(Απάντηση στο κείμενο του Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου Κατερέλου «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης: Νέα Εκκλησιολογία ἢ Πιστότητα στὴν Παράδοση;»)
Νικολάου Μάννη
εκπαιδευτικού
Α. Τον περασμένο Ιούλιο (2017) δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο ένα κείμενο με τίτλο «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης: Νέα Εκκλησιολογία ἢ Πιστότητα στὴν Παράδοση;»[1]. Συντάκτης του (Σ. στο εξής) είναι ο Επίσκοπος Αβύδου κ. Κύριλλος Κατερέλος, ο οποίος έχει μεγάλη μόρφωση και τυγχάνει Πανεπιστημιακός Καθηγητής. Ο σκοπός δε της συντάξεως του κειμένου αυτού ήταν διττός: αφενός μεν, απολογητικός υπέρ της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» της Κρήτης (2016), εναντίον της οποίας γράφτηκαν αρκετά κείμενα, αφετέρου, επικριτικός κατά όσων στράφηκαν εναντίον της, είτε διά κειμένων, είτε - κυρίως - διά δηλώσεως διακοπής εκκλησιαστικής κοινωνίας (αποτείχιση). Το εν λόγω κείμενο (αποτελούμενο από 105 σελίδες) είναι τεχνικά άρτιο, επιστημονικό, με ωραία γλώσσα και πολλές παραπομπές. Τα εν αυτώ επιχειρήματα φαντάζουν ακαταμάχητα και σίγουρα προκαλούν ποικίλες εντυπώσεις. Παρόλα αυτά υπάρχουν σοβαρότατοι λόγοι για τους οποίους τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να πείσουν τους Ορθοδόξους. Οι λόγοι αυτοί θα εκτεθούν στην παρούσα Απάντηση, με την ελπίδα να αξιολογηθούν ορθώς από όλους, ώστε η αξιολόγησή τους αυτή να συντελέσει στην απωλεσθείσα Ενότητα Πίστεως μεταξύ όσων σήμερα διεκδικούν τον τίτλο του Ορθοδόξου, μέσω της επιστροφής στην Ορθόδοξη Διδασκαλία όσων εξετράπησαν.
Β. Ξεκινώντας το κείμενό του ο Σ. παραθέτει κάποια σπουδαία αποσπάσματα του Αγίου Αυγουστίνου, με βάση τα οποία όμως (και η υπό την επήρεια της εκκλησιολογικής σκέψεως του, κεκοιμημένου πλέον, πνευματικού του πατρός Πρεβέζης Μελετίου Καλαμαρά) οδηγείται στην εξαγωγή εσφαλμένων συμπερασμάτων, σχετικά με το τι είναι Εκκλησία και πότε κάποιος βρίσκεται εντός ή τίθεται εκτός Αυτής.
Πριν όμως εξεταστεί αυτό αναλυτικότερα πρέπει να επισημανθεί πως ο Σ. παρόλο που φέρει ως συνήγορο των ιδεών του τον Ιερό Αυγουστίνο, εν τούτοις φαίνεται πως οι συμμετέχοντες στην Ψευδοσύνοδο της Κρήτης δεν αποδέχονται την συγκεκριμένη θέση του Αγίου, την οποία ο Σ. παραθέτει. Διότι ενώ ο Άγιος γράφει πως «παρὰ ταῦτα ἐμεῖς δεχόμαστε καὶ τὴ δική τους κατηγορία, ἀφοῦ εἶναι ἀδελφοί μας. Καὶ ἐὰν μπορέσουν νὰ μᾶς ἀποδείξουν ὅτι εἶναι ἔνοχοι (αὐτοί, τοὺς ὁποίους κατηγοροῦν), ἐμεῖς θὰ τοὺς ἀναθεματίσουμε τὴν ἴδια ἡμέρα», οι Επίσκοποι της Κρήτης αγνόησαν παντελώς τους αδελφούς τους Ορθοδόξους οι οποίοι επί 90 έτη σχεδόν κατήγγειλαν και καταγγέλλουν την αίρεση του Οικουμενισμού και τους φορείς της. Αγνόησαν όλους όσους εξαπέλυσαν κατηγορίες για πτώση σε αίρεση εναντίον όχι μόνο «νεκρών», όπως οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιος Μεταξάκης, Βασίλειος Γεωργιάδης, Αθηναγόρας Σπύρου και Δημήτριος Παπαδόπουλος, αλλά και εναντίων «ζώντων», όπως ο νυν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαίος, ο Περγάμου Ιωάννης, ο Γαλλίας Εμμανουήλ κ.α. Γιατί δεν εξετάστηκε το φλέγον αυτό ζήτημα; Γιατί δεν κλήθηκαν οι κατήγοροι στην Σύνοδο, ώστε αν καταφέρουν να αποδείξουν ότι αυτοί τους οποίους κατηγορούν είναι ένοχοι, να αναθεματιστούν οι ένοχοι αυτοί από την Σύνοδο την ίδια ημέρα, κατά την επιταγή του Αγίου Αυγουστίνου;
Γ. Είναι λοιπόν φανερό πως ο Σ. (όπως και οι εξ Ορθοδόξων Οικουμενιστές γενικώς) μιλώντας για «Εκκλησία», εννοεί την Ιεραρχία (δηλαδή την Διοίκησή Της), ενώ κατά τους Ορθοδόξους «ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, - ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ - καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις»[2].
Έτσι ο Σ. εγκαλεί όσους αποτειχίζονται χρησιμοποιώντας χωρία από τον Ιερό Αυγουστίνο. Τα σχετικά χωρία του Αγίου όμως θέλουν τα αυγουστίνεια πλαίσιά τους για να ερμηνευθούν ορθώς, λαμβανομένου υπόψιν ότι η Τοπική Εκκλησία της Βορείου Αφρικής βίωνε τότε το επώδυνο και άδικο Σχίσμα των Δονατιστών, στην αντιμετώπιση του οποίου πρωτοστάτησε ο Άγιος. Μήπως μπορεί να γίνει σύγκριση ανάμεσα στην τότε και την τώρα κατάσταση; Μήπως στην σημερινή εποχή η Διοίκηση της Εκκλησίας είναι στα χέρια ευσεβών, οι οποίοι εκφράζουν συνοδικώς την Ορθοδοξία απέναντι σε κακοδόξους (ως οι Δονατιστές) ή βρίσκεται στα χέρια ασεβών που εκφράζουν αιρέσεις και πολεμούν τους πραγματικά Ορθοδόξους; Και αυτό πρέπει να εξεταστεί.
Δ. Ο Σ. ταυτίζοντας την Εκκλησία με την Διοίκηση της (ταύτιση που όζει Παπισμού) πέφτει στα εξής δύο σημαντικά σφάλματα:
δ1. Προβαίνει σε βίαιο διαχωρισμό μεταξύ Επισκόπων και των υπολοίπων μελών του Σώματος (κλήρου και λαού) δίνοντας στους πρώτους δικαιώματα που ουδέποτε αναγνώρισε η Ορθόδοξη Εκκλησία σε αυτούς, και
δ2. Θεωρεί επομένως ότι όσοι διακόπτουν την εκκλησιαστική κοινωνία με τους Επισκόπους τους βγαίνουν, με την πράξη τους αυτή, «εκτός Εκκλησίας», δηλαδή νεκρώνονται[3]!
Δίνει δηλαδή στους Επισκόπους εξουσία και δικαιώματα παρόμοια με αυτά που στον Παπισμό έλαβε ο Πάπας έναντι των ανά τον κόσμο συνεπισκόπων του με την διαφορά πως τα αποτελέσματα εδώ είναι ακόμη πιο φρικτά. Διότι αν με την εξύψωση του Πάπα έναντι των συνεπισκόπων του αυτός κατέστη μία «Κεφαλή της Εκκλησίας» τερατώδης[4], με την επιχειρούμενη υπερύψωση των Επισκόπων έναντι των υφισταμένων τους δημιουργούνται τόσες «Κεφαλές», όσο και το πλήθος αυτών! Σε συνδυασμό δε με την «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» του Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου Ζηζιούλα[5], σύμφωνα με την οποία ο Χριστός προσεγγίζεται από τους πιστούς μόνο μέσω του Επισκόπου, η «Νέα Εκκλησιολογία» πρεσβεύει μια Εκκλησία που από χριστοκεντρική κατήντησε επισκοποκεντρική, όπως ακριβώς και η πάλαι ποτέ Ορθόδοξη Τοπική Εκκλησία της Ρώμης κατέστη από χριστοκεντρική παποκεντρική!
Αυτήν την «Νέα Εκκλησιολογία» οι Ορθόδοξοι δεν μπορούν να την αποδεχτούν, διότι μένουν πιστοί στην Ορθόδοξη Παράδοση των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι διδάσκουν πως μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας, το οποίο έχει μόνη Κεφαλή τον Χριστό, κληρικοί και λαϊκοί «τοσαύτην ἔχοντες πρὸς ἀλλήλους διαφορὰν, ὅσην μέλη πρὸς μέλη»[6], αποτελούν δηλαδή «ἀδελφὰ μέλη καὶ συμφυῆ» που απλά «τὰ μὲν ἀνώτερα, τὰ δὲ κατώτερον ἐπέχοντα τόπον»[7]. Η θέση των Επισκόπων σε ανώτερο επίπεδο (αποτέλεσμα της υπάρξεως ειδικής Ιερωσύνης «ἀπὸ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοῦς Ἁγίους μαθητὰς καὶ Ἀποστόλους τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ»[8] και της, εξ αυτής απορρεούσης ιεραρχικής δομής του Σώματος) βρίσκεται μέσα στο Σώμα και δεν υπονοείται καν, αγιογραφικά και πατερικά, κάποια ειδική εξουσία που να καθιστά τους Επισκόπους «Κεφαλές» (με την σημασία βεβαίως που θέλουν να τους δώσουν οι Νεοεκκλησιολόγοι), πόσο μάλλον όταν «ὀφείλουν τὴν ποιμαντική τους ὑπόσταση καὶ ἐξαρτῶνται ἀπολύτως ἀπὸ τὸν Ἀρχιποίμενα Χριστό, ὑπάρχοντες χάριν τοῦ ποιμνίου τους»[9]. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ξεκάθαρα διδάσκει πως «πρόβατα καὶ ποιμένεςπρὸς τὴν τῶν ἀνθρώπων εἰσὶν διάκρισιν, πρὸς δὲ τὸν Χριστὸν πάντες πρόβατα. Καὶ γὰρ οἱ ποιμαίνοντες καὶ οἱ ποιμαινόμενοι, ὑφ ἑνὸς τοῦ Ἄνω Ποιμένος ποιμαίνονται»[10].
Την παλαιά αυτή παρεκτροπή του Πάπα Ρώμης να μετατρέψει το αξίωμα Διακονίας του («Servus servorum Dei») σε αξίωμα Δεσποτείας (=Τυραννίας) και να ταυτίσει τον εαυτό του με την Εκκλησία - και η οποία παρεκτροπή οδήγησε στην Αποστασία την πάλαι ποτέ Ορθόδοξη Τοπική Εκκλησία της Ρώμης -, μιμούνται σήμερα οι Επίσκοποι των Ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών απαιτώντας «υπακοή στην Εκκλησία» (όπου «Εκκλησία» εννοούν τους εαυτούς τους) και επιθυμώντας ως κακοί εργάτες να θέσουν υπό την κυριαρχία τους τον Αμπελώνα[11] γενόμενοι μιμητές του Πάπα, υπερυψώνοντας κι εκείνοι εαυτούς σε «Κεφαλές» της Εκκλησίας.
Όμως χάριτι Θεού οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας της τελευταίας χιλιετίας, ως καλοί εργάτες του αμπελώνος, αντιμετώπισαν αυτήν την εωσφορική παρεκτροπή και μας παρέδωσαν ανεκτίμητη παρακαταθήκη την ανόθευτη Ορθόδοξη Εκκλησιολογία:
α) Ο Άγιος Μελέτιος ο Πηγάς - ο «μετά το Σχίσμα νέος Φώτιος», όπως ονομάστηκε - σε πολλά έργα και επιστολές του καταδικάζει την ταύτιση του προσώπου του εκάστοτε Πάπα με την αλάθητη και υπέρτατη εκκλησιαστική αυθεντία, ταύτιση παρόμοια με αυτήν που επιχειρείται σήμερα. Στο έργο του «Περὶ τοῦ τὶς ἐστὶν ἡ ἀληθὴς καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ ποία ἐστὶν ἡ γνησία καὶ ἀληθὴς κεφαλὴ αὐτῆς καὶ κατὰ τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα τῆς Ῥώμης», το οποίο δημοσίευσε ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων στον Τόμο Χαράς διαβάζουμε: «Οὐδὲ γὰρ τυράννους ἐπεισακτέον τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὅρους μὲν μεταίροντες πατρῴους, δόγματα δὲ καινοτομοῦντας, καὶ Χριστὸν αὐτὸν τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὅρους περιορίζοντας… Ἱεροπρεπέστατα γὰρ ὁμοῦ καὶ θεοπρεπέστατα ἔφη Διονύσιος[12] μὴ ἕπεσθαι τὸ θεῖον ὑπηρετικῇ τῇ ἀρχιερατικῇ ἐξουσίᾳ, αὐτὴν δὲ μάλλον ὑποφητικῶς λειτουργεῖν τῇ θείᾳ χάριτι. Εἰ γὰρ καὶ ζῶντας νόμους καὶ ἕμπνους προσαγορεύσας, ἀλλ᾿ οὐχ ὥστε νομοθετεῖν ἀφ᾿ ἑαυτῶν, ἢ τὸ δεινότερον, ἀντινομοθετεῖν Θεῷ, ἀλλ᾿ ἵνα τὰ ὑπὸ Θεοῦ νομοθετηθέντα ἐκφαντορικῶς ὑπαγορεύωσιν»[13]. Και παρακάτω: «Τὸ γὰρ διακονεῖν, τοῦ αὐθεντεύειν καὶ κατεξουσιάζειν, πολὺ διίσταται. Αὐτοὶ δὲ (οἱ Λατίνοι) καὶ περὶ πίστεως καὶ περὶ ἐκκλησίας ὁλοσχερῶς παντοίαν ἐξουσίαν τῇ τοιαύτῃ κεφαλῇ (τῷ Πάπᾳ) διδόας, μέχρι καὶ ἀνατροπῆς καὶ καινοτομίας τῶν παρὰ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος αὐτοῦ ὁροθετηθέντων»[14]. Σε μια επιστολή του γράφει: «σῶμα γὰρ τοὺ Σωτῆρος ἡ τοῦ Σωτῆρος Ἐκκλησία, ἧς κεφαλὴ μόνος αὐτός, οὐδὲ γὰρ δικέφαλον (σ. ημ.: ή πολυκέφαλο) τὸ τοῦ Χριστοῦ σῶμα»[15]. Και από ομιλία του: «Ἄνθρωπε, κεφαλὴ μόνη τῆς ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, μὴ τοῦ ἀρπάξῃς τὴν τιμήν, μὴ συγχύσῃς τὸ πάνˑ ὡς εἶναι τέρας τὸ σῶμα ἀκέφαλον, ἔτζι εἶναι τέρας τὸ σῶμα καὶ πολυκέφαλονˑ καὶ λοιπὸν ἂν τὸ σῶμα ἡ καθολικὴ ἐκκλησία ἔχει κεφαλὴν τὸν Χριστόν, κεφαλὴν καθολικὴν διὰ νὰ μὴν εἶναι τέρας ἀκέφαλον, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχῃ ἄλλην καθολικὴν κεφαλὴν διὰ νὰ μὴν εἶναι τέρας πολυκέφαλον»[16]. Και από το έργο του «Διάλογος Ὀρθόδοξος Χριστιανός»: «Ξένος: Καὶ λοιπὸν τέρας ἡ ἐκκλησία τοσαύτας ὡς ὁρῶμεν κεκτημένα κεφαλάς; Παῖς: Αἱ καθ᾿ ἕκαστον ἐκκλησίαι, καὶ αἱ τῶν ἐκκλησιῶν κεφαλαὶ εἰς μία ὁλομέλιαν (sic) συντρέχουσαι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἁπαξάπασαι ἓν ἀποτελοῦσι σῶμα, οὕ κεφαλὴ μόνος ὁ Χριστός! Οὐ τοίνυν τέρας ἡ ἐκκλησία ἡ καθολικὴ μίαν ἔχουσα Κεφαλὴν καθολικὴν τὸν Χριστόν. Αἱ γὰρ μερικαὶ κεφαλαὶ τῆς καθολικῆς τὸν λόγον οὐ παραλυποῦσιν, ἀλλ᾿ ἀναπληροῦσιν ἐν τοῖς καθ᾿ ἕκαστονˑ καθάπερ οὐδὲ αἱ ἐκκλησίαι αἱ μερικαὶ τῆς μιᾶς ἐκκλησίας τὸν λόγον παραλυποῦσι τῆς καθολικῆς»[17].
β) Και οι δύο κύριοι μαθητές του Αγίου Μελετίου του Πηγά, συνέχισαν την ανάπτυξη της ορθοδόξου διδασκαλία περί του θέματος ως εξής. Ο μεν μάρτυρας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Λούκαρις εκφώνησε το «ανάθεμα» σε όποιον «λέγει πῶς ὁ πάπας τῆς Ῥώμης εἶναι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι ὁ Χριστός»[18], ο δε Μάξιμος ο Πελοποννήσιος έγραψε το περισπούδαστο «Ἐγχειρίδιον κατὰ τοῦ σχίσματος τῶν παπιστῶν», στο οποίο διαβάζουμε τα εξής σημαντικά για τους Αποστόλους: «Καὶ εἶναι ὅλοι κεφαλαὶ, ὅλοι διδάσκαλοι, ὅλοι ποιμένες οἰκουμενικοὶ τῆς ἐκκλησίας, καὶ αὐτοὶ ἔχουν καθολικὴν κεφαλὴν τὸν Χριστόν, εἰς τὸν Ὁποῖον εἶναι θεμελιωμένοι καὶ αὐτοί, μὲ ὅλην τὴν ἐκκλησίαν, ὅλοι εἶναι διάκονοι καὶ κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ ὁποῖον φέρνουν καὶ τοὺς ἄλλους πιστούς»[19]. Στο έργο αυτό μάλιστα αφιέρωσε ολόκληρο κεφάλαιο (το κβ΄) για το θέμα, με τίτλο «Ὅτι καὶ τὰ ὁρατὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἔχουν ὁρατὴν κεφαλήν, παρὰ μόνον τὸν Χριστόν, καὶ κατὰ ποῖον τρόπον λέγονται κεφαλαὶ τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἀπόστολοι, καὶ οἱ Ἐπίσκοποι». Σε αυτό γράφει τα εξής σημαντικότατα: «Ἀν καὶ κεφαλαῖς εἶναι, ἀλλὰ δὲν εἶναι τοιαύτες κεφαλαῖς, ὁποῦ νὰ δίδουν ἀπὸ λόγου τους εἰς τὰ μέλη ζωήν. Διότι τοῦτο μόνον ὁ Χριστὸς τὸ κάμνει, ὡς ἂν ὅπου εἶναι αὐτοζωή, καὶ δωτὴρ τῆς ζωῆς. Δι᾿ ἄλλο δὲν λέγονται αὐτοὶ κεφαλαῖς, παρὰ μόνον διατὶ διδάσκουν τὸν λοιπὸν λαόν, τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ, τὸ εὐαγγέλιον ὁποῦ ἐπαράλαβαν ἀπὸ τὸν καλὸν ποιμένα τὸν Χριστόν, καὶ διατὶ εἶναι ὡς ἑξουσιασταὶ ἀπάνω εἰς τὰ μέλη, τὸν λοιπὸν λαόν, νὰ τὰ ὀδηγοῦν εἰς τὴν διδαχὴν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ οὐδὲ ἔχουν ἐξουσίαν νὰ διδάσκουν ἄλλην διδαχὴν, ἢ νόμον, παρὰ μόνον τὴν διδαχὴν καὶ τοὺς νόμους τοὺς εὐαγγελικούς. Καὶ διὰ νὰ κάμνουν αὐτὸ τὸ ἔργον, λέγονται κεφαλαῖς. Καὶ ἕως τότε τὸ ἔχουν καὶ αὐτὸ τὸ ἀξίωμα, ἕως ὁποῦ νὰ κάμνουν καὶ τὸ ἔργον αὐτὸ τῆς διδαχῆς τοῦ εὐαγγελίου, ἀνοθεύτως, χωρὶς προσθήκην, ἢ ἀφαίρεσιν, καὶ ἕως ὁποῦ εἶναι καὶ αὐτοὶ ὑποκάτω εἰς τὴν καθολικὴν, τὸν Χριστόν, κεφαλήν, καὶ διδάσκουνται ἀπ᾿ Αὐτόν, ὡς πρόβατα λογικά, καὶ πείθουνται εἰς τοὺς νόμους Του, καὶ τὴν διδαχήν Του, ὁποῦ εἶναι τὸ ἱερὸν εὐαγγέλιον. Ἕως νὰ οἰκονομοῦν τοὺς ὑποκάτω τους, καὶ νὰ ποιμαίνουν τὰ πρόβατα ὁποῦ ἐπροστάχθηκαν νὰ ποιμαίνουν καὶ νὰ βόσκουν εἰς τόπον χλόης, ἤγουν εἰς τοὺς χλοεροὺς καὶ ζώντας λόγους τῆς θείας γραφῆς, καὶ ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, ἤγουν εἰς τὴν πνευματικὴν ὁδηγίαν, καὶ νὰ τοὺς ἀναφέρνουν πρὸς τὴν καθολικὴν τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας κεφαλὴν τὸν Χριστόν, εἰς τὸν Ὁποῖον εἶναι καὶ αὐτοί, ἂν ὀρθοδοξοῦν, θεμελιωμένοι. Καὶ ὅποιος εἶναι χωρισμένος ἀπ᾿ Αὐτόν, καὶ αὐτοὶ οἱ ποιμένες, καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἀκόμι (sic), δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ζῇ. Λέγουνται λοιπὸν καὶ αὐτοὶ κεφαλαῖς, ἀλλὰ μερικαῖς, καὶ ὄχι καθόλου»[20].
γ) Το ίδιο αναλυτικά παρουσιάζεται το σημαντικό αυτό εκκλησιολογικό θέμα και στο συγκλονιστικό, και λίαν επίκαιρο, αντιρρητικό φυλλάδιο «Ἡ Ὀρθοδοξία ἐλέγχουσα τὸν παπικὸν κατολικισμὸν καὶ τοὺς Ἰησουΐτας», που συντάχθηκε την Κυριακή της Ορθοδοξίας του 1862 (7 Μαρτίου κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο) - και εκδόθηκε ταυτόχρονα σε Κωνσταντινούπολη, Αθήνα και Κεφαλονιά – από τον πολύσοφο Μητροπολίτη Σταυρουπόλεως Κωνσταντίνο Τυπάλδο-Ιακωβάτο, μέγα θεολόγο της εποχής, ο οποίος διετέλεσε και πρώτος Σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ας διδαχθούν από αυτόν οι επίγονοί του που πρωτοστατούν σήμερα στην θεμελίωση της «Νέας Εκκλησιολογίας»: «Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἔκφρασις ὑψηλοτέρου καὶ πνευματικοῦ πρωτοτύπου δημοκρατίας, τῆς ὁποίας νόμοι εἶναι τὸ Εὐαγγέλιον, ἐκπληρωτικὴ έξουσία ὁ κλῆρος, κεφαλὴ δὲ καὶ κυβερνῶσα ἐξουσία αὐτὸς ὁ Χριστός… Μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἴμεθα ὅλοι ἡμεῖςˑὁ κλῆρος ἡμῶν φέρει τὸν Σταυρὸν καὶ τὸ φορτίον του μετὰ πρᾴου καὶ ἡσύχου πνεύματοςˑ καὶ Πατριάρχαι, καὶ Μητροπολῖται, καὶ Ἀρχιεπίσκοποι, καὶ Ἐπίσκοποι, καὶ πρεσβυτέριον ἱερὸν, καὶ αὐτοὶ οἱ διάκονοι, καὶ ὁ λαός, ἐνώπιον τοῦ νόμου τοῦ Χριστοῦ εἰσὶν ἴσοι. Μία μόνον ἀνισότης πραγματικῶς ὑπάρχει μεταξὺ κλῆρου καὶ λαοῦˑ ὅσῳ ἀνώτερον εἶναι τὸ ἱεραρχικὸν ἀξίωμα, τόσῳ μεγαλητέρα εἶναι καὶ ἡ εὐθύνηˑ καὶ ὅλη αὕτη ἡ ταξιαρχία εἶναι ἐκπληρωτική, διδακτικὴ καὶ κυβερνητικήˑ ὅλων δὲ κεφαλή, κλῆρου καὶ λαοῦ, εἶναι ὁ Χριστός, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν, οὔτε κατ᾿ ἰδίαν,οὔτε ἐν Συνόδῳ, τολμᾷ νὰ ἐγγίσῃ τὰ δόγματα, τὰ ὁποῖα ἐσύστησεν αὐτὸς ὁ Χριστὸς ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ, οὔτε ἐφευρίσκει δόγματα οὐδέποτε ὑπάρξαντα ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ… Ἐκκλησία δὲν εἶναι προσέτι μήτε ὁ κλῆρος, μήτε ὁ Πάπας, μήτε τάξις τις, μήτε βασιλεία»[21].
δ) Να μη λησμονήσουμε και την απόφαση της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1727: «Οὐδεμίαν ἄλλην ἥντιναοῦν κεφαλὴν ἀποδέχεσθαι ἐν αὐτῇ τῇ ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ, εἰμὴ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν μόνον»[22].
ε) Ο δε Άγιος Νεκτάριος στο έργο του επισημαίνει: «Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας οὐχὶ ἐν τῷ ἑνιαίῳ προσώπῳ ἑνὸς τῶν Ἀποστόλων θεμελιοῦταικαὶ ἑδράζεται, ἀλλ᾿ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅςἐστιν ἡ κεφαλὴ τῆς ’Ἐκκλησίας, ἐν ἑνὶ πνεύματι, ἐν τῇ μιᾷ, πίστει, ἐλπίδι, ἀγάπῃ καὶ λατρείᾳ»[23].
Εξ όσων αναφέρθηκαν καθίσταται φανερό ότι, οι επιμέρους κεφαλές, οι Επίσκοποι, δεν μπορούν να υπάρχουν άνευ του Χριστού, δηλαδή άνευ της Ορθοδόξου Ομολογίας. Γι’ αυτό και ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αποκαλεί «Καθολικὴν Ἐκκλησίαν τὴν ὀρθὴν καὶ σωτήριον τῆς εἰς Aὐτὸν (σ. ημ. τον Χριστόν) πίστεως ὁμολογίαν»[24]. Όποιοι δεν έχουν την Ορθόδοξη Ομολογία, «κἄν τε Πάπαι, κἄν τε Πατριάρχαι, κἄν τε Κληρικοί, κἄν τε Λαϊκοὶ ἔτυχον εἶναι, κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ»[25] δεν είναι συνδεδεμένοι με τον Χριστό και επομένως όχι μόνο κεφαλές (μερικές), αλλά ούτε καν μέλη υγιή του Σώματος δεν μπορούν να λέγονται, αλλά αντιθέτως οι Άγιοι προτρέπουν «ὡς μέλη σεσηπότα καὶ ἄχρηστα τῆς ποίμνης Χριστοῦ ἀποτεμνέσθωσαν μή ποτε καὶ τὰ ὑγιαίνοντα, καὶ περὶ τὴν καλὴν ὁμολογίαν ἐῤῥωμένως ἱστάμενα, τῇ ψυχοφθόρῳ νόσῳ διαλυμήναιντο»[26].
Πως λοιπόν ο Σ. διδάσκει ότι αποτειχιζόμενος κανείς από τους Επισκόπους τίθεται τάχα «εκτός Εκκλησία», χωρίς καν να εξεταστεί το αν οι Επίσκοποι αυτοί είναι Ορθόδοξοι ή όχι; Ο Ιωσήφ Καλόθετος, συναγωνιστής του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αναφερόμενος στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καλέκα, ο οποίος τους είχε αφορίσει, γράφει: «Λέγει γοῦν ὁ χρηστὸς ποιμὴν οὗτος, ὅτι ἀποβλήτους ἡμᾶς πεποίηκεν ἑαυτῆς ἡ ἐκκλησία, ὡς μὴ θελήσαντας δοῦναι ὁμολογίαν ἔγγραφον. Ποίαν ἐκκλησίαν φάσκει ἀποβλήτους ἡμᾶς πεποιηκέναι; Τὴν τῶν ἀποστόλων; Καὶ μὴν παντάπασιν ἡμεῖς ἐκείνη σύμφωνοι καὶ σπουδασταὶ καὶ ὑπὲρ ἐκείνης πάντα παθεῖν εἱλόμεθα… Ὥστ’ οὐχὶ ἐκείνην φάσκει ἀποβεβληκέναι ἡμᾶς – πῶς γάρ;– ἀλλ’ ἣν αὐτὸς ὑπεστήσατο νεοφανῆ ἐκκλησίαν καὶ νεοφανῆ δόγματα …Πόθεν σὺ ἐκκλησία εὐσεβῶν; Ἀπὸ τοῦ λόγου; Ἀπὸ τοῦ τρόπου; Ἀπὸ τῶν πράξεων; Ἀπὸ τῶν ὑγιῶν δογμάτων; Ἐργαστήριο τοίνυν γενόμενος παντὸς ψεύδους, πάσης διαβολῆς, παντὸς οὑτινοσοῦν φαύλου, παντὸς στασιαστικοῦ φρονήματος, πάσης ἀδικίας, πλεονεξίας, ἱεροσυλίας, ἁρπαγῆς, καπηλείας, εἶτα καὶ ἐκκλησίαν σεαυτόν - ὢ τοῦ θράσους! - χειροτονεῖς, οὐκ εἰδὼς ὅτι καὶ Νεστόριος καὶ Μακεδόνιος τάχ’ ἂν τοῦτ’ ἰσχυρίσαιντο, ὃ καὶ αὐτὸς ἰσχυρίζεσαι. Ἔσχον γὰρ καὶ αὐτοὶ τὴν αὐτὴν αὐτῷ σοι καθέδραν. Πόθεν σὺ ἐκκλησία; Ἀπὸ τοῦ δωροδοκεῖν; Ἀπὸ τοῦ ἐξαργυρίζειν τὰς δίκας; Ἀπὸ τοῦ μὴ διαστέλλειν ἀναμέσον βεβήλων καὶ ἁγίων; Ἀπὸ τοὺς ἀνεῖσθαι τὸ ἱερὸν πᾶσιν ἀνάγνοις καὶ βεβήλοις; Ἀπὸ τοῦ ἀναπεῖσαι τοὺς ἀνθρώπους ὁμογνίου αἱματος ἐμπίπλασθαι; Ἀπὸ τοῦ πιπράσκειν τὴν χάριν τοῦ πνεύματος; Ἀπὸ τοῦ πληρῶσαι τὴν ἐκκλησίαν πάσης αἱρέσεως – εἴμι δ᾿ ἐπ᾿ αὐτὸν τὸν κολοφῶνα τῶν κακῶν - ἢ ἀπὸ τοῦ ἐξαργυρίσαι τὴν σὴν εὐσέβειαν καὶ τῶν ἐπισκόπων σου καὶ τῶν συνεπομένων σοι, οὕς ἐκκλησίαν αὐχεῖς; Τοιαύτη μὲν ἡ κατὰ σὲ ἐκκλησία, ἣν πρῴην ὀλίγου ἀποστατήσας τῆς ἡμετέρας, ὑπεστήσω. Ἡ δ’ ἡμετέρα ἐκκλησία, ἄνωθεν, ἁγνή, καθαρά, εἰρηνική, ἀπεχομένη παντός οὑτινοσοῦν φαύλου καὶ πονηροῦ καὶ πάσης ἡστινοσοῦν κακίας ἐλευθέρα καὶ ἀνεπίμικτος παντὸς ρύπου καὶ σπίλου, πρεσβεύουσα τὰ ὑγιᾶ καὶ καθαρὰ καὶ ἀπειλικρινημένα δόγματα τῶν θεοφόρων ἀνδρῶν.Κεφαλὴ δὲ τῆς ἐκκλησίας ὁ Κύριος ἡμῶν, μέλη δὲ καὶ μέρη τοῖς τοιαύτης ἐκκλησίας τὸ σύστημα καὶ σύνταγμα τῶν εὐσεβῶν, οἵ καὶ ἀναλόγως ἔχουσι καθάρσεως πρὸς τὴν ἑαυτῶν κεφαλήν, οὐχ ὁ δεῖναι οὕτως ἀνάγνως ἔχων καὶ μεμιασμένος»[27]. Ο ίδιος ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, το Καύχημα της Εκκλησίας των Ορθοδόξων, διδάσκει πως «οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί, καὶ τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἂν καὶ σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καὶ ἀρχιποιμένας ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλούντες καὶ ὑπ' ἀλλήλων καλούμενοι· μηδὲ γὰρ προσώποις τὸν χριστιανισμόν, ἀλλ᾿ ἀληθεία καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα»[28]. Οι Νεοεκκλησιολόγοι όμως διδάσκουν τα αντίθετα και είναι σαν να μας λένε: «οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῶν Ἐπισκόπων εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῶν Ἐπισκόπων ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί, καὶ τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἂν καὶ σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ὀρθοδόξους καὶ ὁμολογητὰς ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλούντες καὶ ὑπ' ἀλλήλων καλούμενοι· μηδὲ γὰρ ἀληθεία καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως τὸν χριστιανισμόν, ἀλλὰ προσώποις χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα»!
Απορεί λοιπόν ο Σ. με το να θεωρούνται «οἱ συγκροτήσαντες τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης ἐπίσκοποι αἱρετικοί». Είναι δηλαδή τόσο περίεργο να υπάρχουν Πατριάρχες και Αρχιεπίσκοποι και Μητροπολίτες αιρετικοί; Ή μήπως είναι πρωτοφανές μία «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» να είναι τωόντι Ψευδοσύνοδος. Ας ανοίξουμε ένα οποιοδήποτε εγχειρίδιο εκκλησιαστικής ιστορίας και θα δούμε πως έχουν τα πράγματα. Ενδεικτικά, ας δει κανείς τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, από το έτος 306 (Μητροφάνης ο Α΄) έως το 806 (Ταράσιος). Στην διάρκεια αυτών των πεντακοσίων χρόνων υπήρξαν 53 πατριάρχες, εκ των οποίων Ορθόδοξοι ήταν οι 37 (ποσοστό 69%) και αιρετικοί οι 16 (ποσοστό 31%). Δηλαδή, σχεδόν το ένα τρίτο των πατριαρχών που ανέβηκαν στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, εκείνα τα χρόνια, υπήρξαν αιρετικοί! Ας δει κανείς και «Αγίες» και «Μεγάλες» και «Οικουμενικές» Συνόδους (όπως θεωρήθηκαν στην εποχή τους), σαν την Σύνοδο της Εφέσου (449) και την «Ζ΄ Οικουμενική» Σύνοδο της Ιέρειας (754) - στην οποία παρακάθισαν 348 επίσκοποι! -, οι οποίες απορρίφτηκαν, ήδη από την εποχή τους, ως Ψευδοσύνοδοι.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ
[2] Δημητρίου Τσελεγγίδου (Καθηγητού Πανεπιστημίου), Η Συνοδικότητα, ως αγιοπνευματικός τρόπος οριοθετήσεως της Πίστεως και της Ζωής της Εκκλησίας και οι Θεολογικές προϋποθέσεις της (http://www.impantokratoros.gr/B621D61D.el.aspx).
[3] Παρόμοιες απόψεις έχουν εκφράσει κατά καιρούς πάρα πολλοί Επίσκοποι, όπως ο Κυδωνίας και Αποκορώνου Δαμασκηνός, ο οποίος δήλωσε πως: «όποιος απομακρυνθεί από τον επίσκοπο, θέτει αυτομάτως τον εαυτό του και εκτός Εκκλησίας» (https://www.pemptousia.gr/2015/07/o-rolos-tou-pimenarchi-stin-ekklisia/). Να σημειωθεί δε πως το, αγαπημένο των σημερινών Επισκόπων και κατά κόρον χρησιμοποιούμενο, ρητό "όπου επίσκοπος εκεί και η εκκλησία" δεν έχει έτσι ακριβώς. Το αυθεντικό κείμενο του Αγίου Ιγνατίου (ο οποίος μας λέει πρώτα πως ακριβώς πρέπει να είναι ο επίσκοπος ώστε να μιλήσει έπειτα για την υπακοή και την τιμή σε αυτόν) έχει ως εξής: "Οπου ἄν φανῆ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τό πλῆθος ἔστω· ὥσπερ ὅπου ἄν ἦ Χριστός ᾿Ιησοῦς, ἐκεῖ ἡ καθολική ἐκκλησία". Το ρητό αυτό το χρησιμοποιεί (P.G. 96, 521) και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στα Ιερά Παράλληλα σε κεφάλαιο με τίτλο "Περί επισκόπων χρηστών και φυλασσόντων εντολάς του Θεού" (δεν αφορά δηλαδή απροϋπόθετα κάθε επίσκοπο).
[4] «Ἐκκλησίας ἀπάσης, οἱ Ἰταλοὶ ἔστησαν, μίαν κεφαλὴν τερατώδη, τὸν σφῶν ἐπίσκοπων» κατά τον Ματθαίο Μυρέων (στο Μανουήλ Γεδεών, Μνημεία μεσαιωνικής ελληνικής ποιήσεως, Αθήνα, 1878, σελ. 26).
[5] Τις θέσεις του έχει αναιρέσει ο αείμνηστος Καθηγητής Ιωάννης Κορναράκης με το περισπούδαστο άρθρο του «Ο επίσκοπος ως προεστώς της Θείας Ευχαριστίας» (http://krufo-sxoleio.blogspot.gr/2013/07/blog-post_7608.html).
[6] Ι. Χρυσοστόμου, P.G. 61, 527.
[7] Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, Περί των τριών ιερατικών της Εκκλησίας βαθμών, Ναύπλιο, 1835, σελ. 303.
[8] Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μάθημα Ποιμαντικής, Αθήνα, 1898, σελ. 69.
[9] Γεωργίου Καψάνη (+Αρχιμανδρίτου), Η Ποιμαντική Διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας (http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/pneymatikh_diakonia_kanones.htm).
[10] P.G. 52, 784.
[11] Πρβλ. Ματθ. κα΄, 21-33.
[12] P.G. 3, 564.
[13] Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Χαράς, Ριμνίκ, 1705, σελ. 569.
[14] Αυτόθι, σελ. 577.
[15] Μεθοδίου Φούγια, Επιστολαί Μελετίου Πηγά, Εκκλησιαστικός Φάρος ΝΖ΄ (1975), σελ. 638.
[16] Κωνσταντίνου Σάθα, Νεοελληνικής φιλολογίας παράρτημα, Αθήνα, 1870, σελ. 38-39.
[17] Μελετίου Πηγά, Διάλογος ορθόδοξος χριστιανός (Harley MS 5643, f.309v).
[18] Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Αγάπης, Ιάσιο, 1698, σελ. 553.
[19] Μαξίμου Πελοποννησίου, Εγχειρίδιον κατά του σχίσματος των παπιστών, Βουκουρέστι, 1690, σελ. 36-37.
[20] Αυτόθι, σελ. 79.
[21] Η Ορθοδοξία ελέγχουσα τον παπικόν κατολικισμόν και τους Ιησουΐτας, Κωνσταντινούπολη, 1862, σελ. 12-14.
[22] Ιωάννου Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία, τόμ. ΙΙ, έκδ. β΄, Graz - Austria, 1968, σελ. 867.
[23] Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μελέτη ιστορική περί των αιτιών του Σχίσματος, Αθήνα, 1911, σελ. 69.
[24] P.G. 90, 132.
[25] Συνοδική Επιστολή των Ορθοδόξων Πατριαρχών (1848) στο Mansi [Sacrorumconciliorum] 40, 411.
[26] Αγίου Νικηφόρου του Ομολογητού, P.G. 100, 612.
[27] Δημητρίου Τσάμη, Ιωσὴφ Καλοθέτου συγγράμματα, Θεσσαλονίκη, 1980, σελ. 294 -296.
[28] Ε.Π.Ε., τόμ. γ΄, σελ. 608.