Ε Ι Σ Η Γ Η Σ Ι Σ
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου
στὴν ἑορταστικὴ ἐκδήλωση τῆς Ἐκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος
γιὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας
στὸ Πολεμικὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν
24 Φεβρουαρίου 2020
«Ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας - Ἑορτὴ τῆς ἀνθρωπότητας»
Μακαριώτατε
Σεβασμιώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι Ἀρχιερεῖς·
Σεβαστοὶ Πρεσβύτεροι καὶ Διάκονοι·
Ὁσιώτατοι Μοναχοὶ καὶ Μοναχές·
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί·
Χαίρετε ἐν Κυρίῳ.
Εἰσαγωγὴ
Οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μὲ ἐμπειρία θεώσεως προσωπική, γνώση, ἱστορικὴ κατάρτιση, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ δυνατότητα τῆς προγνώσεως καὶ προληπτικῆς ἐπ’ αὐτῆς δράσεως, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς Θείας Φωτίσεως, ἀποφάσισαν.
Τί; Νὰ «δέσουν» καὶ νὰ «ἀσφαλίσουν» τὴν Πίστη μας «ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσι»(1), μὲ τὸ διαχρονικὰ καὶ κατὰ τὰ πάντα ὀρθόν. «Πίστη, σημαίνει, δέχομαι κάτι ὡς ἀληθές»(2). Σημαίνει ἀποκάλυψη τῆς Ἀλήθειας, ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν -γράφει τὸ Εὐαγγέλιο- καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»(3). Πίστη εἶναι ὁ ἐλευθερωτὴς Χριστός μας.
Θεμελίωσαν λοιπὸν τὸ δόγμα μας, τὴν ἐξ ἀποκαλύψεως Ἀλήθεια, στὴν ὁποία στηρίζεται ἡ Πίστη, πάνω στὴ γνήσια, αὐθεντική, ἀνόθευτη κι ἀναλλοίωτη Διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἦρθε γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο.
Γιατί; Γιὰ νὰ διασφαλίσουν τὴ Σωτηρία, τὴ δυνατότητα τῆς αἰωνίου ζωῆς, νὰ προστατεύσουν τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀναγεννημένο κι ἀπὸ τὸν Κύριο υἱοθετημένο, ὡς μέλος τοῦ Σώματός Του.
Ἔδεσαν τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία μὲ τὴ Μία καὶ Ἁγία Πίστη εἰς τὸν Τριαδικὸ Θεὸ -«ὅπως αὐτὸ μαρτυρεῖται εἰς τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ συμπληρώνεται στὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας»(4)- ὥστε νὰ διασφαλίσουν στὸν ἄνθρωπο τὴ δυνατότητα νὰ δοκᾶ ὀρθῶς, γιὰ νὰ μὴν προσδοκᾶ ματαίως.
Τὴ διασφάλιση τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς πρὸς τὴ σωστὴ καὶ εὐθεία κατεύθυνση πλοήγησης τῆς Ἐκκλησίας μας, πέτυχαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, μὲ τὰ πορίσματα, τοὺς ὅρους τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἡ σημαντικότητα τῶν ὁποίων εἶναι ἀντίστοιχη μὲ αὐτὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς(5). Ἐπισφράγισαν δὲ τὸν θρίαμβο τῆς Ἀλήθειας, ἐκείνης ποὺ μᾶς ἐλευθέρωσε, μὲ τὴν ἐπικύρωση τὸ 843 μ.Χ. τῶν ἀποφάσεων τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Αὐτό, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μνημονεύουμε καὶ ἑορτάζουμε πανηγυρικὰ σήμερα. Τὴν ἐπισφράγιση τῶν θεμελίων τῆς ἀπελευθέρωσής μας, τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς Πίστης ποὺ ὁδηγεῖ τὴν ἀνθρωπότητα στὴ Σωτηρία.
Αἵρεση
Ἐχθρὸς διαχρονικός, σοβαρὸς κι ἐπικίνδυνος τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπῆρξε ἀνέκαθεν ἡ ἐκ τῶν ἔσω νοθεία. Πῶς θὰ μποροῦσε διαφορετικὰ νὰ πολεμηθεῖ ἡ Ἀλήθεια; Πῶς μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθεῖ Αὐτός, τὸν Ὁποῖον εἴδαμε, ἀκούσαμε, ἀγγίξαμε; Αὐτός, ὁ Ὁποῖος ἀπέδειξε περίτρανα τόσο μὲ τὸν Ἐρχομό, ὅσο καὶ μὲ τὴ Ζωή, τὴν Ταφή ἀλλὰ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του ὅτι ὑπῆρξε;
Δὲν μπορεῖ. Κι ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθεῖ στὴν ὁλότητά Του, μπορεῖ ἁπλὰ νὰ πληγωθεῖ. Νὰ πληγωθεῖ ἡ ἀντίληψη καὶ ἡ θεώρησή μας γι’ Αὐτὸν καὶ συνεπῶς ἡ σχέση μας μαζί Του. Μιὰ πληγὴ ποὺ μακροπρόθεσμα θὰ ἔπληττε καὶ θὰ κατέστρεφε τὴν ἀνθρωπότητα. Μικρόβιο μολυσματικό, ποὺ δὲν σκοτώνει ἀκαριαῖα, ἀλλὰ σταδιακὰ ἐξαπλώνεται, μολύνει καὶ τελικὰ θανατώνει. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἵρεση, «ἡ καινοφωνία»(6), κι αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπός της. Νὰ πλήξει, νὰ καταστρέψει καὶ ν’ ἀφανίσει τὸ πλέον ἀγαπητὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλοιώνοντας τὴ σχέση του μαζί Του, ἀπομακρύνοντάς το ἀπὸ Ἐκεῖνον, καθιστώντας ἀναποτελεσματικὸ τὸ Σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας.
Καταστρεπτικὴ ἡ αἵρεση, τραγικός, θλιβερὸς ὑπερόπτης καὶ τελικὰ μισάνθρωπος ὁ θεμελιωτής της. «Ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο οἱ ἀκάθαρτοι δαίμονες. Δεύτεροι …. οἱ ἀρχηγοὶ τῶν αἱρέσεων»(7).
Ἡ πονηρὴ καὶ ὕπουλη αὐτὴ μέθοδος ἀφανισμοῦ μας, διὰ τῆς ἀνατροπῆς τῆς ζωντανῆς παραδόσεως, ἐκδηλώθηκε ἀπὸ τὰ πρῶτα κιόλας Χριστιανικὰ χρόνια. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας βρίθει ἀνατρεπτικῶν ἐφευρέσεων, αἱρετικῶν δηλαδὴ θέσεων καὶ ἀπόψεων, ποὺ συχνὰ ἔθεταν σὲ κίνδυνο τὴν ἑνότητα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ποὺ ὅμως πάντα ἀποδεικνύονταν ψευδεῖς.
Γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀπειλητικῶν αὐτῶν φαινομένων συνέρχονταν Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. Ἡ φύσις καὶ ὁ σκοπὸς τῆς Συνόδου, μιμούμενη τὴν πρώτη Ἁγιοπνευματικὴ Σύναξη τῶν Ἀποστόλων κατὰ τὴν Πεντηκοστή, ἀποκαλύπτει τὴ διάθεση ἑνώσεως τῆς Ἐκκλησίας μὲ πρότυπο τὴν Τριαδικὴ κοινωνία, ὑπὸ τὴν ἐνοποιὸ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀποτελεῖ τὴν αὐθεντικὴ πηγὴ τῆς σώζουσας Ἀλήθειας στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀποφάσεις τους ἔχουν ἀναμφιβόλως καθολικὴ ἀποδοχὴ ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας(8). «Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ὅπως ἀναφέραμε, προϋποθέτουν κρίσεις εἰς τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Κρίση σημαίνει ὅτι ἀπειλεῖται ἡ σωτηρία»(9). Ἡ σωτηρία ἀπειλεῖται ἐφόσον νοθεύεται ἡ Ἀλήθεια τῆς Πίστεως. Πῶς; Μέσω τῆς ἀπάνθρωπης αἵρεσης.
Ἱστορικὴ Ἀναδρομὴ
Ὁ δεσμός, ἡ συνέχεια καὶ ἡ ἀκολουθία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μεταξύ τους, διασφαλίζουν τὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως. «Ἐγγύησιν ἄλλωστε, διὰ τὴν ὕπαρξιν τοῦ χαρίσματος, τῆς αὐθεντικῆς πηγῆς τῆς ἀλήθειας, ἀποτελεῖ ἡ ἐν ὑπακοῇ ἀποδοχὴ τῶν προγενεστέρων πατερικῶν καὶ συνοδικῶν διδαγμάτων, καθὼς καὶ ἡ ἀβίαστος ἀποδοχή της ἀπὸ τὸ ἀδιάστροφον φρόνημα τῆς ἀνὰ τὸν κόσμον Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας»(10). Μέσα ἀπὸ μιὰ σύντομη ἀναδρομὴ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας γίνεται εὔκολα ἀντιληπτὸς ὁ δόλιος πόλεμος ποὺ ἡ Ὀρθοδοξία, καὶ συνεπῶς ὁ ἄνθρωπος, ὑπέστη ἀπὸ τὶς συνεχεῖς προσπάθειες διάβρωσης τῆς Ἀλήθειας.
Τὸν 4ο αἰῶνα ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της ἡ πρώτη πλανεμένη διατύπωση περὶ τῆς φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Διὰ στόματος Πρεσβυτέρου τῆς τότε τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἀμφισβητήθηκε ἡ θεία φύση Του, γεγονὸς ποὺ αὐτομάτως ἀναιροῦσε τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπορρέει καὶ ἡ δυνατότητα ἕνωσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ὁ «δόλιος ὄφις»(11), κατὰ τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο, ἄκουγε στὸ ὄνομα Ἄρειος. Ἡ πλανεμένη «διδασκαλία» τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀπήχηση ποὺ εἶχε τὸν καιρὸ ἐκεῖνο στὶς Χριστιανικὲς κοινότητες, κληροδότησε στὴν ἀνθρωπότητα ἴχνη, ἀπομεινάρια τῆς πλάνης ἕως καὶ σήμερα. Ἡ αἵρεση κατεστάλη μὲ τὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ., ὅπου περίτρανα ἀποδείχθηκε ἡ Ἀλήθεια.
Λίγο ἀργότερα, τὸ 381 μ.Χ. πραγματοποιήθηκε ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στὴν ὁποία καταδικάσθηκε α) ἡ νέα αἵρεση τῶν Μακεδονιανῶν, ποὺ ἀρνοῦνταν τὴ Θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, β) οἱ πλάνες ποὺ διέδιδαν οἱ Πνευματομάχοι Ἡμιαρειανοί, ὑπολειμματοφόροι τοῦ Ἀρειανισμοῦ, γ) καθὼς καὶ -μεταξὺ ἄλλων- ἡ αἵρεση τοῦ Ἀπολλινάριου(12), ἡ θέση τοῦ ὁποίου ἀνέδυε τεχνηέντως ἕνα σοβαρὸ σωτηριολογικὸ πρόβλημα.«Στὶς δύο αὐτὲς πρῶτες Συνόδους οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ Τριαδολογικὸ πρόβλημα»(13), τὸ 381 μ.Χ. δὲ διατυπώθηκε ἡ «Ὁμολογία τῆς Πίστεως»(14).
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος, τὸν ἑπόμενο κιόλας αἰῶνα, ὡς «θεμελιωτὴς» μιᾶς νέας αἱρέσεως, ἀμφισβήτησε τὴν ἄρρηκτη σχέση καὶ ἕνωση τῆς θεϊκῆς καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ θέση αὐτὴ στεροῦσε κι ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Παναγία μας τὴν ὀνομασία «Θεοτόκος». Τὴν ἀπαράδεκτη αὐτὴ πλάνη τοῦ Νεστοριανισμοῦ καταδίκασε ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου τὸ 431μ.Χ.
Σύντομα ὅμως, μὲ ἐκπρόσωπό της ἕνα Μοναχὸ καὶ μάλιστα Ἀρχιμανδρίτη στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸν Εὐτύχιο, μιὰ νέα θεωρία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Θεία κυριαρχοῦσε ἔναντι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ μας, ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της. Ἡ Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας τὸ 451 μ.Χ. κατέστειλε τὴ διάδοση τῆς νέας θεωρίας ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθε ὁ Μονοφυσιτισμός. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ διατήρησε καὶ διέσωσε τὸ σωτηριολογικὸ δόγμα, ποὺ εἶναι ἡ βάση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τὸ 553 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη πραγματοποιήθηκε ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, στὴν ὁποία καταδικάστηκαν οἱ διδασκαλίες τοῦ Εὐαγρίου, τοῦ Διδύμου, συγγραφέων μὴ Ὀρθοδόξων συγγραμμάτων παλαιότερων αἱρέσεων, καὶ βεβαίως τοῦ Ὠριγένη, φιλοσόφου τοῦ 3ου αἰῶνος.
Ἡ Θεολογία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ(15) ἦταν ἐκείνη πάνω στὴν ὁποία βασίστηκε ἡ ΣΤ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποὺ πραγματοποιήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 680 μ.Χ., καταδικάζοντας τὸ κίνημα τοῦ Μονοθελητισμοῦ.
Μεσολάβησε ἡ Πενθέκτη ἢ «Ἐν Τρούλῳ» Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ συμπλήρωσε τὰ ἀποτελέσματα τῶν δύο προηγούμενων Συνόδων ἕως τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ὅπως προκύπτει ἀπ’ ὅσα λέχθησαν «ἀπὸ τὴν Γ’ μέχρι τὴν ΣΤ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἔχουμε τὴν ἀντιμετώπιση ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας τοῦ Χριστολογικοῦ προβλήματος»(16).
Κορύφωση ἀποτέλεσε τὸ πρόβλημα τοῦ εἰκονισμοῦ τοῦ Θείου Λόγου. Ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὸ 787 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, καταδίκασε τὴν εἰκονομαχία, ἀποκαθιστώντας τὴ θέση τῶν Ἁγίων εἰκόνων στὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἀσφαλῶς στὴ συνείδηση, τὴν Πίστη καὶ τὴ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν.
Πανανθρώπινος ρόλος Ὀρθοδοξίας
Τὴν εἰκονομαχία προκάλεσαν ἐξουσιοθῆρες Αὐτοκράτορες, σὲ μιὰ περίοδο κρίσης τῆς Αὐτοκρατορίας, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν ἰσοπεδωτικὴ τότε δύναμη τοῦ Ἰσλὰμ καὶ τοῦ εὐρύτερου ἀσιατικοῦ πνεύματος τῆς ἐποχῆς, ποὺ ἐπιθετικὰ ἐξαπλωνόταν κι ἀπειλοῦσε ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο καὶ βέβαια τὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή. Ἡ δυναμικὴ ἑνός ἐνάντια στὴν εἰκόνα θρησκεύματος ἐπηρέασε πρὸς τὴν ἴδια κατεύθυνση τοὺς «Χριστιανοὺς» -μεταξύ των ὁποίων καὶ Κληρικοὶ- ποὺ προβάλλοντας ὡς αἰτιολογία τὸν παραλληλισμὸ τῆς λατρείας τῆς εἰκόνας μὲ τὴ λατρεία στὰ εἴδωλα, δίχασαν τὴν Ἐκκλησία σὲ εἰκονομάχους/εἰκονοκλάστες καὶ εἰκονόφιλους(17).
Μὰ τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ ἀπεικόνιση τοῦ ὑπαρκτοῦ Προσώπου, ποὺ ἔζησε, θαυματούργησε, μαρτύρησε, ἀναστήθηκε κι ὅλων ἐκείνων ποὺ μιμήθηκαν τὴ θεία ἐπίγεια βιοτή Του, μὲ τὴν ἀνύπαρκτη φαντασίωση μορφῶν ποὺ εἰδωλοποίησαν κάποτε οἱ ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες κι ἀδυναμίες;
Ἡ ἀνικανότητα τῶν εἰκονομάχων νὰ κατανοήσουν τὴν πνευματικὴ σημασία τῆς Ἁγίας εἰκόνας καὶ τὴ σχέση τοῦ Πιστοῦ μὲ τὸ εἰκονιζόμενο Πρότυπο, καθὼς καὶ ἡ ὑπεροπτικὴ προσπάθειά τους νὰ ἐπιβάλλουν τὴν ἀνικανότητά τους, θυμίζει τὸν σημερινὸ συμπλεγματικὸ τύπο ἀνθρώπου κι ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπιβάλλουν καθεστωτικὰ καὶ μὲ περισσὴ ἀλαζονεία τὴν -ὅπως ἀποκαλοῦν- «διαφορετικότητά» τους στὴ συνείδηση τῆς ἀνθρωπότητας, μὲ πρόσχημα τὴν «ἀγάπη» καὶ μοναδικὸ σκοπό, ὅπως καὶ τότε, νὰ ἀλλοιώσουν τὸ ἴδιο τὸ Πρότυπο καὶ συνεπῶς τὴ σχέση τοῦ Δημιουργοῦ μὲ τὸ πλάσμα Του.
Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν παραπάνω ἀναδρομή, σκοπὸς τῆς αἵρεσης διαχρονικὰ εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ ἐγκατάλειψή Του μέσω τῆς νοθείας. Ἕνα «ἔργο» (σὲ εἰσαγωγικά), σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸ Σωτηριολογικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἐσαρκώθη, τονίζουμε,«δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν»(18). Συνεπῶς, ἂν ἡ αἵρεση μάχεται τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ Σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τότε καθίσταται καταστρεπτικὴ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Τὸν ἀγῶνα αὐτό, γιὰ τὴν καταστολὴ τῆς αἵρεσης καὶ τὴ Σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, κάνει διαχρονικὰ ἡ Ὀρθοδοξία. Ἐπιστέγασμα τοῦ ἀγῶνος ἀποτελεῖ ἡ ἐπισφράγιση τῶν Κανόνων τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου -τὸ 843 μ.Χ. στὴν ὑπὸ τῆς Αὐτοκράτειρας Ἁγίας Θεοδώρας συγκληθεῖσα Σύνοδο- γεγονὸς ποὺ καθιέρωσε ἔκτοτε τὴν ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, τὰ ὀνομαστήρια τῆς ὁποίας σήμερα τιμοῦμε. Ἑορτὴ λοιπὸν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἑορτὴ τῆς ἀνθρωπότητας.
Διαχρονικὸς ρόλος Ἀποφάσεων Ζ’ Οἰκ. Συνόδου
Ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποὺ σὲ μεγάλο βαθμὸ στηρίχθηκε στὴ Θεολογία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ(19), συμπλήρωσε καὶ ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῶν προηγουμένων Συνόδων, ἀφοῦ κατέστειλε τὴν αἵρεση (γενικὰ ὡς ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια), ὄχι μόνον αὐτὴ ποὺ ἀπὸ τὰ πρῶτα Χριστιανικὰ χρόνια ταλαιπώρησε τὴ Χριστιανοσύνη, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐν δυνάμει καὶ μελλοντικὲς γιὰ τὴν ἐποχὴ αἱρέσεις, ποὺ ἀντιμετωπίστηκαν ἀντίστοιχα τόσο τὸ 879 μ.Χ. στὴν Η’ ἢ τὴν «Ἐν Ἁγίᾳ Σοφίᾳ» Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅσο καὶ τὸ 1341 μ.Χ. στὴν Θ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Στὴν πρώτη περίπτωση, τὴν τελευταία πρὸ τοῦ σχίσματος Σύνοδο, ἀναδείχθηκε ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Φωτίου, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία καταδικάστηκε ἡ δυτικὴ ἀλλοτρίωση στὴν διατύπωση τοῦ Filioque(20), καὶ ποὺ λίγο ἀργότερα ἀνάγκασε τὴν Ὀρθοδοξία νὰ ἀπομακρύνει ὁριστικὰ τὶς θεωρίες τῆς φραγκοκρατούμενης Δύσης.
Στὴ δεύτερη περίπτωση, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ προέκταση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναδείχθηκε ἡ Θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀνακεφαλαιώνονται ὅσα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες ὅλων τῶν ἐποχῶν εἰπώθηκαν. Πνευματικὸς μαθητὴς αὐτοῦ, μιὰ ἄλλη φυσιογνωμία τοῦ 15ου αἰῶνος, ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ποὺ μὲ τὴν φωτισμένη καὶ ἡρωική του στάση προστάτεψε ἀπὸ τὴν πανούργα αἵρεση τὴν Ὀρθοδοξία κι ὅλα ὅσα αὐτὴ διασώζει πρὸς ὄφελος τῆς ἀνθρωπότητας.
Οἱ Κανόνες τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸ «Συνοδικό», τὸ κείμενο δηλαδὴ τὸ ὁποῖο περιλαμβάνεται στὸ «Τριώδιο» καὶ ἀναγιγνώσκεται παραδοσιακὰ στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς παγκοσμίως τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν Α΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, περιλαμβάνει συνοπτικὰ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Περιλαμβάνει δὲ καὶ ἀναφέρεται σὲ ὅλες τὶς μεταγενέστερες αἱρέσεις, ὄχι μόνον ἐκεῖνες τοῦ 9ου καὶ 14ου αἰῶνος, ἀλλὰ καὶ στὶς σύγχρονες, ἀναθεματίζοντας, ἀποκόπτοντας δηλαδὴ καὶ ἀπομακρύνοντας ἀπὸ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅλους, ὅσοι δέχονται τὰ δυσσεβῆ δόγματα.
Παναίρεση
Ἡ ἐφαρμογὴ τῶν Κανόνων τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου προστατεύει διαχρονικὰ ἀπὸ τὴν αἵρεση, αὐτὴ ποὺ ἔκτοτε καὶ κυρίως μὲ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς πρώτης χιλιετίας, καλλιεργεῖται μεθοδευμένα ἐκ τῶν ἔνδον, γιὰ νὰ πάρει σήμερα τὴν ἔσχατή της μορφή, τὴ μορφὴ τῆς παναίρεσης.
Τὸ σύγχρονο αὐτὸ περίτεχνο φαινόμενο, τὸ ἐμπλουτισμένο μὲ ἐκκοσμικευμένη γνώση καὶ «ὑπὲρεὐαισθησία», τὸ διαδεδομένο καὶ ἑδραιωμένο μέσα ἀπὸ τὶς πλέον ἐξελιγμένες μεθόδους ἐπικοινωνίας καὶ πειθοῦς, ποὺ σὲ τίποτε καινούριο δὲν στοχεύει, παρὰ στὴν ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, καλεῖται καὶ πάλι σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία νὰ ἀντιμετωπίσει.
Ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ μεγαλύτερη αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν, ποὺ κηρύττει τὸν δογματικὸ καὶ θρησκευτικὸ συγκρητισμὸ καὶ προωθεῖ ἕνα εἶδος πανθρησκείας διὰ τῆς ἐξισώσεως διάφορων -ἀρχικὰ «χριστιανικῶν»- ὁμολογιῶν(21), καὶ στὴ συνέχεια ἐν γένει θρησκειῶν (πανθρησκειακὴ κίνηση), εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπειλή· προσέξτε, ὄχι γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας σήμερα, ὄχι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, μὰ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὸ μέλλον της.
Καὶ γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε, «συγκρητισμὸς» εἶναι -στὴν προκειμένη- ὁ συνδυασμός, ἡ συγχώνευση στοιχείων διαφορετικῶν «ὁμολογιῶν», ὅπως λέγονται. Μπορεῖ νὰ περιλαμβάνει τὴ μείξη ξεχωριστῶν παραδόσεων, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ δημιουργία μιᾶς φαινομενικῆς ἑνότητας, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξομοιώνονται ὅλα τὰ θρησκεύματα ποὺ τελικῶς ἀλλοιώνονται καὶ συνεπῶς χάνουν τὴν αὐθεντικότητά τους. Ἡ συνύπαρξη μὲ μιὰ ἄλλη ὁμολογία καὶ ἡ ἀποδοχή της ὡς ἀληθοῦς, αὐτόματα ἀναιρεῖ ἐμᾶς καὶ τὴν Πίστη μας, ἀφοῦ Πίστη σημαίνει ἀποδέχομαι κάτι ὡς ἀληθές. Χωρὶς λοιπὸν νὰ ἀπορρίπτεται φανερὰ ἡ Πίστη, μέσα ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ πολλῶν «τεμαχισμένων ἀληθειῶν», βρισκόμαστε μπροστά σε μία «διευρυμένη ἢ κατακερματισμένη πίστη».
Ἡ ἀλλοίωση, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δὲν βάλλει καμία θρησκεία, διότι καμία δὲν βασίζεται ἐξ ὁλοκλήρου στὴν ὀρθὴ ἀπὸ τοὺς Πατέρες κληροδοτημένη Διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀπώλεια τῆς αὐθεντικότητας εἶναι ζήτημα ζωτικὸ μόνον γιὰ τὴν ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια, τὴν Ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτήν, τὴν αὐθεντικότητα μάχεται ἡ Ὀρθοδοξία κι αὐτὴν -σὺν Θεῷ- διαχρονικὰ διασώζει. Ἡ αὐθεντικότητα, ἡ γνησιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ποὺ κρατᾶ ἀκόμη τὸν κόσμο μας ὀρθό.
Ἡ διάδοση τῆς παναιρέσεως καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ σχεδίου γιὰ τὴν ἐπιβολή της, μὲ σκοπὸ τὴν ἄμβλυνση τοῦ δόγματος καὶ συνεπῶς τὴν πλήξη τῆς Ὀρθοδοξίας, ξεκίνησε γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ ἐκ τῶν ἔνδον. Τὸ 1902 ἕνας τῶν νεότερων χρόνων Ἱεράρχης, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἰωακεὶμ ὁ Γ΄ κοινοποίησε ἕνα γράμμα πρὸς τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, τὸ ὁποῖο ἀργότερα πῆρε τὴ μορφὴ τῆς «Ἐγκυκλίου τοῦ 1904». Σὲ αὐτὴν ἀναφέρονταν τρία βασικὰ θέματα: α) ἡ βελτίωση τῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων, β) ἡ προσέγγιση τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸ Δυτικὸ «Χριστιανισμὸ» καὶ βέβαια γ) τὸ ἡμερολογιακὸ ζήτημα. Ὑλοποίηση τῶν παραπάνω ἀξιώσεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ ἀποτέλεσε τὸ Πανορθόδοξο Συνέδριο τοῦ 1923, ποὺ συνεκλήθη ἀπὸ ἕναν συνεχιστὴ τῆς Κινήσεως, τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη. Στὸ μεσοδιάστημα ἡ «Πρὸς τοὺς ἁπανταχοῦ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 τοῦ Οἰκουμενικοῦ, ἀποτέλεσε καὶ τὸ πρῶτο βῆμα ἑκούσιας συμμετοχῆς τοῦ Πατριαρχείου στὴν παναίρεση, καὶ προϋπόθεση βέβαια γιὰ τὴ συμμετοχὴ τῆς Ἑλλαδικῆς τότε Ἐκκλησίας στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, τὴ θεσμικὴ δηλ. ἔκφραση τῆς Κινήσεως αὐτῆς. «Ὁ Γ. Γραμματέας τοῦ Π.Σ.Ε., K. Raiser, σὲ ὁμιλία του στὴ Θεσσαλονίκη μὲ θέμα “Ἡ Σπουδαιότητα τῆς Ὀρθόδοξης Συμβολῆς στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν” ἀναφέρεται στὴν Ἐγκύκλιο τῶν Πατριαρχῶν τοῦ 1920 ἐπισημαίνοντας: Αὐτὴ ἡ ἐγκύκλιος ἔχει παραμείνει πράγματι ἕνα ἀπὸ τὰ θεμελιώδη κείμενα τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης, καὶ τοῦ Παγκόσμιου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν εἰδικότερα, ἐπειδὴ σ’ αὐτὴν διατυπώθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἡ πρόταση νὰ ἱδρυθεῖ μιὰ ἕνωση (κοινωνία) ἐκκλησιῶν»(22). Ἡ συμμετοχὴ τῆς Ἑλλαδικῆς στὴν Κίνηση, τὴν δολιότερη τῶν ἐποχῶν, ἐγκυροποιήθηκε μὲ τὴν εἰσήγηση ἑνὸς νέου Προγράμματος τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, Χρυσόστομου Παπαδόπουλου.
Ἡ συμμετοχὴ σὲ οἱαδήποτε δομὴ ἢ ἐργαλεῖο διάδοσης καὶ ἐπιβολῆς τῆς παναίρεσης, ὅπως τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, οἱ συμπροσευχές, τὰ συλλείτουργα, οἱ διάλογοι ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ὑποχώρηση τῶν Ὀρθοδόξων σὲ δογματικὰ ζητήματα, ἡ ἀποδοχή, ἡ υἱοθέτηση καὶ ἀφομοίωση ἀρχῶν, ἀξιῶν καὶ θεσμῶν ποὺ σταδιακὰ ἀλλοιώνουν τὴν Ὀρθόδοξή μας παράδοση, κι ὅλες οἱ ἔκτοτε -ἐκτὸς ὁρίων Ὀρθοδόξου πνεύματος- διακηρύξεις καὶ ἐνέργειες, ὁδήγησαν -ὅπως γνωρίζουμε- στὴ σημερινὴ θλιβερὴ κατάσταση. Μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς πλέον, «Ὀρθόδοξοι» (σὲ εἰσαγωγικὰ) Ἱεράρχες ἀποδέχονται τὴ θεολογικὴ προπαγάνδα τῶν αἱρετικῶν (23), ἀναθεωρώντας μοιραῖα τὶς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, ἐρχόμενοι σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ συνεπῶς μὲ τὴν ἴδια τὴν Πίστη.
Αὐτοὶ ποὺ τόσο διαλλακτικὰ καὶ ὑποχωρητικὰ συνδιαλέγονται γιὰ τὸν Θεό, στὸ ὄνομα δῆθεν τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, αὐτοὶ, στέκονται βράχοι ἀδιάλλακτοι, αὐστηροὶ καὶ ἀμετακίνητοι, ὅταν θίγονται τὰ προσωπικά τους πρωτεῖα, τὸ διευρυμένο γεωπολιτικὰ κύρος, ἡ ἐξουσία, καὶ τὰ συμφέροντά τους. Δεινοὶ πολιτικοὶ καὶ διπλωμάτες ἀναμφίβολα, ἀναξιόπιστοι ὅμως κληρικοὶ καὶ Ἱεράρχες.
Ἀνάμεσα στοὺς ὑποστηρικτὲς τῆς νέας παναιρέσεως, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὑπάρχουν καὶ οἱ προσωπικότητες ἐκεῖνες, Κληρικοί, ἐκπρόσωποι τῆς ἴδιας τῆς Ἑλλαδικῆς, ποὺ ἀναγνωρίζουν τὴν ἐνοχή, τὴν προδοσία, τὴν καταδικάζουν ἀπερίφραστα, τὴ στηλιτεύουν δημόσια. Παραμένουν ὅμως συμμέτοχοι, δηλαδὴ συνεργοὶ καὶ συνένοχοι. Φαινόμενο μπροστὰ στὸ ὁποῖο στέκουμε μὲ ἀπορία.
Ἰσχὺς Συνοδικοῦ σήμερα
Μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ Χριστιανοῦ, ἀδελφοί, τοῦ Ὀρθοδόξου, κι ἐμεῖς προσευχόμαστε γιὰ τὴν ὁμόνοια, τὴν πραγματικὴ ἀδελφοσύνη, τὴν ἑνότητα, τὴν ἐπάνοδο τῶν ἑτεροδόξων στὴν ἀρχική, ἀδιάβρωτη, ἀνόθευτη Πίστη «ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις»(24). Ὄχι ὅμως, μέσα ἀπὸ ὑποχωρήσεις ποὺ θὰ προκαλέσουν τὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ τὴν πατρικὴ καὶ ἀσφαλῆ ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀποδοχὴ τῆς αἱρέσεως συνιστᾶ πράξη προδοτικὴ τόσο ἀπέναντι στὸν Θεό, ὅσο καὶ στὸν ἄνθρωπο. Ἂν αὐτὸ συμβεῖ, τότε ὅλα, ὅσα ἐπιδιώκουμε, θὰ χαθοῦν.
Μακριὰ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ ἢ κοντὰ σὲ ἕνα πλασματικὸ ἢ πολύμορφο Θεὸ ὁ ἄνθρωπος θὰ παγώσει, θὰ χαθεῖ, θὰ ἀποξενωθεῖ, θὰ ἐξαγριωθεῖ, θὰ ἀπωλέσει τὴν ἁγιότητα, τὴν καθαρότητα, τὴν πραότητα, τὴν εὐγένεια, τὴν ἀρετή. Ὁ ἄνθρωπος θὰ πάψει νὰ ἀγαπᾶ πραγματικὰ καὶ ν’ ἀγαπιέται. Ἡ ἀνθρωπότητα θὰ γνωρίσει τὴν πρωτόγονη ἀγριότητα καὶ ἀσυδοσία, τὴν ἰσοπέδωση, τὸν ἀπόλυτο ἐκφυλισμό, θὰ καταντήσει ἕνας κόσμος ἄγριων θηρίων. Ὁ κόσμος μας θὰ ὁμοιάσει στὴν κόλαση.
«… Διότι θὰ ἔλθη καιρός, ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ ἀνέχωνται τὴν ὑγιὰ καὶ ἁγίαν διδασκαλίαν, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὰς κλίσεις καὶ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἁμαρτωλῆς καρδίας των θὰ ἐπισωρεύουν στὸν ἐαυτόν τους ποικίλους ψευδοδιδασκάλους, ὥστε νὰ ἀκούουν ἀπὸ αὐτοὺς διάφορα καὶ παράδοξα, ποὺ θὰ τέρπουν τὰ αὐτιά των. Καὶ τὴν μὲν ἀλήθειαν δὲν θὰ τὴν προσέχουν, ἀλλὰ θὰ γυρίζουν ἀλλοῦ τὰ αὐτιά των. Θὰ ἐκτραποῦν δὲ καὶ θὰ στραφοῦν εἰς μυθολογίας καὶ ψευδολογίας.»(25).
Γι’ αὐτὸ λοιπόν, μὲ ἀπόλυτη καὶ εἰλικρινῆ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο, μὰ πρωτίστως μὲ Πίστη πρὸς τὸν μοναδικὸ Δημιουργό του, καταλήγουμε, ὅπως οἱ Ἅγιοι Πατέρες διαχρονικὰ λένε, ὅπως τὸ Συνοδικὸ τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει, ἀλλὰ ἡ κρατοῦσα Ἐκκλησία ἔχει ἀπαγορεύσει νὰ ἀκούγεται «Ἅπαντα τὰ παρὰ τὴν Ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν καὶ τὴν διδασκαλίαν καὶ ὑποτύπωσιν τῶν ἁγίων καὶ ἀοιδίμων Πατέρων καινοτομηθέντα ἢ μετὰ τοῦτο πραχθησόμενα, Ἀνάθεμα»(26).
Ὀρθοδοξία - Πανανθρώπινες Ἀξίες - Σωτηρία
Ἡ ἀναδρομὴ αὐτὴ ἦταν ἀπαραίτητη γιὰ νὰ γίνει σαφὴς ἡ σημαντικότητα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς τῆς ἀναστηλώσεως τῶν Ἁγίων εἰκόνων, τῆς ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς αἰωνίου ζωῆς τῆς ἀνθρωπότητας.
Μέσα ἀπὸ τὶς εἰκόνες καὶ τὴν ἁγιογραφία ἀνατρέχουμε στὰ γεγονότα, στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων, στὴν ἱστορία, στὴν παράδοση αἰώνων. Βλέπουμε, βιώνουμε, μνημονεύουμε, μιμούμαστε, τιμοῦμε, δὲν λησμονοῦμε.
Οἱ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων μας εἶναι πρότυπα ποὺ διαχρονικὰ φωτίζουν γενιὲς καὶ γενιές. Εἶναι οἱ μοναδικὲς μορφὲς ποὺ ἀνεξαρτήτως ἐποχῆς καὶ συνθηκῶν θὰ ἐμπνέουν τὸν ἄνθρωπο, θὰ γεννοῦν καὶ θὰ καλλιεργοῦν στὴν ψυχή του τὴν ὑπομονή, τὴν παρηγοριά, τὴν ἐλπίδα, μὰ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη, τὴν ἀξιοπρέπεια, τὸν σεβασμό. Μέσα ἀπὸ τὶς γλυκύτατες μορφὲς τῶν εἰκόνων θὰ πηγάζει πάντα ἡ πραότητα, ἡ συγχωρητικότητα, ἡ δύναμη, ἡ ἀγάπη. Μέσα ἀπὸ αὐτὲς διασφαλίζεται τὸ ἀναλλοίωτο τοῦ Προτύπου, Αὐτοῦ ποὺ μᾶς δώρισε ξανὰ τὸ μέγιστο ἀγαθό, τὴν Ἐλευθερία.
Ἡ Ὀρθοδοξία, συνυφασμένη μὲ τὴν ἀναστήλωση τῶν Ἁγίων εἰκόνων, εἶναι ἐκείνη ποὺ χάρισε τελικὰ στὴν ἀνθρωπότητα ἕνα μοναδικὸ σύστημα ἀξιῶν ἀνθρώπινων, πανανθρώπινων.
Ἡ μαρτυρική μας Ὀρθοδοξία ἀποτέλεσε τὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο οἰκοδομήθηκαν ὅλα γιὰ τὰ ὁποῖα διαχρονικὰ ἀξίζει νὰ ἀγωνιζόμαστε. Ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ νίκη τῆς Νίκης. Εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ δίπλα μας. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ἡμέρα τῆς Νίκης ἑορτάζουν μαζί μας καὶ ἡ ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσα Ἐκκλησία καὶ τὸ στρατευμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μᾶς ἑνώνει, μᾶς συστρατεύει, «ἀναστηλώνει» τὸ ἠθικό, τὴν ἐλπίδα, καὶ τοποθετεῖ τὴν Πίστη μας στοὺς στύλους τοῦ Ἱεροῦ ἄμβωνος, κοντά Του.
Καὶ τί δὲν δώρισε ἡ Ὀρθοδοξία, ποὺ μὲ τόση ἀπάθεια ἡ σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ διπλωματία καὶ πολιτικὴ θυσιάζει; Τὰ πάντα.
Ἡ Ὀρθοδοξία συστρατεύτηκε γενναῖα δίπλα στὸν πλέον Γενναῖο.
Διὰ πυρὸς διατήρησε τὴν Ἀλήθεια μέσα ἀπὸ βασάνους καὶ μαρτύρια ποὺ ὑπέστη ἀπὸ Ρωμαίους καὶ Ἑβραίους.
Αὐτὴ διέδωσε τὸ πλέον διαδεδομένο Μήνυμα στὴν οἰκουμένη σὲ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας· τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ Μήνυμα μὲ τὴ μεγαλύτερη διάρκεια ζωῆς.
Αὐτὴ γαλούχησε, διαπαιδαγώγησε τὸν νέο ἄνθρωπο, τὸν ἱκανὸ νὰ σώσει καὶ νὰ σωθεῖ.
Αὐτὴ ἐπανάφερε στὴν ὡραιότερή της μορφὴ την επικοινωνία στις σχέσεις των ανθρώπων. Ἔγινε πυξίδα καὶ κέντρο ἀναφορᾶς τῆς νέας ὑγειοῦς πνευματικῆς ἐξέλιξης. Ἀνέδειξε καὶ πάλι τὸ ἀρχαῖο Ἑλληνικὸ πνεῦμα, ἄνοιξε δρόμο στὶς τέχνες καὶ τὰ γράμματα.
Αὐτὴ δικαίωσε τοὺς σοφότερους τοῦ κόσμου, ἐκείνους ποὺ ἀναζητοῦσαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, μὰ καὶ τοὺς ἀδικημένους, τοὺς ταπεινούς.
Ταυτίστηκε μὲ τὴν εἰρήνη, τὴν ἀδελφοσύνη, τὴ δικαιοσύνη, τὸν ἀλτρουισμό, τὴν ἀτομικὴ μονάκριβή μας ἐλευθερία, την ἀξία τῆς ἀνάληψης τῆς εὐθύνης, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀλληλοσεβασμό, ἀρετὴ τῆς διακριτικότητας καὶ τῆς εὐγένειας, τὴν ἰσότητα, τὴν ἰσονομία.
Ἐκπολίτισε φυλὲς καὶ φύλα στὰ πέρατα τοῦ κόσμου. Συνένωσε ἀλλοεθνεῖς. Δημιούργησε θεσμοὺς καὶ ἤθη. Θεμελίωσε τὴ μακροβιότερη Αὐτοκρατορία στὴν ἀνθρωπότητα.
Μπολιασμένη μὲ τὸ ρωμαίικο, διατηρήθηκε ἀναλλοίωτη, ὅταν στὴ σημερινὴ δῆθεν Δύση διείσδυσε καὶ κυριάρχησε ἡ βαρβαρότητα τῶν Φράγκων.
Ὑπέμεινε τὴν προδοσία, τὴ βαναυσότητα, τὴ βιαιότητα τῆς κακοδοξίας.
Ἄντεξε τὴ σκλαβιὰ καὶ τὴ δουλεία αἰώνων καὶ συγκράτησε τὴν κυριαρχία τοῦ σκότους.
Κυνηγήθηκε καὶ καταδιώχθηκε ἀπὸ ἀπολυταρχικὰ καθεστῶτα, μὰ κράτησε τὴ φλόγα της ἀναμμένη.
Ἀνέδειξε τὸν ἡρωισμό, τὴν αὐτοθυσία, τὴν ἐντιμότητα.
Ἀπέδειξε πὼς πολεμουμένη νικᾶ. Καὶ βγῆκε δυνατὴ καὶ παραμένει δυνατή, ἂν καὶ προδομένη.
Ἡ διατήρηση τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς αὐθεντικότητας, τῆς Ἀλήθειας, συνιστᾶ διατήρηση τοῦ ἀνθρωπίνου μεγαλείου, τῆς δυνατότητας ἑνώσεως μὲ Ἐκεῖνον, τῆς κατὰ Χάριν Θεώσεως.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἡ Ὀρθὴ Πίστις. Δὲν εἶναι ἰδεολογία, δὲν εἶναι φιλοσοφία, δὲν εἶναι ἁπλὰ μία ἀξία ἢ ἕνα ἰδανικό. Εἶναι μιὰ μοναδικὰ καὶ ἀνεπανάληπτα ὁλοκληρωμένη στάση ζωῆς. Ἕνας τρόπος ζωῆς ποὺ περικλείει τὴν τελειότητα τῶν πάντων, τὸ σύνολο τῶν πανανθρώπινων ἀξιῶν, τῶν ἰδανικῶν, τῶν ἀρετῶν κι ὅλων ἐκείνων τῶν χαρακτηριστικῶν, τὰ ὁποῖα, ἂν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι υἱοθετούσαμε, θὰ ζούσαμε ἀπὸ ἐδῶ στὸν Παράδεισο.
Χρόνια Πολλά, Χριστιανικά, Ὀρθόδοξα.
Λίστα Παραπομπῶν:
(1) Β’ Κορ. δ’ 7
(2) Δορμπαράκης, Π. Χ. (1992) Ἐπίτομον Λεξικὸν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσας, Ἀθήνα: Ἑστία, σ. 650
(3) Ἰωάν. η’ 32
(4) Μεταλληνός, Γ. (2009) Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Πατέρας τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Μετέωρα: Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, & [online] διαθέσιμο στὸ https://www.impantokratoros.gr/grigorios_palamas_9oikoumenikh.el.aspx (πρόσβαση: 20.2.20)
(5) Καρμίρης, Ι. (1960) Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήνα: Ἰδιωτική, σ.126
(6) Β’ Τιμ. 2, 16
(7) Ἁγ. Ἀθανάσιος, Ἑρμηνεία εἰς τὸν ΡΛΗ Ψαλμόν, PG 27, 536Α
(8) Ματσούκας, Ν. Α. (1997) Δογματικὴ καὶ συμβολικὴ θεολογία Γ', Ἀνακεφαλαίωση καὶ Ἀγαθοτοπία: Ἔκθεση τοῦ οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, Θεσσαλονίκη: Π. Πουρναρᾶς, σ. 291?292
(9) Μεταλληνός, Γ. (2011) Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὸ σήμερα, Ι.Μ. Παντοκράτορος [online] διαθέσιμο στὸ https://www.impantokratoros.gr/89A3F31C.el.aspx?width=730&height=400 (πρόσβαση: 20.2.20)
(10) Καλαμαρᾶς, Μ. (1985) Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, Πρέβεζα: I.M. Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης, σ. 23
(11) Ἁγ. Ἐπιφάνιος Κύπρου, Πανάριον, Migne τ. 41 & 42
(12) Καρμίρης, Ι. (1960) Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήνα: Ἰδιωτική, σ.127
(13) Μεταλληνός, Γ. (2009) Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Πατέρας τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Μετέωρα: Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, & [online] διαθέσιμο στὸ https://www.impantokratoros.gr/grigorios_palamas_9oikoumenikh.el.aspx (πρόσβαση: 20.2.20)
(14) Καρμίρης, Ι. (1960) Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήνα: Ἰδιωτική, σ. 105
(15) Καρμίρης, Ι. (1960) Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήνα: Ἰδιωτικὴ
(16) Μεταλληνός, Γ. (2009) Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Πατέρας τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Μετέωρα: Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, & [online] διαθέσιμο στὸ https://www.impantokratoros.gr/grigorios_palamas_9oikoumenikh.el.aspx (πρόσβαση: 20.2.20)
(17) History of Christianity (2009), Diarmaid MacCulloch [Documentary] Great Britain: Cosmote History HD
(18) Σύμβολον τῆς Πίστεως ἢ Σύμβολον τῆς Νικαίας, Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος
(19) Πετρόπουλος, Η., & Κορακίδης Α. (eds) (2006), Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, Συνοδικὸν (κατὰ τὴν κριτικὴ ἔκδοση τοῦ J. Gouillard), Περὶ εἰκόνων (Ἁγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ), Θεσσαλονίκη: Ἁρμὸς
(20) Μεταλληνός, Γ. (2009) Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Πατέρας τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Μετέωρα: Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, & [online] διαθέσιμο στὸ https://www.impantokratoros.gr/grigorios_palamas_9oikoumenikh.el.aspx (πρόσβαση: 20.2.20)
(21) Μεντζελόπουλος, Σ. (2020) Ὁ Οἰκουμενισμὸς ὡς ἀναίρεση τῆς Οἰκουμενικότητος τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰουστίνο Πόποβιτς, Ι.Μ. Πειραιῶς, Γραφεῖο Τύπου [online] διαθέσιμο στὸ https://impenimerosi.gr/index.php/menu-minimata-2/item/773-o-oikoumenismos-os-anairesi-tis-oikoumenikotitos-tis-ekklisias-kata-ton-agio-ioustino-popovits-tou-sev-mitr-peiraios-k-serafeim (πρόσβαση: 20.2.20)
(22) Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, (2012), Ἡ Σπουδαιότητα τῆς Ὀρθόδοξης Συμβολῆς στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, [online] διαθέσιμο στὸ http://www.ecclesia.gr/greek/holySynod/commitees/relations/symboulio_ekklision.html (πρόσβαση: 20.2.20)
(23) Romanides, J. (1993), Orthodox and Vatican Agreement (Balamand) Θεολογία, 4(64) σ. 570-580
(24) Ἰούδ. 3
(25) Β’ Τιμ. δ’ 3, 4
(26) Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, (1856) Συνοδικὸν τῆς Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Ζ’ Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, Στὸ: Τριώδιον, Βενετία: Ἐκ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Τυπογραφίας τοῦ Φοίνικος, σ. 134-144
Βιβλιογραφία:
Ἁγ. Νεκτάριος Πενταπόλεως, (1972) Αἳ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι - Περὶ τῶν Ἁγίων Εἰκόνων, Ἀθήνα: Ρηγόπουλος
Φειδᾶς, Β. (1998) Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α', Ἀθήνα: Ἰδιωτικὴ