A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΝΑΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΝΑΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 2022 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

77th897 2

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            «Σήμερον τῆς εὐδοκίας Θεοῦ τὸ προοίμιον καὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρίας ἡ προκήρυξις», ψάλλει μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, μνημονεύοντας τὴν Εἴσοδο τῆς Παναγίας μας στὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅμως, αὐτὴ ἡ ἑορτὴ ἔχει τόσο μεγάλη σημασία γιὰ τὸν Χριστιανισμό;

            Πρὶν ἀπαντήσουμε σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, ἀξίζει νὰ μάθουμε τὴν ἱστορία τοῦ γεγονότος.

            Στὴν Ἰουδαία ζοῦσε ἕνα πλούσιο ζευγάρι, οἱ μετέπειτα Ἅγιοι Θεοπάτορες Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, μὲ βασιλικὴ καὶ ἱερατικὴ καταγωγή. Ἦταν ἄνθρωποι μὲ φόβο Θεοῦ καί, ὡς ἐκ τούτου, δίκαιοι.  Παρὰ τὴν ζηλευτὴ καὶ περιφανὴ καταγωγή τους, βίωναν μία μεγάλη ντροπὴ μέσα στὴν τότε κοινωνία.  Ποιά ἦταν ἡ ντροπή τους; Δὲν εἶχαν παιδί. Αὐτὸ οἱ Ἐβραῖοι τὸ θεωροῦσαν κατάρα καὶ ὀργὴ Θεοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χλευάζουν καὶ νὰ στιγματίζουν τὸ ζευγάρι. Γιὰ νὰ λυτρωθοῦν ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ἀπαξίωση καὶ μὲ τὴν καρδιακὴ ἐπιθυμία ἑνὸς ἀπογόνου, οἱ δύο σύζυγοι ἐπιδόθηκαν σὲ ἔντονη προσευχή. Μάλιστα, ἡ Ἄννα ἔταξε νὰ προσφέρει στὸν Θεὸ τὸ παιδὶ ποὺ θὰ ἀποκτοῦσε. Ἄραγε, ὑπῆρχε λόγος νὰ ἐλπίζουν; Ἀσφαλῶς καὶ ὑπῆρχε! Ὁ Προφήτης Δαυίδ μᾶς βεβαιώνει ὅτι «ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ δικαίους καὶ ὤτα Αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν». Ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας, ὁ Θεὸς ἄκουσε καὶ τοὺς βεβαίωσε ὅτι τὸ αἴτημά τους νὰ κάνουν παιδὶ θὰ ἐκπληρωθεῖ. Ἡ Ἄννα συνέλαβε καὶ γέννησε τὴν Ἀειπάρθενο Κόρη, τὴν Παναγία μας. Ὅταν ἡ μικρὴ Μαριὰμ ἔκλεισε τρία χρόνια ζωῆς, οἱ γονεῖς θεώρησαν ὅτι ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ ἐκπληρώσουν τὸ ἱερὸ τάμα. Ἔλαβαν τότε τὴν θυγατέρα τους, τὴν ὁδήγησαν στὸν Ναὸ τοῦ Σολομόντα καὶ τὴν παρέδωσαν στὰ χέρια τοῦ Ἀρχιερέα Ζαχαρία. Ἐκεῖνος τὴν ἀπόθεσε στὸ Ἱερό, στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἐκεὶ ὅπου ὁ ἴδιος ὡς Ἀρχιερέας κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους ἔμπαινε μόνο μία φορά.

            Εἴδατε, ἀγαπητοί, μὲ πόση ἀκρίβεια τηροῦσαν τὴν δικαιοσύνη οἱ γονεῖς τῆς Θεομήτορος; Ἀκόμη καὶ ὅταν μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιώθηκαν τέκνου, δὲν τὸ κράτησαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ τὸ προσέφεραν στὸν Κύριο γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν τὸ τάμα τους καὶ νὰ ἀποδειχθοῦν δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ Μεγάλου Εὐεργέτη τους.

            Μεγάλη εἶναι ἡ ἀρετὴ τῆς δικαιοσύνης. Εἶναι σὰν βασιλικὸ στέμμα στὴν κεφαλὴ τοῦ δικαίου. Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος δὲν ξεχνάει καὶ δὲν παραβαίνει τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ, ξέρει νὰ μοιράζεται, δὲν κρατάει τὸ καλύτερο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ξέρει νὰ λέει «εὐχαριστῶ» καὶ νὰ τιμᾶ τὸν εὐεργέτη του, συγχωρεῖ, ὅπως ὁ Κύριος συγχωρεῖ τὸν ἴδιο. Ὁ δίκαιος ἀγαπᾶ, διότι πρῶτος δέχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἀγάπη, δὲν κακολογεῖ, δὲν εἰρωνεύεται, χαίρεται μὲ τὴν χαρὰ τοῦ ἄλλου καὶ θλίβεται μὲ τὴν λύπη του. Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος μὲ μόνο ἕνα «Κύριε ἐλέησον» μπορεῖ νὰ κατεβάσει τὸν Θεὸ καὶ νὰ δεῖ θαύματα νὰ χτίζονται μπροστὰ στὰ μάτια του. Ὁ Δαυὶδ μιλῶντας γιὰ τὸν δίκαιο λέει: «ἤμουν νεότερος καὶ γέρασα καὶ δὲν εἶδα στὸν αἰῶνα δίκαιο ἐγκαταλελειμμένο, οὔτε τὸ σπέρμα αὐτοῦ (δηλαδὴ τὸ παιδὶ τοῦ δικαίου) νὰ ζητᾶ ἄρτους» καὶ πάλι: «ὁ δίκαιος σὰν φοίνικας θὰ ἀνθίσει καὶ σὰν κέδρος τοῦ Λιβάνου θὰ πληθυνθεῖ» καὶ πάλι: «φώναξαν οἱ δίκαιοι καὶ ὁ Κύριος τοὺς ἄκουσε καὶ τοὺς λύτρωσε ἀπὸ ὅλες τὶς θλίψεις τους». Ἔτσι λύτρωσε καὶ τοὺς δικαίους Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, χαρίζοντάς τους τὴν Παναγία.

            φοῦ πιὰ γνωρίζουμε τὸ ἱστορικὸ τῶν Εἰσοδίων, ἤρθε ἡ ὥρα νὰ δοῦμε γιατί ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, «τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὴν προκήρυξιν».

            πως ὅλοι γνωρίζουμε, μὲ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, εἰσῆλθε στὴ ζωή μας ὁ θάνατος. Γιὰ ὁλόκληρους αἰῶνες οἱ ἄνθρωποι, δίκαιοι καὶ ἁμαρτωλοί, μὲ τὸν θάνατό τους κληρονομοῦσαν τὸν σκοτεινὸ Ἅδη, ἀδυνατῶντας νὰ λυτρωθοῦν ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Τὸ πρῶτο βῆμα ποὺ ἔκανε ἡ ἀνθρωπότητα, βέβαια μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν λύση τῆς κατάρας τῶν Πρωτοπλάστων, ἦταν ἡ εἴσοδος τῆς μικρῆς Μαριὰμ στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Αὐτὴ ἡ εἴσοδος σηματοδότησε τὴν προετοιμασία τῆς Παναγίας μας, ἀλλὰ καὶ τὴν προστασία της ἀπὸ τὸ παραμικρὸ ἴχνος κακίας, προκειμένου νὰ ἀναδειχθεῖ ἄξιο κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἱκανὸς νὰ ἀναδείξει μία γυναίκα Μητέρα Θεοῦ. Ὁ κατάλληλος τόπος γιὰ τὴν ἀνάδειξη αὐτή, ἦταν τὸ Ἱερό. Ἐκεί, ἡ Παναγία μας ἔζησε ζωὴ ἡσυχαστική, ζωὴ ἀδιάλειπτης ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεό, τὸν Ὁποῖο λίγα χρόνια ἀργότερα θὰ ἔφερνε στὰ σπλάχνα της γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Ἑπομένως, πολὺ σωστὰ ψάλλουμε ὅτι «σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν ἡ προκήρυξις».

            ν κατακλείδι, θὰ μποροῦσα νὰ πλέξω ἐγκώμια πρὸς τὴν Παναγία μας. Μὲ ποιόν τρόπο, ὅμως, νὰ τὴν ἐγκωμίαζα; Ὅλη της ἡ ζωή, ἀπὸ τὴν Γέννηση μέχρι τὴν Κοίμησή της εἶναι ἕνα θαῦμα, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Κοίμησή της, μὲ θαύματα γέμισε τὶς ζωὲς ὅσων καρδιακὰ τὴν ἐπικαλέσθηκαν. Ἀκόμη καὶ ἄν προσπαθοῦσα νὰ τὴν ἐγκωμιάσω, φτωχὰ θὰ ἦταν τὰ λόγια μου, ἀφοῦ τὴν ἀνύμνησαν καὶ τὴν ἐγκωμίασαν Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τί λέω; Τὴν Παναγία μας τὴν ἀνυμνοῦν διαρκῶς Ἄγγελοι στὸν Οὐρανό, καθὼς εἶναι ἡ τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ. Ἐντούτοις, μία προσευχὴ θὰ ἤθελα νὰ καταθέσω ἐνώπιόν της: ὅλους νὰ μᾶς κρατήσει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ νὰ μᾶς εἰσοδεύσει στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ.

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 2022 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 77790717

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

             Μεγάλο τὸ σημερινὸ θαῦμα ποὺ λαμβάνει χώρα σήμερα ἐνώπιόν μας. Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Μητέρα μας, ἡ γλυκιὰ Μαριάμ, ἡ γέφυρα ποὺ μᾶς ἕνωσε μὲ τὴν Ζωή, ἐκπληρώνει τὸ κοινὸ χρέος καὶ βιώνει τὸν σωματικὸ θάνατο. Αὐτὸς εἶναι ἡ μοναδική μας κληρονομιά. Κάθε ἄνθρωπος ποὺ γεννιέται, τὸ μόνο γιὰ τὸ ὁποῖο μπορεὶ νὰ εἶναι βέβαιος εἶναι ὅτι θὰ ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ φύγει ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. 

            Μόλις πρὶν λίγους μῆνες, κατὰ τὴν Ἀκολουθία τῶν Ἀχράντων Παθῶν τοῦ Κυρίου μας, τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, σύσσωμοι οἱ Χριστιανοί, βλέποντας τὸν Δεσπότη μας Ἰησοῦ Χριστὸ ἁπλωμένο στὸν Σταυρό, καταθέσαμε στὶς Ἐκκλησίες τὰ δάκρυα, τὴν πίκρα καὶ τὴν στεναχώρια μας. 

            Σήμερα, ὅμως, δὲν συμβαίνει αὐτό. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ θάνατος καταργήθηκε. Γιὰ αὐτό, τὸν Δεκαπενταύγουστο δὲν θρηνοῦμε τὸν θάνατο τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ πανηγυρίζουμε καὶ ἑορτάζουμε τὴν Κοίμηση αὐτῆς, ἡ ὁποία διήρκεσε πολὺ λίγο. Δὲν ἦταν δυνατὸν ἡ Μητέρα τῆς Ζωῆς νὰ ὑφίστατο τὴ σωματικὴ ἀποσύνθεση. Ἀντιθέτως, μετὰ τὴν Κοίμησή της, μετέστη ψυχῇ καὶ σώματι στὴν Οὐράνια Βασιλεία, δίπλα στὸν θρόνο τοῦ Υἱοῦ τῆς, τὸν Ὁποῖο συνεχῶς ἱκετεύει γιὰ ὅλους ἑμᾶς ποὺ τὴν ἔχουμε ἀνάγκη. Δὲν εἶναι, ἄλλωστε, τυχαῖο ποὺ ὁ εὐσεβὴς λαός μας ἔδωσε σὲ αὐτὴ τὴν γιορτὴ τὴν ὀνομασία «Πάσχα τοῦ Καλοκαιριοῦ». Ἡ Κοίμηση τῆς Παναγίας μας ἀποτέλεσε, ὄντως, τὸ προσωπικό της Πάσχα, δηλαδὴ τὸ πέρασμά της ἀπὸ τὰ ἐπίγεια καὶ φθαρτὰ στὴν αἰώνια μακαριότητα τοῦ Παραδείσου. 

           Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἑορτάζουμε σήμερα καθηκόντως καὶ ταπεινὰ οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τῆς οἰκουμένης, ψάλλοντας μὲ χαρὰ καὶ συγκίνηση: «Αἱ γενεαὶ πάσαι μακαρίζομέν σε τὴν μόνην Θεοτόκον». Ἐπαληθεύτηκαν, λοιπόν, τὰ λίγα λόγια ποὺ εἶπε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ λίγο μετὰ τὸν Εὐαγγελισμό της: «ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσι μὲ πάσαι αἱ γενεαί».

            Μήπως θὰ μποροῦσε νὰ γίνει διαφορετικά; Ἡ Ἀρχόντισσα Παναγιά, μόνη ἀπὸ ὅλες τὶς γυναῖκες ὅλων τῶν γενεῶν ἐξελέγη ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς τὸ ὄργανο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἄν καὶ ἦταν ἄνθρωπος σὰν ἑμᾶς, ἐν τούτοις ἔζησε βίο ἀγγελικό, ὑπερβαίνοντας στὴν ἁγιότητα ὅλους τοὺς Ἁγίους. Γιὰ αὐτό, ὀνομάσθηκε ἐπάξια «Παν-Ἁγία» καὶ «Κυρία τῶν Ἀγγέλων». Μὲ τὴν λυτρωτική της συγκατάβαση καὶ ἀδιάκριτη ὑπακοὴ στὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἡ αἰτία τῆς ἐλευθερίας μας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς πλάνης καὶ τοῦ θανάτου. Μὲ τὴν παρθενία καὶ τὴν ἁγνότητά της ἔδειξε σὲ ὅλους μας πόσο εὐάρεστα εἶναι αὐτὰ στὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος μόνο ἀπὸ Ἁγνὴ καὶ Παρθένο θέλησε νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ ἔζησε μὲ ἁγνότητα καὶ παρθενία. Τὰ δύο αὐτά, δυστυχῶς, στὶς μέρες μας ἀπουσιάζουν  ἀπὸ τὶς περισσότερες ὀρθόδοξες οἰκογένειες καὶ περιφρονοῦνται  ἀπὸ πολλούς, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν ὅτι ἀπὸ αὐτὰ προέκυψε ἡ σωτηρία ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. 

            νεκτίμητη ὑπῆρξε ἡ προσφορὰ τῆς Παναγίας μας ὅσο βρισκόταν στὴ γῆ. Ἀλλὰ καὶ ὅταν Κοιμήθηκε καὶ Μετέστη, δὲν ἔπαψε νὰ προσφέρει τὶς πολύτιμες εὐεργεσίες της σὲ ὅσους καρδιακὰ τὴν ἐπικαλοῦνται.  

            Ποιός συνειδητὸς Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ παραπονεθεῖ γιὰ μοναξιά; Ποιός, γιὰ ἐγκατάλειψη; 

            χουμε στὸν Οὐρανὸ τὴν μεγάλη μας συντροφιά, τὴν μεγάλη μας Μάνα, τὴν προστασία μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἀειπάρθενος Κόρη.

            Εἶναι αὐτὴ ἡ πηγὴ τῆς μεγάλης θαλπωρῆς. Σὲ αὐτὴν προστρέχουμε καὶ βρίσκουμε καταφύγιο οἱ κουρασμένοι ἀπὸ τὴν καθημερινότητα καὶ τὶς δοκιμασίες, οἱ ταλαιπωρημένοι, οἱ ἀδικημένοι καὶ κατατρεγμένοι, οἱ ἀσθενεῖς. Μέσα ἀπὸ τὶς θερμὲς ἱκεσίες της λαμβάνουμε γαλήνη, ψυχικὴ ξεκούραση καὶ εἰρήνη. 

            Αὐτή, ἡ ψηλόλιγνη Μαυροφόρα, ὅπως πολλοὶ ἀξιώθηκαν νὰ τὴν δοῦν, ὑπερμάχησε γιὰ τὰ δίκαια τοῦ Ἔθνους μας καὶ κάθε ὀρθοδόξου ἀγωνιζομένου λαοῦ, κατευθύνοντάς μας ἀπὸ νίκη σὲ νίκη. 

            δίως στὴν εὐλογημένη πατρίδα μας, ὑπάρχει κάποια πόλη ἤ κάποιο χωριὸ ποὺ νὰ μὴν καυχᾶται γιὰ κάποιο θαῦμα τῆς Θεομήτορος; Δὲν ὑπάρχει! Καὶ αὐτὸ τὸ διαπιστώνει εὔκολα ὁ καθένας ἄν ἀναλογισθεῖ τὰ ἀναρίθμητα προσωνύμια τὰ ὁποῖα τῆς ἔδωσαν οἱ εὐεργετημένοι Χριστιανοί, ὅπως, ἐπίσης, καὶ τὰ ἑκατοντάδες Μοναστήρια καὶ τοὺς χιλιάδες Ναοὺς καὶ Παρεκκλήσια ποὺ εἶναι ἀφιερωμένα στὸ πρόσωπό της.

γαπητοὶ ἀδελφοί,

            Πραγματικά, ὅσα ἐγκώμια καὶ νὰ πλέξει, ὅσους ὕμνους καὶ νὰ ψάλει κανεὶς στὴν Παναγία μας, εἶναι φτωχά, διότι οἱ Ἄγγελοι τὴν ὑμνοῦν συνεχῶς στοὺς Οὐρανούς. Ὅσο φτωχές, ὅμως, καὶ ἄν εἶναι οἱ προσφορές μας πρὸς τὸ πρόσωπό της, ἡ φιλανθρωπία της εἶναι τέτοια ποὺ τὶς δέχεται, ἀρκεῖ νὰ βγαίνουν ἀπ’ τὴν καρδιά. Βεβαίως, ἡ μεγαλύτερη τιμὴ ποὺ μποροῦμε νὰ τῆς προσφέρουμε, εἶναι νὰ προσπαθήσουμε νὰ τὴν μιμηθοῦμε. Νὰ μιμηθοῦμε τὴν ταπεινοφροσύνη της, τὴν ἁγνότητά της, τὴν ὑπακοή της. Ἠ Κυρὰ-Δέσποινα ποτὲ δὲν ἔκανε κακὸ σὲ κανέναν, ἀκόμη καὶ ὅταν μὲ δάκρυα ἔβλεπε τὸν Υἱό της νὰ σταυρώνεται ἀπὸ τοὺς ἀχαρίστους. 

            Εὔχομαι ὅλοι μας, ἀποβλέποντας στὴν μεγάλη ἐγγυήτρια τῆς σωτηρίας μας, νὰ ἀποβάλουμε τὴν θλίψη, τὴν ἀβεβαιότητα καὶ τὴν ἀπελπισία ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ἡ Θεοτόκος ἔσωσε πολλὲς φορὲς τὴν ἀνθρωπότητα παρακαλῶντας τὸν Υἱό της. Τὸ ἴδιο θὰ κάνει ξανὰ καὶ ξανὰ καὶ θὰ μᾶς προσφέρει τὴν ἀναγκαία ἐνίσχυση, τὴν ἐλπίδα, τὴν παρηγοριά καὶ τὴν στήριξη. Ἀρκεῖ, τὴν στήριξη ποὺ ζητοῦμε ἀπὸ τὴν Παναγία, νὰ εἴμαστε πρόθυμοι νὰ τὴν προσφέρουμε καὶ ἑμεῖς στοὺς ἀδελφούς μας μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπη. 

            Χρόνια πολλὰ κὶ εὐλογημένα σὲ ὅλους! Ἡ πηγὴ τῆς Ζωῆς νὰ εἶναι ἀρρωγὸς στὴν προσπάθειά μας νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὴν Ζωὴ καὶ νὰ νικήσουμε τὸν θάνατο. 

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

†  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

ΚΛΙΝΟΝ ΤΟ ΟΥΣ ΣΟΥ ΑΓΝΗ, ΚΑΙ ΣΩΣΟΝ ΤΟΥΣ ΘΛΙΨΕΣΙ ΒΥΘΙΖΟΜΕΝΟΥΣ ΗΜΑΣ (Επίκαιρο Άρθρο του π.Ευθυμίου Μπαρδάκα)

  


Μπροστά στίς μεγάλες θλίψεις καί δοκιμασίες οι Χριστιανοί, ιερός κλήρος καί πιστός λαός, στήν Θεοτόκον καταφεύγουμε καί προσευχόμενοι παρακαλούμε : "Κλίνον τό ούς Σου Αγνή, καί σώσον τούς θλίψεσι βυθιζομένους ημάς".
Πλησίασε τά ώτα Σου γιά νά ακούσεις τήν δέησή μας Αγνή Υπεραγία Θεοτόκε, καί σώσε μας, καθώς βυθιζόμαστε μέσα στό πέλαγος τών δοκιμασιών καί των θλίψεων.
Με τά ίδια λόγια του Κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου προσευχήθηκαν αμέτρητες χιλιάδες πονεμένων Χριστιανών στήν Παναγία.
Καί εμείς ως άνθρωποι θλιμμένοι καί πονεμένοι μέ τά ίδια λόγια προσευχόμαστε, ιδίως κατά τήν περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, πρός τήν Δέσποινά μας Θεοτόκον καί της λέμε : "Κλίνον τό ούς Σου Αγνή καί σώσον τούς θλίψεσι βυθιζομένους ημάς".
Μέ πέλαγος φουρτουνιασμένο μοιάζει η ζωή μας καί είμαστε όλοι θαλασσοδαρμένοι.
Ερχεται ο θάνατος καί αρπάζει ξαφνικά χωρίς διακρίσεις πολυαγαπημένα πρόσωπα.
Ερχεται η ασθένεια, μάς προσβάλλει καί μάς ρίχνει στό κρεββάτι του πόνου, για λίγες ημέρες, για πολλούς μήνες, πολλές φορές γιά πολλά χρόνια, ίσως καί ισόβια.
Καί άλλα κύματα μάς δέρνουν καί τραντάζουν τήν οικογενειακή μας ζωή, όπως οικονομικές δυσχέρειες, αδικίες,συκοφαντίες, ανεργεία.
Τί νά πούμε γιά τό ηθικό ναυάγιο τών παιδιών μας πάλι γιά τά κύματα των πειρασμών της αμαρτίας, πού μέ λύσα μάς κτυπούν για νά μάς βυθίσουν μέσα στό ηθικό σκοτάδι, τήν πλάνη, τό έλος της διεφθαρμένης ζωής.
Όλα αυτά καί τόσα άλλα είναι κύματα δυνατά καί μεγάλα. Μάς ταλαιπωρούν, μάς κάνουν νά κλαίμε νά τά χάνουμε. Όμως γιά νά αποφύγουμε τόν κίνδυνο του καταποντισμού, νά στρέψουμε τό βλέμμα πρός τήν Μεγάλη Μητέρα τήν Παναγία καί νά ζητήσουμε τή βοήθειά Της, τήν προστασία Της : "Κλίνον τό ούς Σου Αγνή καί σώσον τους θλίψεσι βυθιζομένους ημάς".
ΓΙΑΤΙ ΠΡΟΣ ΑΥΤΗ?
Γιατί είναι η θλιμμένη Μητέρα του Κυρίου μας. Είναι η Βασίλισσα του πόνου. Θλίβεται η Παναγία από τά παιδικά Της χρόνια. Μόλις γέννησε τόν Μονογενή Της, αναγκάζεται να φύγει σέ χώρα μακρινή. Αργότερα όταν ο Υιός Της διδάσκει τά πλήθη, βλέπει τίς δολοπλοκίες των Γραμματέων καί Φαρισαίων. Τήν θλίβει η μοχθηρία καί τό μίσος των Ιουδαίων εναντίον Του. Ακούει νά τόν κατηγορούν καί νά τόν βλασφημούν.
Τέλος βλέπει τόν Υιόν του Θεού καί Παιδί Της, Σταυρωμένο στό Γολγοθά. Τόν βλέπει αιμόφυρτο μεταξύ δύο ληστών.
Πονάει η Παναγία τόσο πολύ στή ζωή της, όσο καμία άλλη μάννα, καί γνωρίζει όσο κανείς άλλος τί σημαίνει πόνος, θλίψει, δοκιμασία.
Γι΄αυτό σπεύδει νά βοηθήσει μέ τίς πρεσβείες Της αυτούς, πού την επικαλούνται.
Σ΄αυτή καταφεύγουμε, γιατί είναι καί δική μας Μητέρα. Είναι κάθε Χριστιανός αδελφός τού Χριστού καί παιδί κατά χάριν της Θεοτόκου η οποία ως Μητέρα υπερβαίνει "κατά τήν φιλοστοργίαν καί σπλάχνα, όλας τάς φυσικάς μητέρας" κατά τόν Αγιο Νικόδημο τόν Αγιορείτη.
Μητέρα μας η Παναγία!
Τιμή καί καύχημα γιά εμάς! Έτσι μπορούμε νά της ανοίγουμε τήν καρδιά μας νά τής λέμε τίς δοκιμασίες μας καί νά της ζητάμε βοήθεια καί προστασία. Καί εκείνη θά μάς κοιτάζει μέ στοργή. Δέν θά περιφρονεί τήν παράκλησή μας σε ώρες αγωνίας καί πόνου. Θα μάς ακούει καί άς είμαστε αμαρτωλοί, καί θά μεσιτεύει στόν Κύριο υπέρ ημών.
Τότε η θλιμμένη μας ψυχή θα γαληνεύει, θα παρηγοριέται, θά παίρνει δύναμη στίς δύσκολες περιστάσεις, όπως συνέβη σέ άπειρες ψυχές μέχρι τώρα.
Αυτή ως πνευματική Μητέρα μέ χαρά μάς περιμένει....!!!

Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΕΚ ΠΕΡΑΤΩΝ - ΕΞΑΠΟΣΤΕΙΛΑΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ(Βίντεο - Κείμενο - Μετάφραση)

 



Ἀπόστολοι ἐκ περάτων... Ἐξαποστειλάρια, ἦχος Γ’

«Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανῆ τῷ χωρίῳ, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, καὶ σύ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα. Ὁ γλυκασμὸς τῶν Ἀγγέλων, τῶν θλιβομένων ἡ χαρά, χριστιανῶν ἡ προστάτις, Παρθένε Μήτηρ Κυρίου, ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι, τῶν αἰωνίων βασάνων. Καὶ σὲ μεσίτριαν ἔχω, πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεόν, μή μου ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων, παρακαλῶ σε, Παρθένε, βοήθησόν μοι ἐν τάχει. Χρυσοπλοκώτατε πύργε, καὶ δωδεκάτειχε πόλις, ἡλιοστάλακτε θρόνε, καθέδρα τοῦ Βασιλέως, ἀκατανόητον θαῦμα, πῶς γαλουχεῖς τὸν Δεσπότην;». Μετάφραση: Απόστολοι από τα πέρατα του κόσμου μαζευτείτε εδώ, στο χωριό Γεθσημανή για να κηδεύσετε το σώμα μου. Και Εσύ Υιέ και Θεέ μου, παράλαβε την ψυχή μου. Παρθένε, Μητέρα του Κυρίου, εσύ που είσαι η αγαλλίαση των Αγγέλων και η χαρά των θλιβομένων, η προστάτιδα των Χριστιανών, βοήθησέ με και γλύτωσέ με από τα αιώνια βάσανα. Και εσένα έχω μόνη μεσίτρια προς τον φιλάνθρωπο Θεό, για να μη μου ελέγξει τις πράξεις μπροστά στους αγγέλους. Σε παρακαλώ, Παρθένε, βοήθησέ με γρήγορα. Πύργε πλεγμένε με χρυσάφι, πόλη με δώδεκα τείχη, θρόνε που ακτινοβολείς και έδρα του βασιλιά. Ακατανόητο θαύμα, πως τρέφεις με γάλα τον Δεσπότη




Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020

ΜΗΤΗΡ ΜΕΝ ΕΓΝΩΣΘΗΣ... - Δογματικό Θεοτοκίο (Κείμενο - Μετάφραση - Βίντεο)

«Μήτηρ μὲν ἐγνώσθης, ὑπὲρ φύσιν Θεοτόκε, ἔμεινας δὲ παρθένος, ὑπὲρ λόγον καὶ ἔννοιαν, καὶ τὸ θαῦμα τοῦ τόκου σου, ἑρμηνεῦσαι γλῶσσα οὐ δύναται· παραδόξου γὰρ οὔσης τῆς συλλήψεως Ἁγνή, ἀκατάληπτός ἐστιν ὁ τρόπος τῆς κυήσεως· ὅπου γὰρ βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις. Διό σε πάντες Μητέρα τοῦ Θεοῦ γινώσκοντες, δεόμεθά σου ἐκτενῶς· Πρέσβευε τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν». ------- Γνωρίστηκες μέν μητέρα «ὑπέρ φύσιν» Θεοτόκε,·ἔμεινες δέ παρθένος πέρα ἀπό κάθε λόγο καί ἔννοια. Καί τό θαῦμα τοῦ τόκου σου ἀδυνατεῖ νά ἑρμηνεύσει γλῶσσα ἀνθρώπινη. Διότι, ὅταν ἡ σύλληψη, Ἁγνή, εἶναι παράδοξη, ἀκατάληπτος εἶναι καί ὁ τρόπος τῆς γεννήσεως. Γιατί ἐκεῖ πού θέλει ὁ Θεός, ἡττᾶται ἡ τάξη τῆς φύσεως. Διά τοῦτο, ὁμολογοῦντες σε ὅλοι Μητέρα τοῦ Θεοῦ, σέ παρακαλοῦμε ἐκτενῶς· πρέσβευε (στόν Θεόν) νά σώσει τίς ψυχές μας.

Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Η ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (π. Νικηφόρος Νάσσος)

ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου

«Αὕτη ἐστίν ἡ Θεοτόκος Μαρία, τό κοινόν ἁπάντων τῶν χριστιανῶν καταφύγιον, ἡ πρώτη τοῦ πρώτου πτώματος τῶν προγόνων ἀνάκλησις»[1].
Τό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Μητρός τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, ἡ τιμή καί οἱ πολλές χάριτες καί δωρεές τοῦ Θεοῦ πρός τήν Παρθένο Μαρία καί ἡ μεγίστη προσφορά της στό ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας εἶναι ἐκεῖνα τά στοιχεῖα πού προκαλοῦν τήν ἔμπνευση καί τόν θαυμασμό, τή συγκίνηση καί τό δέος σέ ὅποιον ἐπιχειρεῖ νά ἀρθρώσει λόγο περί αὐτῆς, ἐν γνώσει ὅτι «ἅπας ὕμνος ἡττᾶται» πρό τοῦ μεγαλείου καί τῆς ὑπερτάτης τιμῆς αὐτοῦ τοῦ τελείου κτίσματος, ἐνώπιον τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ.
eyaggelismos
ἶναι γεγονός ὅτι ἀκόμη καί τούς μεγάλους Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας κατελάμβανε φόβος καί δέος, ἀπορία καί ἀμηχανία, «θάμβος καί ἔκστασις», προκειμένου νά προσεγγίσουν τό Πανύμνητον ὄνομα τῆς Θεομήτορος, ὅπως τό βλέπουμε στούς ἐγκωμιαστικούς καί ἑορταστικούς λόγους τους. Βλέπουμε ἐπίσης νά ἐκφαίνεται ἡ μεγάλη τους ἀγάπη πρός τήν Ἀειπάρθενο Θεοτόκο, μέσα ἀπό τά ἱερά ἐγκώμια πού συνέθεσαν πρός αὐτήν, προκειμένου νά τήν ἐξυμνήσουν ὅσον ἐφικτόν. Καί αὐτή ἡ ἀγάπη τῶν ἁγίων ἐγκωμιαστῶν τῆς Θεομήτορος, εἶναι μιά ἀγάπη βιουμένη καί ἐκδηλουμένη ὡς θεολογική ἀρετή, ὡς καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι ἁπλῶς ὡς ἀνθρώπινο συναίσθημα. Ναί, διότι ὁ τρόπος προσεγγίσεως τῆς Παρθένου Μαρίας πρέπει νά εἶναι θεολογικός.
Σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ κειμένου αὐτοῦ βεβαίως, θά δοῦμε ἀπό πλευρᾶς δογματικῆς τίς γνῶμες καί τοποθετήσεις τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας περί τήν Θεοτόκον, ἀπό τούς Ἀποστολικούς ἀκόμη χρόνους. Ἐδῶ ἁπλῶς θά ἀνιχνεύσουμε τόν θεολογικό χαρακτῆρα τῶν Πατερικῶν ἐγκωμίων πρός τήν Παναγία, μέσα ἀπό κάποια ἀποσπάσματα ἐγκωμίων, δειγματοληπτικά.
 ἐπώνυμος τῆς Θεολογίας, Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ὅπως ἐκφράζεται στά θαυμάσια ποιήματά του, αἰσθάνεται πολύ κοντά του τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὡς σωτηρία τοῦ κόσμου καί δική του, ὥστε νά τῆς λέγει, Παντάνασσα Κυρία, χαρά τοῦ κόσμου, πάντοτε σκέπτεσαι τό καλό τοῦ κόσμου, καί γιά μένα εἶσαι πανταχοῦ ἡ μεγαλύτερη σωτηρία. «Δέσποινα, Παντάνασσα, χάρμα τοῦ γένους· ἀεί ποτ᾿ εὖ φρονοῦσα τυγχάνεις γένει, κἀμοί μεγίστη πανταχοῦ σωτηρία»[2].
 ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, σέ λόγο του στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, καταθέτει πώς εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολο νά ὁμιλήσει γιά τό μυστήριο αὐτό. Εἶναι πολύ δύσκολο νά μετρηθεῖ ἡ γῆ μέ τήν παλάμη τοῦ ἀνθρώπου καί νά ὑπολογιστεῖ μέ τό μέτρο τό μῆκος τῆς θάλασσας. Ἐπίσης εἶναι ἀρκετά δύσκολο νά βρεθοῦν μέ τόν πήχη τά μέτρα τοῦ οὐρανοῦ καί τό πλῆθος τῶν ἀστέρων. Ἐάν αὐτά εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολα, ἐάν ἀκόμη, λέγει, μποροῦμε νά μετρήσουμε τίς σταγόνες τῆς βροχῆς καί τόν ὄγκο τοῦ ἀνέμου καί τῆς ἄμμου τῆς θαλάσσης, ἄλλο τόσο δύσκολο καί ἀπείρως δυσκολότερο εἶναι νά περιγράψει κανείς τό μυστήριο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. «Εἰ μετρεῖται γῆ σπιθαμῇ, καί σπαρτίῳ περιγράφεται θάλασσα· εἰ πήχεσιν οὐρανός ἀπεικάζεται, καί ἀστέρων πλῆθος ἀπαριθμεῖται· εἰ σταγόνες ὑετοῦ, καί βώλακες γῆς, καί ἀνέμων ὄγκος, καί ψάμμου ποσότης καταλαμβάνεται, τάχα ἄν καί τῆς μετά χεῖρας ἡμῖν ὑποθέσεως ἔσται κατάληψις δήπουθεν. Θεοῦ δέ μητρός ἡ πανήγυρις»[3].
 κατεξοχήν ὑπερασπιστής τῆς Θεοτόκου καί πρόεδρος τῆς Ἁγίας Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἐκκαιόμενος ἀφλέκτως ἀπό τόν ἔνθεο πόθο, θά ὑμνήσει Αὐτήν, ἀπό τήν ὁποία προῆλθε ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀφοῦ, ὅπως ἀναφέρει, «ὁ τοῦ πρωτοπλάστου πλάστης» πού γεννήθηκε ἀπό Αὐτήν, διόρθωσε τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ὁδήγησε στήν ἐπουράνιο Βασιλεία. «Χαίροις, Μαρία Θεοτόκε, δι᾿ ἧς προῆλθεν ὁ τοῦ πρωτοπλάστου πλάστης καί τῆς παραβάσεως αὐτοῦ διορθωτής, καί τῆς ἐν οὐρανῷ Βασιλείας ὁδηγός…Χαίροις, Μαρία Θεοτόκε, δι᾿ ἧς πᾶσα πνοή πιστεύουσα σώζεται»[4].
 ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου, ὁμιλώντας γιά τήν «Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν», ὅπως τήν κατέστησε ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖ πώς ἡ γαστέρα της εἶναι ὄχι ἁπλῶς οὐρανός, ἀλλά «ὄγδοος οὐρανός». Γράφει ὁ Ἅγιος: «Ὦ γαστήρ οὐρανοῦ πλατυτέρα Θεόν τόν ἐν σοί μή στενοχωρήσασα. Ὦ γαστήρ ἑπτάκυκλος οὐρανός καί μειζώτερος αὐτῶν τυγχάνουσα. Ὦ γαστήρ ἑπτά οὐρανῶν ὑψηλοτέρα καί πλατυτέρα. Ὦ γαστήρ ὁ ὄγδοος οὐρανός, στερεωμάτων ἀνωτέρα. Ὦ γαστήρ ἑπταφώτου χάριτος τό ἄσβεστον ἔχουσα φῶς»[5]…
Εἶναι συγκλονιστική ἡ ρήση ἑνός ἄλλου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐγκωμιαστοῦ τῆς Παναγίας, τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Μεθοδίου, πού λέγει ὅτι, ἐνῶ ὅλοι μας οἱ ἄνθρωποι χρεωστοῦμε στόν Θεό χάρη, ἀντίθετα, ὁ Θεός χρεωστεῖ χάρη στήν Μητέρα Του. «Εὖγε, εὖγε, μήτηρ Θεοῦ καί δούλη. Εὖγε, εὖγε ἡ ὑπόχρεον ἔχουσα τόν πάντων δανειστήν. Πάντες μέν Θεῷ ἐποφείλομεν, σοί δέ ἐποφείλεται»[6]!
 χρυσοῦς τήν γλῶτταν καί τήν καρδίαν, χαριτώνυμος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μέ τήν χαρακτηριστική του καλλιέπεια καί ἀμεσότητα, θά μᾶς προτρέψει νά «περιέλθουμε» διά τοῦ λογισμοῦ ὅλη τήν κτίση, ὁρατή καί ἀόρατη, μήπως συναντήσουμε κάποιο θαῦμα ἀνώτερο ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Δέν ὑπάρχει, ὅμως, κάτι ἴσο, ἤ ἀνώτερο ἀπό τήν Παρθένο Μαρία. «Οὐδέν τοίνυν ἐν βίῳ οἷον ἡ Θεοτόκος Μαρία· περίελθε ὦ ἄνθρωπε πᾶσαν τήν κτίσιν τῷ λογισμῷ καί βλέπε, εἰ ἐστιν ἴσον ἤ μεῖζον τῆς ἁγίας Θεοτόκου Παρθένου. Περινόστησον τήν γῆν, περίβλεψον τήν θάλασσαν, πολυπραγμόνησον τόν ἀέρα, τούς οὐρανούς τῇ διανοίᾳ ἐρεύνησον, τάς ἀοράτους πάσας Δυνάμεις ἐνθυμήθητι, καί βλέπε εἰ ἐστι τοιοῦτον θαῦμα ἐν πάσῃ τῇ κτίσει»[7].
Τέσσερις αἰῶνες ἀργότερα, ὁ ἕτερος Ἰωάννης, ὁ Δαμασκηνός, ἡ λιγυρά Λύρα τοῦ Πνεύματος, ὁ κατεξοχήν δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά ὁμιλήσει γιά τό ἱερό Γενέθλιο τῆς Θεοτόκου, τό πολύ σπουδαῖο γιά τήν ἀνθρωπότητα γεγονός αὐτό τῆς εἰσόδου στόν κόσμο τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας, «μεθᾷ νηφαλίως»· δέν ἀντέχει τή μεγάλη χαρά· νικιέται ἀπό τά θαύματα, καί τό (θεῖο) πάθος τόν γεμίζει ἐνθουσιασμό. «Οὐ φέρω τήν ἡδονήν, νικῶμαι τοῖς θαύμασιν, ἔνθους ὑπό τοῦ πάθους γέγονα»[8]. Πῶς νά προχωρήσει, λέγει, στά ὑπόλοιπα τοῦ λόγου του; Ἀπορεῖ ὁ νοῦς του, ὁ φόβος καί ὁ πόθος τόν ἔχει χωρίσει στά δύο. Χτυπάει ἡ καρδιά του καί ἡ γλῶσσα του ἔχει δεθεῖ. «Ἀλλά πῶς τοῖς πρόσω προβήσομαι; Ἡ διάνοια μέν ἐξίσταται, φόβος δέ με καί πόθος κατεμερίσαντο. Ἡ καρδία πάλλει καί ἡ γλῶσσα πεπήδηται»[9]. Ἀλλά, λέγει, ἄς νικήσει ὁ πόθος, ἄς ὑποχωρήσει ὁ φόβος, ἄς ψάλλει ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος. «Νικάτω ὁ πόθος, ὑποχωρείτω ὁ φόβος, ᾀδέτω ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος·<εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί καί ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ>»[10]. Τί καρδία «καιομένη» ἀπό τήν «παμφλάζουσα φλόγα» τοῦ Πνεύματος εἶναι αὐτή! Ὁποῖο βίωμα ἐσωτερικό καί πόση μέθεξη τῶν θείων μαρμαρυγῶν ὁδηγοῦσαν αὐτήν τήν καρδίαν καί τήν γραφίδα εἰς ἔπαινον τῆς Μητρός τοῦ Θεοῦ!..
 Μέγας καί ὀξυνούστατος Φώτιος, σέ ἀνάλογη Ὁμιλία στό ἱερό Γενέθλιο τῆς Παρθένου, καταθέτει πώς κάθε ἄνθρωπος, προκειμένου να ὑμνήσει κατ᾿ ἀξίαν τήν Ὑπερύμνητο Παρθένο, διακινδυνεύει νά καταποντισθεῖ μέσα στό ἀπύθμενο πέλαγος τῶν χαρισμάτων καί θείων κατορθωμάτων αὐτῆς, τῆς Ὑπεραχράντου Θεοτόκου. Αἰσθάνεται ὄντως ἀνάμεικτα συναισθήματα, χαρᾶς καί φόβου· «δειλιᾷ καί χαίρει καί ἡρεμεῖ καί ἐξάλλεται, καί πάλιν σιγᾷ καί ἀναφθέγγεται, καί συστέλλεται καί πλατύνεται, τά μέν τῷ φόβῳ, τά δέ τῷ πόθῳ συμμεθελκόμενος»[11]. Ὁ Γεώργιος Νικομηδείας, σέ λόγο του στή Γέννηση τῆς Πανάγνου Μαρίας, σκιρτώντας ἀπό ἀγαλλίαση πρό τῆς Θεομητορικῆς πανηγύρεως, θά γράψει ὅτι, «φαιδρόν τό τῆς παρούσης ἑορτῆς σύνθημα· διό πρός ἄπειρον φῶς τόν πρός ταύτην συνειλεγμένον παρορμᾷ σύλλογον… ἰδού γάρ ἡμῖν ἡ τῆς Παρθένου πανήγυρις ἐκλάμψασα, νοητῶς πρός ἑαυτήν τήν διάνοιαν ἴθυνε· καί σταθερόν ἕαρ τόν λόγον αἰθριάσασα, τόν χειμῶνα τῆς σιωπῆς εἰς γαλήνην τοῦ λέγειν μετήνεγκεν»[12].
 θεοφόρος καί θεόπτης Παλαμᾶς, ὡς μεγάλος θεοτοκόφιλος καί αὐτός, θά ἐκφράσει τόν θεῖο δυναμισμό τῆς ἐκ τοῦ πόθου τετρωμένης καρδίας του πρός τήν Θεομήτορα καί θά φωνάξει πρός τόν «τετραπέρατον κόσμον» μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του ὅτι, «αὕτη (ἡ Θεοτόκος) καί τῶν πρό αὐτῆς αἰτία καί τῶν μετ᾿ αὐτῆς προστάτις καί τῶν αἰωνίων πρόξενος. Αὕτη τῶν προφητῶν ὑπόθεσις, τῶν Ἀποστόλων ἀρχή, τῶν μαρτύρων ἑδραίωμα, τῶν διδασκάλων κρηπίς. Αὕτη τῶν ἐπί γῆς ἡ δόξα, τῶν κατ᾿ οὐρανόν ἡ τερπνότης, τό πάσης τῆς κτίσεως ἐγκαλλώπισμα. Αὕτη καταρχή καί πηγή καί ρίζα τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν. Αὕτη παντός ἁγίου κορυφή καί τελείωσις»[13]. Ὁ ἴδιος θά τολμήσει νά διακηρύξει ὅτι «οὐκοῦν, αὕτη μεθόριον μεταξύ κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως»[14].
 ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ κορυφαῖος τῶν Κολλυβάδων, Διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Γένους, συγγραφέας θεολογικώτατος καί Νηπτικός ἀπαράμιλλος, χαρισματικά βυθισμένος μέσα στό ὑπερφυές μυστήριο τῆς Θεοτόκου, θά τήν ὑμνήσει ἐκ βαθέων μέ ἕνα ἀσύγκριτο «ἀπαθές πάθος», ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ καί ὅπως αὐτό ἐκφράζεται στά πονήματά του, ὅπως λ.χ. στό Θεοτοκάριο, στό Ἑορτοδρόμιο κ.λπ., στίς ἑρμηνεῖες του (στήν Θ΄ Ὠδή τῆς Θεοτόκου) καί σέ κάθε εὐκαιρία ἀναφορᾶς του στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἰδού ἕνα δεῖγμα χαρακτηριστικό. «Ὦ γλυκυτάτη καί πρᾶγμα καί ὄνομα Μαριάμ, τί πάθος εἶναι τοῦτο, ὅπου αἰσθάνομαι εἰς τόν ἑαυτόν μου; ἐγώ δέν ἠμπορῶ νά χορτάσω τούς ἐπαίνους τῶν μεγαλείων σου! Ὅσον γάρ περισσότερον τά ἐπαινῶ, τόσον περισσότερον τά ὀρέγομαι, διό καί πάλιν ἐπιθυμῶ νά τά ἐπαινέσω. Τοσοῦτον εἶναι θαυμαστά τά μεγαλεῖα σου Θεοτόκε, ὥστε ὅπου ὅλοι οἱ περί τάς λογικάς τέχνας καί ἐπιστῆμας καταγινόμενοι, θεωροῦντες νοερῶς ταῦτα, ἐφιλοτιμήθησαν ὁ καθ᾿ ἕνας ἐξ αὐτῶν, νά σέ ἐπαινέσῃ μέ τά τῆς τέχνης καί ἐπιστήμης ἴδια. Καί οἱ μέν Γραμματικοί σέ ὀνομάζουν, μετά τόν Υἱόν σου Ἄλφα καί Ὠμέγα· ἀρχήν τῶν τοῦ Θεοῦ θαυμάτων, καί τέλος τῶν αὐτοῦ διδαγμάτων...οἱ Ρήτορες ἐσένα ὀνομάζουν πολυσύνδετον ζωντανόν, καί ἔμψυχον ἐπίλογον καί ἀνακεφαλαίωσιν ὅλων τῶν ἀρετῶν καί χαρισμάτων, ὅσα ἐμοιράσθησαν εἰς ὅλα τά κατά μέρος κτίσματα, οὐράνια καί ἐπίγεια…Ἐσένα οἱ Γεωμέτραι νοοῦν κύκλον εὐρυχωρότατον· ἐπειδή ἐχώρησας ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ κοιλίᾳ σου ὅλον τό τρίγωνον, ἤγουν αὐτήν τήν ὑπερούσιον Τριάδα, μέ τό νά ἔγινες Μήτηρ μιᾶς τῶν αὐτῆς Ἁγίων Ὑποστάσεων… Ἐσένα οἱ Ἀστρονόμοι τώρα μέν, σφαῖραν πολύαστρον ὀνομάζουσι· καθώς γάρ ἐκείνη εἶναι πεπυκνωμένη μέ τά ἀμέτρητα ἄστρα, ἔτσι καί σύ εἶσαι πεπυκνωμένη μέ τά ἀναρίθμητα φωταυγῆ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τώρα δέ Σελήνην ἀργυροειδῆ καί ὁλόφωτον… Οἱ δέ Φυσικοί, θαῦμα θαυμάτων ὑπερφυές σέ ὀνομάζουσιν· ἀκολουθοῦντες γάρ εἰς τούς φυσικούς των κανόνας καί νόμους, δέν δύνανται νά νοήσουν τό ἰδικόν σου Μυστήριον· πῶς δηλαδή διέμεινας Παρθένος ἐν τῷ τόκῳ καί μετά τόκον! Πῶς σῶμα διά σώματος χωρεῖ, χωρίς καμίαν διαφθοράν! Πῶς ὁ Θεός σάρξ γίνεται, καί πῶς περατοῦται τό ἄπειρον! ἅπερ κατά φυσικόν λόγον πάντῃ ὑπάρχει ἀδύνατα»[15].
Τόν περασμένο αἰῶνα, ἕνας γίγας τοῦ πνεύματος, ἀλλά καί τῆς ἀρετῆς, αὐτός, τόν ὁποῖον ὁ Κύριος ἀνέδειξε σέ ποταμό θαυμάτων, ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, ὁ ἐν Αἰγίνῃ, ὕμνησε καί αὐτός τήν Θεοτόκο μέ ἔνθεο πόθο ψυχῆς καί εἶναι γνωστή στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἔκδηλη ἀγάπη του πρός τήν Θεομήτορα, ὅπως ἐκφαίνεται μέσα ἀπό τούς ποικίλους ὕμνους του. Σέ μία καρδιακή, ἀλλά κυρίως θεολογική Προσφώνησή του πρός τήν Θεοτόκο, ὁ ἅγιος τῆς Αἰγίνης μεταξύ ἄλλων την ὑμνεῖ ὡς ἑξῆς: «Σύ εἶ Ἀνύμφευτε νύμφη, τό χωρίον τό εὑρύχωρον τοῦ ἀχωρήτου. Σύ εἶ ἡ μεγαλότοκος, ἡ τόν Θεόν ἀφράστως γεννήσασα. Σύ εἶ ἡ ἀπειρολεχής νύμφη, ὁ ναός τοῦ Θεοῦ ὁ ἔμψυχος. Σύ εἶ, Πάνσεμνε Κόρη, οὐρανοῦ καί γῆς ἰσόρροπον οἴκημα. Σύ εἶ, ἀμίαντος Κόρη, ὁ φαεινός ὄρθρος ὁ τόν ἥλιον φέρων τῆς δικαιοσύνης. Σύ εἶ, εὐλογημένη Παρθένε, τοῦ φωτός τό οἰκητήριον, ἐξ οὗ το φῶς τῷ κόσμῳ ἐξανέτειλεν. Σύ εἶ, πάναγνε νύμφη, ἡ αὐγή τῆς μυστικῆς ἡμέρας. Σύ εἶ, Πανάχραντε Δέσποινα, ἡ τῶν τροφέα τῶν ὅλων ὡς μήτηρ θηλάσασα. Σύ εἶ, τό σεπτόν κειμήλιον τῆς Οἰκουμένης ἁπάσης. Σέ τήν Ἀειπάρθενον Θεοτόκον ἡ τοῦ Θεοῦ ἀγαθότης προώρισε γενέσθαι μητέρα τῆς σωτηρίας. Σέ ὁ Ἠσαΐας προκατήγγειλε παρθένον καί μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ. Σέ ὁ Ἰεζεκιήλ προαναφωνεῖ τήν πύλην τήν κεκλεισμένην δι᾿ ἧς εἰσελεύσεται ὁ Θεός». Ὄντως, μόνο ἕνας θεοφόρος καί πνευματέμφορος νοῦς θά μποροῦσε νά ἐκφράσει ὅλα τά ἀνωτέρω[16].
Τέλος, ὁ ἐμπνευσμένος καί σοφός Δογματολόγος τῆς Σερβίας, Γέρων Ἰουστῖνος Πόποβιτς, στήν μόλις κυκλοφορηθεῖσα (Φεβρουάριος 2019) Δογματική του, θεολογεῖ βαθυστόχαστα, καρδιακά καί πατερικά περί τήν Μητέρα τοῦ ἀγενεαλογήτου Ἐμμανουήλ. Μεταξύ ἄλλων, στόν οἰκεῖο τόπο, ὅπου ἀναφέρεται στήν Θεοτόκο, θεμελιώνοντας ἐκκλησιολογικά τήν σχέση Παναγίας - Ἐκκλησίας, μέ τήν ὀρθόδοξη σημασία, γράφει: «Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου καί, συνεπῶς, ἡ Μητέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου. Καί τό σῶμα τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Κατά τήν ἀθάνατη εὐ-αγγελία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, <μέ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο θεμελιώνονται οἱ ἐκκλησίες ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης> (Ὁμιλία 4, περί τῆς Ἁγίας Θεοτόκου, MPG77, 996C). … Ἐκείνη εἶναι τό πρῶτο Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πού σαρκώθηκε στόν γήινο κόσμο μας»[17].
PanagiaΜετά ἀπό τά ἀνωτέρω ἐλάχιστα παραθέματα, θεωροῦμε ὅτι, «χωρίς πάσης ἀντιλογίας», εἶναι δίκαια, προσφυέστατα καί θεολογικῶς δόκιμα τά ἐγκώμια τῶν Ἁγίων καί τῶν κατά καιρούς διαφόρων ὑμνητῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Διότι αὐτή ἀποτελεῖ ὄντως τό «κεφάλαιον τῶν δογμάτων τοῦ Χριστοῦ», ὅπως ἀναγινώσκουμε στόν Ἀκάθιστο Ὕμνο. Ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος ἡ Θεοτόκος Μαρία, κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι «ἡ ἁγίων ἁγιωτέρα, καί ἱερῶν ἱερωτέρα, καί ὁσίων ὁσιωτέρα».[18] Κατά τόν προαναφερθέντα Γέροντα Ἰουστῖνο Πόποβιτς, ἀφοῦ ἡ Θεοτόκος εἶναι μητέρα τοῦ Θεοῦ, εἶναι κατά συνέπειαν, «ἡ μητέρα ὁ,τιδήποτε θείου, ἁγίου, οὐρανίου, αἰωνίου, θεανθρωπίνου, ὡραίου, καλοῦ. Ἀπό κάθε καλό, Ἐκείνη ἡ καλύτερη. Ἀπό κάθε ἅγιο, Ἐκείνη ἡ ἁγιότερη. Ἀπό κάθε ἄμωμο, Ἐκείνη ἡ πιό ἄμωμη. Ἀπό κάθε ὑπέροχο, Ἐκείνη ἡ πιό ὑπέροχη. Ἀπό κάθε ἐνάρετο, Ἐκείνη ἡ πιό ἐνάρετη»[19]. Αὐτήν ἐξέλεξε «πρό πασῶν τῶν γενεῶν» γιά Μητέρα Του ὁ Ἄκτιστος Λόγος καί Δημιουργός τοῦ παντός, προκειμένου νά εἰσέλθει στόν κτιστό κόσμο καί τήν ἱστορία γιά νά ἑνώσει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, τόν κόσμο μέ τόν τριαδικό Θεό. Εἶναι ὄντως ἡ Ὑπερευλογημένη Μαριάμ «καί ἡ ἐνυπόστατος σοφία τοῦ Πατρός, ναόν ἐν αὐτῇ ἀχειροποίητον ὠκοδόμησε καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»[20]. Ὅπως ἀποτυπώνεται σέ ἕνα πατερικό κείμενο κατά τρόπο ἀνθρωποπρεπῆ, ὁ Θεός «ἔψαξε» σέ ὅλο τόν κόσμο καί δέν βρῆκε ὅμοια γυναῖκα μέ τήν Ὑπερευλογημένη Μαρία, γιά νά προσλάβει ἀπό αὐτήν τήν ἀνθρώπινη φύση μας! «Ψηλαφήσας ὁ Ὕψιστος ὅλον τόν κόσμον καί μή εὑρών ὁμοίαν σου μητέρα, ὡς ηὐδόκησεν, ἐκ σοῦ τῆς ἡγιασμένης ἄνθρωπος διά φιλανθρωπίαν γεννήσεται», γράφει ὁ Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως[21]. Ὄντως, ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ «κοσμογενής θελξίθεος κοσμογύναικα», κατά τήν ἐκπληκτική διατύπωση ἑνός ἀγνώστου συγγραφέως τοῦ 10ου αἰῶνος[22]. Κατά τόν καθηγητή, δογματολόγο π. Νικόλαο Λουδοβίκο, ἡ Παναγία ὑπῆρξε «θελξίθεος», «ἀκριβῶς ὡς <κοσμογύναικα>, ὡς κατοικητήριο κενωτικό σύμπαντος τοῦ κτιστοῦ εἶναι» καί ὡς «τόπος ὅλης τῆς Δημιουργίας»[23].
Στήν Ἁγία Γραφή οἱ ἀναφορές στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου Μαρίας δέν εἶναι πολλές καί ἐκτενεῖς. Στήν Παράδοση καί τά πατερικά κείμενα οἱ ἀναφορές εἶναι πολυπληθεῖς. Ὡστόσο, στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Γραφή καί ἡ Παράδοση εἶναι στενότατα συνδεδεμένες, ὡς πηγές τῆς θείας ἐν Χριστῷ Ἀποκαλύψεως καί φυσικά κατανοοῦνται καί οἱ δύο μαζί στήν Εὐχαριστία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐντούτοις, ἕνας περίφημος ἐκκλησιαστικός συγγραφέας καί Βυζαντινός λειτουργιολόγος τοῦ 14ου αἰ, ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας, θά διατυπώσει τή γνώμη ὅτι ὁ στίχος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου, «ἔστι καί ἄλλα πολλά, ἅ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα, ἐά γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτόν οἶμαι τόν κόσμον χωρῆσαι τά γραφόμενα βιβλία»[24], περιλαμβάνει καί τήν Θεοτόκο, διότι ἀνήκει καί αὐτή στά «ἄλλα πολλά» τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ[25].
 Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «παρέλαβε» καί «διατηρεῖ»[26] τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο στό κέντρο τῆς λατρείας της, ὅπως ἀκριβῶς ὁ «ἠγαπημένος» μαθητής Ἰωάννης τήν «παρέλαβεν» ὡς τό πολυτιμότερο πρόσωπο κάτω ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ «εἰς τά ἴδια»[27]. Εἶναι γεγονός, πάντως, ὅτι οἱ Εὐαγγελιστές σημειώνουν ἰδιαίτερα γιά τήν Θεοτόκο ὅ,τι περί αὐτήν ὑπάρχει σχετικό μέ τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, τό ὁποῖο Αὐτή «ὑπούργησε». Ἔτσι, γράφεται ὅτι ἡ Θεοτόκος Μαρία κατάγεται «ἐξ οἴκου Δαυΐδ»[28], δείχνοντας ὅτι ἀνακεφαλαιώνει στό πρόσωπό της τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἐπίσης σημειώνεται στούς συνοπτικούς Εὐαγγελιστές ὅτι ἡ Μαρία εἶναι Παρθένος καί γεννᾶ κατά τρόπο παρθενικό «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου»[29]. Ἀκόμη, οἱ ἱεροί «αὐτόπται τοῦ Λόγου» θά μᾶς πληροφορήσουν, ὅτι ἡ Παναγία Μητέρα Του εἶναι παροῦσα στήν ἀρχή τῆς δημοσίας δράσεώς Του, ὅπου λαμβάνει μάλιστα ἐνεργό μέρος[30], ὅπως ἐπίσης καί στό τέλος αὐτῆς τῆς σωτηριώδους δράσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
πιπροσθέτως, σημειώνεται τό γεγονός ὅτι ἡ Θεοτόκος παρευρίσκεται μαζί μέ τούς θεοκήρυκες Ἀποστόλους στήν Πεντηκοστή, πού εἶναι ἡ σύσταση καί ἡ φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας[31]. Πέραν αὐτῶν, βλέπουμε στόν Λουκᾶ τήν ἀναφορά στήν Ὠδή τῆς Θεοτόκου «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον», τήν ὁποίαν ἡ Ὑμνολογία προτάσσει ὡς πρῶτο στίχο στόν ψαλλόμενο σχεδόν σέ κάθε Λειτουργία γνωστό θεομητορικό Ὕμνο «τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ». Ἐπιπλέον, στό τελευταῖο Βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, θά διαβάσουμε ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι «ἡ περιβεβλημένη τόν ἥλιον γυνή», ἡ ὁποία «ἔτεκεν υἱόν ἄρρενα, ὅς μέλλει ποιμαίνειν πάντα τά ἔθνη ἐν ράβδῳ σιδηρᾷ»[32].
λα βεβαίως συνδέονται μεταξύ τους (Παλαιά καί Καινή Διαθήκη), διότι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ γυνή ἐκείνη, τῆς ὁποίας τό σπέρμα συνέτριψε τήν κεφαλήν τοῦ διαβόλου, τοῦ «ἀρχεκάκου ὄφεως», κατά τό πρωτευαγγέλιον τῆς Γενέσεως[33]. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή «Κιβωτός τῆς Διαθήκης»[34], ἡ «Πύλη ἠ κατά ἀνατολάς κεκλεισμένη»[35], ἡ «Ράβδος Ἀαρών ἡ βλαστήσασα»[36]. Κατά ταῦτα, ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωση τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας, ἡ πραγμάτωση τῶν «τύπων» καί τῶν «σκιῶν» τῆς Π. Διαθήκης[37]. Πολύ εὔστοχα ἔχει γραφεῖ ὅτι «ποτέ μιά ἀνθρώπινη ὑπογραφή δεν εἶχε τόση σημασία γιά τήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη, ὅση ἡ ὑπογραφή τῆς Παρθένου στήν Καινή Διαθήκη – συμβόλαιο ἀνάμεσα στόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Μέ ἀνθρώπινες ὑπογραφές κηρύχθηκαν ἐπαναστάσεις, ἄρχισαν ἀλλά καί σταμάτησαν πόλεμοι καί ἐπικράτησε εἰρήνη. Μέ τήν ὑπογραφή τῆς Θεοτόκου σταμάτησε ὁ μεγαλύτερος πόλεμος καί ἐπικράτησε ἡ πιό σημαντική εἰρήνη στόν κόσμο»[38].
ν μετά τήν Ἁγία Γραφή ἐπιχειρήσουμε μιά ἀκροθιγῆ χρονική περιδιάβαση στήν πατερική Γραμματεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, θά δοῦμε πῶς οἱ θεόπνευστοι Πατέρες καί διάφοροι ἱεροί συγγραφεῖς κατά διαφορετικές περιόδους θεολόγησαν περί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί ἔδωσε ὁ καθένας τό «στίγμα» του, προσθέτοντας ὑλικό στό ἔξοχο θεοτοκολογικό οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τούς πρώτους Ἀποστολικούς Πατέρες, τόν δεύτερο αἰῶνα, ὁ Εἰρηναῖος Λουγδούνου (+202 μ.Χ.) ὁμιλεῖ θεολογικά γιά τήν Παρθένο Μαρία, ἀναπτύσσοντας σέ βάθος τήν ἀντίθεση Εὔα – Μαρία καί ὑπογραμμίζοντας ὅτι, ὅπως ἡ παρακοή τῆς πρώτης ἔφερε στόν κόσμο τόν θάνατο, ἔτσι ἡ ὑπακοή τῆς δευτέρας χάρισε στήν ἀνθρωπότητα τήν ζωή[39]. Ὁ ἴδιος εἰσήγαγε πρῶτος τόν παραλληλισμό Μαρία - Ἐκκλησία, μέ τή διατύπωση ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ παρθένος γῆ, ἀπό τήν ὁποία ὁ Θεός ἔλαβε τό σῶμα τοῦ Νέου Ἀδάμ. Ἐπίσης, πρῶτος αὐτός εἶπε ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι «ἡ αἰτία τῆς σωτηρίας γιά ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος». «Sibi et universo generi humanο causa facta est salutis»[40]. Κατά τόν τρίτο αἰῶνα ἔχουμε τίς μαρτυρίες τῶν, Κλήμεντος Ἀλεξανδρείας, Τερτυλλιανοῦ καί Ὠριγένους, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζουν τήν Θεοτόκο, Ἀειπάρθενο καί πανάρετο[41]. Τόν τέταρτο αἰῶνα ὁ Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας (+328) χρησιμοποιεῖ μετ᾿ ἐπιφάσεως τόν ὅρο «Θεοτόκος» (πρῶτος τόν διατύπωσε ὁ Ὠριγένης), ἐνῶ ὁ μαθητής του Μ. Ἀθανάσιος τόν ἀκολουθεῖ πιστά. Ἔπειτα, οἱ Καππαδόκες καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁμιλοῦν θεολογικώτατα γιά τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί τή σύνδεση τοῦ ἱεροῦ προσώπου της μέ τό ὑπερφυές μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, ἐνῶ ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου, μεταξύ ἄλλων τήν ἀποκαλεῖ «Μητέρα τῶν ζώντων»[42].
πό πλευρᾶς δυτικῶν Πατέρων καί συγγραφέων ἐκείνης τῆς περιόδου, ὁ Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων θά συγγράψει ἕνα θαυμάσιο ἔργο μέ τίτλο: «De Institutione Virginis», πού ἀποτελεῖ μιά πραγματική «Θεομητορική ἀνθολογία»[43], ἐνῶ παράλληλα, στήν ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ, θά διατυπώσει τή θέση ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ὁ «τύπος τῆς Ἐκκλησίας»[44]. Ἐπίσης καί ὁ Αὐγουστῖνος Ἱππῶνος γράφει καί ὑπογραμμίζει τήν Ἁγιότητα, ἀλλά καί σημασία τῆς Θεοτόκου γιά τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν[45]. Ὅλη ἡ σπουδαιότητα ὅμως τῆς περί τῆς Θεοτόκου ὀρθοδόξου Διδασκαλίας θά παρουσιαστεῖ τό 431 μ.Χ., ὅπου θά τοποθετηθεῖ καί τό θεμέλιο τῆς θεομητορικῆς θεολογίας ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἡ Γ΄ Οἰκ. Σύνοδος ἔδωσε τήν ἀφορμή γιά τήν ἀνάπτυξη περαιτέρω τῆς περί τήν Θεοτόκον θεολογίας κατά τούς μεταγενεστέρους αἰῶνες (Ε΄-Θ΄), ἀλλά καί τόν ἐμπλουτισμό τῆς Πατερικῆς Γραμματείας μέ ἐκπάγλου πνευματικῆς ὡραιότητος ἔργα, Λόγους, ἐγκωμιαστικές Ὁμιλίες, Πραγματεῖες, ποιήματα κ.ἄ. πού ἀφοροῦν στό Ὑπερύμνητο πρόσωπο τῆς Ὑπερευλογημένης Μαριάμ.
Κατά τήν βυζαντινή περίοδο, ὡστόσο, πέραν τῶ ἀναφερομένων, θά κάνουν τήν ἐμφάνισή τους καί οἱ «Βίοι» τῆς Παναγίας, μέ σημαντικώτερο αὐτόν τοῦ Ἰωάννου Γεωμέτρου (+990 μ.Χ.) πού βρίσκεται στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀλλοῦ καί δέν ἔχει ἀκόμη ἐκδοθεῖ. Ὑπάρχει ἐπίσης και ὁ «Βίος τῆς Μαρίας» ἀπό τον γνωστό Συμεῶνα τόν μεταφραστή μετά τό 976 μ. Χ., ὁ ὁποῖος ἔχει ἐκδοθεῖ ἀπό τόν Latyschev τό 1913 στό Petrograd[46].
 κατεξοχήν «Θεομητορικός» αἰῶνας στήν ὀρθοδοξία εἶναι ὁ ΙΔ΄, κατά τόν ὁποῖο ρέει στήν Ἐκκλησία ὁ θεολογικός ποταμός τριῶν μεγάλων ἀνδρῶν, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Νικολάου Καβάσιλα καί τοῦ Θεοφάνους Νικαίας. Κατά τόν Π. Νέλλα, «οἱ τρεῖς αὐτοί ἄνδρες θεμελιώνουν θεολογικά τρία συγχρόνως σημεῖα: α) τήν ἀπόλυτη προσωπική ἁγιότητα τῆς Παρθένου καί τήν ἐσχατολογική τοποθέτησή της ἀμέσως μετά τήν Ἁγία Τριάδα πάνω ἀπό ὅλα τά κτίσματα· β) τή θεμελιώδη χριστολογική σημασία της· καί γ) τήν ἐντελῶς κεντρική θέση της στήν Οἰκονομία τῆς σωτηρίας, δηλαδή τόν ἐνεργητικό ρόλο της στό μυστήριο τῆς Σαρκωσεως καί τήν εἰς τούς αἰῶνες παραμονή της στό κέντρο τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας»[47].
Τό πλέον βασικό, πού ὡς Ὀρθόδοξοι φρονοῦμε περί τήν Θεοτόκον, εἶναι ὅτι ἡ περί αὐτῆς διδασκαλία στούς Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπάρχει μόνον ἐντός τῆς Χριστολογίας καί ὄχι ὡς μία αὐτόνομη «Μαριολογία», ἤ ὡς μία «ἀνθρωπολογία» μέ κέντρο τήν Παναγία Παρθένο. Ἡ Θεοτόκος τιμᾶται σέ σχέση καί ἀναφορά μέ τό σωτηριῶδες μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, τό ὁποῖο διακόνησε μέ τήν Ἁγιότητά της καί τήν τελεία κατά ἄνθρωπον ὑπακοή της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὀρθῶς ἔχει γραφεῖ, «δέν μπορεῖ κανείς νά ὁμιλήση γιά τήν Θεοτόκο, ἄν δέν δογματίση, ἄν δέν τήν συνδέση μέ τό δόγμα περί Χριστοῦ»[48].
Panagia1πό πλευρᾶς θείας Λατρείας, θά καταθέσουμε τό γνωστό στούς εὐλαβεῖς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, τιμᾶται καί ὑμνολογεῖται γηθοσύνως μέσα στήν Ὀρθόδοξη θεία Λατρεία, σέ κάθε περίσταση λατρευτική, δημόσια καί ἰδιωτική. Βρίθουν, κυριολεκτικά, ὅλα τά λειτουργικά βιβλία, Ὡρολόγιο, Παρακλητική, Τριώδιο, Πεντηκοστάριο, Μηναῖα, Εὐχολόγια, ἀπό ἀναφορές καί ὕμνους, εὐχές καί βαθυστένακτες δεήσεις πρός στήν Κυρία τῶν Ἀγγέλων. Εἶναι σέ ὅλο τόν Ὀρθόδοξο λαό γνωστή, ἀλλά καί παρεκτική θείου γλυκασμοῦ καί ψυχικῆς παραμυθίας, ἡ λειτουργική ἐπίκληση, πού ἀκούγεται συνεχῶς στή θεία Λειτουργία, ἀλλά καί σέ ἄλλες Ἀκολουθίες: «Τῆς Παναγίας Ἀχράντου, Ὑπερευλογημένης, Ἐνδόξου, Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας».
Εἶναι γνωστοί στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ πολλοί Ὕμνοι καί τά ἱερά ἐφύμνια πρός Αὐτήν. Καλότυχοι οἱ ἱεροψάλτες, πού γνωρίζουν νά ψάλλουν μουσικά τούς ὕμνους τῆς Παρθένου καί εἰδικώτερα κάποιους ἐξαιρέτους, ὅπως τό «Δέσποινα πρόσδεξαι», ἀργόν μέλος (μετά τό πέρας τοῦ Πολυελαίου), σέ ἦχο πλ. τοῦ δ΄, ἤ τό «Καί νῦν» τοῦ ἄλλου Πολυελαίου, «Παντάνασσα Πανύμνητε», σέ ἦχο α΄.Καλότυχος καί ὁ φιλόχριστος καί θεοτοκόφιλος λαός, πού αἰσθάνεται «ἐνηχημένος» καί κατανενυγμένος, καθώς ἀκούει τά ἱερά μελωδήματα πρός Αὐτήν, ἡ ὁποία, «ὡς <φωτός ἀδύτου πύλη>, προοδοποιεῖ τήν εἴσοδο τῶν βροτῶν στήν οὐράνα Βασιλεία, ἀφοῦ διά τοῦ τόκου της οὐράνωσε τήν γῆ καί καταξιώθηκε νά γίνει κλίμακα οὐρανοδρόμος καί ὑψοποιός χαρίζοντας τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐφροσύνης στά πέρατα τῆς δημιουργίας»[49]. Στό Ἅγιον Ὄρος ψάλλονται ὅλα τά ἀνωτέρω ἱερά μελωδήματα, ὅπως ἐπίσης ψάλλεται καί τό «Ἄνωθεν οἱ Προφῆται», εἰδικώτερα δέ, στήν ἱερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, κατά τήν ἱερά Πανήγυρη τοῦ Κτίτορος, Ὁσίου Ἀθανασίου, ἐνώπιον τῆς ἱερᾶς Εἰκόνος της Παναγίας τῆς ἐπονομαζομενης «Κουκουζέλισσας».
________________________________________
[1] Ἀνδρέου Κρήτης, Α΄ Λόγος Εἰς τό Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου, MPG 97, 912 A.
[2] Χριστός πάσχων, ΕΠΕ, 8, 245.
[3] Ἀνδρέου Κρήτης, Λόγος εἰς τήν ἁγίαν γέννησιν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, MPG 97, 861Β
[4] Ὁμιλία 11, MPG 77, 1033 BC.
[5] Ἐπιφανίου Κύπρου, Ἐγκώμιον εἰς τήν ἁγίαν Θεοτόκον, MPG 43, 497 BC.
[6]MPG. 18, 373 A.
[7] Ἱ. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Ἁγίαν Παρθένον, τόμ. ε΄, ἐκδ. Ἐτόνης, σελ. 876, Βλ. Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μελέτη περί τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, ἐν Ἀθῆναις 1901, Κεφάλαιον Γ΄ .
[8]Εἰς τό Γενέσιον, 1, ΕΠΕ 9, 182.
[9] ὅ. π.
[10] ὅ. π.
[11]Ὁμιλία Θ΄, Εἰς τό Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου, ΕΠΕ 12, 270.
[12] Γεωργίου Νικομηδείας, Εἰς τήν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου, MPG 100, 1401.
[13]Ὁμιλία ΛΖ΄, Εἰς τήν πάνσεπτον Κοίμησιν τῆς πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, ΕΠΕ 10, 460.
[14]Ὁμιλία ΛΖ΄, 15.
[15] Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεῖα στήν Ὠδή τῆς Θεοτόκου, βλ. Θεοκλήτου Μοναχοῦ, Διονυσιάτου, Μαρία ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Ὁ Ἄθωνας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 273 -274.
[16] Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μελέτη, Περί τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου, Ὑπεραγίας Θεοτόκου (Προσφώνησις), Ἀθῆναι 1901, ἐκδ. Παναγόπουλος, Β΄ ἔκδοση, 1997, σελ. 32-33.
[17] Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Δογματική, Ὀρθόδοξη φιλοσοφία τῆς ἀλήθειας (Μετάφραση), ἐκδ. Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου, Ἅγιον Ὄρος 2019, σελ. 829-830
[18] Βλ. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος Β΄ Εἰς τήν Κοίμησιν, MPG. 96, 729 A.
[19]Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Δογματική, σελ. 828.
[20] Θεοδότου Ἀγκύρων, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν, Patrologia Orientalis, τόμ. 19, σελ. 212.
[21]Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Θεοτόκου,MPG. 98, 329C.
[22] Ἰω. Γεωμέτρη, Ὕμνοι, PG. 106, 864. Βλ. Χρ. Κοντάκη, Εἰς τήν Θεοτόκον, Συναγωγή πατερικῶν ὠδῶν, προσηγοριῶν καί ἐπιθέτων, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 429.
[23] Πρωτ. Νικολάου Λουδοβίκου, Ἡ κλειστή πνευματικότητα καί τό νόημα τοῦ ἑαυτοῦ, ἐκδ. Ἑλληνικά γράμματα, Ἀθήνα 1999, σελ. 333 (Ἐπίλογος).
[24] Ἰω. 21, 25.
[25] Ν. Καβάσιλα, Ἡ Θεομήτωρ, Κείμενο, μετάφραση, εἰσαγωγή, σχόλια, Π. Νέλλας, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1989, σελ. 19 (Εἰσαγωγή).
[26] Λκ.2, 51.
[27] Ἰω. 19,27.
[28] Λκ. 1, 27.
[29] Λκ. 1, 28-35.
[30] Ἰω. 2, 1-11.
[31]Πρξ. 1, 14 καί 2, 1. Βλ. ὅ. π. Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 20.
[32] Ἀπ. ΙΒ΄, 1-6.
[33] Γν.3, 15.
[34] Ἔξ. 25, 9.
[35] Ἰεζ. 44,1.
[36] Ἀρθμ. 17, 23.
[37] Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 21.
[38] Εὐθ. Στυλίου, ἐπισκόπου Ἀχελώου, Ἡ Πρώτη, Θεομητορικό ἡμερολόγιο, β΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 1987, σελ. 111.
[39] Εἰρηναίου, Ἐπίδειξις τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος, ΧΧΧΙΙΙ, MPG. 12-5, 772-773.
[40]ὅ. π. ΙΙΙ, ΧΧΙΙ, 4, MPG. 7, 958A - 960, βλ. Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 23.
[41]ὅ.π.
[42] Πανάριον, 78, 18, MPG. 42, 728 κ.ἑξ.
[43]Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 25.
[44]ὅ. π. «virgο guia est Ecclesiae typus».
[45] ὅ. π.
[46] ὅ.π. σελ. 28.
[47] ὅ. π. σελ. 29.
[48] Ἱεροθέου Βλάχου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου, Οἱ Θεομητορικές ἑορτές, ἐκδ. Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, σελ. 29.
[49] Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Χῶρος καί χρόνος στή λειτουργική Θεολογία τοῦ Συμεών Θεσσαλονίκης, ρεαλισμός καί σύμβολο, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 217.