A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 17ο)

 Ἁγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς (+1985)

17. Η στάση προς τον πλησίον

Η δικαιοσύνη και τα είδη της. Η υπεροχή της χριστιανικής δικαιοσύνης.
Η αυστηρότητα και επιείκεια ενός Χριστιανού. Η εμπιστοσύνη ενός Χριστιανού.

Μέχρι στιγμής μιλήσαμε για τα καθήκοντα ενός Χριστιανού απέναντι στον εαυτό του. Τώρα ας αναλογιστούμε τις ευθύνες του απέναντι στον πλησίον – στους άλλους ανθρώπους.

Το πρώτο βήμα στις σωστές σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους είναι η απαίτηση για δικαιοσύνη. Χωρίς αυτή την βασική απαίτηση, ακόμη και η καλοσύνη ενός ανθρώπου μπορεί να αποδειχθεί άχρηστη αν δεν υφίσταται αλήθεια σε αυτήν, αλλά υπάρχει μεροληψία και προκατάληψη. Αλλά και στην ίδια την διαμόρφωση δίκαιων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, σκιαγραφούνται διάφορα είδη δικαιοσύνης.

1. H δικαιοσύνη της νομιμοφροσύνης. Αυτό είναι το χαμηλότερο είδος δίκαιων σχέσεων, το πιο συνηθισμένο στην αστική και δημόσια ζωή. Ένας νομιμόφρων άνθρωπος προσπαθεί στην ζωή του να τηρεί την ακριβή εκπλήρωση των κρατικών και αστικών νόμων που είναι δεσμευτικοί γι’ αυτόν και τους άλλους. Επιπλέον, συνήθως εκπληρώνει όλες τις προσωπικές του συμβάσεις και υποχρεώσεις με ακρίβεια και εγκαίρως. Πέραν όμως από αυτούς τους νομικούς κανόνες και όρια, με την έννοια των παραχωρήσεων και της συγκατάβασης, δεν κάνει ούτε ένα βήμα και μπορεί να αποδειχθεί στυγνός, αδιάκριτος και άκαρδος. Ένα τέτοιο άτομο δεν διαπράττει «παρανομία», δεν παραβιάζει νόμους – αλλά θα πάρει αυτό που του ανήκει και δεν θα υποχωρήσει σε κανέναν, ακόμα κι αν ο πλησίον του υποφέρει εξαιτίας αυτού. Φυσικά, στην εποχή μας, ακόμη και τέτοιοι νομιμόφρονες άνθρωποι εξακολουθούν να είναι σχετικά αξιοπρεπείς, επειδή εκτελούν τα καθήκοντά τους με ειλικρίνεια. Ωστόσο, είναι σαφές σε όλους ότι για έναν Χριστιανό αυτό το είδος σχέσης είναι πολύ ανεπαρκές, γιατί δεν είναι χριστιανικό, αλλά καθαρά παγανιστικό.

2. Η δικαιοσύνη της ορθότητας. Αυτό το είδος δικαιοσύνης είναι ηθικά πολύ υψηλότερο από το προηγούμενο. Ορθό άνθρωπο αποκαλούμε εκείνον που στις σχέσεις του με τους άλλους προσπαθεί να ενεργεί όπως πρέπει, και όχι μόνο σύμφωνα με εξωτερικούς νόμους και έθιμα, αλλά γενικά, σύμφωνα με την συνείδησή του. Επομένως, είναι ήρεμος, ήμερος, ευγενικός και εξυπηρετικός σε όλους. Ανταποκρίνεται πρόθυμα σε ένα αίτημα για μια υπηρεσία και προσπαθεί να κάνει ό,τι υπόσχεται, συχνά απελευθερώνοντας έτσι άλλους ανθρώπους από δυσκολίες. Σε αντίθεση με τους ψυχρά νομιμόφρονες ανθρώπους, το να ζεις και να δουλεύεις με τόσο σωστούς, χρήσιμους ανθρώπους είναι εύκολο και ευχάριστο. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, όλα αυτά απέχουν πολύ από τον Χριστιανισμό, αφού μια τέτοια ευγένεια και ανταπόκριση δεν είναι πάντα σταθερή και πιστή στον εαυτό της, και, το πιο σημαντικό, σύντομα ξεθωριάζει και μαραίνεται (όπως λένε «σβήνει»). Και τότε το άτομο, που εξωτερικά φαίνεται και παραμένει σωστός και ευγενικός στις σχέσεις του με τους ανθρώπους, συνήθως προσπαθεί να τους ξεφορτωθεί σύντομα και ευγενικά, να απαλλαγεί από τα αιτήματα και τις ανάγκες τους.

3. Ο πλήρης τύπος δικαιοσύνης είναι η χριστιανική δικαιοσύνη – η δικαιοσύνη της χριστιανικής καρδιάς. Η βασική, σοφή και ταυτόχρονα σαφής και κατανοητή αρχή της εκφράζεται στο Ευαγγέλιο με τα λόγια: «Πάντα οὖν ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιῆτε αὐτοῖς»[1]Και η Αποστολική Σύνοδος το επανέλαβε αυτό με αρνητική μορφή: «Μην κάνετε στους άλλους αυτό που δεν θέλετε να σας κάνουν» (Πράξεις 15:29)[2]. Έτσι, μη βάζετε στην ζωή κανένα ψέμα, κανένα ψεύδος, καμία δυσαρέσκεια, κανένα κακό. Όλοι οι άνθρωποι είναι πλησίον, μη τους κάνετε αυτό που δεν επιθυμείτε για τον εαυτό σας. Επιπλέον, όχι μόνο μην κάνετε το κακό, αλλά και να κάνετε το καλό, σύμφωνα με την συνείδησή σας, από καρδιάς, εμπνευσμένο από τον ευαγγελικό νόμο της αγάπης, του ελέους και της συγχώρεσης. Αν θέλετε να σας φέρονται εγκάρδια, ανοίξτε την καρδιά σας στον πλησίον σας. Και μην είστε εγωιστές, μη λαμβάνετε υπόψη μόνο τα δικαιώματά σας – όπως κάνουν οι νομιμόφρονες και οι ορθοί άνθρωποι – αλλά βάλτε το καλό και το ωφέλιμο του πλησίον σας πάνω απ’ όλα τα δικαιώματά σας, σύμφωνα με τον νόμο της χριστιανικής αγάπης.

Συμβαίνει συχνά και είθισται στην ζωή να είμαστε πολύ επιεικείς με τον εαυτό μας, και απαιτητικοί και αυστηροί απέναντι στους άλλους. Η χριστιανική δικαιοσύνη διδάσκει διαφορετικά. Ο Κύριος είπε: «Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς; Ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου…»[3]. Επομένως, οι ασκητές του Χριστιανισμού, που ήταν τόσο θλιμμένοι για τις αμαρτίες τους και υπήρξαν αλύπητα αυστηροί και απαιτητικοί με τον εαυτό τους, ήταν τόσο συγχωρητικοί και συγκαταβατικοί απέναντι στους άλλους, καλύπτοντας με στοργή και αγάπη τις αδυναμίες του πλησίον τους. Και γενικά, ο χριστιανικός κανόνας της ζωής μάς διδάσκει ότι στις θλιβερές περιστάσεις του βίου, όπως για παράδειγμα, σε διαμάχες, προβλήματα κ.λπ., να αναζητούμε την αιτία τους όχι στους άλλους, αλλά στον εαυτό μας: στην αγάπη μας για την αμαρτία, την αδιαλλαξία, την υπερηφάνεια και τον εγωισμό. Έτσι, η χριστιανική δικαιοσύνη απαιτεί από εμάς να είμαστε επιεικείς απέναντι στους άλλους. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό. Μας καλεί να δούμε σε κάθε άνθρωπο ακριβώς έναν αδελφό: έναν αδελφό εν Χριστώ, ένα αγαπημένο δημιούργημα και την εικόνα του Παντοδύναμου Θεού. Και ανεξάρτητα από το μέγεθος της πτώσης του άνθρωπου αυτού, ανεξάρτητα από το πόσο έχει αμαυρώσει την εικόνα του Θεού μέσα του με τις αμαρτίες και τις κακίες, πρέπει ακόμα να αναζητούμε την σπίθα του Θεού στην ψυχή του – όπως κατάφερε να κάνει ο Ντοστογιέφσκι στις «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων»[4] (από την εμπειρία του στα καταναγκαστικά έργα). «Οι αμαρτίες είναι αμαρτίες, αλλά η βάση στον άνθρωπο είναι η εικόνα του Θεού… Να μισείς την αμαρτία, αλλά να αγαπάς τον αμαρτωλό», είπε κάποτε ο [Άγιος] π. Ιωάννης της Κρονστάνδης…

Μαζί με τον σεβασμό στην προσωπικότητα του πλησίον, πρέπει να υπάρχει και εμπιστοσύνη σε αυτόν. Αυτό είναι ιδιαιτέρως απαραίτητο όταν ένας άνθρωπος αφού έχει διαπράξει ένα έγκλημα, έπειτα ομολογεί την ενοχή του με την ευαγγελική λέξη «μετανοώ» και υπόσχεται διόρθωση. Πόσο συχνά η καλή πρόθεση ενός τέτοιου μετανοημένου ανθρώπου αντιμετωπίζεται με δυσπιστία και ψυχρότητα· και τότε η καλή επιθυμία για διόρθωση εξαφανίζεται και αντικαθίσταται από πικρία και μια καταστροφική απόφαση: «Ω, καλά, τότε περιμένετε, θα σας δείξω ποιος είμαι, θα πάρω εκδίκηση…». Ποιος ευθύνεται για το θάνατο αυτής της ψυχής;… Αντίθετα, ένας ειλικρινής, στοργικός Χριστιανός προσπαθεί με χαρά να ανταποκριθεί στην καλή παρόρμηση του πλησίον του, τονίζοντας την πλήρη εμπιστοσύνη και τον σεβασμό του προς αυτόν και συχνά υποστηρίζοντας και επιβεβαιώνοντας τον καλό δρόμο σε όσους εξακολουθούν να διστάζουν και δεν έχουν ενισχυθεί. Φυσικά, μερικές φορές συμβαίνει ένας άνθρωπος που έχει υποσχεθεί να βελτιωθεί, να καταχράται την εμπιστοσύνη του πλησίον του είτε από αδυναμία θέλησης, είτε από συνειδητή επιθυμία να εξαπατήσει. Αλλά μπορεί αυτό να καταστείλει το αίσθημα εμπιστοσύνης και καλοσύνης προς τον πλησίον σε έναν Χριστιανό πιστό; Άλλωστε, είναι τέκνο και οπαδός του νόμου της χριστιανικής αγάπης· εκείνης της αγάπης για την οποία ο Απόστολος [Παύλος] είπε ότι «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει»[5].

(συνεχίζεται)


[1] Ματθ. ζ΄ 12.
[2] Το απόσπασμα αυτό δεν συναντάται στο ελληνικό κείμενο των Πράξεων. Στο ρωσικό κείμενο το απόσπασμα αυτό βρίσκεται ανάμεσα από το «ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καὶ αἵματος καὶ πνικτοῦ καὶ πορνείας» και το «ἐξ ὧν διατηροῦντες ἑαυτοὺς εὖ πράξετε. ἔῤῥωσθε». Όπως παρατηρεί ο σοφός ερμηνευτής και νεοφανής Πατέρας Αρχιεπίσκοπος Συρακουσών Αβέρκιος [της Ρωσικής Διασποράς, +1976] στην ερμηνεία του χωρίου το απόσπασμα αυτό (στο πρωτότυπο «не делать другим того, чего себе не хотят») «βρίσκεται μόνο σε λίγα αρχαία χειρόγραφα και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν το αναφέρει στην ερμηνεία του» (архиепископ Аверкин [Таушев], Четвероевангелие. Апостол: Руководство к изучению Священного Писания Нового Завета, Москва, 2005, σελ. 452).
[3] Ματθ. ζ΄ 5.
[4] Παραθέτουμε τον τίτλο με τον οποίο κυκλοφορεί στην ελληνική γλώσσα και αυτό το σπουδαίο έργο του μεγάλου ορθόδοξου Ρώσου συγγραφέα.
[5] Α  Κορ. ιγ΄ 7.