A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π.ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΝΑΣΣΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π.ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΝΑΣΣΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022

Ὁ ἐλευσόμενος στά ἔσχατα Ἀντίχριστος, Ἄνθρωπος καί ὄχι ἐνσάρκωση τοῦ Σατανᾶ ἤ πονηρό σύστημα

 τοῦ π. Νικηφόρου Νάσσου

ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία εἶναι γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους τό «Βιβλίον τῆς Ζωῆς», ἀποκαλύπτει-προφητεύει τήν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου στό τέλος τοῦ ἑβδοματικοῦ χωροχρόνου. Ὁ Ἀντίχριστος θά ἔρθει στόν κόσμο ὡς Μεσσίας, με ἑωσφορικό ἐγωϊσμό καί θά αὐτοανακηρυχθεῖ θεός. Τά Ἀποστολικά κείμενα καί τό τελευταῖο Βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, μαρτυροῦν ἀρίδηλα αὐτήν τήν πραγματικότητα τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Ἀντιχρίστου[1]. Ἐπιπλέον, καί ἀπό τήν Παράδοσή μας ἔχουμε τίς σχετικές μαρτυρίες περί τοῦ ἐλευσομένου στά ἔσχατα τυράννου τῆς ἀνθρωπότητος. Καί θά πρέπει νά εἶναι γνωστόν ὅτι Παράδοση γιά τούς Ὀρθοδόξους εἶναι ἡ διαχρονική Ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, «ὅ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καί ὑπό πάντων πιστεύεται», κατά ἕνα χαρακτηριστικό ὁρισμό[2]. Ἀπό πλευρᾶς Δογματικῆς σημειώνουμε, ὅτι τό περί Ἀντιχρίστου ζήτημα ἐντάσσεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐσχατολογία, ἡ ὁποία εἶναι ὁ περί ἐσχάτων λόγος, συγκεκριμένα ὁ λόγος πού ἀρχίζει μέ τήν ἀρχή τῶν ἐσχάτων γεγονότων καί περατώνει μέ τό τέλος τους. Ἡ Ἐσχατολογία ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς Δογματικῆς Διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας.

Α) Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΣΟΜΕΝΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐσχατολογία[3], ἀπό τά Βιβλικά καί Πατερικά κείμενα γίνεται λόγος περί τῆς ἐλεύσεως στά τελευταῖα χρόνια τῆς ἀνθρωπότητος, τοῦ «ἀνόμου», τοῦ «υἱοῦ τῆς ἀπωλείας», πού εἶναι ἀναμφιβόλως ὁ Ἀντίχριστος[4]. Γίνεται λόγος γιά τήν ἔλευσή του, τή μιαρά δράση του, τό ἄδοξο τέλος του, ὅπως καί τό χάραγμά του, τό ὁποῖο, κατά τή χαρακτηριστική ἔφραση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ  Ἰωάννου θά εἶναι, «τό ὄνομα τοῦ θηρίου, ἤ ὁ ἀριθμός τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ»[5]. Παρεπιμπτόντως νά σημειωθεῖ, ὅτι κάποιοι σήμερα προσδίδουν μεταφυσικές διαστάσεις σέ γεγονότα καί καταστάσεις, διαδίδοντας ὅτι ἤδη ἔχουμε σφραγισθεῖ. Ὅμως τό ἐσχατολογικό σφράγισμα τοῦ Ἀντιχρίστου προϋποθέτει τήν συνειδητή ἄρνηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, κάτι πού ἐπί τοῦ παρόντος δέν μᾶς ἔχει ζητηθεῖ, παρά τήν ἐπικρατοῦσα διάχυτη ἀντίληψη, ὅτι βρισκόμαστε κοντά στά λεγόμενα «σημεῖα τοῦ τέλους».

Ἐπιπλέον, στά κείμενα-μνημεῖα τῆς Ἁγιοπατερικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας γίνεται λόγος καί γιά τούς δύο Προφῆτες, πού κατά τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Πατερική Παράδοση θά εἶναι ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐνώχ, οἱ ὁποῖοι, μή γευθέντες εἰσέτι θάνατο, θά ἐμφανισθοῦν ἀπό τόν Κύριο στά ἔσχατα, γιά νά κηρύξουν ἐναντίον τοῦ ἀντιθέου ἔργου τοῦ «Θηρίου» καί τέλος θά θανατωθοῦν ἀπό αὐτόν[6]. Ὅλα αὐτά τά θέματα ἀναλύονται ἐν ἐκτάσει μέσα στήν Πατερική Γραμματεία μας. Στό παρόν κείμενο θά ἐξετάσουμε μία πτυχή τοῦ ζητήματος περί τοῦ Ἀντιχρίστου, αὐτήν πού ἀφορᾶ στήν ἀμφισβήτησή του ὡς ἀνθρώπου ἀπό κάποιους συγγραφεῖς στίς ἡμέρες μας.

Εἶναι γνωστόν, ὅτι μέσα στήν Ἱστορία τῆς θείας Οἰκονομίας ὑπάρχει σύγκρουση μεταξύ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἀκαθάρτου πνεύματος, τοῦ Διαβόλου. Ἡ σύγκρουση εἶναι διαχρονική καί σέ διάφορες και ἀλλεπάλληλες φάσεις πραγματοποιούμενη. Πρόκειται για μιά συνεχῆ πάλι μεταξύ φωτός καί σκότους, μεταξύ κτιστοῦ πλάσματος (ἀποστατημένου) και Ἀκτίστου Θεοῦ. Ὅμως, κατά τούς ἐσχάτους χρόνους τοῦ ἑβδοματικοῦ χωροχρόνου, θά λάβει χώρα μία γενικευμένη ἐπίθεση τοῦ Διαβόλου ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καί αὐτή θά ἐκδηλωθεῖ (πέραν τῆς γενικῆς Ἀποστασίας τῶν καιρῶν) καί διά μέσου ἑνός ἀνθρώπου, πού θά ἔχει μέσα του τή μεγαλύτερη ἐνέργεια τοῦ Διαβόλου. Αὐτόν τόν συγκεκριμένο ἄνθρωπο ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὀνομάζει «Ἀντίχριστο». Γράφει ὁ ἠγαπημένος Μαθητής στήν πρώτη Καθολική του Ἐπιστολή: «Παιδία…καί καθώς ἠκούσατε ὅτι ὁ Ἀντίχριστος ἔρχεται, καί νῦν ἀντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν…»[7]. Ἐδῶ σαφέστατα ὁ Ἰωάννης προφητεύει τήν μελλοντική ἔλευση τοῦ μεγάλου Ἀντιχρίστου, τόν ὁποῖο διακρίνει ἀπό τούς μικρούς ἀντιχρίστους. Ὅπως οἱ μικροί ἀντίχριστοι εἶναι ἄνθρωποι, ἔτσι ἄνθρωπος θά εἶναι καί ὁ μέγας Ἀντίχριστος! Ἐπίσης ὁ Ἰωάννης δέν λέγει: «θά ἔρθει ὁ Διάβολος», ἀφοῦ ὁ Διάβολος εἶναι πάντοτε παρών στόν κόσμο, ὡς «κοσμοκράτωρ».

Στή συνέχεια, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος κάνει λόγο καί αὐτός περί ἀνθρώπου – Ἀντιχρίστου καί τόν ἀποκαλεῖ «ἄνθρωπον τῆς ἁμαρτίας» καί «υἱόν ἀπωλείας». Γράφει τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ στήν Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή του: «Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ ἀντικείμενος καί ὑπεραιρόμενος ἐπί πάντα λεγόμενον Θεόν ἤ σέβασμα, ὥστε αὐτόν εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ, ὡς Θεόν καθίσαι, ἀποδεικνύντα ἑαυτόν ὅτι ἐστί Θεός»[8].

Κατά ταῦτα, ὁ ἐλευσόμενος στά ἔσχατα Ἀντίχριστος θά εἶναι ἕνας συγκεκριμένος ἄνθρωπος, ὑπαρκτό καί ἱστορικό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί ὄχι πνεῦμα. Ὁ Ἀντίχριστος, ὅπως ὀρθά ἔχει παρατηρηθεῖ, «δέν θά εἶναι μία ἐνσάρκωση τοῦ διαβόλου, κατά τό πρότυπο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, μάλιστα, διευκρινίζουν ὅτι δέν μπορεῖ ὁ ἀντίχριστος νά εἶναι ἐνσάρκωση τοῦ διαβόλου σέ ἕνα συγκεκριμένο ἀνθρώπινο πρόσωπο, διότι αὐτή καθεαυτή ἡ <ἐνσάρκωση> εἶναι μία διαδικασία ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπο… Ὁ ἀντίχριστος, ἑπομένως, δέν μπορεῖ να εἶναι ἐνσάρκωση τοῦ διαβόλου, διότι ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά ἀγαπήσει τον ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου μάλιστα εἶναι προαιώνιος ἀντίπαλος καί θανάσιμος ἐχθρός του»[9].

Τά Πατερικά κείμενα τῶν Ἁγίων μας, στοιχούμενα πρός τή Βιβλική Διδασκαλία, κάνουν λόγο καί αὐτά περί ἀνθρώπου – Ἀντιχρίστου. Θά εἶναι ἐκεῖνος ὁ μιαρός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θά ἔχει μέσα του ὅλη τή σατανική δύναμη καί ἐνέργεια. Ἡ Πατερική, διαχρονική συμφωνία, ὅπως τήν κωδικοποιεῖ τόν 8ο αἰῶνα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, μαρτυρεῖ σαφέστατα, ὅτι ὁ ἐλευσόμενος τύραννος τῆς ἀνθρωπότητος στά ἔσχατα,  θά εἶναι ἄνθρωπος καί ὄχι ἰδέα, ἤ πνεῦμα, ἤ σύστημα. Πολλοί εἶναι οἱ ἀντίχριστοι πού θά ὑπάρξουν στήν ἱστορία σέ κάθε ἐποχή. Ὅμως, ἕνας θά εἶναι ὁ Ἀντίχριστος τῶν ἐσχάτων. «Ἰδιοτρόπως καί ἐξαιρέτως Ἀντίχριστος λέγεται ὁ ἐπί τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰῶνος ἐρχόμενος», γράφει ὁ ἱερός Δαμασκηνός[10]. Καί δέν ἀμφιβάλλει γιά τήν ἔλευσή του, ἀλλά ρωμαλέα καί ἀποφαντικά γράφει: «Χρή γινώσκειν, ὅτι δεῖ τόν ἀντίχριστον ἐλθεῖν»[11].

Αἰῶνες πρίν τόν ἅγιο Δαμασκηνό, ὁ χρυσορρόας Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, στήν Ὁμιλία του στήν Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή τοῦ Παύλου, διερωτᾶται καί ἀπαντᾶ διαυγῶς ἐπί τοῦ θέματος: «Τίς δέ οὗτός ἐστιν; ἄρα ὁ σατανᾶς; οὐδαμῶς. Ἀλλ᾿ ὡς ἄνθρωπός τις πᾶσαν αὐτοῦ δεχόμενος τήν ἐνέργειαν»[12].

Ὁ μιαρός Ἀντίχριστος θά προσπαθήσει νά μιμηθεῖ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί θά ἀποτελέσει ἕνα κακέκτυπο μιμήσεως τοῦ Θεανθρώπου. Θά ἔρθει «ἐν σχήματι ἀνθρώπου», ὅπως ὁ Χριστός, ἀλλά θά γεννηθεῖ «ἐκ πορνείας», κατά τή μαρτυρία τῶν Ἁγίων[13].

Ἄς δοῦμε, ὅμως, κάποιους χαρακτηρισμούς, πού ἀποδίδονται ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες στό μιαρό πρόσωπο τοῦ Ἀντιχρίστου. Μέσα ἀπό αὐτούς ἀποδεικνύεται ἡ διαχρονική συμφωνία περί ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου ὡς ἀνθρώπου, στά ἔσχατα τοῦ ἑβδοματικοῦ χωροχρόνου. Ὁ Ἀντίχριστος, ὁ ὁποῖος ἤδη στά Βιβλικά κείμενα ἀποκαλεῖται ὡς τό «βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως»[14], ἀπό Ἁγίους Πατέρες ἀποκαλεῖται ὡς: «κοσμοπλανής»[15]«ἄνομος»«ἀποστάτης»,«φονεύς»«ληστής»«ἀνακεφαλαίωσις πάσης ἀδικίας καί παντός δόλου»[16], «θεομάχος»«παμμίαρος»«τύραννος»«μιαρός»[17]. Ὁ Μέγας Φώτιος, σέ Ὁμιλία του Εἰς τό κατά Ἰωάννην, ἀποκαλεῖ τόν Ἀντίχριστο «τρισάθλιον ἄνθρωπον» (ἄρα ἄνθρωπο)[18].

Β) ΛΟΓΟΙ ΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ

Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν καί γιά τούς λόγους, ἕνεκα τῶν  ὁποίων θά ἔρθει ὁ Ἀντιχριστος στά τέλη τῆς Ἱστορίας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐξηγεῖ γενικά σέ μία θαυμάσια Ὁμιλία του γιατί ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά ὑπάρχουν αἱρέσεις, γιά ποιό λόγο ὑπάρχει ὁ Διάβολος καί οἱ πονηροί ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ὑποσκελίζουν πολλούς. Μέσα σέ ὅλα αὐτά ἐντάσσει καί τό ζήτημα τῆς παραχωρήσει Θεοῦ ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου, θεωρῶντας το μᾶλλον ὡς κορυφαῖο γεγονός τῶν παραχωρουμένων κακῶν, μέ τή σχετική ἐρώτηση: «τίνος ἕνεκεν ὁ Ἀντίχριστος παραγίνεται». Τό παράθεμα ἐν προκειμένῳ εἶναι λίαν σημαντικό: «Εἰ δέ ζητοίης τίνος ἕνεκεν ταῦτα συνεχωρήθη (ἔχει παραχωρηθεῖ) καί μή τοῖς ἀρρήτοις τῶν οἰκονομιῶν αὐτοῦ λόγους παραχωροίης, ἀλλά ἐμελέτησας ἀεί πάντα περιεργάζεσθαι, ὁδῷ προβαίνων καί ἄλλα πολλά διαπορήσεις, οἷον, τίνος ἕνεκεν ἀφείθησαν αἱ αἱρέσεις, τίνος ἕνεκεν διάβολος… τίνος ἕνεκεν οἱ πονηροί τῶν ἀνθρώπων καί πολλούς ὑποσκελίζοντες· καί τό δή κεφάλαιον ἁπάντων τούτων, τίνος ἕνεκεν ὁ ἀντίχριστος παραγίνεται, ὁ τοσαύτην ἔχων δύναμιν πρός ἀπάτην»[19].

Στή συνέχεια ὁ ἱ. Χρυσόστομος διακρίνει δύο κατηγορίες λόγων/αἰτίων, ἕνεκα τῶν ὁποίων παραχωρεῖ ὁ Θεός τήν ἔλευση τοῦ «ἀνόμου» στόν κόσμο, κατά τή ζοφερά ἐποχή τῶν ἐσχάτων. Στήν πρώτη κατηγορία ἀνήκουν οἱ λόγοι ἐκεῖνοι, πού εἶναι φανεροί μόνο στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος οἰκονομεῖ μέ διαφόρους τρόπους τά καθ᾿ ἡμᾶς. Αὐτοί οἱ λόγοι εἶναι οἱ περισσότεροι. Στή δεύτερη κατηγορία ἀνήκουν οἱ λόγοι, πού εἶναι γνωστοί καί σέ μᾶς τούς ἀνθρώπους[20]. Οἱ γνωστοί λόγοι ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου, κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο εἶναι οἱ ἑξῆς, τούς ὁποίους ἀναφέρουμε ἐπιγραμματικά: Α) Ἡ πλήθυνση τῆς ἀνομίας καί ἀσεβείας τοῦ κόσμου, Β) Ἡ ἀνάδειξη τῆς ἀρετῆς τῶν δικαίων καί Γ) Ὁ ἔλεγχος τῆς μοχθηρίας τῶν Ἰουδαίων καί τοῦ Ἀντιχρίστου[21].

Σχετικά μέ τόν τρίτο λόγο θά σημειώσουμε, ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἀναφέρει τήν μελλοντική πίστη τῶν Ἰουδαίων στόν ἐλευσόμενο Ἀντίχριστο, ὡς ἀπόδειξη τῆς ἀγνωμοσύνης καί μισοθεΐας τῶν Θεοκτόνων. Τό ἀκοῦμε στήν Εὐαγγελική περικοπή τοῦ Ἰωάννου. Ἦλθα, λέγει ὁ Κύριος, ἐγώ, στό ὄνομα τοῦ Πατέρα μου καί δέν μέ δεχθήκατε. Ὅταν θά ἔρθει ἄλλος στό ὄνομα τοῦ ἑαυτοῦ του, αὐτόν θά τόν δεχθεῖτε. «Ἐγώ ἦλθον ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός μου καί οὐ λαμβάνετέ με·ἐάν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε»[22]. Καί ἐρωτᾷ ἐπ᾿ αὐτοῦ ὁ Χρυσόστομος: «Ποῖον ἐννοεῖ δέ, ὅτι θά ἔλθῃ ἐξ᾿ ὀνόματος τοῦ ἑαυτοῦ του; Ἐδῶ ὑπαινίσσεται τόν Ἀντίχριστον καί παρουσιάζει ἀναμφισβήτητον ἀπόδειξιν τῆς ἀσεβείας των (Ἰουδαίων)»[23]. Πόσο σαφέστερα νά διατυπώσουν οἱ πεφωτισμένοι Πατέρες μας τήν ἀλήθεια τῶν Εὐαγγελικῶν λόγων!;

Τελικῶς, τό συμπέρασμα πού ἐξάγεται ἀβιάστως ἐκ τῶν ἀνωτέρω, εἶναι ὅτι Πρῶτος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, τό ἀψευδές στόμα, ἐλέγχοντας τήν ἀγνωμοσύνη τῶν Ἰουδαίων, διεκήρυξε ὅτι θά ἔρθει στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος ὁ Ἀντίχριστος. Ἔπειτα οἱ Ἅγιοι συγγραφεῖς καί ἑρμηνευτές ἀνέπτυξαν καί διεσάφησαν τά Κυριακά, ἀλλά καί τά Ἀποστολικά λόγια, τά ἀφορῶντα στήν ἐμφάνιση τοῦ «υἱοῦ τῆς ἀπωλείας». Πρόκειται, ἑπομένως, γιά ζήτημα πίστεως, στό ὁποῖο ἰσχύει ἡ διαχρονική συμφωνία τῶν Πατέρων (τό λεγόμενο consensus patrum)[24], θέμα Δογματικό καί ὄχι θεολογούμενο, ἤ ἀμφιβαλλόμενο!

Γ) ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΣΟΜΕΝΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Δυστυχῶς, πρέπει νά ὁμολογήσουμε, ὅτι στήν παροῦσα ἐποχή τῆς γενικευμένης Ἀποστασίας, παραθεωρεῖται ἡ ὀρθή Διδασκαλία, «καταπεφρόνηται τά τῶν Πατέρων δόγματα», ὅπως θά ἔλεγε ὁ Μ. Βασίλειος[25]. Καί ἀντί τούτων, εἰσάγονται διάφορες θεωρίες καί φιλοσοφίες, κατά τό δοκοῦν ἑρμηνεῖες, ἀρεστές πάντως στή «Νέα Ἐποχή»….

Κατά καιρούς, λοιπόν, διάφοροι θεολόγοι καί θεολογοῦντες, κληρικοί καί λαϊκοί ἀποφαίνονται λίαν σφαλερῶς, ὅτι ὁ Ἀντίχριστος δέν θά εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλά ἰδέα, τό κακό, ἡ ἐξαπλωμένη ἁμαρτία στόν κόσμο κ.λπ. Τώρα πλέον βλέπουμε τίς ἀπόψεις αὐτές νά διατυπώνονται καί σέ Ἀκαδημαϊκό ἐπίπεδο. Συγκεκριμένα, στή νέα ἔκδοση τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπό τήν Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ ἐπιμελητής τῆς ἀποδόσεως τοῦ κειμένου στή νεοελληνική, καθηγητής (ὁμότιμος) Χρ. Βούλγαρης προβαίνει σέ αὐθαίρετη ἑρμηνεία τῶν περί τοῦ Ἀντιχρίστου ἀπό την Β΄ Πρός Θεσσαλονικεῖς καί στό Γλωσσάριο πού παραθέτει στό τέλος μεταφράζει τό «Ἀντίχριστος» σέ «σατανᾶς». Γράφει συγκεκριμένα: «Ἀντίχριστος. Ὁ σατανᾶς, ὁ ὁποῖος στίς ἔσχατες ἡμέρες θά προηγηθεῖ τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ γιά νά παραπλανήσει τούς ἀνθρώπους»[26]. Ὅμως, ὁ σατανᾶς προηγεῖται καί τῆς Πρώτης Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὡς πνεῦμα ἀκάθαρτο ὑπάρχει καί δρᾶ αἰῶνες τώρα μέσα στήν Ἱστορία! Πόθεν, ἄραγε, ἀρύεται ὁ κ. καθηγητής αὐτές τίς ἑρμηνεῖες; Τό σημαντικό εἶναι ὅτι και μέσα στό κείμενο, κατά τήν ἀπόδοση στή νεοελληνική, λανθάνει ὁ ἐν λόγῳ καθηγητής. Στό δεύτερο Κεφάλαιο τῆς Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολῆς τοῦ ἀπ. Παύλου, στίχ. 3, τό πρωτότυπο κείμενο λέγει: «Μή τις ὑμᾶς ἐξαπατήσῃ κατά μηδένα τρόπον· ὅτι ἐάν μή ἔλθῃ ἡ ἀποστασία πρῶτον καί ἀποκαλυφθῇ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας». Ὁ θεορρήμων Παῦλος ὁμιλεῖ σαφέστατα περί ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θά ἀποκαλυφθεῖ, ἀφοῦ ἐπικρατήσει ἡ ἀποστασία στόν κόσμο.

Ὁ καθηγητής Χρ. Βούλγαρης, ὅμως, μεταφράζει τό «ἄνθρωπος» σέ «σατανᾶς». Γράφει στήν ἀπόδοση τοῦ κειμένου: «Προσέξτε νά μή σᾶς ξεγελάσει κανείς κατά κανένα τρόπο. Ἡ ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ δέν θά ἔρθει, ἄν προηγουμένως δέν ἔρθει ἡ ἀποστασία καί δέν φανερωθεῖ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας (ὁ σατανᾶς)»[27]. Ἄλλο ὅμως ἄνθρωπος, καί ἄλλο σατανᾶς. Πρός τί, ἄραγε, αὐτή ἡ αὐθαίρετη ἑρμηνεία; (Σέ ἀντίθεση μέ τήν ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τοῦ Ν. Σωτηροπούλου, ὁ ὁποῖος στόν στίχ. 3 τοῦ ἐν λόγῳ Κεφαλαίου, γράφει: «ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας (ὁ Ἀντίχριστος)»[28].

Ἐπιπλέον, ἡ παροῦσα θέση τοῦ καθηγητοῦ ἔρχεται σέ ἀντίφαση μέ τήν (ὀρθή) ἑρμηνεία του στόν στίχ. 9 τοῦ ἰδίου Κεφαλαίου. Τό πρωτότυπο κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς: «Οὗ ἐστιν ἡ παρουσία κατ᾿ ἐνέργειαν τοῦ σατανᾶ ἐν πάσῃ δυνάμει καί σημείοις καί τέρασι ψεύδους». Ἡ ἀπόδοση τοῦ καθηγητοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς: «Ἡ ἔλευση τοῦ ἀνόμου θά συντελεστεῖ μέ τήν ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ μέ ὅλη τή δύναμη καί μέ ψευδῆ σημεῖα καί τέρατα»[29]. Ἡ ἀπόδοση αὐτή εἶναι ὀρθή, ἀλλά ἐκθέτει τόν καθηγητή, διότι στά προλεχθέντα ἑρμηνεύει τόν «ἄνθρωπο» καί «ἄνομο» τῆς Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς ὡς τόν «σατανᾶ», ἐνῶ ἐδῶ λέγει ὅτι ἡ ἔλευση τοῦ ἀνόμου θά συντελεστεῖ μέ τή δύναμη τοῦ σατανᾶ. Πῶς, ὅμως, ὁ σατανᾶς θά ἔχει ὡς σύμμαχό του τόν… ἑαυτό του; Εἶναι καταφανής ἡ ἀντίφαση. Τό συμπέρασμα πού ἀβιάστως ἐξάγεται εἶναι ὅτι ὁ ἐλευσόμενος «ἄνομος», σύμφωνα μέ τά Βιβλικά καί Πατερικά κείμενα θά εἶναι ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θά ἔχει τή δύναμη καί ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ καί θά στηριχθεῖ ἀπό αὐτόν μέ ψευδῆ σημεῖα καί τέρατα. Διαφορετικά, οὔτε κἄν στοιχειώδης λογική δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ ἔλευση σατανᾶ, μέ τήν ἐνέργεια καί βοήθεια τοῦ σατανᾶ!…

Εἶναι, ὅμως, ἀπορίας ἄξιον τό γεγονός, ὅτι ἡ Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀφενός μέν ἐκδίδει τήν πολύ ἀξιόλογη μελέτη τοῦ Μητροπολίτου Ἀχελώου Εὐθυμίου Στυλίου, μέ τίτλο: Τό μυστήριο τῆς 8ης ἡμέρας, ὅπου ὁ συγγραφεύς κάνει εἰδική ἀναφορά στό ζήτημα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου καί μέ ἀδιάσειστα ἐπιχειρήματα ἀποδεικνύει ὅτι αὐτός θά εἶναι ἄνθρωπος, ἀφετέρου δέ, ἐκδίδει τήν Καινή Διαθήκη μέ νεοελληνική ἀπόδοση τοῦ κειμένου ἀπό τόν καθηγητή Χρ. Βούλγαρη, ὁ ὁποῖος γράφει σαφῶς ὅτι ὁ ἐλευσόμενος Ἀντίχριστος θά εἶναι, ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλά πνεῦμα, δηλ. ὁ διάβολος!

Τήν ἀντορθόδοξη θεωρία περί Ἀντιχρίστου ὡς τοῦ σατανᾶ, ἤ ἰδέας, ἤ συστήματος, ἤ ὡς τῆς ἀποστασίας γενικά ἔχουν ἐγκολπωθεῖ καί ἄλλοι καθηγητές Ἀκαδημαϊκοί, ὅπως λ.χ. ὁ Γ. Πατρῶνος. Ὁ συγκεκεριμένος καθηγητής, στό βιβλίο του Θεολογία καί ὀρθόδοξο βίωμα, ἀφοῦ προβαίνει σέ δικές του ἑρμηνεῖες, μή ἐρειδόμενες στήν Πατερική Παράδοση, γράφει ὅτι «ἡ λέξη ἀντίχριστος εἶναι ἕνας τεχνικός ὅρος, πού φανερώνει τό καταστροφικό ἔργο τοῦ δαίμονα, ἕνα φριχτό ἔργο ἀνομίας, ἀπάτης, ἐρημώσεως και ἀπωλείας»[30].

Βλέπουμε δυστυχῶς στίς ἡμέρες μας τή θεολογική αὐθαιρεσία νά ἐπιπολάζει. Βλέπουμε νά διαδίδονται ἀπόψεις καί ἑρμηνεῖες περί τά ἐσχατολογικά (ὅπως καί σέ ἄλλα σοβαρά θεολογικά ζητήματα), οἱ ὁποῖες δέν συνάδουν μέ τήν ὀρθόδοξη Θεολογία καί Παράδοση, ἀλλά μέ τίς διάφορες ἀκαδημαϊκές εἰκοτολογίες, πού κάποιοι Ἕλληνες καθηγητές διδάχθηκαν στά Πανεπιστήμια τῆς Δύσεως καί κατόπιν τίς μετέφεραν στίς ἐνταῦθα Σχολές μέσῳ τῶν κειμένων καί μελετῶν τους. Ὅμως, ὀφείλουμε οἱ Ὀρθόδοξοι νά μήν εὑρεσιολογοῦμε, ἀλλά νά στηριζόμαστε στίς Ἅγιες Γραφές, σύμφωνα βεβαίως μέ τήν Πατερική ἑρμηνεία καί κατανόησή τους, ὅπως μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων. «Ταῦτα δέ διδάσκομεν οὐχ εὑρεσιολογοῦντες, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν θείων ἐκκλησιαζομένων Γραφῶν…»[31].

Δ) ΧΙΛΙΑΣΤΙΚΗ ΠΛΑΝΗ ΠΕΡΙ ΜΗ ΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ

ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Εἶναι σημαντικό, γιά τό θέμα πού ἐξετάζουμε, νά τονισθεῖ ὄτι ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ Ἀντιχρίστου ὡς ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ἐσχατολογικό δόγμα τῶν Χιλιαστῶν – (ψευδο)μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ.

Ὁ φιλόλογος καί ἀντιαιρετικός συγγραφεύς, Θεόδωρος Ζιώγας, στό βιβλίο του μέ τίτλο: «Μετάφραση Νέου κόσμου» – Ἡ Διαστρεβλωμένη «Ἁγία Γραφή» τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» (Ἀθήνα 2010), παρέχει ἀρκετά στοιχεῖα περί τοῦ θέματος, ἐκ τῶν ὁποίων ἀρυόμαστε ἕνα σημαντικό, δηλωτικό τῆς πλάνης καί διαστροφῆς τῶν Ἰεχωβιτῶν. Παραθέτουμε ἀπό τό βιβλίο τοῦ ἐν λόγῳ συγγραφέως τά ἀκόλουθα:

«Ἰωάν. Ε΄, 43. Ἐκκλ. Κείμενο. «Ἐγώ ἦλθον ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός μου καί οὐ λαμβάνετέ με· ἐάν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε». Ὁ Ἰησοῦς ἀπευθύνεται στούς Ἰουδαίους, στίχ. 17-42, καί τούς ἀποκαλύπτει ὕψιστες ἀλήθειες γιά τό Πρόσωπό του καί τή σχέση του μέ τόν Θεό Πατέρα. Στό στίχ. 43 τούς λέγει. Ἐγώ ἦρθα στό ὄνομα τοῦ Πατέρα μου καί δέν μέ δέχεσθε… Ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει-προφητεύει γιά τήν ἔλευση τοῦ μεγάλου Ἀντιχρίστου. Ὁ Ἀντίχριστος θά ἔρθει ὡς Μεσσίας-Χριστός, μέ ἑωσφορικό ἐγωϊσμό καί θ᾿ ἀνακηρυχθεῖ Θεός. Β΄ Θεσ. Β΄4-6, Α΄ Ἰωάν. Β΄18, Ἀποκ. ΙΓ΄Κεφάλαιο. Βλ. κείμενο. Τό «ἐάν» στήν ἀρχή τοῦ στίχ. 43 ἔχει τήν ἔννοια τοῦ «ὅταν». Αὐτό εὔκολα γίνεται κατανοητό ἀπό τή συνέχεια τοῦ λόγου, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς χρησιμοποιεῖ χρόνο μέλλοντα, «λήψεσθε», θά τόν δεχθεῖτε… Οἱ Ἑβραῖοι μετά τήν ἐπανίδρυση τοῦ κράτους τοῦ Ἰσραήλ καί τήν ἐπανάκτηση τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐναγώνια προσδοκοῦν τήν ἔλευση τοῦ «Μεσσία» τους, τοῦ Ἀντιχρίστου δηλαδή. Ἰωάν. 5: 43. Ἡ «Σκοπιά» μετέφρασε στή ΜΝΚ, σελ. 1328, ὡς ἑξῆς: «Ἐγώ ἔχω ἔρθει στό ὄνομα τοῦ Πατέρα μου, ἀλλά δέν μέ δέχεστε· ἄν κάποιος ἄλλος ἐρχόταν ἐξ᾿ ὀνόματος τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐκεῖνον θά τόν δεχόσασταν». Ἡ «Σκοπιά» μετέφρασε τό «ἐάν» τοῦ κειμένου ὡς «ἄν». Στή συνέχεια διέστρεψαν τό νόημα τῶν λόγων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μετέφρασαν τό ρῆμα τοῦ κειμένου «ἔλθῃ» ἀπό ἀόριστο χρόνο σέ χρόνο παρατατικό «ἐρχόταν» καί τό ρῆμα τοῦ κειμένου «λήψεσθε» ἀπό μέλλοντα σέ χρόνο παρατατικό, θά τόν «δεχόσασταν»… Μέ τήν ἀλλαγή τῶν χρόνων τῶν δύο ρημάτων ἀλλοιώνεται τελείως τό νόημα τοῦ ἐδαφίου. Σύμφωνα μέ τό κείμενο, ὁ Ἰησοῦς σαφέστατα προφητεύει τήν μελλοντική ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου καί τήν ἀποδοχή του ἀπό τούς Ἰουδαίους. Τό νόημα στή ΜΝΚ εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς μίλησε καθαρά ὑποθετικά γιά ἔλευση ἄλλου Μεσσία. Ὁ ἀναγνώστης-ὀπαδός-θῦμα τῆς «Σκοπιά», ὅταν διαβάζει τό ἐδάφιο, ὅπως εἶναι στή ΜΝΚ, παραπλανᾶται καί ὁδηγεῖται στήν ἑρμηνεία ὅτι δέν θά ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος ὡς πρόσωπο! Οἱ «ἅγιοι» τῆς «Σκοπιά» μέ τήν ἀνωτέρω διαστροφή «προσάρμοσαν» καί αὐτό τό ἐδάφιο στήν πλάνη-κακοδοξία τους ὅτι δέν θά ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος ὡς πρόσωπο, ἀλλά εἶναι τό Θρησκευτικό-πολιτικό καί οἰκονομικό σύστημα»[32].

Ἰδού λοιπόν, ἔχουμε καί ταύτιση τῶν σημερινῶν θεωριῶν μέ τήν πλάνη τῶν (ψευδο)μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, ὅτι ὁ Ἀντίχριστος δέν θά εἶναι ἄνθρωπος.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΕ ΤΑ ΠΕΡΙ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἀναφορᾶς στό ζήτημα τοῦ ἐλευσομένου «ἀνόμου» ὡς ἀνθρώπου, μπορεῖ νά παρασχεθεῖ μία σύντομη ἀπάντηση σέ κάποιες ἄλλες θεωρίες (μᾶλλον ἀμπελοφιλοσοφίες) πού κυκλοφοροῦνται κατά καιρούς, περί τοῦ ὅτι δῆθεν οἱ Ἅγιοι Πατέρες δέν ἀσχολήθηκαν μέ τό ζήτημα τοῦ Ἀντιχρίστου, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀσχολοῦνται μόνο μέ τόν Χριστό κ.ἄ. παρόμοια.

Ἀποστομωτική στίς ἀνωτέρω θεωρίες εἶναι ἡ ΙΕ΄ Μυσταγωγική Κατήχηση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος, ὡς Ἅγιος Πατήρ, ἠσχολεῖτο μέ τά τοῦ Χριστοῦ, πολύ περισσότερο ἀπό ὅσο οἱ σημερινοί εὑρεσιολόγοι. Ἀσχολήθηκε ὅμως καί μέ τά περί τοῦ Ἀντιχρίστου.

Ἐκτός ἀπό τόν ἅγιο Κύριλλο Ἱεροσολύμων, ἕνας ἱκανός ἀριθμός Ἁγίων Πατέρων, ἀσχολήθηκαν μέ τό ζήτημα τοῦ Ἀντιχρίστου καί ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τούς Ἁγίους: Ἱππόλυτο Ρώμης, Ἀνδρέα Καισαρείας, Ἀρέθα Καισαρείας, Αὐγουστῖνο Ἱππῶνος, Ἱερώνυμο, Εἰρηναῖο Λουγδούνου, Ἐφραίμ τόν Σύρο, Οἰκουμένιο, Νεόφυτο πρεσβύτερο, Ἰωάννη Δαμασκηνό, Μ. Φώτιο, Νικόδημο Ἁγιορείτη, Κοσμᾶ Αἰτωλό. Ὅλοι αὐτοί συνέγραψαν, ἑρμήνευσαν, διεσάφησαν ἀρκετά περί τῆς ἐλεύσεως τοῦ ἀνόμου, τοῦ «υἱοῦ τῆς ἀπωλείας», ὁ δέ μνημονευόμενος μεγάλος Δογματολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, συγκεφαλαιώνοντας στήν ἐποχή του, ὅπως ἐλέχθη, ὅλη τήν πρό αὐτοῦ ἁγιοπατερική Παράδοση στό κλασικό ἔργο του Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, καταγράφει πεφωτισμένα τά περί τοῦ θέματος τοῦ Ἀντιχρίστου, τήν ὁποία καταγραφή ἀποδέχεται ἡ Ἐκκλησία ὡς θέσφατη καί ἀσφαλῆ.

Καί ἐμεῖς, ἄν θέλουμε νά εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», θά πρέπει νά μιμούμαστε καί τήν πορεία τους. Ἐν προκειμένῳ, ἐννοεῖται πώς ἀσχολούμαστε μέ τά τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχουν σωτηριολογική σημασία γιά ὅλους μας καί δέν τά ἀντικαθιστοῦμε μέ τά τοῦ Ἀντιχρίστου. Ὅμως, ἄν ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός δέν ἀσχολεῖται (μετρίως καί ὑγιῶς) καί δέν ἐνημερώνεται ἐπαρκῶς καί περί τῶν ἐσχατολογικῶν ζητημάτων, πῶς θά διαγνώσει πλάνες καί κακοδοξίες, πού κυκλοφοροῦνται στό χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας καί πῶς θά διακρίνει τό ἀληθές ἀπό τό ψευδές, ὅταν τό καλέσει τό καιρός;

Σφάλλουν, ἐν προκειμένῳ, ὅσοι κληρικοί παντός βαθμοῦ διακηρύσσουν ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι δέν θά πρέπει νά «καταγινόμαστε» μέ τά τοῦ Ἀντιχρίστου. Σφάλλουν, διότι κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, «χρή καί τά τῶν ἐχθρῶν εἰδέναι». Ὁμιλῶντας ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης κάποτε ἐκτεταμένα στό ποίμνιό του σχετικά μέ τόν διάβολο, ἐπισήμανε ὅτι δέν εἶναι μέν τοῦτο εὐχάριστο, ἀλλά εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀσχολούμαστε καί μέ τόν ἐχθρό, διότι εἶναι ἀσφαλές νά γνωρίζουμε σαφῶς τά πράγματα, τίς τέχνες καί τίς μεθοδεῖες του. «Ποιοῦμεν δέ τοῦτο, οὐκ ἐπειδή ἡδύς ἡμῖν ὁ περί τοῦ διαβόλου λόγος, ἀλλ᾿ ἐπειδή ἀσφαλής ἡμῖν ἡ περί τούτου διδασκαλία· ἐχθρός γάρ ἐστι καί πολέμιος· μεγάλη δέ ἀσφάλεια τά τῶν ἐχθρῶν εἰδέναι σαφῶς»[33].

Κατά ταῦτα, ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε καί τά ἐσχατολογικά, ὥστε νά εἴμεθα πάντοτε ἕτοιμοι γιά ὅλα, ὅταν τό καλέσει ὁ καιρός.

Τέλος, ἀξίζει νά παρουσιάσουμε τήν πολύ σπουδαία προτροπή τοῦ προαναφερομένου ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, πού τεκμηριώνει τά ἀνωτέρω πειστικότατα. Ὁ Ἅγιος, στίς περίφημες Κατηχήσεις του, ἐπισημαίνοντας τήν ἀνάγκη γνώσεως τῶν σημείων τῆς συντελείας ἀπό πλευρᾶς τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, γράφει: «Βλέπε τοίνυν σεαυτόν, ἄνθρωπε καί ἀσφαλίζουν τήν ψυχήν. Διαμαρτύρεταί σου ἡ Ἐκκλησία (σέ διαβεβαιώνει ἡ Ἐκκλησία) νῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, προδιαλέγεταί σοι τά περί τοῦ Ἀντιχρίστου πρίν παραγενέσθαι. Καί εἴτε ἐπί σοῦ γίνεται οὐκ οἴδαμεν, εἴτε μετά σέ γίνεται οὐκ οἴδαμεν. Καλόν δέ ἐστι ταῦτα εἰδότα σε προασφαλίσασθαι»[34].

Συνεπῶς, οὔτε ἀσχολούμαστε ἡμερονυκτίως μέ τόν Ἀντίχριστο, ἀλλά οὔτε παραθωροῦμε αὐτή τή σημαντική πτυχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐσχατολογίας, πού ἐμφαίνει τά πρό τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου «σημεῖα τοῦ τέλους», ὅπως ὁρίζονται ἀπό τήν Ἁγιογραφική καί Ἁγιοπατερική Παράδοσή μας. Τό πότε θα ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος δέν γνωρίζουμε. Μήν τολμήσεις ἄνθρωπε νά ἀποφανθεῖς πότε θά γίνουν ὅλα αὐτά, συμβουλεύει πάλι ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ἀλλά οὔτε πάλι νά κοιμηθεῖς, δηλ. νά ἐπαναπαυθεῖς! «Καί μή τολμήσῃς ἀποφήνασθαι τό πότε ταῦτα γίνεται. Μήτε πάλιν ὑπτίως κοιμηθῇς»[35].

Ὁ πιστός εἶναι πάντοτε ἕτοιμος, ἀναμένοντας τήν προσδοκωμένη Ὀγδόη, μεταϊστορική καί μεταχρονική Ἡμέρα…

ΙΟΥΛΙΟΣ 2022


[1]Ἰω. Ε΄ 43, Β΄ Θεσ. Β΄ 4-6, Α΄ Ἰω. Β΄ 18, Ἀπ. ΙΓ΄ Κεφ.

[2]Βικεντίου Λειρίνου, Commonitorium 2, P.L. 50, 640.

[3]Τό 2017 εἴχαμε ἐκπονήσει μία σχετική μελέτη με τίτλο: Ψηλαφώντας τήν Ὀρθόδοξη Ἐσχατολογία (ἐκδ. Ἑπτάλοφος, σελ. 312), ὅπου κατατίθεται ἡ Ὀρθόδοξη Δογματική Διδασκαλία περί τῶν Ἐσχάτων. Ἐκεῖ ὑπάρχει ἀρκετό ὑλικό γύρω ἀπό τό ζήτημα τοῦ Ἀντιχρίστου.

[4]Τό 2013 ἔχει κυκλοφορηθεῖ καί εἰδική μελέτη – Διδ. Δατριβή ἀπό τόν Β. Ταμιωλάκη μέ θέμα: Ἡ Διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Ἀντίχριστο. Θεωροῦμε ὅτι ἡ ἐν λόγῳ Διατριβή εἶναι πληρέστατη καί διεξοδικώτατη, μέ ἕνα μεγάλο πλῆθος παραπομπῶν στούς Ἁγίους Πατέρες καί ἑρμηνευτές τοῦ Βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως, ἀλλά καί τῶν Ἀποστολικῶν κειμένων, γύρω ἀπό τό ζήτημα τοῦ ἐλευσομένου Ἀντιχρίστου.

[5]Ἀπ. ΙΓ, 17.

[6]Γέν. Ε΄, 21-24 σέ συνδυσμό Ἑβρ. ΙΑ΄, 5, Β΄ Βασιλέων Β΄, 1, 11-12 (Ἑβρ.), Δ΄ Βασιλειῶν Β΄, 1, 11-12 (Ο΄), Μαλ. Δ΄, 5-6, Μτθ. ΙΖ΄, 11, Μρκ. Θ΄, 11, Ἀποκ. ΙΑ΄ 3-13.

[7]Α΄ Ἰω., Β, 18.

[8]Β΄ Θεσ. Β΄, 3-4.

[9]Μητροπολ. Ἀχελώου Εὐθυμίου Στυλίου, Τό μυστήριο τῆς 8ης ἡμέρας, Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐσχατολογία, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2015, σελ. 112-113.

[10]Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Περί Ἀντιχρίστου, Ἔκδοσις ἀκριβής…, σελ. 440.

[11]ὅ.π.

[12]Δογματική Π. Τρεμπέλα, Τόμ. Γ΄, σελ. 447, Μητρ. Εὐ. Στυλίου, ὅ.π. Τό μυστήριο τῆς 8ης ἡμέρας, σελ. 233.

[13]Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Περί Ἀντιχρίστου, βλ. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Εἰσαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια Ν. Ματσούκα, ἐκδ. Πουρναρᾶ Θεσσαλονίκη, 1989, σελ. 442: «…ἀλλ᾿ ἄνθρωπος ἐκ πορνείας τίκτεται».

[14]Δαν. 9, 27, Μτθ. 24, 15 καί τά παράλληλα αὐτοῦ. Βλ. Β. Ταμιωλάκη, Ἡ Διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Ἀντίχριστο (Διδ. Διατριβή), Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 334.

[15]Διδαχή τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, XVI4.

[16]Οἱ παρόντες χαρακτηρισμοί ἀποδίδονται ἀπό τόν ἅγιο Εἰρηναῖο στό ἔργο του, Ἔλεγχος…, βλ. παραπομπές στήν ἀνωτέρω Διατριβή, σελ. 334-335.

[17]Οἱ ἀνωτέρω χαρακτηρισμοί τοῦ Ἀντιχρίστου εἶναι τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἀπό τόν γνωστό Λόγο του, Εἰς τήν Παρουσίαν τοῦ Κυρίου, καί περί συντελείας τοῦ κόσμου, καί εἰς τήν παρουσίαν τοῦ Ἀντιχρίστου, βλ. Ἅπαντα Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, ἐκδ. «Τό περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1992, τόμ. Δ΄, Ὅ.π. Β. Ταμιωλάκη μνημ. ἔργ., σελ. 335-336.

[18]ὅ.π.

[19]Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Πρός τούς σκανδαλισθέντας, ΙΒ΄, PG 52, 508, ΕΠΕ 33, σελ. 570.

[20]Ὅ.π. ΕΠΕ 33, 570: «Εἰ δέ καί λόγον τινά ἐπιζητεῖς μαθεῖν, ἄκουε τόν ἡμῖν γνώριμον. Εἰσί μεν γάρ καί ἕτεροι πολλοί τῷ διαφόρως καί ποικίλως τά καθ᾿ ἡμᾶς πάντα οἰκονομοῦντι δῆλοι· ὅν δέ ἡμεῖς ἴσμεν οὗτός ἐστι τέως».

[21]Βλ. Β. Ταμιωλάκη, Ἡ Διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Ἀντίχριστο, σσ. 133-135.

[22]Ἰω. 5, 43.

[23]Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τό Κατά Ἰωάννην, Ὁμιλία ΜΑ΄, ΕΠΕ 13, 477 (μτφρ.).

[24]Πρέπει ἐδῶ νά σημειώσουμε, ὅτι στά κύρια θεολογικά ζητήματα ὐπάρχει συμφωνία στούς Ἁγίους Πατέρες, τούς «ἐξ᾿ ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντας», ἐνῶ σέ ἐπιμέρους, δευτερεύοντα θέματα ἐκφράζεται ἀπό μέρους των μία ἐλεύθερη, θά λέγαμε, προσωπική γνώμη.

[25]Βλ. Ἐπιστολή 90, ΕΠΕ 2, σελ. 20.

[26]Ἡ Καινή Διαθήκη, ἐκδ.Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Τό πρωτότυπο κείμενο κατά τήν ἔκδοση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μέ νεοελληνική ἀπόδοση ὑπό τοῦ Χρήστου Βούλγαρη, Ἄρχοντος Διδασκάλου τοῦ Εὐαγγελίου, Ὁμοτίμου καθηγητοῦ καί τ. Κοσμήτορος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, σελ. 1334.

[27]ὅ.π. Ἡ Καινή Διαθήκη, ἀπόδοση στή νεολληνική ὑπό Χρ. Βούλγαρη, σελ. 1057.

[28]Βλ. Ἡ Καινή Διαθήκη μέ μετάφραση Ν. Σωτηροπούλου, θεολόγου-φιλολόγου, Ἀθήνα 2012, σελ. 929.

[29]ὅ. π. σελ. 1059.

[30]Βλ. Γ. Πατρώνου, Θεολογία καί ὀρθόδοξο βίωμα, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1994, σελ. 174.

[31]Κατήχησις ΙΕ΄, ΙΓ΄, ΕΠΕ 2, 138-139.

[32]Θ. Ζιώγα, «Μετάφραση Νέου κόσμου» – Ἡ Διαστρεβλωμένη «Ἁγία Γραφή» τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» (Ἀθήνα 2010), σελ. 327-328.

[33]ΕΠΕ 31, 76.

[34]Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις ΙΕ, ΙΗ΄, PG 896 καί ΕΠΕ 2, 146. Βλ. Β. Ταμιωλάκη, Ἡ Διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκλησίας γιά τόν Ἀντίχριστο, Συμβολή στήν Ὀρθόδοξη Ἐσχατολογία, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 160.

[35] Κατήχησις ΙΕ΄, Δ΄, PG 33, 876, ΕΠΕ 2, 126.

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ (ὑπό Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Νάσσου)


Περί τοῦ Πνευματικού Νόμου

ὑπό Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Νάσσου

 

Τό παρόν κείμενο ἐντάσσεται μαζί μέ ἄλλα ὁμοειδή σέ μία (ἀνέκδοτη ἐπί τοῦ παρόντος) μελέτη μας, σχετικά μέ τήν παιδαγωγική ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στήν Ἱστορία, πρός ἐξάλειψη τῆς ἁμαρτίας, τῆς γενεσιουργοῦ αἰτίας τῶν κακῶν. Καί εἶναι γεγονός, σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὅτι «οὐδέν κακόν, ἁμαρτία μόνον» .

 

Στήν ἐν λόγῳ μελέτη γίνεται ἀναφορά στήν προπτωτική, ὑγιῆ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, στήν μετά τήν πτώση ἐπελθοῦσα φθορά καί θνητότητα τῆς φύσεως, στόν πνευματικό νόμο πού λειτουργεῖ θεραπευτικά καί σωτηριολογικά, στήν ἀγαπητική παρέμβαση τοῦ Θεοῦ πρός ἐπαναφορά τῶν κτιστῶν – τρεπτῶν λογικῶν ὄντων στήν ὀντολογική τους βάση (θεοεΐδεια) καί στά εὐεργετικά ἀποτελέσματα τῆς μετανοίας, ὡς ἀναιρέσεως τῆς αἰτίας τῶν παραχωρουμένων δεινῶν.
Στήν παρούσα δημοσίευση παραθέτουμε τό σχετικό Κεφάλαιο περί τοῦ πνευματικοῦ νόμου, ὅπου γίνεται προσέγγιση τοῦ θέματος μέσα ἀπό τήν Πατερική ἑρμηνευτική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.


Στά κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων γίνεται λόγος περί τοῦ λεγομένου «πνευματικοῦ νόμου», ὁ ὁποῖος συχνά ἀντιπαραβάλλεται μέ τόν φυσικό νόμο, ἀλλά καί μέ τόν Μωσαϊκό. Τονίζεται δέ ὅτι αὐτούς τούς τρεῖς νόμους ἔδωσε ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους σέ διαφορετικά χρονικά διαστήματα, ὡς χειραγωγούς πρός τή σωτηρία τους . Σύμφωνα μέ τήν Πατερική Θεολογία, ὁ πνευματικός νόμος ἀποτελεῖ τό νόμο ἐκεῖνο, στόν ὁποῖο ζοῦσαν οἱ πρωτόπλαστοι στόν ἐπίγειο Παράδεισο πρίν τήν Πτώση. Αὐτή ἡ ζωή στόν πνευματικό νόμο χαρακτηριζόταν ἀπό τήν ἀπάθεια, τή συναναστροφή μέ τούς Ἀγγέλους, τή νοερά θεωρία καί τήν παραμονή στή θεία Χάρη. Ἡ ἔκπτωση τῶν πρωτοπλάστων ἀπό τόν Παράδεισο συνδέεται μέ τήν ἔκπτωσή τους ἀπό τόν πνευματικό νόμο καί τήν ὑπαγωγή τους στά πλαίσια τοῦ φυσικοῦ νόμου. Οἱ ἄνθρωποι, μέ τή βοήθεια τοῦ ἐμφύτου νόμου μποροῦσαν νά ξεχωρίζουν τό ἀγαθό ἀπό τό κακό ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας τους . Μετά τήν προπατορική Πτώση, αὐτή ἡ διάκριση τοῦ ἀγαθοῦ ἀπό τό κακό διατηρήθηκε στούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἀμαυρωμένη καί ἐξασθενημένη . Αὐτό μποροῦμε νά τό ἀντιληφθοῦμε ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ ἀντίληψη γιά τό καλό καί τό κακό δέν εἶναι ταυτόσημη σέ διαφορετικούς ἀνθρώπους καί κοινωνίες. Σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, ἡ ζωή στό φυσικό νόμο χαρακτηρίζεται ἀπό τή διαμονή ἀνάμεσα στά πάθη καί τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τά ἀνακινοῦν, τή φυσική κατανόηση τῶν φαινομένων μέ τίς αἰσθήσεις καί τήν ἐπίπονη πράξη τῆς ἀρετῆς . Ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής θά γράψει ὅτι ὅσοι τηροῦν τό φυσικό νόμο ὁδηγοῦνται στήν ἀλάθητη ἐνέργεια τῶν φυσικῶν παθῶν .


Εἶναι γνωστό ὅστι στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ ὁ Θεός παρεῖχε τόν Μωσαϊκό νόμο, ὡς βοηθό τοῦ φυσικοῦ. Σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὁ Μωσαϊκός νόμος βοηθοῦσε στήν πραγματοποίηση τοῦ ἀγαθοῦ καί τή νίκη ἐναντίον τοῦ κακοῦ, ἀφοῦ ἐπαινεῖ τό ἀγαθό καί κατακρίνει τό κακό. Γράφει μάλιστα, ὁ χρυσορρήμων Πατήρ κάτι πολύ σημαντικό, μεταξύ ἄλλων, σχετικά μέ τόν φυσικό καί τόν Μωσαϊκό νόμο: «Ὁρᾷς πῶς δείκνυσι τήν μέν τῶν καλῶν καί τῶν μή τοιούτων γνῶσιν ἐξαρχῆς ἡμῖν καταβεβλημένην, τόν δέ νόμον Μωϋσέως ἐπαινοῦντα αὐτήν, καί ἐπαινούμενον παρ᾿ αὐτῆς» ;


Μετά ἀπό τή γενική αὐτή ἀναφορά στά εἴδη τοῦ Νόμου, θά γίνει λόγος εἰδικά περί τοῦ «πνευματικοῦ νόμου», σύμφωνα μέ τούς πνευματοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Πρωτίστως θά θυμηθοῦμε ὅτι, σύμφωνα τήν Ἁγία Γραφή, ἡ διαπρατόμενη ἁμαρτία λαμβάνει τήν «ἀντιμισθία» της, τήν «ἔνδικον μισθαποδοσίαν», κατά τή γνωστή ρῆση τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου .


Πολλές φορές βλέπουμε ὅτι οἱ θλίψεις καί οἱ ποικίλες δοκιμασίες συνδέονται μέ τίς ἁμαρτίες, ὡς ἀπότοκά τους. Ἡ ἀνταπόδοση δέν πραγματοποιεῖται μόνο μετά θάνατον, ἀλλά καί στή ζωή αὐτή, ὅπου ἐμφανίζεται ἡ ἐκδίπλωση τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ αὐτό ζητεῖ ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση, ὡς ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης στόν κόσμο. Σύμφωνα μέ τή Γραφή, ὁ Δίκαιος Θεός ἀνταποδίδει τό καλό, ἀλλά καί τό κακό. Ἔτσι, ἐμφανίζεται νά ἐνισχύει καί ἐπιβραβεύει τούς δικαίους, ἀλλά καί νά παιδαγωγεῖ κολαστικά αὐτούς πού παραβαίνουν τό Νόμο Του. Πῶς ὅμως μπορεῖ νά συμβιβασθεῖ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀγάπη Του καί τό ἄτρεπτο τῆς ἀγαθῆς διαθέσεώς Του πρός τούς ἀνθρώπους; Γνωρίζουμε ἀπό τήν Πατερική Θεολογία ὅτι ὁ Θεός δέν ὀργίζεται, «οὐκ ὀργίζεται τό θεῖον». Ὁ Θεός εἶναι ἀπαθής, ἄτρεπτος, ἀμετάβλητος, ἀναλλοίωτος καί δέν ἀλλάζει διαθέσεις ἔναντι τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό, ὅπως ἀγαπᾶ τόν μεγαλύτερο Ἅγιο . Πῶς, ὅμως, τότε, λέγεται ὅτι τιμωρεῖ τόν ἁμαρτωλό; Ἀλλάζει ἄραγε διαθέσεις ἔναντι τοῦ ἀνθρωπου ὁ ἄτρεπτος Θεός; Μεταβάλλεται ὁ ἀναλλοίωτος καί τάσσεται ἐναντίον τοῦ πλάσματός του;


Τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό, δηλ. τό πῶς συμβιβάζεται ἡ θεία δικαιοσύνη μέ τή θεία ἀγάπη καί τό ἄτρεπτο τῆς ἀγαθῆς διαθέσεως τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ὑπάρχουν οἱ τιμωρίες τῶν ἁμαρτωλῶν, δίνει ἕνας Ἅγιος ἀσκητής τόν 5ο αἰ., ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἐρημίτης. Εἶναι ὁ συγγραφέας τοῦ λίαν ψυχοφελοῦς βιβλίου περί τοῦ λεγομένου πνευματικοῦ νόμου. Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ πνευματική ἀξία αὐτοῦ τοῦ συγγράμματος, ὥστε οἱ Βυζαντινοί -σύγχρονοι τοῦ Ὁσίου- νά λέγουν χαρακτηριστικά : «πάντα πώλησον, Μᾶρκον ἀγόρασον». Νά πουλήσεις ὅ,τι ἔχεις, προκειμένου νά προμηθευτεῖς αὐτό τό βιβλίο.

 ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἐρημίτης γράφει ὅτι ὁ Θεός δέν δημιούργησε τόν θάνατο (σύμφωνα, βεβαίως, μέ τό ἁγιογραφικό: «ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν» ), οὔτε τέρπεται μέ τήν ἀπώλεια ζωντανῶν ὑπάρξεων, οὔτε ἐνεργεῖ ὑποκινούμενος ἀπό τό πάθος τῆς ὀργῆς, οὔτε ἐπινοεῖ πρᾶγμα πρός ἀνταπόδοση, οὔτε μεταβάλλει τή διάθεσή του ἀνάλογα μέ τήν ἀξία τοῦ καθενός. Ἀλλά ὁ Θεός, λέγει ὁ ἅγιος Μᾶρκος, δημιούργησε τά πάντα μέ σοφία καί προόρισε νά κρίνονται ἀπό τόν πνευματικό νόμο. «Θεός γάρ θάνατον οὐ ἐποίησεν, οὐδέ τέρπεται ἐπ ἀπωλείᾳ ζώντων, οὔτε κινεῖται πάθει ὀργῆς, οὔτε ἐπινοεῖ πρᾶγμα εἰς ἄμυναν, οὔτε ἀλλοιοῦται πρός τήν ἑκάστου ἀξίαν· ἀλλά πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησεν, ὑπό νόμῳ πνευματικῷ κρίνεσθαι προορίσας» . Κατά ταῦτα, λοιπόν, ἡ ἀνταπόδοση στήν κάθε πράξη ἐξαρτᾶται ἀπό τόν πνευματικό νόμο καί ὄχι ἀπό κάποια ἀλλαγή στόν Θεό. Εἶναι πολύ σημαντικό νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ γιά κάθε ἀνθρώπινη πράξη δέν ἔχει ὡς αἰτία της τή μεταβολή τῆς διαθέσεως τοῦ Θεοῦ πρός τά πλάσματά του. Αὐτή ἡ πάντοτε δίκαιη κρίση τοῦ Δικαίου Θεοῦ ἐκδηλώνεται μέσα ἀπό τή λειτουργία τοῦ πνευματικοῦ νόμου, ἀνάλογα μέ τήν κάθε περίπτωση . Γι᾿ αὐτό σέ κάθε πρᾶγμα, ἐπακολουθεῖ ἡ πρέπουσα ἀνταπόδοση καί αὐτή, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Μᾶρκο, γίνεται κατά τρόπο φυσικό καί ὄχι ἐπινοητικό .


Πρέπει ὡστόσο νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι γενικά, τό ζήτημα τοῦ πνευματικοῦ νόμου, ἄν δέν ἑρμηνευθεῖ σωστά, μπορεῖ νά δημιουργήσει ἐσφαλμένες καί ἀντορθόδοξες θέσεις καί θεωρίες. Μπορεῖ λ.χ. κάποιος νά ἐκλάβει τή λειτουργία τοῦ πνευματικοῦ νόμου δικανικά, ὡς μία ἀποκατάσταση τῆς διασαλευθείσης ἁρμονίας διά τῆς ἁμαρτίας, ὁπότε θά ταυτισθεῖ μέ τή γνωστή δυτική κακοδοξία τοῦ Ἀνσέλμου Κατεμβουρίας, περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας Δικαιοσύνης. Ὅμως, ὁ πνευματικός νόμος ἑρμηνεύεται πάντοτε μέ βάση τίς ὀντολογικές προϋποθέσεις καί ὄχι αὐτονομημένα, χωρίς αὐτές. Κατά τοῦτο, ὁ πνευματικός νόμος δέν εἶναι μιά ἀποκατάσταση τῆς διασάλευσης κάποιας δικαιϊκῆς τάξεως, ἀλλά ἀποτελεῖ μιά ὑπενθύμιση τῆς ἐπαναγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου στό «κατ᾿ εἰκόνα» καί πορείας πρός τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Εἶναι δηλαδή μέσον πρός τήν ἐπαναγωγή τοῦ ἀνθρώπου στήν ὀντολογία του, στή θεοεΐδειά του, μέ ἄλλα λόγια ἀποτελεῖ μέσον πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία του.

Εἶναι νόμος, ὅπως γράφει ἡ Σοφία Σολομῶντος, ὅτι «δι᾿ ὧν τις ἁμαρτάνει, διά τούτων κολάζεται» . Οἱ ἐπιφορές ἀκολουθοῦν τίς ἁμαρτίες, πλήν ὅμως, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος, κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς του διαπράττει πλῆθος καλῶν καί κακῶν πράξεων, ἀλλά καί λογισμῶν, οἱ ἐπιφορές δέν φαίνονται νά εἶναι ἴδιες μέ τίς αἰτίες τους. Ἀπό πνευματικῆς ἀπόψεως βεβαίως, οἱ ἐπιφορές ἐφαρμόζουν τή δικαιοσύνη, ὅπως καί πάλι ὑπογραμμίζει ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ὁ Ἐρημίτης . Αὐτό ἀνιχνεύεται στά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Βλέπουμε λ.χ. τήν ἀναφερόμενη ἀπό τόν Κύριο ἐκείνη περίπτωση τῶν ἀνθρώπων, πάνω στούς ὁποίους ἔπεσε ὁ πύργος τοῦ Σιλωάμ. Αὐτοί, ὅμως, δέν εἶχαν ρίξει κάποιο πύργο ἐπάνω σέ ἄλλους ἀνθρώπους. Ἐπίσης, ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι αἰχμαλωτίσθηκαν στή Βαβυλώνα, δέν εἶχαν διαπράξει τό ἴδιο σέ ἄλλους συνανθρώπους τους.


Τά ἀνωτέρω περιστατικά, πού δέν εἶναι τά μοναδικά, καταδεικνύουν ὅτι οἱ ἁμαρτάνοντες κατά ποικίλους τρόπους, τιμωροῦνται, σύμφωνα μέ τόν πνευματικό νόμο, στόν κατάλληλο καιρό καί μέ τόν ἁρμόδιο τρόπο. Ὅμως, ὁ τρόπος τῆς τιμωρίας δέν εἶναι σέ ὅλους ὁ ἴδιος, οὔτε ὁ καιρός, οὔτε ἐπίσης τιμωροῦνται μέ τά ἴδια μέσα, μέ τά ὁποῖα αὐτοί οἱ ἴδιοι ἁμάρτησαν. Τήν κατάλληλη ἀνταπόδοση, τόν τρόπο, τόν χρόνο καί τό μέσο τῆς ἀνταποδόσεως, γνωρίζει μόνο ὁ Θεός. Ἀκόμη, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Ἐρημίτη, «πάσης συμβάσεως αἰτία ἐστίν οἱ ἑκάστου λογισμοί». Κάθε τι πού συμβαίνει ὡς ἀνταπόδοση στόν ἄνθρωπο ἔχει ὡς αἰτία ὄχι μόνο τίς πράξεις του, ἀλλά καί τίς βαθύτερες σκέψεις του, ἀφοῦ ὁ Παντογνώστης Θεός, ὁ «πάντων ἐπιστάμενος», γνωρίζει καί τούς λογισμούς τῶν ἀνθρώπων. Δέν μποροῦν νά πραγματοποιηθοῦν λόγοι καί πράξεις, ἄν δέν ἔχουν προηγηθεῖ οἱ λογισμοί. Πέραν αὐτῶν, ἐξετάζεται ἡ πρόθεση τῶν ἀνθρώπων. Κατά ταῦτα, ὅποιος ἔχει τήν πρόθεση νά πράξει κάτι, εἴτε καλό, εἴτε κακό, ἤδη τό ἔχει ἐκτελέσει μέ τό νοῦ του. Γι᾿ αὐτό καί λαμβάνει ἀπό τόν πνευματικό νόμο τήν ἐπάξια ἀνταπόδοση .


Λεκτέον ἀκόμη, ὅτι «οἱ πνευματικοί νόμοι πού ἔθεσε ὁ Θεός νά διέπουν τόν πνευματικό κόσμο, δέν ἔχουν σκοπό νά ἐμποδίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἐπιλογή τῆς ἁμαρτίας ἤ μέ τήν βία νά τόν ἐπαναφέρουν στήν εὐθεῖα ὁδό κάθε φορά πού ἐκκλίνει ἀπό αυτήν. Λειτουργοῦν κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε νά διατηροῦν καί περιφρουροῦν τό αὐτεξούσιό του καί νά τόν παιδεύουν πρός τό καλό χωρίς νά προσβάλουν καθόλου τήν ἐλευθερία του. Συγκεκριμένα, κάθε καλή πράξη που ἐπιλέγει ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἀποδίδει τόν δικό της καρπό. Κάθε φορά πού ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Θεό, ἐντελῶς φυσικά παραδίδεται στόν πνευματικό θάνατο , ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ὀδύνη καί τήν ἐξουθένωση. Βλέπει κανείς ἐδῶ ὅτι οἱ πνευματικοί νόμοι διαφυλάττουν τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου μέ τό νά τοῦ προσφέρουν αὐτό ἀκριβῶς πού ἐπιλέγει. Ἡ ὀδύνη καί ἡ ἐξουθένωση ἀποτελοῦν τήν φυσική ἀπόληξη τῆς ἁμαρτίας καί ὄχι τιμωρία, πού κατά δικανικό τρόπο κολάζει τήν κακή προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Ταυτόχρονα ἀποτελοῦν ἔμμεση προτροπή πρός μετάνοια, χωρίς νά ἀφαιροῦν ἀπό τόν ἄνθρωπο τό αὐτεξούσιο» . Εἶναι σημαντικό νά τονισθεῖ ὅτι οἱ πνευματικοί νόμοι εἶναι παιδωγία πρός σωτηρίαν καί λειτουργοῦν ἐν ἐλευθερίᾳ, δηλαδή μέ τήν ἐκούσια ἀποδοχή τους ἀπό μέρους τῶν πιστῶν ἀνθρώπων, μέ ταπεινοφροσύνη καί μετάνοια. Αὐτοί φυσικά σώζονται, ἀφοῦ δέχθηκαν τή λειτουργία τοῦ πνευματικοῦ νόμου στή ζωή τους. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι ὑπάρχουν καί ἄνθρωποι, πού ἁμαρτάνουν βαρέως καί κατά συνείδησιν, καί παρόλο πού δέχονται τήν παιδαγωγία τοῦ πνευματικοῦ νόμου μέ κάποια δοκιμασία, ἐπιφορά, ἀσθένεια κ.λπ. δέν μετανοοῦν, ἀλλά φυσιοῦνται, ἀλαζονεύονται καί τελικά χάνουν τή σωτηρία τους.


Συνοπτικά θά μποροῦσε νά κατατεθεῖ, ὅτι ὁ ὅρος «πνευματικός νόμος» δηλώνει ἀφ᾿ ἑνός μέν τόν Εὐαγγελικό νόμο καί τίς ἐντολές του, ἐπί τῇ βάσῃ τῶν ὁποίων κρίνεται κάθε ἀνθρώπινη πράξη καί λαμβάνει τήν δέουσα ἀνταπόδοση, ἀφ᾿ ἑτέρου, ὁ ὅρος «πνευματικός νόμος» δηλώνει τά πνευματικά ἐκεῖνα φαινόμενα, τά πάντοτε σχεδόν ἐπαναλαμβανόμενα, πού συμβαίνουν ἀνάλογα με τη στάση κάθε ἀνθρώπου πρός τίς ἐντολές. Ἔτσι, «ἀνάλογα μέ τήν ἐντολή πού τηρεῖται ἤ παραβαίνεται, παρατηρεῖται καί τό ἀντίστοιχο πνευματικό φαινόμενο. Τά φαινόμενα αὐτά ἀποτελοῦν τίς γενικές ἀρχές πού διέπουν τήν πνευματική ζωή. Μποροῦν νά παραλληλιστοῦν μέ τούς νόμους πού διέπουν τό φυσικό κόσμο. Ὅπως δηλαδή ἡ φύση διέπεται ἀπό φυσικούς νόμους, ἔτσι καί ὁ πνευματικός κόσμος διέπεται ἀπό πνευματικούς νόμους» . Ἔτσι, γίνεται κατανοητό ὅτι ἡ λειτουργία τοῦ πνευματικοῦ νόμου δέν σημαίνει κατάργηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἤδη ἐλέχθη. Ὅταν λ.χ. ἕνας ἄνθρωπος περιπατεῖ δίπλα στόν γκρεμό, ἄν δέν προσέξει θά βρεθεῖ κάτω, μέ κίνδυνο νά χάσει τή ζωή του. Αὐτό θά εἶναι ἡ συνέπεια παραβιάσεως τοῦ φυσικοῦ νόμου. Τό αὐτό λαμβάνει χώρα καί στό πεδίο τοῦ πνευματικοῦ νόμου, ἀλλά μέ μία διαφορά. Ἡ πτώση στό γκρεμό ἤ ἀπό κάποιο ὕψος, κατά τό νόμο τῆς βαρύτητος, εἶναι ἀναπόφευκτη ὡς συνέπεια παραβιάσεως τοῦ φυσικοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπρόσωπος καί, θά λέγαμε, ἄκαμπτος. Οἱ πνευματικοί νόμοι, ὅμως, ἔχουν εὔσπλαγχνο καί φιλάνθρωπο χαρακτῆρα καί λειτουργοῦν κατά τό θέλημα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος «πάντας θέλει σωθῆναι». Ἔτσι, ἡ τιμωρία πού ἀκολουθεῖ τήν πτώση στήν ἁμαρτία, ἀπό τόν πνευματικό νόμο (ὅπως λ.χ. μιά ἀκούσια θλίψη) μπορεῖ νά προληφθεῖ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος σπεύσει σέ μετάνοια, ὁπότε αἴρεται καί ἡ ἐπιφορά.


Σύμφωνα μέ τά ἀνωτέρω ἐκτεθέντα, δέν θά πρέπει νά μᾶς ἐκπλήσσουν οἱ διάφορες καί μέ ποικίλους τρόπους ἐκδηλούμενες ἐπιφορές, δοκιμασίες κ.ἄ. πού λαμβάνουν χώρα μέσα στό πλαίσιο τῆς λειτουργίας τοῦ πνευματικοῦ νόμου (μέ τήν ἀνταπόδοση, θετικά ἤ ἀρνητικά), ὁ ὁποῖος παραβιάζεται ἀσυστόλως κατά τήν ζοφερά ἐποχή μας, ὅπου ἡ πολυσχιδής ἁμαρτία ἐξαπλώνεται ὡς λοιμική νόσος καί ἀφανίζει τά πάντα σέ ὅλα τά ἐπίπεδα.

________________________________________________

1.Ὁμιλία, εἰς Ματθ. 59, 3, PG 58, 1193.
2.Bλ. ἐνδεικτικά, Μάρκου τοῦ Ἐρημίτου, Περί νόμου πνευματικοῦ, PG 65, 905 Α, Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως 4, 23, PG 94, 1204, Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον 19, PG 90, 308B, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὀμιλία 3, PG 151, 36BC. Βλ. Ἀρχιμ. Παντελεήμωνος Καραλάζου, Ἡ λειτουργία τῶν πνευματικῶν νόμων στήν ἀσκητική γραμματεία τῆς Ἐκκλησίας (Διδακτορική Διατριβή), Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 8.
3.Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολήν 13, 2-3, PG 60, 510-511.
4.Ἀρχιμ. Π. Καραλάζου, ὅ.π. Ἡ λειτουγία τῶν πνευματικῶν νόμων, σελ. 9.
5.Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον 26, PG 90, 348B-D.
6.ὅ. π. 39, PG 90 393 A, Ἀρχιμ. Π. Καραλάζου ὅ.π. σελ. 9.
7.Eἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολήν, 13, 2, PG 60, 510
8.Ἐβρ. Β΄, 2.
9.Ὁ καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός σέ ὁμιλίες του ἔλεγε κάτι τό χαρακτηριστικό: «Ὁ Θεός ἀγαπᾶ ἀκόμη καί τόν διάβολο· ὁ διάβολος δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό»!
10.Σοφ. Σολ. 1, 13.
11.Συμβουλία νοός πρός τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, PG 65, 1105 C.
12.Ἀρχιμ. Παντελεήμωνος Καραλάζου, Ἡ λειτουργία τῶν πνευματικῶν νόμων στήν ἀσκητική γραμματεία τῆς Ἐκκλησίας, σελ. 10.
13.ὅ. π., 1105 D.
14.Σοφ. Σολ. 11, 16.
15.Ἀντιβολή πρός Σχολαστικόν, PG 65, 1096 B.
16.Περί τῶν οἰομένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι, PG 65, 932D, 957Β, Βλ. Ἀρχιμ. Παντελεήμωνος Καραλάζου, μνημ. ἔργ. σελ. 59.
17.Μάρκου τοῦ Ἐρημίτου, Συμβουλία νοός πρός τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, PG 65, 1105 D.
18.ὅ.π. Ἡ λειτουργία τῶν πνευματικῶν νόμων, σσ. 41-42.
19.ὅ.π. σελ. 19.

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

Θ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ, ΑΣΠΑΣΜΟΣ ΙΕΡΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΖΩΣΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ.

 


Θ. Εὐχαριστία, ἀσπασμὸς Ἱερῶν Εἰκόνων καὶ ἀσθένειες. Ἡ μαρτυρία τῆς ζώσης Ὀρθοδόξου παραδόσεως.

Στὸν ἀκόλουθο σύνδεσμο μπορεῖτε νὰ διαβάσετε τὴν ἐμπεριστατωμένη μελέτη τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Νικηφόρου Νάσσου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὸ ἐπίκαιρο αὐτὸ ζἠτημα καὶ ἐλέγχει ἐσφαλμένες πρακτικὲς οἱ ὁποῖες ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζωνται στὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῶν οἰκουμενιστικῶν ἐκκλησιῶν.

Βλ. ΕΔΩ

https://www.ecclesiagoc.gr/

Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Η ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (π. Νικηφόρος Νάσσος)

ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου

«Αὕτη ἐστίν ἡ Θεοτόκος Μαρία, τό κοινόν ἁπάντων τῶν χριστιανῶν καταφύγιον, ἡ πρώτη τοῦ πρώτου πτώματος τῶν προγόνων ἀνάκλησις»[1].
Τό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Μητρός τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, ἡ τιμή καί οἱ πολλές χάριτες καί δωρεές τοῦ Θεοῦ πρός τήν Παρθένο Μαρία καί ἡ μεγίστη προσφορά της στό ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας εἶναι ἐκεῖνα τά στοιχεῖα πού προκαλοῦν τήν ἔμπνευση καί τόν θαυμασμό, τή συγκίνηση καί τό δέος σέ ὅποιον ἐπιχειρεῖ νά ἀρθρώσει λόγο περί αὐτῆς, ἐν γνώσει ὅτι «ἅπας ὕμνος ἡττᾶται» πρό τοῦ μεγαλείου καί τῆς ὑπερτάτης τιμῆς αὐτοῦ τοῦ τελείου κτίσματος, ἐνώπιον τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ.
eyaggelismos
ἶναι γεγονός ὅτι ἀκόμη καί τούς μεγάλους Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας κατελάμβανε φόβος καί δέος, ἀπορία καί ἀμηχανία, «θάμβος καί ἔκστασις», προκειμένου νά προσεγγίσουν τό Πανύμνητον ὄνομα τῆς Θεομήτορος, ὅπως τό βλέπουμε στούς ἐγκωμιαστικούς καί ἑορταστικούς λόγους τους. Βλέπουμε ἐπίσης νά ἐκφαίνεται ἡ μεγάλη τους ἀγάπη πρός τήν Ἀειπάρθενο Θεοτόκο, μέσα ἀπό τά ἱερά ἐγκώμια πού συνέθεσαν πρός αὐτήν, προκειμένου νά τήν ἐξυμνήσουν ὅσον ἐφικτόν. Καί αὐτή ἡ ἀγάπη τῶν ἁγίων ἐγκωμιαστῶν τῆς Θεομήτορος, εἶναι μιά ἀγάπη βιουμένη καί ἐκδηλουμένη ὡς θεολογική ἀρετή, ὡς καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι ἁπλῶς ὡς ἀνθρώπινο συναίσθημα. Ναί, διότι ὁ τρόπος προσεγγίσεως τῆς Παρθένου Μαρίας πρέπει νά εἶναι θεολογικός.
Σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ κειμένου αὐτοῦ βεβαίως, θά δοῦμε ἀπό πλευρᾶς δογματικῆς τίς γνῶμες καί τοποθετήσεις τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας περί τήν Θεοτόκον, ἀπό τούς Ἀποστολικούς ἀκόμη χρόνους. Ἐδῶ ἁπλῶς θά ἀνιχνεύσουμε τόν θεολογικό χαρακτῆρα τῶν Πατερικῶν ἐγκωμίων πρός τήν Παναγία, μέσα ἀπό κάποια ἀποσπάσματα ἐγκωμίων, δειγματοληπτικά.
 ἐπώνυμος τῆς Θεολογίας, Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ὅπως ἐκφράζεται στά θαυμάσια ποιήματά του, αἰσθάνεται πολύ κοντά του τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὡς σωτηρία τοῦ κόσμου καί δική του, ὥστε νά τῆς λέγει, Παντάνασσα Κυρία, χαρά τοῦ κόσμου, πάντοτε σκέπτεσαι τό καλό τοῦ κόσμου, καί γιά μένα εἶσαι πανταχοῦ ἡ μεγαλύτερη σωτηρία. «Δέσποινα, Παντάνασσα, χάρμα τοῦ γένους· ἀεί ποτ᾿ εὖ φρονοῦσα τυγχάνεις γένει, κἀμοί μεγίστη πανταχοῦ σωτηρία»[2].
 ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, σέ λόγο του στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, καταθέτει πώς εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολο νά ὁμιλήσει γιά τό μυστήριο αὐτό. Εἶναι πολύ δύσκολο νά μετρηθεῖ ἡ γῆ μέ τήν παλάμη τοῦ ἀνθρώπου καί νά ὑπολογιστεῖ μέ τό μέτρο τό μῆκος τῆς θάλασσας. Ἐπίσης εἶναι ἀρκετά δύσκολο νά βρεθοῦν μέ τόν πήχη τά μέτρα τοῦ οὐρανοῦ καί τό πλῆθος τῶν ἀστέρων. Ἐάν αὐτά εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολα, ἐάν ἀκόμη, λέγει, μποροῦμε νά μετρήσουμε τίς σταγόνες τῆς βροχῆς καί τόν ὄγκο τοῦ ἀνέμου καί τῆς ἄμμου τῆς θαλάσσης, ἄλλο τόσο δύσκολο καί ἀπείρως δυσκολότερο εἶναι νά περιγράψει κανείς τό μυστήριο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. «Εἰ μετρεῖται γῆ σπιθαμῇ, καί σπαρτίῳ περιγράφεται θάλασσα· εἰ πήχεσιν οὐρανός ἀπεικάζεται, καί ἀστέρων πλῆθος ἀπαριθμεῖται· εἰ σταγόνες ὑετοῦ, καί βώλακες γῆς, καί ἀνέμων ὄγκος, καί ψάμμου ποσότης καταλαμβάνεται, τάχα ἄν καί τῆς μετά χεῖρας ἡμῖν ὑποθέσεως ἔσται κατάληψις δήπουθεν. Θεοῦ δέ μητρός ἡ πανήγυρις»[3].
 κατεξοχήν ὑπερασπιστής τῆς Θεοτόκου καί πρόεδρος τῆς Ἁγίας Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἐκκαιόμενος ἀφλέκτως ἀπό τόν ἔνθεο πόθο, θά ὑμνήσει Αὐτήν, ἀπό τήν ὁποία προῆλθε ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀφοῦ, ὅπως ἀναφέρει, «ὁ τοῦ πρωτοπλάστου πλάστης» πού γεννήθηκε ἀπό Αὐτήν, διόρθωσε τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ὁδήγησε στήν ἐπουράνιο Βασιλεία. «Χαίροις, Μαρία Θεοτόκε, δι᾿ ἧς προῆλθεν ὁ τοῦ πρωτοπλάστου πλάστης καί τῆς παραβάσεως αὐτοῦ διορθωτής, καί τῆς ἐν οὐρανῷ Βασιλείας ὁδηγός…Χαίροις, Μαρία Θεοτόκε, δι᾿ ἧς πᾶσα πνοή πιστεύουσα σώζεται»[4].
 ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου, ὁμιλώντας γιά τήν «Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν», ὅπως τήν κατέστησε ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖ πώς ἡ γαστέρα της εἶναι ὄχι ἁπλῶς οὐρανός, ἀλλά «ὄγδοος οὐρανός». Γράφει ὁ Ἅγιος: «Ὦ γαστήρ οὐρανοῦ πλατυτέρα Θεόν τόν ἐν σοί μή στενοχωρήσασα. Ὦ γαστήρ ἑπτάκυκλος οὐρανός καί μειζώτερος αὐτῶν τυγχάνουσα. Ὦ γαστήρ ἑπτά οὐρανῶν ὑψηλοτέρα καί πλατυτέρα. Ὦ γαστήρ ὁ ὄγδοος οὐρανός, στερεωμάτων ἀνωτέρα. Ὦ γαστήρ ἑπταφώτου χάριτος τό ἄσβεστον ἔχουσα φῶς»[5]…
Εἶναι συγκλονιστική ἡ ρήση ἑνός ἄλλου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐγκωμιαστοῦ τῆς Παναγίας, τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Μεθοδίου, πού λέγει ὅτι, ἐνῶ ὅλοι μας οἱ ἄνθρωποι χρεωστοῦμε στόν Θεό χάρη, ἀντίθετα, ὁ Θεός χρεωστεῖ χάρη στήν Μητέρα Του. «Εὖγε, εὖγε, μήτηρ Θεοῦ καί δούλη. Εὖγε, εὖγε ἡ ὑπόχρεον ἔχουσα τόν πάντων δανειστήν. Πάντες μέν Θεῷ ἐποφείλομεν, σοί δέ ἐποφείλεται»[6]!
 χρυσοῦς τήν γλῶτταν καί τήν καρδίαν, χαριτώνυμος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μέ τήν χαρακτηριστική του καλλιέπεια καί ἀμεσότητα, θά μᾶς προτρέψει νά «περιέλθουμε» διά τοῦ λογισμοῦ ὅλη τήν κτίση, ὁρατή καί ἀόρατη, μήπως συναντήσουμε κάποιο θαῦμα ἀνώτερο ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Δέν ὑπάρχει, ὅμως, κάτι ἴσο, ἤ ἀνώτερο ἀπό τήν Παρθένο Μαρία. «Οὐδέν τοίνυν ἐν βίῳ οἷον ἡ Θεοτόκος Μαρία· περίελθε ὦ ἄνθρωπε πᾶσαν τήν κτίσιν τῷ λογισμῷ καί βλέπε, εἰ ἐστιν ἴσον ἤ μεῖζον τῆς ἁγίας Θεοτόκου Παρθένου. Περινόστησον τήν γῆν, περίβλεψον τήν θάλασσαν, πολυπραγμόνησον τόν ἀέρα, τούς οὐρανούς τῇ διανοίᾳ ἐρεύνησον, τάς ἀοράτους πάσας Δυνάμεις ἐνθυμήθητι, καί βλέπε εἰ ἐστι τοιοῦτον θαῦμα ἐν πάσῃ τῇ κτίσει»[7].
Τέσσερις αἰῶνες ἀργότερα, ὁ ἕτερος Ἰωάννης, ὁ Δαμασκηνός, ἡ λιγυρά Λύρα τοῦ Πνεύματος, ὁ κατεξοχήν δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά ὁμιλήσει γιά τό ἱερό Γενέθλιο τῆς Θεοτόκου, τό πολύ σπουδαῖο γιά τήν ἀνθρωπότητα γεγονός αὐτό τῆς εἰσόδου στόν κόσμο τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας, «μεθᾷ νηφαλίως»· δέν ἀντέχει τή μεγάλη χαρά· νικιέται ἀπό τά θαύματα, καί τό (θεῖο) πάθος τόν γεμίζει ἐνθουσιασμό. «Οὐ φέρω τήν ἡδονήν, νικῶμαι τοῖς θαύμασιν, ἔνθους ὑπό τοῦ πάθους γέγονα»[8]. Πῶς νά προχωρήσει, λέγει, στά ὑπόλοιπα τοῦ λόγου του; Ἀπορεῖ ὁ νοῦς του, ὁ φόβος καί ὁ πόθος τόν ἔχει χωρίσει στά δύο. Χτυπάει ἡ καρδιά του καί ἡ γλῶσσα του ἔχει δεθεῖ. «Ἀλλά πῶς τοῖς πρόσω προβήσομαι; Ἡ διάνοια μέν ἐξίσταται, φόβος δέ με καί πόθος κατεμερίσαντο. Ἡ καρδία πάλλει καί ἡ γλῶσσα πεπήδηται»[9]. Ἀλλά, λέγει, ἄς νικήσει ὁ πόθος, ἄς ὑποχωρήσει ὁ φόβος, ἄς ψάλλει ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος. «Νικάτω ὁ πόθος, ὑποχωρείτω ὁ φόβος, ᾀδέτω ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος·<εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί καί ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ>»[10]. Τί καρδία «καιομένη» ἀπό τήν «παμφλάζουσα φλόγα» τοῦ Πνεύματος εἶναι αὐτή! Ὁποῖο βίωμα ἐσωτερικό καί πόση μέθεξη τῶν θείων μαρμαρυγῶν ὁδηγοῦσαν αὐτήν τήν καρδίαν καί τήν γραφίδα εἰς ἔπαινον τῆς Μητρός τοῦ Θεοῦ!..
 Μέγας καί ὀξυνούστατος Φώτιος, σέ ἀνάλογη Ὁμιλία στό ἱερό Γενέθλιο τῆς Παρθένου, καταθέτει πώς κάθε ἄνθρωπος, προκειμένου να ὑμνήσει κατ᾿ ἀξίαν τήν Ὑπερύμνητο Παρθένο, διακινδυνεύει νά καταποντισθεῖ μέσα στό ἀπύθμενο πέλαγος τῶν χαρισμάτων καί θείων κατορθωμάτων αὐτῆς, τῆς Ὑπεραχράντου Θεοτόκου. Αἰσθάνεται ὄντως ἀνάμεικτα συναισθήματα, χαρᾶς καί φόβου· «δειλιᾷ καί χαίρει καί ἡρεμεῖ καί ἐξάλλεται, καί πάλιν σιγᾷ καί ἀναφθέγγεται, καί συστέλλεται καί πλατύνεται, τά μέν τῷ φόβῳ, τά δέ τῷ πόθῳ συμμεθελκόμενος»[11]. Ὁ Γεώργιος Νικομηδείας, σέ λόγο του στή Γέννηση τῆς Πανάγνου Μαρίας, σκιρτώντας ἀπό ἀγαλλίαση πρό τῆς Θεομητορικῆς πανηγύρεως, θά γράψει ὅτι, «φαιδρόν τό τῆς παρούσης ἑορτῆς σύνθημα· διό πρός ἄπειρον φῶς τόν πρός ταύτην συνειλεγμένον παρορμᾷ σύλλογον… ἰδού γάρ ἡμῖν ἡ τῆς Παρθένου πανήγυρις ἐκλάμψασα, νοητῶς πρός ἑαυτήν τήν διάνοιαν ἴθυνε· καί σταθερόν ἕαρ τόν λόγον αἰθριάσασα, τόν χειμῶνα τῆς σιωπῆς εἰς γαλήνην τοῦ λέγειν μετήνεγκεν»[12].
 θεοφόρος καί θεόπτης Παλαμᾶς, ὡς μεγάλος θεοτοκόφιλος καί αὐτός, θά ἐκφράσει τόν θεῖο δυναμισμό τῆς ἐκ τοῦ πόθου τετρωμένης καρδίας του πρός τήν Θεομήτορα καί θά φωνάξει πρός τόν «τετραπέρατον κόσμον» μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του ὅτι, «αὕτη (ἡ Θεοτόκος) καί τῶν πρό αὐτῆς αἰτία καί τῶν μετ᾿ αὐτῆς προστάτις καί τῶν αἰωνίων πρόξενος. Αὕτη τῶν προφητῶν ὑπόθεσις, τῶν Ἀποστόλων ἀρχή, τῶν μαρτύρων ἑδραίωμα, τῶν διδασκάλων κρηπίς. Αὕτη τῶν ἐπί γῆς ἡ δόξα, τῶν κατ᾿ οὐρανόν ἡ τερπνότης, τό πάσης τῆς κτίσεως ἐγκαλλώπισμα. Αὕτη καταρχή καί πηγή καί ρίζα τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν. Αὕτη παντός ἁγίου κορυφή καί τελείωσις»[13]. Ὁ ἴδιος θά τολμήσει νά διακηρύξει ὅτι «οὐκοῦν, αὕτη μεθόριον μεταξύ κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως»[14].
 ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ κορυφαῖος τῶν Κολλυβάδων, Διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Γένους, συγγραφέας θεολογικώτατος καί Νηπτικός ἀπαράμιλλος, χαρισματικά βυθισμένος μέσα στό ὑπερφυές μυστήριο τῆς Θεοτόκου, θά τήν ὑμνήσει ἐκ βαθέων μέ ἕνα ἀσύγκριτο «ἀπαθές πάθος», ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ καί ὅπως αὐτό ἐκφράζεται στά πονήματά του, ὅπως λ.χ. στό Θεοτοκάριο, στό Ἑορτοδρόμιο κ.λπ., στίς ἑρμηνεῖες του (στήν Θ΄ Ὠδή τῆς Θεοτόκου) καί σέ κάθε εὐκαιρία ἀναφορᾶς του στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἰδού ἕνα δεῖγμα χαρακτηριστικό. «Ὦ γλυκυτάτη καί πρᾶγμα καί ὄνομα Μαριάμ, τί πάθος εἶναι τοῦτο, ὅπου αἰσθάνομαι εἰς τόν ἑαυτόν μου; ἐγώ δέν ἠμπορῶ νά χορτάσω τούς ἐπαίνους τῶν μεγαλείων σου! Ὅσον γάρ περισσότερον τά ἐπαινῶ, τόσον περισσότερον τά ὀρέγομαι, διό καί πάλιν ἐπιθυμῶ νά τά ἐπαινέσω. Τοσοῦτον εἶναι θαυμαστά τά μεγαλεῖα σου Θεοτόκε, ὥστε ὅπου ὅλοι οἱ περί τάς λογικάς τέχνας καί ἐπιστῆμας καταγινόμενοι, θεωροῦντες νοερῶς ταῦτα, ἐφιλοτιμήθησαν ὁ καθ᾿ ἕνας ἐξ αὐτῶν, νά σέ ἐπαινέσῃ μέ τά τῆς τέχνης καί ἐπιστήμης ἴδια. Καί οἱ μέν Γραμματικοί σέ ὀνομάζουν, μετά τόν Υἱόν σου Ἄλφα καί Ὠμέγα· ἀρχήν τῶν τοῦ Θεοῦ θαυμάτων, καί τέλος τῶν αὐτοῦ διδαγμάτων...οἱ Ρήτορες ἐσένα ὀνομάζουν πολυσύνδετον ζωντανόν, καί ἔμψυχον ἐπίλογον καί ἀνακεφαλαίωσιν ὅλων τῶν ἀρετῶν καί χαρισμάτων, ὅσα ἐμοιράσθησαν εἰς ὅλα τά κατά μέρος κτίσματα, οὐράνια καί ἐπίγεια…Ἐσένα οἱ Γεωμέτραι νοοῦν κύκλον εὐρυχωρότατον· ἐπειδή ἐχώρησας ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ κοιλίᾳ σου ὅλον τό τρίγωνον, ἤγουν αὐτήν τήν ὑπερούσιον Τριάδα, μέ τό νά ἔγινες Μήτηρ μιᾶς τῶν αὐτῆς Ἁγίων Ὑποστάσεων… Ἐσένα οἱ Ἀστρονόμοι τώρα μέν, σφαῖραν πολύαστρον ὀνομάζουσι· καθώς γάρ ἐκείνη εἶναι πεπυκνωμένη μέ τά ἀμέτρητα ἄστρα, ἔτσι καί σύ εἶσαι πεπυκνωμένη μέ τά ἀναρίθμητα φωταυγῆ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τώρα δέ Σελήνην ἀργυροειδῆ καί ὁλόφωτον… Οἱ δέ Φυσικοί, θαῦμα θαυμάτων ὑπερφυές σέ ὀνομάζουσιν· ἀκολουθοῦντες γάρ εἰς τούς φυσικούς των κανόνας καί νόμους, δέν δύνανται νά νοήσουν τό ἰδικόν σου Μυστήριον· πῶς δηλαδή διέμεινας Παρθένος ἐν τῷ τόκῳ καί μετά τόκον! Πῶς σῶμα διά σώματος χωρεῖ, χωρίς καμίαν διαφθοράν! Πῶς ὁ Θεός σάρξ γίνεται, καί πῶς περατοῦται τό ἄπειρον! ἅπερ κατά φυσικόν λόγον πάντῃ ὑπάρχει ἀδύνατα»[15].
Τόν περασμένο αἰῶνα, ἕνας γίγας τοῦ πνεύματος, ἀλλά καί τῆς ἀρετῆς, αὐτός, τόν ὁποῖον ὁ Κύριος ἀνέδειξε σέ ποταμό θαυμάτων, ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, ὁ ἐν Αἰγίνῃ, ὕμνησε καί αὐτός τήν Θεοτόκο μέ ἔνθεο πόθο ψυχῆς καί εἶναι γνωστή στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἔκδηλη ἀγάπη του πρός τήν Θεομήτορα, ὅπως ἐκφαίνεται μέσα ἀπό τούς ποικίλους ὕμνους του. Σέ μία καρδιακή, ἀλλά κυρίως θεολογική Προσφώνησή του πρός τήν Θεοτόκο, ὁ ἅγιος τῆς Αἰγίνης μεταξύ ἄλλων την ὑμνεῖ ὡς ἑξῆς: «Σύ εἶ Ἀνύμφευτε νύμφη, τό χωρίον τό εὑρύχωρον τοῦ ἀχωρήτου. Σύ εἶ ἡ μεγαλότοκος, ἡ τόν Θεόν ἀφράστως γεννήσασα. Σύ εἶ ἡ ἀπειρολεχής νύμφη, ὁ ναός τοῦ Θεοῦ ὁ ἔμψυχος. Σύ εἶ, Πάνσεμνε Κόρη, οὐρανοῦ καί γῆς ἰσόρροπον οἴκημα. Σύ εἶ, ἀμίαντος Κόρη, ὁ φαεινός ὄρθρος ὁ τόν ἥλιον φέρων τῆς δικαιοσύνης. Σύ εἶ, εὐλογημένη Παρθένε, τοῦ φωτός τό οἰκητήριον, ἐξ οὗ το φῶς τῷ κόσμῳ ἐξανέτειλεν. Σύ εἶ, πάναγνε νύμφη, ἡ αὐγή τῆς μυστικῆς ἡμέρας. Σύ εἶ, Πανάχραντε Δέσποινα, ἡ τῶν τροφέα τῶν ὅλων ὡς μήτηρ θηλάσασα. Σύ εἶ, τό σεπτόν κειμήλιον τῆς Οἰκουμένης ἁπάσης. Σέ τήν Ἀειπάρθενον Θεοτόκον ἡ τοῦ Θεοῦ ἀγαθότης προώρισε γενέσθαι μητέρα τῆς σωτηρίας. Σέ ὁ Ἠσαΐας προκατήγγειλε παρθένον καί μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ. Σέ ὁ Ἰεζεκιήλ προαναφωνεῖ τήν πύλην τήν κεκλεισμένην δι᾿ ἧς εἰσελεύσεται ὁ Θεός». Ὄντως, μόνο ἕνας θεοφόρος καί πνευματέμφορος νοῦς θά μποροῦσε νά ἐκφράσει ὅλα τά ἀνωτέρω[16].
Τέλος, ὁ ἐμπνευσμένος καί σοφός Δογματολόγος τῆς Σερβίας, Γέρων Ἰουστῖνος Πόποβιτς, στήν μόλις κυκλοφορηθεῖσα (Φεβρουάριος 2019) Δογματική του, θεολογεῖ βαθυστόχαστα, καρδιακά καί πατερικά περί τήν Μητέρα τοῦ ἀγενεαλογήτου Ἐμμανουήλ. Μεταξύ ἄλλων, στόν οἰκεῖο τόπο, ὅπου ἀναφέρεται στήν Θεοτόκο, θεμελιώνοντας ἐκκλησιολογικά τήν σχέση Παναγίας - Ἐκκλησίας, μέ τήν ὀρθόδοξη σημασία, γράφει: «Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου καί, συνεπῶς, ἡ Μητέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου. Καί τό σῶμα τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Κατά τήν ἀθάνατη εὐ-αγγελία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, <μέ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο θεμελιώνονται οἱ ἐκκλησίες ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης> (Ὁμιλία 4, περί τῆς Ἁγίας Θεοτόκου, MPG77, 996C). … Ἐκείνη εἶναι τό πρῶτο Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πού σαρκώθηκε στόν γήινο κόσμο μας»[17].
PanagiaΜετά ἀπό τά ἀνωτέρω ἐλάχιστα παραθέματα, θεωροῦμε ὅτι, «χωρίς πάσης ἀντιλογίας», εἶναι δίκαια, προσφυέστατα καί θεολογικῶς δόκιμα τά ἐγκώμια τῶν Ἁγίων καί τῶν κατά καιρούς διαφόρων ὑμνητῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Διότι αὐτή ἀποτελεῖ ὄντως τό «κεφάλαιον τῶν δογμάτων τοῦ Χριστοῦ», ὅπως ἀναγινώσκουμε στόν Ἀκάθιστο Ὕμνο. Ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος ἡ Θεοτόκος Μαρία, κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι «ἡ ἁγίων ἁγιωτέρα, καί ἱερῶν ἱερωτέρα, καί ὁσίων ὁσιωτέρα».[18] Κατά τόν προαναφερθέντα Γέροντα Ἰουστῖνο Πόποβιτς, ἀφοῦ ἡ Θεοτόκος εἶναι μητέρα τοῦ Θεοῦ, εἶναι κατά συνέπειαν, «ἡ μητέρα ὁ,τιδήποτε θείου, ἁγίου, οὐρανίου, αἰωνίου, θεανθρωπίνου, ὡραίου, καλοῦ. Ἀπό κάθε καλό, Ἐκείνη ἡ καλύτερη. Ἀπό κάθε ἅγιο, Ἐκείνη ἡ ἁγιότερη. Ἀπό κάθε ἄμωμο, Ἐκείνη ἡ πιό ἄμωμη. Ἀπό κάθε ὑπέροχο, Ἐκείνη ἡ πιό ὑπέροχη. Ἀπό κάθε ἐνάρετο, Ἐκείνη ἡ πιό ἐνάρετη»[19]. Αὐτήν ἐξέλεξε «πρό πασῶν τῶν γενεῶν» γιά Μητέρα Του ὁ Ἄκτιστος Λόγος καί Δημιουργός τοῦ παντός, προκειμένου νά εἰσέλθει στόν κτιστό κόσμο καί τήν ἱστορία γιά νά ἑνώσει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, τόν κόσμο μέ τόν τριαδικό Θεό. Εἶναι ὄντως ἡ Ὑπερευλογημένη Μαριάμ «καί ἡ ἐνυπόστατος σοφία τοῦ Πατρός, ναόν ἐν αὐτῇ ἀχειροποίητον ὠκοδόμησε καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»[20]. Ὅπως ἀποτυπώνεται σέ ἕνα πατερικό κείμενο κατά τρόπο ἀνθρωποπρεπῆ, ὁ Θεός «ἔψαξε» σέ ὅλο τόν κόσμο καί δέν βρῆκε ὅμοια γυναῖκα μέ τήν Ὑπερευλογημένη Μαρία, γιά νά προσλάβει ἀπό αὐτήν τήν ἀνθρώπινη φύση μας! «Ψηλαφήσας ὁ Ὕψιστος ὅλον τόν κόσμον καί μή εὑρών ὁμοίαν σου μητέρα, ὡς ηὐδόκησεν, ἐκ σοῦ τῆς ἡγιασμένης ἄνθρωπος διά φιλανθρωπίαν γεννήσεται», γράφει ὁ Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως[21]. Ὄντως, ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ «κοσμογενής θελξίθεος κοσμογύναικα», κατά τήν ἐκπληκτική διατύπωση ἑνός ἀγνώστου συγγραφέως τοῦ 10ου αἰῶνος[22]. Κατά τόν καθηγητή, δογματολόγο π. Νικόλαο Λουδοβίκο, ἡ Παναγία ὑπῆρξε «θελξίθεος», «ἀκριβῶς ὡς <κοσμογύναικα>, ὡς κατοικητήριο κενωτικό σύμπαντος τοῦ κτιστοῦ εἶναι» καί ὡς «τόπος ὅλης τῆς Δημιουργίας»[23].
Στήν Ἁγία Γραφή οἱ ἀναφορές στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου Μαρίας δέν εἶναι πολλές καί ἐκτενεῖς. Στήν Παράδοση καί τά πατερικά κείμενα οἱ ἀναφορές εἶναι πολυπληθεῖς. Ὡστόσο, στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Γραφή καί ἡ Παράδοση εἶναι στενότατα συνδεδεμένες, ὡς πηγές τῆς θείας ἐν Χριστῷ Ἀποκαλύψεως καί φυσικά κατανοοῦνται καί οἱ δύο μαζί στήν Εὐχαριστία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐντούτοις, ἕνας περίφημος ἐκκλησιαστικός συγγραφέας καί Βυζαντινός λειτουργιολόγος τοῦ 14ου αἰ, ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας, θά διατυπώσει τή γνώμη ὅτι ὁ στίχος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου, «ἔστι καί ἄλλα πολλά, ἅ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα, ἐά γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτόν οἶμαι τόν κόσμον χωρῆσαι τά γραφόμενα βιβλία»[24], περιλαμβάνει καί τήν Θεοτόκο, διότι ἀνήκει καί αὐτή στά «ἄλλα πολλά» τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ[25].
 Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «παρέλαβε» καί «διατηρεῖ»[26] τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο στό κέντρο τῆς λατρείας της, ὅπως ἀκριβῶς ὁ «ἠγαπημένος» μαθητής Ἰωάννης τήν «παρέλαβεν» ὡς τό πολυτιμότερο πρόσωπο κάτω ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ «εἰς τά ἴδια»[27]. Εἶναι γεγονός, πάντως, ὅτι οἱ Εὐαγγελιστές σημειώνουν ἰδιαίτερα γιά τήν Θεοτόκο ὅ,τι περί αὐτήν ὑπάρχει σχετικό μέ τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, τό ὁποῖο Αὐτή «ὑπούργησε». Ἔτσι, γράφεται ὅτι ἡ Θεοτόκος Μαρία κατάγεται «ἐξ οἴκου Δαυΐδ»[28], δείχνοντας ὅτι ἀνακεφαλαιώνει στό πρόσωπό της τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἐπίσης σημειώνεται στούς συνοπτικούς Εὐαγγελιστές ὅτι ἡ Μαρία εἶναι Παρθένος καί γεννᾶ κατά τρόπο παρθενικό «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου»[29]. Ἀκόμη, οἱ ἱεροί «αὐτόπται τοῦ Λόγου» θά μᾶς πληροφορήσουν, ὅτι ἡ Παναγία Μητέρα Του εἶναι παροῦσα στήν ἀρχή τῆς δημοσίας δράσεώς Του, ὅπου λαμβάνει μάλιστα ἐνεργό μέρος[30], ὅπως ἐπίσης καί στό τέλος αὐτῆς τῆς σωτηριώδους δράσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
πιπροσθέτως, σημειώνεται τό γεγονός ὅτι ἡ Θεοτόκος παρευρίσκεται μαζί μέ τούς θεοκήρυκες Ἀποστόλους στήν Πεντηκοστή, πού εἶναι ἡ σύσταση καί ἡ φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας[31]. Πέραν αὐτῶν, βλέπουμε στόν Λουκᾶ τήν ἀναφορά στήν Ὠδή τῆς Θεοτόκου «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον», τήν ὁποίαν ἡ Ὑμνολογία προτάσσει ὡς πρῶτο στίχο στόν ψαλλόμενο σχεδόν σέ κάθε Λειτουργία γνωστό θεομητορικό Ὕμνο «τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ». Ἐπιπλέον, στό τελευταῖο Βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, θά διαβάσουμε ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι «ἡ περιβεβλημένη τόν ἥλιον γυνή», ἡ ὁποία «ἔτεκεν υἱόν ἄρρενα, ὅς μέλλει ποιμαίνειν πάντα τά ἔθνη ἐν ράβδῳ σιδηρᾷ»[32].
λα βεβαίως συνδέονται μεταξύ τους (Παλαιά καί Καινή Διαθήκη), διότι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ γυνή ἐκείνη, τῆς ὁποίας τό σπέρμα συνέτριψε τήν κεφαλήν τοῦ διαβόλου, τοῦ «ἀρχεκάκου ὄφεως», κατά τό πρωτευαγγέλιον τῆς Γενέσεως[33]. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή «Κιβωτός τῆς Διαθήκης»[34], ἡ «Πύλη ἠ κατά ἀνατολάς κεκλεισμένη»[35], ἡ «Ράβδος Ἀαρών ἡ βλαστήσασα»[36]. Κατά ταῦτα, ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωση τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας, ἡ πραγμάτωση τῶν «τύπων» καί τῶν «σκιῶν» τῆς Π. Διαθήκης[37]. Πολύ εὔστοχα ἔχει γραφεῖ ὅτι «ποτέ μιά ἀνθρώπινη ὑπογραφή δεν εἶχε τόση σημασία γιά τήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη, ὅση ἡ ὑπογραφή τῆς Παρθένου στήν Καινή Διαθήκη – συμβόλαιο ἀνάμεσα στόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Μέ ἀνθρώπινες ὑπογραφές κηρύχθηκαν ἐπαναστάσεις, ἄρχισαν ἀλλά καί σταμάτησαν πόλεμοι καί ἐπικράτησε εἰρήνη. Μέ τήν ὑπογραφή τῆς Θεοτόκου σταμάτησε ὁ μεγαλύτερος πόλεμος καί ἐπικράτησε ἡ πιό σημαντική εἰρήνη στόν κόσμο»[38].
ν μετά τήν Ἁγία Γραφή ἐπιχειρήσουμε μιά ἀκροθιγῆ χρονική περιδιάβαση στήν πατερική Γραμματεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, θά δοῦμε πῶς οἱ θεόπνευστοι Πατέρες καί διάφοροι ἱεροί συγγραφεῖς κατά διαφορετικές περιόδους θεολόγησαν περί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί ἔδωσε ὁ καθένας τό «στίγμα» του, προσθέτοντας ὑλικό στό ἔξοχο θεοτοκολογικό οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τούς πρώτους Ἀποστολικούς Πατέρες, τόν δεύτερο αἰῶνα, ὁ Εἰρηναῖος Λουγδούνου (+202 μ.Χ.) ὁμιλεῖ θεολογικά γιά τήν Παρθένο Μαρία, ἀναπτύσσοντας σέ βάθος τήν ἀντίθεση Εὔα – Μαρία καί ὑπογραμμίζοντας ὅτι, ὅπως ἡ παρακοή τῆς πρώτης ἔφερε στόν κόσμο τόν θάνατο, ἔτσι ἡ ὑπακοή τῆς δευτέρας χάρισε στήν ἀνθρωπότητα τήν ζωή[39]. Ὁ ἴδιος εἰσήγαγε πρῶτος τόν παραλληλισμό Μαρία - Ἐκκλησία, μέ τή διατύπωση ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ παρθένος γῆ, ἀπό τήν ὁποία ὁ Θεός ἔλαβε τό σῶμα τοῦ Νέου Ἀδάμ. Ἐπίσης, πρῶτος αὐτός εἶπε ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι «ἡ αἰτία τῆς σωτηρίας γιά ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος». «Sibi et universo generi humanο causa facta est salutis»[40]. Κατά τόν τρίτο αἰῶνα ἔχουμε τίς μαρτυρίες τῶν, Κλήμεντος Ἀλεξανδρείας, Τερτυλλιανοῦ καί Ὠριγένους, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζουν τήν Θεοτόκο, Ἀειπάρθενο καί πανάρετο[41]. Τόν τέταρτο αἰῶνα ὁ Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας (+328) χρησιμοποιεῖ μετ᾿ ἐπιφάσεως τόν ὅρο «Θεοτόκος» (πρῶτος τόν διατύπωσε ὁ Ὠριγένης), ἐνῶ ὁ μαθητής του Μ. Ἀθανάσιος τόν ἀκολουθεῖ πιστά. Ἔπειτα, οἱ Καππαδόκες καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁμιλοῦν θεολογικώτατα γιά τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί τή σύνδεση τοῦ ἱεροῦ προσώπου της μέ τό ὑπερφυές μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, ἐνῶ ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου, μεταξύ ἄλλων τήν ἀποκαλεῖ «Μητέρα τῶν ζώντων»[42].
πό πλευρᾶς δυτικῶν Πατέρων καί συγγραφέων ἐκείνης τῆς περιόδου, ὁ Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων θά συγγράψει ἕνα θαυμάσιο ἔργο μέ τίτλο: «De Institutione Virginis», πού ἀποτελεῖ μιά πραγματική «Θεομητορική ἀνθολογία»[43], ἐνῶ παράλληλα, στήν ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ, θά διατυπώσει τή θέση ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ὁ «τύπος τῆς Ἐκκλησίας»[44]. Ἐπίσης καί ὁ Αὐγουστῖνος Ἱππῶνος γράφει καί ὑπογραμμίζει τήν Ἁγιότητα, ἀλλά καί σημασία τῆς Θεοτόκου γιά τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν[45]. Ὅλη ἡ σπουδαιότητα ὅμως τῆς περί τῆς Θεοτόκου ὀρθοδόξου Διδασκαλίας θά παρουσιαστεῖ τό 431 μ.Χ., ὅπου θά τοποθετηθεῖ καί τό θεμέλιο τῆς θεομητορικῆς θεολογίας ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἡ Γ΄ Οἰκ. Σύνοδος ἔδωσε τήν ἀφορμή γιά τήν ἀνάπτυξη περαιτέρω τῆς περί τήν Θεοτόκον θεολογίας κατά τούς μεταγενεστέρους αἰῶνες (Ε΄-Θ΄), ἀλλά καί τόν ἐμπλουτισμό τῆς Πατερικῆς Γραμματείας μέ ἐκπάγλου πνευματικῆς ὡραιότητος ἔργα, Λόγους, ἐγκωμιαστικές Ὁμιλίες, Πραγματεῖες, ποιήματα κ.ἄ. πού ἀφοροῦν στό Ὑπερύμνητο πρόσωπο τῆς Ὑπερευλογημένης Μαριάμ.
Κατά τήν βυζαντινή περίοδο, ὡστόσο, πέραν τῶ ἀναφερομένων, θά κάνουν τήν ἐμφάνισή τους καί οἱ «Βίοι» τῆς Παναγίας, μέ σημαντικώτερο αὐτόν τοῦ Ἰωάννου Γεωμέτρου (+990 μ.Χ.) πού βρίσκεται στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀλλοῦ καί δέν ἔχει ἀκόμη ἐκδοθεῖ. Ὑπάρχει ἐπίσης και ὁ «Βίος τῆς Μαρίας» ἀπό τον γνωστό Συμεῶνα τόν μεταφραστή μετά τό 976 μ. Χ., ὁ ὁποῖος ἔχει ἐκδοθεῖ ἀπό τόν Latyschev τό 1913 στό Petrograd[46].
 κατεξοχήν «Θεομητορικός» αἰῶνας στήν ὀρθοδοξία εἶναι ὁ ΙΔ΄, κατά τόν ὁποῖο ρέει στήν Ἐκκλησία ὁ θεολογικός ποταμός τριῶν μεγάλων ἀνδρῶν, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Νικολάου Καβάσιλα καί τοῦ Θεοφάνους Νικαίας. Κατά τόν Π. Νέλλα, «οἱ τρεῖς αὐτοί ἄνδρες θεμελιώνουν θεολογικά τρία συγχρόνως σημεῖα: α) τήν ἀπόλυτη προσωπική ἁγιότητα τῆς Παρθένου καί τήν ἐσχατολογική τοποθέτησή της ἀμέσως μετά τήν Ἁγία Τριάδα πάνω ἀπό ὅλα τά κτίσματα· β) τή θεμελιώδη χριστολογική σημασία της· καί γ) τήν ἐντελῶς κεντρική θέση της στήν Οἰκονομία τῆς σωτηρίας, δηλαδή τόν ἐνεργητικό ρόλο της στό μυστήριο τῆς Σαρκωσεως καί τήν εἰς τούς αἰῶνες παραμονή της στό κέντρο τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας»[47].
Τό πλέον βασικό, πού ὡς Ὀρθόδοξοι φρονοῦμε περί τήν Θεοτόκον, εἶναι ὅτι ἡ περί αὐτῆς διδασκαλία στούς Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπάρχει μόνον ἐντός τῆς Χριστολογίας καί ὄχι ὡς μία αὐτόνομη «Μαριολογία», ἤ ὡς μία «ἀνθρωπολογία» μέ κέντρο τήν Παναγία Παρθένο. Ἡ Θεοτόκος τιμᾶται σέ σχέση καί ἀναφορά μέ τό σωτηριῶδες μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, τό ὁποῖο διακόνησε μέ τήν Ἁγιότητά της καί τήν τελεία κατά ἄνθρωπον ὑπακοή της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὀρθῶς ἔχει γραφεῖ, «δέν μπορεῖ κανείς νά ὁμιλήση γιά τήν Θεοτόκο, ἄν δέν δογματίση, ἄν δέν τήν συνδέση μέ τό δόγμα περί Χριστοῦ»[48].
Panagia1πό πλευρᾶς θείας Λατρείας, θά καταθέσουμε τό γνωστό στούς εὐλαβεῖς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, τιμᾶται καί ὑμνολογεῖται γηθοσύνως μέσα στήν Ὀρθόδοξη θεία Λατρεία, σέ κάθε περίσταση λατρευτική, δημόσια καί ἰδιωτική. Βρίθουν, κυριολεκτικά, ὅλα τά λειτουργικά βιβλία, Ὡρολόγιο, Παρακλητική, Τριώδιο, Πεντηκοστάριο, Μηναῖα, Εὐχολόγια, ἀπό ἀναφορές καί ὕμνους, εὐχές καί βαθυστένακτες δεήσεις πρός στήν Κυρία τῶν Ἀγγέλων. Εἶναι σέ ὅλο τόν Ὀρθόδοξο λαό γνωστή, ἀλλά καί παρεκτική θείου γλυκασμοῦ καί ψυχικῆς παραμυθίας, ἡ λειτουργική ἐπίκληση, πού ἀκούγεται συνεχῶς στή θεία Λειτουργία, ἀλλά καί σέ ἄλλες Ἀκολουθίες: «Τῆς Παναγίας Ἀχράντου, Ὑπερευλογημένης, Ἐνδόξου, Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας».
Εἶναι γνωστοί στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ πολλοί Ὕμνοι καί τά ἱερά ἐφύμνια πρός Αὐτήν. Καλότυχοι οἱ ἱεροψάλτες, πού γνωρίζουν νά ψάλλουν μουσικά τούς ὕμνους τῆς Παρθένου καί εἰδικώτερα κάποιους ἐξαιρέτους, ὅπως τό «Δέσποινα πρόσδεξαι», ἀργόν μέλος (μετά τό πέρας τοῦ Πολυελαίου), σέ ἦχο πλ. τοῦ δ΄, ἤ τό «Καί νῦν» τοῦ ἄλλου Πολυελαίου, «Παντάνασσα Πανύμνητε», σέ ἦχο α΄.Καλότυχος καί ὁ φιλόχριστος καί θεοτοκόφιλος λαός, πού αἰσθάνεται «ἐνηχημένος» καί κατανενυγμένος, καθώς ἀκούει τά ἱερά μελωδήματα πρός Αὐτήν, ἡ ὁποία, «ὡς <φωτός ἀδύτου πύλη>, προοδοποιεῖ τήν εἴσοδο τῶν βροτῶν στήν οὐράνα Βασιλεία, ἀφοῦ διά τοῦ τόκου της οὐράνωσε τήν γῆ καί καταξιώθηκε νά γίνει κλίμακα οὐρανοδρόμος καί ὑψοποιός χαρίζοντας τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐφροσύνης στά πέρατα τῆς δημιουργίας»[49]. Στό Ἅγιον Ὄρος ψάλλονται ὅλα τά ἀνωτέρω ἱερά μελωδήματα, ὅπως ἐπίσης ψάλλεται καί τό «Ἄνωθεν οἱ Προφῆται», εἰδικώτερα δέ, στήν ἱερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, κατά τήν ἱερά Πανήγυρη τοῦ Κτίτορος, Ὁσίου Ἀθανασίου, ἐνώπιον τῆς ἱερᾶς Εἰκόνος της Παναγίας τῆς ἐπονομαζομενης «Κουκουζέλισσας».
________________________________________
[1] Ἀνδρέου Κρήτης, Α΄ Λόγος Εἰς τό Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου, MPG 97, 912 A.
[2] Χριστός πάσχων, ΕΠΕ, 8, 245.
[3] Ἀνδρέου Κρήτης, Λόγος εἰς τήν ἁγίαν γέννησιν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, MPG 97, 861Β
[4] Ὁμιλία 11, MPG 77, 1033 BC.
[5] Ἐπιφανίου Κύπρου, Ἐγκώμιον εἰς τήν ἁγίαν Θεοτόκον, MPG 43, 497 BC.
[6]MPG. 18, 373 A.
[7] Ἱ. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Ἁγίαν Παρθένον, τόμ. ε΄, ἐκδ. Ἐτόνης, σελ. 876, Βλ. Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μελέτη περί τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, ἐν Ἀθῆναις 1901, Κεφάλαιον Γ΄ .
[8]Εἰς τό Γενέσιον, 1, ΕΠΕ 9, 182.
[9] ὅ. π.
[10] ὅ. π.
[11]Ὁμιλία Θ΄, Εἰς τό Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου, ΕΠΕ 12, 270.
[12] Γεωργίου Νικομηδείας, Εἰς τήν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου, MPG 100, 1401.
[13]Ὁμιλία ΛΖ΄, Εἰς τήν πάνσεπτον Κοίμησιν τῆς πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, ΕΠΕ 10, 460.
[14]Ὁμιλία ΛΖ΄, 15.
[15] Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεῖα στήν Ὠδή τῆς Θεοτόκου, βλ. Θεοκλήτου Μοναχοῦ, Διονυσιάτου, Μαρία ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Ὁ Ἄθωνας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 273 -274.
[16] Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μελέτη, Περί τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου, Ὑπεραγίας Θεοτόκου (Προσφώνησις), Ἀθῆναι 1901, ἐκδ. Παναγόπουλος, Β΄ ἔκδοση, 1997, σελ. 32-33.
[17] Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Δογματική, Ὀρθόδοξη φιλοσοφία τῆς ἀλήθειας (Μετάφραση), ἐκδ. Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου, Ἅγιον Ὄρος 2019, σελ. 829-830
[18] Βλ. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος Β΄ Εἰς τήν Κοίμησιν, MPG. 96, 729 A.
[19]Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Δογματική, σελ. 828.
[20] Θεοδότου Ἀγκύρων, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν, Patrologia Orientalis, τόμ. 19, σελ. 212.
[21]Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Θεοτόκου,MPG. 98, 329C.
[22] Ἰω. Γεωμέτρη, Ὕμνοι, PG. 106, 864. Βλ. Χρ. Κοντάκη, Εἰς τήν Θεοτόκον, Συναγωγή πατερικῶν ὠδῶν, προσηγοριῶν καί ἐπιθέτων, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 429.
[23] Πρωτ. Νικολάου Λουδοβίκου, Ἡ κλειστή πνευματικότητα καί τό νόημα τοῦ ἑαυτοῦ, ἐκδ. Ἑλληνικά γράμματα, Ἀθήνα 1999, σελ. 333 (Ἐπίλογος).
[24] Ἰω. 21, 25.
[25] Ν. Καβάσιλα, Ἡ Θεομήτωρ, Κείμενο, μετάφραση, εἰσαγωγή, σχόλια, Π. Νέλλας, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1989, σελ. 19 (Εἰσαγωγή).
[26] Λκ.2, 51.
[27] Ἰω. 19,27.
[28] Λκ. 1, 27.
[29] Λκ. 1, 28-35.
[30] Ἰω. 2, 1-11.
[31]Πρξ. 1, 14 καί 2, 1. Βλ. ὅ. π. Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 20.
[32] Ἀπ. ΙΒ΄, 1-6.
[33] Γν.3, 15.
[34] Ἔξ. 25, 9.
[35] Ἰεζ. 44,1.
[36] Ἀρθμ. 17, 23.
[37] Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 21.
[38] Εὐθ. Στυλίου, ἐπισκόπου Ἀχελώου, Ἡ Πρώτη, Θεομητορικό ἡμερολόγιο, β΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 1987, σελ. 111.
[39] Εἰρηναίου, Ἐπίδειξις τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος, ΧΧΧΙΙΙ, MPG. 12-5, 772-773.
[40]ὅ. π. ΙΙΙ, ΧΧΙΙ, 4, MPG. 7, 958A - 960, βλ. Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 23.
[41]ὅ.π.
[42] Πανάριον, 78, 18, MPG. 42, 728 κ.ἑξ.
[43]Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 25.
[44]ὅ. π. «virgο guia est Ecclesiae typus».
[45] ὅ. π.
[46] ὅ.π. σελ. 28.
[47] ὅ. π. σελ. 29.
[48] Ἱεροθέου Βλάχου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου, Οἱ Θεομητορικές ἑορτές, ἐκδ. Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, σελ. 29.
[49] Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Χῶρος καί χρόνος στή λειτουργική Θεολογία τοῦ Συμεών Θεσσαλονίκης, ρεαλισμός καί σύμβολο, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 217.