸ παρελθὸν ἦτο ἀπηγορευμένον νὰ σχετίζωνται, διότι ἐθεωροῦντο αἱρετικοί...» (σ. 12).

Ἀλλὰ ποῖος ἦτο προηγουμένως αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀπηγόρευεν αὐτὰς τὰς προσευχάς; Δὲν ἦτο ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ Ἅγιοι Πατέρες, αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι; Καὶ τὸ θέμα εἶναι ὅτι μόνον ἐκαλοῦντο αἱρετικοὶ καὶ δὲν ἐθεωροῦντο τοιοῦτοι καὶ εἰς τὴν πρᾶξιν;

Ὁ αʹ Κανὼν τοῦ Μ. Βασιλείου παρέχει ἕνα διαυγῆ ὁρισμὸν τῆς ὀνομασίας τῶν αἱρετικῶν: «Οἱ παλαιοὶ (Πατέρες) ὠνόμασαν (αἱρετικοὺς) τοὺς παντελῶς ἀπερρηγμένους καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν πίστιν παντελῶς ἀπηλλοτριωμένους». Δὲν ἀναφέρεται τοῦτο ἀκριβῶς εἰς ἐκείνας τὰς δυτικὰς ὁμολογίας, αἱ ὁποῖαι ἔχουν ἐκπέσει τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει ἡμῖν: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τιτ. γʹ 10), ἐνῶ ἡ «Ὁμολογία Θυατείρων» προσκαλεῖ ἡμᾶς εἰς μίαν μετ᾿ αὐτῶν προσευχητικὴν κοινωνίαν.

Ὁ 45ος Ἀποστολικὸς Κανὼν διατάσσει: «Ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω...». Ὁ 64ος Ἀποστολικὸς Κανὼν καὶ ὁ 33ος Κανὼν τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας ἀπαγορεύει νὰ λαμβάνωμεν εὐλογίας ἐξ αἱρετικῶν. Ἡ «Ὁμολογία Θυατείρων» ἀντιθέτως καλεῖ ἡμᾶς εἰς συμπροσευχὴν μετ᾿ αὐτῶν καὶ προχωρεῖ μάλιστα ἔτι περαιτέρω, ὥστε νὰ ἐπιτρέπῃ εἰς Ὀρθοδόξους χριστιανοὺς νὰ λαμβάνουν θείαν Κοινωνίαν καὶ νὰ τὴν δίδουν εἰς αὐτούς.

Ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης Ἀθηναγόρας δίδει τὴν πληροφορίαν ὅτι, εἰς τὴν Ἀγγλικανικὴν Ὁμολογίαν μέγα μέρος ἐπισκόπων καὶ πιστῶν δὲν ἀναγνωρίζουν οὔτε τὸν ἐπισκοπικὸν βαθμόν, οὔτε τὴν ἁγιότητα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οὔτε τὴν μεταποίησιν τῶν Τιμίων Δώρων εἰς τὴν Θ. Λειτουργίαν, οὔτε ἄλλα Μυστήρια, οὔτε τὴν τιμὴν τῶν ἁγίων Λειψάνων. Ὁ ἴδιος ὁ συγγραφεὺς τῆς «Ὁμολογίας» ὑποδεικνύει τὰ ἄρθρα τῆς Ἀγγλικανικῆς Ὁμολογίας, εἰς τὰ ὁποῖα τὰ ἀνωτέρω ἀναφέρονται. Εἰσέτι δὲ καταφρονῶν πάντα ταῦτα, ἐπιτρέπει εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς νὰ λαμβάνουν Θ. Κοινωνίαν ἀπὸ τοὺς Ἀγγλικανοὺς καὶ τοὺς Καθολικούς, καὶ εὑρίσκει ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ μεταλαμβάνουν αὐτοὺς εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.

Ποῦ στηρίζεται αὐτὴ ἡ ἐνέργεια; Ἐπὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων; Ἐπὶ τῶν Κανόνων; Οὐχί! Ἡ μόνη δικαιολογία δι᾿ αὐτὸ εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ἀντικανονικότης αὕτη ὑφίσταται μέν, ἀλλὰ συγχρόνως ὑπάρχει καὶ μία «φιλία», ἡ ὁποία ἐξεδηλώθη ὑπὸ τῶν Ἀγγλικανῶν πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους.

Ἐν τούτοις, ἀνεξαρτήτως ποῖαν θέσιν λαμβάνει κάποιος ποὺ ἐπιτρέπει μίαν ἀπαγορευμένην ὑπὸ τῶν Κανόνων πρᾶξιν, καὶ ἀνεξαρτήτως τί εἴδους φιλία ἔχει ἐμπνεύσει αὐτὴν τὴν ἐνέργειαν, αὐτὸ δὲν ἠμπορεῖ νὰ δικαιώσῃ μίαν πρᾶξιν καταδικαζομένην ὑπὸ τῶν Κανόνων. Τί ἀπάντησις θὰ δοθῇ εἰς τὸν οὐράνιον Κριτὴν ὑπὸ τῶν Ἱεραρχῶν ποὺ συμβουλεύουν τὰ πνευματικά των τέκνα νὰ λαμβάνουν ἀντὶ τῆς ἀληθοῦς Κοινωνίας, αὐτήν, τὴν ὁποίαν συχνὰ ὁ προσφέρων ταύτην δὲν ἀναγνωρίζει ὡς Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ;

Μία τοιαύτη παρανομία προέρχεται ἀπὸ τὴν τελείως αἱρετικήν, Προτεσταντικὴν ἢ —διὰ νὰ ἐκφρασθῶμεν εἰς τὴν σύγχρονον γλῶσσαν— οἰκουμενιστικὴν διδασκαλίαν τῆς «Ὁμολογίας Θυατείρων» περὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δὲν βλέπει αὕτη ὅρια εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. «Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα» διαβάζομεν εἰς αὐτήν, «εἶναι περισσότερον δύναμις καὶ ἐνεργεῖ μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Δι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὅρια, ἀλλὰ διηνεκῶς ἐπεκτείνονται· ἔχει θύρα, ἀλλὰ ὄχι τοίχους» (σ. 77).

Ἀλλὰ ἐὰν τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐνεργῇ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, τότε διατὶ ἦτο ἀναγκαῖον νὰ ἔλθῃ ὁ Σωτὴρ εἰς τὴν γῆν διὰ νὰ τὴν ἱδρύσῃ; Ἡ φροντὶς διὰ τὴν διατήρησιν καὶ ὁμολογίαν τῆς αὐθεντικῆς ἀληθείας, μία φροντὶς ἡ ὁποία ἔχει διαβιβασθῆ εἰς ἡμᾶς διὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, καταντᾶ περιττὴ διὰ τῆς ἀνωτέρω ἐκδοχῆς.

Καίτοι ἡ «Ὁμολογία» λέγει, εἰς τὴν σελ. 60, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δύναται «δικαίως νὰ διεκδικήσῃ εἰς τὴν στιγμὴν αὐτὴν τῆς Ἱστορίας, ὅτι εἶναι ἡ Μία Ἐκκλησία, τὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἵδρυσεν ἐπὶ τῆς γῆς», δὲν βλέπει οὐδεμίαν ἀναγκαιότητα ἀδιαφθόρου διατηρήσεως τῆς Πίστεώς της, ἐπιτρέπων διὰ τοῦτο τὴν συνύπαρξιν Ἀληθείας καὶ πλάνης. Εἰς πεῖσμα τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου, ὅτι ὁ Χριστὸς παρέστησεν Αὐτῷ ἑαυτὴν «ἔνδοξον τὴν Ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἢ τι τῶν τοιούτων» (Ἐφ. εʹ 27), ἡ «Ὁμολογία Θυατείρων» παρουσιάζει τὴν Ἐκκλησίαν ὡς ἑνοῦσαν ἐν ἑαυτῇ ἀμφότερα, Ἀλήθειαν καὶ ὅ,τι ἔχει ἡ ἰδία ἀναγνωρίσει ὡς ἀποστασίαν, δηλαδὴ τὴν αἵρεσιν, καίτοι ἡ τελευταία ἔκφρασις δὲν χρησιμοποιεῖται ἐνταῦθα.


agios filaretos ths rwsikhs ekklhsias ths diasporas 05


Ἡ ἀπόρριψις μιᾶς τοιαύτης διδασκαλίας ἔχει διαυγῶς ἐκφρασθῆ εἰς τὴν περίφημον «Ἐπιστολὴν τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς», ἀναφορικῶς πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν: «Ὁμολογοῦμεν ἄνευ ἀμφιβολίας ὡς σταθερὰν πίστιν, ὅτι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν δύναται νὰ σφάλλῃ ἢ πλανηθῇ καὶ νὰ ἐκφέρῃ τὸ ψεῦδος εἰς τὴν θέσιν τῆς Ἀληθείας, διότι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, πάντοτε ἐνεργοῦν διὰ μέσου τῶν Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι πιστῶς τὴν ὑπηρετοῦν, διατηρεῖ αὐτὴν μακρὰν πάσης πλάνης» (12).

Ὁ συγγραφεὺς τῆς «Ὁμολογίας Θυατείρων», ὑπείκων εἰς τὸ νέον δόγμα τῆς εὐαρεστήσεως τῶν καιρῶν, λησμονεῖ τελείως τὴν παραγγελίαν τοῦ Σωτῆρος, τὴν λέγουσαν: «ἐὰν ὁ ἀδελφὸς καὶ τῆς Ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης» (Ματθ. ιηʹ 17), καὶ τὴν παρομοίαν παραγγελίαν τοῦ Ἀποστόλου: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τιτ. γʹ 10).

Ὅθεν μετὰ μεγίστης θλίψεως πρέπει νὰ παραδεχθῶμεν, ὅτι ἡ καλουμένη «Ὁμολογία Θυατείρων» ἀντηχεῖ ἐκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως οὐχὶ τὴν φωνὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἀληθείας, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν φωνὴν τῆς ὁσημέραι ἐπεκτεινομένης πλάνης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Ἀλλὰ τί θὰ γίνῃ τώρα μὲ αὐτοὺς ποὺ «τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο Ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος;» (Πραξ. κʹ 28). Ἡ ἀνωτέρω ἐσφαλμένη διδαχή, ἐπισήμως διακηρυχθεῖσα ἐν τῷ ὀνόματι τῆς καθόλου Ἐκκλησίας τῆς Κων/λεως, θὰ παραμείνῃ χωρὶς διαμαρτυρίας ἐκ μέρους τῶν ἱεραρχῶν τοῦ Θεοῦ; Θὰ συνεχισθῇ εἰσέτι, κατὰ τὴν ἔκφρασιν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἡ προδοσία τῆς ἀληθείας διὰ τῆς σιωπῆς;

Μὲ τὸ νὰ εἶμαι ὁ νεώτερος ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ προεδρεύουν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ηὐχόμεθα καὶ ἐπεθυμοῦμεν νὰ ἠκούομεν τὰς φωνὰς τῶν πρεσβυτέρων ἡμῶν, προτοῦ ὁμιλήσωμεν δημοσίᾳ. Ἀλλὰ μέχρι τῆς στιγμῆς ἡ φωνὴ αὐτὴ δὲν ἠκούσθη. Ἐὰν δὲν ἔχουν γνωρίσει εἰσέτι τὸ περιεχόμενον τῆς «Ὁμολογίας Θυατείρων», τοὺς ἱκετεύομεν νὰ μελετήσουν αὐτὴν προσεκτικῶς καὶ νὰ μὴ τὴν ἀφήσουν ἄνευ καταδίκης.

Εἶναι φοβερὸν καὶ μόνον τὸ ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναφερθοῦν εἰς ἡμᾶς οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, οὓς ἀπηύθυνε πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Λαοδικείας: «Οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ, οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστὸς· οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου» (Ἀποκαλ. γʹ 15-6).

Προειδοποιοῦμεν τὸ Ποίμνιόν μας καὶ ἐνημεροῦντες τοὺς συμποιμενάρχας μας, καλοῦμεν αὐτοὺς εἰς ἀγῶνα ὑπὲρ τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας, ἕνεκα τῆς κοινῆς εὐθύνης διὰ τὸ Ποίμνιόν μας ἐνώπιον τοῦ Οὐρανίου Ἀρχιποίμενος. Ἱκετεύομεν αὐτοὺς νὰ μὴ καταφρονήσουν τὴν προειδοποίησίν μας καὶ οὕτω μία φανερὰ ἀκρωτηρίασις τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας παραμείνει χωρὶς κατηγορίαν καὶ καταδίκην.

Ἡ εὐρεῖα κυκλοφορία τῆς «Ὁμολογίας» μᾶς παρεκίνησε νὰ πληροφορήσωμεν ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν διὰ τὴν θλῖψιν μας. Ἐπιθυμοῦμεν νὰ ἐλπίζωμεν ὅτι ἡ κραυγή μας αὕτη θὰ εἰσακουσθῇ.

Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου τῆς ἐν Διασπορᾷ Ὀρθοδόξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας,
† Μητροπολίτης Φιλάρετος
   Νέα Ὑόρκη
   
6η Δεκεμβρίου, 1975»

7. Τὴν 18ην Αὐγούστου 1983 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἀναθεμάτησε τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ πρᾶξις γράφει:

«Τοῖς βάλλουσι κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ διδάσκουσιν ὅτι ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία μεμέρισται ἐν οὔτω καλουμένοις «κλάδοις», οἴτινες διαφέρουσιν ἀλλήλων ἐν διδασκαλίᾳ καὶ τρόπῳ ζωῆς, ἥ ὅτι ἡ Ἐκκλησία οὔχ ὑφίσταται ὁρατῶς, ἀλλ’ ἀπαρτισθήσεται ἐν τῷ μέλλοντι, ὅταν ἄπαντες οἱ «κλάδοι» ἤ τμήματα ἤ ὁμολογίαι ἤ προσέτι καὶ θρησκεῖαι ἑνωθοῦσιν ἐν ἑνὶ σώματι, καὶ οἴτινες οὔ διακρίνουσι τὴν ἱερωσύνην καὶ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ἱερωσύνην καὶ τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ λέγουσιν ὅτι τὸ βάπτισμα καὶ ἥ εὐχαριστία τῶν αἱρετικῶν εὶσὶν ἰκανὰ πρὸς σωτηρίαν, ὡσαύτως, τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς προμνημονευθεῖσιν αἱρετικοῖς ἤ συνηγοροῦσι, διαδίδουσι, ἤ ὑπεραμυνομένοις τῆς καινοφανοῦς αὐτῶν αἱρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἐν προσχήματι ἀδελφικῆς ἀγάπης, ἤ ὑποτιθέμενης ἑνώσεως τῶν διαχωρισθέντων Χριστιανῶν, ΑΝΑΘΕΜΑ.»

Τὴν ἀπόφασιν ὑπέγραψαν οἱ Ἀρχιερεὶς: Νέας Ὑόρκης κ. Φιλάρετος, Σικάγου κ. Σεραφείμ, Ἀργεντινῆς κ. Ἀθανάσιος, Μοντρεάλης κ. Βιτάλιος, Ἀγγελουπόλεως κ. Ἀντώνιος, Γενεύης κ. Ἀντώνιος, Φραγκεσκουπόλεως κ. Ἀντώνιος, Καράκων κ. Σεραφείμ, Αὐστραλίας κ. Παῦλος, Συρακουσῶν κ. Λαῦρος, Βρετανίας κ. Κωνσταντῖνος, Φλωρίδος κ. Γρηγόριος, Βερολίνου κ. Μάρκος καὶ Ὀχίου κ. Ἀλύπιος. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος διέταξεν ὅπως διαβασθῇ ὁ ἀναθεματισμὸς ἐν τῷ Ἱερῷ Συνοδικῷ καθεκάστην Κυριακὴν τῆς Ὀρθοδοξίας.


agios filaretos ths rwsikhs ekklhsias ths diasporas 03


Πηγή: Καλλινίκου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου (ἐπιμελ.), «Ὀρθόδοξος Μαρτυρία - Ἀντιοικουμενιστικὰ κείμενα», σελ. 62-68, Ἅγιον Ὄρος, Ἀθῆναι 1985, Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας http://www.oodegr.com/oode/synaxaristis/agioi_amerikis/agioi_amerikis.htm#4.

Πηγή


Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς Ἕνας Σύγχρονος Ἀσκητὴς καὶ Ὁμολογητὴς Ἱεράρχης (1903 – 1985)
https://www.ecclesiagoc.gr/images/stories/pdfs/AgFilaretosNY.pdf

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021

Περὶ Ταπεινώσεως καὶ Μετανοίας - Ἁγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς (+ 1985)


Περὶ Ταπεινώσεως καὶ Μετανοίας

Ἁγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς (+ 1985)

Εὕρεσις ἀφθάρτου ἱεροῦ Λειψάνου 28-10-1998 (π.ὀ.ἡ.)


Ο
 ΑΓΙΟΣ
 Μητροπολίτης ἠδύνατο ἐκ τῆς πείρας του νὰ διδάσκη περὶ τῆς ἀληθινῆς ταπεινώσεως καὶ μετανοίας ζωήρρυτα λόγια, ἐκφράζων συνοπτικὰ τὸ Ὀρθόδοξο ἦθος, ὅπως τὰ ἑξῆς:

MetrPhilaret 2«Κάποτε, οἱ ἄνθρωποι λέγουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους: “Ὦ, εἶμαι πολὺ θρησκευόμενος, εἶμαι βαθιὰ πιστός”, καὶ τὸ λέγουν αὐτὸ μὲ εἰλικρίνεια, νομίζοντες ὅτι μποροῦν στὴν πραγματικότητα νὰ τὸ λέγουν αὐτὸ γιὰ τὸν ἑαυτό τους δικαιολογημένα...

πὸ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας βλέπουμε, ὅτι ὅσοι πραγματικὰ ἔχουν ἀληθινὴ πίστι, σκέπτονται πάντοτε γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους καὶ γιὰ τὴν πίστι τους μὲ πολὺ ταπεινὸ τρόπο, καὶ πάντοτε θεωροῦν καὶ ἔχουν συνείδησι γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους ὅτι ἔχουν ὀλίγη πίστι...

Αὐτὸς ποὺ πραγματικὰ πιστεύει, δὲν ἐμπιστεύεται τὴν πίστι του καὶ βλέπει τὸν ἑαυτό του νὰ ἔχη μικρὴ πίστι. Αὐτός, ὁ ὁποῖος οὐσιαστικὰ δὲν ἔχει ἀληθινὴ πίστι, νομίζει ὅτι πιστεύει βαθιά...

Βλέπουμε τὸ ἴδιο παράδοξο στὴν ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ ἐκτίμησι ἑνὸς προσώπου... Οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι βλέπουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς ἁμαρτωλούς, ἐνῶ οἱ ἁμαρτωλοὶ βλέπουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς δικαίους.

Στὴν ψυχὴ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀφώτιστου ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν σκέπτεται γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, ὁ ὁποῖος δὲν σκέπτεται γιὰ τὴν διόρθωσί του, ὁ ὁποῖος δὲν σκέπτεται πῶς θὰ λογοδοτίση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅλα συγχωνεύονται καὶ ὁ ἴδιος δὲν δύναται νὰ κάνη κάτι ἐπ’ αὐτοῦ· μόνον ὁ Παντεπόπτης Θεὸς βλέπει τὴν οἰκτρὰ κατάστασι τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου τούτου. Ἐνῶ ὁ ἴδιος δὲν τὴν αἰσθάνεται καὶ δὲν τὴν παρατηρεῖ καὶ νομίζει ὅτι δὲν εἶναι καὶ τόσο ἄσχημα, καὶ ὅτι τὰ χωρία τοῦ Εὐαγγελίου, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται σὲ μεγάλους ἁμαρτωλοὺς δὲν ἔχουν καμία σχέσι μὲ αὐτόν. Ἴσως βέβαια νὰ μὴ θεωρῆ τὸν ἑαυτό του ὡς Ἅγιο, ἀλλὰ πάντως ὑποθέτει ὅτι δὲν εἶναι καὶ τόσο χάλια...

σοι εἶναι εὐάρεστοι στὸν Θεό, σκέπτονται γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους μὲ ἐντελῶς διαφορετικὸ τρόπο καὶ βλέπουν αὐτοὺς καὶ τὴν πνευματική τους φύσι σὲ ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ φῶς.

νας Ἀσκητὴς θρηνοῦσε συνεχῶς· ὁ Ὑποτακτικός του τὸν ἐρώτησε: “Πάτερ, γιὰ ποιὸ λόγο θρηνεῖς;”. “Γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, τέκνον μου”, ἀπήντησε. “Ὅμως, τί ἁμαρτίες ἔχεις; Καὶ γιατί θρηνεῖς γι’ αὐτὲς τόσο πολύ;”. “Τέκνον μου”, ἀπήντησε ὁ Ἀσκητής, “ἄν ἔβλεπα τὶς ἁμαρτίες μου ὅπως εἶναι, σὲ ὅλη τους τὴν ἀσχήμια, θὰ σοῦ ζητοῦσα νὰ θρηνῆς καὶ σὺ γι’ αὐτὲς μαζί μου”! Ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι ποὺ αὐτοὶ οἱ ἐξαιρετικοὶ ἄνθρωποι ὁμιλοῦσαν περὶ τοῦ ἑαυτοῦ τους.

μως ἐμεῖς, ποὺ εἴμαστε συνηθισμένοι ἄνθρωποι, δὲν βλέπουμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας καὶ δὲν αἰσθανόμαστε τὸ βάρος της. Γι’ αὐτὸ καὶ συμβαίνει αὐτὸ ποὺ μόλις εἶπα: νὰ πηγαίνη κάποιος γιὰ Ἐξομολόγησι, καὶ νὰ μὴ γνωρίζη τί νὰ εἰπῆ! Μία γυναίκα ποὺ πῆγε γιὰ Ἐξομολόγησι, εἶπε στὸν Πνευματικό: “Παππούλη μου, ἔχω λησμονήσει τὰ πάντα!”...

μως, τὶ νομίζετε, ἄν κάποιος ἔχη ἕνα πονεμένο χέρι ἤ πόδι ἤ ἐσωτερικὸ ὄργανο καὶ πηγαίνει στὸν ἰατρό, θὰ λησμονήση ὅτι ἔχει πόνο; Ἔτσι εἶναι καὶ μὲ τὴν ψυχή· ἄν στὴν πραγματικότητα φλέγεται ἀπὸ τὴν αἴσθησι τῆς Μετανοίας, δὲν θὰ λησμονήση τὶς ἁμαρτίες της. Βέβαια, οὐδεὶς δύναται νὰ ἐνθυμηθῆ ὅλες τὶς ἁμαρτίες του -ὅλες μέχρι μιᾶς, χωρὶς ἐξαίρεσι. Ἀλλά, ἡ ἀληθινὴ Μετάνοια δὲν ἀποτυγχάνει νὰ διατηρήση τὸν ἄνθρωπο σὲ συνείδησι τῆς ἁμαρτωλότητός του καὶ νὰ αἰσθανθῆ εἰλικρινῆ ἔλεγχο γι’ αὐτήν.

Προσευχόμεθα στὸν Κύριο νὰ μᾶς δωρήση νὰ βλέπουμε τὰ πταίσματά μας –τὰ ἰδικά μας πταίσματα, καὶ ὄχι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἀλλὰ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ προσευχώμεθα γι’ αὐτὸ ὄχι μόνον κατὰ τὴν περίοδο τῆς νηστείας, ἀλλὰ πάντοτε –νὰ προσευχώμεθα ὁ Κύριος νὰ μᾶς διδάξη νὰ βλέπουμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅπως θὰ ἔπρεπε καὶ ὄχι νὰ νομίζουμε γιὰ τὴν ὑποτιθέμενη “δικαιοσύνη” μας.

Ἐν τούτοις, πρέπει νὰ ἐνθυμούμεθα, ὅτι μόνον τὸ Ἔλεος τοῦ Θεοῦ δύναται νὰ ἀνοίξη τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ἀνθρώπου σχετικὰ μὲ τὴν ἀληθινή του πνευματικὴ κατάστασι καὶ διὰ τοῦ τρόπου τούτου νὰ τοποθετηθῆ ὁ ἄνθρωπος στὴν ὁδὸ τῆς ἀληθινῆς Μετανοίας»!...


Ἀπὸ τὸ ἐξαντληθὲν βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Γαρδικίου Κλήμεντος, Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς - Ἕνας Σύγχρονος Ἀσκητὴς καὶ Ὁμολογητὴς Ἱεράρχης (1903-1985), Φυλὴ Ἀττικῆς 2015, σελ. 97-99.

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Ὁ συγκλονιστικὸς διάλογος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μὲ τὸν Ἄρχοντα Μόδεστο

  


Ἡ ὀρθοδοξία τῆς Καππαδοκίας ἔμοιαζε λίγο πολὺ μὲ νησίδα στὴν Ἀνατολή. Ὁ Οὐάλης ἀπέλυσε τοὺς ἀσκοὺς τῆς αἱρέσεως παντοῦ. Συνδυασμένες ἡ βία καὶ ἡ πονηρία τοῦ ἔδωσαν ἀποτελέσματα μεθυστικά. Σάρωσε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἔσφιγγε τώρα σὰν τανάλια τὴν Καισάρεια. Εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ Καππαδόκες δὲν εἶχαν γνωρίσει καλὰ τὴ βάναυση σκληρότητα τοῦ Οὐάλη. Ἄκουγαν ὅ,τι συνέβαινε ἀλλοῦ. Τοὺς κοβόταν τὸ αἷμα.

Τὰ διάφορα κέντρα τῆς αὐτοκρατορίας ὑποτάχθηκαν πράγματι στὴν πολιτικὴ τοῦ ἀρειανόφρονα. Μὰ τοῦτο ἔγινε γιατί διώχθηκαν οἱ ὀρθόδοξοι, δημεύθηκαν οἱ περιουσίες τους, ἐξαναγκάσθηκαν, πιέσθηκαν μὲ βίαια μέσα. Καὶ ὅσοι ἀντιστέκονταν ἀντικαταστάθηκαν.

Ἡ θηριωδία καὶ τὸ μίσος δὲν εἶχαν ὅρια. Ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ κάψουν… στὴν Νικομήδεια ὀρθόδοξους πρεσβυτέρους μέσα σὲ πλοῖο. Ὅσο πλησίαζαν μάλιστα στὴν Καισάρεια τόσο πιὸ ἄγρια γινόταν ἡ θηριωδία τους. Ὄργανα τοῦ αὐτοκράτορα βεβήλωναν ναούς. Σὲ κάποια πόλη μπῆκαν στὸν ναό, ἀνέβηκαν στὴν ἁγία Τράπεζα καὶ χόρευαν πάνω σ’ αὐτήν. Σὲ ἄλλο ναό, ποὺ ὁ ὀρθόδοξος ἱερέας προσπάθησε νὰ ἐμποδίσει τοὺς βέβηλους, σκότωσαν καὶ ἔχυσαν ἀνθρώπινο αἷμα ἐπάνω στὴν ἴδια τὴν ἁγία Τράπεζα. Θῦμα ὁ ἱερέας. Τὰ φοβερὰ τοῦτα σφυροκοποῦσαν κάθε μέρα τ’ αὐτιὰ τῆς ὀρθόδοξης Καισάρειας…

Πρέπει νὰ ἦταν Νοέμβριος- Δεκέμβριος. Οἱ πιέσεις στὸ Βασίλειο διαδέχονταν ἡ μία τὴν ἄλλη. Σήμερα τὸν προσέβαλαν. Αὔριο τοῦ ὑπόσχονταν πολλά.

Πρὶν ἀποφασίσει ὁ Οὐάλης τὴν ὥρα τῆς τελικῆς ἑφόδου δοκίμασε πολλοὺς τρόπους γιὰ νὰ φέρει στὰ νερὰ του τὸ Βασίλειο. Ἔνοιωθε μάλιστα ὅτι καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Βασίλειος παραμένει ὀρθόδοξος Μητροπολίτης Καισαρείας ἀποτελεῖ γι’ αὐτὸν ἀποτυχία τῆς πολιτικῆς του, γελοιοποίηση τοῦ Βασιλικοῦ του κύρους… Σημαντικὸ ρόλο στὶς πιέσεις ἔπαιζαν οἱ δικαστικοί, ποὺ εἶχαν κιόλας γίνει πέρα γιὰ πέρα ὄργανα τοῦ αὐτοκράτορα. Δὲν ὑστέρησαν ὅμως καὶ οἱ στρατιωτικοί…

Τὰ τεχνάσματα δὲν ἔφεραν ἀποτέλεσμα καὶ ὁ Οὐάλης βιαζόταν. Ἤθελε νὰ τελειώνει ὅσο γινόταν γρηγορώτερα μὲ τὴν τελευταία ἑστία ἀντιστάσεως, μὲ τὸ Βασίλειο. Ἔτσι θὰ ὑποτάσσονταν ἀμέσως Καππαδοκία, Πόντος καὶ Ἀρμενία. Ἀναγκάσθηκε λοιπὸν ὁ Βασιλιὰς νὰ παίξει τὸ τελευταῖο του χαρτί. Ἔστειλε προπομπὸ στὴν Καισάρεια τὸν ἔπαρχο Μόδεστο, τὸν ὕπαρχο τῶν πραιτωριανῶν. Ἤξερε τί ἔκανε.

Ὁ Μόδεστος ἦταν ἀπὸ τὴν ἄθλια ἐκείνη πάστα τῶν ἀνθρώπων ποὺ γίνονται βασιλικώτεροι τοῦ βασιλέως γιὰ νὰ κρατήσουν τὴν θέση τους. Ἀδίστακτος καὶ ἀπάνθρωπος, γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ καὶ νὰ ἀρέσει στὸν ἀφέντη του. Ἡ Ἐκκλησία στὴν Ἀνατολὴ γνώρισε τὴ θηριωδία του ἀπὸ τὴν καλή…

Στὴν Καισάρεια ὁ Μόδεστος ἐγκαταστάθηκε στὸ Διοικητήριο. Ἡ ἀναμέτρηση ὅμως ἔγινε μᾶλλον στὸ δικαστήριο… Διέταξε νὰ τοῦ φέρουν τὸ Βασίλειο, ποὺ ἦταν κιόλας ἕτοιμος.

Ὅλη τὴ νύχτα ὁ ἐπίσκοπος προσευχόταν. Γιὰ κάποια στιγμὴ ἔνοιωσε τὰ γόνατά του νὰ λύνονται ἀπὸ φόβο. Θὰ τὰ κατάφερνε; Θὰ στεκόταν ὅσο χρειαζόταν ἄξιος μπροστὰ στὸ θηρίο; Τὸ πικρὸ ποτήρι μένει πικρὸ καὶ γιὰ τοὺς μεγάλους. Πέρασε ὅμως ὁ φόβος του. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἔσφιξε τοὺς ἁρμούς του καὶ ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται ἀλλοιώτικα…

Καὶ ὁ Μόδεστος; Μόλις τὸν εἰδοποίησαν πῆγε στὴν ἐπίσημη αἴθουσα καὶ ἔκατσε στὸ θρόνο προκλητικά, περισσότερο ἀπειλητικά. Ἔπρεπε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ νὰ ξαφνιάσει τὸ Βασίλειο. Εἶχε ἀκούσει τόσα πολλὰ γιὰ τὸν ἰσχνὸ τοῦτο ἄνδρα ποὺ τὸν ἔκαναν λιγώτερο σίγουρο. Ἀμηχανία κι ἕνας ἀδιόρατος φόβος καρφώθηκε κάπου στὴν καρδιὰ τοῦ Μόδεστου καὶ δὲν ἔλεγε νὰ φύγει. Γι’ αὐτὸ ἔπρεπε ἀπὸ τὴν ἀρχή νὰ τοῦ πάρει ἀμέσως τὸν ἀέρα μὲ τρόπο ἀπότομο, ἐτσιθελικό, σκληρό. Νὰ τελειώσει μιὰ ὥρα γρηγορώτερα. Λίγο πίσω ἀπὸ τὸν ἔπαρχο στάθηκαν μερικὰ ἐπίσημα πρόσωπα: διοικητής, εὐνοῦχοι, δικαστὲς ξοφλημένοι…

Ἔφεραν στὴν αἴθουσα τὸ Βασίλειο. Προχώρησε στὸ θρόνο ἀγέρωχα, χωρὶς νὰ προκαλεῖ. Εὔχαρης, χωρὶς νὰ γελάει. Ὁ Μόδεστος τεντώθηκε, ἔβαλε πάγο καὶ σίδερο στὴ φωνή του, μίλησε:

Μόδεστος: Βασίλειε, πῶς τόλμησες -μόνο ἐσὺ- νὰ πᾶς κόντρα στὸ θέλημα τοῦ βασιλιᾶ μας; Ποιὸς εἶσαι σὺ ποὺ τόλμησες νὰ τὸν περιφρονήσεις;

Ὁ Βασίλειος κατάλαβε τὴν τακτική: ἐπίθεση κι αἰφνιδιασμός. Δὲν θὰ παρασυρόταν ὅμως. Θὰ ἐπέβαλλε τὸ δικό του ρυθμὸ στὴ φοβερὴ ἀναμέτρηση. Θὰ γινόταν βράχος ποὺ ἐπάνω του θὰ τσακιζόταν ἡ ὀργὴ καὶ τὸ μίσος τῶν αἱρετικῶν. Θὰ ὑψωνόταν σύμβολο γιὰ τὸ ὄρθωμα τῆς Ἐκκλησίας μπροστὰ στὶς ἐξουσίες τοῦ κόσμου τούτου. Ζητάει λοιπὸν συγκεκριμένα στοιχεῖα, κατηγορία καθαρή:

Βασίλειος: Γιὰ ποιὸ πράγμα μὲ κατηγορεῖς, ποιὸ εἶναι τὸ σφάλμα μου καὶ δὲν τὸ ξέρω;
Μόδεστος: Δὲν ἔχεις τὴν πίστη τοῦ βασιλιᾶ, τώρα ποὺ ὅλοι ὑποτάχθηκαν.
Βασίλειος: Κάνω ἔτσι γιατί ὁ δικός μου βασιλιὰς δὲ στέργει τὴν πίστη τοῦ Οὐάλη, ποὺ προσκυνᾶ τὸ κτίσμα (οἱ ἀρειανοὶ δέχονταν τὸν Υἱὸ σὰν κτίσμα). Πῶς νὰ τὸ κάνω τοῦτο, ἀφοῦ ἐγὼ ποὺ εἶμαι κτίσμα κλήθηκα νὰ γίνω Θεός. Προσκυνῶ τὸν Υἱὸ σὰν Θεὸ καὶ ὄχι σὰν κτίσμα.
Μόδεστος: Καὶ τότε τί εἴμαστε ἐμεῖς, ποὺ πιστεύουμε ὅπως ὁ αὐτοκράτορας;
Βασίλειος: Τίποτα, ὅσο προστάζετε τέτοια πράγματα!

Ἱδρώτας, ἀγωνία καὶ μαζὺ ὀργὴ χωρὶς ὅρια πάλευαν στὸ ἄρρυθμο πνεῦμα τοῦ ἐπάρχου. Ἄρχισε κιόλας νὰ τὰ χάνει. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἀφελής του ἐρώτηση.

Μόδεστος: Γιατί δὲ τὸ ’χεις γιὰ σπουδαῖο νὰ εἶσαι μὲ τὸ μέρος μας, νὰ μᾶς ἔχεις φίλους;
Βασίλειος: Βεβαίως εἴσαστε κιόλας ἔπαρχοι καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς μὰ δὲ σᾶς ἔχω πιὸ σεβαστοὺς ἀπὸ τὸ Θεό! Καὶ σὰν τέκνα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἴσαστε εἶναι σπουδαῖο νὰ σᾶς ἔχω φίλους. Τόσο σπουδαῖο ὅσο νὰ ἔχω φίλους καὶ τοὺς ὑφισταμένους σας. Ὁ χριστιανισμὸς δὲ φαίνεται ἀπὸ τὰ ἀξιώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πίστη τῶν προσώπων. Μὲ τὰ λόγια τοῦτα ὁ Βασίλειος φώτισε μὲ δυνατὸ φῶς τὸν ἰσχυρὸ ἄρχοντα. Τοῦ ἔδειξε πόσο μικρὸς εἶναι καὶ πόσο κωμικὴ γίνεται ἡ αὐθάδειά του.

Ὁ Μόδεστος τὸ κατάλαβε. Ἔνοιωσε νὰ τὸν ξεγυμνώνουν. Νὰ τοῦ παίρνουν τὴ δύναμη, μὲ τὴν ὁποία τρόμαζε τοὺς μικρούς. Ἄναψε λοιπὸν καὶ κόρωσε. Οἱ φλέβες του τινάχθηκαν… Μὲ μιᾶς ὀρθώθηκε στὸ θρόνο καὶ σχεδὸν ἄναρθρα φοβέριζε:

Μόδεστος: Δὲ φοβᾶσαι, λοιπόν, τὴν ἐξουσία μου;
Βασίλειος: Μὰ τί μπορεῖς νὰ μοῦ κάνεις, τί πρόκειται νὰ πάθω; …
Μόδεστος: Τί μπορῶ; Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἔχω δικαιοδοσία…
Βασίλειος: Ποιὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ θὰ πάθω, πέστα μου νὰ τ’ ἀκούσω!
Μόδεστος: Δήμευση τῆς περιουσίας σου, ἐξορία, βασανιστήρια, θάνατο.
Βασίλειος: Μὲ ἄλλο τίποτε φοβέρισέ με, αὐτὰ δὲ μὲ νοιάζουν.

Ὁ ἐξαγριωμένος ἔπαρχος ἔνοιωσε τὰ λόγια τοῦτα μαχαίρι στὰ νεφρά του. Τὰ μάτια του ἔγιναν κόκκινα. Ἡ φωνὴ του τσάκισε. Τὰ νεῦρα του ἔκλαιγαν καὶ παραδίνονταν. Ὅλα γύρω του χάνονταν. Ἀπὸ δυνατὰ γίνονται ἀδύνατα. Ἀπὸ ἰσχυρὰ ἀνίσχυρα. Γι’ αὐτὸ ὁ ἴδιος μίκραινε. Γινόταν αὐτὸς ποὺ ἦταν: μικρός. Μάζεψε τὶς δυνάμεις του ὅμως καὶ ψέλλισε:

Μόδεστος: Πῶς γίνεται αὐτό, πῶς καὶ δὲ φοβᾶσαι;
Βασίλειος: Γιατί δὲ φοβᾶται δήμευση αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει τίποτα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ τριμμένα παλιὰ ροῦχα καὶ μερικὰ βιβλία. Αὐτὰ εἶναι ὅλο τὸ βιός μου, Μόδεστε! Ἡ ἐξορία πάλι δὲ μὲ τρομάζει γιατί δὲν ἔχω τόπο δικό μου. Καὶ ἡ Καισάρεια στὴν ὁποία τώρα κατοικῶ δὲν εἶναι δική μου. Ὅπου λοιπὸν κι ἂν μὲ πετάξετε θὰ εἶναι τόπος τοῦ Θεοῦ κι ἐγὼ θὰ εἶμαι πάροικος καὶ παρεπίδημος. Τὰ βασανιστήρια; Τί νὰ κάνουν κι αὐτὰ σὲ σῶμα σὰν τὸ δικό μου! Ἕνα πρῶτο κτύπημα θὰ δώσεις κι ὅλα τελείωσαν ἀμέσως. Αὐτὸ εἶσαι ἱκανὸς νὰ τὸ κάνεις. Μὲ ἀπειλεῖς μὲ θάνατο; Θὰ μοῦ γίνεις εὐεργέτης. Αὐτὸ ποθῶ κι ἐγώ, νὰ πάω πιὸ γρήγορα στὸ Θεό, γιὰ τὸν ὁποῖο ζῶ καὶ ἀγωνίζομαι. Βιάζομαι νὰ φθάσω στὸν Θεό μου, στὸν Πατέρα μου!…
Μόδεστος: Κανεὶς μέχρι τώρα δὲ μίλησε μὲ τόσο θάρρος στὸ Μόδεστο, κανεὶς δὲν εἶχε μπροστά μου τόση παρρησία.

Ἦρθε καὶ ἡ ὥρα τοῦ κεραυνοῦ. Ὁ Βασίλειος δὲν κρατήθηκε. Οἱ ὧρες εἶναι μεγάλες, κρίσιμες, ἱστορικές. Γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κατηγορήσει κανεὶς ἐγωϊστή!

Βασίλειος: Γιατί δὲ συνάντησες ποτέ σου ἀληθινὸ ἐπίσκοπο. Ἀλλοιῶς θὰ σοῦ μιλοῦσε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀφοῦ θ’ ἀγωνιζόταν γιὰ τόσο ὑψηλὰ πράγματα. (Ὁ Βασίλειος εἶδε τώρα τὸ συντριμμένο ἔπαρχο, μέτρησε καὶ τὸ βαρὺ λόγο ποὺ ξεστόμησε καὶ θέλησε νὰ μαλακώσει τὴν ἀτμόσφαιρα). Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, ἔπαρχε, εἴμαστε καλοὶ καὶ ταπεινοὶ ὅσο κανεὶς ἄλλος. Ὄχι μόνο στὸ βασιλιὰ δὲ φερόμαστε ὑπεροπτικά, μὰ οὔτε καὶ στὸν πιὸ μικρὸ ἄνθρωπο. Ἂν ὅμως τύχει νὰ κινδυνεύει ἡ πίστη στὸ Θεό, τότε περιφρονοῦμε τὰ πάντα καὶ ἀγκαλιάζουμε αὐτήν. Τότε ἡ φωτιά, τὸ ξίφος τοῦ δήμιου, τὰ θηρία καὶ τὸ ξέσκισμα τῆς σάρκας μας μὲ τὰ νύχια τῶν βασανιστῶν φέρνει σὲ μᾶς περισσότερο εὐχαρίστηση παρὰ φόβο. Γι’ αὐτὸ κάνε ὅ,τι θέλεις, ὅ,τι ἔχεις δικαιοδοσία. Βρίσε με, ἀπείλησέ με ὅσο θέλεις. Ἂς τὸ ἀκούσει ὅμως κι ὁ βασιλιάς, δὲν θὰ μὲ καταφέρεις νὰ δεχθῶ τὴν κακοδοξία, ἔστω κι ἂν ἀπειλήσεις χειρότερα.

Ἦταν ἡ τελευταία ψυχρολουσία ποὺ δέχθηκε ὁ τραγικὸς ἄρχοντας ἀπὸ τὸ Βασίλειο στὴ φοβερὴ καὶ ἱστορικὴ τούτη ἀναμέτρηση. Μουδιασμένος ὁ Μόδεστος, σὰν τὸ δαρμένο ζῶο ἔκανε νόημα στοὺς φρουροὺς ν’ ἀφήσουν ἐλεύθερο τὸ Βασίλειο…

Τί ἀπέγινε μὲ τὸ Μόδεστο; Σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸ Βασιλιά, ποὺ ἔφθανε στὴν Καισάρεια. Δὲ δίστασε νὰ τοῦ πεῖ τὴν ἀλήθεια: « Νικηθήκαμε, βασιλιά μου, ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο αὐτῆς ἐδῶ τῆς Ἐκκλησίας. Δὲ φοβᾶται ἀπειλές. Εἶναι πιὸ σταθερὸς ἀπὸ τοὺς λόγους μας, πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ τὴν πειθώ μας. Ἂς ἀπειλήσουμε κανένα δειλό, ὄχι τὸ Βασίλειο. Ἂν θέλουμε ἀποτελέσματα, πρέπει νὰ καταφύγουμε στὸν ἐξαναγκασμὸ» (νὰ τὸν ἐξορίσουν δηλαδή).

Ὁ αὐτοκράτορας, ποὺ στὸ μεταξὺ ἔμαθε τὰ καθέκαστα, ὅσα χρειαζόταν γιὰ νὰ καταλάβει τὴ δύναμη τοῦ Βασιλείου, δὲ συμφώνησε. Εἶχε τὸ κουράγιο νὰ θαυμάζει τὶς ἀρετὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μὴ χρησιμοποιήσουν βία.

Από το βιβλίο: Ἡ ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου: Βασίλειος Καισαρείας Στυλιανοῦ Γ. Παπαδόπουλου