Από το βιβλίο του Αλέξανδρου Καλομοίρου ‘ΚΑΤΑ ΕΝΩΤΙΚΩΝ’
Έκδόσεις Ζέφυρος
Έκδόσεις Ζέφυρος
1η έκδοση, Αστήρ 1964
2η έκδοση, 1995
Copyright: Εκδόσεις Ζέφυρος
ISBN: 960 - 7342 - 03 - 8
Μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα της αποσυνθέσεως, ήλθε
ξαφνικά, ύστερα από πίεσι του Κράτους, το πρώτο επίσημο βήμα
της ελληνικής Εκκλησίας πρός τον Πάπα: Η υιοθέτησις του
παπικού
ημερολογίου.
Λίγοι έχουν, δυστυχώς, εννοήσει την σημασία του
«παλαιοημερολογητικού», όπως ονομάζεται, ζητήματος. Οι
περισσότεροι αποδίδουν σε στενοκεφαλιά του αγραμμάτου λαού
την αντίδρασι των Παλαιοημερολογιτών, δείγμα κι αυτό της
βαθειάς περιφρονήσεως που τρέφουν οι οιηματίες εγγράμματοι
πρός τους αγραμμάτους. Όμως οι αγράμματοι αυτοί, για να
αντιδράσουν όπως αντέδρασαν, θα έπρεπε να έχουν, αν μη τι
άλλο,
θρησκευτικόν ζήλο και ενδιαφέροντα πνευματικά, που τα
εστερείτο
η μάζα των αδιαφόρων που ακολούθησαν, χωρίς κάν να γνωρίζουν
πώς τίθεται το πρόβλημα, την πλειοψηφία των ιεραρχών. Κανείς
από τους φωτισμένους θεολόγους και τους οπαδούς των δεν
έδειξε
πάντως σημεία αγωνίας μπροστά στό φαινόμενο αυτό του
διαχωρισμού της ελληνικής Εκκλησίας, ούτε ζήτησε να βρή μια
απάντησι στην γεμάτη πόνο κραυγή τόσων χιλιάδων πιστών. Η
πλειοψηφία ήταν με το μέρος των. Οι αριθμοί πάντοτε τους
έδιναν
το αίσθημα της ασφαλείας. Στην πραγματικότητα όμως, ούτε
τους
αριθμούς δεν είχαν με το μέρος των. Γιατί αν ήταν λίγες
χιλιάδες
οι Παλαιοημερολογίτες και εκατομμύρια οι ακολουθήσαντες το
νέο
Ημερολόγιο, όμως αυτές οι λίγες χιλιάδες ήταν χιλιάδες
πιστών,
πονούντων την Εκκλησία. Ενώ μέσα στα εκατομμύρια των
αδιαφόρων, των υλιστών και των αθέων, οπαδών του νέου
Ημερολογίου, ήταν ζήτημα αν μπορούσες να βρής λίγες χιλιάδες
πραγματικών πιστών. Εχλεύασαν μόνον τους απλοϊκούς αυτούς
νέους ομολογητάς της Ορθοδοξίας, λέγοντας ότι από
δεισιδαιμονία
δεν θέλουν να διορθώσουν το ωρολόγι τους που δεν πάει καλά.
Όμως δεν ήταν εκεί το πρόβλημα. Δεν είχαν δίκιο να
κατηγορούν τους Παλαιοημερολογίτες ότι μαλώνουν για ένα
Ημερολόγιο. Το ζήτημα δεν ήταν ποιο από τα δύο Ημερολόγια
είναι
ανακριβή. Ούτε οι Παλαιοημερολογίτες επέμειναν στό παλιό
Ημερολόγιο, ούτε οι Νεοημερολογίτες έφεραν το νέο
Ημερολόγιο,
για λόγους αστρονομικής ακριβείας. Ο λόγος για τον οποίον
απεφασίσθη η εισαγωγή του νέου Ημερολογίου στην Ελλάδα ούτε
αστρονομικός ούτε θεολογικός ήταν. Επρόκειτο απλώς για μια
από
τις πολλές υποχωρήσεις της υποδουλωμένης στό Κράτος
ιεραρχίας
πρός τον κύριό της που της το ζήτησε για να διευκολύνη τις
εμπορικές του συναλλαγές.
Ο λόγος όμως της αρνήσεως των Παλαιοημερολογιτών να
συμμορφωθούν ήταν θεολογικώτατος και επήγαζε από βαθειά εκκλησιαστική
συνείδησι. Πράγματι η λειτουργική αρμονία της
Εκκλησίας του Χριστού διεκυβεύετο χάριν πολιτικών
συμφερόντων.
Με την αλλαγή του Ημερολογίου επήρχετο διάσπασις της
λειτουργικής συμπνοίας μεταξύ της ελληνικής Εκκλησίας και
όλων
των άλλων ορθοδόξων Εκκλησιών, οι όποίες διατηρούν μέχρι
σήμερα το παλιό Ημερολόγιο. Και δεν επρόκειτο μόνον για μια
ακαταστασία στην λειτουργική ζωή της στρατευομένης Εκκλησίας
αλλά διεκόπτετο και η συνέχεια της λειτουργικής ζωής της
στρατευομένης με την θριαμβεύουσα Εκκλησία.
Όταν στην Ελλάδα οι καμπάνες καλούν τους πιστούς να
γιορτάσουν τα Χριστούγεννα και οι ψαλτάδες ψέλνουν χαρμόσυνα
το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε», τα εκατομμύρια των
Ορθοδόξων
αδελφών μας σ’ ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο και στό Άγιον
Όρος
βρίσκονται ακόμη στην Σαρακοστή, και δεν ακούν τις καμπάνες,
ούτε ψέλνουν μαζί μας τους χαρούμενους ύμνους των
Χριστουγέννων.
Τι χειρότερο μπορεί να φαντασθή κανείς για την Εκκλησία
από την διάσπασι αυτήν της λειτουργικής συμπνοίας που μας
απομακρύνει ψυχικά όχι μόνον από τους άλλους Ορθοδόξους αλλά
και από τους πρό ημών Ορθοδόξους, από την θριαμβεύουσα
Εκκλησία των εν Χριστώ κοιμηθέντων, από τους αγίους που
εώρταζαν και λειτουργούσαν με το παλιό Ημερολόγιο που
αρνηθήκαμε εμείς;
Τόσοι κόποι των Πατέρων μας, τόσαι Σύνοδοι χρειάσθηκαν
για να θεσπισθή το εορτολόγιο αυτό. Και όλα αυτά για να
υπάρξη
λειτουργική ευρυθμία μεταξύ των Χριστιανικών Εκκλησιών.
Γιατί
αυτή η ευρυθμία και σύμπνοια εκφράζει την εσωτερική
λειτουργική
ενότητα της Εκκλησίας. Αυτή είναι που κάνει την Εκκλησία και
αισθητών Μία παρά την πολλαπλότητα των κατά τόπους
Εκκλησιών. Την Εκκλησία δεν την ενοποιεί, όπως νομίζει ο
Παπισμός, η σκληρή πειθαρχία και η υπακοή σε μια καθωρισμένη
ιεραρχία, που έχει για κορυφή ένα και μόνο άτομο, που
ισχυρίζεται
ότι αντικαθιστά τον Χριστό επί της γής, αλλά η μυστική
κοινωνία
στό σώμα και στό αίμα του Χριστού. Κάθε εκκλησία όπου
τελείται η
Θεία Ευχαριστία και όπου είναι συναγμένοι οι πιστοί «επί το
αυτό»,
αποτελεί την ωλοκληρωμένη εικόνα της Μιας Αγίας Καθολικής
και
Αποστολικής Εκκλησίας. Αυτό που κάνει ώστε μία ενορία να
αποτελή ένα σώμα με τις άλλες επισκοπές, είναι η μυστική
κοινωνία όλων στό σώμα και το αίμα του Χριστού, εν Αγίω
Πνεύματι και αληθεία.
Η ενότης λοιπόν της Εκκλησίας είναι δεσμός μυστικός που
χαλκεύεται κατά την Θεία Ευχαριστία όταν οι πιστοί
μεταλαμβάνουν το σώμα και το αίμα του Χριστού. Οι Χριστιανοί
είναι ένα σώμα, τόσο όσοι ζούνε σήμερα επάνω στη γή, όσο και
αυτοί που έζησαν πρίν από μας στους αιώνες που πέρασαν, και
όσοι
θα ζήσουν στα χρόνια που θάρθουν, κι αυτό γιατί έχουμε κοινή
ρίζα, το σώμα του Χριστού. «Είς άρτος έν σώμα οι πολλοί
εσμέν^
οι γάρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν».
Δεν είναι λοιπόν διοικητική, δεν είναι πειθαρχική, ούτε
οργανωτική η ενότης της Εκκλησίας, αλλά λειτουργική. Γι’
αυτό έχει τόσο μεγάλη σημασία το εορτολόγιο. Η ενότης που πηγάζει
από την Θεία Ευχαριστία, την μία Πίστι και το ένα Βάπτισμα,
παύει
να είναι εξωτερικά έκδηλη όταν υπάρχη λειτουργική αναρχία. Η
μορφή και τα λόγια της Λειτουργίας έχουν καθορισθή, ώστε
όλες οι
εκκλησίες να λατρεύουν κατά τον ίδιο τρόπο τον Θεό. Και τα
μηναία περιέχουν το τι θα ψαλή σε κάθε εορτή. Έτσι καμμιά
παραφωνία δεν μπορεί να διαταράξη την λειτουργική αρμονία
γιατί
και η μουσική και η εικονογραφία, που λέγονται κι αυτές
λειτουργικές τέχνες, έχουν το ίδιο καθορισθή, ώστε να μη μπορή
ο
κάθε αγιογράφος ή ο κάθε ψάλτης να εικονογραφή ή να ψάλλη
κατά
την φαντασία του, αλλά να είναι αναγκασμένος να προσαρμόση
την
προσωπική του τέχνη και ικανότητα στα πρότυπα του πιο
αυστηρού
πνευματικού ρεαλισμού. Έτσι έχει καθορισθή και το εορτολόγιο,
για να μη μπορή ο κάθε ιερεύς να εορτάζη όποτε θέλη τις
εορτές
που θέλει, αλλά να υπάρχη πλήρης κοινωνία προσευχών ανάμεσα
σ’
όλους τους πιστούς της γής.
Ό,τι λοιπόν κάνει ο ζωγράφος που ζωγραφίζει κατά τα δικά
του γούστα τις εικόνες της Εκκλησίας, περιφρονώντας την
παράδοση, όπως καταστρέφει την λειτουργική ευρυθμία ο ψάλτης
που αντί να ψάλλη τραγουδάει μέσα στην εκκλησία θεατρικά,
έτσι
εχάλασαν την λειτουργική αρμονία της Ορθοδόξου Εκκλησίας οι
Έλληνες ιεράρχαι που αποφάσισαν να ακολουθούν στην Ελλάδα
άλλο εορτολόγιο διαφορετικό από εκείνο που ακολουθούν οι
άλλες
Ορθόδοξες Εκκλησίες και το Άγιον Όρος. Έτσι άλλον άγιον
εορτάζουν και άλλα τροπάρια ψάλλουν στό Άγιον Όρος, και
άλλον
άγιο εορτάζουν και άλλα τροπάρια ψάλλουν στην Θεσσαλονίκη,
άλλη μέρα εορτάζεται η Μεταμόρφωσις του Κυρίου στην Αθήνα
και
άλλη στα Ιεροσόλυμα, στην Αντιόχεια ή στη Μόσχα.
Το πόσο τραγική είναι αυτή η παραφωνία είναι δύσκολο να
γίνη αντιληπτό στη χώρα μας, λόγω των αποστάσεων. Γίνεται
όμως πολύ οδυνηρά αντιληπτό απ’ αυτόν που ταξιδεύει στην
Ευρώπη, και ο οποίος βλέπει μέσα στην ίδια πόλι, σε
γειτονικές
συνοικίες, τους μέν Ρώσους να εορτάζουν άλλη εορτή, τους δε
Έλληνας άλλη. Ή ακούει τις καμπάνες της ελληνικής Εκκλησίας
να
καλούν τους πιστούς, όταν οι καμπάνες της ρωσικής Εκκλησίας
παραμένουν βουβές. Και διερωτάται τότε αν και οι δύο
Εκκλησίες
είναι Ορθόδοξες.
Δεν έγινε λοιπόν αντιληπτό στην Ελλάδα το πόσο σοβαρά
υποχώρησις υπήρξε πρός τα στοιχεία του κόσμου, και τι πλήγμα
κατεφέρετο κατά της Εκκλησίας με την κατάργησι του παλιού
και
την εισαγωγή του νέου εορτολογίου. Αλλά και αν μερικοί το
αντιλήφθησαν, δεν είχαν την δύναμι να σηκώσουν το ανάστημά
τους και να κηρύξουν την αλήθεια. Κανένας σοφός και κανένας
δυνατός κατά κόσμον, δεν βρήκε λέξεις να διαμαρτυρηθή. Έτσι
απεδείχθη για πολλοστή φορά ότι «ο Θεός τα ασθενή του κόσμου
εξελέξατο ίνα καταισχύνη τα ισχυρά», και ότι «εμώρανεν ο
Θεός
την σοφίαν των σοφών». Γιατί, ενώ οι σοφοί σιωπούσαν και
απεδέχοντο, οι αγράμματοι πιστοί εξεγείροντο. Και αυτοί «ουχ
ώσπερ οι μωροί του κόσμου σοφοί μωρά ελάλησαν». Δεν
αναλύθηκαν σε αστρονομικές θεωρίες και μαθηματικούς υπολογισμούς,
αλλά μίλησαν στό όνομα της παραδόσεως την οποία
αισθάνονταν σαν πράγμα ιερό, που δεν μπορεί κανείς να το
καταπατή χάριν της συνεχώς απαρνουμένης τις απόψεις της
επιστήμης ή του πολιτικού και οικονομικού συμφέροντος μιας
χώρας.
Αλλά «τους διδακτούς Θεού οι μαθηταί των σοφών του
αιώνος τούτου ανθρώπων ηγούνται μωρούς». Έτσι από την αρχή
και μέχρι σήμερα τους Παλαιοημερολογίτας τους θεωρούν
μωρούς,
θρησκόληπτους, δεισιδαίμονας κ.τ.τ. και χαίρονται για την
δική
τους γνώσι που τους κάνει να στέκωνται πάνω από αυτές τις
«λεπτομέρειες» και να μήν δημιουργούν ζητήματα για το «τίποτε».