A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 21ο)

 Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου της Ρωσικής Διασποράς (+1985)

21. Η χριστιανική αγάπη

Η χριστιανική αγάπη ως βασική αρχή της ηθικής.
Τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα. Ο ύμνος της χριστιανικής αγάπης
του Αποστόλου Παύλου – Κεφάλαιο ΙΓ΄ της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής.

Είδαμε ότι εκείνα τα ηθικά συστήματα που δεν δέχονται την διδασκαλία του Ευαγγελίου για την χριστιανική αγάπη ως βάση τους, αποδεικνύονται αβάσιμα. Η χριστιανική ηθική βασίζεται εξ ολοκλήρου στο νόμο της αγάπης. Αυτή η αγάπη είναι και η βάση της και η κορυφή της.

Τί είναι όμως η χριστιανική αγάπη; Φυσικά, στην πλήρη ανάπτυξή της είναι το πιο υψηλό, ισχυρό και ζωντανό από όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα. Αντιπροσωπεύει την εμπειρία μιας ιδιαίτερης πνευματικής και ηθικής εγγύτητας, την ισχυρότερη εσωτερική έλξη ενός ανθρώπου προς τον άλλο. Η καρδιά ενός στοργικού προσώπου είναι ανοιχτή σε αυτόν που αγαπά και αυτός που την έχει είναι, σαν να λέγαμε, έτοιμος να τον δεχτεί και να τον ελκύσει στον εαυτό του. Στην αγάπη του, δέχεται τον άλλο μέσα του και δίνει τον εαυτό του στον άλλο. «Κορίνθιοι, ἡ καρδία ἡμῶν πεπλάτυνται· οὐ στενοχωρεῖσθε ἐν ἡμῖν»[1], έγραφε ο Απόστολος Παύλος στα αγαπημένα του πνευματικά τέκνα. «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις»[2], – είπε ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός στους Αποστόλους Του (και μέσω εκείνων σε όλους εμάς τους Χριστιανούς).

Η χριστιανική αγάπη είναι ένα ιδιαίτερο συναίσθημα που φέρνει ένα άτομο πιο κοντά στον Θεό, ο Οποίος είναι Αγάπη, σύμφωνα με τον λόγο του αγαπημένου Του Αποστόλου[3]. Στην σφαίρα των γήινων συναισθημάτων δεν υπάρχει ανώτερο συναίσθημα από το αίσθημα της μητρικής αγάπης, σε ετοιμότητα για αυτοθυσία. Και όλη η ιστορία της σχέσης του Θεού με τον άνθρωπο είναι μια συνεχής ιστορία αυτοθυσίας της ουράνιας αγάπης. Ο Επουράνιος Πατέρας, οδηγεί τον αμαρτωλό, τον εχθρό και τον προδότη Του, από το χέρι σαν να λέγαμε, στην σωτηρία και δεν λυπάται τον Μονογενή Υιό Του για την σωτηρία του. Ο Υιός του Θεού, αφού κατέβηκε από τον ουρανό, ενσαρκώνεται, υποφέρει και πεθαίνει για να δώσει στον αμαρτωλό, μέσω της Ανάστασης, την ευλογημένη αιωνιότητα που έχασε με την προδοσία του. Και πριν το Πάθος Του, δίνει στους πιστούς Του μια διαθήκη, σαν να λέγαμε, μια εντολή, ένα ιδανικό: «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς…»[4].

Αυτό είναι το ιδανικό της ανιδιοτελούς χριστιανικής αγάπης. Αγκαλιάζει τους πάντες: όχι μόνο φίλους, αλλά και εχθρούς. Ο Κύριος λέει ευθέως στο Ευαγγέλιο: «Εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποῖα ὑμῖν χάρις ἐστί; Καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποῖα ὑμῖν χάρις ἐστί; Καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι….»[5]. Με αυτό ο Κύριος μας προειδοποιεί ενάντια στην εγωιστική ιδιοτελή φύση της μη χριστιανικής, παγανιστικής αγάπης. Σε μια τέτοια εγωιστική αγάπη, το κύριο πράγμα είναι το δικό μας «εγώ», η αυτοϊκανοποίησή μας από αυτό το συναίσθημα. Σε εμάς όμως τους Χριστιανούς ο Κύριος πρόσταξε και κάτι άλλο: «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμῖν, προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς….»[6].  Έτσι, ένας Χριστιανός αγαπά τους άλλους ανθρώπους όχι για την ευγενική ή την υπομονετική στάση τους απέναντι του, αλλά επειδή του είναι αγαπητοί από μόνοι τους, και η αγάπη του αναζητά την σωτηρία τους, ακόμα κι αν είναι εχθρικοί προς αυτόν.

Αλλά, ίσως, σε κανένα μέρος της Αγίας Γραφής δεν αποκαλύπτεται η ουσία και οι ιδιότητες της χριστιανικής αγάπης όπως στο ΙΓ΄ κεφάλαιο της Α΄ Επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους. Δεν είναι τυχαίο που οι ερμηνευτές της Αγίας Γραφής αποκαλούν αυτό το κεφάλαιο ύμνο της χριστιανικής αγάπης. Σε αυτό, ο Απόστολος συγκρίνει την χριστιανική αγάπη με διάφορα πνευματικά χαρίσματα και αρετές και, ονομάζοντας αυτή την αγάπη ως τον πιο εξαιρετικό δρόμο (στο τέλος του προηγούμενου ΙΒ΄ κεφαλαίου)[7], εξηγεί με ακαταμάχητη πειστικότητα πόσο ανώτερο είναι από όλα τα άλλα ανθρώπινα χαρίσματα και εμπειρίες.

«Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω», λέει ο Απόστολος, «γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον»[8], δηλαδή είμαι σαν κάποια άψυχα αντικείμενα που ενεργούν μόνο στην εξωτερική ακοή ενός ανθρώπου και όχι στην καρδιά του. Και όλες οι υψηλότερες αρετές – η προφητεία, η γνώση όλων των μυστικών, η θαυματουργή πίστη, ακόμη και τα κατορθώματα της αυταπάρνησης και του μαρτυρίου – δεν είναι τίποτα χωρίς αγάπη, και μόνο από αυτήν αποκτούν την αξία τους[9].

«Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ»[10] – κάνει τον άνθρωπο υπομονετικό, πράο, ταπεινό και καλοπροαίρετο σε όλα. Η αγάπη «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ…»[11]. Αυτή είναι η δύναμη που κατακτά τα πάντα, η δύναμη της ταπεινής αγάπης, που καταστρέφει τον εγωισμό και την κακία που φωλιάζουν στην ανθρώπινη καρδιά. Και αυτή η αληθινή αγάπη αναζητά πάντα την αλήθεια και την ορθότητα, και όχι το ψέμα και την δουλοπρέπεια.

Και τέλος η αγάπη «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει…»[12]. Ναι, αυτό είναι σωστό: ουδέποτε. Τίποτε δεν θα την σταματήσει· καμία δοκιμασία, κανένα μαρτύριο, ουδεμία απογοήτευση. Και θα πάει με τον Χριστιανό σε έναν καλύτερο κόσμο και εκεί ακριβώς θα αποκαλυφθεί στην ολότητά της, όταν όχι μόνο τα χαρίσματα της προφητείας και των γλωσσών θα εξαλειφθούν, αλλά και η πίστη και η ελπίδα θα σταματήσουν. Διότι η πίστη θα αντικατασταθεί από την όραση του Θεού, πρόσωπο με πρόσωπο, και η ελπίδα θα έχει γίνει πλέον πραγματικότητα. Μόνον η αγάπη θα βασιλεύει για πάντα και γι’ αυτό ο ίδιος Απόστολος λέει: «Η αγάπη είναι η εκπλήρωση του νόμου»[13].

(συνεχίζεται)


[1] Β΄ Κορ. ϛ΄ 11-12.
[2] Ιω. ιγ΄ 35.
[3] «Ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ιω. δ΄ 4).
[4] Ιω. ιε΄ 12.
[5] Λουκ. ϛ΄ 32-33.
[6] Λουκ. ϛ΄ 27-28.
[7] «Καὶ ἔτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 31).
[8] Α΄ Κορ. ιγ΄ 1.
[9] «Καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. Καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 2-3).
[10] Α΄ Κορ. ιγ΄ 4-5.
[11] Α΄ Κορ. ιγ΄ 5-6.
[12] Α΄ Κορ. 7-8.
[13] «Πλήρωμα οὖν νόμου ἡ ἀγάπη» (Ρωμ. ιγ΄ 10).