«Τό ψεύδος πολυσχιδές,
ἑνιαῖον δὲ πρᾶγμα καὶ μοναδικὸν ἡ ἀλήθεια»
(Άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, ΕΠΕ. 3, 650)
(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ)η. Απορίας άξιον είναι, αγαπητέ κ. Ρίζο, το να δέχεστε ότι "η καινοτομία του 1924 ήταν αντικανονική, αντισυνοδική και αντιποιμαντική" και ταυτοχρόνως να θεωρείτε ως "επαναστάτες", "αντικανονικούς" και "σχισματικούς" εκείνους που αντέδρασαν σε αυτήν! Αυτός ο παραλογισμός (τον οποίο υπερασπίστηκαν και άλλοι πριν από σας) του να κακίζεται η παράβαση, αλλά παράλληλα και οι αντιδρώντες σε αυτήν (επειδή δεν πληρούν τα δικά μας "κριτήρια Ορθοδοξίας"), ειλικρινά δεν μπορώ να την καταλάβω. Πως έπρεπε δηλαδή να αντιδράσουν, κατά την απλανή λογική σας, οι Ορθόδοξοι εκείνης της εποχής; Να πούνε "η καινοτομία αυτή είναι αντικανονική, αντισυνοδική και αντιποιμαντική, αλλά δεν πειράζει";
θ. Σκανδαλίζεστε για το γεγονός πως οι τρεις Ιεράρχες, που ανέλαβαν την ποιμαντορία των Παλαιοημερολογιτών το 1935, αποκάλεσαν "σχισματική" την Εκκλησίας της Ελλάδος, όταν καμία από τις άλλες Τοπικές Εκκλησίες δεν διέκοψε την κοινωνία μαζί της.
Καταρχήν πρέπει να ξέρετε πως ο Άγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος (ο οποίος ήταν ο συγγραφέας και των κοινών κειμένων των τριών Ιεραρχών) ήταν πάρα πολύ προσεκτικός στις διατυπώσεις του, μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια. Έτσι όταν έγραφε πως οι Καινοτόμοι "απέσχισαν εαυτούς του καθολικού κορμού της Ορθοδοξίας και εκήρυξαν εαυτούς κατ΄ουσίαν Σχισματικούς απέναντι των Ορθοδόξων Εκκλησιών" δεν έγραψε τίποτα διαφορετικό από αυτό που είχε ήδη εκφράσει η Ειδική Επιτροπή για το Ημερολογιακό το 1923: "Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν δύναται να χωρισθή των λοιπών Εκκλησιών και να αποδεχτεί νέον ημερολόγιον χωρίς να καταστή σχισματική απέναντι των άλλων". Μιλάει για εορτολογική απόσχιση, η οποία αποτελεί παράβαση με βάση την οποία όφειλαν οι υπόλοιπες Εκκλησίες να την κηρύξουν σχισματική (ο πρ. Φλώρινης Χρυσόστομος ήλπιζε ότι αυτός ο φόβος να κηρυχθεί σχισματική η Εκκλησία της Ελλάδος, θα οδηγούσε την Ιεραρχία της στην απόφαση να επαναφέρει το παλαιό ημερολόγιο). Επειδή όμως αυτό τελικά δεν έγινε, ανέλυσε τους όρους "δυνάμει" και "ενεργεία", για να διασαφήσει (και όχι να "διορθώσει") την τοποθέτησή του, κυρίως έναντι παρερμηνειών αυτής.
Συνεχίζετε την εργασία σας γράφοντας πως οι "Γ.Ο.Χ." ισχυρίστηκαν πως "η Εκκλησία της Ελλάδος χωρισθείσα, εν τη εισαγωγή του διορθωμένου ημερολογίου, των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών κατέστη, εκ του λόγου τούτου, σχισματική, αποκοπείσα εκ του σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας", βάζοντας μάλιστα την εξής - υποσημείωση υπ' αριθμόν 24 - παραπομπή: Φ.Ο. 1950, φ. 94, σελ. 2.
Επειδή, ως ερευνητής, επί πολλά έτη, της Ιστορίας και Εκκλησιολογίας των Παλαιοημερολογιτών, γνώριζα ότι ο πρ. Φλωρίνης ΠΟΤΕ δεν είχε αποκαλέσει σχισματική την Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά τους Διοικούντες αυτήν Καινοτόμους (δηλαδή την Διοικούσα Ιεραρχία, ως πρόσωπα), μου έκανε εντύπωση αυτό το απόσπασμα. Ανέτρεξα έτσι στο φύλλο 94 της Φ.Ο. (για να γνωρίζετε πρόκειται για το επίσημο περιοδικό των Παλαιοημερολογιτών "Η Φωνή της Ορθοδοξίας") και φυσικά δεν βρήκα αυτό το απόσπασμα ή παραπλήσιο. Τότε κατάλαβα, ότι μάλλον από κάπου το αντιγράψατε. Μια απλή αναζήτηση στο Google μας αποκάλυψε τον συνήθη ύποπτο, τον κ. Καρδάση! Παραθέτω πάλι συγκριτικό πίνακα μεταξύ του αποσπάσματός σας και του αποσπάσματος του κ. Καρδάση (απόεδώ πάλι):
ΡΙΖΟΣ
|
ΚΑΡΔΑΣΗΣ
|
«Η Εκκλησία της Ελλάδος χωρισθείσα, εν τη εισαγωγή του διορθωμένου ημερολογίου, των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών κατέστη, εκ του λόγου τούτου, σχισματική, αποκοπείσα εκ του σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας» [25= Η Φ.Ο. 1950, φ. 94, σελ. 2]. Παρόλο που ο Χρυσόστομος Καβουρίδης αλλού παραδέχεται, ότι η καινοτομία δεν αφορά την εισαγωγή ολόκληρου του Γρηγοριανού.
Επίσης με την υπ. αρ. 13/26.9.1950, η Ι. Σύνοδος των ΓΟΧ χαρακτηρίζει την Εκκλησία της Ελλάδος, ως σχισματική.[27= Η Φ.Ο. 1950, φ.86, σελ. 7] Αντίθετα όμως 10 από τις 14 Ορθόδοξες Εκκλησίες δέχτηκαν το διορθωμένο Ιουλιανό, οι δε υπόλοιπες 4, που εξακολούθησαν να έχουν το Ιουλιανό δεν διέκοψαν κοινωνία με τις άλλες. Άρα, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν κατέστη σχισματική έναντι των υπολοίπων Εκκλησιών.
|
Οι εν Ελλάδι υπάρχοντες παλαιοημερολογίτες, ισχυρίζονται ότι «η Εκκλησία της Ελλάδος χωρισθείσα, εν τη εισαγωγή του διορθωμένου ημερολογίου, των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών κατέστη, εκ του λόγου τούτου, σχισματική, αποκοπείσα εκ του σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας» (Η Φ.Ο. 1950, φ. 94, σελ. 2).
Επίσης με την υπ. αρ. 13/26.9.1950, η Ι. Σύνοδος των ΓΟΧ χαρακτηρίζει την Εκκλησία της Ελλάδος, ως σχισματική (Η Φ.Ο. 1950, φ.86, σελ. 7). Αντιθέτως όμως 10 από τις 14 Ορθόδοξες Εκκλησίες δέχτηκαν το διορθωμένο Ιουλιανό, οι δε υπόλοιπες 4, που εξακολούθησαν να έχουν το Ιουλιανό δεν διέκοψαν κοινωνία με τις άλλες. Άρα, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν κατέστη σχισματική έναντι των υπολοίπων Εκκλησιών.
|
Από που όμως προέρχεται τελικά αυτό το απόσπασμα αυτό, για το οποίο παραπέμπει λάθος ο Καρδάσης, παρασύροντας και εσάς; Όπως διαπίστωσα, μετά από σχετική έρευνα, το απόσπασμα αυτό ανήκει στον Χριστόδουλο Παρασκευαΐδη, τότε μητροπολίτη Δημητριάδος, στην γνωστή αντιπαλαιοημερολογιτική διατριβή του. Έγραφε στην σελίδα 162: "Επί της εισηγήσεως τούτης (σ. της Επιτροπής του 1923) επερειδόμενοι έκτοτε οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται ισχυρίζονται ότι η Εκκλησία της Ελλάδος, χωρισθείσα, εν τη εισαγωγή του διωρθωμένου ημερολογίου, των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών κατέστη, εκ του λόγου τούτου, σχισματική, αποκοπείσα εκ του σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας".
Όπως βλέπουμε το απόσπασμα, άνευ εισαγωγικών, δεν ανήκει στους Παλαιοημερολογίτες, αλλά αποτελεί προσωπική κρίση του Χριστόδουλου, την οποία την βασίζει σε διάφορα δημοσιεύματα, ένα εκ των οποίων βρίσκεται και στην Φ.Ο. (φ. 94). Η κρίση αυτή όμως, όπως είπαμε, είναι εσφαλμένη διότι οι Παλαιοημερολογίτες, (και μάλιστα ο Ηγέτης τους, ο Άγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος) ΔΕΝ ισχυρίζονται ότι η Εκκλησία της Ελλάδος είναι αυτή που κατέστη σχισματική, και μάλιστα "ενεργεία", αλλά η Διοικούσα Ιεραρχία ως πρόσωπα.
Εξαίρεση σε αυτήν την θεώρηση αποτελεί η θέση των λεγομένων Ματθαιϊκών, μιας μερίδος Παλαιοημερολογιτών, που αποσχίστηκαν από τους υπολοίπους Παλαιοημερολογίτες, επειδή θεωρούσαν πως η Εκκλησία της Ελλάδος κατέστη και ενεργεία σχισματική. Επομένως, κάθε αντικειμενικός ερευνητής που θέλει να κρίνει τους Παλαιοημερολογίτες, οφείλει να λάβει υπόψιν του, ότι μέσα σε αυτούς υπάρχουν δύο εκκλησιολογικές θεωρήσεις περί του θέματος και να τις κρίνει ξεχωριστά, όπως οφείλει.
ι. Σωστά γράφετε πως οι Τοπικές Εκκλησίες που δεν δέχτηκαν την Ημερολογιακή Καινοτομία "εξακολούθησαν να έχουν το Ιουλιανό δεν διέκοψαν κοινωνία με τις άλλες και άρα, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν κατέστη σχισματική έναντι των υπολοίπων Εκκλησιών". Αυτό όμως το γεγονός το μόνο που δείχνει είναι πως δεν υπάρχει σχίσμα μεταξύ των Τοπικών Εκκλησιών που αποδέχτηκαν και εκείνων που δεν αποδέχτηκαν την Καινοτομία. Δεν δείχνει ούτε για ποιον λόγο συνέβη αυτό, ούτε αν οι εντός της Εκκλησίας της Ελλάδος που δεν αποδέχτηκαν την Καινοτομία (δηλαδή οι Παλαιοημερολογίτες) θεωρούνται ως σχισματικοί. Στο επιχείρημά σας αυτό, κ. Ρίζο, περί "κανονικών σχέσεων" (το οποίο είχε χρησιμοποιήσει και ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος) έχει απαντήσει αποστομωτικά ο μακαριστός π. Θεοδώρητος τα εξής: "Τὸ ὅτι αἱ τοπικαὶ Ὀρθ. Ἐκκλησία κοινωνοῦν πρὸς τὴν καινοτομήσασαν Ἑλλαδικὴν Ἐκκλησίαν, αὐτὸ ποσῶς δὲν μειώνει τὴν ἀντικανονικὴν πρᾶξιν τῆς δευτέρας. Μήπως καὶ σήμερα, μετὰ ἀπὸ τόσες ἀντικανονικότητες καὶ προδοσίες τοῦ Φαναρίου δὲν συνεχίζουν νὰ κοινωνοῦν ἅπασαι αἱ ἀνωτέρω Ἐκκλησίαι μετ' αὐτοῦ;! Τί σημαίνει αὐτό, ὅτι πάει καλὰ ὁ Οἰκ. θρόνος; Ἀσφαλῶς μυριάκις ὄχι! Ἀπλούστατα ἀποτελεῖ ἐναργῆ εἰκόνα τῆς πτώσεως τῶν συγχρόνων ποιμένων, οἱ ὁποῖοι ἐν συγκρίσει πρὸς τοὺς παλαιούς, ἀποτελοῦν παρῳδίαν ποιμένων, καίτοι αἱ Σλαυικαὶ Ἐκκλησίαι θὰ ἠδύναντο νὰ ἐπικαλεσθοῦν πρὸς δικαιολογίαν των τὸν κομμουνιστικὸν ζυγόν (σ. υπήρχαν ακόμη τα κομμουνιστικά καθεστώτα), ποὺ δὲν τὶς ἀφήνει νὰ ἐκφρασθοῦν ἐλευθέρως. Ἡ παραμονή των ὅμως εἰς τὸ παλαιὸν Ἡμερολόγιον τί ἄλλο φανερώνει, παρὰ ὅτι αἱ θυγατέρες σωφρονοῦν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀπεμπολοῦσαν τὰς ἱερὰς Παραδόσεις Μητέρα των; Ὅταν δὲ οἱ Γ.Ο.Χ. ἐπεκαλοῦντο Πανορθόδοξον Σύνοδον πρὸς ἐκδίκασιν τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος, ἐννοοῦσαν ἀκριβῶς τὶς Σλαυικές Ἐκκλησίες καὶ λοιπὰ Πατριαρχεία, διότι τότε (1924-40) ὑπὴρχε πολλὴ ἡ δυνατότης διευθετήσεώς του. ...Τὸ θέμα τῆς κοινωνίας πρὸς τὴν καινοτομήσασαν Ἐκκλησίαν οὐδόλως σημαίνει ὅτι καταδικάζουν τὴν στάσιν τῶν Γ.Ο.Χ. Ελλάδος. Ἡ στάσις των αὕτη ὑφηγεῖται ἀπὸ λόγoυς οὐχὶ ἐκκλησιαστικούς, ἀλλὰ «διπλωματικης ἀβροφρoσύνης», διὸ καὶ ψέγομεν τὴν τοιαύτην πολιτικήν! Ἀτόδειξις, ὅτι μέχρι σήμερον, συχνάκις δηλώvουν, ὅτι τὸ παλαιόν είναι τὸ ὀρθὸν καὶ κακῶς ἐγένετο ἡ ἀλλαγή!" (Το αντίδοτον, σελ. 27-28).
Έτσι όταν σημειώνετε στην υποσημείωση 28 πως "η Εκκλησία της Ρωσίας, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας διαφώνησαν άλλα δεν θεώρησαν το ζήτημα αρκετά σοβαρό για να διακόψουν εκκλησιαστική κοινωνία και δεν καταδίκασαν Συνοδικά την καινοτομία μη βλέποντας δογματική παρεκτροπή", γράφετε πάλι ολίγη αλήθεια. Διότι η πάσα αλήθεια είναι πως η Εκκλησία της Ρωσίας, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας (και Ιεροσολύμων και Σερβίας που λησμονήσατε) δεν αποδέχτηκαν το νέο ημερολόγιο (πλην της Αλεξανδρείας όταν έγινε Πατριάρχης ο ...Μεταξάκης και της Αντιοχείας με δικές του πάλι ενέργειες!), ούτε διέκοψαν εκκλησιαστική κοινωνία με τους Παλαιοημερολογίτες της Ελλάδος, ούτε τους καταδίκασαν ως "σχισματικούς". Αντιθέτως, η εκκλησιαστική κοινωνία διεκόπη πολύ αργότερα, και μάλιστα εκ μέρους των Παλαιοημερολογιτών, τόσο για την συνεχιζόμενη ανοχή τους στις Εκκλησίες του νέου ημερολογίου, όσο - κυρίως - για την οικουμενιστική τους συμπόρευση με αυτές.
ια. Συνεχίζετε γράφοντας: "Άς δεχτούμε, λοιπόν ότι η Εκκλησία έκανε λάθος στην εισαγωγή του διορθωμένου Γρηγοριανού, ποια θα έπρεπε να ήταν η αντίδραση κατά την διδασκαλία των Πατέρων; Μας την καταδεικνύει ο ιερός Χρυσόστομος: «Κι αν ακόμα η Εκκλησία διέπραττε σφάλμα, για το ότι δεν τηρήθηκαν με ακρίβεια οι χρόνοι, δεν θα ήταν τόσο σημαντικό το θέμα όσο σημαντικό θα ήταν το έγκλημα της διαίρεσης και του σχίσματος». «Δεν έχει σημασία για τον Θεό η τήρηση του καιρού»".
Το τί καταδεικνύει ο μέγας Ιερός Πατήρ Χρυσόστομος το έχουμε δείξειεδώ και η διδασκαλία του πόρρω απέχει από την δική σας. Το κείμενο του Αγίου απευθύνεται σε εκείνους που δεν δεχόντουσαν την απόφαση της Εκκλησίας (δια της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου) για το Πάσχα. Δεν λέει δηλαδή ότι μπορούμε να εορτάζουμε ο καθένας όποτε θέλει, όποια εορτή θέλει. Γι' αυτό λέει ξεκάθαρα πιο κάτω: "ἐπειδὴ παρὰ τὴν ἀρχὴν πᾶσιν ἔδοξε τοῖς πατράσι διῃρημένοις ὁμοῦ συνελθεῖν, καὶ ταύτην ὁρίσαι τὴν ἡμέραν, τὴν συμφωνίαν πανταχοῦ τιμῶσα καὶ τὴν ὁμόνοια ἀγαπῶσα, κατεδέξατο τὸ ἐπιταχθέν". Οφείλουμε λοιπόν υπακοή στην Εκκλησία, ακόμη και αν υποτεθεί ότι κάνει λάθος. Βέβαια εσείς το "Εκκλησία" το ερμηνεύετε προφανώς όπως το ερμηνεύουν σήμερα οι Επισκοποκεντρικοί. Ενώ δηλαδή ο Άγιος Χρυσόστομος λέγοντας "Εκκλησία" εννοεί σύμπασα την Εκκλησία, εσείς λέτε λέγοντας "Εκκλησία" στην Ιεραρχία μιας Τοπικής Εκκλησίας. Έτσι γράφετε παραπλανητικά: "Άς δεχτούμε, λοιπόν ότι η Εκκλησία έκανε λάθος στην εισαγωγή του διορθωμένου Γρηγοριανού". Η Εκκλησία εισήγαγε το Γρηγοριανό ημερολόγιο, κ. Ρίζο, για να Της κάνουμε υπακοή; Ή μήπως κάποιες Τοπικές Εκκλησίες μόνο, με την πρωτοβουλία Οικουμενιστών Πρωθιεραρχών, και μάλιστα "αντικανονικώς", "αντισυνοδικώς" και "αντιποιμαντικώς", όπως και σεις ο ίδιος ομολογείτε;
Κι έτσι ενώ θεωρείτε αντικανονική την ημερολογιακή μεταβολή παρακάτω γράφετε: "Ποιος ιερός Κανόνας απαγορεύει την μεταβολή των ημερολογίων; Κανείς". Τελικά τί πιστεύετε, κ. Ρίζο, είναι Κανονική ή αντικανονική; Διότι μας τα λέτε λίγο μπερδεμένα.
ιβ. Συνεχίζετε γράφοντας πως "ο κοινός εορτασμός της ημέρας του Πάσχα δεν τηρούνταν επι τρείς αιώνες μετά την Α΄Οικουμενική και καμία Εκκλησία δεν θεωρούσε κάποια άλλη σχισματική για αυτόν τον λόγο". Παρόμοια είχατε γράψει και στο β΄ μέρος: "Και πως αντέδρασαν οι άγιοι Πατέρες και οι επόμενες Οικουμενικές Σύνοδοι σε όλη αυτή τη κατάσταση; Είναι πολύ σημαντικό να πούμε ότι δεν αντέδρασαν καθόλου! Συνέχισαν να σώζουν, να σώζονται, να θαυματοποιούν, να ομολογούν, να μαρτυρούν και να διδάσκουν αγνοώντας αυτή την εορτολογική αταξία! Και συνέχιζαν να παραμένουν ενωμένοι, παρά την ημερολογιακή διαφορά!".
Αν και σας έγραψα ότι η εορτολογική ασυμφωνία των πρώτων αιώνων δεν δικαιώνει την ύπαρξη εορτολογικής ασυμφωνίας πλέον, ας δούμε είναι ακριβώς έτσι όπως τα παρουσιάζετε; Δηλαδή ότι δεν θεώρησε καμία Εκκλησία την άλλη σχισματική, ότι όλα ήταν καλά, ότι οι Πατέρες δεν αντέδρασαν καθόλου και ότι δεν δημιουργήθηκε κανένα πρόβλημα;
Πρώτα από όλα το αντίθετο από αυτά που ισχυρίζεστε αποδεικνύουν μερικά από τα παραδείγματα που εσείς ο ίδιος παραθέσατε. Και αναφέρομαι συγκεκριμένα στις περιπτώσεις της πασχάλιας διαμάχης μεταξύ Αλεξανδρείας και Ρώμης το 455 και της φιλονεικίας μεταξύ Άγγλων και Σκωτσέζων (Κελτών) το 664 (την οποία αναφέρει και ο Μελέτιος Αθηνών στην Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμ. Β΄, σελ. 176).
Συμπληρωματικά προσθέτω και το Σχίσμα μεταξύ των Τοπικών Εκκλησιών Γαλλίας και Ισπανίας, που πιθανόν δεν γνωρίζατε, διότι αν το γνωρίζατε δεν θα γράφατε πως "καμία Εκκλησία δεν θεωρούσε κάποια άλλη σχισματική για αυτόν τον λόγο". Ο Μελέτιος Αθηνών γράφει στην Εκκλησιαστική Ιστορία του (ό.π., σελ. 120) πως στα τέλη της βασιλείας του Ιουστίνου (πρόκειται για τον Αυτοκράτορα Ιουστίνο τον Β΄, ο οποίος βασίλεψε από το 565 έως το 574) δημιουργήθηκε σχίσμα ανάμεσα στις Εκκλησίες της Γαλλίας και της Ισπανίας για τον χρόνο της εορτής του Πάσχα.
Αποδεικνύεται λοιπόν πως παρόλο που υπήρχε εορτολογική ασυμφωνία και μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, αυτό δεν ήταν αδιάφορο, όπως το παρουσιάζεται, αλλά θεωρούνταν κακό, μιας και δημιουργούνταν σχίσματα και έριδες, και οι Πατέρες και οι Σύνοδοι προσπαθούσαν συνεχώς για την θεραπεία του, την οποία τελικώς κατάφεραν! Θα έρθουμε εμείς σήμερα να πετάξουμε τους αγώνες τους στον κάλαθο των αχρήστων;
ιγ. Προχωρώντας, και στην προσπάθειά σας να αποδείξετε πως οι Παλαιοημερολογίτες δεν αντέδρασαν σωστά φέρνετε ως παράδειγμα το επαινετό σχίσμα των "Ιωαννιτών" και την περίπτωση του Μεγάλου Αθανασίου, όμως δεν κατανοώ τί σχέση έχουν αυτές οι περιπτώσεις με το θέμα μας, ώστε να καταλήξετε σε τέτοια συμπεράσματα: "είναι φανερό ότι σε ανάλογες περιπτώσεις οι άγιοι μας δεν έφτιαχναν τις δικές τους εκκλησίες, συνόδους και επισκόπους διακόπτοντας της εκκλησιαστική κοινωνία, αναθεματίζοντας ή διακηρύσσοντας ακυρότητα Μυστηρίων άλλα επεδίωκαν την διόρθωση και θεραπεία των προβλημάτων από τις άλλες Τοπικές εκκλησίες".
Πρώτον, που είδατε οι Παλαιοημερολογίτες να έφτιαξαν "άλλη Εκκλησία", όταν ο Πρωθιεράρχης τους Άγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος είναι σαφέστατος στα κείμενά του περί του τί αποτελούν;
Ιδού οι κρυστάλλινες θέσεις του:
"Οὐδεὶς ποτὲ τῶν ἐγκρατῶν τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, καὶ τῶν ἐχόντων ὀρθόδοξον παλμὸν δύναται νὰ διϊσχυρισθῇ σοβαρῶς, ὅτι οἱ Παλαιοημερολογῖται ἀποτελοῦν δευτέραν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἐν τῷ Κράτει, ἀλλὰ τὴν πατροπαράδοτον καὶ Ἀκαινοτόμητον Αὐτοκέφαλον Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Ἐλλάδος. Διότι, ὅσῳ καὶ ἂν παρουσιάζωνται κατὰ τὸ φαινόμενον καὶ τὴν ἐξωτερικὴν ἐκδήλωσιν τῆς πίστεως, ὡς ἔχοντες ἰδίαν λατρείαν, ἰδίους εὐκτηρίους οἴκους, καὶ ἰδίους Λειτουργοὺς, οὐχ ἧττον ὅμως οὕτοι, καίτοι διατελοῦν ἐν ἀκοινωνησίᾳ πρὸς τὴν καινοτομήσασαν Ἱεραρχίαν, ὡς ἐχόμενοι στεῤῥῶς τῶν Παραδόσεων καὶ τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων, ἀποτελοῦν ἐν τῇ Κανονικότητι, οὐχὶ ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν ἐκείνης μεθ’ ἧς διέκοψαν προσωρινῶς διὰ λόγους Κανονικοὺς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν, ἀλλὰ τὴν ἀνύστακτον φρουρὰν, τὴν ἀγρύπνως φρυκτωρούσαν ἐπὶ τῶν ἀδαμαντίνων ἐπάλξεων τῆς Μιᾶς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἐν λόγῳ Εἰσαγγελεὺς, δοὺς πίστιν εἰς τὴν ἐσφαλμένην καὶ ἀντικανονικὴν γνωμοδότησιν τοῦ ἀποβιώσαντος Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, καθ’ ἣν ἄνευ ἐκκλησιαστικῶν λόγων ἐπανεστάτησαν δῆθεν οἱ Παλαιοημερολογῖται κατὰ τῆς ἐπισήμου Ἐκκλησίας, πήξαντες ἰδίους Ναούς, καὶ μὴ δυνάμενος ἐλλείψει θεολογικῆς μορφώσεως νὰ διακρίνῃ, ποία εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς ἑνότητος μιᾶς Ἐκκλησίας καὶ ποία τὰ τῆς διαιρέσεως καὶ ἀποσχίσεως αὐτῆς, ἀπεφάνθη, ὅτι οἱ Παλαιοημερολογῖται, διακόψαντες τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τῆς Διοικούσης Ἱεραρχίας, λόγω τῆς ἑορτολογικῆς καινοτομίας, ἀπετέλεσαν καὶ ἰδίαν Ἐκκλησίαν. Τοῦτο δὲν εἶναι ἀληθές, διότι ἐκ τῆς διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μερίδος τινὸς λαϊκῶν καὶ Κληρικῶν μετὰ τῆς Διοικούσης Ἱεραρχίας, λόγῳ ἐκκλησιαστικῆς διαφωνίας καὶ μὴ συμμορφώσεως τούτων πρὸς ἀντικανονικήν τινα ἀπόφασιν, δὲν δύναται νὰ συναγάγῃ τις κανονικῶς τὸ συμπέρασμα, ὅτι ἡ διαφωνήσασα καὶ διακόψασα προσωρινῶς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τῆς Διοικούσης Ἱεραρχίας μερὶς ἀπετέλεσε καὶ ἰδίαν Ἐκκλησίαν, καὶ δὴ Σχισματικὴν, ὡς ἐνησμενίσθη δυστυχῶς να ἀποκαλέση αὐτὴν τὸ Συνοδικὸν Δικαστήριον, τὸ δικάσαν καὶ καθαιρέσαν τοὺς Ἐπισκόπους Μεγαρίδος, Διαυλείας, Κυκλάδων καὶ Βρεσθένης. Τὰς Ἐκκλησίας συνιστᾷ καὶ χωρίζει, οὐχὶ μία μερὶς Χριστιανῶν, διαφωνοῦσα εἴς τι Ἐκκλησιαστικὸν ζήτημα πρὸς τὴν Δ. Ἱεραρχίαν, καὶ ἐν καταστάσει ἐκκλησιαστικῆς ἀκοινωνησίας διατελοῦσα, οὔτε καὶ μία ἐπὶ μέρους Ἐκκλησία ἔχει τὸ δικαίωμα τοῦτο ἀπὸ τῶν Κανόνων, τοῦτο μόνον οἱ ἔχοντες Προτεσταντικὰς ἀντιλήψεις δύνανται να διϊσχυρίζωνται μὲ σοβαρότητα, ἀλλὰ ὅλη ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, συνερχομένη εἰς Πανορθόδοξον Σύνοδον. Ἀπόδειξις ὅτι τὸ Βουλγαρικὸν Σχίσμα δὲν τὸ ἐκήρυξε μόνον τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, ἂν καὶ εἶχε τότε 85 Ἐπαρχίας, ἀλλὰ Μία Μεγάλη Τοπικὴ Σύνοδος, συνελθοῦσα τῷ 1872 ἐν Κωνσταντινουπόλει. Ἐπομένως ἡ μερὶς τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, μὴ συσταθεῖσα καὶ ἀναγνωρισθεῖσα ὡς ἰδία Ἐκκλησία ὑπὸ μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου, δὲν δύναται νὰ ἀποτελῇ ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν ἐκείνης, ἐξ ᾖς προσωρινῶς ἀπέσχισεν ἑαυτήν, ἵνα μὴ καταστῇ συνένοχος μὲ τὴν Ἱεραρχίαν διὰ τὴν μονομερῆ καινοτομίαν. Καὶ οὐ μόνον ἡ μερὶς αὕτη δὲν διχάζει τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ ἀποτελεῖ ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος τὴν φαεινὴν καὶ ἀλύμαντον πλευρὰν τῆς Ὀρθοδόξου ἐννοίας Αὐτῆς. Ὥστε ἡμεῖς, οἱ ἀκολουθοῦντες τὸ ἐκ παραδόσεως ἑορτολογικὸν καθεστὼς καὶ σεβόμενοι, ὡς ὀφείλομεν, μᾶλλον τὰς Ἀποστολικὰς καὶ Συνοδικὰς Διατάξεις, παρὰ τάς ἀντικανονικὰς τῆς Ἱεραρχίας ἀποφάσεις, οὐ μόνον δὲν ἀποτελοῦμεν ἰδιαιτέραν Σχισματικὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας ἡμεῖς διεσώσαμεν τὰ χρυσόβουλλα τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Παραδόσεων καὶ συνεχίζομεν τὴν Ἱστορίαν καὶ τὸν χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς Αὐτοκεφάλου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας".
(Άπαντα, τόμ. α΄, Ἀπολογία εἰς τὸ Ἐφετεῖον Ἀθηνῶν [Ἀθῆναι 29/3/1940], σελ. 383-384)
"Ἀλλ’ ἡμεῖς οἱ Παλαιοημερολογῖται δὲν ἀποτελοῦμεν ἰδιαιτέραν καὶ ἀνεξάρτητον Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἐν Ἑλλάδι, διότι οὐδεμία Ἐκκλησία μᾶς ἀνεγνώρισεν ὡς τοιαύτην, ἀλλ᾿ εἴμεθα ἐντὸς τῆς ἀνεγνωρισμένης Αὐτοκεφάλου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, ὡς μία φρουρά, ἥτις φρουρεῖ τὸν θεσμὸν τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑορτολογίου, ὃν ἠθέτησεν, ὡς μὴ ὤφειλεν, ἡ πλειοψηφία τῆς ῾Ιεραρχίας, καὶ ἡμεῖς, ὡς ἀποτελοῦντες τὴν φαεινὴν καὶ ἀλύμαντον πλευρὰν τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, συνεχίζομεν τὴν ἱστορίαν Αὐτῆς, ὑπὸ τὴν ὀρθόδοξον ἔννοιαν. Τὴν ἐσφαλμένην καὶ ἀντικανονικὴν ταύτην ἰδέαν, ὅτι ἡμεῖς ἀποτελοῦμεν ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν, ἔρριψεν εἰς τὸ μέσον καὶ εἰσηγήθη καὶ εἰς τὴν Πολιτείαν ὁ ἐκλιπὼν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος σκοπίμως καὶ κακοβούλως, ὅπως παραστήσῃ ἡμᾶς εἰς τὰ ὄμματα τῆς Πολιτείαςς καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Κοινωνίας ὡς ἐπαναστάτας, καὶ ὡς κινήσαντας πτέρναν κατὰ τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ῥίψῃ δὲ οὕτως ἡμᾶς εἰς τὴν μῆνιν τῆς Πολιτείας καὶ τὴν κοινὴν περιφρόνησιν τῆς κοινωνίας. Πρὸς τοῦτο μάλιστα, δὲν ὤκνησεν οὗτος, καίπερ γνώστης τῶν θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων καὶ Καθηγητὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἵστορίας νὰ κηρύξη, ὅτι οἱ παλαιοημερολογῖται Ἀρχιερεῖς, διακόψαντες ἄνευ δῆθεν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ Κανονικῶν λόγων τὴν πνευματικὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τῆς Προϊσταμένης των Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς καὶ πήξαντες Ἰδίους Ναούς, ἀπετέλεσαν Ἰδίαν Ἐκκλησίαν, καὶ μάλιστα σχισματικήν, ὡς ἐνησμενίσθη νὰ ἀποκαλέσῃ αὐτὴν τὸ δικάσαν καὶ καθαιρέσαν τοὺς Ἐπισκόπους Μεγαρίδος, Διαυλείας, Κυκλάδων, καὶ Βρεσθένης Συνοδικὸν Δικαστήριον. …Κατὰ ταῦτα, ἡμεῖς οἱ Παλαιοημερολογῖται, ὅσῳ καὶ ἂν παρουσιαζώμεθα κατὰ τὸ φαινόμενον καὶ τὴν ἐξωτερικὴν ἐκδήλωσιν τῆς πίστεως, ὡς ἔχοντες Ἰδίους εὐκτηρίους οἴκους καὶ Ἰδίους λειτουργούς, οὐχ’ ἧττον ὅμως, καίτοι διατελοῦμεν ἐν πνευματικῇ ἀκοινωνησίᾳ πρὸς τὴν καινοτομήσασαν Ἱεραρχίαν, ἅτε ἐχόμενοι στερρῶς τῶν θείων Κανόνων καὶ τῶν Ἱερῶν Παραδόσεων, ἀποτελοῦμεν ἐν τῇ Κανονικότητι, οὐχὶ ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν ἐκείνης, μεθ’ ἧς διεκόψαμεν προσωρινῶς διὰ λόγους Κανονικοὺς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν, ἀλλὰ τὴν ἀνύστακτον φρουράν, ὡς ἔφθην εἴπον, τὴν ἀγρύπνως φρυκτωροῦσαν ἐπὶ τῶν ἀδαμαντίνων ἐπάλξεων τῆς μιᾶς Αὐτοκεφάλου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, ἐν ὀνόματι τῆς Ὀποίας συνεχίζομεν τὴν ἱστορίαν Αὐτῆς ὑπὸ τὴν ἀλύμαντον καὶ ὀρθόδοξον ἀρχικὴν ἔννοιαν".
(Άπαντα, τόμ. β΄, Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος [Ἀθῆναι 1-6-1944], σελ. 24-26).
"Εἰς τὴν παροχὴν δὲ τῆς ἐλευθερίας ταύτης (σ. σ. τῆς ἄσκησης τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων τῶν παλαιοημερολογιτῶν), ἀντιτάσσει ἡ νεοημερολογιτικὴ Ἱεραρχία τὸ veto, ἤτοι τὴν ἄρνησιν, διατεινομένη, ὅτι ἡ Πολιτεία δὲν δύναται νὰ ἔχῃ εἰς τὴν ἐπικράτειαν αὐτῆς δύο Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, μίαν νεοημερολογητικὴν καὶ μίαν παλαιοημερολογητικήν. Εἰς τοῦτο δὲ διαφωνοῦμεν ἡμεῖς, ὑποστηρίζοντες ὅτι μὲ τὴν κατ’ οἰκονομίαν παροχὴν ἐλευθερίας, εἰς τὴν θρησκευτικὴν ὀργάνωσιν τῶν παλαιοημερολογιτῶν μέχρι τῆς ἐγκύρου καὶ Κανονικῆς διευθετήσεως τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος, ἐπιδίκου ὄντως ὡς ἔφθην εἰπὼν ἐνώπιον τῆς μελλούσης πανορθοδόξου Συνόδου, δὲν δημιουργεῖται Δευτέρα Ἐκκλησία, ἀλλὰ μία μειοψηφία τῆς Ἐκκλησίας διαφωνοῦσα πρὸς τὴν πλειοψηφίαν τῆς Ἱεραρχίας καὶ συνεχίζουσα τὴν ἱστορίαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τὴν ἄκρατον ὀρθοδοξίαν λυμανθεῖσαν διὰ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας. Ἡ γνώμη τῆς Ἱεραρχίας, ὅτι μὲ τὴν παροχὴ ἐλευθερίας εἰς τοὺς παλαιοημερολογίτας δημιουργεῖται Δευτέρα Ἐκκλησία καὶ κράτος ἐν κράτει, ὡς λέγουν, δὲν εἶνε ἀληθής, διότι αἱ Ἐκκλησίαι, δὲν φυτρώνουν ὡς μύκητες εἰς τὸν περίβολον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἱδρύονται καὶ προικίζονται διὰ τῆς Χάριτος καὶ τῶν Μυστηρίων ὑπὸ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ὡς Ταμιούχου τῆς Χάριτος καὶ τῆς εὐλογίας. Ἡ γνώμη αὐτὴ τῆς Ἱεραρχίας, καθ΄ ἣν μία μερὶς Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἀποσπωμένη προσωρινῶς ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας διὰ λόγους διαφωνίας εἴς τι ἐκκλησιαστικὸν ζήτημα ἐπίδικον καὶ ἰάσιμον κατὰ τὸν Μ Βασίλειον, μέχρι τῆς ἄρσεως τῆς διαφωνίας ὑπὸ Κανονικῆς πανορθοδόξου Συνόδου ὄζει προτεσταντισμοῦ, παρέχοντος εἰς μεμονωμένα ἄτομα τὸ δικαίωμα νὰ ἰδρύουν ἰδίαν Ἐκκλησίαν ἄνευ τῆς γνώμης καὶ τῆς εὐλογίας τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Καὶ τοῦτο, διότι οἱ προτεστάνται φρονοῦν καὶ πιστεύουν ὅτι ἡ ἔμπνευσις καὶ ἡ θέλησις τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἰς τὰ ζητήματα τῆς πίστεως καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ ἐμφαίνεται καὶ ἐκδηλοῦνται καὶ διὰ τῶν μεμονωμένων ἀτόμων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν γνώμην τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, φρονούσης καὶ πιστευούσης, ὅτι ἡ ἔμπνευσις καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἐκδηλοῦται ὑπὸ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας τῆς ἑρμηνευούσης καὶ ὀρθοτομούσης τὸν λόγον τῆς θείας ἀληθείας…
…Ἡμεῖς ὅμως οἱ ποιμένες τῶν παλαιοημερολογιτῶν, γνῶσται τοῦ Κανονικοῦ δικαίου καὶ μὲ ὀρθόδοξον παλμόν, διϊσχυριζόμεθα ὅτι δὲν ἀποτελοῦμεν δευτέραν Ἐκκλησίαν ἐν τῷ Κράτει, ἀλλὰ στεντορείᾳ τῇ φωνῇ διακηρύττομεν, ὅτι ἡμεῖς μένοντες πιστοὶ εἰς τὰ δεδογμένα καὶ ἡμῖν παραδεδομένα ὑπὸ τῶν 7 Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀποτελοῦμεν, καίπερ μειοψηφία, τὴν πατροπαράδοτον καὶ ἀκαινοτόμητον Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν, ἧς τὴν ἱστορία συνεχίζομεν ὑπὸ τὴν ἄκρατον ἔννοιαν τῆς ὀρθοδοξίας. Ἀληθῶς, ὅσῳ καὶ ἂν παρουσιαζώμεθα κατὰ τὸ φαινόμενον εἰς τὴν λατρείαν ἡμῶν μὲ ἰδίους εὐκτηρίους οἴκους καὶ μὲ ἰδίους λειτουργούς, οὐχ ἧττον ὅμως καίπερ διατελοῦντες ἐν ἀκοινωνησίᾳ μετὰ τῆς καινοτομησάσης Ἱεραρχίας ἡμεῖς ἀποτελοῦμεν δυνάμει οὐχὶ δευτέραν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ τῇ ἁγνὴν καὶ ἀλύμαντον ἔννοιαν Αὐτῆς καὶ τὴν ἀνύστακτον φρουρὰν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀγρύπνως φρυκτωρούσαν ἐπὶ τῶν θεοδμήτων καὶ ἀκαταλύτων ἐπάλξεων τῆς περιπύστου καὶ περιμαχήτου Ὀρθοδοξίας. Ναί, ἡμεῖς Ἅγιε Λαρίσσης διεκόψαμεν τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τῆς Διοικούσης Ἱεραρχίας συνεπείᾳ Ἐκκλησιαστικῆς διαφωνίας οὐχί, ἵνα ἀποτελέσωμεν δευτέραν Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ ἵνα περισώσωμεν τὸ ὀρθόδοξον κῦρος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποφύγωμεν τὴν ἡμερολογιακὴν καινοτομίαν, ὡς καὶ τὴν βαρυτάτην εὐθύνην, ἣν ὑπέχουσιν ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἱστορίας οἱ δημιουργοὶ τῆς σκανδαλώδους διαφωνίας, συνεπείᾳ τῆς ὁποίας διῃρέθησαν αἱ μᾶζαι τῶν χριστιανῶν εἰς τὸν ἑορτασμὸν τῶν ἑορτῶν".
(Άπαντα, τόμ. β΄, Ἀναίρεσις τῆς ἡμερολογιακῆς πραγματείας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Δωροθέου Κοτταρᾶ [Δεκέμβριος 1947], σελ. 96-98).
"…ἡ Διοικοῦσα Ἱεραρχία διὰ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας ἔπαυσε νὰ ἀντιπροσωπεύῃ τὴν ὀρθόδοξον ἔννοιαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς Αὕτη χωρισθεῖσα ἀπὸ τὸν κορμὸν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπετέλεσεν ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν, διάφορον τῆς ἀρχαίας κατὰ τὸ ἀκραιφνὲς καὶ ἀκαινοτόμητον πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας καταστᾶσα οὕτως ὑπόδικος ἐνώπιον τῆς καθόλου ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Κατὰ ταῦτα ἡ Δ. Ἱεραρχία ἐκκλίνασα ἐκ τοῦ θριγγοῦ τῆς ἀκριβοῦς ὀρθοδοξίας παρ’ ὅλον τὸν ἐξωτερικὸν τύπον καὶ τὸν ἀριθμὸν αὐτῆς, ἔπαυσεν ὡς ἀνωτέρω ἐλέχθη, νὰ ἐκπροσωπῇ τὴν ὀρθόδοξον ἔννοιαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Ταύτης τὴν ὀρθόδοξον ἔννοιαν καὶ σημασίαν ἐκπροσωποῦσιν οἱ Ἱεράρχαι, ὁ Κλῆρος καὶ ὁ λαὸς οἱ ἀκολουθοῦντες τὴν πολιὰν ἡμερολογιακὴν παράδοσιν, τὴν καθιερωθεῖσαν ὑπὸ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ κυρωθεῖσαν ὑπὸ τῆς αἰωνοβίου πράξεως τῆς ὅλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὥστε ἐν τῷ Κράτει δὲν ὑπάρχουσι δύο ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀλλὰ μία, ἧς τὸν μὲν τύπον καὶ τὸν ῥυθμὸν ἐκπροσωπεῖ ἡ πλειοψηφία τῆς Ἱεραρχίας, τὸ πνεῦμα ὅμως καὶ τὴν ἔννοιαν τῆς ὀρθοδοξίας ἐκπροσωπεῖ ἡ μειοψηφία τῆς παλαιοημερολογιτικῆς Ἱεραρχίας καὶ κοινωνίας".
(Άπαντα, τόμ. β΄, Διαφωτιστικὴ Ἀπάντησις εἰς τὸ ὑπόμνημα τῆς Ἱεραρχίας τῆς κρατούσης Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος ἐν σχέσει μὲ τὸ Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα [Ἀθῆναι 1948], σελ. 129)
"Ὑπῆρχεν ἐν τῷ παρελθόντι ἐποχή, καθ’ ἣν ἡ παμψηφία σχεδὸν τῆς Ἱεραρχίας ἐν τῷ Βυζαντινῷ Κράτει παρεσύρθη εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ ἐναγοῦς Ἀρείου μετὰ τῆς Βυζαντινῆς πολιτείας, καθ’ ἣν τὴν ἔννοιαν τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς Ἐπισήμου Ἐκκλησίας ἀντιπροσώπευεν μία ὀλιγάριθμος μερὶς ὀρθοδόξων ἐν Κων/πόλει μὴ μολυνθεῖσα ὑπὸ τῆς λύμης τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Ἡ μερὶς αὕτη διετέλει ὑπὸ τὴν ποιμαντορίαν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὅστις ἐν τῷ παρεκκλησίῳ τῆς Ἀγ. Ἀναστασίας διὰ κηρυγμάτων ἀποπνεόντων τὸ θυμῆρες καὶ θεῖον ἄρωμα τῆς Ὀρθοδοξίας κατεκεραύνου τὴν κακόδοξον καὶ ψυχοφθόρον αἵρεσιν τοῦ Ἀρείου. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ ἡ μερὶς αὐτοῦ, οὐ μόνον δὲν ἀπετέλεσαν ἰδίαν Ἐκκλησίαν διακόψαντες τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τῆς Ἀρειανιζούσης Ἱεραρχίας, ἀλλὰ καὶ ὡς ὀρθοδοξοῦντες ἐχρησίμευσαν μετέπειτα ὡς ἀρραβὼν διὰ τὴν ἐπιστροφὴν τῆς ὅλης Ἐκκλησίας ἐν τῷ περιβόλῳ τῆς Ὀρθοδοξίας, διὰ τῆς ἀποπτύσεως τῆς Ἀρειανῆς αἱρέσεως καὶ μιαρὰς κακοδοξίας. Ὥστε δεδομένου, ὅτι τὴν ὑπόστασιν τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τὸ Ὀρθόδοξον πνεῦμα καὶ ὄχι ὁ τύπος καὶ ὁ ἀριθμός, οἴκοθεν ἐννοεῖται ὅτι τὴν ἀρχαίαν καὶ ἀκαινοτόμητον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος ἀποτελοῦμεν καὶ ἐκπροσωποῦμεν ἡμεῖς ὡς συνεχισταὶ τῶν πατρῴων παραδόσεων καὶ τῶν Ὀρθοδόξων θεσμῶν καὶ ὄχι οἱ καινοτόμοι Ἀρχιερεῖς, οἵτινες ἀποτελοῦν τὸν τύπον καὶ τὸν ἀριθμόν".
(Άπαντα, τόμ. β΄, Κρίσεις ἐπὶ τῶν τροπολογιῶν ἐπὶ τοῦ ἄρθρου 1 καὶ 2 τοῦ Σχεδίου Συντάγματος τῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος τοῦ κ. Κ. Τσάτσου Βουλευτοῦ Ἀθηνῶν [Ἀθῆναι 1949], σελ.176)
Βλέπετε, κ. Ρίζο, την εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία του Αγίου Ιεράρχου, του οποίου τα κείμενα δεν μπήκατε στον κόπο να μελετήσετε, πριν καταπιαστείτε με μια τόσο σοβαρή εργασία;
Αλλά και το ότι χειροτόνησε Επισκόπους και έκανε Σύνοδο δεν είναι κάτι πρωτοφανές, όπως έχει αποδειχθεί εδώ (κείμενο που επίσης δεν έχει αναιρεθεί).
Για δε τα περί "αναθεματισμών" και "διακηρύξεως ακυρότητας των Μυστηρίων" δεν χρειάζονται μεγάλη ανάλυση, διότι στερούνται σοβαρότητος. Από την μία, ποτέ οι Παλαιοημερολογίτες δεν αναθεμάτισαν τους Νεοημερολογίτες, από την άλλη, όπως θα δείτε εδώ, για την "ακυρότητα των Μυστηρίων" οι μόνοι που δεν πρέπει να ομιλούν είναι οι φανατικοί οπαδοί του νέου ημερολογίου.
Όσο για το ότι οι Παλαιοημερολογίτες δεν "επεδίωκαν την διόρθωση και θεραπεία των προβλημάτων από τις άλλες Τοπικές εκκλησίες", έχετε προφανή άγνοια της Ιστορίας των Παλαιοημερολογιτών (διότι θα ξέρατε τί αγώνας έγινε, κυρίως εκ μέρους του πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου, ο οποίος ταξίδεψε στα Πατριαρχεία, αλλά και άλλων κληρικών και λαϊκών, για να ευαισθητοποιηθούν οι άλλες Τοπικές Εκκλησίες) και αυτό μεγαλώνει ακόμη την απορία μου, κ. Ρίζο, για το τόλμημά σας να καταπιαστείτε με ένα θέμα για το οποίο γνωρίζετε ελάχιστα. Τί ωφέλιμο θα ήταν, αντί να μελετούσατε το ιρλανδοσκωτσέζικο πασχάλιο και την συμβολή του Διονυσίου του μικρού στην κατάπαυση της έριδας μεταξύ της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας, να είχατε ασχοληθεί με αυτούς που θέλετε πάση θυσία να καταδικάσετε;
ιδ. Κλείνετε το κεφάλαιο "Η αντικανονική απόφαση της Εκκλησίας" (βέβαια το ορθό είναι "κάποιων Τοπικών Εκκλησιών" και όχι "της Εκκλησίας") με την εξής παράγραφο: "Οι Γ.Ο.Χ. προς υπεράσπιση τους αναφέρουν την δήλωση του Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου (τότε αρχιμανδρίτη) σε ειδική συνοδική επιτροπή που έλεγε ότι: «Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν δύναται να χωρισθή των λοιπών Εκκλησιών και να αποδεχτεί νέον ημερολόγιον χωρίς να καταστή σχισματική απέναντι των άλλων».Η δήλωση αυτή όμως δεν την εκλαμβάνουμε καθόλου ως αξιόλογη και είναι αδιάφορη, ισχνότατη και παντελώς άχρηστη εξ αιτίας του ότι την τεκμηρίωση που επιζητούμε για την αντιμετώπιση του προβλήματος δεν την αναζητούμε σε δηλώσεις του κάθε αρχιμανδρίτη και μάλιστα του ενόχου, άλλα στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων, των Συνόδων και το βίωμα της Εκκλησίας. Στο consensus Patrum".
Κι όμως, κ. Ρίζο, στην Ιστορία καμία πηγή δεν είναι "αδιάφορη, ισχνότατη και παντελώς άχρηστη", ακόμη και αυτές που δεν μας "βολεύουν". To δε Consensus Patrum αφορά την Θεολογία, όχι την Ιστορία. Χάριν της αληθείας όμως, πρέπει να σας ενημερώσω, ότι η δήλωση αυτή δεν είναι του ενόχου, αλλά της ειδικής "ἐπὶ τῆς μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἡμερολογίου" πενταμελούς Επιτροπής (στην οποία ανήκε και ο ένοχος), όπως φαίνεται από το σχετικό ΦΕΚ:
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
Νικόλαος Μάννης