(Πάρος 2007. Ὁ π. Καλλίνικος μπροστά στόν ἄπνου ὑποτακτικό του π. Θεοδώρητο.
Ἀρχείο Παναγιώτου & Μαρίνας Ἠλιοπούλου)
Τό θαῦμα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἕνα ἀπό τά σπάνια, διά τόν τρόπον τόν ὁποῖον ἐκτέλεσε ὁ Κύριος τό θαῦμα αὐτό, διότι πάντοτε κατόπιν αἰτήσεως ἔδινε τή χάρη Του. Ζητοῦσαν, παρακαλοῦσαν, ἐπλησίαζαν καί ἰᾶτο καί ἐθεράπευε καί ἔβγαζε τά δαιμόνια. Αὐτή τή φορά περνῶντας ἀπ’ τά Ἱεροσόλυμα, ὅταν εἶδε τόν τυφλόν, μόνος Του ἐπλησίασε, χωρίς νά Τοῦ πεῖ τίποτα ὁ τυφλός, καί ἔπτυσε κάτω, ἔκανε πηλό, λάσπη δηλαδή, τήν ἀκούμπησε στά μάτια του καί τοῦ εἶπε «πήγαινε νά πλυθεῖς στοῦ Σιλωάμ τήν πηγή», χωρίς νά τοῦ πεῖ τίποτε ἄλλο, ὅτι «θά γίνεις καλά» ἢ «ἔλα μετά πίσω νά σέ κάνω καλά». Ἀπόλυτη ὑπακοή, σά νἄχε πληροφορία μέσα ὁ τυφλός ὅτι ἐδῶ συμβαίνει κάτι μεγάλο, καί πῆγε κι ἦτανε μακριά ἡ πηγή (θά τόν συνώδευσαν φαίνεται ἄλλοι) καί πλύθηκε καί ἐπέστρεψε λέει βλέπων. Οἱ Πατέρες ἐξηγοῦν, ὅτι αὐτό τό ἔκανε ὁ Κύριος, ἀφ’ ἑνός γιά νά φανεῖ ἡ ὑπακοή του, ἀλλά καί γιά νά τόν δοῦν πορευόμενον τόσοι πολλοί, μέχρι νά πάει στοῦ Σιλωάμ, καί νά λένε «τί ἔπαθε αὐτός ὁ τυφλός, γιατί πάει ἐκεῖ καί τόν συνοδεύουν» καί νά γίνει τό θαῦμα ἀκουστό παντοῦ ὕστερα.
Αὐτό τό ἔμαθαν κατόπιν οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι καί τούς πείραξε πάρα πολύ, γιατί ἔγινε τό Σάββατο. Φανταστεῖτε τυφλότητα τώρα! Ἀντί νά δώσουν δόξα στό Θεό καί νά ποῦνε πράγματι ἐδῶ πρόκειται περί γνησίου νά κάνει τέτοια θαύματα, αὐτοί ἀμέσως ἄρχισαν, ὅπως ἀκούσατε στό Εὐαγγέλιο, νά τόν ἐξετάζουν συνέχεια, νά καλοῦνε τούς γονεῖς μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἁπλός αὐτός ὁ τυφλός ὁ ἀγράμματος νά τούς πεῖ κάπως εἰρωνικά: «μήπως θέλετε νά γίνετε μαθηταί [Αὐτοῦ];». Καί αὐτοί ἀμέσως μέ ὑπερηφάνειά: «ἐμεῖς τοῦ Μωϋσέως ἐσμέν μαθηταί, αὐτός εἶναι ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, δέν τόν εἴδαμε πόθεν ἐστί». Ἐνῶ ὅλα τά ξέρανε, εἶχανε πεῖ καί στόν Ἡρώδη ἀκόμη, ὅταν ἐγεννᾶτο, ἀπό τίς προφητείες, ποῦ θά γεννηθεῖ. Ἀλλά ἡ κακία ὅτι θά χάσουνε τό βασίλειο καί τήν ἐξουσία πού εἶχαν διά τῆς διδασκαλίας δέν τούς ἄφηνε νά πιστέψουν. Αὐτή τήν τυφλότητα οἱ Πατέρες τήν διεκτραγωδοῦν στά ἔργα τους.
Τρία κακά μεγάλα εἶναι ἀπό τά ὁποῖα ὑποφέρει ὁ ἄνθρωπος: ἡ ἄγνοια (ἡ λήθη ὅπως λέγεται), ἡ ἀκηδία, ὅταν πέσει κανείς σέ πνευματική ἀφασία, νά μήν ἐνδιαφέρεται γιά τίποτα· ἡ ἄγνοια λοιπόν, ἡ πνευματική ἀφασία καί τό σκότος τῆς διανοίας, ὅπως εἶχανε πέσει τώρα οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι. Αὐτό τό σκότος, τό ἀποκαλεῖ ὁ Μέγας Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἀκαθαρσία τοῦ νοῦ, δηλαδή ὁ νοῦς σκοτίζεται ἐκείνη τήν ὥρα καί κάνει τά ἀντίθετα ἀπ' ὅ,τι πρέπει γιά τή σωτηρία, ὅπως ἔκαναν καί οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι. Τό ἴδιο βλέπομε δυστυχῶς νά συμβαίνει διά μέσου τῶν αἰώνων κατ’ ἐπανάληψιν ὅπως στούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους καί σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού δέν πιστεύουν καί εἰρωνεύονται καί κοροϊδεύουν, σάν ἀνοιχτομάτηδες αὐτοί, τούς «χαζούληδες» τοῦ Θεοῦ, πού ἀκοῦνε τό νόμο τοῦ Θεοῦ, πού πάνε στήν ἐκκλησία κι «ἐσύ [λένε] πήγαινε μέ τό Σταυρό μπροστά καί νομίζεις θ’ ἁγιάσεις», ἐνῶ ἐκεῖνοι ἔχουν ἄλλο τρόπο νά νικᾶνε στή ζωή. Εἶναι φοβερή ἡ ὑπερηφάνεια, πού ρίχνει ἡ ἄγνοια τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, διότι νομίζει ὅτι αὐτός ἔχει μόνο τήν ἀλήθεια, ὅπως οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι καί τόν ρίχνει σέ κακία καί σέ κατάκριση.
Ὅταν ὁ Κύριος ἐθεράπευσε τόν τυφλόν τόν ἐκ γενετῆς, μετά ὅτι ἔμαθε μέ τό διάλογο πού εἶχαν μέ τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, τόν πέταξαν αὐτοί ἔξω, ὅταν τούς ἔκανε τόν διδάσκαλο, γιατί πράγματι τούς ἔκανε τόν διδάσκαλο καί ἦταν φωτισμένος καί ἤθελε νά τούς ὁδηγήσει στό Φῶς. Καί μόλις τό ἔμαθε αὐτό ἀμέσως ὁ Κύριος, πάει μόνος Του τόν πλησιάζει καί γίνεται ἐκεῖ ἕνας καταπληκτικός διάλογος. «Ἐσύ πιστεύεις στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ;», τοῦ λέει. «Καί τίς ἐστίν Κύριε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσω»; «Καί ἑώρακας Αὐτόν - τοῦ λέει [ὁ Κύριος] -, καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ, Αὐτός ἐστίν». Καί ἀμέσως ἐκεῖνος «πιστεύω, Κύριε!» καί πεσών προσεκύνησε. Ἐπανελήφθη δηλαδή αὐτό πού ἔγινε μέ τή Σαμαρείτιδα τήν περασμένη Κυριακή. «Τίς ἐστιν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ;», ρωτάει ὁ τυφλός. «Ἐγώ ὁ λαλῶν σοι!». Σέ κανέναν δέν τό εἶπε αὐτό [παρά μόνο] στόν τυφλό καί στήν ἁμαρτωλή, τόσο φανερά νά ἀπεκαλύψει τήν Μεσιακή του ἰδιότητα, διότι ἦτο καθαρή ψυχή μέ ταπείνωση, εἴχε πραότητα, εἶδε ὁμολογία, πρό πάντων ὁμολογία, αὐτό Τον εὐχαρίστησε τόν Κύριο. Διότι ἕνας ἀγράμματος ἔκανε ὁμολογία ἐνώπιον τῶν Γραμματέων καί τῶν Φαρισαίων καί τούς ταπείνωσε.
Ὅπως πολλές φορές ἀκούω μερικούς δικούς μας, τοῦ παλαιοῦ ἑορτολογίου, νά μιλοῦν μέ θεολόγους καί νά τούς ταπεινώνουν κι’ ἄς εἶναι θεολόγοι, διότι ἡ πράξη ζωοποιεῖ τήν ἀλήθεια πού ἔχουμε μέσα μας καί τήν θεωρία καί μᾶς κάνει διδασκάλους. Ἡ πράξη ἔχει μεγάλη σημασία. Αὐτό τό φωτισμό πού πῆρε ὁ τυφλός κινδυνεύουμε κι' ἑμεῖς νά τόν χάσουμε, νά μή ἔχουμε αὐτόν τόν φωτισμό πού λαβαίνουμε ἀπό τό Βάπτισμα καί ἀπό τήν Ἐκκλησία καί νά πέσουμε στήν τάξη τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων στό σκοτάδι, ἐάν δέν ἀνανεώνουμε μέ ζῆλο αὐτόν τό φωτισμό, ὁ ὁποῖος πρέπει νά μᾶς στοιχίσει καί σέ χρόνο καί σέ πράξη.
Ὅταν ὁ Κύριος ἐθεράπευσε τόν τυφλόν τόν ἐκ γενετῆς, μετά ὅτι ἔμαθε μέ τό διάλογο πού εἶχαν μέ τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, τόν πέταξαν αὐτοί ἔξω, ὅταν τούς ἔκανε τόν διδάσκαλο, γιατί πράγματι τούς ἔκανε τόν διδάσκαλο καί ἦταν φωτισμένος καί ἤθελε νά τούς ὁδηγήσει στό Φῶς. Καί μόλις τό ἔμαθε αὐτό ἀμέσως ὁ Κύριος, πάει μόνος Του τόν πλησιάζει καί γίνεται ἐκεῖ ἕνας καταπληκτικός διάλογος. «Ἐσύ πιστεύεις στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ;», τοῦ λέει. «Καί τίς ἐστίν Κύριε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσω»; «Καί ἑώρακας Αὐτόν - τοῦ λέει [ὁ Κύριος] -, καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ, Αὐτός ἐστίν». Καί ἀμέσως ἐκεῖνος «πιστεύω, Κύριε!» καί πεσών προσεκύνησε. Ἐπανελήφθη δηλαδή αὐτό πού ἔγινε μέ τή Σαμαρείτιδα τήν περασμένη Κυριακή. «Τίς ἐστιν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ;», ρωτάει ὁ τυφλός. «Ἐγώ ὁ λαλῶν σοι!». Σέ κανέναν δέν τό εἶπε αὐτό [παρά μόνο] στόν τυφλό καί στήν ἁμαρτωλή, τόσο φανερά νά ἀπεκαλύψει τήν Μεσιακή του ἰδιότητα, διότι ἦτο καθαρή ψυχή μέ ταπείνωση, εἴχε πραότητα, εἶδε ὁμολογία, πρό πάντων ὁμολογία, αὐτό Τον εὐχαρίστησε τόν Κύριο. Διότι ἕνας ἀγράμματος ἔκανε ὁμολογία ἐνώπιον τῶν Γραμματέων καί τῶν Φαρισαίων καί τούς ταπείνωσε.
Ὅπως πολλές φορές ἀκούω μερικούς δικούς μας, τοῦ παλαιοῦ ἑορτολογίου, νά μιλοῦν μέ θεολόγους καί νά τούς ταπεινώνουν κι’ ἄς εἶναι θεολόγοι, διότι ἡ πράξη ζωοποιεῖ τήν ἀλήθεια πού ἔχουμε μέσα μας καί τήν θεωρία καί μᾶς κάνει διδασκάλους. Ἡ πράξη ἔχει μεγάλη σημασία. Αὐτό τό φωτισμό πού πῆρε ὁ τυφλός κινδυνεύουμε κι' ἑμεῖς νά τόν χάσουμε, νά μή ἔχουμε αὐτόν τόν φωτισμό πού λαβαίνουμε ἀπό τό Βάπτισμα καί ἀπό τήν Ἐκκλησία καί νά πέσουμε στήν τάξη τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων στό σκοτάδι, ἐάν δέν ἀνανεώνουμε μέ ζῆλο αὐτόν τό φωτισμό, ὁ ὁποῖος πρέπει νά μᾶς στοιχίσει καί σέ χρόνο καί σέ πράξη.
Ὅπως οἱ Πατέρες μας τό 1924. Φτωχοί ἦτανε τότε, ἀγράμματοι οἱ περισσότεροι, ἀλλά πηγαίνανε σέ ἀγρυπνίες, τούς κοροϊδεύανε στίς ἐργασίες τους, πολλοί χάσαν καί τίς εργασίες τους. Ἔχουμε καί μάρτυρα ἔγκυο γυναίκα [πού πῆγε] νά ὑπερασπιστεῖ τόν παπᾶ της καί νά τῆς δώσει μέ τόν ὑποκόπανο ὁ χωροφύλακας καί νά πεθάνει καί αὐτή καί τό μωρό. Λοιπόν, ὅλα αὐτά εἶναι ἀκριβῶς παράλληλα μέ τήν ὁμολογία τοῦ τυφλοῦ. Ἐπειδή ἔκανε τήν ὁμολογία, ἀξιώθηκε νά μιλήσει μέ τόν Μεσσία καί νά Τοῦ ὁμολογήσει ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας. Ἔτσι λοιπόν μή ζητᾶμε πρό τῆς ὁμολογίας, τά τῆς χάριτος τῆς ὁμολογίας καί τήν χαρά πού φέρνει ἡ ὁμολογία! Εἴδατε, ἂν ἔχετε διαβάσει στό Γεροντικό, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος μές στούς πολλούς πειρασμούς πού εἶχε, κάποτε κουράστηκε πάρα πολύ, ὅλη τή νύχτα τόν πειράζαν οἱ δαίμονες, τόν σέρνανε νά τόν βγάλουνε μέσα ἀπό τό κελί. Στό τέλος δέν ἄντεξε καί σάν νά δάκρυσε καί εἶπε: «Ποῦ εἶσαι, Κύριε, ποῦ ἦσουν;», ὅταν ἦρθε ἕνα Φῶς καί σκόρπισε τούς δαίμονες: «Ἐδῶ ἦμουν Ἀντώνιε, περίμενα νά δῶ τόν ἀγῶνα σου». Ἡ ἐπιβράβευση ἔρχεται μετά τήν ὁμολογία. Πρέπει πρῶτα νά κάνουμε κάτι, νά ἐφαρμόσουμε τόν νόμο, ὄχι προτοῦ καί μέ τήν πρώτη προσευχή πού κάνουμε, θέλουμε ὅλα τά αἰτήματα νά ἐκπληρωθοῦν. Διότι μέσα στόν σκοτισμό πού ἔχουμε (ὅλοι μας εἴμαστε σκοτισμένοι, ὅταν ἕνας Ἅγιος [Γρηγόριος] Παλαμᾶς ἔλεγε: «Παναγία μου, φώτισόν μου τό σκότος», γιατί ἤθελε περισσότερη λάμψη ἀπ’ ἐκείνη πού εἶχε) πάει νά πεῖ ὅτι δέν ξέρουμε τό συμφέρον μας καί δέν πρέπει νά αντιδρούμε καί νά τά βάζουμε μέ τό Θεό ὅταν δέν λαβαίνουμε αὐτά πού ζητᾶμε. Γι' αὐτό λέει, πολύ ὡραῖα, καί ὁ Ἅγιος ὁ Χρυσόστομος: «τί φωνάζεις; ἔλαβες ἐντολήν λαβεῖν». Στήν ὥρα δηλαδή πού δέν ἔλαβες, ἔλαβες, διότι ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ, ὅτι δέν σέ σύμφερε αὐτό τό πρᾶγμα, ἐκείνη τήν ὥρα, γιά κεῖνο τό σκοπό, γιά κεῖνο τό πρόσωπο, γιά κεῖνη τήν περίπτωση. Ὁ φωτισμός καί ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἔχει μεγάλη σημασία στή ζωή μας. Νά φανταστείτε ὅτι ὁ Κύριος ἀποκαλεῖ «αἰώνιον ζωήν» τήν γνῶσιν τοῦ θελήματός Του. Ὅταν ἔκανε τήν ἀρχιερατική προσευχή ὁ ἵδιος ὁ Κύριος εἶπε: «Αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή ἵνα γινώσκωσί Σε, Πάτερ, τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν». Αὐτή εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, γιά νά νά σέ γνωρίζουμε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν. «Καί ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Βλέπετε λοιπόν, ἡ αἰώνια ζωή ἀρχίζει ἀπό τώρα μέ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ. Και γιά νἄρθει ἡ γνώση πρέπει νά διαβάζουμε, νά μετέχουμε τῶν Μυστηρίων, νά ὁμολογοῦμε αὐτό πού πιστεύουμε, χωρίς τή βία καί τότε, ἀπό κεῖνη τήν ὥρα νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ Χάρις καί οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες καί ἡ Εἰρήνη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, θ’ ἀρχίσει ἀπό τώρα νά βιοῦται καί νά κορυφωθεῖ εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.