Τὸ ἐξακουστὸν «Φροντιστήριον» τῆς Τραπεζοῦντος (1682)
Νικολάου Μάννη,
ἐκπαιδευτικοῦ
Ὁ Τραπεζούντιος Διδάσκαλος τοῦ Γένους Σεβαστὸς ὁ Κυμινήτηςγεννήθηκε περὶ τὸ 1630 στὰ Κύμινα τῆς Τραπεζοῦντος. Σπούδασε στὴν Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολὴ στὴν Κωνσταντινούπολη, κοντὰ στοὺς περίφημους διδασκάλους Ἰωάννη Καρυοφύλλη καὶ Ἀλέξανδρο Μαυροκορδάτο τὸν «ἐξ ἀπορρήτων», τὸν ὁποῖο διαδέχθηκε στὴν σχολαρχία τὸ 1671. Μετὰ ἀπὸ μιὰ δεκαετία ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Σχολὴ μετὰ ἀπὸ στάση τῶν μαθητῶν ποὺ ὑποκίνησε ὁ Γεράσιμος ὁ Ἀκαρνάν, ὁ ὁποῖος μάλιστα τὸν διαδέχθηκε στὴν σχολαρχία. Οἱ μαθητὲς συκοφάντησαν τὸν Σεβαστὸ στὸν Πατριάρχη Καλλίνικο τὸν Β΄ (Ἀκαρνάν καὶ ἐκεῖνος) ὡς δήθεν ὀπαδὸ τοῦ θνητοψυχισμοῦ καὶ καλβινιστή. Ἡ πρώτη κατηγορία βασίστηκε σὲ μιὰ σκόπιμη παρερμηνεία μιὰς ἀπόψεώς του στὰ σχόλια τοῦ Κορυδαλλέως στὸ Περὶ Ψυχῆς τοῦ Ἀριστοτέλους, ἐνῶ ἡ δεύτερη βασίστηκε στὸ ὅτι χρημάτισε μαθητὴς τοῦ ἐπίσης κατηγορηθέντος ὡς καλβινίζοντος Καρυοφύλλου. Καὶ οἱ δύο κατηγορίες ἀποδεικνύονται ἀνυπόστατες, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει καμία ἀπόδειξη ἀπὸ τὰ ἔργα του πὼς ὑπήρξε θνητοψυχιστής, ἐνῶ ἀντιτάχθηκε καὶ σὲ μερικὲς καλβινίζουσες θέσεις τοῦ δασκάλου του μὲ τὰ θεολογικά του κείμενα. Ξεκάθαρα λοιπὸν αἰτία τῆς ἀποπομπῆς του ἦταν ὁ διορισμὸς ὡς Σχολάρχου τοῦ Γερασίμου τοῦ Ἀκαρνάνος, συμπατριώτου τοῦ Πατριάχου, ὁ ὁποῖος - ὦ, τῆς θείας δίκης - ἀποπέμφθηκε καὶ αὐτὸς ἀργότερα μετὰ ἀπὸ στάση τῶν μαθητῶν του!
Στὸν Σεβαστὸ ἔγινε ἀμέσως πρόταση ἀπὸ τὸν ἐν Μόσχᾳ εὐρισκόμενο Ἕλληνα διάκονο Τιμόθεο νὰ ἀναλάβει τὴν διεύθυνση τῆς Σχολῆς τῆς Μόσχας, ἐκείνος ὅμως ἀρνήθηκε γιὰ τὸν ἑξὴς λόγο. Ἔμαθε ἀπὸ κάποιον συμπατριώτη του πὼς στὴν Τραπεζοῦντα κατέφθασαν παπικοὶ μοναχοὶ καὶ ἄρχισαν νὰ διδάσκουν δωρεὰν μαθήματα στοὺς κατοίκους. Κατανοήσας ὁ μακαριστὸς Διδάσκαλος τὸν σκοπὸ τῶν παπικῶν, ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸν προσηλυτισμό, ἔσπευσε νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα του, στὴν ὁποία ἵδρυσε τὸ περίφημο «Φροντιστήριον» τῆς Τραπεζοῦντος (1682). Μὲ τὴν διδασκαλία του δὲν μόρφωσε μόνο τοὺς μαθητὲς φιλολογικῶς καὶ φιλοσοφικῶς, ἀλλὰ καὶ θεολογικῶς, ὥστε νὰ ἀποτραπεῖ ἡ παπικὴ προπαγάνδα. Γράφει ὁ βιογράφος του: «Μὴ περιοριζόμενος δὲ μόνον εἰς τὴν ἐν τῷ Φροντιστηρίῳ διδασκαλίαν ἀνέπτυσσε συνεχῶς εἰς τοὺς συμπολίτας του τὰ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον καθήκοντα, στηρίζων αὐτοὺς εἰς τὴν πίστιν τῶν πατέρων καὶ πρότυπον ἀρετῆς καὶ θεοσεβείας ἑαυτὸν παρέχον» (Ἐπαμεινώνδα Κυριακίδου, Βιογραφίαι τῶν ἐκ Τραπεζοῦντος…, Ἀθήναι, 1897, σελ. 67). Τὸ ἔργο του στέφθηκε μὲ ἀπόλυτη ἐπιτυχία καὶ ὁ ἵδιος προκάλεσε τὴν μήνι τῶν παπικῶν, ποὺ ἀποπειράθηκαν νὰ τὸν τυφλώσουν, εὐτυχῶς ἀνεπιτυχῶς!
Τὸ 1689 ἀνέλαβε, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ θεοσεβοῦς Ἑλληνομαθοῦς Ἡγεμόνος τῆς Οὐγγροβλαχίας Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου (περὶ τούτου καὶ τοῦ μαρτυρίου του, προσεχῶς), τὴν διεύθυνση τῆς περίφημης νεοιδρυθείσης Αὐθεντικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Βουκουρεστίου, τὴν ὁποία διηύθυνε ἐπιτυχῶς ὡς τὴν κοίμησή του στὶς 6 Σεπτεμβρίου 1702. Ἄφησε πολλοὺς μαθητὲς καὶ κατέλιπε πάμπολλα συγγράμματα (ἄνω τῶν 100), ἄπαντα ἀνέκδοτα πλὴν δύο.
Τὰ ἐκδεδομένα ἔργα του εἶναι τὰ ἑξῆς:
1. Ἑορτολόγιον. Ἐκδόθηκε τὸ 1701 στὸ τυπογραφείο τῆς Μονῆς τοῦSnagov στὴν νότια Ρουμανία. Ἀναφέρεται κυρίως σὲ ζητήματα χρονολογίας, ἑορτολογίου καὶ Πασχαλίου. Μὲ τὴν ἐπιχειρηματολογία του κατὰ τῆς καινοτομίας τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου, ἐπηρέασε καὶ τοὺς συγχρόνους του, ἀλλὰ καὶ τοῦς μεταγενεστέρους Πατέρες καὶ Διδασκάλους, ὅπως τὸν Δοσίθεο Ἱεροσολύμων, τὸν Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικο ἐκ Ζαγορᾶς καὶ τὸν Ἅγιο Νικόδημο. Στὸ πόνημα αὐτὸ ἰσχυρίζεται πὼς οἱ Λατῖνοι εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας ἀφοῦ «διὰ μίαν χρονικὴν διόρθωσιν ἐξεχωρίσθησαν καὶ ἀπεκόπησαν κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα, καὶ κατὰ τὸ καλενδάριον ἀπὸ τὸ καθόλου σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σχισματικοί, καὶ αὐτάρεσκοι, καὶ αὐτοκέφαλοι ὁποῦ εἶναι». Ἂς τὰ βλέπουν οἱ σημερινοὶ Οἰκουμενιστὲς ποὺ τοὺς ὁνομάζουν καὶ θεωροῦν «Ἐκκλησία».
2. Δογματικὴ Θεολογία. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἐκδόθηκε τὸ 1703 στὸ Βουκουρέστι μὲ ἔξοδα τοῦ ὁμογενοῦς ἄρχοντος Γεωργίου Ποστελνίκου, ὁ ὁποῖος τὸ διένειμε δωρεὰν στοὺς Ὀρθοδόξους. Περιλαμβάνει θεολογικὰ θέματα σχετικὰ μὲ τὴν Θεία Ευχαριστία καὶ τὴν ἀναμαρτισία τῆς Θεοτόκου, ποὺ πρέσβευαν οἱ παπικοί (ὁ Ευγένιος Βούλγαρις στὸ «Θεολογικόν» του παραπέμπει στὶς θέσεις αὐτὲς τοῦ Σεβαστοῦ). Μὲ τὸ ἔργο αὐτὸ καταρρίπτονται οἱ παπικὲς θέσεις, ἀλλὰ ταυτόχρονα (στὸ θέμα τῆς Θείας Εὐχαριστίας) καὶ οἱ προτεσταντικές, ἀποδεικνύοντας ὡς συκοφαντία, ἐκείνη τὴν παλαιὰ κατηγορία κατὰ τοῦ Σεβαστοῦ περὶ δήθεν καλβινισμοῦ. Ἡ διανομὴ τοῦ βιβλίου, σὲ μιὰ περίοδο ποὺ ἡ Ἐκκλησία βαλλόταν ἀπὸ τοὺς Οὐνίτες, εἴχε εὐεργετικὴ ἐπίδραση στοὺς Ὀρθοδόξους, τοὺς ὁποίους ὁ Διδάσκαλος Σεβαστὸς προέτρεπε «νὰ μὴν ἀπατηθοῦν ἀπὸ τὰς τοιαύτας συκοφαντίας καὶ ψευδολογίας τῶν τοιούτων ἀπατεώνων καὶ προβατοσχήμων λύκων».
Ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα κείμενά του, ἐπιστολὲς καὶ συγγράμματα (τὰ ὁποία εὐρίσκονται διασκορπισμένα σὲ βιβλιοθήκες διαφόρων χωρῶν) μνημονεύεται ἐνδεικτικὰ μόνο ἡ σύντομος πραγματεία «Περὶ διαφορᾶς θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας, κατὰ Λατίνων», ἡ ὁποῖα, σὺν Θεῷ, θὰ ἐκδοθεῖ σύντομα, μαζὶ μὲ ἄλλα ἄγνωστα ἀντιπαπικὰ κείμενα διαφόρων Διδασκάλων.
Ὁ Σεβαστὸς ἄφησε φήμη μεγάλου διδασκάλου καὶ θεολόγου καὶ πολλοὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες παραπέμπουν στὰ κείμενά του. Ὁ δὲ Καισάριος Δαπόντες χαρακτηρίζει «χρυσά» τὰ συγγράμματα τοῦ Σεβαστοῦ «καὶ τοῦ χρυσοῦ τιμιώτερα καὶ χρησιμώτερα» (Κ. Σάθα, Μεσαιωνικὴ Βιβλιοθήκη, τόμ. γ΄, Βενετία, 1872, σελ. 192). Ἡ συμβολή του στὸν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Ἱερὸ Ἀγώνα, ὑπήρξε σημαντικὴ καὶ τὸ λιγότερο ποὺ μπορούσε νὰ γίνει γιὰ αυτὸν ἦταν ἡ σύνταξη τοῦ παρὸντος ἄρθρου, ὥστε μέσα ἀπὸ αὐτὸ νὰ γίνει γνωστὸς καὶ σὲ ἄλλους ὁρθοδόξους συμπατριώτες μας. Ἂς εἶναι ἡ μνήμη του αἰωνία.