Το ημερολόγιον διά την Εκκλησίαν δεν σκοπεί να καθορίσει την ακριβή διαίρεσιν του χρόνου, αλλά να εξασφαλίσει την ενότητα όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών εις τον εορτασμόν των εορτών και την ταυτόχρονον τήρησιν των νηστειών και των μυστηριακών και λοιπών θρησκευτικών τελετών. Προς τον σκοπόν τούτον καθωρίσθη επί τη βάσει της εαρινής ισημερίας του Ιουλιανού ημερολογίου, και εθεσπίσθη ο Πασχάλιος Κανών, ο ενιαύσιος κύκλος των εορτών, ήτοι το Κυριακοδρόμιον, ούτως ώστε να εορτάζηται το Πάσχα ταυτοχρόνως υφ' όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών πάντοτε κατόπιν του Νομικού Πάσχα των Ιουδαίων κατά τον 7ον Αποστολικόν Κανόνα, αι δε λοιπαί εορταί κινηταί τε και ακίνητοι να εορτάζωνται συγχρόνως υπό των χριστιανών και να τελώσι τα της λατρείας αυτών και να νηστεύωσι και να ευφραίνωνται ταυτοχρόνως όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ως τέκνα πνευματικά μίας και της αυτής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ης δομήτωρ και αρχηγός είναι εις και ο αυτός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.
Και επειδή κατά τους πρώτους αιώνας του Χριστιανισμού αι κατά τόπους Εκκλησίαι και οι Χριστιανοί εώρταζον τας εορτάς και ετέλουν τας νηστείας και τας θρησκευτικάς αγνείας ουχί ταυτοχρόνως, εδέησεν όπως οι Άγιοι και Θεοφόροι Πατέες εν Οικουμενικαίς Συνόδοις, προς τω καθορισμώ των δογμάτων καθορίσωσι διά του Πασχαλίου Κανόνος και του εορτολογίου και τον ταυτόχρονον εορτασμόν των εορτών και την σύγχρονον τήρησιν των νηστειών ανυψώσαντες εις περιωπήν δόγματος την ενότητα της Εκκλησίας, ήτις περιλαμβάνεται εις το 9ον άρθρον του Συμβόλου της Πίστεως, το ''Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν''.
Αγίου Χρυσοστόμου του Νέου Ομολογητή
Τούτου ένεκα όταν ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ' τω 1583 καθιέρωσεν εις την Λατινικήν Εκκλησίαν το Γρηγοριανόν ημερολόγιον και επειράθη να επιβάλλει τούτο και εις την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν, οι Πατριάρχαι της Ανατολής, Σύνοδον Πανορθόδοξον συγκροτήσαντες εν Κωνσταντινουπόλει το 1593 υπό την προεδρίαν του τότε Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου του Β', απεκήρυξεν τούτο, χαρακτηρίσαντες ''ως παγκόσμιον σκάνδαλον, ως καινοτομίαν της πρεσβυτέρας Ρώμης και ως αυθαίρετον καταπάτησιν των θείων και ιερών Κανόνων''. Αλλά και εις τους μετέπειτα χρόνους και δη της δουλείας, οσάκις η Δύσις επεχείρει να επιβάλει το νέον ημερολόγιον, οι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας απέκρουσαν τούτο, όχι δια λόγους αστρονομικούς και επιστημονικούς, αλλά διότι τούτο προσκρούον προς το υπό της Α' Οικουμενικής Συνόδου Πασχάλιον, εορτολόγιον, Κυριακοδρόμιον και λοιπήν ευρυθμίαν και ευταξίαν της θείας λατρίας, θα εσκανδάλιζε τους Χριστιανούς και θα κατήργει ορισμένους Αποστολικούς και Συνοδικούς Κανόνας, τουθ' όπερ πάντως θα προεκάλει και την διάσπασιν της ενότητας της Εκκλησίας εις τον εορτασμόν των εορτών. Εκ τούτων κατάδηλον γίνεται, ότι η διαφορά των δύο ημερολογίων δια την Εκκλησίαν, δεν είναι μόνον διαφορά 13 ημερών, ως ενησμενίσθησαν παίζοντες εν ου παικτοίς να διακηρύξουν urbi et orbi ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και οι ομόφρονεςαυτώ, αλλά τροποποίησις ενός Εκκλησιαστικού Θεσμού της Α' Οικουμενικής Συνόδου, ως είναι ο θεσμός του εορτολογίου, ον μόνον μία Πανορθόδοξος Σύνοδος ηδύνατο ομοφώνως να διαρρυθμίσει προς αποφυγήν της διασπάσεως της ενότητας των Εκκλησιών εν τω εορτασμώ των εορτών. Την τοιαύτην σημασίαν του εορτολογίου κατανοούσα τόσο η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όσο και η Σύνοδος της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, όταν απεφάσιζον την διαρρύθμισην του ημερολογίου διά ταςακινήτους εορτάς, είχον υπ' όψιν τους την παραδοχήν της διαρρυθμίσεως ταύτης υφ' όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Διό και η σχετική απόφασις της Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου έλεγεν... ''Ορίζομεν κοινή δι' όλας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας να λογισθεί η 12η Μαρτίου ως 25η του ημετέρου εορτολογίου'', η δε ιστορική Συνεδρία της ιεραρχίας 19 Μαίου 1923 καθ' ην ενεκρίθη κατ' αρχήν η συμμόρφωσις του Εκκλησιαστικού ημερολογίου προς το πολιτικόν έλεγε: ''...ανατίθησι τω Μακαριωτάτω Προέδρω, όπως προς τούτο συνεννοηθεί μεθ' όλων των Εκκλησιών''. Ότι δε το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δεν ηνόει να εμμένει εις ταύτην, αν και αι λοιπαί Εκκλησίαι δεν συνεμμορφούντο προς αυτήν, απόδειξις τούτο είναι η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1931, του αειμνήστου Πατριάρχου Φωτίου του Β' προς απάσας τας Αυτοκεφάλους Ορθοδόξους Εκκλησίας, εν η το ζήτημα του ημερολογίου θεωρεί, ουχί ως οριστικώς και εγκύρως λελυμένον, αλλ' ως επίδικον και συζητήσιμον εις την μέλλουσαν να συνέλθει Πανορθόδοξον Σύνοδον εν Αγίω Όρει. Εφ' ω και ανεγράφη εις την ημηρεσίαν διάταξιν των υπό της Συνόδου ταύτης συζητηθησομένων θεμάτων και μάλιστα η εγκύκλιος αύτη, η Πατριαρχική ορίζει ότι: ''τότε μόνον δύναται το νέον ημερολόγιον να τεθεί εις εφαρμογήν και προ της κυρώσεως τούτου υπό μελλούσης Οικουμενικής Συνόδου, όταν προς τούτο συμφωνήσουν όλαι οι Εκκλησίαι, τουθ' όπερ θεωρεί απαραίτητον όρον διά την εφαρμογήν, άνευ του οποίου ουδεμία Εκκλησία δικαιούται, ως λέγει η Πατριαρχική Εγκύκλιος να θέσει τούτο μονομερώς εις εφαρμογήν. Εκ τούτων εριδήλως καταφαίνεται ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον καταδικάζει εκ των προτέρων την μονομερή εφαρμογήν του νέου ημερολογίου δια τας συνεπείας, ας δημιουργεί αύτη, διασπώσα την ενότητα των Εκκλησιών εν τω εορτασμώ των εορτών και προκαλούσα μίαν σύγχησιν και αταξίαν εις την τέως Κανονικήν και εύρυθμον Ορθόδοξον θείαν λατρείαν, δι' ην ως πυξίς χρησιμεύει ο Πασχάλιος Κανών και το εορτολόγιον. Υπό τας συνθήκας ταύτας, τας αντιστρατευομένας προς το πνεύμα και αυτών των σχετικών αποφάσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατ' αρχήν εις χρήσιν το νέον ημερολόγιον διά τας ακινήτους εορτάς και είτα υπό της Εκκλησίας της Κύπρου, της Εκκλησίας της Ρουμανίας και εσχάτως υπό της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, επί Μελετίου, των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών και δη των παλαιφάτων Πατριαρχείων Ιεροσολύμων και Αντιοχείας μετά των Πατριαρχείων της Ρωσίας και της Σερβίας και των Εκκλησιών του Αγίου Όρους και Θεοβαδίστου Όρους Σινά εμμενουσών εις το πάτριον και εκ παραδόσεως επί είκοσι αιώνας διατηρηθέν Ιουλιανόν ημερολόγιον. Και είναι μεν αληθές, ότι την εφαρμογήν του νέου ημερολογίου εισήγαγον εις τας επαρχίας των και οι Αρχιερείς της Ελλάδος και αυτοί ακόμα οι κατ' αρχήν μειοψηφίσαντες, μη επιθυμούντες να δημιουργήσουν σχίσμα εις τους κόλπους της Εκκλησίας και ελπίζοντες συν τω χρόνω δυοίν θάττερον ή δηλονότι την συμμόρφωσιν προς τούτο απασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών και Χριστιανών ή εν εναντία περιπτώσει την επαναφοράν του παλαιού ημερολογίου προς αποφυγήν της διασπάσεως της ενότητος όλων των Εκκλησιών εν τω εορτασμώ των εορτών. Μετά πάροδον, όμως δεκαπενταετίας από της ημερολογιακής καινοτομίας, ου μόνον δεν συνεμορφώθησαν προς αυτήν αι λοιπαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, και δη τα Πατριαρχεία των Ιεροσολύμων, της Αντιοχείας και της Σερβίας, αλλά και επέστρεψάν τινες των νεοημερολογητικών Εκκλησιών, ως η της Πολωνίας και της Εσθονίας εις το πάτριον Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον αντιληφθείσαι την αντικανότητα του νέου. Εν τούτω τω μεταξύ, η αποσπαθείσα μερίς εκ της Αυτοκεφάλου Ελληνικής Εκκλησίας εξ αιτίας της εορτολογικής καινοτομίας μετά των ιερέων της επετέλεσεν ανεξάρτητον θρησκευτικήν Κοινότητα αναγνωρισθείσαν ως ταύτην συνωδά τω Συντάγματι και υπό της Κυβερνήσεως. Τους ιερείς της Κοινότητος αυτής η Εκκλησία κατεδίκασεν εις καθαίρεσιν παρά τους θείους και ιερούς Κανόνας, ενώ δεν είχεν ουδεμίαν πλέον Εκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν επ' αυτών, καθ' όσον ούτοι διέκοψαν προηγουμένως πάσαν εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετά της Διοικούσης Εκκλησίας, λόγω της εορτολογικής καινοτομίας. Λέγομεν δε παρά τους θείους και ιερούς Κανόνας, διότι η καθαίρεσις, η εσχάτη αύτη των Εκκλησιαστικών ποινών επιβάλλεται μόνον εις τρεις περιπτώσεις, τας εξής: Α) Όταν ο Κληρικός σφάλει περί την ορθήν πίστιν, Β) όταν ούτος περιπέσει εις έγκλημα προσωπικόν ή ηθικόν και Γ) όταν μη υπάρχοντος Εκκλησιαστικού τινός λόγου, ούτος αποκηρύξει την Κανονικήν προισταμένην Εκκλησιαστικήν Αρχήν και πήξει ίδιον θυσιαστήριον διά λόγους φιλαρχίας και κενοδοξίας. Εν τη προκειμένη περιπτώσει ουδείς εκ των λόγων τούτων, δι' ους επιβάλλεται κανονικώς η καθαίρεσις συνέτρεχεν και όμως η Εκκλησία κατεδίκαζεν αυτούς εις καθαίρεσιν υπό το πρόσχημα μεν της ανταρσίας και της απειθείας εις την προισταμένην Αρχήν, αλλά κυρίως διότι ηρνούντο ούτοι διά λόγους Εκκλησιαστικούς θίγοντας την συνείδησιν αυτών, να συμμορφωθούν προς την ημερολογιακήν καινοτομίαν. Και τούτο έπραττεν από σκοπού η Ιεραρχία, ίνα στερήσει τους ακολουθούντες το πάτριον εορτολόγιον, των λειτουργών του Θεού του Υψίστου διά την εκτέλεσιν των της λατρείας αυτών κατά το παλαιόν εορτολόγιον. Και δεν περιορίσθη μόνον εις την ποινήν της καθαιρέσεως την καθαρώς Εκκλησιαστικήν ταύτην ποινήν, αλλά και προέβη εις την δίωξιν τούτων ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων καταγγέλουσα αυτούς, λειτουργούντας, μετά την καθαίρεσιν, εις τους Ναούς των Παλάιοεορτολογιτών επί αντιποιήσει δήθεν Αρχής και ιερατικού αξιώματος. Εντεύθεν άρχεται σειρά φυλακίσεων, εξοριών και βαρυτάτων προστίμων, εις α κατεδικάζοντο, οι λειτουργοί του Θεού του Υψίστου, διότι ηρνούντο ούτοι να συμμορφωθώσι προς την ημερολογιακήν καινοτομίαν ήτις αντεστρατεύετο προς την συνείδησιν και τον όρκον ον έδωκαν κατά την χειροτονίαν αυτών περί της αλωβήτου διαφυλάξεως της εμπιστευθείσης αυτοίς ιεράς παρακαταθήκης. Τινές μάλιστα των Αρχιερέων των άκρων καινοτόμων, οίοι ο Φθιώτιδος Αμβρόσιος και ο Βεροίας Πολύκαρπος, αφού καθήρουν τους τοιούτους ιερείς, παρέδιδον αυτούς εις τας χείρας των χωροφυλάκων με την διαταγήν να αποσχηματίσωσιν αυτούς διά της βίας και να καταστήσωσι τους ευλαβείς τούτους ιερείς αντικείμενον σκανδάλου μεν εις τους πιστούς, χλεύης δε και σαρκασμού εις τα όμματα των απίστων.
Τας τοιαύτας αδικίας και παρανομίας της Εκκλησίας βλέποντες ημείς και μη επιθυμούντες να έχομεν δι' αυτάς βεβαρυμένην την συνείδησιν ημών, αφού μάτην πολλάκις εις την Σύνοδον της Ιεραρχίας παρεκαλέσαμεν αυτήν, όπως επανέλθει το πάτριον εορτολόγιον και ενώσει τους Χριστιανούς διά της άρσεως του προξενηθέντος σκανδάλου, ήχθημεν μετά πολλής θλίψεως και συνοχής καρδίας εις την απόφασιν να κηρύξωμεν δι' εγγράφου ημάς αυτούς εν Εκκλησιαστική ακοινωνησία μετά της Διοικούσης Εκκλησίας και να δόσομεν μίαν ποιμαντορικήν προστασίαν προς την μερίδα των ακολουθούντων το πάτριον εορτολόγιον, όπερ εθέσπισεν η Α' Οικουμενική Σύνοδος. Ομολογητέον ότι ήχθημεν εις την απόφασιν ταύτην, ουχί διότι επεδιώκομεν προσωπικάς βλέψεις και φιλοδοξίας, ως διέδωσεν ευθύς εξ' αρχής ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αλλά διότι ελπίζομεν να εκβιάσωμεν διά του τρόπου τούτου αυτόν να καλέσει την Ιεραρχίαν και να θέσει υπό την κρίσιν Αυτής το έγγραφον της Ακοινωνησίας ημών, ως και όλον εν γένει το ζήτημα το ημερολογιακόν. Δεν εφανταζόμεθα δε ποτέ, ότι η Διοικούσα Σύνοδος θα προέβαινεν εις την έκπτωσιν ημών εκ των θρόνων, άνευ διαδικασίας ημών κατά τους Κανόνας και το Καταστατικόν και την κήρυξιν ως τέως Μητροπολιτών και ως υποδίκων ενώπιον Συνοδικού Δικαστηρίου. Διότι δυοίν θάτερον ή ενέκρινεν η Διοικούσα Σύνοδος το αποκοινωνητικόν ημών έγγραφον, όπερ ην κατοχυρωμένον διά λόγων Εκκλησιαστικών και Κανονικών και επομένως δεν εδικαιούτο να δικάσει ημάς, ως μη υπαγομένους πλέον υπό την δικαιοδοσίαν και δοσιδοκίαν αυτής ή δεν ενέκρινεν τούτο, οπότε έδει να ακολουθήσει την Κανονικήν και την υπό της Εκκλησιαστικής Δικονομίας προβλεπομένην διαδικασίαν, ίνα επιβάλει ημίν την ποινήν της εκπτώσεως...
Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ. Απόσπασμα άρθρου του Αγίου Χρυσοστόμου του Νέου Ομολογητή, όπως αυτό δημοσιεύεται στα ''ΑΠΑΝΤΑ ΠΡΩΗΝ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 1871 - 1955'', τόμος 1ος, σελίδες 303 - 307, έκδοση της Ιεράς Μονής Αγίου Νικοδήμου Ελληνικού Γορτυνίας, 1997.