A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΠΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΠΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ ΘΑΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ 1716 : Ἀποτρέπει τοὺς Παπικοὺς νὰ χτίσουν ἀλτάριο στὸν ναό του! (12 Νοεμβρίου)


θαύμα Αγίου Σπυρίδωνος του Θαυματουργού που αποτρέπει παπικούς να στίσουν παπικό αλτάριο στον Ναό Του.

Το 1716 οι Τούρκοι πολιορκήσανε στενά την Κέρκυρα. Πενήντα χιλ.


 στρατός και αρκετά καράβια κυκλώσανε το νησί και το απειλούσανε από στεριά και θάλασσα. Τα βαρβαρικά στρατεύματα είχαν συγκεντρωθεί στο ακρότειχος της πόλεως. Ο Πιζιάνης, πού ήταν αρχηγός κατά την πολιορκία εκείνη των δυνάμεων της Ενετικής Δημοκρατίας, περίμενε την μεγάλη επίθεση των έχθρων.

Τα ξημερώματα όμως της ημέρας εκείνης , παρουσιάζεται στα βαρβαρικά στίφη ο Άγιος Σπυρίδων. Στο δεξί χέρι κρατούσε αστραφτερό ξίφος. Με θυμό τους έδιωξε και τους τρομοκράτησε. Τα χάσανε οι Αγαρηνοί από την επιβλιτική εκείνη παρουσία και ορμή του Αγίου. Αφήσανε όπλα και ζώα και φύγανε πανικόβλητοι. Σε λίγο μάθανε όλοι, ότι είχε συμβεί το μεγάλο θαύμα. Πήγανε ακολούθως στο στρατόπεδο των Αγαρηνών και είδανε, ότι εκείνοι από βιασύνη της φυγής των, τα είχανε εγκαταλείψει όλα. Βρήκανε 120 κανόνια, άφθονα ζώα, αρκετό οπλισμό και πολλά πυρομαχικά και τρόφιμα.
Ο αρχιναύαρχος του Ενετικού στόλου και διοικητής της νήσου Κερκύρας, Ανδρέας Πιζάνης, θέλοντας κατά ένα τρόπο πιο φανερό και πιο θεαματικό να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του στον άγιο για τη σωτηρία, αποφάσισε να στήσει στον ναό ένα θυσιαστήριο ακόμη. Ένα θυσιαστήριο για να γίνεται επάνω σ’ αυτό το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά το Λατινικό δόγμα. Το θυσιαστήριο, αλτάριο κατά τους Λατίνους, θα κτιζόταν δίπλα στην Αγία Τράπεζα των Ορθοδόξων κι εκεί θα γινόταν από Λατίνο ιερέα η θεία Λειτουργία. Στη σκέψη του αυτή πολύ ενισχύθηκε ο Ενετός διοικητής και από ένα θεολόγο Λατίνο σύμβουλο του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη. Ο τελευταίος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να τοποθετήσει στο ναό του αγίου αλτάριο, δηλαδή αγία Τράπεζα φράγκικη και να τελείται μέσα στον ορθόδοξο ναό του αγίου η θεία Λειτουργία με άζυμα, κατά το δικό τους το δόγμα.

Μετά τη γνωμοδότηση, που πήρε από τον σύμβουλο του ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης, κάλεσε τους ιερείς του Ναού και τους ανακοίνωσε τον σκοπό του και ζήτησε κατά κάποιο τρόπο από αυτούς και τη συγκατάθεση τους. Εκείνοι, όπως ήτο φυσικό, αρνήθηκαν κι υπέδειξαν, πως αυτό θα ήταν μια καινοτομία ασύγγνωστη και επιζήμια και γι’ αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Στην άρνηση των ιερέων να συγκατατεθούν στην τοποθέτηση του αλταρίου, ο διοικητής τους απείλησε κι αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση του σχεδίου του χωρίς την άδεια τους. Οι ιερείς στην επιμονή του κατέφυγαν με δάκρυα στον άγιο τους και ζήτησαν με θερμή προσευχή, τη βοήθεια και την προστασία του.

Ο διοικητής με το δικαίωμα που του έδινε η εξουσία, προσπάθησε
ανεμπόδιστα να προχωρήσει στην εκτέλεση της παράνομης επιθυμίας του. Αλλά και ο άγιος, για να προλάβει μια τέτοια απαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο κατά συνέχεια νύκτες στον ύπνο του με το ένδυμα ορθόδοξου μονάχου και του συνέστησε να παραιτηθεί από την απόφαση του, διαφορετικά θα το μετάνοιωνε πολύ πικρά. Τρομαγμένος ο διοικητής κάλεσε τον σύμβουλο του και του φανέρωσε και τις δύο φορές την απειλή του αγίου. Ο θεολόγος σύμβουλος γέλασε και τις δύο φορές κι υπέδειξε πώς δεν έπρεπε αυτός ένας μορφωμένος άρχοντας να βασισθεί στα όνειρα, που είναι έργο, όπως του είπε, του διαβόλου και που σκοπό έχουν να παρεμποδίσουν και να ματαιώσουν ένα καλό και θεάρεστο έργο.

Τα λόγια του συμβούλου διασκέδασαν τον φόβο του διοικητού, ο οποίος μάλιστα την επομένη ήμερα 11 Νοεμβρίου 1718 μ.Χ. ακολουθούμενος από τη συνοδεία του πρωί-πρωί ξεκίνησε για την εκκλησία του αγίου για να προσκυνήσει τάχατες το λείψανο και να ανάψει το καντήλι του. Ουσιαστικά όμως πήγε εκεί για να καταμετρήσει το μέρος που θα κτιζόταν το αλτάριο και να καθορίσει και τις διαστάσεις του, μήκος, πλάτος και ύψος.

Εκεί στον ναό για μια ακόμη φορά αγωνίστηκαν οι ιερείς με κάθε τρόπο, να τον αποτρέψουν από του να εκτελέσει το σχέδιο του. Άδικα, όμως. Ο άρχοντας, όχι μόνο δεν μεταπείσθηκε, αλλά και με σκληρό και βάναυσο τρόπο τους απείλησε πώς, αν του ξαναμιλούσαν γι’ αυτό το θέμα, θα τους έστελλε φυλακή στη Βενετία.

Έφυγε ο διοικητής με τη συνοδεία του, με την απόφαση την επομένη το πρωί, δηλαδή στις 12 του Νοέμβρη, οι άνθρωποι του να ερχόντουσαν να. αρχίσουν το έργο. Οι ιερείς κι ένας αριθμός πιστών έμειναν εκεί, συνεχίζοντας με δάκρυα τις παρακλήσεις τους μπροστά στην ανοικτή λάρνακα, που περιείχε το σεπτό λείψανο.

Πέρασε η μέρα. Νύχτωσε. Κοντά στα μεσάνυχτα, όπως μας διηγείται ο υπέροχος χρονικογράφος Αθανάσιος ο Πάριος, στο βιβλίο του «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ», βροντές και κεραυνοί συνταράζουν την πόλη. Ο σκοπός, που βρισκόταν στην είσοδο του φρουρίου κοντά στην πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχό να προχωρεί μ’ ένα δαυλό αναμμένο στο χέρι και να μπαίνει στο Φρούριο. Πρόφτασε και του φώναξε: «Ποιός είσαι; Πού πάς»; Μια φωνή του απήντησε. «Είμαι ο Σπυρίδων».
Την ίδια ώρα τρείς φλόγες βγήκαν από το καμπαναριό της εκκλησίας ενώ ένα χέρι άρπαξε τον σκοπό και τον πέταξε στην άλλη μεριά του κάστρου. Ο σκοπός έπεσε όρθιος χωρίς να πάθει τίποτα. Ταυτόχρονα μια δυνατή, εκκωφαντική έκρηξη ακούστηκε. Και το φρούριο τινάχτηκε στον αέρα με όλα τα γύρω σπίτια. Η καταστροφή υπήρξε τρομερή. Χίλια περίπου πρόσωπα σκοτώθηκαν.

Ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης βρέθηκε νεκρός με τον τράχηλο ανάμεσα σε δύο δοκάρια. Και ο θεολόγος σύμβουλος του, νεκρός έξω από το τειχόκαστρο μέσα σε ένα χαντάκι, στο οποίο έτρεχαν τα ακάθαρτα νερά των αποχωρητηρίων της πόλεως. Το ασημένιο πολύφωτο κανδήλι, που έκανε δώρο ο άρχοντας στην εκκλησία του αγίου, κατέπεσε με αποτέλεσμα να καταστραφεί η βάση του. Το κανδήλι κρεμάστηκε πάλι στο ίδιο μέρος, όπου βρέθηκε πεσμένο. Έτσι με αλάλητη φωνή μαρτυρεί ως σήμερα τη συμφορά, που έγινε. Και στη Βενετία, εκεί μακρυά στη Βενετία, την ίδια στιγμή έπεσε κεραυνός στο μέγαρο του Ανδρέα Πιζάνη, τρύπησε τον τοίχο κι έκαψε το πορτραίτο του άρχοντα. Την εικόνα του. Μόνο την εικόνα του.

Η τιμωρία παραδειγματική. Και το δίδαγμα από το περιστατικό μοναδικό. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να συγχέεται με τον παπισμό. Η Ορθοδοξία είναι φως, αλήθεια, ζωή. Ο παπισμός σκοτάδι, αίρεση, πλάνη.
Την άλλη μέρα, μετά από αυτά που συνέβησαν, ο Λατίνος επίσκοπος διέταξε να σηκώσουν τα υλικά, που μετέφεραν από μπροστά στην εκκλησία και να ματαιώσουν το έργο που σκέφθηκαν να εκτελέσουν. Την ίδια μέρα ο λαός της Κέρκυρας, μαζεμένος στον ιερό ναό του αγίου ψάλλει με αγαλλίαση και χαρά στον ακοίμητο προστάτη της νήσου:

«Ως των Ορθοδόξων υπέρμαχον, και των κακοδόξων αντίπαλον, Παμμακάριστε Σπυρίδων, ευφημούμεν oι πιστοί και υμνούμέν σε, και δυσωπούμέν σε, φυλάττειν τον λαόν και την πάλιν σου, πάσης κακοδοξίας και επιδρομής βαρβάρων απρόσβλητον».



Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α´. Tῆς ἐρήµου πολίτης.
Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης, ὥσπερ πάλαι ὑπέρµαχος, 

οὕτω νῦν ὑψῶν ἀνεφάνης τὴν ᾿Eκκλησίαν Xριστοῦ· 
καὶ γὰρ Nαοῦ Σου ἐξέωσας µακράν, καὶ ἄρδην ἐν πυρὶ ἀπέπεµψας, 
καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀπήλασας σαφῶς, Λατίνων γόνους, ὡς στρεβλοῦντας τὴν θεολογίαν Σου. 
∆όξα τῷ Σὲ βραβεύσαντι ἡµῖν, δόξα τῷ Σὲ δοξάσαντι, 
δόξα τῷ διὰ Σοῦ ὑψώσαντι ἡµᾶς, Σπυρίδων µέγιστε.

Κοντάκιον 
Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήµερον.
Ἐκκλησία σήµερον, λαµπρῶς ἑόρταζε πᾶσα,
τῶν ἐχθρῶν τὴν ἔπαρσιν, κατερραγµένην ὁρῶσα·
ἄνωθεν τὸ πῦρ κατέρχεταιφλέγον·
κάτω δὲ ἡ γῆ τινάσσεται στρεφοµένη·
καὶ καλύπτειτοὺς τοῦ ψεύδους,
προστάτας χάος, ταῖς τοῦ Σπυρίδωνος λιταῖς.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.

Ὡς τῶν ὁρθοδόξων ὑπέρμαχος, καὶ πάντων τῶν ἀπίστων ἀντίπαλον, παμμακάριστε Σπυρίδων ὑμνοῦμέν σε, καὶ δυσωποῦμέν σε, φυλάττειν τὴν πόλιν σου, πάσης ὁρμῆς βαρβάρων ἀμέτοχον.


Οἶκος.
Χρεωστικῶς οἱ πιστοὶ πάντες,τὸν µέγαν ἐν ἱεράρχαις ὑµνήσωµεν Σπυρίδωνα·
ἡ γὰρ Aὐτοῦ παραδόξως ἐν τῇ Kερκύρᾳ γενοµένη θαυµατουργία,
δόξα τῶν εὐσεβούντων Γραικῶν ὑπάρχει καὶ σέµνωµα·
διὰ γὰρ ταύτης, σαφῶς,λαµπρῶς, καὶ ἀναµφιβόλως,
ἡµεῖς µὲν ἐξ ὧν καὶ µεθ᾿ ὧν τυγχάνει διαµένων, εὐσεβοῦντες ἀνεδείχθηµεν·
οἱ δὲ τοῖς τοῦ Πάπα ληρήµασιν ἑπόµενοι, αἱρετικοί τε καὶ κακόδοξοι, καὶ Θεῷ ἱερᾶσθαι ἀπόστοργοι δι᾿ ὃ καὶτοὺς τοῦτο ποιεῖν ἐν τῷ πανσέπτῳ αὐτοῦ Nαῷ διανοηθέντας, ἐν δίκῃ κατεχάωσεν ὡς ποτὲ ὁ Mωϋσῆς τὸν ∆αθὰν καὶτὸν ᾿Aβειρών.

Μεγαλυνάριον
Ἦχος πλ. δ´.
Θαῦµα τὸ ἐξαίσιον καὶ φρικτόν, Kέρκυρα κηρύττει, τοῦ Σπυρίδωνος ζηλωτοῦ,
δι᾿ οὗ τὰς αἱρέσεις, τῆς ∆ύσεως ἐλαύνει, ἐν Kρίσει Oὐρανίῳ, θυµῷ θεόφρονι.

Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

Η ΦΡΑΓΚΙΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΤΗΝ «ΑΛΩΣΗ» ΤΗΣ (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ.Χρυσοστόμου)


10SRGSGGS


Πρὸς τὸ Χριστεπώνυμο Πλήρωμα τῆς καθ΄ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Ἐν Ἀχαρναῖς 16-29/8/2017
        Ἡ ἀνάπτυξη, ἡ εὐημερία καὶ ὁ πλοῦτος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας μὲ κέντρο τὴ «νέα Ρώμη», ἀλλὰ καὶ ἡ βαθιὰ συνοχή, συσπείρωση τοῦ λαοῦ της ἀντίστοιχα  ἀποτέλεσαν φαινόμενο χωρὶς προηγούμενο στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας.
        Λαοὶ ἐκτὸς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως Φράγκοι, Σάξονες, Νορμανδοί, Γότθοι κι ἄλλα βορειότερα γερμανικὰ φύλα ἐπεδίωκαν συστηματικὰ μὲ ἐπιδρομὲς καὶ λεηλασίες νὰ πλήξουν τὴ συγκροτημένη καὶ καλὰ στερεωμένη κυριαρχία τῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ κυριολεκτικὰ βάρβαροι αὐτοὶ λαοὶ θεωροῦσαν μέγιστη δόξα νὰ ρημάζουν τὶς γειτονικὲς περιοχές. Ἐπρόκειτο γιὰ πρωτόγονους λαοὺς μὲ ἰδιαίτερες πολεμικὲς καὶ τεχνικὲς ἱκανότητες, σκληροὺς καὶ ἀδίστακτους, ποὺ συνήθιζαν νὰ καλύπτουν τὶς ἀνάγκες τους μέσα ἀπὸ λεηλασίες καὶ φριχτὲς ἐπιδρομὲς ἐναντίον ἄλλων λαῶν.
          ἱστορία αὐτὴ κορυφώνεται τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. στὸν πρόσφορο τότε χῶρο τῆς Δυτικῆς πλευρᾶς τῆς Αὐτοκρατορίας (μὲ πρωτεύουσα τὴ Ρώμη). Ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς ἐγκαθίδρυσης τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (ὕστερα ἀπὸ τὴ διαίρεση τῆς Αὐτοκρατορίας σὲ δύο τμήματα, Ἀνατολικὸ καὶ Δυτικὸ στὰ τέλη τοῦ 4ου αἰῶνα), οἱ ἐπιδρομὲς στὶς κατὰ τόπους περιοχὲς τῶν Δυτικῶν κυρίως ἐπαρχιῶν τῆς τεράστιας Αὐτοκρατορίας δὲν κατάφεραν νὰ διασπάσουν τὸ συσπειρωμένο σῶμα τοῦ λαοῦ της. Οἱ Φράγκοι ἄρχισαν τότε νὰ διεισδύουν στὴ Ρωμαϊκὴ κοινωνία μὲ διάφορους τρόπους ἐκτὸς ἀπὸ τὶς εἰσβολὲς στὶς Δυτικὲς ἐπαρχίες, εἴτε μὲ τὴ συγχώνευσή τους μὲ τοὺς ρωμαϊκοὺς πληθυσμοὺς εἴτε μέσα ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ καὶ σταδιακὴ ἀναρρίχησή τους στὸ Ρωμαϊκὸ στρατὸ σὲ ἀνώτερα καὶ ἀνώτατα ἀξιώματα. Τὸν 5ο αἰῶνα τὸ Δυτικὸ κομμάτι τῆς διαιρεμένης Αὐτοκρατορίας εἶχε ἤδη καταλυθεῖ. Τὴ διοίκηση τῆς Δύσης κατεῖχαν πλέον οἱ Φράγκοι, ποὺ στὸ ἑξῆς κατὰ τὸν 7ο καὶ 8ο αἰῶνα ἐπεδίωκαν τὸν βίαιο ἐκφραγκισμὸ τῶν Χριστιανικῶν πληθυσμῶν  ἀλλὰ καὶ τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀργότερα.
         Ἡ συσπείρωση τοῦ λαοῦ τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἡ ἀφοσίωσή του στὴν Αὐτοκρατορία -παρότι ἀποτελοῦνταν ἀπὸ διάφορα Ἔθνη- συνέβαλαν στὴν γιὰ χρόνια διατήρηση τῆς κυριαρχίας της. Ἡ αἰτία ἦταν τὸ κοινὸ σημεῖο ἀναφορᾶς καὶ ὁ ἱερὸς συνδετικὸς κρίκος, ἡ Χριστιανικὴ πίστη ἀφενὸς ,ποὺ εἶχε ἤδη θεμελιωθεῖ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες μὲ τὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀφετέρου ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν πρῶτο Αὐτοκράτορα, Μέγα καὶ Ἅγιο Κωνσταντῖνο, ποὺ μὲ διάταγμα εἶχε ἐπιτρέψει τὴν ἀνεξιθρησκία καὶ συνεπῶς τὴν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτειά της. Ἡ ἀλλοίωση τῆς μίας καὶ μοναδικῆς ὀρθῆς Χριστιανικῆς πίστης τοῦ λαοῦ τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἔγινε ἔκτοτε ὁ στόχος τῶν Φράγκων τῆς Δύσης.
         Χρησιμοποιήθηκαν δόλια, πλάγια καὶ πονηρὰ μέσα γιὰ τὴ διάσπαση καὶ ἀλλοίωση τῆς ἱερᾶς πίστης τοῦ λαοῦ τῆς Αὐτοκρατορίας, ποὺ ἀποτελοῦσε πηγὴ δύναμης καὶ ἑνώσεως. Ἡ νόθευση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως θὰ ὁδηγοῦσε μοιραῖα στὸν διχασμὸ τῶν Χριστιανῶν καὶ ὡς ἐκ τούτου στὴν ἀποδυνάμωση τοῦ ἑνιαίου καὶ ἄρρηκτα συνδεδεμένου ὠς  Ἕνα Σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
         Οἱ ἐπιχειρήσεις μὲ τὶς ὁποῖες πολεμήθηκε ἡ ἑνότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τοὺς Φράγκους εἶναι πολλὲς σὲ ὅλη τὴν ἱστορία, χαρακτηρίζονται δὲ γιὰ τὴ δολιότητα, τὸν κοινό τους παρονομαστὴ καὶ ἀφετηρία. Τὶς περισσότερες φορὲς χρησιμοποιήθηκαν δῆθεν φιλικὰ καὶ διπλωματικὰ μέσα προσέγγισης, ψευδὸ-ἀγαπολογίες, ὑποκριτικὲς ἐνέργειες ὑποστήριξης καὶ βοήθειας καὶ λυκοφιλίες προκειμένου νὰ ἐπιτευχθεῖ ὁ ἐκφραγκισμὸς τῆς Χριστιανοσύνης. Οἱ Φράγκοι, οἱ βάρβαροι αὐτοὶ κατακτητές, βαφτίζονταν καὶ ἀσπάζονταν δῆθεν τὸν Χριστιανισμό, προκειμένου νὰ ἐνταχθοῦν ἀρχικὰ στὶς Χριστιανικὲς κοινωνίες, νὰ διεισδύσουν, νὰ ἀναρριχηθοῦν καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν στὰ ἀξιώματα τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ εἶχαν τὴ δυνατότητα ὡς ἄλλες «Ἔριδες» νὰ σκορπίσουν ζιζάνια, ἱκανὰ νὰ κλονίσουν τὴν ἑνότητα τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἀλλοιώσουν τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ κλονίσουν τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Χριστιανικοῦ λαοῦ στὴν Αὐτοκρατορία. Ἡ περίοδος τοῦ δῆθεν ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Δυτικῶν, γνωστὴ ὡς Μεσαίωνας, μαρτυρᾶ τὶς ἄθλιες, σκοτεινὲς καὶ ἀπάνθρωπες μεθόδους τῶν Φράγκων Δυτικῶν, ποὺ οὐδεμία σχέση ἔχουν μὲ τὴν ἀληθινὴ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι αὐτοί, οἱ Φράγκοι ρασοφόροι τῆς Δύσης, καταδίκαζαν καὶ ἐξόντωναν Χριστιανούς, πιστοὺς στὴν Αὐτοκρατορία καὶ τὸν Αὐτοκράτορα, μὲ τὴν κατηγορία δῆθεν τῆς μαγείας. Μὲ τὸν τρόπο τῆς διείσδυσης στὰ ἀνώτερα κλιμάκια τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καλλιεργήθηκε ἡ ἀλλοίωση, δημιουργήθηκε ἡ αἵρεση τοῦ «Filioque» κι ἔτσι ἐπῆλθε ὁ πρῶτος διχασμὸς τῶν Χριστιανῶν, τὸ 1054, τὸ σχίσμα καὶ ἡ διάσπαση ἐπισήμως πλέον  τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας  ἀνάμεσα σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση.
          μέθοδος αὐτή, ὁ διχασμὸς τῶν Χριστιανῶν ἐκ τῶν ἔσω, ὅπως ἔχει ἀποδείξει ἡ ἱστορία, εἶναι ἡ πλέον ἀποτελεσματικὴ καὶ ἐφαρμόζεται ἕως σήμερα ἀπὸ τοὺς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι ἄλλοι ἀπὸ τοὺς λεγόμενους Λατίνους τῆς Δύσης καὶ τοὺς ὀπαδοὺς τῆς αἵρεσης τοῦ παπισμοῦ. Ἡ διάσπαση ὡστόσο αὐτὴ δὲν ἐπέφερε τὸν διχασμὸ καὶ τὴ δημιουργία δύο Χριστιανικῶν ὁμάδων μὲ δογματικὲς διαφορές, ἀλλὰ τὸν περιορισμὸ τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἀπὸ τὴ μία καὶ τὴ δημιουργία αἱρετικῆς ὁμάδας πλανεμένων ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ὁ Χριστιανισμὸς καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξακολούθησε νὰ ὑφίσταται καὶ μάλιστα ἐνδυναμωμένη καὶ καλὰ ριζωμένη στὶς πεποιθήσεις καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τῶν ἀπογόνων τους, τοῦ ἕως σήμερα Ὀρθόδοξου λαοῦ.
         Οἱ προθέσεις τῶν Δυτικῶν εἶχαν πλέον ἀποκαλυφθεῖ· τὰ μέσα παρέμειναν ὅμως  πλάγια, δόλια καὶ φθονερά, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει καὶ σήμερα. Ὕστερα ἀπὸ μιὰ ὁλόκληρη χιλιετία οἱ Φράγκοι δὲν παραιτήθηκαν ἀπὸ τὶς ἐπιδιώξεις τους. Περίτρανη ἀπόδειξη στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ἦταν οἱ Σταυροφορίες ποὺ ὑποκινήθηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν πάπα, μὲ στόχο τὴ δῆθεν ἀπελευθέρωση τῶν Ἱερῶν Χωμάτων τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες. Ἦταν ἄλλωστε γνωστὴ ἡ παραπλανητικὴ τακτική των Φράγκων νὰ στηρίζουν τοὺς Ρωμιούς,ὅταν αὐτοὶ ἀπειλοῦνταν ἀπὸ Ἄραβες, Σελτζούκους καὶ ἄλλα μουσουλμανικὰ φύλλα τῆς ἐποχῆς. Ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους, ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς ἡ χυδαιότερη στὴν ἱστορία λεηλασία Ἱερῶν μνημείων καὶ ἀρχαίων μνημείων πολιτισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ τραγικὸς θάνατος καὶ τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέστησαν οἱ Ρωμιοὶ ἀπὸ τοὺς Λατίνους θυμίζουν τὰ πρότερα χρόνια καὶ τὶς βάρβαρες καταβολὲς τῶν Φράγκων, ποὺ θεωροῦσαν πολὺ φυσιολογικὸ τὸ νὰ προβαίνουν σὲ λεηλασίες καὶ καταστροφὲς πρὸς χάριν τέρψης.
         Οἱ Φράγκοι στὶς ἀρχὲς τῆς δεύτερης χιλιετίας μ.Χ. εἶχαν ἤδη καταφέρει νὰ περιορίσουν  μέσω τῆς ἀλλοίωσης τῆς πίστης τοῦ Δυτικοῦ κόσμου τὸν Χριστιανισμὸ (σχίσμα 1054). Διακόσια χρόνια ἀργότερα κατάφεραν νὰ ἁλώσουν τὴ Βασιλεύουσα (Σταυροφορίες 1204) καὶ νὰ καταλάβουν τὸ Βυζάντιο, ἀλλὰ καὶ περιοχὲς τῆς Ρωμαϊκῆς (Ἑλληνικῆς) Ἀνατολῆς ἕως τὸ 1566 ἢ ἀκόμα τὸ 1669 καὶ τὸ 1797 μὲ τὸ τέλος τῆς Λατινοκρατίας στὴν Ἑλλάδα. Διακόσια περίπου χρόνια μετὰ οἱ Φράγκοι ἐνέπαιξαν τοὺς Ὀρθοδόξους μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς παραδώσουν λεία πλέον στὰ ἀνελέητα χέρια τοῦ Μωάμεθ (1453). Νὰ σημειωθεῖ ὅτι κατὰ τὴ  διάρκεια τῶν χρόνων αὐτῶν πολλὲς ἦταν οἱ κρίσιμες στιγμές, κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ πίστη σωζόταν ἀπὸ λίγους, ἐλαχίστους γενναίους μὲ καθαρὴ σκέψη καὶ φρόνημα πιστούς, τῶν ὁποίων ἡ σταθερὴ θέση ἀποτελοῦσε πηγὴ δύναμης καὶ φώτισης, καθὼς καὶ σημεῖο ἐκκίνησης γιὰ νέους ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι στὰ ἐπικίνδυνα γιὰ τὴν πίστη μας ἐκεῖνα χρόνια, λίγο πρὶν τὴν ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τὸν Μωάμεθ, οἱ ἐνέργειες ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς θὰ εἶχαν ἐνδεχομένως τελεσφορήσει ἐὰν ἕνας μόνον δὲν ἀντιδροῦσε. Ἂς μὴν λησμονοῦμε ὅτι ἡ σχεδὸν εἰλημμένη ἀπὸ τοὺς Ἐκκλησιαστικοὺς Ἱεράρχες ἀπόφαση -ὑπὸ τὸν ἐκβιασμὸ βέβαια τὼν Φράγκων τῆς μὴ παροχῆς βοήθειας γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Βασιλεύουσας- ἀνετράπη ὕστερα ἀπὸ τὶς ἀντιδράσεις τοῦ Ὀρθόδοξου κατώτερου κλήρου καὶ λαοῦ.
         κτοτε καὶ γιὰ 400 χρόνια ὁ Ὀρθόδοξος Ρωμαίικος λαὸς ὑπέφερε κάτω ἀπὸ τὴ δυσβάσταχτη μάστιγα τοῦ Ὀθωμανοῦ κατακτητῆ. Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη, ταυτισμένη πλέον μὲ τὴ Ρωμιοσύνη, ριζώνει βαθιὰ στὴ συνείδηση τοῦ συρρικνωμένου ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ λεηλασίες Ἑλληνικοῦ λαοῦ. Ἡ ὑποδουλωμένη ὅμως Ἑλλάδα μὲ πνευματικὸ κέντρο τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀκόμη ζεῖ, ἀναπνέει καὶ μαζὶ ζοῦν τὰ τελευταῖα ψήγματα αὐθεντικῆς Ρωμιοσύνης καὶ Ὀρθοδόξου πίστεως. Παρὰ τὴ θέση τῆς Εὐρώπης γιὰ καταστολὴ οἱασδήποτε κοινωνικῆς ἐπαναστατικῆς κίνησης, οἱ Ἕλληνες ξεκινοῦν τὴ δική τους Ἐθνικὴ ἐπανάσταση, Ἐθνικὸ ἀγώνα κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν, τὴν ὁποία καὶ τερματίζουν ἐπιτυχῶς χάρη στὴν πίστη τους.  Ἡ ἐλεύθερη ἀπὸ τὸν Ὀθωμανικὸ ζυγὸ Ἑλλάδα, ἕνα μικρὸ μέρος τῆς ἄλλοτε κυρίαρχης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, προσπαθεῖ νὰ καλύψει τὰ κενὰ τῶν αἰώνων σκλαβιᾶς καὶ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς ἀνάγκες τῆς νέας γι’ αὐτὴν ἐποχῆς. Ἡ προσπάθεια αὐτή, ἂν καὶ στηρίζεται στὶς καλύτερες δυνατὲς προϋποθέσεις, τὴ διοίκηση τοῦ σπουδαίου πολιτικοῦ, διπλωμάτη καὶ στρατηγιστῆ Ἰωάννη Καποδίστρια, ἀποβαίνει μοιραῖα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ πνευματικὴ καὶ Ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία, τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ἐξακολουθεῖ νὰ ἑδρεύει σὲ ὀθωμανικὰ ἀκόμη ἐδάφη.
         Οἱ δόλιες καὶ καταχθόνιες ἐνέργειες τῶν Φράγκων συνεχίστηκαν τόσο κατὰ τὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, ὅσο καὶ μετά, τὰ πρῶτα χρόνια τῆς δημιουργίας τοῦ νέου μικροῦ ἐλεύθερου Ἑλληνικοῦ κράτους. Συστηματικά, κατὰ τὰ χρόνια της σκλαβιᾶς, γίνονταν προσπάθειες ἐπιβολῆς τοῦ φράγκικου-Γρηγοριανοῦ (θεσπίστηκε ἀπὸ τὸν Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄, 1582) ἑορτολογίου στὸν ὑπόδουλο Ὀρθόδοξο Ἑλληνισμό. Οἱ Ἕλληνες, μὲ ξεκάθαρη καὶ ἐντονότατη στὴ συνείδησή τους  τὴ ρητὴ ἐντολὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τήρηση τῶν πατρίων, ἀλλὰ καὶ μὲ πλήρη γνώση τῶν ἐπιδιώξεων καὶ στόχων τῶν Φράγκων γιὰ ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὄχι ἀληθινὴ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν, ἀντέδρασαν στὶς συνεχεῖς προσπάθειες τῶν αἱρετικῶν. Μὲ Πανορθόδοξες Συνόδους (1583, 1587, 1593) καταδίκασαν τὶς προθέσεις τῶν Φράγκων καὶ ἀναθεμάτισαν ὅποιον θὰ δεχόταν τὸ φράγκικο -Γρηγοριανὸ- νέο ἡμερολόγιο. Ἀντίστοιχα κατηγορηματικὰ ἀντέδρασαν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες σὲ ὅλο τὸν κόσμο -πέρα ἀπὸ τὴν ὑπόδουλη Ἑλλάδα- καθὼς βέβαια καὶ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἦταν ἀπὸ τότε σαφὲς ὅτι ἡ οἱαδήποτε ἀλλαγή, ἀκόμη καὶ ἑορτολογική, θὰ ἐπέφερε στὴ συνέχεια σειρὰ ἀλλαγῶν, καινοτομιῶν καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀναπόφευκτων κακοδοξιῶν καὶ τελικὰ πλήρη ἀλλοίωση τῆς ἀληθινῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ οἱαδήποτε ἐνέργεια σύγκλισης καὶ ἕνωσης τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς δὲν προϋπόθετε ἀπὸ τὴν πλευρά τους καμία πρόθεση καὶ διάθεση μετανοίας καὶ υἱοθέτησης τοῦ Ὀρθοδόξου δόγματος. Ἡ ἀποδοχὴ ἑπομένως τῆς ὅποιας πρότασης προερχόμενης ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς θὰ ἦταν τουλάχιστον ὄχι λογική, κακή, μὲ τραγικὲς συνέπειες γιὰ τὴν πίστη μας, δεδομένου ὅτι ἑνὸς κακοῦ μύρια ἕπονται.
         Παράλληλα, τόσο ἡ πίστη στὶς γραφὲς τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν πρώτων Χριστιανικῶν χρόνων, ὅσο καὶ τὰ συνεχόμενα μαρτύρια πρὸς δόξαν Κυρίου, τὰ ὁποῖα ὑφίσταντο οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, ἀλλὰ καὶ ἡ φυσικὴ παρουσία, ἐνθάρρυνση καὶ ἐνδυνάμωση τοῦ λαοῦ ἀπὸ φωτισμένους, Ἅγιους ἄνδρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους μας, ὅπως τὸν Πατροκοσμᾶ «…Τὸν Πάπα νὰ καταρᾶσθε διότι αὐτὸς εἶναι ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ ….», τὸν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ, τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, δὲν θὰ ἐπέτρεπαν μιὰ τέτοια ἐκτροπὴ καὶ παρεκτροπὴ στὰ «πιστεύω» τῶν Ὀρθοδόξων ἐκείνη τὴν περίοδο.
         Στὸ τουρκοκρατούμενο ὅμως ἀκόμη Πατριαρχεῖο, οἱ Φράγκοι καὶ ἡ πολιτισμένη Δύση, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ φτωχή, ταλαιπωρημένη καὶ «ἀπολίτιστη» ἀκόμη Ἑλλάδα, ἀσκοῦν ἐπιρροή. Κληρικοὶ ἀπὸ τὴν ὑπόδουλη Κωνσταντινούπολη μεταβαίνουν στὴν πολιτισμένη Δύση, γιὰ νὰ λάβουν μόρφωση ἀντάξια τοῦ ρόλου καὶ τοῦ ἀξιώματός τους. Ὅπως διείσδυσαν οἱ Φράγκοι κάποτε στὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, μὲ παρόμοιο τρόπο διεισδύουν στὸ ἐσωτερικὸ  τῶν κύκλων τῆς πνευματικῆς Ἡγεσίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Σύντομα, περὶ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα, διαφαίνονται τὰ πρῶτα φιλοδυτικὰ σημάδια ἀπὸ τὴ στάση καὶ συμπεριφορὰ Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν (Ἀνθίμου Ζ', Ἰωακεὶμ Γ'). Συγκεκριμένα, τὸ ἀπορριφθὲν ἀπὸ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες φράγκικο-νέο ἡμερολόγιο ἐπανέρχεται στὸ προσκήνιο μὲ ἐρώτηση ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο πρὸς ὅλες τὶς αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἡ ἀπάντηση ἦταν καὶ πάλι κατηγορηματικὰ ἀντίθετη. Τελικὰ τὸ 1923 μὲ Πανορθόθοξο Συνέδριο στὴν Κωνσταντινούπολη ἀποφασίζεται ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου καὶ «ὁ ταυτόχρονος συνεορτασμὸς τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσης ποὺ θὰ συντελέσει τὰ μέγιστα εἰς τὴν ἐπίτευξιν τῆς πολυποθήτου ἑνώσεώς των». Ἡ ἕνωση ὅμως αὐτή, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, δὲν προϋποθέτει τὴν παραδοχὴ τῶν ἀστοχιῶν ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Λατίνων στὶς ρίζες τῆς Χριστιανικῆς πίστης. Ἀντίθετα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία υἱοθέτησε μία καινοτομία τῶν Φράγκων, ἡ ὁποία ,ὅπως σήμερα διαπιστώνουμε, ἐπέφερε σειρὰ αὐθαιρεσιῶν καὶ στὴν πορεία τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία κινδυνεύει σοβαρὰ ἡ Ὀρθοδοξία.
          Στὰ τέλη τῆς πρώτης χιλιετίας οἱ Φράγκοι μὲ τὴν αἵρεση τοῦ «Filioque» διεισδύουν στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Ἐκκλησίας μεταφέροντας τὴ βαρβαρότητα τῶν καταβολῶν τους, διχάζουν τὸν Χριστιανισμὸ σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση καὶ σκορπίζουν τὸ σκοτάδι.
        Στὰ τέλη τῆς δεύτερης χιλιετίας μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ οἱ Φράγκοι καὶ πάλι διεισδύουν στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἐπιδιώκουν νὰ «μεταδώσουν» ὡς ἀσθένεια  τὴν παραπλανητικὴ καὶ σκοταδιστική τους φιλοσοφία καὶ τὸ πετυχαίνουν.
        Τὸ πῶς θεσμοθετήθηκε καὶ υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα τὸ φράγκικο ἡμερολόγιο ὕστερα ἀπὸ 20 αἰῶνες Ὀρθοδόξου ἀπαρασαλεύτου πίστεως, ὅταν ἡ Ὀρθοδοξία παγκοσμίως ἀντιδροῦσε ἀρνητικά, ὅταν κλῆρος καὶ λαὸς ἐπαναστατοῦσε καὶ ἔβγαινε στοὺς δρόμους ὀργισμένος ἀπὸ τὴν προδοσία, ὅταν ἀκόμη καὶ τὸ Ἅγιον Ὅρος ἀποδοκίμαζε μὲ τὸν ἐντονότερο τρόπο τὴν ἐνέργεια αὐτή, εἶναι κάτι ποὺ ἀξίζει νὰ μελετήσουμε.
        Τὸ πῶς κατορθώθηκε τελικὰ μία σχεδὸν χιλίων ἐτῶν ἐπιδίωξη τῶν Φράγκων ἀμέσως μετὰ τὴ Γενοκτονία καὶ τὸν βίαιο διωγμὸ τῶν τελευταίων γηγενῶν Ρωμιῶν τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὰ πάτρια, εἶναι κάτι ποὺ ἐπίσης ἀξίζει νὰ διερευνήσουμε.
         Ἡ ἀπαρχὴ τοῦ ἐκφραγκισμοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ρωμιοσύνης δὲν ἐπετεύχθη ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ τῆς ἀπώλειας τῆς Βασιλεύουσας, δὲν ἐπετεύχθη στοὺς αἰῶνες τῆς σκλαβιᾶς, τῆς τουρκοκρατίας.
          ἐκφραγκισμὸς τῆς Ρωμιοσύνης τείνει σήμερα νὰ ἐπιτευχθεῖ, ἀφοῦ ξεκινώντας ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο συνέχισαν μὲ τοὺς διαλόγους, τὴ συμμετοχὴ στὰ παγκόσμια συμβούλια   «ἐκκλησιῶν», τὴν ἀναγνώριση τῶν αἱρετικῶν ὡς ἀδελφῶν «ἐκκλησιῶν», τὰ συλλείτουργα καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς κοινωνίες καὶ τελικὰ ὑπέκυψαν στὸν ἐπιβαλλόμενο Οἰκουμενισμὸ καὶ τὶς συνέπειές του.
          κρατοῦσα Ἐκκλησία, ἂς ἀναλογιστεῖ, γιατί στὰ σχολεῖα παύει ἡ διδασκαλία τῆς πίστεως, γιατί κατεβαίνουν οἱ εἰκόνες ἀπὸ τὰ δημόσια κτήρια, γιατί ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τὴν ταυτότητά μας τὸ θρήσκευμα, γιατί οἱ πολιτικοὶ ἀρνοῦνται τὶς ρίζες τους, γιατί ἐπιδιώκουν τὸν διαχωρισμὸ Ἐκκλησίας - Κράτους, γιατί τὸν Ὀρθόδοξο λαό μας κυβερνοῦν ἄθεοι, γιατί ὅλα αὐτὰ τὰ παράδοξα, γιατί μεθοδευμένα καὶ στρατηγικὰ ἀλλοιώνεται ἡ ἀλήθεια, γιατί κυριαρχεῖ τὸ ψέμα, ὁ ἐμπαιγμός, γιατί, γιατί, γιατί….
         Κάποιοι, ἑξαιρέσεις τῆς κρατούσας Ἐκκλησίας, ἀντιλαμβανόμενοι τὸν κίνδυνο  ἀποτοιχίζονται, ἀπομακρύνονται, διακόπτουν τὴν κοινὴ κοινωνία καὶ τὸ μνημόσυνο. Παραδέχονται τὴ μεθοδευμένη προπαγάνδα τῶν Λατίνων καὶ τῶν ἐπηρεασμένων ἀπὸ αὐτοὺς Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν τῶν τελευταίων ἐτῶν γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ φράγκικου/νέου ἡμερολογίου καὶ τὴ σταδιακὰ ἔμμεση ἐπιβολὴ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τί κάνουν ὅμως; Μὲ ποιούς συντάσσονται; Τί πρεσβεύουν; Ποῦ ὁδηγοῦν τὸν κόσμο; Δὲν παραδέχονται ἐξολοκλήρου τὴν ἀστοχία ἀλλὰ μερικῶς. Ἐμπαιγμός, ὀλιγοπιστία, πνευματικὴ ἀνανδρία.
         λλοι τῆς κρατούσας Ἐκκλησίας, στὶς 28 Αὐγούστου 2017, γιόρτασαν γιὰ δεύτερη φορὰ φέτος τὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας, τὴν πρώτη μὲ τὸ φράγκικο, τὴ δεύτερη μὲ τὸ Ὀρθόδοξο ἡμερολόγιο. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ ἐπέβαλαν στὴν Ἑλλάδα μας τὸ παπικὸ ἡμερολόγιο καὶ κυνήγησαν ἄγρια μὲ διωγμοὺς αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴ διατήρηση τοῦ Ὀρθοδόξου. Τί ἀκριβῶς κάνουν σήμερα; Μὲ ποιούς συντάσσονται; Ποῦ ἀκριβῶς πιστεύουν; Ποῦ ὁδηγοῦν τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, σὲ ποιά ἐκκλησία, σὲ ποιά ἀλήθεια; Σίγουρα ὄχι σὲ αὐτὴν ποὺ ἱδρύθηκε διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Χάριτος τῶν Μυστηρίων, μέσω τῶν ὁποίων μεταδίδεται αἰῶνες τώρα στοὺς πιστοὺς ἡ Θεία ζωὴ τῆς Ἐπουρανίου Βασιλείας. Τί πρεσβεύουν λοιπὸν τόσο ἐκεῖνοι ποὺ διπλοεορτάζουν -ἄκουσον, ἄκουσον- ὅσο καὶ ἐκεῖνοι ποῦ συνεορτάζουν μαζί τους; Ἐμπαιγμός, νοθεία, βλάβη.
         Λίγες ἡμέρες πρίν, τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας γέμισε μὲ ἀρχιερεῖς τῆς κρατούσας Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι βρέθηκαν ἐκεῖ, γιὰ νὰ ἑορτάσουν ξανὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Μάλιστα στὴ Μονὴ Βατοπεδίου προεξῆρχε ὁ Κορίνθου Διονύσιος, ὁ ὁποῖος παρευρέθη τὸ Μάρτιο τοῦ 2013 στὴν «ἐνθρόνιση» τοῦ «Πάπα» Φραγκίσκου! Μὲ ποιούς τελικὰ συντάσσονται ὅλοι αὐτοί; Τὰ πατερικὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ δίνουν τὴν ἀπάντηση.
Ἐμεῖς ἕναν μόνον λόγο ἔχουμε Ὀρθοδοξία, Ὀρθοδοξία, Ὀρθοδοξία !
+ ὁ Ἀττικῆς & Βοιωτίας Χρυσόστομος

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΛΟΥΚΑΡΕΩΣ - ΔΙΑΛΟΓΟΣ «ΖΗΛΩΤΗΣ ΚΑΙ ΦΙΛΑΛΗΘΗΣ» (1616)




(Εκδόθηκε από τον ακάματο Αθανάσιο Παπαδόπουλου -Κεραμέα στο  έργο του  "Ανάλεκτα Ιεροσολυμιτικής Σταχυολογίας", τόμ.  α΄, Πετρούπολη, 1891, σελ. 220-230. Δακτυλογράφηση - Υποσημειώσεις - Υπογραμμίσεις: Ν. Μάννης)

Κυρίλλου Λουκάρεως, πάπα καὶ πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, Διάλογος βραχύς, ἐν ᾧ καταλεπτῶς θεωρεῖται ὁ κίνδυνος ὁποῦ μέλλει νὰ προ­ξενήσῃ πολὺ κακὸν καὶ ζημίαν, προβαίνοντος τοῦ καιροῦ, εἰς τὴν Ἐκ­κλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως[1] διὰ τῆς παρουσίας τῶν Γεζουϊτῶν[2] εἰς τὸν Γαλατᾶ[3], καὶ σκέψις πῶς ἤθελεν εἶσται δυνατὸν ὁ τοιοῦτος κίνδυνος νὰ κατα­λυθῇ. Τὰ τοῦ διαλόγου πρόσωπα Ζηλωτὴς καὶ Φιλαλήθης.


Z.  Xαίροις, ὧ Φιλάληθες! Ἀπὸ πολλοῦ σὲ ἐγύρευα νὰ σὲ ἐρωτήσω ἂν ᾖναι πρέπον καὶ δίκαιον νὰ μὲ συμβουλεύσῃς, τινὰς νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὰ δόγματά του τὰ ἀληθῆ καὶ ὁποῦ εἶχεν ἀπὸ τοὺς πατέρες τους; Διατὶ ἔχω ἀκουστὰ ἀπὸ τοὺς προτήτερούς μου ὅτι εἶναι κάλλιον τινὰς νὰ ἀποθάνῃ παρὰ νὰ παρέβῃ τὴν ἀλήθειαν. Εἰς τοῦτο λοιπὸν σὲ ἐγύρευσα καὶ παρακαλῶ σε νὰ μοῦ εἰπῇς ἂν πρέπῃ.
Φ. Θαυμάζω, ὦ Ζηλωτά, πῶς τόσον σπουδαίως ἄρχεσαι καὶ πῶς μὲ τοιαύτην προθυμίαν μοῦ συντυχαίνεις, καὶ κἂν δὲ μὲ ἀφῆκες νὰ σοῦ ἀποκριθῶ εἰς τὸν χαιρετισμόν, ἀμὴ μ’ ἐρωτᾷς πράγματα ὁποῦ δὲν ἠξ­εύ­ρω τί σε ἀναγκάζει νὰ μὲ ἐρωτᾷς.
Ζ. Ἐρωτῶ διατὶ βλέπω ὅτι εἶναι καιρὸς τινὰς νὰ ἀποθάνῃ, ἐπειδὴ τό­σον καιρὸν ὁποῦ ἤμασθεν ἀπὸ κάτω ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὰ δόγματά μας καὶ ἡ ὀρθοδοξία μας στέκουνται σῶα, καὶ τώρα νεωστὶ ἦλθαν οἱ λε­γό­με­νοι Γεζουΐται καὶ μὲ πολλὴν πονηρίαν καὶ ὑπόκρισιν πάσχουν νὰ μᾶς τὰ ἀνατρέψουν καὶ νὰ τὰ χαλάσουν ὅλα. Τοῦτο λογιάζωντας[4] κρίνω πῶς εἶναι καλλιότερον νὰ ἀποθάνῃ τινὰς παρὰ νὰ ζῇ.
Φ. Ἐτοῦτο εἶναι ὁποῦ σὲ ταράττει καὶ σὲ κάμνει καὶ εἶσαι τόσον λυπημένος; Ἐγὼ ἂν ἐγροίκουν καὶ ἐσύμφερεν ἤθελα σοῦ εἰπῆ ἐκεῖνα ὁποῦ ἐγροίκησα, πῶς εὔκολα ἐκοινολογοῦσαν σοφοί τινες ἄνδρες ἀνά­με­σόν τως[5] περὶ τούτων τῶν Γεζουϊτῶν, οἱ ὁποῖοι ταπεινοὶ φαίνουνται εἰς τὰ ὄματα καθ’ ἑνός, ἀμὴ εἶναι πονηροὶ καὶ λύκοι, καὶ καθὼς ἔλεγαν ἐκεῖνοι οἱ σοφοὶ ἄνδρες, ἄξιοι εἶναι νὰ συντρίψουν βασιλείαν· πόσον μᾶλλον τὰ δόγματα τὰ ἡμέτερα καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τὴν ἐδικήν μας; Ἀμὴ φοβοῦμαι καὶ δὲν συμφέρει νὰ λαλῶ περισσότερον καὶ διὰ τοῦτο σιωπῶ.
Ζ. Ὄχι! Σὲ παρακαλῶ μὴν μοῦ κρύψῃς τὰ ὅσα ἤκουσας ἀπ’ ἐκεῖ, ὅτι γνω­ρίζω πῶς εἶναι πολλὰ συμφέρον καὶ ἐμένα καὶ κάθε ἄλλου ὁποῦ νὰ ἀκούσῃ τὰ τοιαῦτα διὰ νὰ ἠξεύρῃ κάθε εἷς τὰ τοιαῦτα, τὸ τί κάμνει χρεία εἰς τοιαύτην ὑπόθεσιν νὰ ἀποφασίσῃ.
Φ. Ἐγὼ μοῦ φαίνεται καθὼς εἶπα καὶ δὲν συμφέρει, διατὶ θέλει κα­κο­φανῆ πολλῶν καὶ ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μας, καὶ διὰ τοῦτο σιωπῶ.
Ζ. Καὶ μὴ σκεφθῇς ὅτι ἔχει νὰ κακοφανῇ μερικῶν, ἀλλ’ ὅτι θέλει εἶ­σται καὶ συμφέρον πολλῶν, καὶ μάλιστα ἂν ᾖναι ἀλήθεια τὰ ὅσα ἤκου­σα.
Φ. Ἐκεῖνοι οἱ σοφοὶ τόσον ἀληθῶς ἐσύντυχαν[6] ὁποῦ περισσότερον δὲν βολεῖ.
Ζ. Φυλάγου λοιπὸν ἂν κρύψῃς τὴν ἀλήθειαν, μήπως καὶ θέλῃς ἔχει ἁμαρτίαν καὶ βάρος εἰς τὴν ψυχήν σου[7].
Φ. Ἀναγκάζεις με μὲ τοιαῦτα λόγια νὰ σοῦ κάμω τὸ θέλημά σου, μάλιστα ὁποῦ μετρᾷ εἰς τὸν νοῦν μου ὅτι ἂν ἐκεῖνα ὁποῦ θέλω σοῦ εἰπῆ ἐκ στόματος τῶν σοφῶν ἐκείνων τὰ ἀκούσουν ἀπὸ λόγου σου καὶ ἄλλοι, θέλουν γνωρίσει καλλιότερα τὴν ἔννοιαν καὶ τὸν σκοπὸν αὐτῶν τῶν καλῶν ἀνθρώπων τῶν Γεζουϊτῶν, καὶ εἰς τοῦτο νὰ τοὺς προσέχωσιν ὅσον εἶναι δυνατόν.
Z. Παρακαλῶ σε μὴν βράδυνε νὰ πληρώσῃς τὸ θέλημά μου ὡς ἐκεῖ­νος, ὁποῦ εἶσαι φίλος καὶ καλὸς χριστιανός.
Φ. Εὑρισκόμουν ἐχθὲς μὲ δύο σοφοὺς ἀνθρώπους τοὺς ὁποίους ἂν τοὺς ὀνομάσω δυνατὸν νὰ τοὺς ἐγνωρίσῃς. Ἀμὴ ἀφίνω νὰ εἰπῶ τὰ ὀνό­ματά τως διὰ τὴν ὥραν.  Λοιπὸν ὁμιλώντας ἐκεῖνοι πολλὰ καὶ διάφορα πράγματα, πολλὰ ἐχαίρουμουν ἀκούωντάς τους. Ὅμως ἦλθαν καὶ εἰς τοῦ­το καὶ ἔλεγαν περὶ πίστεως, καὶ ἐγνώριζαν καὶ οἱ δύο ὅτι ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ἂν καλὰ καὶ ἐπέρασεν πολλαὶς ταραχαὶς ἐκ μέρους τῶν αἱ­ρε­τικῶν, ἀμὴ πάντοτε ἐκεφαλῄωνεν καὶ ἐστέκετονε εἰς ὀρθοδοξίαν. Ἀμὴ ἔλεγαν πῶς τώρα εἶναι πολλὰ δυστυχής, διατὶ ἀνθρώπους δὲν ἔχει φρο­νίμους, ἀμὴ τὴν κυβερνοῦσιν ἀμαθεῖς ἄνθρωποι καὶ ὁποῦ δὲν γνωρίζουν τὸ χρέος ὁποῦ ἔχουν διὰ τὴν κυβέρνησιν αὐτῆς, καὶ μόνον ἡ ἔννοιά τως εἶναι εἰς τὴν φιλαργυρίαν καὶ ἁρπαγὴν καὶ ἀδικίαν καὶ ὄχι εἰς καμμίαν καλοσύνην, εἰς τόσον ὁποῦ ἔλεγεν (ὁ εἷς) δὲν «θεωρῶ πλέον ἐγὼ πῶς ὁ Θεὸς νὰ τοὺς βοηθήσῃ πλέον τὴν Ἐκκλησίαν ταύτην, ἢ πῶς οἱ χριστιανοὶ νὰ ἐμποροῦσι νὰ ἰδοῦσι καμμίαν ὠφέλειαν ἀπὸ τὴν τοιαύτην Ἐκκλη­σίαν, ὁποῦ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἁγιωσύνη καὶ δικαιοσύνη καὶ οὐδεκαμμία ἄλλη ἀρετή, καθὼς εἶναι ἴδιον τῆς χριστιανωσύνης, δὲν πολιτεύεται». Ταῦ­τα ἔλεγεν ὁ εἷς σοφὸς ἐκεῖνος, εἰς τὰ ὁποῖα ὁ ἄλλος σοφὸς ἀπεκρίθη λέγων ὅτι «καλὴ καὶ φρόνιμη θεωρία εἶναι ἐτούτη, ἡ ὁποία εἶχε χρεία δι­όρθωσιν, ἂν ἤτονε δυνατόν. Ἀμὴ ἐπειδὴ ἀφ’ οὗ ἐπάρθη ἡ Κωνσταντι­νού­πολις ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὕστερον ὀλίγους χρόνους ἄρχισεν ἡ ἀκατα­στα­σία αὕτη εἰς αὐτὴν τὴν Ἐκκλησίαν ὡς τώρα, κἂν πάντοτε στέκεται καὶ λέγουν οἱ Ἀνατολικοὶ πῶς ἔχουν Ἐκκλησίαν καὶ στέκουνται μ’ ἐλπίδα ὅτι θέλει στείλει ὁ Θεὸς κανένα καιρὸν ἄνθρωπον νὰ τὴν διορθώσῃ[8], καὶ πάντοτε εὑρίσκουνται μὲ τέτοιαν παρηγορίαν οἱ πτωχοὶ πῶς ἔχουν Ἐκ­κλησίαν, καλὰ καὶ νὰ ᾖναι πτωχοὶ οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀνατολικῆς, ἀμὴ τώρα κινδυνεύει νὰ χαθῇ ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὥστε πλέον Ἐκκλη­σίαν νὰ μὴν ἔχουν οἱ Ἀνατολικοί. Καὶ ἂν ἐρωτήσῃς «διατί», σοὶ λέγω ὅτι ὅλαις ταὶς τέχναις ταὶς πονηραὶς κρυφίως ταὶς χρειάζουνται διὰ τὴν ἐ­δικήν τως ὑπόκρισιν οἱ Γεζουΐται, διὰ νὰ ξαπλώνουν πανταχοῦ τὴν ἐξου­σίαν τοῦ Πάπα. Καὶ σὰν ἐγνώρισαν τὴν εὐκολίαν ὁποῦ μποροῦν νὰ ἔ­χουν εἰς τὴν Τουρκίαν, καὶ οἱ Τοῦρκοι ὡς ἄνθρωποι ὁποῦ δὲν βιάζουνται διὰ τὰ πράγματα τῶν χριστιανῶν ἂν τινὰς δὲν τοὺς βάλῃ εἰς φῶς (ἂν καὶ τινὰς τοὺς βάλῃ εἰς φῶς, εὔκολα πάλιν τυφλώνουνται), μὲ τοῦτο τὸ ἐλογίασαν πῶς εἶναι εὔκολον καὶ ἦλθαν εἰς τὸν Λεβάντε[9]. Καὶ πρῶτον ἐκα­τοίκησαν εἰς τὴν Χίο καὶ ἐκεῖ ἔκαμαν σπουδαστήριον καὶ ἔσυραν τοὺς ἥμισυ παπάδες καὶ χριστιανοὺς εἰς τὴν γνώμην τως καὶ εἰς τὴν θρῃ­σκεί­αν τως καὶ καταφρονοῦσι τὴν τάξιν καὶ τὰ δόγματά μας καὶ κρα­τοῦ­σι (τὰ) τοῦ Πάπα. Τώρα ἀπ’ ἐκεῖ ἦλθαν εἰς Κωνσταντινούπολιν[10] καὶ ἐκα­τοίκησαν εἰς τὸν Γαλατᾶ, καὶ πρῶτον ἐπίασαν τὰ παιδία καὶ μὲ τὸ μέσον τῶν παιδίων κλέπτουσι τὰς γνώμας τῶν πατέρων τους. Ἔπειτα μὲ συμ­βου­λαίς τως κρυφαὶς καὶ συνδρομαίς τως τοὺς λατινόφρονας (ὅσα βδε­λύγματα καὶ μαργιολίαις καὶ μαργιόλους[11], μόνον νὰ ἔλθουν ἀπὸ τὴν Ῥώ­μην  καὶ νὰ ἐπαγγέλλωνται πῶς πείθουνται τῷ Πάπᾳ) τοὺς συστέ­νουν πολ­λαχῶς καὶ προβιβάζουνται εἰς ἀρχιερωσύνην[12]. Ἔτζι ἔγινεν μὲ τὴν συμβουλή τως καὶ συνδρομήν τως μητροπολίτης Παροναξίας ἕνας μαργιόλος κατῃσχυμένος, διὰ πολλῶν λόγων ἢ λογιῶν ἐντροπαὶς ἀπὸ τὴν Ἀνάπολιν[13] διωγμένος, κἄποιος λεγόμενος Νικηφόρος[14], καὶ ὡς τὴν σήμερον ἐδῶ εἰς τὸν Γαλατᾶ καὶ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἕκαστος τὸν ἐβλέπει καὶ τὸν ἠξεύρει τί ἄνθρωπος εἶναι. Καὶ πάλιν μὲ τὴν συμβουλὴν αὐτῶν τῶν Γεζουϊτῶν καὶ τὴν συνδρομήν τως ἔγινεν μητροπολίτης Χρι­στιανουπόλεως κἄποιος δὲ παπᾶ Νικόλαος[15] λεγόμενος,ἄνθρωπος ὁποῦ ἔχει πολλὴν ἀγνωσίαν, καὶ ὄχι ἀνθρώπους ἀμὴ χοίρους ἄξιος δὲν εἶναι νὰ βόσκῃ. Ἀφίνω τὰ ἄλλα τως ἐλαττώματα ὁποῦ δὲν βολεῖ τώρα νὰ τὰ λέγω. Ὅμως διὰ νὰ ἐπαγγέλλωνται φανερὰ καὶ ἀνερυθριάστως ὅτι εἶναι παπίσται καὶ ὅτι ὁ Πάπας εἶναι τῆς Ἐκκλησίας τῆς καθολικῆς πρῶτος καὶ κεφαλή, διὰ τοῦτο τοὺς συντρέχουσι καὶ ἀνεβαίνουν εἰς τοὺς βαθ­μοὺς αὐτούς. Καὶ θέλει εἰπῆ πῶς δὲν πταίουσιν αὐτοὶ ἀμὴ ἐκεῖνος ὁποῦ τοὺς κάμνει, ἤγουν ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως[16]. Ἀλήθεια, ἐκεῖ­νος τὸ πρῶτον πταίσιμον. Ἀμὴ τί ἠξεύρεις; Μηπως καὶ ἔχουν καὶ ἐκεῖνον συρμένον εἰς τὴν γνώμην τως; Μὲ τὸ νὰ τοῦ τάξουν ὑποσχέσεις ψεμ­ματιναὶς καὶ καθὼς ἐγελοῦσαν τὸν Νεόφυτον τὸν πατριάρχην διὰ κο­μπο­σχοίνια καὶ μὲ κἄτι εἰκόνες στάμπιναις εἰς τὸ χαρτί, καὶ καθὼς γελοῦσι μετὰ ταῦτα καὶ σύρνουσι τὸν κόσμον, ἔτζι καὶ τὸν πατριάρχην ἐνδέχεται νὰ τὸν γελοῦσι μὲ ψέμματα. Ὅμως τοῦτο δὲν τὸ βεβαιώνω, ὅτι ὡς καὶ ἂν ᾖναι πολλὰ κακὰ καὶ παράνομα κάμνει ὁ πατριάρχης νὰ χει­ρο­τονᾷ τοὺς τοιούτους λατινόφρονας καὶ ἀναξίους ὁποῦ αὐτὸς τοὺς ἠξ­εύρει. Ὅμως ἂς εἶναι. Ἡμεῖς τώρα δὲν λέγομεν μόνον διὰ τοὺς Γεζουΐτας πῶς ἐπιτηδεύονται τὴν δουλείαν τως καλὰ καὶ ἐνεργοῦσι καὶ χειροτονοῦ­σιν ἐδικούς τως ἀνθρώπους καὶ τοὺς κάμνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Τώρα μὲ τοῦτο θέλεις ἰδεῖ ὅτι εἰς ὀλίγον καιρὸν καὶ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς λατινό­φρονας θέλουν κάμει κανένα πατριάρχην, ἐπειδὴ τὸ Πατριαρχεῖον δὲν στέκεται εἰς ἄλλο, μόνον ὅποιος δώσει περισσότερα ἄσπρα[17]. Μποροῦσι οἱ Γεζουΐται νὰ τὸν κάμουν, ὅτι περισσότερα ἔχουν αὐτοὶ ὅταν θέλουν πα­ρὰ τὸν πατριάρχη καὶ ταὶς λοιπαὶς ἐπαρχίαις· ἀμὴ δὲν τὰ ῥίπτουν ἀ­σκέ­πτως. Ὅταν λοιπὸν ἔλθῃ εἰς τόσον νὰ βάλουν αὐτοὶ πατριάρχην λατινό­φρονα καὶ ἐδικόν τως, τότε καὶ αὐτοὶ οἱ ἱερομόναχοι ὅλοι ὁποῦ γυρίζουν τὰ καντούνια[18] τῆς Πόλεως καὶ τοῦ Γαλατᾶ, ὅλοι διὰ νὰ ἔχουν ἐκκλησίαις ὅλοι εἰς τὸν ὁρισμόν τως καὶ ὄχι τῶν Γεζουϊτῶν (διατὶ αὐτοὶ δὲν φαίνο­νται) μόνον τοῦ λατινόφρονος πατριάρχου· τότε ἡ πνευματικὴ διαγωγὴ εἰς τὸ χέρι τως, τότε τὰ μαθήματα εἰς τὸ χέρι τως, τότε καὶ ἡ διδαχή, εἰς τόσον ὁποῦ δὲν ἀκολουθᾷ ἐκεῖ ἄλλο παρὰ ὁ παντελὴς ἀφανισμὸς καὶ τῆς ὀρθοδοξίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολικῆς. Καὶ μὴ εἴπῃ τινὰς ὅτι «τοῦτο ἀκόμη δὲν ἔγινεν», ὅτι ἂς τὸ κρατεῖ κάθα εἷς διὰ καμωμένον καὶ τελειωμένον. Τοῦτο σκέπτομαι ἐγὼ καὶ λογιάζω πῶς εἶναι χειρότερον παρὰ κάθε ἄλλην συμφοράν, καλὰ καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς Πόλης νὰ μὴν τὸ λογιάζουν, διατὶ δὲν τοὺς κόπτει, παρὰ κάθα εἷς λογιάζει τὸ ἴδιόν του. Ὁ λαὸς πάλιν ὁ κοινὸς ἔχει ἕνα ἰδίωμα, ὅτι εἰς τοιαύταις ὑποθέσεις δὲν μετρᾷ περισσότερον. Ἔπειτα οἱ καλοὶ Γεζουΐται ἔχουσι μαθητὰς κἄποιους χοντροὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους (ὡς πονηροὶ ὁποῦ εἶναι) μὲ τόσην ὑπόκρισιν τοὺς γελοῦν καὶ τοὺς παίζουν ὡς πιθήκους, γνωρί­ζοντάς τως χοντροὺς καὶ ἀφυεῖς[19], ὁποῦ δὲν ἐμποροῦν νὰ μάθουν· ὅμως τοὺς ἐπιμελοῦνται διὰ νὰ κλέπτουν τὴν εὔνοιάν των νὰ περιπατοῦσι ἀπὸ τὰ παζάρια καὶ ἀπὸ τοὺς ζαλαχανάδες[20] καὶ ἀπὸ ταὶς ἐκκλησίαις νὰ κηρύττουσι πῶς οἱ Γεζουΐται εἶναι σοφοί, ἅγιοι, καὶ νὰ κάμνουν τὰ καϋμένα τὰ παλληκαράκια νὰ μαζώνουνται κάθε Κυριακὴν εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῶν Γεζουϊτῶν, σὰν νὰ παραδίδουν οἱ τυφλοὶ πρόβατα εἰς τὸ στόμα τῶν λύκων. Ταῦτα πάντα ὅποιος τὰ σκεφθῆ καὶ τὰ μετρήσει καλῶς, εὑρίσκει ὅτι δὲν προξενοῦν ἄλλο παρὰ ἀφανισμὸν καὶ χαλασμὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τὴν Ἀνατολικήν». Ταῦτα ἦσαν, ὧ Ζηλωτά, ὁποῦ εἶπαν οἱ σοφοὶ ἐκεῖνοι, τὰ ὁποῖα γνωρίζω ὅτι εἶναι ἀλήθεια, διατὶ μὲ πολλὴν γνῶσιν εἶναι μετρημένα καὶ τὰ σημάδια δείχνουν φανερὰ ὅτι ἄλλως δὲν εἶναι. Καὶ ἐπειδὴ μὲ ἠνάγκασας καὶ σοῦ τὰ ὡμολόγησα, ἔχε εἴδησιν.
Ζ. Ὦ Φιλάληθες, εὐχαριστῶ σε ὅτι μοῦ ἐδήλωσες ἐκεῖνα ὁποῦ ἐγὼ καταλεπτῶς δὲν ἐμπόρουν νὰ ἠξεύρω μόνον ἀπ’ ἐκεῖνα ὁποῦ βλέπω πῶς ἄρχισαν νὰ καταπατοῦνται τὰ δόγματά μας. Ἐφαντάζουμουν τὴν κα­κίαν αὐτὴν ὁποῦ περικυκλόνει τὴν Ἐκκλησίαν μας καὶ τὰς ψυχάς μας. Διὰ τοῦτο, παρακαλῶ σε, εἰπέ μοι, συμβούλευσόν μοι: ἁρμόζει νὰ ἀπο­θάνῃ τινὰς ἢ κἂν νὰ κινδυνεύσῃ μέχρι αἵματος κατὰ τῶν τοιούτων, παρὰ νὰ καταπατοῦνται τὰ δόγματά μας καὶ ἡ ἐκκλησία μας;
Φ.  Τοῦτο ὁποῦ μὲ ἐρωτᾷς, ὧ Ζηλωτά, τώρα δὲν εἶναι ἀνάρμοστον, καλὰ καὶ νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὴν ζέσιν τῆς καρδίας σου· διατὶ ἀποθένωντας καὶ κινδυνεύωντας, καθὼς λέγεις, ὀλίγα ὠφελεῖς τοὺς λοιπούς σου ἀδελφούς. Ἀλλὰ μὲ λόγον καὶ μὲ ἔργον πάσχισαι, ἂν σοῦ ᾖναι δυνατόν, νὰ ξυπνίσῃς τοὺς χριστιανοὺς, ὁποῦ εἶναι αὐτοῦ καὶ κοιμοῦνται, νὰ γνωρίσουν τὴν πλάνην καὶ τὸ κακὸν ὁποῦ κινδυνεύει νὰ γένῃ· καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον εἶναι εὔκολον, καὶ μάλιστα ἂν ὁ Θεὸς νεύσῃ εἰς τὰς καρδίας τῶν πιστῶν, καθὼς ἔνευσεν εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀφεντάδων τῆς Βενετίας καὶ τοὺς ἐδίω-ξαν ἀπὸ τοὺς τόπους τως[21], ἔτζι καὶ αὐτοὶ ἂν δὲν τοὺς διώξουν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι, ἀλλὰ νὰ τοὺς διώξουν ἀπὸ τὰς καρδίας τως. Τοῦτο ἁρμόζει τώρα καὶ ὄχι ἄλλο.
Ζ.  Καλὰ λέγεις, ἀμὴ δὲν ἠξεύρω τί λόγους ἤθελα χρειασθῆ ὁποῦ νὰ μπορῶ καρδίας ὁποῦ δὲν γροικοῦσι νὰ καταπείσω. Εἰς τοῦτο, παρακαλῶ σε εἰς ὅλαις ταὶς καλοσύναις σου, δίδαξόν με τί νὰ εἰπῶ.
Φ. Ζητεῖς μου πρᾶγμα ὁποῦ δὲν εἶμαι τόσον πρακτικὸς ὁποῦ νὰ μπορῶ νὰ κάμω, τουτέστι νὰ σὲ διδάξω τί νὰ τοὺς εἰπῇς. Ὅμως μὴν χρειασθῇς εἰς τὸν λόγον τόσα χρώματα ῥητορικά, μόνον εἰπέ τως ἁπλᾶ ἁπλᾶ τὴν ἀλήθειαν εἰς τοῦτον τὸν τρόπον. «Πρέπον εἶναι, ὧ ἄνδρες Ἕλληνες καὶ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας γνήσια παιδία, ἂν ἴσως καὶ εὑρισκομέσθανε ξεπεσμένοι ἀπὸ βασιλείαν ἢ ἀπὸ αἰτίαις καὶ ἐλατ­τώματος ἡμετέρου, ἢ καὶ διὰ τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ τὰ ὑψηλὰ καὶ βαθέα, ὁποῦ νοῦς ἀνθρώπινος δὲν μπορεῖ νὰ μετρήσῃ, ἂν ἴσως (λέγω) καὶ ἤμασθεν ξεπεσμένοι ἀπὸ βασιλείαν καὶ ἀπὸ πλούτη καὶ ἀνάπαυσαις ὁποῦ ἔχει ὁ κόσμος, νὰ μὴν προδώσωμεν ποτὲ τὴν εὐγένειαν τῆς ψυχῆς μας, ἡ ὁποία ἄλλως δὲν προδίδεται παρὰ σὰν νικηθοῦμεν ἀπὸ λόγια πονηρῶν ἀνθρώπων καὶ ὑποκριτῶν νὰ ἀρνηθοῦμεν τὰ πατρικὰ μας δόγματα, νὰ πιάσωμεν δόγματα ξένα ὁποῦ οὔτε οἱ πατέρες μας τὰ ἐγνώριζαν οὔτε ἡμεῖς. Καὶ τοῦτα δὲν εἶναι ἄλλα παρὰ ἐκεῖνα ὁποῦ μᾶς προβάλλουν οἱ Γεζουΐται λεγόμενοι, ἄνθρωποι ὁποῦ μποροῦσι καὶ μὲ λόγον καὶ μὲ ἔργον νὰ γελάσουν καὶ νὰ ἐμπαίξουν καὶ νὰ σύρουν ὡς θέλουν ὅλον τὸ γένος τὸ ἐδικόν μας διὰ τὴν ἁπλότητα καὶ ἀμάθειαν ὁποῦ ἔχει. Λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ εἴμασθεν ἔτζι χαῦνοι[22] νὰ προδώσωμεν τὴν εὐγένειάν μας, πιστεύοντας τοιούτων ἀνθρώπων. Ἐνθυμηθῆτε, ἄνδρες Ἕλληνες, καὶ ἀνιστορηθῆτε τοὺς περασμένους καιρούς, καὶ θέλε­τε ἰδεῖ ὅτι κανέναν καιρὸν οἱ Λατῖνοι τοῦ γένους μας φίλοι δὲν ἤτονε. Ὁ Πάπας καὶ οἱ ‘περασπισταί του πάντοτε ἦσαν ἐχθροὶ τοῦ γένους μας, πάντοτε τὴν ἀπώλειαν τῆς βασιλείας μας ἤθελαν, καθὼς ἔδειξαν εἰς διαφόρους καιροὺς τὴν κακὴν τως γνώμην πρὸς ἡμᾶς. Καὶ διὰ νὰ μὴν μακρύνω ἀφίνω τὰ ἄλλα, μόνον ἕνα πρᾶγμα νὰ σᾶς ἐνθυμίσω, ἀπ’ ἐκεῖ νὰ γνωρίσεται τὴν γνώμην τως. Τὸν καιρὸν ὁποῦ ἐπολέμα ὁ σουλτὰν Μεεμέτης[23] τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ τὴν εἶχεν κεκλεισμένην, κάμνωντας κάθεν μηχανὴν νὰ πάρῃ τὴν Πόλιν ἔκαμεν καὶ ταύτην. Ἐπέρασεν τέσσαρα κάτεργα[24] (ἀπὸ τὸ μέρος ὁποῦ εἶναι τὰ Νηόκαστρα) διὰ ξηρᾶς καὶ τὰ ἔσυρε εἰς τὸ ἄλλο μέρος, ἐκεῖ ὁποῦ εἶναι ὁ Ἀρσανᾶς, μὲ πολὺν κόπον καὶ βάσανον, διατὶ δὲν τὰ ἄφινεν ἡ ἅλυσος νὰ περάσουν διὰ θαλάσσης. Καὶ σὰν εἶδαν οἱ Κωνσταντινουπολῖται, ἐσυμβουλεύθη­σαν διὰ νυκτὸς νὰ τὰ κάψουν. Καὶ συμφωνοῦσι σαράντα ἀρχοντόπουλα νὰ διαβοῦσι νὰ κάμουν τὴν ὑπηρεσίαν ταύτην διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐμπαίνουσι μέσα εἰς τὸ καΐκι τὴν νύκτα καὶ κινοῦσι. Καὶ οἱ Φράγκοι, ὁποῦ ὥριζαν τὸν Γαλατᾶ, τοὺς στέλνουσι χαμπάρι καὶ δίδουν λόγον τὸν Μεεμέτη σουλτάνον. Καὶ ἐκεῖνα τὰ καϋμένα τὰ ἀρχοντόπουλα, μὴ λογιάζοντας πῶς νὰ ᾖναι τραϊτόροι[25], ἐπήγαιναν θαρρετὰ καὶ ἔδωκαν εἰς ἑτοίμην ἔνεδραν· καὶ ἀπ’ ἐκεῖνο ἐχάθη ἡ ἐλπὶς τῶν Ῥωμαίων, καὶ δὲν εἶχαν πλέον ἐλπίδα νὰ γλυτώσῃ ἡ Κωνσταντινούπολις. Ἐκ τούτου γνωρί­σετε τὴν ὄρεξιν τοῦ γένους τῶν Λατίνων πρὸς τὸ γένος τὸ ἐδικόν μας. Τόσους χρόνους ἀπὸ λόγου τως καλοσύνην δὲν εἴδαμεν, καὶ τώρα εἰς τοὺς ἐσχάτους καιροὺς λογιάζετε θέλουν νὰ μᾶς κάμουν καλοσύνην; Ὄχι! Δὲν τὸ κάμνουν, ἄνδρες Ἕλληνες, διὰ ἄλλο, μόνον διὰ νὰ μᾶς γελάσουν καὶ νὰ μᾶς σύρουν εἰς τοῦ Πάπα τὴν ἐξουσίαν. Καὶ ἂν δὲν σύρουν τοὺς φρόνιμους, σύρνουν τῆς ὥρας τοὺς λωλούς, σύρνουν τὰ παιδία μας καὶ ἀγάλι ἀγάλι ὅλους. Ἔτζι εἶναι οἱ Γεζουΐται ἐπιτήδειοι καὶ ὡς θέλουν νὰ μᾶς ἐμπαίζουν. Ὅταν μᾶς ὁμιλῶσι μὲ γλυκὰ λόγια, καὶ ἐκεῖ κρύπτουσι τὸ φαρμάκι· ὅταν μᾶς τιμῶσι, τότε μᾶς γελῶσι εἰς τὸν ἑαυτόν τως· ὅταν μᾶς διδάσκουσι, τότε μᾶς πραγματεύονται· ὅταν μᾶς χαρίζουν ἢ χαρτάκια ἢ κομποσχοίνια, τότε μᾶς παγιδεύουσι· ὅταν κάμνουν κωμῳδίαις ἢ ἄλλα θέατρα καὶ μᾶς προσκαλοῦνται νὰ παγαίνωμεν, τότε μᾶς μυκτηρίζουσιν ὡς ἀγνώστους καὶ λωλοὺς καὶ οὐτιδανούς[26]. Μὲ τοῦτο ὅλον θεωρῶ, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, πῶς πολλοὶ κρατοῦσι μαζῆ τως, δὲν γνωρίζοντας ταῦτα. Ἐτοῦτο εἶναι ἐκεῖνο ὁποῦ καίει τὴν καρδίαν, πῶς ἔπεσεν εἰς ἡμᾶς τόση ἀγνωσία καὶ δὲν εἴμασθεν ἄξιοι νὰ κρίνωμεν τὸ κα­κὸν ὁποῦ μᾶς κυνηγᾷ. Καὶ δὲν λέγω διὰ ὅλους, μόνον δι’ ἐκείνους ὁποῦ μὲ τοιούτους ἀνθρώπους ὑποκριτὰς καὶ ὄργανα τοῦ Ἀντιχρίστου κρατοῦσι. Θέλεις νὰ εἰπῇς «καὶ αὐτοὶ διδάσκουσι τὰ παιδία μας μαθήμα­τα χωρὶς πληρωμήν, καὶ διδάσκουσι καὶ ἡμᾶς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, καὶ διὰ τοῦτο θεωροῦντες τὴν προθυμίαν τως καὶ ἡμεῖς ἀναπαυόμεθα εἰς ἐκείνους». Τόσον ἠξεύρετε, τόσον κρίνετε, τόσον λέγετε· ἀμὴ δὲν ἠξεύρε­τε πῶς ἡ προθυμία ἐκείνη ὅλη εἶναι μετὰ δόλου. Τὸ μάθημα ὁποῦ εἶναι χωρὶς πληρωμήν, ἐκεῖνο εἶναι πληρωμή, ὅτι μ’ ἐκεῖνο ἀγοράζουν αὐτοὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν συνείδησιν τῶν παιδίων σας. Ἡ διδαχὴ πάλιν ὁποῦ σᾶς κάμνουν, ἐκεῖνη εἶναι ἡ παγίδα ὁποῦ σᾶς πιάνουν. Καὶ ἔπρεπεν, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, ἀφίνοντας τὰ ἄλλα, νὰ μὴ βλέπετε ἐσεῖς πῶς σᾶς διδάσκουν, μόνον νὰ βλέπετε ἂν ἡ διδαχή τως εἶναι ὠφέλιμός σας· τὸ ὁποῖον διὰ νὰ κρίνῃ εὔκολα ὁ ἄνθρωπος ἂν ἴσως καὶ μετρήσῃ τρία πράγματα, πρῶτον τί διδάσκουν, δεύτερον μὲ τί διάθεσιν διδάσκουν, τρί­τον τὸ τέλος τως[27] εἰς τί ἀποβλέπει. Εἰς τὸ πρῶτον ἂν ἰδῆτε ὅτι διδά­σκουν τὴν ἀλήθειαν ἢ τὸ ψεῦδος· ἀμὴ ἐγὼ ἠξεύρω πῶς αὐτοὶ μαζῆ καὶ τὰ δύο τὰ ἀνακατόνουν. Ὅταν σᾶς λέγουν πῶς ὁ Χριστὸς ἐσαρκώθη καὶ ἔπαθεν καὶ ἐσταυρώθη καὶ ἀνέστη καὶ ἀνελήφθη δι’ ἡμᾶς, ἀλήθειαν λέγουσι. Ὅταν σᾶς λέγουν ὅτι εἶχεν δώδεκα ἀποστόλους ὁ Χριστὸς (καὶ) πρῶτον ἀπὸ ὅλους εἶχε τὸν ἅγιον Πέτρον, ἐδῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι μπερδεμμένη. Ὅταν σᾶς λέγουν πῶς ὁ Πέτρος ἔχει διάδοχον τὸν Πάπα καὶ διὰ τοῦτο ὁ Πάπας εἶναι ἀφέντης τῆς Ἐκκλησίας, ὅλον εἶναι ψεῦδος. Ἔτζι καὶ εἰς τὰ λοιπά· διὰ τοῦτο θέλετε νὰ προσέχετε τὸ τί σᾶς διδάσκουν. Εἰς τὸ δεύτερον θέλετε νὰ κυττάζετε μὲ τί διάθεσιν. Διὰ τοῦτο ὅταν σᾶς λέγουσι «ἡ ἐκκλησία τῆς Ῥώμης καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι μία, καὶ δὲν εἶναι ἀνὰ μέσον μας διαφορά», μὲ κακὴν διάθεσιν σᾶς τὸ λέγουν· διατὶ αὐτοὶ ὅλοι, καὶ Γεζουΐται καὶ οἱ λοιποὶ Φράγκοι, εἰς τὰ βιβλία ὁποῦ γράφουν καὶ εἰς ταὶς διδαχαὶς ὁποῦ κάμνουν, ἡμᾶς τοὺς Ἕλληνας μᾶς κράζουν σχισματικοὺς καὶ αἱρετικούς, ἀποστάτας, ψεύστας καὶ κάθε ἄλλο κακὸν ὄνομα, καὶ πῶς ἐκκλησίαν δὲν ἔχομεν, μόνον συναγωγήν, σὰν τοὺς Ἑβραίους. Ἔτζι μᾶς κηρύττουσιν εἰς τὴν Ἰταλίαν καὶ εἰς τὰ μέρη τὰ ἐδικά τως, καὶ τώρα ἐδῶ νὰ μᾶς λέγουν πῶς ἡ ἐκκλησία μας καὶ ἡ ἐκκλησία τως εἶναι μία; Τὸ ὁποῖον τὸ λέγουν μὲ κακὴν καὶ πονηρὰν διάθεσιν, μάλιστα διατὶ αὐτοὶ κρατοῦσι πῶς ἡ ἐκκλησία νὰ περιέχῃ ἐκλεκτοὺς καὶ ἀποβεβλημένους. Μπορετὸ νὰ γροικοῦσι πῶς ἡμεῖς ἤμασθεν ἀποβεβλημένοι καὶ αὐτοὶ ἐκλεκτοί. Ἢ ἔτζι ἢ ἄλλως μὲ πονηρὰν διάθεσιν τὸ λέγουν. Κρίνατε λοιπὸν τὴν διάθεσίν τως καὶ νὰ εὕρητε τὴν σαθρότητά τως. Εἰς τὸ τρίτον θέλετε νὰ σκέπτεσθε τὸ τέλος, εἰς ποῖον τέλος καταντᾷ ἡ ἔννοιά τως· τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ νὰ μᾶς βάλλουν εἰς τὴν τυραννίδα τοῦ Πάπα νὰ μᾶς ἐξουσιάζῃ, νὰ τὸν ὁμο­λογοῦμεν πρῶτον καὶ κεφαλήν, καὶ τοῦτο εἰς ὕβριν τοῦ Χριστοῦ καὶ καταφρόνιον τῆς Ἐκκλησίας μας. Ταῦτα θέλετε σκεφθῆτε, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, ἔπειτα νὰ ἀποφασίζετε τὴν καλοσύνην τῶν ὑποκριτῶν. Ἐτούτους σὰν τοὺς θεωρεῖς οὕτω ταπεινούς, καὶ βασιλείας ἀνακάτωσαν, ἔθνη ἔκαψαν, αἵματα ἄπειρα ἔχυσαν, καλὸν ποθενὰ δὲν ἔκαμαν καὶ ἡμεῖς θέλομεν προσδοκήσει εἰς τὸ γένος μας καλὸν νὰ κάμουν ἐκείνους ὁποῦ εἰς τὴν καρδίαν μισοῦσι; Μὲ ὅλον ὁποῦ ὑποκρίνονται, θέλουν εὐ­εργετήσει ποτέ; Καὶ εἶστε τόσον ἠλίθιοι, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, καὶ δὲν τὸ λογιάζετε; Δὲν παίρνετε παραδείγματα ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποῦ ἔχετε διὰ λόγου τως ἀκουστά;  Τόσον οἱ ἐχθροὶ τοῦ λόγου σας, ἐχθροὶ τῶν παιδιῶν σας, ἐχθροὶ τῆς σωτηρίας, ἐχθροὶ τοῦ γένους σας, ἐχθροὶ τῆς πατρίδος σας, ἐχθροὶ τῆς πίστεώς σας, ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας σας τῆς Ἀνατολικῆς, ν’ ἀφίνετε τὴν λύμην ταύτην, τὴν κακίαν ταύτην καὶ ταὶς τέχναις των νὰ ξαπλώνουν; Μὴ γένοιτο, ἀγαπητοί μου, σᾶς παρακαλῶ. Βλέπετε τοὺς κύνας; Φεύγετέ τως μὴ σᾶς δαγκώσουν! Βλέπετε τοὺς κακοὺς ἐργάτας; Φεύγετέ τους, μὴν ἀνασπάσουν[28] τὰ κλήματα τῆς ἀμπέλου σας! Βλέπετε τὴν κατατομὴν ὁποῦ πάσχει τὴν Ἐκκλησίαν σας, τὰ δόγματά σας, τὸ γένος σας νὰ ξερριζώσῃ καὶ νὰ ἀφανίσῃ. Μακρὰ ἀπ’ αὐτούς, μακρὰ ἀπὸ τὴν ἀναστροφή τως, ἀπὸ τὰ μαθήματά τως, ἂν θέλετε νὰ μὴν σᾶς συμβῇ κακὸν ἀνέλπιστον, ἂν θέλετε νὰ στέκεσθε εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ εὑρίσκεσθε καὶ προτήτερα χωρὶς ταραχὴν καὶ σύγχυσιν, μὲ ἐλπίδα ὅταν ᾖναι ὁρισμὸς τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἐλεήσῃ καὶ νὰ μᾶς παρηγορήσῃ». Ταῦτα μοῦ φαίνεται, ὦ Ζηλωτά, πῶς νὰ ἁρμόζουν νὰ τοὺς εἰπῇς διὰ τὴν ὥραν· ὅμως ἐσὺ θέλεις τὰ εὐτρεπίσει καλλιότερα, καὶ θέλεις εὐγάλει καὶ θέλεις προσθέσει, ὡς γνωστικὸς ὁποῦ εἶσαι, τὰ χρησιμώτερα καὶ ἀναγκαιότερα ὁποῦ νὰ πληροφορήσουν μὲ περισσοτέραν ἐνέργειαν ἐκείνους ὁποῦ θέ­λουν σὲ ἀκούσει.
Ζ. Εὐχαριστῶ σε διὰ τὴν τοιαύτην διδαχήν, ὁποῦ λογιάζω καὶ ἂν μπορέσω εἰς τὴν μνήμην μου αὐτὴν τὴν ἰδίαν, χωρὶς προσθήκην καὶ ἀφαίρεσιν, νὰ τὴν συστήσω. Καὶ ἂν δυνηθῇ ἡ γλῶσσά μου ἔτζι νὰ τὴν ἀναγγείλω, καθὼς τὴν ἤκουσα ἀπὸ λόγου σου, ἐλπίζω πῶς θέλω προξενήσει πολλῶν ὠφέλειαν. Λοιπὸν ἰδοὺ ἀπέρχομαι σὺν Θεῷ.
Φ.  Κοπίασαι μὲ καλὴν τύχην.





[1] Το κείμενο, όπως θα διαπιστώσει ο ορθόδοξος αναγνώστης, είναι προφητικό.
[2] Ιησουιτών.
[3] Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινουπόλεως.
[4] Λογιάζω = συλλογίζομαι, σκέπτομαι, θεωρώ, λογαριάζω.
[5] Τους.
[6] Μίλησαν.
[7] Αμαρτία λοιπόν δεν είναι μόνο το ψέμα, αλλά και η απόκρυψη της αλήθειας σε θέματα που άπτονται της σωτηρίας των ανθρώπων.
[8] Ο Πατριάρχης Κύριλλος έχοντας υπόψιν του το φρικτό αποτέλεσμα που είχε η δράση των Ιησουιτών στην Πολωνία με την Ουνία της Βρέστης, είχε πάντοτε στο μυαλό του τον φόβο της επαναλήψεως ενός τέτοιου κακού (αυτήν την φορά στην καρδιά της Ορθοδοξίας, την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως), και γι’ αυτό δέχθηκε να μετατεθεί από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη, (ενώ ο μέντοράς του Μελέτιος Πηγάς, τον οποίο ο Κύριλλος ακολουθεί πιστά σε όλα τα θέματα, ήταν κατά του μεταθετού), μιας και τότε η μεγάλη πλειοψηφία των επισκόπων ήταν αμόρφωτοι ή λατινόφρονες.  
[9] Ανατολή.
[10] Στην Χίο οι Ιησουίτες εγκαταστάθηκαν το 1594 και ίδρυσαν μονή η οποία λειτουργούσε και ως σχολείο. Στην Κωνσταντινούπολη ίδρυσαν μονή, η οποία επίσης λειτουργούσε και ως σχολείο, το 1609.
[11] Απατεώνες, κατεργάρηδες (από το βενετικό mariol).
[12] Το, ήδη από αιώνων όπως αποδεικνύεται, παπικό σχέδιο της υποταγής της Ορθοδοξίας στον Παπισμό περιλαμβάνει την προβίβαση λατινοφρόνων στους επισκοπικούς θρόνους!
[13] Napoli της σημερινής Ιταλίας.
[14] Πρόκειαι για τον διαβόητο εξωμότη Νικηφόρο Μελισσηνό (περί του οποίου βλ. Χασιώτη Ιωάννη, Μακάριος, Θεόδωρος και Νικηφόρος οι Μελισσηνοί, Θεσσαλονίκη, 1966), ο οποίος σχετίστηκε και με τους τρεις φιλοπαπικούς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως που προηγήθηκαν του μεγάλου Λουκάρεως (Ραφαήλ ο Β΄, Νεόφυτος ο Β΄, Τιμόθεος ο Β΄).
[15] Νικόλαος Γοργογύρης. Έτερος εξωμότης περί του οποίου βλ. Τσιρπανλή Ζαχαρία, Το Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης και οι μαθητές του, Θεσσαλονίκη, 1980, σελ.  313-315.
[16] Τότε ήταν ο φιλοπαπικός Τιμόθεος ο Β΄ (πατρ. 1612-1620).
[17] Αναφέρεται στις επεμβάσεις των Οθωμανών στην εκλογή Πατριάρχου, μιας και ενέκριναν εκείνον που θα έδινε τα περισσότερα χρήματα (άσπρα), σύμφωνα με τον φόρο εκλογής (peşkeş) του Πατριάρχη προς την Υψηλή Πύλη, ο οποίος είχε καθοριστεί μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά συνεχώς αυξανόταν.
[18] Γωνιά του δρόμου, στενός δρόμος (από το βενετικό canton).
[19] Αφυής = αυτός που στερείται φυσικής ικανότητος (αντίθ. ευφυής).
[20] Ζαλαχανάς είναι το σφαγείο (από το τουρκικό salhana).
[21] Η τότε κρίση στις σχέσεις μεταξύ του Βατικανού και της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας είχε ως αποτέλεσμα η τελευταία να προβεί στην εκδίωξη των Ιησουϊτών από την επικράτειά της το 1606.
[22] Νωθροί.
[23] Ο γνωστός Μωάμεθ ο Πορθητής.
[24] Πλοία του Μεσαίωνα.
[25] Προδότες (από το αγγλικό traitor).
[26] Τιποτένιους.
[27] Ο σκοπός τους.
[28] Ανασπώ = αποσπώ, ξεριζώνω.