Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπευθυνόμενος στοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς του, στοὺς «ὁδηγοὺς» τοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔδιναν σημασία σὲ ἐπουσιώδεις διατάξεις τοῦ Νόμου καὶ παρέβλεπαν τὰ κύρια σημεῖα του, ἔψεξε αὐτοὺς δεόντως:
«Οὐαὶ ὑμῖν γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνιθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν (δικαιοσύνη) καὶ τὸ ἔλεον (εὐσπλαγχνία/ἀγάπη) καὶ τὴν πίστιν· ταῦτα ἔδει ποιῆσαι, κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι» (Ματθ. κγ΄ 23).
Οἱ ἄνθρωποι στὴν μεταπτωτικὴ κατάστασή τους εἶναι ψυχικὰ διασπασμένοι καὶ συνήθως στεροῦνται ὀρθότητος στὶς κρίσεις τους, καθαρότητος καὶ ἀγάπης. Γι’ αὐτὸ καὶ στὰ ἀνθρώπινα δεδομένα ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη (τὸ ἔλεος) συνήθως ἀλληλο-αποκλείονται. Ἀντίθετα, στὴν θεία τάξη πραγμάτων, στὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, ὅπου δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη νοοῦνται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα καὶ τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ, αὐτὲς παραμένουν συνενωμένες μὲ θαυμαστὸ τρόπο: «Ἔλεος καὶ κρίσιν ἄσομαί σοι, Κύριε, ψαλῶ καὶ συνήσω ἐν ὁδῷ ἀμώμῳ (θὰ κατανοήσω τὴν ἄμεμπτη ὁδό σου)» (Ψαλμ. ρ΄ 1-2).
Ἡ θεμελιώδης ἀρετὴ τῆς πίστεως διδάσκει στὸν ἄνθρωπο τὴν ζωὴ σύμφωνα μὲ τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν μεταπτωτικὴ λογική. Ἡ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν ἀπαλλάσσει τὸν πιστὸ ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν παθῶν, καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ στὴν ἀπόκτηση τῆς θείας Χάριτος. Σὲ αὐτὴ τὴν εὐλογημένη κατάσταση ὁ ἄνθρωπος δὲν διαταράσσεται εὔκολα ἀπὸ τὴν μανιώδη ὀργὴ ἤ ἀπὸ τὶς ἐφάμαρτες ἐπιθυμίες. Βαδίζοντας ἐν Χάριτι, λαμβάνει τὴν θεία δωρεὰ τῆς πνευματικῆς φρονήσεως.
Ἀντίθετα, ὅποιος ὑποδουλώνεται στὰ πάθη, δὲν ἐπιδέχεται τὴν θεία φρόνηση καὶ ξεφεύγει εὔκολα ἀπὸ τὴν ὄντως δικαιοσύνη πρὸς τὸ μέρος τοῦ θυμοῦ καὶ γενικὰ τῶν ἐφαμάρτων ἐπιθυμιῶν. Παραπλανᾶται ἀπὸ τὸ ψεῦδος τῆς κενοδοξίας καὶ τὶς ὑπερβολὲς τῆς ὑψηλοφροσύνης καὶ τῆς ὑπερηφανείας, ρέπει πρὸς τὴν σαρκικὴ ἱκανοποίηση, ἐξαπατᾶται ἀπὸ τὴν πλεονεξία καὶ τὴν φιλοχρηματία καὶ περιπίπτει στὴν λύπη καὶ τὴν ἀκηδία.
Ἡ ἐπάνοδος τοῦ ἀνθρώπου στὴν θεία ὁδὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν συνεχῆ μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καὶ μάλιστα τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ ψυχὴ καθαίρεται καὶ φωτίζεται, ὁ δὲ ἄνθρωπος γνωρίζει καλῶς τὸν ἑαυτό του, καὶ συνακόλουθα ἀποκτᾶ ὀρθὴ θεώρηση καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ τῆς ἀνθρωπότητος γενικά.
Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι τὸ παντοτινὸ τέλειο ὑπόδειγμα συνδυασμοῦ δικαιοσύνης καὶ ἐλέους/εὐσπλαγχνίας. Τὸ αὐτὸ συνέβη μὲ τοὺς Ἁγίους Μαθητὲς καὶ Ἀποστόλους Του μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ὅπως καὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους στὴν δισχιλιετῆ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅσοι πιστοὶ βαδίζουν μὲ αὐτὰ τὰ πρότυπα, διατελοῦν σὲ ἀσφάλεια καὶ καλὴ ἐλπίδα προόδου καὶ πνευματικῆς αὐξήσεως. Ἄν ὅμως γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο μετριάσουν καὶ ἐλαττώσουν τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα καὶ στραφοῦν καὶ πάλι στὴν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν, καὶ δὴ τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ἐπιθυμίας, τότε διαταράσσεται ἐντός τους ἡ εὐλογημένη κατάσταση εἰρήνης καὶ φρονήσεως· ἡ ὀρθὴ κρίση περιορίζεται καὶ ὁ πνευματικὸς τρόπος σκέψεως ἀτονεῖ καὶ ὑποχωρεῖ.
Ἡ μετάνοια καὶ ἡ σταθερὴ καὶ ἀμετάτρεπτη ἐπάνοδος στὴν ὁδὸ τῆς πίστεως, ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο στὴν ὀρθὴ ὁδό, ἡ ὁποία διακρίνεται κατὰ τὸν Ἀπόστολο γιὰ «σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία» (Κολ. γ΄ 12).
Εἶναι γενονὸς ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὴν φυσικὴ γνώση καὶ μάλιστα κάποιοι εἶναι προικισμένοι μὲ ξεχωριστὴ φυσικὴ φρόνηση· ὅμως ἡ φρόνηση ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ εἶναι καὶ λέγεται γνώση καὶ φρόνηση πνευματικὴ (βλ. Ἀσκητικοὺς Λόγους Ἁγίου Ἰσαὰκ Σύρου, ΙΗ΄, 1), μὲ τὴν ὁποίαν ἦσαν καὶ εἶναι στολισμένοι ὅλοι οἱ πραγματικοὶ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὲς τὶς πρωταρχικὲς καὶ σωτήριες ἀρετὲς τῆς δικαιοσύνης, τοῦ ἐλέους καὶ τῆς πίστεως πρέπει νὰ ἔχουν μάλιστα ὅσοι ἐπιφορτίζονται μὲ τὸ δυσχερὲς ἔργο διοικήσεως καὶ καθοδηγήσεως ἄλλων ἀνθρώπων. Ἄν δὲν ἐμφοροῦνται ἀπὸ αὐτὲς τότε κινδυνεύουν καὶ τὸν ἑαυτό τους νὰ βλάψουν ἀνεπανόρθωτα, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους νὰ ὁδηγήσουν σὲ σοβαρὴ ἐκτροπή.
Ἐπίσης, ἕνας πολὺ σοβαρὸς κίνδυνος γιὰ ὅποιον κατέχει ὑπεροχικὴ θέση σὲ ὁποιονδήποτε τομέα τῆς ζωῆς, καὶ μάλιστα στὴν Ἐκκλησία, εἶναι νὰ περιέλθει ἀνεπαίσθητα στὸν ἐπηρεασμὸ προσώπων ποὺ τὸν περιβάλλουν καὶ τὰ ὁποῖα χαίρουν τῆς πλήρους ἐμπιστοσύνης του. Ἄν ὅμως αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲν ἐμφοροῦνται ἐπίσης ἀπὸ τὶς ὡς ἄνω κύριες ἀρετές, τότε τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι θὰ παρασύρουν τὸν ἐπὶ κεφαλῆς σὲ λάθος συμπεράσματα καὶ λάθος ἀποφάσεις, μὲ σοβαρὰ ἕως ὀλέθρια ἀποτελέσματα. Πρόκειται γιὰ θέμα τεραστίας σημασίας, τὸ ὁποῖον ὡς γνωστὸν ταλάνισε πολλοὺς χώρους, ἀκόμη καὶ ἐκκλησιαστικούς, καὶ πιθανὸν νὰ συνεχίζει νὰ ταλανίζει αὐτούς. Γι’ αὐτὸ καὶ στὶς ἡμέρες μας συμβαίνουν τόσα παράδοξα καὶ ἀπίστευτα πράγματα, ἀκόμη καὶ ἐκεῖ ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ συμβαίνουν.
Εἰδικῶς στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι ἀξιώθηκαν ποιμαντικῆς εὐθύνης εἶναι ἄκρως ἀναγκαῖο νὰ διοικοῦν καλῶς πρῶτα τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους, διακρινόμενοι ἀπὸ ἰσχυρὴ αὐτοκυριαρχία. Διαφορετικά, θὰ προξενοῦνται σοβαρὲς ἀναταράξεις. Μόνον μὲ διαρκῆ ἐγρήγορση δὲν θὰ παρασύρονται ἀπὸ πάθη ποὺ ἐμφανίζονται μέσα τους. Χρειάζεται ἐπίσης μεγάλη προσοχὴ στὸν περίγυρο ποὺ σχηματίζεται γύρω τους, στὶς κολακεῖες οἱ ὁποῖες δυστυχῶς ζημιώνουν σοβαρὰ τὴν ψυχὴ καὶ ὅσων τὶς ἀπευθύνουν καὶ ὅσων τὶς δέχονται, ὅπως καὶ στὶς πρόχειρες συκοφαντίες σχετικὰ μὲ πρόσωπα καὶ πράγματα οἱ ὁποῖες συνήθως γίνονται ἄκριτα ἀποδεκτές. Ἀλλὰ ὁ πιὸ σοβαρὸς κίνδυνος εἶναι ἡ τάση ὑποκύψεως στὴν γυμνὴ ἀνθρώπινη λογική, τὴν μεταπτωτική, τὴν ἀχαρίτωτη, τὴν στερημένη τοῦ φωτὸς τῆς πνευματικῆς φρονήσεως καὶ διακρίσεως. Αὐτὸ συνιστᾶ καθαρὴ ἐκκοσμίκευση.
Πρέπει νὰ τονισθεῖ ὅτι ἡ εὐαγγελικὴ εὐσπλαγχνία ποτὲ δὲν εἶναι μόνη· συνοδεύεται πάντοτε ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ δικαιοσύνη. Δὲν ὑπάρχει θεάρεστη καὶ γνήσια εὐσπλαγχνία χωρὶς ὀρθὴ κρίση, χωρὶς ἀληθινὴ δικαιοσύνη, ὡς ἀξιολογικὸ κριτήριο λόγων καὶ ἔργων.
Ἡ δικαιοκρισία ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν πνευματικὴ φρόνηση, εἶναι σοφή, εἰρηνικὴ καὶ ἀγαθή, ἐπ’ οὐδενὶ δὲ λόγῳ σκληρὴ καὶ ἄτεγκτη. Διορθώνει μὲ πόνο τὶς ἐκτροπές, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀποφασιστικότητα, χωρὶς νὰ χαρίζεται σὲ συναισθηματισμοὺς καὶ χωρὶς νὰ ἀφήνει χῶρο γιὰ τὴν καλλιέργεια ὁποιασδήποτε ἐμπαθοῦς καταστάσεως.
Οὐσιαστικά, ἡ διάκριση εἶναι θεῖο δῶρο. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τὴν ζητοῦμε ἐναγωνίως καὶ ἐμπόνως. Ἡ ἀληθινὴ κρίση/δικαιοσύνη εὐεργετεῖ, περιορίζει τὸ κακό, ἐκτιμᾶ τὸ πραγματικὰ ὀρθὸ καὶ ἀποφεύγει πάσῃ θυσίᾳ τὴν διάπραξη τοῦ μεγίστου πνευματικοῦ ἀτοπήματος: τῆς ἐπιδοκιμασίας καὶ ὑποστηρίξεως ἤ καὶ ἀνοχῆς τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας, εἴτε ἀπὸ ἀδικαιολόγητη ἄγνοια, εἴτε ἀπὸ ἐξαπάτηση, εἴτε ἀκόμη καὶ ἀπὸ πίεση ἤ φόβο, ὅπως καὶ τῶν ἐξοντωτικῶν καὶ ἀπανθρώπων μέτρων τους, τὰ ὁποῖα δὲν ἀποσκοποῦν στὸ καλὸ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ στὴν ἀποδεδειγμένη βλάβη τους.
Ὅλα τὰ ἀνωτέρω ἔχουν -ὅπως γίνεται κατανοητὸ- κεφαλαιώδη σημασία καὶ ἐπικαιρότητα σὲ αὐτὰ ποὺ ζοῦμε στὶς ἡμέρες μας: στὴν ἐκβιαστικὴ ἐπιβολὴ ἄκρως ἐπικινδύνων πειραματικῶν ἰατρικῶν πράξεων, γιὰ τὴν δῆθεν προστασία τῆς ὑγείας ἀπὸ κατασκευασμένα ἰογενῆ βιολογικὰ ὅπλα· ὅπως καὶ στὴν πυρετώδη προετοιμασία ψηφιακῆς ταυτοποιήσεως γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, μὲ σκοπὸ τὴν δῆθεν διευκόλυνση τῆς ζωῆς τους μέσα στὴν διαμορφούμενη ψηφιακὴ φυλακή τους. Ὑπενθυμίζουμε ἐνδεικτικὰ καὶ τὴν προσπάθεια ἐπιβολῆς ὡς φυσικῆς καταστάσεως τῆς χειρότερης ἠθικῆς διαστροφῆς, ἤτοι τῶν παρὰ φύσιν σχέσεων!…
Τὰ ὅσα συνέβησαν τὰ τελευταῖα ἔτη μὲ τὴν ἐπικράτηση ἑνὸς καθαρὰ κοσμικοῦ πνεύματος, μιᾶς καὶ μοναδικῆς ἀπόψεως ὡς δῆθεν ἀποδεκτῆς ἐπιστημονικῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὶς κυβερνήσεις, ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ ἐπιστημονικὴ κοινότητα παραμένει βαθιὰ διχασμένη καὶ διηρημένη, τῆς κυριαρχίας τῶν δῆθεν εἰδικῶν μὲ τὰ παράλογα μέτρα γιὰ τὴν δῆθεν ἀσφάλεια καὶ προστασία τῶν ἀνθρώπων σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο, ἀπαιτοῦσαν καὶ ἀπαιτοῦν ἰδιαίτερα φωτισμένη πνευματικὴ φρόνηση καὶ κρίση. Ἰδοὺ τὸ ζητούμενο σήμερα καὶ στὸ ἄμεσο μέλλον γιὰ ὅλους μας!
Σημειωτέον ὅτι σὲ θέματα ποὺ ἐμφανίζονται ὡς ἐπιστημονικά, ἀλλὰ ἔχουν σαφῶς καὶ πνευματικὴ διάσταση, ἀφοῦ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸν ἄνθρωπο ὅπως καὶ στὰ θέσμια τῆς Ἐκκλησίας ἔχει καὶ θεολογικὴ σημασία, δὲν ἔχει καθοριστικὴ βαρύτητα ὁ ποσοτικὸς συσχετισμὸς πλειοψηφίας-μειοψηφίας. Δὲν ἔχουν ὁπωσδήποτε τὸ δίκαιο μὲ τὸ μέρος τους οἱ πολλοὶ καὶ τὸ ἄδικο οἱ λίγοι. Διότι ἄν συνέβαινε ἔτσι, ἐμεῖς οἱ μειοψηφικοὶ Ἀντι-οικουμενιστὲς τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου θὰ ἔπρεπε νὰ μὴν ὑπάρχουμε ἐδῶ καὶ ἕναν αἰῶνα!
Κατακλείουμε μὲ τὴν διαπίστωση ὅτι δοκιμαζόμαστε καὶ θὰ δοκιμασθοῦμε σκληρά, γιὰ νὰ ἀποδείξουμε ἄν κατέχουμε αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν τὰ κύρια γνωρίσματά μας ὡς ἀληθινῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Ὁ μέχρι στιγμῆς ἀπολογισμὸς δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι μᾶς ἐγκαρδιώνει, ἄν καὶ ἔχουμε εὐτυχῶς πολλὰ καὶ σημαντικὰ παραδείγματα ἡρωϊσμοῦ καὶ πνευματικῆς ἀνδρείας ὡς ἀπαυγάσματα ὀρθῆς φρονήσεως.
Ἡ προτροπὴ τοῦ Κυρίου μας εἶναι σαφής: «μὴ κρίνετε κατ’ ὄψιν (ἐπιφανειακά, λογικά, κοσμικά), ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε!» (Ἰω. ζ΄ 24).
+Ὁ Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος Κλήμης
Λάρισα, 27-7 / 9-8-2022
Κύριο βοήθημα γιὰ τὸ κείμενό μας αὐτὸ ἀποτέλεσε ἡ «Διδαχὴ τὴν Τρίτη, τῆς ΙΑ΄ ἑβδομάδος τοῦ Ματθαίου», τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ, Ἐπισκόπου Καυκάσου καὶ Μαύρης Θαλάσσης (Ἔργα 7, Ἀσκητικὲς Ὁμιλίες Α΄, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς, 2015, σελ. 313-323).