A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Ο ΝΕΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Ο ΝΕΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ





Νικολάου Μάννη
Εκπαιδευτικού

Η Πελαγονία (και Πελαγωνία ή Πελαγωνεία, όπως επίσης συναντάται) είναι μια περιφέρεια της - γεωγραφικά - Βόρειας (Άνω) Μακεδονίας, και η οποία εκτείνεται ανατολικά των λιμνών των Πρεσπών. Σε αυτήν την ελληνικότατη περιοχή (η οποία υπάγεται σήμερα στο κράτος των Σκοπίων)  υπήρχε, από παλαιοτάτων χρόνων, η ομώνυμη Μητρόπολη, η οποία αποσπάστηκε το 1756  από την καταργηθείσα τότε Αρχιεπισκοπή Αχριδών και προσαρτήθηκε στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έκτοτε ο εκάστοτε ποιμενάρχης της έφερε τον τίτλο «Μητροπολίτης Πελαγονίας, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος Ἄνω Μακεδονίας»[1]∙ είχε δε ως έδρα την πόλη Μοναστήρι (ή Βιτώλια), στην οποία υπήρχε ακμάζουσα ελληνική κοινότητα.
Σπουδαίες προσωπικότητες ποίμαναν την Πελαγονία, όπως ο μουσικότατος Κοσμάς Ευμορφόπουλος (1895-1899), ο από Σκοπίων[2] Αμβρόσιος Σταυρινός (1899-1901) και ο Μακεδονομάχος Ιωακείμ Φορόπουλος (1903-1909). Στο άρθρο αυτό θα αναφερθούμε στην ποιμαντορία του τελευταίου Έλληνα Μητροπολίτη Πελαγονίας Χρυσοστόμου (1912-1917).
Ο Χρυσόστομος Καβουρίδης γεννήθηκε στην Μάδυτο της Ανατολικής Θράκης στις 13 Νοεμβρίου του 1870 και έλαβε το όνομά του λόγω της ημέρας (μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου). Μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών, εγγράφηκε στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία αποφοίτησε το 1901. Το αυτό έτος χειροτονήθηκε διάκονος, υπό του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ του Γ΄, ενώ το 1908 χειροτονήθηκε, υπό του ιδίου Πατριάρχου, Μητροπολίτης Ίμβρου και Τενέδου. Το 1912 «κριθεὶς ὡς εἶς τῶν ἱκανωτέρων Ἱεραρχῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἐστάλη ὡς ποιμενάρχης εἰς τὴν περιοχὴν ἐκείνην»[3], της Πελαγονίας.
Ο Χρυσόστομος μετέβη τον Ιούνιο του 1912 στο Μοναστήρι και βρήκε το ποίμνιό του σε κατάσταση πανικού, αφενός μεν από την καταπίεση των Τούρκων, αφετέρου από τον πολυετή διωγμό από τους εθνικιστές, σχισματικούς τότε, Βούλγαρους. Λίγους μήνες μετά, με την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, οι Τούρκοι προύχοντες του Μοναστηρίου συνήλθαν σε σύσκεψη και μπρος στην διαφαινόμενη κατάληψη της πόλης από τους Βαλκάνιους αντιπάλους τους αποφάσισαν να έρθουν σε συνεννόηση με τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο προκειμένου να παραδοθεί η πόλη στους Έλληνες, τους οποίους προτιμούσαν αντί των Βουλγάρων ή των Σέρβων. Μετά την συνάντηση, και ως δείγμα καλής θελήσεως, απελευθέρωσαν και τους τρεις χιλιάδες Έλληνες κρατούμενους της περιφέρειάς τους και συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους προς το Βορρά για να αποκρούσουν τον κατερχόμενο σερβικό στρατό, ο οποίος βρισκόταν πιο κοντά στην πόλη. Δυστυχώς όμως τόσο η ρωσική εξωτερική πολιτική, που είχε υπό την επιρροή και προστασία της την Σερβία (διά της οποίας επιθυμούσε την έξοδό της στο Αιγαίο), όσο και η πολιτική του τότε πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελευθερίου Βενιζέλου, που δεν επιθυμούσε μεγάλη ενδοχώρα, αλλά απελευθέρωση των παράλιων περιοχών του Αιγαίου (θυσιάζοντας ουσιαστικά τον Ελληνισμό της Βόρειας Μακεδονίας), ανέτρεψαν τα πράγματα. Με την ρωσική επέμβαση οι Τούρκοι μετέφεραν τις δυνάμεις τους προς τον Νότο για να ανακόψουν την πορεία του ανερχόμενου ελληνικού στρατού, το οποίο και κατάφεραν. Έτσι στις 6 Νοεμβρίου του 1912 οι Σέρβοι εισήλθαν στο Μοναστήρι, μια πόλη στην οποία κυριαρχούσε ο ελληνικός πληθυσμός, ενώ υπήρχαν απειροελάχιστοι ομοεθνείς τους.  Παρόλα αυτά οι Έλληνες της πόλης (οι οποίοι έφθαναν τις δεκαοκτώ χιλιάδες και ήταν ελληνόφωνοι, βλαχόφωνοι και σλαβόφωνοι) πίστευαν πως οι «ομόδοξοι και σύμμαχοι» Σέρβοι, θα την παραχωρούσαν στην Ελλάδα. Ελάχιστες μέρες μετά εισήλθε στην πόλη ο Διάδοχος Κωνσταντίνος με την ελληνική αντιπροσωπεία και η υποδοχή του ήταν μεγαλειώδης. Ο Ιών Δραγούμης που συμμετείχε στην αντιπροσωπεία αναφέρει πως έγινε κατανυκτική δοξολογία στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου «μὲ ψαλμωδίες ὄμορφες, βυζαντινές, παιδιῶν καὶ μεγάλων».


Το τέμπλο του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Δημητρίου στο Μοναστήρι (τέλη δεκαετίας του 1910)

Οι Έλληνες του Μοναστηρίου συνέχισαν να ζουν με την ελπίδα της προσαρτήσεως της επαρχίας τους στο ελληνικό κράτος, ενώ ταυτόχρονα πανηγύριζαν κάθε νίκη των Ελλήνων στους Βαλκανικούς Πολέμους. Τον Μάρτιο όμως του 1913 ο ελληνικός πληθυσμός δέχτηκε δύο απανωτά χτυπήματα. Το πρώτο ήταν οι δηλώσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Βουλή, με τις οποίες μιλώντας για τις ελληνικές περιοχές που κατέλαβαν οι «σύμμαχοι» Σέρβοι και Βούλγαροι αναφέρει πως ακόμη και αν τις παραχωρούσαν στο ελληνικό κράτος δεν θα έπρεπε να τις δεχτεί, διότι θα ήταν επικίνδυνη για την ασφάλεια του κράτους η δημιουργία μεγάλης ενδοχώρας… Όπως παρατηρεί ο Επίκουρος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας κ. Νικόλαος Βασιλειάδης στην εξαιρετική του διατριβή για τους Έλληνες της Πελαγονίας,  με τις δηλώσεις αυτές ουσιαστικά εγκαταλείπεται κάθε διάθεση της τότε ελληνικής κυβερνήσεως για ενσωμάτωση της Βόρειας Μακεδονίας[4] και πλέον η εξωτερική της πολιτική στρέφεται «προς ανατολάς» για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Το δεύτερο χτύπημα, ήταν η δολοφονία του Βασιλιά Γεωργίου στην Θεσσαλονίκη, που βύθισε σε θλίψη τους Μοναστηριώτες. Μια θλίψη που ήταν μόνο προδρομική της μεγάλης θλίψης και στεναχώριας που θα τους καταλάμβανε για τα επόμενα χρόνια.
Μετά την παράδοση ουσιαστικά του Μοναστηρίου στους Σέρβους, οι τελευταίοι προέβησαν σε πολύ συγκεκριμένες ενέργειες με σαφή στόχο τον εκσερβισμό[5] της περιοχής. Πρώτο τους βήμα ήταν να μην επιτρέψουν την λειτουργία ελληνικών σχολείων, με σκοπό να λησμονηθεί σταδιακά η ελληνική γλώσσα[6]! Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος περιγράφει την σοβινιστική αυτήν τακτική σε Υπόμνημά του προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο[7] περιγράφοντας την κατάσταση ως εξής: «δεκαοκτὼ τὸ ὅλον Ἑλληνικὰ σχολεῖα, ἀνώτερά τε καὶ κατώτερα, παντοδαπῆς καὶ ποικίλης μορφώσεως καὶ ἀγωγῆς, μόνον ἐν τῶ κέντρω τῆς Ἐπαρχίας μου, ἤτοι ἐν τῇ πόλει τοῦ Μοναστηρίου, τὴν ἐπιοῦσαν τῆς ἀπελευθερώσεως, ἐπιταχθέντα ὑπὸ τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ Σερβικοῦ στρατοῦ, μετεβλήθησαν τινὰ εἰς λέσχας στρατιωτικάς, ἕτερα εἰς στρατῶνας, ἄλλα εἰς στρατιωτικὰ νοσοκομεῖα, ἔστιν δ᾿ ἃ καὶ εἰς στρατιωτικὰ χοροδιδασκαλεῖα. Σημειωτέον δ᾿ ὅτι ἡ πόλις τοῦ Μοναστηρίου ὡς ἕδρα στρατιωτικοῦ σώματος ἐπὶ Τουρκοκρατίας ηὐμοίρει στρατώνων καὶ διοικητικῶν ἐν γένει κτιρίων, δυναμένων ἐν ἀνέσει νὰ περιλάβωσι σύμπαντα τὸν Σερβικὸν στρατὸν τῆς κατοχῆς…». Η ελληνική κοινότητα του Μοναστηρίου με προεξάρχοντα τον Ποιμενάρχη της διαμαρτυρήθηκε έντονα προς τις τοπικές αρχές, και επειδή εκείνες δεν ανταποκρίθηκαν στο αίτημά τους απέστειλαν Υπόμνημα προς τον Βασιλιά της Σερβίας Πέτρο Καραγιώργεβιτς.


Πρακτικό έκτακτης συνελεύσεως των Μοναστηριωτών για το ζήτημα των Σχολείων (Σεπτέμβριος 1913)

Οι πιέσεις φαίνεται ότι θα απέδιδαν καρπούς, αλλά οι πονηροί Σέρβοι πολιτικοί  έθεσαν σε εφαρμογή ένα άλλο σχέδιο. Ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση, ως αντάλλαγμα για την λειτουργία ελληνικών σχολείων στην Πελαγονία, να ιδρυθούν σερβικά σχολεία στην Θεσσαλονίκη, στην Έδεσσα, στις Σέρρες, στην Καστοριά κ.α. Κατόπιν τούτου ο Ελευθέριος Βενιζέλος δήλωσε πως η κυβέρνηση δεν ενδιαφερόταν καθόλου για την λειτουργία ελληνικών σχολείων στην Σερβία… Έμεινε λοιπόν μόνος του ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος με τους προύχοντες της ελληνικής κοινότητας Μοναστηρίου να αγωνίζονται για την επίτευξη του αυτονόητου: να έχουν ελληνική παιδεία τα Ελληνόπουλα της περιοχής.
Παράλληλα οι Σέρβοι βολιδοσκόπησαν τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο σχετικά με τις προθέσεις του να ενταχθεί στην Εκκλησία της Σερβίας. Όπως ο ίδιος ο Μητροπολίτης αναφέρει στην από 30/10/1913 επιστολή του προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο «ἔλαβον ἐπιστολὴν παρὰ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βελιγραδίου, δι᾿ ἧς ἐρωτῶμαι ἂν ἐπιθυμῶ νὰ ἐξυπηρετήσω ὑπὸ τὴν ἰδιότητά μου τὰ συμφέροντα τῆς Αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Σερβικῆς Ἐκκλησίας». Ο Χρυσόστομος βεβαίως απέρριψε την πρόταση.
Τον Φεβρουάριο του 1914 έστειλε η σερβική κυβέρνηση δύο δασκάλους στο Μοναστήρι, για να κάνουν τις εγγραφές των μαθητών. Οι κάτοικοι έστειλαν τα παιδιά τους νομίζοντας ότι οι δάσκαλοι ήταν Έλληνες. Βλέποντας τους Σέρβους δασκάλους διαμαρτυρήθηκαν οι ίδιοι οι μαθητές, δηλώνοντας ότι είναι Έλληνες. Οι Σέρβοι δάσκαλοι τους μέμφθηκαν για τα …σοβινιστικά τους αισθήματα και τους συνέστησαν να πάψουν να θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες, εφόσον ήταν πλέον Σέρβοι πολίτες. Προχώρησαν όμως και σε μία εγκληματική ενέργεια: πρόσθεσαν στα επώνυμα των μαθητών που είχαν εγγράψει την σερβική κατάληξη -ιτς! Αυτό προκάλεσε την αντίδραση των μαθητών οι οποίοι αποχώρησαν και έκτοτε κανείς Έλληνας μαθητής δεν προσήλθε για εγγραφή στο σχολείο.
Αμέσως ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος αναζήτησε τον επιθεωρητή των σχολείων για να ζητήσει εξηγήσεις, εκείνος όμως φρόντισε να απουσιάζει, ενώ ο Σέρβος δήμαρχος δήλωσε αναρμόδιος για το θέμα. Παρά τις διαμαρτυρίες των Ελλήνων οι Σέρβοι σκλήρυναν την στάση τους. Αρπάζανε τα παιδιά από τον δρόμο ή το σπίτι τους και τα εγγράφανε με τη βία, ενώ απειλούσαν τους γονείς ότι θα τους φυλακίσουν. Άρχισαν επίσης να κλείνουν όλα τα ελληνικά ιδρύματα, τους Συλλόγους, τις Λέσχες, τις Αδελφότητες, τις Συντεχνίες και τα κάθε είδους Σωματεία και να καταλαμβάνουν τα κτίρια και γενικώς την ακίνητη περιουσία της ελληνικής Κοινότητας και της Μητροπόλεως. Δυστυχώς η «ομόδοξος και σύμμαχος» Σερβία επέδειξε στάση χειρότερη από αυτήν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
«Τούτων οὕτως ἐχόντων, τὰ ἀτυχῆ τέκνα τοῦ Μοναστηρίου καὶ συμπάσης τῆς Ἐπαρχίας κατὰ τὴν Ἐθνικὴν ταύτην συμφορὰν ἤντλουν τὴν μόνην παρηγορίαν ἐκ τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μητροπόλεως, ἥτις ὡς Μήτηρ φιλόστοργος ἀπέσμηχεν ἐκ τῶν ὀμμάτων τῶν πενθούντων καὶ ἀπαρηγόρητα θρηνούντων τέκνων της τὰ τακερὰ δάκρυά των, συμπονοῦσα καὶ συνθρηνοῦσα μετ᾿ αὐτῶνκαὶ στηρίζουσα ταῦτα, ἕτοιμα ὄντα νὰ ὀκλάσωσιν [=γονατίσουν] ὑπὸ τὸ βάρος τῆς Ἐθνικῆς ἀπογνώσεως καὶ βαρυθυμίας. Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἱερὰ ἡμῶν Μητρόπολις, συναισθανομένη τὸ ὕψος τῆς Ἐθνικῆς αὑτῆς ἀποστολῆς, προσεπάθει πάντι σθένει, λόγῳ τε καὶ ἔργῳ νὰ διαφυλάξῃ ἄσβεστον τὸ θεσπιδαὲς ζώπυρον τῆς Ἐθνικῆς τῶν τέκνων της συνειδήσεως καὶ νὰ συγκρατήσῃ τοὺς σφύζοντας εἰς τὰ στήθη αὐτῶν ἑλληνικοὺς παλμούς των, διὰ τοῦτο ἀπέβη ἔκτοτε ὁ κυριώτερος στόχος τῶν πευκεδανῶν [=φαρμακερών] βελῶν τῶν φίλων καὶ ὁμοδόξων συμμάχων» γράφει στο προαναφερθέν Υπόμνημά του ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος. Άρχισαν λοιπόν οι Σέρβοι να εποφθαλμιούν το νέο αυτό «Κρυφό Σχολειό», την Μητρόπολη, και με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο να προσπαθούν να το θέσουν υπό την κατοχή τους.
Αξιωματούχοι της Σερβίας (εκκλησιαστικοί και κυρίως πολιτικοί) προέβησαν σε επίσημη πρόταση προς τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο να ενταχθεί στην Εκκλησία της Σερβίας, διατηρώντας όλα τα δικαιώματά του και προσφέροντάς του και οικονομικά ανταλλάγματα. Ο Χρυσόστομος αρνήθηκε. Τον διέταξαν τότε να παραδώσει την Μητρόπολη και να εγκαταλείψει την χώρα. Ο Χρυσόστομος αρνήθηκε και πάλι. Τον απείλησαν λοιπόν πως θα χρησιμοποιήσουν βία. Ο Χρυσόστομος με γενναιότητα τους απάντησε πως μπορούν βεβαίως να χρησιμοποιήσουν βία, αλλά αυτό θα προσέκρουε τόσο στις εκκλησιαστικές σχέσεις της Εκκλησίας της Σερβίας με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, όσο και στις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των συμμάχων κρατών Ελλάδας και Σερβίας. Όπως θυμάται αργότερα ο ηρωικός Μητροπολίτης «Τότε ἡ Σερβικὴ Κυβέρνησις ἀπέστειλεν εἰδικὴν Ἐπιτροπὴν εἰς Κωνσταντινούπολιν, ὅπως διαπραγματευθῇ μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὴν ἐκκλησιαστικὴν χειραφέτησιν, καὶ τὴν ἐκχώρησιν τῆς Μητροπόλεως ἡμῶν εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Αὐτοκέφαλον Σερβικὴν Ἐκκλησίαν»[8].  Παράλληλα με τις συζητήσεις στην Κωνσταντινούπολη η Μητρόπολη Βελιγραδίου, κατ᾿ εισήγηση των σερβικών πολιτικών αρχών, απέστειλε στο Μοναστήρι δύο Σέρβους ιερείς, οι οποίοι παρουσιάστηκαν στον Μητροπολίτη Χρυσόστομο και τον παρακάλεσαν να λειτουργούν στο εγκαταλειμμένο βουλγαρικό ναό για τις ανάγκες των σχισματικών Βουλγάρων της πόλης με σκοπό την επιστροφή τους στην Εκκλησία, μνημονεύοντας όμως αντί του ονόματός του, τον Σέρβο Μητροπολίτη Βελιγραδίου, με την πρόφαση πως οι Βούλγαροι δεν θα ανεχόντουσαν να μνημονεύεται ο Έλληνας Μητροπολίτης. Ο Χρυσόστομος, με την συγκατάθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επέτρεψε σε αυτούς κατ᾿ οικονομία να επιτελέσουν την αποστολή τους.
Εκείνη ακριβώς την περίοδο (διαρκούντος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) οι Γερμανοβουλγαρικές Κεντρικές Δυνάμεις κατέλαβαν το Μοναστήρι (6 Δεκεμβρίου 1915), από την Σερβία, που πολεμούσε στο πλευρό της Αντάντ. Με την είσοδό τους στην πόλη οι βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής διακήρυξαν τα …φιλειρηνικά τους αισθήματα βεβαιώνοντας πως θα εξασφάλιζαν την ασφάλεια των κατοίκων κάθε εθνικότητας. Αρχικά λοιπόν βασάνιζαν και φυλάκιζαν μόνο Σέρβους, τους οποίους οι Έλληνες, με πρωτοστάτη τον ανεξίκακο Μητροπολίτη Χρυσόστομο, περιέθαλπαν στο κοινοτικό τους νοσοκομείο ή στην Μητρόπολη. Αυτό εξήγειρε μεν τον φθόνο των Βουλγάρων, οι οποίοι μετά την ανταρσία του φιλανταντικού Βενιζέλου στην Ελλάδα (με το «Κίνημα Εθνικής Αμύνης») προέβησαν σε φρικτούς διωγμούς των Ελλήνων, κυρίως των βλαχόφωνων και σλαβόφωνων της υπαίθρου.


Περιγραφή σε αθηναϊκή εφημερίδα της, επί βουλγαρικής κατοχής, καταστάσεως στο Μοναστήρι

Παρόλα αυτά οι Έλληνες της Πελαγονίας εγκαταλείφθηκαν στην πρόνοια του Θεού και με την ανακατάληψη του Μοναστηρίου στα τέλη του 1916 από τους Σέρβους (και τους Γάλλους συμμάχους τους) έχασαν κάθε ελπίδα για ένωση με την μητέρα Ελλάδα[9].
Με την ανακατάληψη της πόλης οι Γαλλοσερβικές δυνάμεις κάνουν το Μοναστήρι στρατιωτικό κέντρο με αποτέλεσμα οι Γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις να εξαπολύσουν σφοδρή επίθεση από ξηράς και αέρος με οβίδες, βόμβες και ασφυξιογόνα αέρια. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος όμως παραμένει με θάρρος δίπλα στο ποίμνιό του[10]. Και όχι μόνος του. Δίπλα του βρίσκονται και οι ιερείς του (εκτός τριών που εγκατέλειψαν την πόλη, μαζί με όλους τους Σέρβους ιερείς), καθώς και ο Αρχιδιάκονός του Αθηναγόρας Σπύρου, μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.


Μοναστηριώτες μπροστά από την οικία του Μητροπολίτη (πάνω) και έξω από τον καθεδρικό ναό του Αγ. Δημητρίου (μέσον). Κάτω, κάτοικοι που βομβαρδίστηκαν οι οικίες τους στο σκευοφυλάκιο του ναού.

Όπως ο ίδιος ο Μητροπολίτης αποκαλύπτει στο Υπόμνημά του, παρά τους καθημερινούς σφοδρούς βομβαρδισμούς (εκ των οποίων θρηνούσαν από δέκα έως και εκατό θύματα ημερησίως) «καθ᾿ ὅλον τὸ ὀκτάμηνον χρονικὸν διάστημα τοῦ ἐχθρικοῦ βομβαρδισμοῦ τῆς πόλεως, καθ᾿ ὅ παρέμεινα ἐν τοῖς ὑπογείοις τῆς Μητροπόλεως φωτιζόμενος ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς διὰ κηρίνης λαμπάδος καὶ ἔχων ὡς μόνον σύντροφον καὶ παραστάτην εἰς τοὺς κινδύνους τὸν ἱερολογιώτατον Ἀρχιδιάκονον Ἀθηναγόραν, παραλείπω νὰ ἀναφέρω, ἵνα μὴ καυχησιολογίας ἐπίκρισιν ἐπισύρω, ὅτι τὸ μόνον, ὅπρ δὲν ἐξέκλινε ποσῶς τῆς κανονικῆς αὑτοῦ τροχιᾶς ἦτο ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις καὶ ἡ Καθεδρικὴ Ἐκκλησία, ἐν ᾖ ἐτελεῖτο κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν συνήθειαν καθημερινῶς ἡ θεία καὶ ἱερὰ λειτουργία χωρὶς ποτὲ νὰ διακοπῇ αὕτη ἐκ τοῦ παρεμπίπτοντως ἐνίοτε βομβαρδισμοῦ καὶ τοῦ λίαν πιθανοῦ τῆς ζωῆς κινδύνου». Η γενναιότητα του Χρυσοστόμου και του Αθηναγόρα[11] (ο οποίος με εντολή του Ποιμενάρχη του γύριζε με αντιασφυξιογόνο μάσκα από σπίτι σε σπίτι και εμψύχωνε τον ελληνικό πληθυσμό) προκάλεσε τον θαυμασμό των Γάλλων στρατιωτικών, ο οποίος όμως σταδιακά μεταβλήθηκε σε καχυποψία, αφού δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τι σημαίνει αυτοθυσία και ποιμαντικό καθήκον.


Θύματα των ασφυξιογόνων αερίων στο Μοναστήρι (Μάρτιος 1917)

Παράλληλα με την καχυποψία των Γάλλων, οι οποίοι άρχισαν να παρακολουθούν τον Μητροπολίτη και τον Αρχιδιάκονό του, τέθηκε ξανά σε εφαρμογή το σχέδιο των Σέρβων για την αρπαγή της Μητροπόλεως και την εκδίωξη του Έλληνα Μητροπολίτη. Ο Σέρβος νομάρχης Νοβάκοβιτς επισκέφτηκε τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο και του ζήτησε να παραχωρεί ανά εβδομάδα τον καθεδρικό ναό στους Σέρβους, επειδή ο βουλγαρικός ναός είχε ζημιές εξαιτίας των βομβαρδισμών. Ο Μητροπολίτης αντέταξε πως εφόσον οι Έλληνες επισκεύασαν τον ναό (στο κέντρο του οποίου είχε πέσει οβίδα, ευτυχώς όχι εν ώρα ακολουθίας!), θα μπορούσαν και οι Σέρβοι να πράξουν το ίδιο, μιας και διαθέτουν περισσότερα μέσα. Όταν ο νομάρχης ισχυρίστηκε ότι αυτό είναι αδύνατον, ο Χρυσόστομος πρότεινε να παραχωρείται ο ναός στους Σέρβους ανά Κυριακή υπό τους εξής όρους: α) η κατά δεύτερη Κυριακή σερβική Λειτουργία, υπαγορευόμενη από τις ειδικές συνθήκες δεν επιτρέπεται να θεωρηθεί ως παραχώρηση κάποιου δικαιώματος στην Εκκλησία της Σερβίας, β) η παραχώρηση αυτή θεωρείται λήξασα όταν παύσει ο βομβαρδισμός, γ) δεν θα υπάρχει επέμβαση στα οικονομικά του ναού από τους Σέρβους επιτρόπους και δ) αν γι οποιονδήποτε λόγο το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν συναινέσει στην φιλοξενία αυτήν, τότε αυτή θεωρείται ως μη γενόμενη. Ο νομάρχης αντέδρασε με οργή και απείλησε ότι θα χρησιμοποιήσει βία, ενώ τόνισε στον Μητροπολίτη ότι θα τον εκδικηθεί με την πρώτη ευκαιρία!
Η οργή του νομάρχη εναντίον του Μητροπολίτη είχε και άλλη μία αιτία. Ο τελευταίος κατήγγειλε τις προπαγανδιστικές ενέργειες των Σέρβων ιερέων της περιοχής οι οποίοι αφενός μεν διακήρυτταν ότι οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης είναι ουσιαστικά Σέρβοι, ενώ στερούσαν το δωρεάν συσσίτιο από τους φτωχούς που δεν εξυπηρετούνταν από Σέρβους ιερείς! Οι δε στρατιωτικοί Σέρβοι ιερείς δρούσαν ακόμη πιο εθνικιστικά και αντιχριστιανικά, αφού όχι μόνο εξανάγκαζαν τους Έλληνες ιερείς της υπαίθρου να λειτουργούν στην σερβική γλώσσα (υπό την απειλή ότι θα τους καταγγείλουν ως βουλγαρίζοντες), αλλά έφθασαν και στο σημείο να προβαίνουν σε κατασχέσεις των ελληνικών λειτουργικών και εκκλησιαστικών βιβλίων και να τα παραδίδουν στην πυρά! Τις πράξεις αυτές κατήγγειλε ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος στο σερβικό Υπουργείο Εσωτερικών, που τότε έδρευε, λόγω του πολέμου, στην Θεσσαλονίκη. Ο νομάρχης πνέων μένεα εναντίον του τον κατήγγειλε ως κατάσκοπο των Γερμανών, κατηγορία που οι Γάλλοι θεώρησαν ως απάντηση στην καχυποψία τους. Στον ανίερο αυτόν πόλεμο κατά του Χρυσοστόμου, συνέβαλαν και βενιζελικοί Έλληνες αξιωματικοί, οι οποίοι διέβαλαν τον Μητροπολίτη και τον Αρχιδιάκονό του ως βασιλικούς[12].



Ο Μητροπολίτης Πελαγονίας Χρυσόστομος (στο κέντρο) με τον Αρχιδιάκονό του Αθηναγόρα (πάνω αριστερά) μαζί με Γάλλους και Σέρβους στρατιωτικούς και πολιτικούς

Έτσι όταν ο Χρυσόστομος βρέθηκε στην Θεσσαλονίκη για υποθέσεις της Μητροπόλεως και της Ελληνικής Κοινότητας, οι σερβικές αρχές αρνήθηκαν την επάνοδό του και μπροστά στην επιμονή του προέβησαν στην καταγγελία του στην Γαλλική Αστυνομία της πόλης. Έτσι στις 3 Ιουλίου του 1917, ημέρα Δευτέρα, η Γαλλική Αστυνομία της Θεσσαλονίκης παρέδωσε τον Μητροπολίτη σε φρουρά Σενεγαλέζων στρατιωτών, που τον οδήγησε - άνευ δίκης! -, μαζί με Βούλγαρους αιχμαλώτους, στις φυλακές, στις οποίες υπέστη μύριους εξευτελισμούς.


Γάλλοι και Σενεγαλέζοι στρατιώτες στην Θεσσαλονίκη το 1917

Μετά από μία εβδομάδα κράτησης ελευθερώνεται και περνά τον χρόνο του μεταξύ Αγίου Όρους (στο Κελί  Μυλοποτάμου της Μεγίστης Λαύρας) και Θεσσαλονίκης, αναμένοντας ευκαιρία για να επιστρέψει στην επαρχία του. Εν τω μεταξύ, οι Σέρβοι στο Μοναστήρι κατέλαβαν την Μητρόπολη, στην οποία εγκαταστάθηκε ο Σέρβος Επίσκοπος Δίβρης και Βελισσού Βαρνάβας (μετέπειτα Πατριάρχης Σερβίας).
Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος μετέβη στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο εκεί Τοποτηρητής Προύσης Δωρόθεος τον ενημέρωσε πως η Μητρόπολή του πλέον περιήλθε στην δικαιοδοσία της Σερβικής Εκκλησίας και του συνέστησε να επιστρέψει στο Άγιον Όρος… Του έδωσε μάλιστα και επτά χιλιάδες χρυσά φράγκα που του προσέφερε η Σερβική Κυβέρνηση ως αποζημίωση. Τα χρήματα αυτά ο Χρυσόστομος αρνήθηκε να τα παραλάβει και ζήτησε να δοθούν στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, στην οποία είχε φοιτήσει. Έπειτα αποσύρθηκε στο Άγιον Όρος για λίγο και τα επόμενα χρόνια ξεκίνησε ένα νέο στάδιο αγώνων, το οποίο ξεφεύγει από την θεματολογία του παρόντος άρθρου. 


Το εξώφυλλο του «Υπομνήματος»

Να πούμε μόνο, πως χρόνια αργότερα (το 1951) όταν ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος, ως ηγέτης του Παλαιοημερολογιτικού Κινήματος πλέον, βρισκόταν σε νέα εξορία (στην Ιερά Μονή Υψηλού Μυτιλήνης), τον προσέγγισε ο παλαιός του διάκονος, που είχε γίνει Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας και του ζήτησε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να του προσφέρει μία από τις καλύτερες Μητροπόλεις και κάθε άλλη ανάπαυση, ως δείγμα του σεβασμού, του θαυμασμού και της μεγάλης του αγάπης, συναισθήματα τα οποία γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν στη βομβαρδισμένη και προδομένη Μητρόπολη Πελαγονίας τα μαύρα εκείνα πρώτα χρόνια της σερβικής κατοχής... Και την προσφορά αυτήν αρνήθηκε ο ιδεολόγος Χρυσόστομος, ο οποίος κοιμήθηκε τέσσερα χρόνια μετά (1955). Ας είναι αιωνία του η μνήμη! 



ΚΥΡΙΕΣ ΠΗΓΕΣ
Νικολάου Βασιλειάδη, Η πολιτισμική ταυτότητα των Ελλήνων στην Πελαγονία (1912-1930), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2004
Υπόμνημα του Μητροπολίτου Πελαγονίας υποβληθέν εις το Σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον κατά Νοέμβριον του 1920 επί τη μελετωμένη προσαρτήσει της Επαρχίας Πελαγονίας εις την Αυτοκέφαλον Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Σερβίας, Αθήναι, 1922




[1] Γ. Α. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, τόμ. Ε΄, Αθήνα, 1852, σ. 515.
[2] Τελευταίος Έλληνας μητροπολίτης των Σκοπίων, τον οποίο εκδίωξαν επίσης οι Σέρβοι.
[3] Αποστόλου Σιταρά, Η Μάδυτος, Αθήνα, 1971, σ. 321.
[4] Κάθε ελπίδα των Ελλήνων της Βόρειας Μακεδονίας για ένωση με την μητέρα Πατρίδα εξανεμίστηκε πλέον με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου το καλοκαίρι του 1913.
[5] Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Έλληνες, ενώ υπήρχαν και ορισμένοι Βούλγαροι, εναντίον της εθνικιστικής προπαγάνδας των οποίων είχαν εφεύρει οι Σέρβοι την περί «σλαβομακεδονικής» δήθεν εθνότητας ιδέα από τα τέλη του ΙΘ΄ αιώνος.
[6] Θα τολμήσω να παραθέσω μια προσωπική γνώμη. Κάθε υποχώρηση σήμερα (αν υποτεθεί ότι αυτή είναι αναπόφευκτη) εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης στην ονομασία του κράτους των Σκοπίων, που θα περιλαμβάνει και το όνομα «Μακεδονία», πρέπει απαραιτήτως να συνοδεύεται με τον όρο να επιβληθεί η ελληνική γλώσσα ως δεύτερη επίσημη γλώσσα του κράτους αυτού. Είναι ο μοναδικός τρόπος να μάθουν την αλήθεια και εκείνοι κάποτε.
[7] Το οποίο αποτελεί μνημείο της ελληνικής γλώσσας, που χειριζόταν άριστα ο Χρυσόστομος, ο οποίος επιπλέον φημιζόταν και για τις ρητορικές του ικανότητες.
[8] πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου, Το εκκλησιαστικόν ημερολόγιον ως κριτήριον της Ορθοδοξίας, Αθήνα, 1935, σ. 38.
[9] Αποκαλυπτικότατο και λίαν συγκινητικό είναι το απόσπασμα του Στρατή Μυριβήλη (από το αυτοβιογραφικό έργο του «Η ζωή εν τάφω», κεφ «Η πολιτεία-φάντασμα») στο οποίο αναφέρεται πως υποδέχτηκαν οι Έλληνες του Μοναστηρίου τους Έλληνες στρατιώτες μετά την περίοδο της Γερμανοβουλγαρικής Κατοχής (1915-1916): «Νύχτα μπήκαμε στο Μοναστήρι. Και νύχτα βγήκαμε. Είναι μια μεγάλη πολιτεία σέρβικη, που οι κάτοικοί της είναι Έλληνες. … Οι κάτοικοι εδωπέρα φοράν ολημερίς και ολονυχτίς κρεμασμένη στο στήθος μια μάσκα για τα ασφυξιογόνα. Μυστήριο το πώς μυρίστηκαν την εθνικότητά μας, αφού η στολή μας, η κάσκα μας, είναι φραντσέζικα όλα, κι ο ερχομός μας έγινε έτσι μυστικά. Χιμήξανε γύρω μας, ξετρυπώσανε σαν τα ποντίκια κάτω απ’ τη γης, άντρες, γυναίκες, προπάντων γυναίκες και παιδάκια. Και μας φιλάνε τα χέρια, μας χαϊδεύουν τα ντουφέκια, μας πασπατεύουν τις κάσκες, κουμπώνουν και ξεκουμπώνουν τα κουμπιά της μαντύας μας, κλαίνε, κλαίνε ήσυχα μέσα στη φεγγαροβραδιά.
-Είστε, αλήθεια, τ’ αδέρφια μας; Είστε Έλληνες, Έλληνες από την Ελλάδα;
-Μα ναι…
-Σας περιμέναμε χρόνια στη σκλαβιά. Σας ονειρευόμασταν, σας τραγουδούσαμε, σας προσκυνούσαμε, και δε σας ξέραμε. Και τώρα είστε κοντά μας. Ο Χριστός και η Παναγιά να σας φυλάει! Και να μη μας αφήσετε πια, αδέρφια, στους Σέρβους. Μας τυραγνάνε σκληρά, που είμαστε Έλληνες…
Ένας γέρος μούπε:
-Μας δέρνουν με το βούρδουλα σαν μας ακούνε να μιλάμε ελληνικά, να λειτουργιούμαστε ελληνικά. Μας πήραν τις εκκλησιές, τα ωραία σκολειά μας. Μας ατιμάζουν τις γυναίκες. .. Μας ατίμασαν όλες τις γυναίκες. Η πολιτεία μας έγινε ένα πορνείο. .. Αλλιώτικα τις κόβουν το δελτίο του ψωμιού. Και δεν αφήνουνε κανέναν να φύγει από την πολιτεία, να γλιτώσει. Έχουνε κλείσει όλα τα περάσματα και ντουφεκάνε.
Κύριε ελέησον! Μα ήρθαμε λοιπόν να πολεμήσουμε τους Σέρβους για να λευτερώσουμε Έλληνες για ήρθαμε να πολεμήσουμε τους Γερμανούς και τους Βουλγάρους για να λευτερώσουμε τους σύμμαχούς μας τους Σέρβους, που τους πρόδωσε ο Βασιλιάς; Κάτι αρχινά να ραΐζει μέσα μας. Η πίστη; Κλαίμε και μεις μαζί τους, και είμαστε σαστισμένοι. Μας φιλεύουν χίλια φτωχά μικροπράματα, και σ’ όλα τα υπόγεια τηγανίζουν γλυκίσματα με το τραγικό τους το σιτηρέσιο. Όλα για μας… Ένα σμάρι αγοράκια ήρθαν κοντά στη διμοιρία μου και όλα μαζί πιάσανε και τραγουδούσαν τον Εθνικό Ύμνο με τα κασκέτα στο χέρι. Τραγουδούσαν σιγανά, μας άγγιζαν και κλαίγανε».
[10] Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, δείγμα της παρρησίας του Χρυσοστόμου ενώπιον των αρχών, μπρος στο κίνδυνο του ποιμνίου του, διασώζουν οι βιογράφοι του:
«Μίαν ἡμέραν Γάλλοι άξιωματικοί, παρουσιασθέντες ἐνώπιόν του τὸν ἠρώτησαν.
- Πῶς θεωρεῖτε τοὺς βάλλοντας ἐναντίον τῆς πόλεως καὶ φονεύοντας τόσους ἐκ τοῦ ἀμάχου πληθυσμοῦ!
Ὁ Ἐπίσκοπος, χωρὶς νὰ χάση τὸ θάρρος του καὶ θεωρῶν τοὺς Ἀγγλογάλλους αἰτίους, διότι αὐτοὶ εἶχον γεμίσει τὸ Μοναστήρι μὲ παντὸς εἴδους πολεμικὰ εἴδη, ὥστε νὰ ἀποβῆ σημαντικὸς στρατιωτικὸς στόχος, ἀπήντησε:
- Θὰ σᾶς ἀπαντήσω, ἀφοῦ προηγουμένως σᾶς ἐρωτήσω πῶς λέγονται οἱ μεταβάλλοντες τὴν πόλιν εἰς μέγαν ὁπλοστάσιον;» ( Ηλία Αγγελόπουλου – Διονυσίου Μπατιστάτου, Χρυσόστομος Καβουρίδης - Αγωνιστής της Ορθοδοξίας και του Έθνους, Αθήνα, 1981, σ. 16).
[11] Ο μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
[12] Ως γνωστόν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν υπέρ της ουδετερότητας, σε αντίθεση με τον Βενιζέλο που ήταν υπέρ της Αντάντ.


Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Η ΧΛΕΥΗ Η ΑΠΑΞΙΩΣΗ ΚΑΙ Ο ΤΡΥΓΜΟΣ ΤΩΝ ΟΔΟΝΤΩΝ




Το ημερολόγιον διά την Εκκλησίαν δεν σκοπεί να καθορίσει την ακριβή διαίρεσιν του χρόνου, αλλά να εξασφαλίσει την ενότητα όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών εις τον εορτασμόν των εορτών και την ταυτόχρονον τήρησιν των νηστειών και των μυστηριακών και λοιπών θρησκευτικών τελετών. Προς τον σκοπόν τούτον καθωρίσθη επί τη βάσει της εαρινής ισημερίας του Ιουλιανού ημερολογίου, και εθεσπίσθη ο Πασχάλιος Κανών, ο ενιαύσιος κύκλος των εορτών, ήτοι το Κυριακοδρόμιον, ούτως ώστε να εορτάζηται το Πάσχα ταυτοχρόνως υφ' όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών πάντοτε κατόπιν του Νομικού Πάσχα των Ιουδαίων κατά τον 7ον Αποστολικόν Κανόνα, αι δε λοιπαί εορταί κινηταί τε και ακίνητοι να εορτάζωνται συγχρόνως υπό των χριστιανών και να τελώσι τα της λατρείας αυτών και να νηστεύωσι και να ευφραίνωνται ταυτοχρόνως όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ως τέκνα πνευματικά μίας και της αυτής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ης δομήτωρ και αρχηγός είναι εις και ο αυτός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.


 

Και επειδή κατά τους πρώτους αιώνας του Χριστιανισμού αι κατά τόπους Εκκλησίαι και οι Χριστιανοί εώρταζον τας εορτάς και ετέλουν τας νηστείας και τας θρησκευτικάς αγνείας ουχί ταυτοχρόνως, εδέησεν όπως οι Άγιοι και Θεοφόροι Πατέες εν Οικουμενικαίς Συνόδοις, προς τω καθορισμώ των δογμάτων καθορίσωσι διά του Πασχαλίου Κανόνος και του εορτολογίου και τον ταυτόχρονον εορτασμόν των εορτών και την σύγχρονον τήρησιν των νηστειών ανυψώσαντες εις περιωπήν δόγματος την ενότητα της Εκκλησίας, ήτις περιλαμβάνεται εις το 9ον άρθρον του Συμβόλου της Πίστεως, το ''Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν''.



Αγίου Χρυσοστόμου του Νέου Ομολογητή


Τούτου ένεκα όταν ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ' τω 1583 καθιέρωσεν εις την Λατινικήν Εκκλησίαν το Γρηγοριανόν ημερολόγιον και επειράθη να επιβάλλει τούτο και εις την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν, οι Πατριάρχαι της Ανατολής, Σύνοδον Πανορθόδοξον συγκροτήσαντες εν Κωνσταντινουπόλει το 1593 υπό την προεδρίαν του τότε Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου του Β', απεκήρυξεν τούτο, χαρακτηρίσαντες ''ως παγκόσμιον σκάνδαλον, ως καινοτομίαν της πρεσβυτέρας Ρώμης και ως αυθαίρετον καταπάτησιν των θείων και ιερών Κανόνων''. Αλλά και εις τους μετέπειτα χρόνους και δη της δουλείας, οσάκις η Δύσις επεχείρει να επιβάλει το νέον ημερολόγιον, οι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας απέκρουσαν τούτο, όχι δια λόγους αστρονομικούς και επιστημονικούς, αλλά διότι τούτο προσκρούον προς το υπό της Α' Οικουμενικής Συνόδου Πασχάλιον, εορτολόγιον, Κυριακοδρόμιον και λοιπήν ευρυθμίαν και ευταξίαν της θείας λατρίας, θα εσκανδάλιζε τους Χριστιανούς και θα κατήργει ορισμένους Αποστολικούς και Συνοδικούς Κανόνας, τουθ' όπερ πάντως θα προεκάλει και την διάσπασιν της ενότητας της Εκκλησίας εις τον εορτασμόν των εορτών. Εκ τούτων κατάδηλον γίνεται, ότι η διαφορά των δύο ημερολογίων δια την Εκκλησίαν, δεν είναι μόνον διαφορά 13 ημερών, ως ενησμενίσθησαν παίζοντες εν ου παικτοίς να διακηρύξουν urbi et orbi ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και οι ομόφρονεςαυτώ, αλλά τροποποίησις ενός Εκκλησιαστικού Θεσμού της Α' Οικουμενικής Συνόδου, ως είναι ο θεσμός του εορτολογίου, ον μόνον μία Πανορθόδοξος Σύνοδος ηδύνατο ομοφώνως να διαρρυθμίσει προς αποφυγήν της διασπάσεως της ενότητας των Εκκλησιών εν τω εορτασμώ των εορτών. Την τοιαύτην σημασίαν του εορτολογίου κατανοούσα τόσο η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όσο και η Σύνοδος της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, όταν απεφάσιζον την διαρρύθμισην του ημερολογίου διά ταςακινήτους εορτάς, είχον υπ' όψιν τους την παραδοχήν της διαρρυθμίσεως ταύτης υφ' όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Διό και η σχετική απόφασις της Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου έλεγεν... ''Ορίζομεν κοινή δι' όλας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας να λογισθεί η 12η Μαρτίου ως 25η του ημετέρου εορτολογίου'', η δε ιστορική Συνεδρία της ιεραρχίας 19 Μαίου 1923 καθ' ην ενεκρίθη κατ' αρχήν η συμμόρφωσις του Εκκλησιαστικού ημερολογίου προς το πολιτικόν έλεγε: ''...ανατίθησι τω Μακαριωτάτω Προέδρω, όπως προς τούτο συνεννοηθεί μεθ' όλων των Εκκλησιών''. Ότι δε το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δεν ηνόει να εμμένει εις ταύτην, αν και αι λοιπαί Εκκλησίαι δεν συνεμμορφούντο προς αυτήν, απόδειξις τούτο είναι η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1931, του αειμνήστου Πατριάρχου Φωτίου του Β' προς απάσας τας Αυτοκεφάλους Ορθοδόξους Εκκλησίας, εν η το ζήτημα του ημερολογίου θεωρεί, ουχί ως οριστικώς και εγκύρως λελυμένον, αλλ' ως επίδικον και συζητήσιμον εις την μέλλουσαν να συνέλθει Πανορθόδοξον Σύνοδον εν Αγίω Όρει. Εφ' ω και ανεγράφη εις την ημηρεσίαν διάταξιν των υπό της Συνόδου ταύτης συζητηθησομένων θεμάτων και μάλιστα η εγκύκλιος αύτη, η Πατριαρχική ορίζει ότι: ''τότε μόνον δύναται το νέον ημερολόγιον να τεθεί εις εφαρμογήν και προ της κυρώσεως τούτου υπό μελλούσης Οικουμενικής Συνόδου, όταν προς τούτο συμφωνήσουν όλαι οι Εκκλησίαι, τουθ' όπερ θεωρεί απαραίτητον όρον διά την εφαρμογήν, άνευ του οποίου ουδεμία Εκκλησία δικαιούται, ως λέγει η Πατριαρχική Εγκύκλιος να θέσει τούτο μονομερώς εις εφαρμογήν. Εκ τούτων εριδήλως καταφαίνεται ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον καταδικάζει εκ των προτέρων την μονομερή εφαρμογήν του νέου ημερολογίου δια τας συνεπείας, ας δημιουργεί αύτη, διασπώσα την ενότητα των Εκκλησιών εν τω εορτασμώ των εορτών και προκαλούσα μίαν σύγχησιν και αταξίαν εις την τέως Κανονικήν και εύρυθμον Ορθόδοξον θείαν λατρείαν, δι' ην ως πυξίς χρησιμεύει ο Πασχάλιος Κανών και το εορτολόγιον. Υπό τας συνθήκας ταύτας, τας αντιστρατευομένας προς το πνεύμα και αυτών των σχετικών αποφάσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατ' αρχήν εις χρήσιν το νέον ημερολόγιον διά τας ακινήτους εορτάς και είτα υπό της Εκκλησίας της Κύπρου, της Εκκλησίας της Ρουμανίας και εσχάτως υπό της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, επί Μελετίου, των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών και δη των παλαιφάτων Πατριαρχείων Ιεροσολύμων και Αντιοχείας μετά των Πατριαρχείων της Ρωσίας και της Σερβίας και των Εκκλησιών του Αγίου Όρους και Θεοβαδίστου Όρους Σινά εμμενουσών εις το πάτριον και εκ παραδόσεως επί είκοσι αιώνας διατηρηθέν Ιουλιανόν ημερολόγιον. Και είναι μεν αληθές, ότι την εφαρμογήν του νέου ημερολογίου εισήγαγον εις τας επαρχίας των και οι Αρχιερείς της Ελλάδος και αυτοί ακόμα οι κατ' αρχήν μειοψηφίσαντες, μη επιθυμούντες να δημιουργήσουν σχίσμα εις τους κόλπους της Εκκλησίας και ελπίζοντες συν τω χρόνω δυοίν θάττερον ή δηλονότι την συμμόρφωσιν προς τούτο απασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών και Χριστιανών ή εν εναντία περιπτώσει την επαναφοράν του παλαιού ημερολογίου προς αποφυγήν της διασπάσεως της ενότητος όλων των Εκκλησιών εν τω εορτασμώ των εορτών. Μετά πάροδον, όμως δεκαπενταετίας από της ημερολογιακής καινοτομίας, ου μόνον δεν συνεμορφώθησαν προς αυτήν αι λοιπαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, και δη τα Πατριαρχεία των Ιεροσολύμων, της Αντιοχείας και της Σερβίας, αλλά και επέστρεψάν τινες των νεοημερολογητικών Εκκλησιών, ως η της Πολωνίας και της Εσθονίας εις το πάτριον Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον αντιληφθείσαι την αντικανότητα του νέου. Εν τούτω τω μεταξύ, η αποσπαθείσα μερίς εκ της Αυτοκεφάλου Ελληνικής Εκκλησίας εξ αιτίας της εορτολογικής καινοτομίας μετά των ιερέων της επετέλεσεν ανεξάρτητον θρησκευτικήν Κοινότητα αναγνωρισθείσαν ως ταύτην συνωδά τω Συντάγματι και υπό της Κυβερνήσεως. Τους ιερείς της Κοινότητος αυτής η Εκκλησία κατεδίκασεν εις καθαίρεσιν παρά τους θείους και ιερούς Κανόνας, ενώ δεν είχεν ουδεμίαν πλέον Εκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν επ' αυτών, καθ' όσον ούτοι διέκοψαν προηγουμένως πάσαν εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετά της Διοικούσης Εκκλησίας, λόγω της εορτολογικής καινοτομίας. Λέγομεν δε παρά τους θείους και ιερούς Κανόνας, διότι η καθαίρεσις, η εσχάτη αύτη των Εκκλησιαστικών ποινών επιβάλλεται μόνον εις τρεις περιπτώσεις, τας εξής: Α) Όταν ο Κληρικός σφάλει περί την ορθήν πίστιν, Β) όταν ούτος περιπέσει εις έγκλημα προσωπικόν ή ηθικόν και Γ) όταν μη υπάρχοντος Εκκλησιαστικού τινός λόγου, ούτος αποκηρύξει την Κανονικήν προισταμένην Εκκλησιαστικήν Αρχήν και πήξει ίδιον θυσιαστήριον διά λόγους φιλαρχίας και κενοδοξίας. Εν τη προκειμένη περιπτώσει ουδείς εκ των λόγων τούτων, δι' ους επιβάλλεται κανονικώς η καθαίρεσις συνέτρεχεν και όμως η Εκκλησία κατεδίκαζεν αυτούς εις καθαίρεσιν υπό το πρόσχημα μεν της ανταρσίας και της απειθείας εις την προισταμένην Αρχήν, αλλά κυρίως διότι ηρνούντο ούτοι διά λόγους Εκκλησιαστικούς θίγοντας την συνείδησιν αυτών, να συμμορφωθούν προς την ημερολογιακήν καινοτομίαν. Και τούτο έπραττεν από σκοπού η Ιεραρχία, ίνα στερήσει τους ακολουθούντες το πάτριον εορτολόγιον, των λειτουργών του Θεού του Υψίστου διά την εκτέλεσιν των της λατρείας αυτών κατά το παλαιόν εορτολόγιον. Και δεν περιορίσθη μόνον εις την ποινήν της καθαιρέσεως την καθαρώς Εκκλησιαστικήν ταύτην ποινήν, αλλά και προέβη εις την δίωξιν τούτων ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων καταγγέλουσα αυτούς, λειτουργούντας, μετά την καθαίρεσιν, εις τους Ναούς των Παλάιοεορτολογιτών επί αντιποιήσει δήθεν Αρχής και ιερατικού αξιώματος. Εντεύθεν άρχεται σειρά φυλακίσεων, εξοριών και βαρυτάτων προστίμων, εις α κατεδικάζοντο, οι λειτουργοί του Θεού του Υψίστου, διότι ηρνούντο ούτοι να συμμορφωθώσι προς την ημερολογιακήν καινοτομίαν ήτις αντεστρατεύετο προς την συνείδησιν και τον όρκον ον έδωκαν κατά την χειροτονίαν αυτών περί της αλωβήτου διαφυλάξεως της εμπιστευθείσης αυτοίς ιεράς παρακαταθήκης. Τινές μάλιστα των Αρχιερέων των άκρων καινοτόμων, οίοι ο Φθιώτιδος Αμβρόσιος και ο Βεροίας Πολύκαρπος, αφού καθήρουν τους τοιούτους ιερείς, παρέδιδον αυτούς εις τας χείρας των χωροφυλάκων με την διαταγήν να αποσχηματίσωσιν αυτούς διά της βίας και να καταστήσωσι τους ευλαβείς τούτους ιερείς αντικείμενον σκανδάλου μεν εις τους πιστούς, χλεύης δε και σαρκασμού εις τα όμματα των απίστων.


Τας τοιαύτας αδικίας και παρανομίας της Εκκλησίας βλέποντες ημείς και μη επιθυμούντες να έχομεν δι' αυτάς βεβαρυμένην την συνείδησιν ημών, αφού μάτην πολλάκις εις την Σύνοδον της Ιεραρχίας παρεκαλέσαμεν αυτήν, όπως επανέλθει το πάτριον εορτολόγιον και ενώσει τους Χριστιανούς διά της άρσεως του προξενηθέντος σκανδάλου, ήχθημεν μετά πολλής θλίψεως και συνοχής καρδίας εις την απόφασιν να κηρύξωμεν δι' εγγράφου ημάς αυτούς εν Εκκλησιαστική ακοινωνησία μετά της Διοικούσης Εκκλησίας και να δόσομεν μίαν ποιμαντορικήν προστασίαν προς την μερίδα των ακολουθούντων το πάτριον εορτολόγιον, όπερ εθέσπισεν η Α' Οικουμενική Σύνοδος. Ομολογητέον ότι ήχθημεν εις την απόφασιν ταύτην, ουχί διότι επεδιώκομεν προσωπικάς βλέψεις και φιλοδοξίας, ως διέδωσεν ευθύς εξ' αρχής ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αλλά διότι ελπίζομεν να εκβιάσωμεν διά του τρόπου τούτου αυτόν να καλέσει την Ιεραρχίαν και να θέσει υπό την κρίσιν Αυτής το έγγραφον της Ακοινωνησίας ημών, ως και όλον εν γένει το ζήτημα το ημερολογιακόν. Δεν εφανταζόμεθα δε ποτέ, ότι η Διοικούσα Σύνοδος θα προέβαινεν εις την έκπτωσιν ημών εκ των θρόνων, άνευ διαδικασίας ημών κατά τους Κανόνας και το Καταστατικόν και την κήρυξιν ως τέως Μητροπολιτών και ως υποδίκων ενώπιον Συνοδικού Δικαστηρίου. Διότι δυοίν θάτερον ή ενέκρινεν η Διοικούσα Σύνοδος το αποκοινωνητικόν ημών έγγραφον, όπερ ην κατοχυρωμένον διά λόγων Εκκλησιαστικών και Κανονικών και επομένως δεν εδικαιούτο να δικάσει ημάς, ως μη υπαγομένους πλέον υπό την δικαιοδοσίαν και δοσιδοκίαν αυτής ή δεν ενέκρινεν τούτο, οπότε έδει να ακολουθήσει την Κανονικήν και την υπό της Εκκλησιαστικής Δικονομίας προβλεπομένην διαδικασίαν, ίνα επιβάλει ημίν την ποινήν της εκπτώσεως...


Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ. Απόσπασμα άρθρου του Αγίου Χρυσοστόμου του Νέου Ομολογητή, όπως αυτό δημοσιεύεται στα ''ΑΠΑΝΤΑ ΠΡΩΗΝ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 1871 - 1955'', τόμος 1ος, σελίδες 303 - 307, έκδοση της Ιεράς Μονής Αγίου Νικοδήμου Ελληνικού Γορτυνίας, 1997.


Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΙΣΤΕΣ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΕΣΧΙΣΑΝ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ



Μετά την διακήρυξη της αποτείχισης του Αγίου πατρός Χρυσοστόμου του νέου Ομολογητή, μετά του Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Γερμανού και του Μητροπολίτη Ζακύνθου κ. Χρυσοστόμου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Φώτιος Β' (1874 - 1935) απέστειλε εσπευσμένα τηλεγράφημα προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, προκειμένου να ενημερώσει τον αποτειχισθέντα -βάσει των Ιερών Κανόνων- Άγιο. Ιδού, πως απάντησε ο Άγιος Ιεράρχης Χρυσόστομος με εκκλησιαστική ακρίβεια και πατερική αυθεντία στα φαρισαικά κελεύσματα περί ενότητας και πειθαρχίας στην Εκκλησία, όταν αυτή αλλοιώνει και καινοτομεί το δόγμα της  Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Και, ενώ έχουν περάσει 81 χρόνια από την ευλογημένη αποτείχιση του Αγίου Χρυσοστόμου και οι περισσσότεροι εκ των αντιοικουμενιστών της Διοικούσας Εκκλησίας καταφέρονται με ατέρμονες και -κουραστικά- επαναλαμβανόμενες επιστημονικές αρθρογραφίες κατά του Συγκρητισμού, ουδείς όμως δεν βγαίνει εμφανώς και ευθαρσώς να ζητήσει την επαναφορά του Ορθοδόξου Εορτολογίου, πόσο μάλλον να αποτειχισθεί...! Γιατι η αποτείχιση ταιριάζει σε πατερικά Ορθοδόξους, που δεν κρύβονται πίσω από εκπονημένες προφάσεις εν ιστορικά αυταπόδεικτες αμαρτίαις και δεν ψάχνουν κάθε φορά να υποδυθούν τους ''πνευματικούς χαμαιλέοντες'' για να αναβάλλουν ακόμη μια φορά την υποκριτικά διαφαινόμενη αναβλητικότητά τους.  Γίνεται εκ νέου αυταπόδεικτο, πως οι συμβουλευτικές κομπορρημοσύνες του Επιφανειακού ιδεολογήματος και της επαναλαμβανόμενης έτι και έτι αναβλητικότητας με την κοινωνία των Οικουμενιστών, οδήγησε την Επίσημη Εκκλησία στην απόλυτη σήψη και το πνευματικό τέλμα, σε ένα προκαθορισμένο και αναμενόμενο Χρονικό ενός Πραοαναγγελθέντος Θανάτου. Εύχεσθε! Γ. Δ.



ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΦΩΤΙΟΥ (1929 - 1935) ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ


''Ανακοινώσατε παρακαλούμεν προς Μητροπολίτην πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομον, μετοχή υμετέρας ιερότητος εις κίνημα κατά της ειρήνης, ενότητος της Εκκλησίας και ευσεβούς γένους καιρίως ελύπησαν ημάς και Μητέρα Εκκλησίαν. Υπενθυμίζοντες ιερούς όρκους, ους αύτη έδωκεν ενώπιον Εκκλησίας εν πανσέπτω πατριαρχικώ ναώ, περί ισοβίου αφωσιώσεως και πειθαρχίας Εκκλησίας, και τους οποίους έτι ακούομεν αντηχούντας, καλούμεν μετά περί ημάς Αγίας Συνόδου υπακοήν και πειθαρχίαν προς Εκκλησίαν, δηλούντες ότι αθέτησις, καταπάτησις όρκου έχει συνέπειαν διαγραφήν ονόματος αυτής από βίβλου ζωής, διότι τόλμημα αυτής και των μετ' αυτής συμπραττόντων δεν στρέφεται παρά κατά Θεοδμήτου Μητρός Εκκλησίας και ενότητος ευσεβούς λαού.

Πατριάρχης ΦΩΤΙΟΣ


Εφημερίδα ''Νέος Κόσμος'' 7 Ιουνίου 1935

Ο ΑΓΙΟΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΝ

Ο Άγιος πρώην Φλωρίνης κ. κ. Χρυσόστομος, εις απάντησιν του προς αυτόν σταλέντος υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου Φωτίου απέστειλε την κατωτέρα επιστολήν:



Παναγιώτατε Δέσποτα, Αγία και ιερά Σύνοδος


Κατώδυνος την ψυχήν και με δικαίαν αγανάκτησιν εις την καρδίαν έλαβον γνώσιν του δια της Συνόδου της Ελληνικής Εκκλησίας διαβιβασθέντος μοι τηλεγραφήματος της Υμετέρας Παναγιότητος. Εις απάντησιν, υποβάλλων την επισυνημμένην έντυπον διαμαρτυρίαν, προάγομαι να δηλώσω συνοπτικώς και τα εξής:


Α' ) Ημείς δεν είμεθα παραβάται του όρκου πίστεως και πειθαρχίας προς την Μητέρα Εκκλησίαν, αλλ' οι αθετήσαντες τας Παραδόσεις των Αγίων Επτά Οικουμενικών Συνόδων και την αιωνόβιον πράξιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας δια της ημερολογιακής καινοτομίας.



Β' ) Ημείς δεν εσχίσαμεν την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και δεν διηρέσαμεν τον Ορθόδοξον Ελληνικόν Λαόν, αλλ' οι καινοτομήσαντες Αρχιερείς, οι εισαγαγόντες επί περιφρονήσει Αιωνοβίων Ορθοδόξων Θεσμών, ξένην και παπισμού όζουσαν ημερολογιακήν παράδοσιν, εξυπηρετούσαν μυχίους πόθους της Δυτικής εκκλησίας και εκθέτουσαν την Ορθόδοξον Εκκλησίαν ως μη έχουσα ενότητα και συνοχήν εις τα της πίστεως και τα της Θείας Λατρείας.


Γ' ) Ημείς, Παναγιώτατε, μένοντες πιστοί εις τας Παραδόσεις των επτά Οικουμενικών Συνόδων και τας σεπτάς Οικουμενικάς διατάξεις, τας συγκροτούσας την ενότητα της Ορθοδοξίας και αποτελούσας την ταυτόχρονον και ομοιόμορφον εκδήλωσιν της πίστεως και της θείας λατρείας, είμεθα άξιοι επαίνων και ευλογιών εκ μέρους της Μητρός Εκκλησίας και ουχί επικρίσεων και απειλών εν αντιθέσει προς εκείνους, οίτινες παρά τον όρκον πίστεως και τας σεπτάς Παραδόσεις των Αγίων επτά Οικουμενικών Συνόδων και τους θείους και ιερούς κανόνας κατεπάτησαν αυτούς δια της μονομερούς και αντικανονικής εφαρμογής εν τη Θεία Λατρεία του Γρηγοριανού ημερολογίου. Το Γρηγοριανόν ημερολόγιο, ως γνωστόν, εχαρακτήρισεν ο Μέγας Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας ο Β' εις μίαν Πανορθόδοξον Σύνοδον εν Κωνσταντινουπόλει, ως μίαν καινοτομίαν της Πρεσβυτέρας Ρώμης, ως παγκόσμιον σκάνδαλον και ως αυθαίρετον καταπάτησιν των Συνοδικών Διατάξεων και Εκκλησιαστικών Παραδόσεων.



Δ' ) Ημείς, Παναγιώτατε, φρονούμεν ότι η λύσις του ημερολογιακού ζητήματος, ου μόνον δεν είναι Κανονική, αλλά και όλως αντικανονική, διότι εκτός του ότι αύτη δεν απέρρευσεν εξ' αποφάσεως Οικουμενικής Συνόδου, μόνης δικαιομένης κατά το πνεύμα των θείων και ιερών Κανόνων και την αιωνόβιον πράξιν της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας  να λύει ζητήματα γενικής Εκκλησιαστικής φύσεως, στερείται επί πλέον και του χρίσματος του Εκκλησιαστικού κύρους του Οικουμενικού θρόνου, ως γενομένη υπό της δωδεκαμελούς μόνον Συνόδου και ουχί υφ' όλης της Ιεραρχίας του Θρόνου εις Σύνοδον συνερχομένης και εν Αγίω Πνεύματι αποφαινομένης συνωδά τω ΛΔ' Αποστολικώ Κανόνι. Εις την έντυπον διαμαρτυρίαν και αποσαφήνισιν του ημερολογιακού ζητήματος, αποδεικνύομεν εν πλάτει τους Εκκλησιαστικούς και Εθνικούς λόγους, οίτινες ενεθάρρυναν ημάς εις το μέγα τούτο και ιστορικόν διάβημα: και όταν η Υμετέρα Παναγιώτης, μετά την περί αυτήν Σύνοδον αναγνώσει ταύτα, μετά προσοχής πεποίθαμεν, ότι θα δικαιώσει ημάς. Ίσως ίπητε ημίν, Παναγιώτατε, διότι πριν ή κηρύξητε την Διοικούσαν Εκκλησίαν σχισματικήν και διακόψητε πάσαν σχέσιν και πνευματικήν επικοινωνίαν μετ' αυτής, διατί δεν αναπτύξατε τους λόγους αυτούς εις την Σύνοδον της Ιεραρχίας; Απαντώντες διαβεβαιούμεν Υμάς, ότι επί δωδεκαετίαν όλην εις πάσας τας Συνόδους της Ιεραρχίας, εποιούμεθα έκκλησιν μετ' άλλων Αρχιερέων ομοφρόνων, εις την ευθυκρισίαν και τα Ορθόδοξα φρονήματα της Ιεραρχίας και εξορκίζομεν Αυτήν εν ονόματι της ενότητος της Ορθοδοξίας και της γαλήνης και ειρήνης της Εκκλησίας, όπως επαναφέρει το Πατροπαράδοτον εορτολόγιον, μόνον δυνάμενον να ενώσει τα διεστώτα, όπως και τα εχώρισε. Δυστηχώς, ου μόνον δεν εισακουόμεθα από την πλειονότητα των Ιεραρχών, αλλά και εγινόμεθα αντικείμενα ειρωνίας ως ασυγχρόνιστοι και ως μένοντες προσκεκολλημένοι ως όστρακα επί του βράχου εις μίαν παλαιωθείσαν και αχρηστευθείσαν κατ' αυτούς, Εκκλησιαστικήν Παράδοσιν. Διό και ότε είδομεν, ότι το σχίσμα εδημιουργήθη και άνευ ημών υπό των χριστιανών, κατ' αρχάς ολίγων, και νυν αριθμούντων υπέρ τα δύο εκατομμύρια, και ότι η Ιεραρχία δεν έχει σκοπόν να επαναφέρει το Ορθόδοξον Εορτολόγιον, απεδύθημεν εις τον αγώνα τούτον τον Ιερόν και Άγιον, διαθρυπτόμενοι υπό της ελπίδος, ότι η Ιεραρχία θάττον ή βράδιον θα εξαναγκασθεί υπό την πίεσιν του λαού να επαναφέρει το Ορθόδοξον Εορτολόγιον, προς ένωσιν της Ορθοδοξίας και ειρήνευσιν της Εκκλησίας. Εάν ο Μακαριώτατος σας διαβιβάζει αντιθέτους πληροφορίας μη πιστεύητε εις αυτόν, πολλάκις ωραθέντα ψευδόμενον διά της ιδίας αυτού υπογραφής. Ημείς γνορίζομεν ότι ο Μακαριώτατος ποιούμενος χρήσιν του ψεύδους και καταχρώμενος της δυνάμεως της Επαναστατικής Κυβερνήσεως, ης τυφλόν όργανον ήτο, παρέπεισε τότε και την Σύνοδον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ωθήσας αυτήν εις την ημερολογιακήν ταύτην καινοτομίαν επί διακυβεύει του κύρους, όπερ ασκεί το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εις όλας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας ως πρυτανείον Παλλάδιον της Ορθοδοξίας. Ο αυτός Μακαριώτατος προσπαθεί πάλιν να παρασύρει δια του ψεύδους και της συκοφαντίας, τα μόνα όπλα δι' αυτόν, να ωθήσει και το Πατριαρχείον εις αποφάσεις αντορθοδόξους και αντικανονικάς μελλούσας να έχουν αντίκτυπον εις όλας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας, τας ισταμένας επί του εδάφους των Αγίων επτά Οικουμενικών Συνόδων και των Εκκλησιαστικών Παραδόσεων. Εφιστώμεν την προσοχήν του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου  και της περί αυτόν Ιεράς Συνόδου επί του σοβαρού τούτου ζητήματος, διότι δεν πρέπει να παρορώμεν ότι διακυβεύονται εξ' αιτίας της ημερολογιακής καινοτομίας τα πρωτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί του πνευματικού εδάφους και ακυρούνται και τα χρυσόβουλα της Ορθοδοξίας άτινα διά ποταμών μαρτυρικών αιμάτων εκτήσατο τούτο διά μέσου των αιώνων. Η ευθαρσής και Ορθόδοξος αύτη στάσις ημών προστατεύει και τα προαιώνια ταύτα δίκαια και πρωτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διότι απαλλάτει τούτο της ευθύνης απέναντι των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, δια το τόλμημα της ημερολογιακής καινοτομίας επιρρίπτει αυτήν προσωπικώς εις την δωδεκαμελήν Σύνοδον του Πατριαρχείου, ήτις υπερέβη τα όρια της δικαιοδοσίας αυτής, παραπεισθείσα υπό του Μακαριωτάτου, ως εμφαίνεται και εκ των μαρτυριών προσώπων σεβαστών, εν οις ο αείμνηστος Πατριάρχης Κωνσταντίνος, αλλά και εκ των επισήμων εγγράφων των ανταλλαγέντων μεταξύ του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και του αειμνήστου Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου. Ας μη κρυπτώμεθα όπισθεν των δακτύλων, Παναγιώτατε. Η ημερολογιακή καινοτομία ης εμπνευστής και πρωτεργάτης είναι ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και ο ομόφρων και συνυπεύθυνος τούτου Πατριάρχης Αλεξανδρείας κ. Μελέτιος, ου μόνον διακύβευσε το Ορθόδοξον γόητρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και ήνοιξεν εις την καρδίαν της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας, μίαν κακοήθους μορφής πυορροούσαν πληγήν, ήτις εάν δεν επουλωθεί διά της επαναφοράς του Ορθοδόξου Εορτολογίου, μέλλει να επενέγκη την σήψιν και την γαγραίνωσιν εις όλον τον οργανισμόν της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, τουθ' όπερ θα έχει φοβερόν αντίκτυπον και εις την ενότητα και ζωτικότητα του Ελληνικού Έθνους. Προσέξατε καλώς, Παναγιώτατε, μη παραπεισθήτε και πάλιν υπό του Μακαριωτάτου, όστις ουκ οίδαμεν ποιους καταχθονίους εξυπηρετών αντορθοδόξους και αντεθνικούς σκοπούς, εκίνησε και κινεί πάντα λίθον όπως παραστήσει ημάς ως υπονομευτάς της Εκκλησιαστικής και Εθνικής ενότητος, παρουσιάζων ως δημιουργούς σχίσματος εν τη Εκκλησία, ενώ ούτος έχισεν αυτήν διά της ημερολογιακής καινοτομίας. Διο και σύσσωμος ο Ελληνικός Λαός, ο ακραιφνίς ούτος λάτρις των Εκκλησιαστικών Παραδόσεων, αυτόν μεν απεδοκίμασεν ως εχθρόν της Ορθοδοξίας, ημάς δε ενοκολπώθη ως Στυλοβάτας και προασπιστάς των τιμίων και εθνικών Παραδόσεων. Και όπως παρίστα, ως έγραφε τότε εις τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Γρηγόριον την ημερολογιακήν καινοτομίαν, ως Πανελλήνιον πόθον και ως εξυπηρετούντα ύψιστα Εθνικά συμφέροντα ψευδώς, ως τα πράγματα έδειξαν, ούτω και νυν θα σας παρουσιάζει ίσως, ότι ημείς προκαλέσαμεν με το σωστικόν και ιστορικόν διάβημα ημών την μήνιν του Ορθοδόξου Ελληνικού Λαού, και ελάβομεν χιλιάδας τηλεγραφημάτων εξ' όλων των επαρχιών δι' ων εκφράζουσι την αφοσίωσίν των προς ημάς ως Στυλοβάτας της Ορθοδοξίας και διαδηλούν ότι είναι έτοιμοι αγωνιζόμενοι παρά το πλευρόν ημών να χύσωσι και το αίμα αυτών αμυνόμενοι των Ορθοδόξων Θεσμών και Εκκλησιαστικών Παραδόσεων. Σας καθιστώμεν ταύτα γνωστά, εκ των προτέρων, και σας εξορκίζομεν να μη δώσητε καμμίαν πίστιν εις όσα σας γράφει ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος, ο αρχηγός του ψεύδους και της ραδιουργίας. Το Ορθόδοξον Εορτολόγιον θα επανέλθει εν τη Ελληνική Εκκλησία, διότι τούτο απαιτεί ο σεβασμός των επτά Οικουμενικών Συνόδων και των Εκκλησιαστικών Παραδόσεων και διότι ο Ορθόδοξος Ελληνικός Λαός, ο ακραιφνίς ούτος λάτρις της θρησκείας και άγρυπνος των Εκκλησιαστικών Παραδόσεων φρουρός και θεματοφύλαξ, το ζήτημα τούτο το έκαμε πλέον ζήτημα ζωής και θανάτου. 



Εκείνο όπερ θα σώσει την ενότητα της Εκκλησίας και του Έθνους είναι μόνον η επάνοδος της Εκκλησίας εις το Ορθόδοξον Εορτολόγιον, ήτις δέον να γίνει μίαν ώραν ενωρίτερον με την προσωπικήν θυσίαν εκείνων οίτινες κατειργάσαντο την επάρατον ταύτην διαίρεσιν των Ορθοδόξων Εκκλησιών και των Χριστιανών. Πάσα άλλη λύσις αποκλείεται  ως επικίνδυνος εις την γαλήνην και την ειρήνευσιν του θρησκεύοντος Ελληνικού λαού  και την Ορθοδοξίαν της Εκκλησίας του. Ταύτα εκρίναμεν εύλογον να ανακοινώσωμεν εις την Υμετέρα Πανιερότητα και την περί Αυτήν Σύνοδον εις απάντησιν του τηλεγραφήματος Αυτής και κολακευόμενοι να πιστεύομεν ότι η Μήτηρ Εκκλησία κηδομένη της ενότητος της Ορθοδοξίας και της ειρηνεύσεως του Ορθοδόξου Ελληνικού Λαού, ου μόνον θα αγαθυνθεί Αύτη να επαναφέρει το Ορθόδοξον Εορτολόγιον, αλλά και θα συστήσει εις τον Μακαριώτατον την προσωπικήν θυσίαν του επιβαλλομένην από της αδηρήτου ανάγκης των πραγμάτων προς αναστήλωσιν του Ορθοδόξου ημερολογιακού θεσμού, και κατευνασμόν του κατ' αυτού εξεγερθέντος θρησκεύοντος Ελληνικού Λαού.


Επί τούτοις


Διατελώ μετ' αδελφικής αγάπης


Ο Πρώην Φλωρίνης ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ



Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ. Απόσπασμα εκ του ιστορικού, ορθοδόξου περιοδικού ''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ'' του αειμνήστου Επισκόπου Πενταπόλεως κ. Καλλιοπίου Γιαννακουλοπούλου της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών. Τόμος Ζ', σελίδες 162 - 166. Πειραιεύς 1987.