Την παρακάτω επιστολή, η οποία βρίσκεται σε διάφορα χειρόγραφα και έντυπα, την δημοσιεύουμε (τα έντονα και υπογραμμισμένα γράμματα ημέτερα) διότι είναι εξαιρετικά επίκαιρη, αφού δείχνει ποια ήταν η θέση των ορθοδόξων Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, κατά τους προηγούμενους αιώνες, για τις σχέσεις μας με τους ετεροδόξους. Θέση εντελώς αντίθετη από αυτήν που εκφράζουν τα τελευταία εκατό χρόνια οι οικουμενιστές πατριάρχες. Και δημιουργείται το εξής ερώτημα: εφόσον το Σύνταγμα ρητώς γράφει πως "H Oρθόδοξη Eκκλησία της Eλλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Kύριο ημών Iησού Xριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Mεγάλη Eκκλησία της Kωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Eκκλησία του Xριστού τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις" (εκ του ισχύοντος Συντάγματος), ποια από τις δύο θέσεις που εξέφρασε η Μεγάλη Εκκλησία, η θέση του μακαριστού Καλλινίκου και των ορθοδόξων Πατριαρχών τότε ή η θέση του κ. Βαρθολομαίου και των οικουμενιστών πατριαρχών τώρα, συντάσσεται με "τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις", τους οποίους τηρεί απαρασάλευτα; Η απάντηση είναι απλή. Δεδομένου ότι ο νομοθέτης συνέταξε το σχετικό άρθρο το 1844 (το κείμενο του πρώτου Συντάγματος είναι το ίδιο με το παραπάνω, σε παλαιότερη μορφή της γλώσσας μας: "Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, κεφαλὴν γνωρίζουσα τὸν Κύριον ἡμών Ἰησοῦν Χριστόν, ὑπάρχει ἀναποσπάστως ἡνωμένη δογματικῶς μετὰ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης καὶ πάσης ἄλλης ὁμοδόξου τοῦ Χριστοῦ Εκκλησίας, τηροῦσα απαρασαλεύτως, ὡς ἐκεῖναι, τούς ἱεροὺς ἀποστολικοὺς καὶ συνοδικούς κανόνες καὶ τὰς ἱεράς παραδόσεις") σαφώς λαμβάνεται υπόψιν και δικαιώνεται η τότε θέση του Πατριαρχείου, ενώ η νυν οικουμενιστική συνιστά παρεκτροπή εκ της Ορθοδοξίας. Επομένως, όσα μέλη της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν έχουν εκκλησιαστική κοινωνία με την σημερινή Διοίκηση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (αλλά και με τη Διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος που επίσης έχει παρεκκλίνει από τη γραμμή της Ορθοδοξίας και επομένως δεν μπορεί να αποτελεί την Εκκλησία που αναγνωρίζει το Σύνταγμα) καλύπτονται και συνταγματικώς. Περί αυτού όμως, αναλυτικότερα, σε άλλο άρθρο. Ας διαβάσουμε με προσοχή την επιστολή του αοιδίμου Πατριάρχου Καλλινίκου του Β΄ του Ακαρνάνος (+1702), στην οποία ξεκάθαρα ομολογούνται οι Δυτικοί ως αιρετικοί και οι ψευδεκκλησίες τους ως σχισματικές και αιρετικές.
Νικόλαος Μάννης
Περὶ τοῦ μὴ δέχεσθαι ἑτερόδοξον ὡς ἀνάδοχον ὀρθοδόξου
Καλλίνικος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης.
Τὸ γράμμα τῆς ἀρχιερωσύνης σου ἐλάβομεν, διὰ τοῦ ὁποίου ἐρωτᾶ περί τινων ἐνδεχομένων συμβῆναιˑ ἤγουν ἀνίσως καὶ ζητηθῇ ἀπὸ τοὺς εἰς τὰ αὐτόθι διατρίβοντας Λατίνους, τόσον παπιστάς, ὡσὰν καὶ λουτεροκαλβίνους, κανένα ἐκκλησιαστικὸν μυστήριον, εἶναι δυνατὸν νὰ τοὺς δοθῇ, ἢ ὄχι;
Καί πρώτονˑ ἀνίσως τινὰς τῶν παπιστῶνευρισκόμενος εἰς ἐπικίνδυνον καὶ πνέων τά λοίσθια ἤθελε ζητήσει νὰ μεταλάβῃ τῶν ἀχράντων μυστηρίων, δυνατόν ἐστι μεταδοῦναι αὐτῷ; Εἰς τὸ ὁποῖον θέλετε ἔχει ἀπόκρισιν ἐκεῖνο, ὅπου εἶναι καὶ γνωστὸν τοῖς πᾶσι καὶ δυνατόν, ἤγουν, ἐὰν θελήσῃ νὰ καταργήσῃ τὴν λατινικὴν δόξαν, ἤτοι τὸ λατινικὸν φρόνημα, καὶ νὰ ἀποδεχθῇ τὴν πίστιν τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἀνεμποδίστως μεταλαμβάνει τῶν ἀχράντων μυστηρίωνˑ εἰ δὲ μένων εἰς τὴν θρησκείαν του ζητήσει νὰ μεταλάβῃ, ἀδύνατόν ἐστιν, ὅτι τὸ αὐτὸ ποτήριον τοὺς κοινωνοῦντας ὁμοφρονοῦντας εἶναι βούλεται, οὐχὶ ἀλλοτρίουςˑ τὰ ἀλλότρια γὰρ ἀκοινώνητα εἰσί.
Δεύτερον· ἐρωτᾶ, ἐὰν ἤθελεν ἀποθάνει τις ἐξ αὐτῶν, καί ἤθελον ζητήσει ἱερεῖς πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι ἐκεῖνον, τί ποιητέον; Εἰς τὸ ὁποῖον θέλει ἔχει τὴν ἀπόκρισιν, ὅτι μηδόλως νὰ δοθοῦν ἱερεῖς εἰς ἐνταφιασμὸν τοῦ αἱρετικοῦˑ διατὶ ἐκεῖνον ὁποῦ εἶναι ὑπὸ ἀνάθεμα πῶς θέλουν νὰ παρακαλοῦν ὑπὲρ αὐτοῦ οἱ ἱερεῖς νὰ τὸν τάξῃ ὁ Θεὸς μετὰ δικαίων πνευμάτων; Τὸ δὲ εἶναι αὐτοὺς αἱρετικοὺς ἀναμφίβολον ἐστίˑ καὶ αὐτοὶ μὲν ἔχουν σύνοδον, ὁποῦ μᾶς ἀναθεματίζουν διὰ αἱρετικούς, καὶ ἔτζι τὸ λέγουν καὶ ἔτζι τὸ κηρύττουνˑ ἡμεῖς δὲ οὐχ ἧττον, ἀλλὰ καὶ πολλῷ μάλλον τοὺς ἔχομεν διὰ αἱρετικοὺς καὶ ὑπὸ τὸ ἀνάθεμα τελοῦντας πολλῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ὁποῦ ἀναθεματίζουσι τοὺς ἀθετοῦντας τὰ δόγματα τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποῖαν αὐτοὶ οὐδὲ διὰ Ἐκκλησίαν δὲν τὴν λογίζουν, καὶ ἂν οἱ πολιτικοὶ τῶν χριστιανῶν νόμοι ἀποφασίζουν ὅτι ὅποιος εἰς ἓν μόνον δόγμα ἀθετήσει αἱρετικὸς ἐστίν, αμὴ πῶς νὰ μὴν εἶναι αὐτοὶ αἱρετικοί, ὁποῦ μηδὲ κανένα δὲν ἀφῆκαν ἀμετάτρεπτον; Ἄρα ὁ μὴ ὢν μετ᾿ ἐμοῦ, κατ᾿ ἐμοῦ ἐστίˑ καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ᾿ ἐμοῦ σκορπίζειˑ καὶ ἐπειδὴἐξεχώρισαν ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἔκαμαν ἄλλην ἰδικήν τους τερατώδη, ἀνομοίαν καὶ παντάπασι ξεχωρισμένην ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν, ἀναντίρρητόν ἐστιν, ὅτι αἱρετικοὶ εἶναι καὶ ἀναπολόγητοι, καὶ καμμίαν συγκοινωνίαν μετ᾿ ἐμᾶς δὲν ἔχουσιν, ὅτι τὰ ἡνωμένα δὲν εἶναι διηρημέναˑ τὰ δὲ διῃρημένα δὲν εἶναι ἡνωμένα, καὶ ἂς ματαιολογοῦσιν ὅσα θέλουσινˑ ὥστε ἱερεῖς ὀρθόδοξοι νεκροὺς αἱρετικοὺς εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐνταφιάζουν.
Τρίτον ἐρωτᾶ, ὡς ἔτυχε νὰ γεννήσῃ ἡ γυνὴ τοῦ κονσόλου [=προξένου] τῶν Ἐγγλέζων, ἥτις ὑπάρχει χριστιανὴ ὀρθόδοξος, καὶ ζητεῖ νὰ βαπτίσῃ τὸ νήπιον, ποιεῖ δὲ ἀνάδοχον τὸν κόνσολον τοῦ Φράντζα, εἰ δυνατὸν τοῦτο γενέσθαι; Διὰ τὸ ὁποῖον ἂς ἔχει ἀπόκρισιν ὅτι νὰ μὴν γένῃ ἀλλὰ ἐὰν ἔχῃ ἀνάδοχον ὀρθόδοξον ἂς γένει τὸ βάπτισμαˑ εἰδὲ μὲ ἀνάδοχον ἑτερόδοξον, ἢ παπιστήν, ἢ λούτερον, πρόσεχε νὰ μὴν τὸ στέρξῃς νὰ γίνῃˑ καὶ διὰ νὰ μὴν ἔχῃς ἀπὸ τοὺς τοιούτους τίποτα εἰς τὰ πολιτικὰ ἐνόχλησιν, μὲ εἰρηνικὸν τρόπον ἀποδιάβασέ τους, χωρὶς φιλονεικίαις, λέγωντας πῶς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ κάμωμεν ἐκείνα, ὁποῦ ἐμποδίζει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ ὄχι ἄλλο.
Ταῦτα μὲν περὶ τούτωνˑ ἡ δὲ τοῦ Θεοῦ χάρις εἴη μετὰ τῆς ἀρχιερωσύνης σου.
Καί πρώτονˑ ἀνίσως τινὰς τῶν παπιστῶνευρισκόμενος εἰς ἐπικίνδυνον καὶ πνέων τά λοίσθια ἤθελε ζητήσει νὰ μεταλάβῃ τῶν ἀχράντων μυστηρίων, δυνατόν ἐστι μεταδοῦναι αὐτῷ; Εἰς τὸ ὁποῖον θέλετε ἔχει ἀπόκρισιν ἐκεῖνο, ὅπου εἶναι καὶ γνωστὸν τοῖς πᾶσι καὶ δυνατόν, ἤγουν, ἐὰν θελήσῃ νὰ καταργήσῃ τὴν λατινικὴν δόξαν, ἤτοι τὸ λατινικὸν φρόνημα, καὶ νὰ ἀποδεχθῇ τὴν πίστιν τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἀνεμποδίστως μεταλαμβάνει τῶν ἀχράντων μυστηρίωνˑ εἰ δὲ μένων εἰς τὴν θρησκείαν του ζητήσει νὰ μεταλάβῃ, ἀδύνατόν ἐστιν, ὅτι τὸ αὐτὸ ποτήριον τοὺς κοινωνοῦντας ὁμοφρονοῦντας εἶναι βούλεται, οὐχὶ ἀλλοτρίουςˑ τὰ ἀλλότρια γὰρ ἀκοινώνητα εἰσί.
Δεύτερον· ἐρωτᾶ, ἐὰν ἤθελεν ἀποθάνει τις ἐξ αὐτῶν, καί ἤθελον ζητήσει ἱερεῖς πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι ἐκεῖνον, τί ποιητέον; Εἰς τὸ ὁποῖον θέλει ἔχει τὴν ἀπόκρισιν, ὅτι μηδόλως νὰ δοθοῦν ἱερεῖς εἰς ἐνταφιασμὸν τοῦ αἱρετικοῦˑ διατὶ ἐκεῖνον ὁποῦ εἶναι ὑπὸ ἀνάθεμα πῶς θέλουν νὰ παρακαλοῦν ὑπὲρ αὐτοῦ οἱ ἱερεῖς νὰ τὸν τάξῃ ὁ Θεὸς μετὰ δικαίων πνευμάτων; Τὸ δὲ εἶναι αὐτοὺς αἱρετικοὺς ἀναμφίβολον ἐστίˑ καὶ αὐτοὶ μὲν ἔχουν σύνοδον, ὁποῦ μᾶς ἀναθεματίζουν διὰ αἱρετικούς, καὶ ἔτζι τὸ λέγουν καὶ ἔτζι τὸ κηρύττουνˑ ἡμεῖς δὲ οὐχ ἧττον, ἀλλὰ καὶ πολλῷ μάλλον τοὺς ἔχομεν διὰ αἱρετικοὺς καὶ ὑπὸ τὸ ἀνάθεμα τελοῦντας πολλῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ὁποῦ ἀναθεματίζουσι τοὺς ἀθετοῦντας τὰ δόγματα τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποῖαν αὐτοὶ οὐδὲ διὰ Ἐκκλησίαν δὲν τὴν λογίζουν, καὶ ἂν οἱ πολιτικοὶ τῶν χριστιανῶν νόμοι ἀποφασίζουν ὅτι ὅποιος εἰς ἓν μόνον δόγμα ἀθετήσει αἱρετικὸς ἐστίν, αμὴ πῶς νὰ μὴν εἶναι αὐτοὶ αἱρετικοί, ὁποῦ μηδὲ κανένα δὲν ἀφῆκαν ἀμετάτρεπτον; Ἄρα ὁ μὴ ὢν μετ᾿ ἐμοῦ, κατ᾿ ἐμοῦ ἐστίˑ καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ᾿ ἐμοῦ σκορπίζειˑ καὶ ἐπειδὴἐξεχώρισαν ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἔκαμαν ἄλλην ἰδικήν τους τερατώδη, ἀνομοίαν καὶ παντάπασι ξεχωρισμένην ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν, ἀναντίρρητόν ἐστιν, ὅτι αἱρετικοὶ εἶναι καὶ ἀναπολόγητοι, καὶ καμμίαν συγκοινωνίαν μετ᾿ ἐμᾶς δὲν ἔχουσιν, ὅτι τὰ ἡνωμένα δὲν εἶναι διηρημέναˑ τὰ δὲ διῃρημένα δὲν εἶναι ἡνωμένα, καὶ ἂς ματαιολογοῦσιν ὅσα θέλουσινˑ ὥστε ἱερεῖς ὀρθόδοξοι νεκροὺς αἱρετικοὺς εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐνταφιάζουν.
Τρίτον ἐρωτᾶ, ὡς ἔτυχε νὰ γεννήσῃ ἡ γυνὴ τοῦ κονσόλου [=προξένου] τῶν Ἐγγλέζων, ἥτις ὑπάρχει χριστιανὴ ὀρθόδοξος, καὶ ζητεῖ νὰ βαπτίσῃ τὸ νήπιον, ποιεῖ δὲ ἀνάδοχον τὸν κόνσολον τοῦ Φράντζα, εἰ δυνατὸν τοῦτο γενέσθαι; Διὰ τὸ ὁποῖον ἂς ἔχει ἀπόκρισιν ὅτι νὰ μὴν γένῃ ἀλλὰ ἐὰν ἔχῃ ἀνάδοχον ὀρθόδοξον ἂς γένει τὸ βάπτισμαˑ εἰδὲ μὲ ἀνάδοχον ἑτερόδοξον, ἢ παπιστήν, ἢ λούτερον, πρόσεχε νὰ μὴν τὸ στέρξῃς νὰ γίνῃˑ καὶ διὰ νὰ μὴν ἔχῃς ἀπὸ τοὺς τοιούτους τίποτα εἰς τὰ πολιτικὰ ἐνόχλησιν, μὲ εἰρηνικὸν τρόπον ἀποδιάβασέ τους, χωρὶς φιλονεικίαις, λέγωντας πῶς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ κάμωμεν ἐκείνα, ὁποῦ ἐμποδίζει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ ὄχι ἄλλο.
Ταῦτα μὲν περὶ τούτωνˑ ἡ δὲ τοῦ Θεοῦ χάρις εἴη μετὰ τῆς ἀρχιερωσύνης σου.
ᾳψα΄ [=1701], Νοεμβρίου κε