A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022

Ὁ ἐλευσόμενος στά ἔσχατα Ἀντίχριστος, Ἄνθρωπος καί ὄχι ἐνσάρκωση τοῦ Σατανᾶ ἤ πονηρό σύστημα

 τοῦ π. Νικηφόρου Νάσσου

ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία εἶναι γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους τό «Βιβλίον τῆς Ζωῆς», ἀποκαλύπτει-προφητεύει τήν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου στό τέλος τοῦ ἑβδοματικοῦ χωροχρόνου. Ὁ Ἀντίχριστος θά ἔρθει στόν κόσμο ὡς Μεσσίας, με ἑωσφορικό ἐγωϊσμό καί θά αὐτοανακηρυχθεῖ θεός. Τά Ἀποστολικά κείμενα καί τό τελευταῖο Βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, μαρτυροῦν ἀρίδηλα αὐτήν τήν πραγματικότητα τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Ἀντιχρίστου[1]. Ἐπιπλέον, καί ἀπό τήν Παράδοσή μας ἔχουμε τίς σχετικές μαρτυρίες περί τοῦ ἐλευσομένου στά ἔσχατα τυράννου τῆς ἀνθρωπότητος. Καί θά πρέπει νά εἶναι γνωστόν ὅτι Παράδοση γιά τούς Ὀρθοδόξους εἶναι ἡ διαχρονική Ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, «ὅ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καί ὑπό πάντων πιστεύεται», κατά ἕνα χαρακτηριστικό ὁρισμό[2]. Ἀπό πλευρᾶς Δογματικῆς σημειώνουμε, ὅτι τό περί Ἀντιχρίστου ζήτημα ἐντάσσεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐσχατολογία, ἡ ὁποία εἶναι ὁ περί ἐσχάτων λόγος, συγκεκριμένα ὁ λόγος πού ἀρχίζει μέ τήν ἀρχή τῶν ἐσχάτων γεγονότων καί περατώνει μέ τό τέλος τους. Ἡ Ἐσχατολογία ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς Δογματικῆς Διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας.

Α) Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΣΟΜΕΝΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐσχατολογία[3], ἀπό τά Βιβλικά καί Πατερικά κείμενα γίνεται λόγος περί τῆς ἐλεύσεως στά τελευταῖα χρόνια τῆς ἀνθρωπότητος, τοῦ «ἀνόμου», τοῦ «υἱοῦ τῆς ἀπωλείας», πού εἶναι ἀναμφιβόλως ὁ Ἀντίχριστος[4]. Γίνεται λόγος γιά τήν ἔλευσή του, τή μιαρά δράση του, τό ἄδοξο τέλος του, ὅπως καί τό χάραγμά του, τό ὁποῖο, κατά τή χαρακτηριστική ἔφραση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ  Ἰωάννου θά εἶναι, «τό ὄνομα τοῦ θηρίου, ἤ ὁ ἀριθμός τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ»[5]. Παρεπιμπτόντως νά σημειωθεῖ, ὅτι κάποιοι σήμερα προσδίδουν μεταφυσικές διαστάσεις σέ γεγονότα καί καταστάσεις, διαδίδοντας ὅτι ἤδη ἔχουμε σφραγισθεῖ. Ὅμως τό ἐσχατολογικό σφράγισμα τοῦ Ἀντιχρίστου προϋποθέτει τήν συνειδητή ἄρνηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, κάτι πού ἐπί τοῦ παρόντος δέν μᾶς ἔχει ζητηθεῖ, παρά τήν ἐπικρατοῦσα διάχυτη ἀντίληψη, ὅτι βρισκόμαστε κοντά στά λεγόμενα «σημεῖα τοῦ τέλους».

Ἐπιπλέον, στά κείμενα-μνημεῖα τῆς Ἁγιοπατερικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας γίνεται λόγος καί γιά τούς δύο Προφῆτες, πού κατά τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Πατερική Παράδοση θά εἶναι ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐνώχ, οἱ ὁποῖοι, μή γευθέντες εἰσέτι θάνατο, θά ἐμφανισθοῦν ἀπό τόν Κύριο στά ἔσχατα, γιά νά κηρύξουν ἐναντίον τοῦ ἀντιθέου ἔργου τοῦ «Θηρίου» καί τέλος θά θανατωθοῦν ἀπό αὐτόν[6]. Ὅλα αὐτά τά θέματα ἀναλύονται ἐν ἐκτάσει μέσα στήν Πατερική Γραμματεία μας. Στό παρόν κείμενο θά ἐξετάσουμε μία πτυχή τοῦ ζητήματος περί τοῦ Ἀντιχρίστου, αὐτήν πού ἀφορᾶ στήν ἀμφισβήτησή του ὡς ἀνθρώπου ἀπό κάποιους συγγραφεῖς στίς ἡμέρες μας.

Εἶναι γνωστόν, ὅτι μέσα στήν Ἱστορία τῆς θείας Οἰκονομίας ὑπάρχει σύγκρουση μεταξύ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἀκαθάρτου πνεύματος, τοῦ Διαβόλου. Ἡ σύγκρουση εἶναι διαχρονική καί σέ διάφορες και ἀλλεπάλληλες φάσεις πραγματοποιούμενη. Πρόκειται για μιά συνεχῆ πάλι μεταξύ φωτός καί σκότους, μεταξύ κτιστοῦ πλάσματος (ἀποστατημένου) και Ἀκτίστου Θεοῦ. Ὅμως, κατά τούς ἐσχάτους χρόνους τοῦ ἑβδοματικοῦ χωροχρόνου, θά λάβει χώρα μία γενικευμένη ἐπίθεση τοῦ Διαβόλου ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καί αὐτή θά ἐκδηλωθεῖ (πέραν τῆς γενικῆς Ἀποστασίας τῶν καιρῶν) καί διά μέσου ἑνός ἀνθρώπου, πού θά ἔχει μέσα του τή μεγαλύτερη ἐνέργεια τοῦ Διαβόλου. Αὐτόν τόν συγκεκριμένο ἄνθρωπο ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὀνομάζει «Ἀντίχριστο». Γράφει ὁ ἠγαπημένος Μαθητής στήν πρώτη Καθολική του Ἐπιστολή: «Παιδία…καί καθώς ἠκούσατε ὅτι ὁ Ἀντίχριστος ἔρχεται, καί νῦν ἀντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν…»[7]. Ἐδῶ σαφέστατα ὁ Ἰωάννης προφητεύει τήν μελλοντική ἔλευση τοῦ μεγάλου Ἀντιχρίστου, τόν ὁποῖο διακρίνει ἀπό τούς μικρούς ἀντιχρίστους. Ὅπως οἱ μικροί ἀντίχριστοι εἶναι ἄνθρωποι, ἔτσι ἄνθρωπος θά εἶναι καί ὁ μέγας Ἀντίχριστος! Ἐπίσης ὁ Ἰωάννης δέν λέγει: «θά ἔρθει ὁ Διάβολος», ἀφοῦ ὁ Διάβολος εἶναι πάντοτε παρών στόν κόσμο, ὡς «κοσμοκράτωρ».

Στή συνέχεια, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος κάνει λόγο καί αὐτός περί ἀνθρώπου – Ἀντιχρίστου καί τόν ἀποκαλεῖ «ἄνθρωπον τῆς ἁμαρτίας» καί «υἱόν ἀπωλείας». Γράφει τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ στήν Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή του: «Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ ἀντικείμενος καί ὑπεραιρόμενος ἐπί πάντα λεγόμενον Θεόν ἤ σέβασμα, ὥστε αὐτόν εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ, ὡς Θεόν καθίσαι, ἀποδεικνύντα ἑαυτόν ὅτι ἐστί Θεός»[8].

Κατά ταῦτα, ὁ ἐλευσόμενος στά ἔσχατα Ἀντίχριστος θά εἶναι ἕνας συγκεκριμένος ἄνθρωπος, ὑπαρκτό καί ἱστορικό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί ὄχι πνεῦμα. Ὁ Ἀντίχριστος, ὅπως ὀρθά ἔχει παρατηρηθεῖ, «δέν θά εἶναι μία ἐνσάρκωση τοῦ διαβόλου, κατά τό πρότυπο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, μάλιστα, διευκρινίζουν ὅτι δέν μπορεῖ ὁ ἀντίχριστος νά εἶναι ἐνσάρκωση τοῦ διαβόλου σέ ἕνα συγκεκριμένο ἀνθρώπινο πρόσωπο, διότι αὐτή καθεαυτή ἡ <ἐνσάρκωση> εἶναι μία διαδικασία ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπο… Ὁ ἀντίχριστος, ἑπομένως, δέν μπορεῖ να εἶναι ἐνσάρκωση τοῦ διαβόλου, διότι ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά ἀγαπήσει τον ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου μάλιστα εἶναι προαιώνιος ἀντίπαλος καί θανάσιμος ἐχθρός του»[9].

Τά Πατερικά κείμενα τῶν Ἁγίων μας, στοιχούμενα πρός τή Βιβλική Διδασκαλία, κάνουν λόγο καί αὐτά περί ἀνθρώπου – Ἀντιχρίστου. Θά εἶναι ἐκεῖνος ὁ μιαρός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θά ἔχει μέσα του ὅλη τή σατανική δύναμη καί ἐνέργεια. Ἡ Πατερική, διαχρονική συμφωνία, ὅπως τήν κωδικοποιεῖ τόν 8ο αἰῶνα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, μαρτυρεῖ σαφέστατα, ὅτι ὁ ἐλευσόμενος τύραννος τῆς ἀνθρωπότητος στά ἔσχατα,  θά εἶναι ἄνθρωπος καί ὄχι ἰδέα, ἤ πνεῦμα, ἤ σύστημα. Πολλοί εἶναι οἱ ἀντίχριστοι πού θά ὑπάρξουν στήν ἱστορία σέ κάθε ἐποχή. Ὅμως, ἕνας θά εἶναι ὁ Ἀντίχριστος τῶν ἐσχάτων. «Ἰδιοτρόπως καί ἐξαιρέτως Ἀντίχριστος λέγεται ὁ ἐπί τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰῶνος ἐρχόμενος», γράφει ὁ ἱερός Δαμασκηνός[10]. Καί δέν ἀμφιβάλλει γιά τήν ἔλευσή του, ἀλλά ρωμαλέα καί ἀποφαντικά γράφει: «Χρή γινώσκειν, ὅτι δεῖ τόν ἀντίχριστον ἐλθεῖν»[11].

Αἰῶνες πρίν τόν ἅγιο Δαμασκηνό, ὁ χρυσορρόας Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, στήν Ὁμιλία του στήν Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή τοῦ Παύλου, διερωτᾶται καί ἀπαντᾶ διαυγῶς ἐπί τοῦ θέματος: «Τίς δέ οὗτός ἐστιν; ἄρα ὁ σατανᾶς; οὐδαμῶς. Ἀλλ᾿ ὡς ἄνθρωπός τις πᾶσαν αὐτοῦ δεχόμενος τήν ἐνέργειαν»[12].

Ὁ μιαρός Ἀντίχριστος θά προσπαθήσει νά μιμηθεῖ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί θά ἀποτελέσει ἕνα κακέκτυπο μιμήσεως τοῦ Θεανθρώπου. Θά ἔρθει «ἐν σχήματι ἀνθρώπου», ὅπως ὁ Χριστός, ἀλλά θά γεννηθεῖ «ἐκ πορνείας», κατά τή μαρτυρία τῶν Ἁγίων[13].

Ἄς δοῦμε, ὅμως, κάποιους χαρακτηρισμούς, πού ἀποδίδονται ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες στό μιαρό πρόσωπο τοῦ Ἀντιχρίστου. Μέσα ἀπό αὐτούς ἀποδεικνύεται ἡ διαχρονική συμφωνία περί ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου ὡς ἀνθρώπου, στά ἔσχατα τοῦ ἑβδοματικοῦ χωροχρόνου. Ὁ Ἀντίχριστος, ὁ ὁποῖος ἤδη στά Βιβλικά κείμενα ἀποκαλεῖται ὡς τό «βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως»[14], ἀπό Ἁγίους Πατέρες ἀποκαλεῖται ὡς: «κοσμοπλανής»[15]«ἄνομος»«ἀποστάτης»,«φονεύς»«ληστής»«ἀνακεφαλαίωσις πάσης ἀδικίας καί παντός δόλου»[16], «θεομάχος»«παμμίαρος»«τύραννος»«μιαρός»[17]. Ὁ Μέγας Φώτιος, σέ Ὁμιλία του Εἰς τό κατά Ἰωάννην, ἀποκαλεῖ τόν Ἀντίχριστο «τρισάθλιον ἄνθρωπον» (ἄρα ἄνθρωπο)[18].

Β) ΛΟΓΟΙ ΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ

Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν καί γιά τούς λόγους, ἕνεκα τῶν  ὁποίων θά ἔρθει ὁ Ἀντιχριστος στά τέλη τῆς Ἱστορίας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐξηγεῖ γενικά σέ μία θαυμάσια Ὁμιλία του γιατί ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά ὑπάρχουν αἱρέσεις, γιά ποιό λόγο ὑπάρχει ὁ Διάβολος καί οἱ πονηροί ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ὑποσκελίζουν πολλούς. Μέσα σέ ὅλα αὐτά ἐντάσσει καί τό ζήτημα τῆς παραχωρήσει Θεοῦ ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου, θεωρῶντας το μᾶλλον ὡς κορυφαῖο γεγονός τῶν παραχωρουμένων κακῶν, μέ τή σχετική ἐρώτηση: «τίνος ἕνεκεν ὁ Ἀντίχριστος παραγίνεται». Τό παράθεμα ἐν προκειμένῳ εἶναι λίαν σημαντικό: «Εἰ δέ ζητοίης τίνος ἕνεκεν ταῦτα συνεχωρήθη (ἔχει παραχωρηθεῖ) καί μή τοῖς ἀρρήτοις τῶν οἰκονομιῶν αὐτοῦ λόγους παραχωροίης, ἀλλά ἐμελέτησας ἀεί πάντα περιεργάζεσθαι, ὁδῷ προβαίνων καί ἄλλα πολλά διαπορήσεις, οἷον, τίνος ἕνεκεν ἀφείθησαν αἱ αἱρέσεις, τίνος ἕνεκεν διάβολος… τίνος ἕνεκεν οἱ πονηροί τῶν ἀνθρώπων καί πολλούς ὑποσκελίζοντες· καί τό δή κεφάλαιον ἁπάντων τούτων, τίνος ἕνεκεν ὁ ἀντίχριστος παραγίνεται, ὁ τοσαύτην ἔχων δύναμιν πρός ἀπάτην»[19].

Στή συνέχεια ὁ ἱ. Χρυσόστομος διακρίνει δύο κατηγορίες λόγων/αἰτίων, ἕνεκα τῶν ὁποίων παραχωρεῖ ὁ Θεός τήν ἔλευση τοῦ «ἀνόμου» στόν κόσμο, κατά τή ζοφερά ἐποχή τῶν ἐσχάτων. Στήν πρώτη κατηγορία ἀνήκουν οἱ λόγοι ἐκεῖνοι, πού εἶναι φανεροί μόνο στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος οἰκονομεῖ μέ διαφόρους τρόπους τά καθ᾿ ἡμᾶς. Αὐτοί οἱ λόγοι εἶναι οἱ περισσότεροι. Στή δεύτερη κατηγορία ἀνήκουν οἱ λόγοι, πού εἶναι γνωστοί καί σέ μᾶς τούς ἀνθρώπους[20]. Οἱ γνωστοί λόγοι ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου, κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο εἶναι οἱ ἑξῆς, τούς ὁποίους ἀναφέρουμε ἐπιγραμματικά: Α) Ἡ πλήθυνση τῆς ἀνομίας καί ἀσεβείας τοῦ κόσμου, Β) Ἡ ἀνάδειξη τῆς ἀρετῆς τῶν δικαίων καί Γ) Ὁ ἔλεγχος τῆς μοχθηρίας τῶν Ἰουδαίων καί τοῦ Ἀντιχρίστου[21].

Σχετικά μέ τόν τρίτο λόγο θά σημειώσουμε, ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἀναφέρει τήν μελλοντική πίστη τῶν Ἰουδαίων στόν ἐλευσόμενο Ἀντίχριστο, ὡς ἀπόδειξη τῆς ἀγνωμοσύνης καί μισοθεΐας τῶν Θεοκτόνων. Τό ἀκοῦμε στήν Εὐαγγελική περικοπή τοῦ Ἰωάννου. Ἦλθα, λέγει ὁ Κύριος, ἐγώ, στό ὄνομα τοῦ Πατέρα μου καί δέν μέ δεχθήκατε. Ὅταν θά ἔρθει ἄλλος στό ὄνομα τοῦ ἑαυτοῦ του, αὐτόν θά τόν δεχθεῖτε. «Ἐγώ ἦλθον ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός μου καί οὐ λαμβάνετέ με·ἐάν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε»[22]. Καί ἐρωτᾷ ἐπ᾿ αὐτοῦ ὁ Χρυσόστομος: «Ποῖον ἐννοεῖ δέ, ὅτι θά ἔλθῃ ἐξ᾿ ὀνόματος τοῦ ἑαυτοῦ του; Ἐδῶ ὑπαινίσσεται τόν Ἀντίχριστον καί παρουσιάζει ἀναμφισβήτητον ἀπόδειξιν τῆς ἀσεβείας των (Ἰουδαίων)»[23]. Πόσο σαφέστερα νά διατυπώσουν οἱ πεφωτισμένοι Πατέρες μας τήν ἀλήθεια τῶν Εὐαγγελικῶν λόγων!;

Τελικῶς, τό συμπέρασμα πού ἐξάγεται ἀβιάστως ἐκ τῶν ἀνωτέρω, εἶναι ὅτι Πρῶτος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, τό ἀψευδές στόμα, ἐλέγχοντας τήν ἀγνωμοσύνη τῶν Ἰουδαίων, διεκήρυξε ὅτι θά ἔρθει στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος ὁ Ἀντίχριστος. Ἔπειτα οἱ Ἅγιοι συγγραφεῖς καί ἑρμηνευτές ἀνέπτυξαν καί διεσάφησαν τά Κυριακά, ἀλλά καί τά Ἀποστολικά λόγια, τά ἀφορῶντα στήν ἐμφάνιση τοῦ «υἱοῦ τῆς ἀπωλείας». Πρόκειται, ἑπομένως, γιά ζήτημα πίστεως, στό ὁποῖο ἰσχύει ἡ διαχρονική συμφωνία τῶν Πατέρων (τό λεγόμενο consensus patrum)[24], θέμα Δογματικό καί ὄχι θεολογούμενο, ἤ ἀμφιβαλλόμενο!

Γ) ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΣΟΜΕΝΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Δυστυχῶς, πρέπει νά ὁμολογήσουμε, ὅτι στήν παροῦσα ἐποχή τῆς γενικευμένης Ἀποστασίας, παραθεωρεῖται ἡ ὀρθή Διδασκαλία, «καταπεφρόνηται τά τῶν Πατέρων δόγματα», ὅπως θά ἔλεγε ὁ Μ. Βασίλειος[25]. Καί ἀντί τούτων, εἰσάγονται διάφορες θεωρίες καί φιλοσοφίες, κατά τό δοκοῦν ἑρμηνεῖες, ἀρεστές πάντως στή «Νέα Ἐποχή»….

Κατά καιρούς, λοιπόν, διάφοροι θεολόγοι καί θεολογοῦντες, κληρικοί καί λαϊκοί ἀποφαίνονται λίαν σφαλερῶς, ὅτι ὁ Ἀντίχριστος δέν θά εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλά ἰδέα, τό κακό, ἡ ἐξαπλωμένη ἁμαρτία στόν κόσμο κ.λπ. Τώρα πλέον βλέπουμε τίς ἀπόψεις αὐτές νά διατυπώνονται καί σέ Ἀκαδημαϊκό ἐπίπεδο. Συγκεκριμένα, στή νέα ἔκδοση τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπό τήν Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ ἐπιμελητής τῆς ἀποδόσεως τοῦ κειμένου στή νεοελληνική, καθηγητής (ὁμότιμος) Χρ. Βούλγαρης προβαίνει σέ αὐθαίρετη ἑρμηνεία τῶν περί τοῦ Ἀντιχρίστου ἀπό την Β΄ Πρός Θεσσαλονικεῖς καί στό Γλωσσάριο πού παραθέτει στό τέλος μεταφράζει τό «Ἀντίχριστος» σέ «σατανᾶς». Γράφει συγκεκριμένα: «Ἀντίχριστος. Ὁ σατανᾶς, ὁ ὁποῖος στίς ἔσχατες ἡμέρες θά προηγηθεῖ τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ γιά νά παραπλανήσει τούς ἀνθρώπους»[26]. Ὅμως, ὁ σατανᾶς προηγεῖται καί τῆς Πρώτης Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὡς πνεῦμα ἀκάθαρτο ὑπάρχει καί δρᾶ αἰῶνες τώρα μέσα στήν Ἱστορία! Πόθεν, ἄραγε, ἀρύεται ὁ κ. καθηγητής αὐτές τίς ἑρμηνεῖες; Τό σημαντικό εἶναι ὅτι και μέσα στό κείμενο, κατά τήν ἀπόδοση στή νεοελληνική, λανθάνει ὁ ἐν λόγῳ καθηγητής. Στό δεύτερο Κεφάλαιο τῆς Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολῆς τοῦ ἀπ. Παύλου, στίχ. 3, τό πρωτότυπο κείμενο λέγει: «Μή τις ὑμᾶς ἐξαπατήσῃ κατά μηδένα τρόπον· ὅτι ἐάν μή ἔλθῃ ἡ ἀποστασία πρῶτον καί ἀποκαλυφθῇ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας». Ὁ θεορρήμων Παῦλος ὁμιλεῖ σαφέστατα περί ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θά ἀποκαλυφθεῖ, ἀφοῦ ἐπικρατήσει ἡ ἀποστασία στόν κόσμο.

Ὁ καθηγητής Χρ. Βούλγαρης, ὅμως, μεταφράζει τό «ἄνθρωπος» σέ «σατανᾶς». Γράφει στήν ἀπόδοση τοῦ κειμένου: «Προσέξτε νά μή σᾶς ξεγελάσει κανείς κατά κανένα τρόπο. Ἡ ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ δέν θά ἔρθει, ἄν προηγουμένως δέν ἔρθει ἡ ἀποστασία καί δέν φανερωθεῖ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας (ὁ σατανᾶς)»[27]. Ἄλλο ὅμως ἄνθρωπος, καί ἄλλο σατανᾶς. Πρός τί, ἄραγε, αὐτή ἡ αὐθαίρετη ἑρμηνεία; (Σέ ἀντίθεση μέ τήν ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τοῦ Ν. Σωτηροπούλου, ὁ ὁποῖος στόν στίχ. 3 τοῦ ἐν λόγῳ Κεφαλαίου, γράφει: «ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας (ὁ Ἀντίχριστος)»[28].

Ἐπιπλέον, ἡ παροῦσα θέση τοῦ καθηγητοῦ ἔρχεται σέ ἀντίφαση μέ τήν (ὀρθή) ἑρμηνεία του στόν στίχ. 9 τοῦ ἰδίου Κεφαλαίου. Τό πρωτότυπο κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς: «Οὗ ἐστιν ἡ παρουσία κατ᾿ ἐνέργειαν τοῦ σατανᾶ ἐν πάσῃ δυνάμει καί σημείοις καί τέρασι ψεύδους». Ἡ ἀπόδοση τοῦ καθηγητοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς: «Ἡ ἔλευση τοῦ ἀνόμου θά συντελεστεῖ μέ τήν ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ μέ ὅλη τή δύναμη καί μέ ψευδῆ σημεῖα καί τέρατα»[29]. Ἡ ἀπόδοση αὐτή εἶναι ὀρθή, ἀλλά ἐκθέτει τόν καθηγητή, διότι στά προλεχθέντα ἑρμηνεύει τόν «ἄνθρωπο» καί «ἄνομο» τῆς Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς ὡς τόν «σατανᾶ», ἐνῶ ἐδῶ λέγει ὅτι ἡ ἔλευση τοῦ ἀνόμου θά συντελεστεῖ μέ τή δύναμη τοῦ σατανᾶ. Πῶς, ὅμως, ὁ σατανᾶς θά ἔχει ὡς σύμμαχό του τόν… ἑαυτό του; Εἶναι καταφανής ἡ ἀντίφαση. Τό συμπέρασμα πού ἀβιάστως ἐξάγεται εἶναι ὅτι ὁ ἐλευσόμενος «ἄνομος», σύμφωνα μέ τά Βιβλικά καί Πατερικά κείμενα θά εἶναι ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θά ἔχει τή δύναμη καί ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ καί θά στηριχθεῖ ἀπό αὐτόν μέ ψευδῆ σημεῖα καί τέρατα. Διαφορετικά, οὔτε κἄν στοιχειώδης λογική δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ ἔλευση σατανᾶ, μέ τήν ἐνέργεια καί βοήθεια τοῦ σατανᾶ!…

Εἶναι, ὅμως, ἀπορίας ἄξιον τό γεγονός, ὅτι ἡ Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀφενός μέν ἐκδίδει τήν πολύ ἀξιόλογη μελέτη τοῦ Μητροπολίτου Ἀχελώου Εὐθυμίου Στυλίου, μέ τίτλο: Τό μυστήριο τῆς 8ης ἡμέρας, ὅπου ὁ συγγραφεύς κάνει εἰδική ἀναφορά στό ζήτημα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου καί μέ ἀδιάσειστα ἐπιχειρήματα ἀποδεικνύει ὅτι αὐτός θά εἶναι ἄνθρωπος, ἀφετέρου δέ, ἐκδίδει τήν Καινή Διαθήκη μέ νεοελληνική ἀπόδοση τοῦ κειμένου ἀπό τόν καθηγητή Χρ. Βούλγαρη, ὁ ὁποῖος γράφει σαφῶς ὅτι ὁ ἐλευσόμενος Ἀντίχριστος θά εἶναι, ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλά πνεῦμα, δηλ. ὁ διάβολος!

Τήν ἀντορθόδοξη θεωρία περί Ἀντιχρίστου ὡς τοῦ σατανᾶ, ἤ ἰδέας, ἤ συστήματος, ἤ ὡς τῆς ἀποστασίας γενικά ἔχουν ἐγκολπωθεῖ καί ἄλλοι καθηγητές Ἀκαδημαϊκοί, ὅπως λ.χ. ὁ Γ. Πατρῶνος. Ὁ συγκεκεριμένος καθηγητής, στό βιβλίο του Θεολογία καί ὀρθόδοξο βίωμα, ἀφοῦ προβαίνει σέ δικές του ἑρμηνεῖες, μή ἐρειδόμενες στήν Πατερική Παράδοση, γράφει ὅτι «ἡ λέξη ἀντίχριστος εἶναι ἕνας τεχνικός ὅρος, πού φανερώνει τό καταστροφικό ἔργο τοῦ δαίμονα, ἕνα φριχτό ἔργο ἀνομίας, ἀπάτης, ἐρημώσεως και ἀπωλείας»[30].

Βλέπουμε δυστυχῶς στίς ἡμέρες μας τή θεολογική αὐθαιρεσία νά ἐπιπολάζει. Βλέπουμε νά διαδίδονται ἀπόψεις καί ἑρμηνεῖες περί τά ἐσχατολογικά (ὅπως καί σέ ἄλλα σοβαρά θεολογικά ζητήματα), οἱ ὁποῖες δέν συνάδουν μέ τήν ὀρθόδοξη Θεολογία καί Παράδοση, ἀλλά μέ τίς διάφορες ἀκαδημαϊκές εἰκοτολογίες, πού κάποιοι Ἕλληνες καθηγητές διδάχθηκαν στά Πανεπιστήμια τῆς Δύσεως καί κατόπιν τίς μετέφεραν στίς ἐνταῦθα Σχολές μέσῳ τῶν κειμένων καί μελετῶν τους. Ὅμως, ὀφείλουμε οἱ Ὀρθόδοξοι νά μήν εὑρεσιολογοῦμε, ἀλλά νά στηριζόμαστε στίς Ἅγιες Γραφές, σύμφωνα βεβαίως μέ τήν Πατερική ἑρμηνεία καί κατανόησή τους, ὅπως μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων. «Ταῦτα δέ διδάσκομεν οὐχ εὑρεσιολογοῦντες, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν θείων ἐκκλησιαζομένων Γραφῶν…»[31].

Δ) ΧΙΛΙΑΣΤΙΚΗ ΠΛΑΝΗ ΠΕΡΙ ΜΗ ΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ

ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Εἶναι σημαντικό, γιά τό θέμα πού ἐξετάζουμε, νά τονισθεῖ ὄτι ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ Ἀντιχρίστου ὡς ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ἐσχατολογικό δόγμα τῶν Χιλιαστῶν – (ψευδο)μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ.

Ὁ φιλόλογος καί ἀντιαιρετικός συγγραφεύς, Θεόδωρος Ζιώγας, στό βιβλίο του μέ τίτλο: «Μετάφραση Νέου κόσμου» – Ἡ Διαστρεβλωμένη «Ἁγία Γραφή» τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» (Ἀθήνα 2010), παρέχει ἀρκετά στοιχεῖα περί τοῦ θέματος, ἐκ τῶν ὁποίων ἀρυόμαστε ἕνα σημαντικό, δηλωτικό τῆς πλάνης καί διαστροφῆς τῶν Ἰεχωβιτῶν. Παραθέτουμε ἀπό τό βιβλίο τοῦ ἐν λόγῳ συγγραφέως τά ἀκόλουθα:

«Ἰωάν. Ε΄, 43. Ἐκκλ. Κείμενο. «Ἐγώ ἦλθον ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός μου καί οὐ λαμβάνετέ με· ἐάν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε». Ὁ Ἰησοῦς ἀπευθύνεται στούς Ἰουδαίους, στίχ. 17-42, καί τούς ἀποκαλύπτει ὕψιστες ἀλήθειες γιά τό Πρόσωπό του καί τή σχέση του μέ τόν Θεό Πατέρα. Στό στίχ. 43 τούς λέγει. Ἐγώ ἦρθα στό ὄνομα τοῦ Πατέρα μου καί δέν μέ δέχεσθε… Ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει-προφητεύει γιά τήν ἔλευση τοῦ μεγάλου Ἀντιχρίστου. Ὁ Ἀντίχριστος θά ἔρθει ὡς Μεσσίας-Χριστός, μέ ἑωσφορικό ἐγωϊσμό καί θ᾿ ἀνακηρυχθεῖ Θεός. Β΄ Θεσ. Β΄4-6, Α΄ Ἰωάν. Β΄18, Ἀποκ. ΙΓ΄Κεφάλαιο. Βλ. κείμενο. Τό «ἐάν» στήν ἀρχή τοῦ στίχ. 43 ἔχει τήν ἔννοια τοῦ «ὅταν». Αὐτό εὔκολα γίνεται κατανοητό ἀπό τή συνέχεια τοῦ λόγου, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς χρησιμοποιεῖ χρόνο μέλλοντα, «λήψεσθε», θά τόν δεχθεῖτε… Οἱ Ἑβραῖοι μετά τήν ἐπανίδρυση τοῦ κράτους τοῦ Ἰσραήλ καί τήν ἐπανάκτηση τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐναγώνια προσδοκοῦν τήν ἔλευση τοῦ «Μεσσία» τους, τοῦ Ἀντιχρίστου δηλαδή. Ἰωάν. 5: 43. Ἡ «Σκοπιά» μετέφρασε στή ΜΝΚ, σελ. 1328, ὡς ἑξῆς: «Ἐγώ ἔχω ἔρθει στό ὄνομα τοῦ Πατέρα μου, ἀλλά δέν μέ δέχεστε· ἄν κάποιος ἄλλος ἐρχόταν ἐξ᾿ ὀνόματος τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐκεῖνον θά τόν δεχόσασταν». Ἡ «Σκοπιά» μετέφρασε τό «ἐάν» τοῦ κειμένου ὡς «ἄν». Στή συνέχεια διέστρεψαν τό νόημα τῶν λόγων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μετέφρασαν τό ρῆμα τοῦ κειμένου «ἔλθῃ» ἀπό ἀόριστο χρόνο σέ χρόνο παρατατικό «ἐρχόταν» καί τό ρῆμα τοῦ κειμένου «λήψεσθε» ἀπό μέλλοντα σέ χρόνο παρατατικό, θά τόν «δεχόσασταν»… Μέ τήν ἀλλαγή τῶν χρόνων τῶν δύο ρημάτων ἀλλοιώνεται τελείως τό νόημα τοῦ ἐδαφίου. Σύμφωνα μέ τό κείμενο, ὁ Ἰησοῦς σαφέστατα προφητεύει τήν μελλοντική ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου καί τήν ἀποδοχή του ἀπό τούς Ἰουδαίους. Τό νόημα στή ΜΝΚ εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς μίλησε καθαρά ὑποθετικά γιά ἔλευση ἄλλου Μεσσία. Ὁ ἀναγνώστης-ὀπαδός-θῦμα τῆς «Σκοπιά», ὅταν διαβάζει τό ἐδάφιο, ὅπως εἶναι στή ΜΝΚ, παραπλανᾶται καί ὁδηγεῖται στήν ἑρμηνεία ὅτι δέν θά ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος ὡς πρόσωπο! Οἱ «ἅγιοι» τῆς «Σκοπιά» μέ τήν ἀνωτέρω διαστροφή «προσάρμοσαν» καί αὐτό τό ἐδάφιο στήν πλάνη-κακοδοξία τους ὅτι δέν θά ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος ὡς πρόσωπο, ἀλλά εἶναι τό Θρησκευτικό-πολιτικό καί οἰκονομικό σύστημα»[32].

Ἰδού λοιπόν, ἔχουμε καί ταύτιση τῶν σημερινῶν θεωριῶν μέ τήν πλάνη τῶν (ψευδο)μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, ὅτι ὁ Ἀντίχριστος δέν θά εἶναι ἄνθρωπος.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΕ ΤΑ ΠΕΡΙ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἀναφορᾶς στό ζήτημα τοῦ ἐλευσομένου «ἀνόμου» ὡς ἀνθρώπου, μπορεῖ νά παρασχεθεῖ μία σύντομη ἀπάντηση σέ κάποιες ἄλλες θεωρίες (μᾶλλον ἀμπελοφιλοσοφίες) πού κυκλοφοροῦνται κατά καιρούς, περί τοῦ ὅτι δῆθεν οἱ Ἅγιοι Πατέρες δέν ἀσχολήθηκαν μέ τό ζήτημα τοῦ Ἀντιχρίστου, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀσχολοῦνται μόνο μέ τόν Χριστό κ.ἄ. παρόμοια.

Ἀποστομωτική στίς ἀνωτέρω θεωρίες εἶναι ἡ ΙΕ΄ Μυσταγωγική Κατήχηση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος, ὡς Ἅγιος Πατήρ, ἠσχολεῖτο μέ τά τοῦ Χριστοῦ, πολύ περισσότερο ἀπό ὅσο οἱ σημερινοί εὑρεσιολόγοι. Ἀσχολήθηκε ὅμως καί μέ τά περί τοῦ Ἀντιχρίστου.

Ἐκτός ἀπό τόν ἅγιο Κύριλλο Ἱεροσολύμων, ἕνας ἱκανός ἀριθμός Ἁγίων Πατέρων, ἀσχολήθηκαν μέ τό ζήτημα τοῦ Ἀντιχρίστου καί ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τούς Ἁγίους: Ἱππόλυτο Ρώμης, Ἀνδρέα Καισαρείας, Ἀρέθα Καισαρείας, Αὐγουστῖνο Ἱππῶνος, Ἱερώνυμο, Εἰρηναῖο Λουγδούνου, Ἐφραίμ τόν Σύρο, Οἰκουμένιο, Νεόφυτο πρεσβύτερο, Ἰωάννη Δαμασκηνό, Μ. Φώτιο, Νικόδημο Ἁγιορείτη, Κοσμᾶ Αἰτωλό. Ὅλοι αὐτοί συνέγραψαν, ἑρμήνευσαν, διεσάφησαν ἀρκετά περί τῆς ἐλεύσεως τοῦ ἀνόμου, τοῦ «υἱοῦ τῆς ἀπωλείας», ὁ δέ μνημονευόμενος μεγάλος Δογματολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, συγκεφαλαιώνοντας στήν ἐποχή του, ὅπως ἐλέχθη, ὅλη τήν πρό αὐτοῦ ἁγιοπατερική Παράδοση στό κλασικό ἔργο του Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, καταγράφει πεφωτισμένα τά περί τοῦ θέματος τοῦ Ἀντιχρίστου, τήν ὁποία καταγραφή ἀποδέχεται ἡ Ἐκκλησία ὡς θέσφατη καί ἀσφαλῆ.

Καί ἐμεῖς, ἄν θέλουμε νά εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», θά πρέπει νά μιμούμαστε καί τήν πορεία τους. Ἐν προκειμένῳ, ἐννοεῖται πώς ἀσχολούμαστε μέ τά τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχουν σωτηριολογική σημασία γιά ὅλους μας καί δέν τά ἀντικαθιστοῦμε μέ τά τοῦ Ἀντιχρίστου. Ὅμως, ἄν ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός δέν ἀσχολεῖται (μετρίως καί ὑγιῶς) καί δέν ἐνημερώνεται ἐπαρκῶς καί περί τῶν ἐσχατολογικῶν ζητημάτων, πῶς θά διαγνώσει πλάνες καί κακοδοξίες, πού κυκλοφοροῦνται στό χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας καί πῶς θά διακρίνει τό ἀληθές ἀπό τό ψευδές, ὅταν τό καλέσει τό καιρός;

Σφάλλουν, ἐν προκειμένῳ, ὅσοι κληρικοί παντός βαθμοῦ διακηρύσσουν ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι δέν θά πρέπει νά «καταγινόμαστε» μέ τά τοῦ Ἀντιχρίστου. Σφάλλουν, διότι κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, «χρή καί τά τῶν ἐχθρῶν εἰδέναι». Ὁμιλῶντας ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης κάποτε ἐκτεταμένα στό ποίμνιό του σχετικά μέ τόν διάβολο, ἐπισήμανε ὅτι δέν εἶναι μέν τοῦτο εὐχάριστο, ἀλλά εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀσχολούμαστε καί μέ τόν ἐχθρό, διότι εἶναι ἀσφαλές νά γνωρίζουμε σαφῶς τά πράγματα, τίς τέχνες καί τίς μεθοδεῖες του. «Ποιοῦμεν δέ τοῦτο, οὐκ ἐπειδή ἡδύς ἡμῖν ὁ περί τοῦ διαβόλου λόγος, ἀλλ᾿ ἐπειδή ἀσφαλής ἡμῖν ἡ περί τούτου διδασκαλία· ἐχθρός γάρ ἐστι καί πολέμιος· μεγάλη δέ ἀσφάλεια τά τῶν ἐχθρῶν εἰδέναι σαφῶς»[33].

Κατά ταῦτα, ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε καί τά ἐσχατολογικά, ὥστε νά εἴμεθα πάντοτε ἕτοιμοι γιά ὅλα, ὅταν τό καλέσει ὁ καιρός.

Τέλος, ἀξίζει νά παρουσιάσουμε τήν πολύ σπουδαία προτροπή τοῦ προαναφερομένου ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, πού τεκμηριώνει τά ἀνωτέρω πειστικότατα. Ὁ Ἅγιος, στίς περίφημες Κατηχήσεις του, ἐπισημαίνοντας τήν ἀνάγκη γνώσεως τῶν σημείων τῆς συντελείας ἀπό πλευρᾶς τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, γράφει: «Βλέπε τοίνυν σεαυτόν, ἄνθρωπε καί ἀσφαλίζουν τήν ψυχήν. Διαμαρτύρεταί σου ἡ Ἐκκλησία (σέ διαβεβαιώνει ἡ Ἐκκλησία) νῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, προδιαλέγεταί σοι τά περί τοῦ Ἀντιχρίστου πρίν παραγενέσθαι. Καί εἴτε ἐπί σοῦ γίνεται οὐκ οἴδαμεν, εἴτε μετά σέ γίνεται οὐκ οἴδαμεν. Καλόν δέ ἐστι ταῦτα εἰδότα σε προασφαλίσασθαι»[34].

Συνεπῶς, οὔτε ἀσχολούμαστε ἡμερονυκτίως μέ τόν Ἀντίχριστο, ἀλλά οὔτε παραθωροῦμε αὐτή τή σημαντική πτυχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐσχατολογίας, πού ἐμφαίνει τά πρό τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου «σημεῖα τοῦ τέλους», ὅπως ὁρίζονται ἀπό τήν Ἁγιογραφική καί Ἁγιοπατερική Παράδοσή μας. Τό πότε θα ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος δέν γνωρίζουμε. Μήν τολμήσεις ἄνθρωπε νά ἀποφανθεῖς πότε θά γίνουν ὅλα αὐτά, συμβουλεύει πάλι ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ἀλλά οὔτε πάλι νά κοιμηθεῖς, δηλ. νά ἐπαναπαυθεῖς! «Καί μή τολμήσῃς ἀποφήνασθαι τό πότε ταῦτα γίνεται. Μήτε πάλιν ὑπτίως κοιμηθῇς»[35].

Ὁ πιστός εἶναι πάντοτε ἕτοιμος, ἀναμένοντας τήν προσδοκωμένη Ὀγδόη, μεταϊστορική καί μεταχρονική Ἡμέρα…

ΙΟΥΛΙΟΣ 2022


[1]Ἰω. Ε΄ 43, Β΄ Θεσ. Β΄ 4-6, Α΄ Ἰω. Β΄ 18, Ἀπ. ΙΓ΄ Κεφ.

[2]Βικεντίου Λειρίνου, Commonitorium 2, P.L. 50, 640.

[3]Τό 2017 εἴχαμε ἐκπονήσει μία σχετική μελέτη με τίτλο: Ψηλαφώντας τήν Ὀρθόδοξη Ἐσχατολογία (ἐκδ. Ἑπτάλοφος, σελ. 312), ὅπου κατατίθεται ἡ Ὀρθόδοξη Δογματική Διδασκαλία περί τῶν Ἐσχάτων. Ἐκεῖ ὑπάρχει ἀρκετό ὑλικό γύρω ἀπό τό ζήτημα τοῦ Ἀντιχρίστου.

[4]Τό 2013 ἔχει κυκλοφορηθεῖ καί εἰδική μελέτη – Διδ. Δατριβή ἀπό τόν Β. Ταμιωλάκη μέ θέμα: Ἡ Διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Ἀντίχριστο. Θεωροῦμε ὅτι ἡ ἐν λόγῳ Διατριβή εἶναι πληρέστατη καί διεξοδικώτατη, μέ ἕνα μεγάλο πλῆθος παραπομπῶν στούς Ἁγίους Πατέρες καί ἑρμηνευτές τοῦ Βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως, ἀλλά καί τῶν Ἀποστολικῶν κειμένων, γύρω ἀπό τό ζήτημα τοῦ ἐλευσομένου Ἀντιχρίστου.

[5]Ἀπ. ΙΓ, 17.

[6]Γέν. Ε΄, 21-24 σέ συνδυσμό Ἑβρ. ΙΑ΄, 5, Β΄ Βασιλέων Β΄, 1, 11-12 (Ἑβρ.), Δ΄ Βασιλειῶν Β΄, 1, 11-12 (Ο΄), Μαλ. Δ΄, 5-6, Μτθ. ΙΖ΄, 11, Μρκ. Θ΄, 11, Ἀποκ. ΙΑ΄ 3-13.

[7]Α΄ Ἰω., Β, 18.

[8]Β΄ Θεσ. Β΄, 3-4.

[9]Μητροπολ. Ἀχελώου Εὐθυμίου Στυλίου, Τό μυστήριο τῆς 8ης ἡμέρας, Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐσχατολογία, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2015, σελ. 112-113.

[10]Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Περί Ἀντιχρίστου, Ἔκδοσις ἀκριβής…, σελ. 440.

[11]ὅ.π.

[12]Δογματική Π. Τρεμπέλα, Τόμ. Γ΄, σελ. 447, Μητρ. Εὐ. Στυλίου, ὅ.π. Τό μυστήριο τῆς 8ης ἡμέρας, σελ. 233.

[13]Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Περί Ἀντιχρίστου, βλ. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Εἰσαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια Ν. Ματσούκα, ἐκδ. Πουρναρᾶ Θεσσαλονίκη, 1989, σελ. 442: «…ἀλλ᾿ ἄνθρωπος ἐκ πορνείας τίκτεται».

[14]Δαν. 9, 27, Μτθ. 24, 15 καί τά παράλληλα αὐτοῦ. Βλ. Β. Ταμιωλάκη, Ἡ Διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Ἀντίχριστο (Διδ. Διατριβή), Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 334.

[15]Διδαχή τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, XVI4.

[16]Οἱ παρόντες χαρακτηρισμοί ἀποδίδονται ἀπό τόν ἅγιο Εἰρηναῖο στό ἔργο του, Ἔλεγχος…, βλ. παραπομπές στήν ἀνωτέρω Διατριβή, σελ. 334-335.

[17]Οἱ ἀνωτέρω χαρακτηρισμοί τοῦ Ἀντιχρίστου εἶναι τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἀπό τόν γνωστό Λόγο του, Εἰς τήν Παρουσίαν τοῦ Κυρίου, καί περί συντελείας τοῦ κόσμου, καί εἰς τήν παρουσίαν τοῦ Ἀντιχρίστου, βλ. Ἅπαντα Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, ἐκδ. «Τό περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1992, τόμ. Δ΄, Ὅ.π. Β. Ταμιωλάκη μνημ. ἔργ., σελ. 335-336.

[18]ὅ.π.

[19]Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Πρός τούς σκανδαλισθέντας, ΙΒ΄, PG 52, 508, ΕΠΕ 33, σελ. 570.

[20]Ὅ.π. ΕΠΕ 33, 570: «Εἰ δέ καί λόγον τινά ἐπιζητεῖς μαθεῖν, ἄκουε τόν ἡμῖν γνώριμον. Εἰσί μεν γάρ καί ἕτεροι πολλοί τῷ διαφόρως καί ποικίλως τά καθ᾿ ἡμᾶς πάντα οἰκονομοῦντι δῆλοι· ὅν δέ ἡμεῖς ἴσμεν οὗτός ἐστι τέως».

[21]Βλ. Β. Ταμιωλάκη, Ἡ Διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Ἀντίχριστο, σσ. 133-135.

[22]Ἰω. 5, 43.

[23]Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τό Κατά Ἰωάννην, Ὁμιλία ΜΑ΄, ΕΠΕ 13, 477 (μτφρ.).

[24]Πρέπει ἐδῶ νά σημειώσουμε, ὅτι στά κύρια θεολογικά ζητήματα ὐπάρχει συμφωνία στούς Ἁγίους Πατέρες, τούς «ἐξ᾿ ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντας», ἐνῶ σέ ἐπιμέρους, δευτερεύοντα θέματα ἐκφράζεται ἀπό μέρους των μία ἐλεύθερη, θά λέγαμε, προσωπική γνώμη.

[25]Βλ. Ἐπιστολή 90, ΕΠΕ 2, σελ. 20.

[26]Ἡ Καινή Διαθήκη, ἐκδ.Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Τό πρωτότυπο κείμενο κατά τήν ἔκδοση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μέ νεοελληνική ἀπόδοση ὑπό τοῦ Χρήστου Βούλγαρη, Ἄρχοντος Διδασκάλου τοῦ Εὐαγγελίου, Ὁμοτίμου καθηγητοῦ καί τ. Κοσμήτορος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, σελ. 1334.

[27]ὅ.π. Ἡ Καινή Διαθήκη, ἀπόδοση στή νεολληνική ὑπό Χρ. Βούλγαρη, σελ. 1057.

[28]Βλ. Ἡ Καινή Διαθήκη μέ μετάφραση Ν. Σωτηροπούλου, θεολόγου-φιλολόγου, Ἀθήνα 2012, σελ. 929.

[29]ὅ. π. σελ. 1059.

[30]Βλ. Γ. Πατρώνου, Θεολογία καί ὀρθόδοξο βίωμα, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1994, σελ. 174.

[31]Κατήχησις ΙΕ΄, ΙΓ΄, ΕΠΕ 2, 138-139.

[32]Θ. Ζιώγα, «Μετάφραση Νέου κόσμου» – Ἡ Διαστρεβλωμένη «Ἁγία Γραφή» τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» (Ἀθήνα 2010), σελ. 327-328.

[33]ΕΠΕ 31, 76.

[34]Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις ΙΕ, ΙΗ΄, PG 896 καί ΕΠΕ 2, 146. Βλ. Β. Ταμιωλάκη, Ἡ Διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκλησίας γιά τόν Ἀντίχριστο, Συμβολή στήν Ὀρθόδοξη Ἐσχατολογία, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 160.

[35] Κατήχησις ΙΕ΄, Δ΄, PG 33, 876, ΕΠΕ 2, 126.