
Εἰσαγωγικὸ
Μέχρι τώρα γνωρίζαμε ἀπὸ τὴν ἱστορία τὴν σημαντικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Κυκλάδων Γερμανὸ τῆς 9ης Νοεμβρίου 1937, μέσῳ τῆς ὁποίας τὸν ἔψεγε ποὺ ἀκολούθησε τὸν Ἐπίσκοπο Βρεσθένης Ματθαῖο στὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανό. Οἱ ἀποκηρύξεις τῶν ἀποσχιστῶν Ἐπισκόπων συνέβησαν τὸν Σεπτέμβριο τοῦ ἔτους ἐκείνου καὶ ἀποτέλεσαν μεγάλο πλῆγμα στὸν ἱερὸ Ἀγῶνα τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας κατὰ τῆς Ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας τοῦ 1924.
Ὡς γνωστόν, ἡ ἀκραία ὁμάδα περὶ τὸν Βρεσθένης Ματθαῖο -ποὺ ἀκολούθησε τότε καὶ ὁ Κυκλάδων Γερμανὸς- βρῆκε ὡς πρόφαση γιὰ τὴν διάσπασή της ἐκκλησιολογικῆς φύσεως διευκρινίσεις, στὶς ὁποῖες εἶχαν προβεῖ οἱ Ὁμολογητὲς Ἱεράρχες Δημητριάδος Γερμανὸς καὶ πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος σχετικὰ μὲ τὰ ἰσχύοντα -σύμφωνα μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες- γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση καὶ θέση ὅσων δέχθηκαν τὴν Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία.
Περὶ τῶν λεπτομερειῶν τῆς τραγικῆς ἐκείνης διασπάσεως ἔχουμε ἀναφερθεῖ σὲ ἱστορικὸ ἔργο μας, στὸ ὁποῖο παραπέμπουμε τὸν ἐνδιαφερόμενο (βλ. Ἐπίσκοπος Μαγνησίας Χρυσόστομος Νασλίμης, 1910-1973, Ἀκατάβλητος Ἀγωνιστὴς Πίστεως καὶ Ὑπομονῆς, τόμος Α΄, Ἀθήνα 2019, σελ. 162-181).
Ἡ γνωστὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου πρώην Φλωρίνης πρὸς τὸν παρασυρθέντα στὴν σύμπηξη Παρασυναγωγῆς Ἐπίσκοπο Κυκλάδων Γερμανὸ δημοσιεύθηκε ἤδη ἀπὸ τοῦ 1973 ἀπὸ τὸν λόγιο Ἁγιορείτη τότε Μοναχὸ π. Θεοδώρητο σὲ εἰδικὴ μελέτη του, ἐνῶ ἔγινε εὐρύτερα γνωστὴ διὰ τῆς συμπεριλήψεώς της στὸ ἔργο: Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης – Ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἔθνους, Ἀθῆναι 1981, σελ. 76-84, ὑπὸ τῶν Ἐπιμελητῶν Ἠλία Ἀγγελόπουλου καὶ Διονυσίου Μπατιστάτου.
Σὲ αὐτήν, ὁ συντάκτης ἀναφέρει ὅτι ἀπαντᾶ σὲ ἔντυπη ἀνταπάντηση ἀπὸ 20-10-1937 τοῦ ἀποδέκτου, καὶ μάλιστα τοῦ θυμίζει ὅτι πρὶν νὰ κυκλοφορήσει αὐτὴν ἐντύπως πρὸς τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν θὰ ἔπρεπε κατὰ λογικὴ ἀπαίτηση καὶ στοιχειώδη ἀξιοπρέπεια νὰ τὴν εἶχε ἀπευθύνει πρωτίστως σὲ αὐτὸν (τὸν πρώην Φλωρίνης) ὡς φυσικὸ ἀποδέκτη της. Ἀλλὰ σὲ ποιά Ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου πρώην Φλωρίνης ἀπαντοῦσε ὁ Κυκλάδων διὰ τοῦ λανθασμένου τούτου τρόπου;
Ἀπὸ τὴν ἔρευνά μας σὲ ἱστορικὰ ἀρχεῖα τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν Ἀγῶνος, ἐξ ἀγάπης πρὸς Αὐτὸν κινούμενοι, ἀνακαλύψαμε ἀκριβῶς τὴν ἀρχικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ πρώην Φλωρίνης πρὸς τὸν Κυκλάδων μὲ ἡμερομηνία 14-10-1937, σὲ δακτυλογραφημένο κείμενο 15 σελίδων, στὸ ὁποῖο μόνον ἡ τελευταία σελίδα παρουσιάζει κάποια μικρὴ φθορά, χωρὶς ὅμως πρόβλημα στὴν κατανόηση τοῦ περιεχομένου.
Χάριν λοιπὸν τῆς ἱστορίας, τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας προβαίνουμε στὴν γιὰ πρώτη φορὰ δημοσιοποίησή της, διότι ἕνα κείμενο τόσης ἱστορικῆς σημασίας δὲν πρέπει νὰ παραμένει ἄγνωστο καὶ ἀκοινολόγητο καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν ἀδικαιολόγητο φόβο μὴ τυχὸν κάποιος ἐκ τῶν ἡμετέρων ἤ τῶν ὑπεναντίων «σκανδαλισθεῖ». Ἄν «φοβόμαστε» τὰ κείμενα τοῦ κατὰ Θεὸν Ἡγέτου ἡμῶν, τότε δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ ἀποκαλούμαστε ἀληθινὰ τέκνα του οὔτε νὰ ἐμφανιζόμαστε ὡς ὑποτιθέμενοι διάδοχοι τοῦ Γίγαντος αὐτοῦ τῆς Πίστεως.
Δηλώνουμε ὅτι δὲν ἀναξέουμε πληγὲς οὔτε ἐπαναφέρουμε στὸ προσκήνιο θέματα εὐαίσθητα καὶ ἀντιλεγόμενα. Ἁπλὰ καταθέτουμε τὴν φωτισμένη σκέψη, μαρτυρία καὶ ὁμολογία τοῦ Ἁγίου Προκαθημένου μας σὲ ἐποχὴ θλιβερή, στὴν προσπάθειά του νὰ διδάξει, νουθετήσει καὶ ἐπαναφέρει στὴν ὀρθὴ ὁδὸ ἐκτρεπομένους ἀδελφούς. Τὸ πνεῦμα του, οἱ γνώσεις του, τὸ ἦθος του, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπιβεβλημένη αὐστηρότητά του, συγκερασμένη μὲ εὐγένεια, ἀποτελοῦν πηγὴ ἐμπνεύσεως γιὰ κάθε καλοπροαίρετο Ἀγωνιστὴ τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει πληγεῖ ἀπὸ τὸ ἀπαίσιο μικρόβιο τῆς μικροπρέπειας, τῆς ἐριστικότητας, τῆς διχοστασίας, τοῦ φανατισμοῦ καὶ τῆς ἀκαταστασίας.
Εἶναι σαφὲς ὅτι παρὰ τὴν φαινομενικὴ ὑποχώρησή του μεταγενέστερα, προκειμένου νὰ οἰκονομήσει ἀκόμη καὶ αὐτὸν τὸν Κυκλάδων Γερμανό (1950 κ.ἑ.), ἡ διαυγὴς μαρτυρία τοῦ Ἁγίου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου εἶναι θεμελιώδης. Ἡ δὲ τακτική του γιὰ ἐπίδειξη συγκαταβάσεως σὲ προβληματικούς, προκειμένου νὰ ὑπηρετηθεῖ ἡ καλῶς νοουμένη ἑνότητα τῶν γνησίων Ὀρθοδόξων, εἶναι φυσικὰ ἀξιέπαινη, διότι ἐνεφορεῖτο ἀπὸ ἁγνὲς διαθέσεις. Τοῦτο ὅμως δὲν σημαίνει ἀπεμπόληση τῶν βασικῶν θέσεων, οἱ ὁποῖες συγκροτοῦν τὸ ὑγιὲς θεμέλιο τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος μας.
Κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη βεβαίως δὲν εἶχε ἀκόμη τεθεῖ τὸ σοβαρὸ θέμα Πίστεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ὅλης μέχρι σήμερα θεαματικῆς ἐξελίξεώς του. Ἐν τούτοις, τὸ σκεπτικὸ περὶ τῆς σημασίας τῆς Πανορθοδόξου Συνοδικῆς ἀποφάνσεως ὡς ἐσχάτου κριτηρίου στὰ ἐπίδικα ἐκκλησιαστικὰ θέματα δὲν δύναται νὰ ἀγνοηθεῖ καὶ νὰ παρακαμφθεῖ, ἄν πρέπει νὰ τηρηθοῦν τὰ Ὀρθόδοξα Κανονικὰ πλαίσια, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ὁμολογητὴ Ἱεράρχη, καὶ νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ παρακινδυνευμένες προσωπικὲς καὶ ἀτομικὲς ἀπόψεις. Ἀλλὰ τοῦτο δὲν ἀποκλείει τὴν ἔκφραση ἀρχιερατικῆς διαγνώμης ἐπὶ θεμάτων Πίστεως, εἴτε μεμονωμένα εἴτε Συνοδικά, σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο, κατὰ τὴν θεμιτὴ ἐκκλησιαστικὴ διαδικασία ἀντιμετωπίσεως κρίσεων, οἱ ὁποῖες συνταράσσουν τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴν παροῦσα Ἐπιστολὴ τῆς 14-10-1937 ἀντιμετωπίζονται ἀρχικὰ διοικητικὰ θέματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τὰ ὁποῖα ἐπέφεραν ρήξη στὶς σχέσεις τῶν Ἀρχιερέων μὲ μικρὴ ὁμάδα λαϊκῶν τῆς «Ἑλληνικῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος», οἱ ὁποῖοι δὲν ἤθελαν τὴν κανονικὴ ὑποταγή τους σὲ αὐτούς, ἀλλὰ τὴν συνέχιση τῆς «διοικήσεως» τῶν θεμάτων τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος ὅπως εἶχαν μάθει ἀπὸ πρὶν ποὺ ἦσαν ἄνευ Ἐπισκοπικῆς καλύψεως. Γιὰ τὴν κατανόηση ὅσων ἀναφέρονται στὴν Ἐπιστολὴ ἐπὶ τοῦ ζητήματος αὐτοῦ, ἐν μέρει τουλάχιστον, παραπέμπουμε καὶ πάλι στὸ ὡς ἄνω ἱστορικὸ ἔργο μας (βλ. Ἐπίσκοπος Μαγνησίας Χρυσόστομος Νασλίμης, τ. Α΄, σελ. 109-111).
Ἐπίσης, θίγονται εὐρύτερα θέματα προβληματικῆς συμπεριφορᾶς καὶ τακτικῆς τοῦ Ἐπισκόπου Κυκλάδων Γερμανοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν σεβόταν καὶ δὲν ὑπολόγιζε τὴν κανονικὴ Συνοδικὴ τάξη καὶ σειρά. Ἦταν ἄρα ἀναμενόμενο ἡ στάση του νὰ ἐκτραπεῖ ἐντελῶς καὶ νὰ φθάσει στὸ ἀπροχώρητο. Ὅταν κάποιος ἔχει μάθει νὰ αὐθαιρετεῖ χωρὶς νὰ ὑπολογίζει τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέσμια, εἶναι ζήτημα χρόνου νὰ ἐξευρεθεῖ κάποια αἰτία καὶ ἀφορμὴ γιὰ νὰ τὴν χρησιμοποιήσει καταλλήλως, ὥστε νὰ ἐκπληρώσει μύχιους πόθους ἀνεξαρτητοποιήσεως καὶ οὐσιαστικὰ βυθίσεώς του σὲ ἀντι-εκκλησιαστικὴ πορεία στὸ ἀδιέξοδο τῆς πλάνης του.
Εἶναι δυστυχῶς παρατηρημένο καὶ ἐπαναλαμβανόμενο τὸ τραγικὸ φαινόμενο στὴν ἱστορία τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος μας, παλαιὰ καὶ σύγχρονη, ὅτι τὰ μοιραῖα ἐκεῖνα πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἀνέλαβαν μετὰ πάσης ἀδιακρισίας νὰ ξεκαθαρίσουν δῆθεν τὰ θέματα Πίστεως, ἀπεδείχθησαν τόσο κακεντρεχῆ ἔναντι τῶν ὑποτιθεμένων «ἐχθρῶν» τους τοῦ χώρου μας καὶ τόσο σκανδαλωδῶς ἀκατάστατα, ὥστε ἡ βλάβη καὶ ταραχὴ ποὺ προξένησαν νὰ εἶναι ἀπείρως μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν δῆθεν ὠφέλεια ποὺ σκόπευαν νὰ προκαλέσουν. Ὁ Θεὸς νὰ ἐλεήσει ζῶντας καὶ κεκοιμημένους γιὰ τὴν τραγικὴ κατάπτωσή τους ἕνεκα τῆς «ἀκριβείας τῆς πίστεως»!…
Ἐν συνεχείᾳ, ὡς πρὸς τὴν Ἐπιστολὴ τῆς 14-10-1937, ὁ Ἅγιος πρώην Φλωρίνης προβαίνει σὲ θαυμαστὴ διευκρίνιση τοῦ νοήματος τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος καὶ τῶν ὀρθῶν Κανονικῶν πλαισίων του, πρὸς ἀποσόβηση κάθε μορφῆς ζημιογόνας ἀκρότητος καὶ ἐκτροπῆς. Τονίζουμε ὅτι ὁ ἐκ δεξιῶν πειρασμὸς τῆς δῆθεν ἀπολύτου ἀκριβείας στὸν χῶρο μας μόνον ζημία προξενοῦσε ἀνέκαθεν λόγῳ ἀγνοίας, πείσματος καὶ ζήλου «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν», ματαιώνοντας κάθε προσδοκία ἀγαθῆς ἐπιδράσεως γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν ἐπίλυση τῆς δημιουργηθείσης διαστάσεως.
Τέλος, ὑπάρχουν ἀπολογητικῆς φύσεως διαβεβαιώσεις, ἐφ’ ὅσον οἱ πάσης φύσεως προβληματικοὶ τοῦ χώρου μας ἦταν συνήθως ἰδιαίτερα ἐπιρρεπεῖς σὲ καλπάζουσα φαντασιο(σ)κοπία, θεωροῦντες τὰ ἀπίθανα συμπεράσματα τῆς παραλόγου φαντασίας τους ὡς ἀκραδάντως ἰσχυρὰ δεδομένα, προκειμένου νὰ παρασύρουν σὲ ὄλεθρο πλάνης ἀστήρικτες ψυχές.
Εὐχαριστοῦμε τὸν Ἅγιο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀναδεικνύουμε τὴν εὐλογημένη διδασκαλία του καὶ νὰ ἀποκαθιστοῦμε τὴν τρωθεῖσα τιμὴ καὶ ἀξία τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος μας. Εὐχόμαστε οἱ Κανονικὲς ἀρχές του, τὸ ἀξεπέραστο ἦθος του, ἡ θαυμαστὴ ὑπομονή του, ὅπως καὶ οἱ ἅγιες εὐχές του, νὰ ἀποτελοῦν Φάρο φωτεινὸ στὴν κατὰ Θεὸν πορεία μας, καίτοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι ἐγκλωβισμένοι στὶς προκαταλήψεις καὶ τὶς φοβίες τους, ὅπως καὶ τὰ «ζιζάνια» τοῦ πονηροῦ, δὲν θὰ παύσουν νὰ ἀντιστρατεύονται κάθε ἀγαθὴ προσπάθεια καὶ μαρτυρία ὑπὲρ οἰκοδομῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ψυχῶν.
Ἡ ἐντὸς ἀγκυλῶν [] ἐπεξηγήσεις τοῦ κειμένου εἶναι ἡμέτερες.
+Λ.&Π.Κλ.
9/22-7-2025
Τὸ κείμενο τῆς Ἐπιστολῆς:

Πρὸς τὸν Θεοφιλέστατον Ἐπίσκοπον Ἅγιον Κυκλάδων
Γερμανὸν Βαρικόπουλον
Ἐνταῦθα
Τὸ διὰ Δικαστικοῦ Κλητῆρος καὶ ὑπὸ χρονολογίαν 6ης Σεπτεμβρίου [1937] σταλὲν ὑπὸ τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας ἔγγραφον, δι’ οὗ δηλοῖ Αὕτη, ὅτι ἀποκηρύττει ἡμᾶς καὶ τάσσεται παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἀναγνωσθὲν ἐπὶ Συνόδου, ἐνεποίησε θλιβερὰν ἐντύπωσιν, διότι ἔδωκεν ἡμῖν πλῆρες τὸ μέτρον τῆς διανοητικῆς καὶ ψυχικῆς ἀκαταστασίας Αὐτῆς.
Διὰ τοῦ ἐγγράφου τούτου, ὡς ἠδυνήθημεν ἐκ τῆς ὅλης ἀσυναρτησίας του νὰ συμπεράνωμεν, ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, συγκλώθουσα τὰ ἀσύγκλωστα [συνυφαίνοντας αὐτὰ ποὺ δὲν συνυφαίνονται] καὶ συνδυάζουσα τὰ ἀσυνδύαστα, πειρᾶται μάτην νὰ δικαιολογήσῃ τὴν ἀπονενοημένην [ἀνέλπιδα] ἀπόσχισίν Της ἀφ’ ἡμῶν, παρ’ ὧν κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, ὡς λέγει Αὕτη, ἔλαβε καὶ τὸν Ἐπισκοπικὸν βαθμὸν ὅλως ἀνελπίστως κατὰ τὸ γῆρας Της, ὅν μάτην ἐπεδίωξε κατὰ τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας Της. Παρατρέχοντες τὰς ἀναξίας λόγου ὑπηρεσίας Της ἀναφορικῶς πρὸς τὴν ἄρνησιν Αὐτῆς νὰ δεχθῇ δῆθεν τὴν ἀρχηγίαν τοῦ ἀγῶνος καὶ τὰς προσπαθείας Της, ὅπως συνδιαλλάξῃ πρὶν ἤ μεταβῇ εἰς ἐξορίαν, τὰ δύο ἀντιμαχόμενα Συμβούλια τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος, προβαίνομεν εἰς τὴν ἀνάλυσιν καὶ ἀνασκευὴν τῶν ὑπ’ Αὐτῆς ἀναφερομένων εἰς τὴν δευτέραν σελίδα γεγονότων, τῶν συμβάντων μετὰ τὴν ἐπάνοδον ἡμῶν ἐκ τῆς ἐξορίας [Ὀκτώβριος 1935] καὶ ἀφορώντων τὴν ἀντικατάστασιν τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος Μπενηψάλτου καὶ Γαμβρούλια.
Εἰς τὴν ἀφήγησιν τῶν γεγονότων τούτων ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἀγωνίζεται νὰ διεκδικήσῃ τὸ πρωτάθλημα τοῦ ψεύδους, τῆς ἀσυνειδησίας καὶ τῆς κακοπιστίας, φαινομένη κατωτέρα καὶ τοῦ κοινοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ψεῦδος ἀσύστολον τὸ λεγόμενον ὑπ’ Αὐτῆς, ὅτι εἰς τὴν πρώτην Συνεδρίαν τῶν παλαιοημερολογιτῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Τριῶν Παρθένων [Βοτανικός Ἀθηνῶν], εἰς ἥν ἀντεπροσώπευσα τὸν ἀδιαθετοῦντα τότε Σεβασμιώτατον Πρόεδρον Ἅγιον Δημητριάδος [Γερμανόν], ἐζήτησα ἐγὼ τὴν διάλυσιν τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος διότι ἐτόνισα ῥητῶς, ὅτι ἡ Κοινότης, χωρὶς νὰ παύσῃ ὑφισταμένη, ἄγεται ἤδη εἰς Ἐκκλησίαν, ἀφ’ ἧς ἐποχῆς ἐτέθησαν ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ Ἀγῶνος οἱ Ἀρχιερεῖς [Μάϊος 1935], καθ’ ὅσον, ὅπου Ἐπίσκοπος ἐκεῖ καὶ Ἐκκλησία.
Ἐπίσης, εἶναι ψεῦδος τὸ λεγόμενον ὑπ’ Αὐτῆς, ὅτι ἔκτοτε συνεπείᾳ τῶν διαμαρτυριῶν τοῦ Κέντρου καὶ τῶν Παραρτημάτων ἐπῆλθεν ἡ τελεία διάσπασις τῆς Κοινότητος, διότι τὴν πρότασίν μου ταύτην ἐπεκρότησε σύμπασα ἡ Συνέλευσις, ἐκτὸς τοῦ τότε Προέδρου τοῦ Δ. Συμβουλίου κ. Παράσχου καί τινων ψυχοπαθῶν ἐγκαθέτων Μάνεση καὶ Γούναρη, ἐχόντων συμφέρον νὰ διαχειρίζηται τὸ Δ. Συμβούλιον τῆς Κοινότητος τὰς προσόδους τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἀπόδειξις εἶναι, ὅτι ἡ ἐκλογικὴ Συνέλευσις ἀπεδοκίμασε τὸ Δ. Συμβούλιον τοῦ Παράσχου καὶ Γούναρη, καὶ ἀντικατέστησε τοῦτο διὰ τοῦ Συμβουλίου Μπενῆ-Ψάλτου καὶ Γαμβρούλια σχεδὸν διὰ παμψηφίας. Τὰ δὲ Παραρτήματα, οὐ μόνον δὲν διεμαρτυρήθησαν, ὡς λέγει Αὕτη κακοπίστως, ἀλλὰ καὶ ἔσπευσαν νὰ δηλώσουν, ὅτι τάσσονται ἀνεπιφυλάκτως παρὰ τὸ πλευρὸν τῶν Ἀρχιερέων.
Μόνην παραφωνίαν εἰς τὴν ὁμοφωνίαν ταύτην ἀπετέλεσεν ἡ παρασυναγωγὴ Γούναρη καὶ Μάνεση, παραιτηθέντες τοῦ Παράσχου, μετά τινων ὀπαδῶν, ἀριθμουμένων εἰς τὰ δάκτυλα τῆς μιᾶς χειρός, οἵτινες ἐχαρακτηρίσθησαν καὶ ὑπ’ Αὐτῆς τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας ὡς παράφρονες. Ὅσα δὲ λέγει ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία περὶ τοῦ διορισμοῦ ἐξ ὀφφικίου παρ’ ἡμῶν τοῦ νέου Διοικ. Συμβουλίου, καὶ περὶ ἀναμίξεως τοῦ Ἀρσενίου Κοττέα [Ἁγιορείτου Μοναχοῦ], ὡς ἐργάτου Σατανικοῦ, διευθύνοντος δῆθεν τὸν ἀγῶνα ἐκ τῶν παρασκηνίων τῇ ἀνοχῇ ἡμῶν τῶν δύο, δίδωσιν ἡμῖν τὸ μέτρον τῆς ἀσυνειδησίας καὶ τῆς κακοπιστίας Αὐτῆς. Διότι καὶ περὶ τοῦ διορισμοῦ του ἐξ ὀφφικίου τοῦ νέου Δ. Συμβουλίου καὶ τοῦ καταλόγου τῶν ἐκλεξίμων ἐξ ἀμφοτέρων τῶν παρατάξεων ἔλαβε γνῶσιν ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, καὶ οὐχὶ ἅπαξ Αὕτη ἤκουσεν ἐκ τοῦ στόματος ἡμῶν καὶ εἰς τὰς κατ’ ἰδίαν συνεντεύξεις καὶ τὰς Συνοδικὰς Συνεδρίας, ὅτι τὸν Ἀρσένιον Κοττέαν ἅπαξ εἴδομεν, καὶ ὅτι οὗτος οὐδεμίαν καθ’ ἡμᾶς σχέσιν ἔχει, πολλῷ δὲ μᾶλλον ἐπιρροὴν εἰς τὸν ἀγῶνα, οὗ τὰς γενικὰς γραμμὰς καὶ κατευθύνσεις δίδομεν ἀνέκαθεν ἡμεῖς οἱ Ἀρχιερεῖς.
Τί δὲ νὰ εἴπωμεν περὶ ὅσων ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία λέγει, ὅτι ἔδειξεν ὑπομονὴν καὶ ἀνοχὴν ὑπεράνθρωπον, ὅτι ἐπιέσθη ὑφ’ ἡμῶν μέχρις ἐξευτελισμοῦ καὶ εἰς βαθμόν, ὥστε νὰ ἀναγκασθῇ νὰ ἀπόσχῃ τῆς συνεργασίας μεθ’ ἡμῶν πρὸς ἀποφυγὴν τῶν εὐθυνῶν δι’ ὅσα τὰ Σατανικὰ ὄργανα Καραγιαννίδης, Ραυτόπουλος καὶ ἄλλοι ἐτέκταινον δῆθεν κατὰ τοῦ ἀγῶνος, ὑποκινούμενοι ἐκ τοῦ ἀφανοῦς ὑπὸ τοῦ διαβολικῶς καὶ ὑπούλως ἐργαζομένου Ἀρσενίου Κοττέα, διότι ὅ,τι καὶ ἄν εἴπωμεν, δὲν θὰ δυνηθῶμεν νὰ παραστήσωμεν τὸν βαθμὸν τῆς κακοβουλίας, μεθ’ ἧς διαστρέφει Αὕτη τὴν ἀλήθειαν.
Καὶ ἐρωτῶμεν ποῖος ἔδειξεν ὑπεράνθρωπον ὑπομονήν, ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ἥτις λαβοῦσα παρ’ ἡμῶν κατὰ τὴν χειροτονίαν Της εἰς Ἀρχιερέα τὸν τίτλον τοῦ Ἐπισκόπου, ἐτιτλοφορεῖτο μὲ τὸν τίτλον τοῦ Μητροπολίτου καὶ παρὰ τὰς ἐπανειλημμένας παρατηρήσεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου, ἤ ἡμεῖς, οἵτινες χάριν τοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς εἰρήνης ἠνέχθημεν Αὐτὴν νὰ ἰδιοποιῆται τὸν τίτλον τοῦ Μητροπολίτου ἐπὶ καταφρονήσει τῶν συστάσεων τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου καὶ τῆς διατάξεως τῶν Κανόνων, καθ’ ἥν οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ τίτλοι ἀπονέμονται μόνον ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας;
Τίς ἔδειξεν χριστιανικὴν ἀνοχήν, ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἥτις ἄνευ ἀδείας τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου ἤρχετο εἰς συμφωνίας μετὰ τῶν Ἐπιτρόπων τῶν Ἐκκλησιῶν νὰ τελῇ λειτουργίας καὶ ἱεροτελεστίας καὶ δὴ κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τοῦ Πάσχα, μὴ σεβομένη προγράμματα τῆς Συνόδου, ἤ ἡμεῖς, οἵτινες χάριν τοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν παρατάξεως ἐθυσιάσαμεν τὸ προσωπικὸν ἡμῶν γόητρον καὶ ἠνέχθημεν Αὐτὴν αὐθαιρετοῦσαν, καὶ ἐν Μοίρᾳ Καρὸς τιθεμένην [νὰ εὐτελίζει] τὰς ἀποφάσεις καὶ διατάξεις τῆς Συνόδου;
Καὶ τέλος τίς ἔδειξεν ὑπομονὴν ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ἥτις οὐκ οἴδαμεν τίσιν ἐλατηρίοις ὁρμωμένη προέβαινεν εἰς χειροτονίας διακόνων καὶ Ἱερέων ἄνευ ἐνορίας καὶ ἀποφάσεως τῆς Συνόδου ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, διότι ἐκ τῶν 35 χειροτονιῶν, ὡς ἐκ τοῦ καταλόγου Αὐτῆς ἐμφαίνεται, μόνον διὰ τὰς 7-10 εἶχε τὴν ἐντολὴν τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου, ἤ ἡμεῖς, οἵτινες χάριν τοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς ἑνώσεως, οὐ μόνον δὲν κατεστήσαμεν Αὐτὴν ὑπόδικον διὰ τὰς ἀπολελυμένας [χωρὶς σύνδεση-δέσμευση μὲ συγκεκριμένη ἐνορία ἤ μονή] χειροτονίας, ἀλλὰ καὶ προσκληθέντες ὑπὸ τῆς Εἰσαγγελίας καὶ ἀπειληθέντες διὰ δευτέρας ἐξορίας διὰ τὰς παρανόμους ταῦτας χειροτονίας Της ἀνελάβομεν ἡμεῖς προσωπικῶς τὴν εὐθύνην, εἰπόντες εἰς τὸν Εἰσαγγελέα, ὅτι ἡμεῖς ἐν τῇ ἐκπληρώσει τῶν θρησκευτικῶν ἡμῶν καθηκόντων πειθαρχοῦμεν τῷ Θεῷ καὶ οὐχὶ τοῖς ἀνθρώποις;
Περίσσειαν οὐ μόνον ἀκριτομυθίας [ἀπερισκεψίας], ἀλλὰ καὶ κακοηθείας ἀποτελοῦν καὶ τὰ ὅσα λέγει ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ὅτι ἡμεῖς διαπραγματευόμεθα νὰ συγχωνεύσωμεν τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Παλαιοημερολογιτῶν μετὰ τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν [Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου] ἐπὶ τῷ ὅρῳ τῆς ἀποκαταστάσεως μόνον ἡμῶν τῶν δύο [Δημητριάδος καὶ πρώην Φλωρίνης], καὶ ὅτι τὰς διαπραγματεύσεις ταύτας ἀπεκρύψαμεν ἀπὸ τὴν Ὑμετέραν Θεοφιλίαν, ἐνῶ, οὐ μόνον κατεστήσαμεν ταύτας ἀμέσως γνωστὰς εἰς τὴν Ὑμετέραν Θεοφιλίαν, ἀλλὰ καὶ παρελάβομεν Αὐτὴν μεθ’ ἡμῶν εἰς τὴν δευτέραν συνάντησιν μετὰ τοῦ Ἁγίου Κασσανδρείας [Εἰρηναίου], καθ’ ἥν ὡς μόνον ὅρον ἑνώσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐθέσαμεν εἰς τὸν ἀντιπρόσωπον τοῦ Μακαριωτάτου τὴν ἐπαναφορὰν τοῦ πατρίου ἑορτολογίου εἰς τὴν ὅλην Ἐκκλησίαν, ἄνευ τῆς ὁποίας εἰς οὐδεμίαν συζήτησιν ἐδέχθημεν νὰ ἔλθωμεν.
Ἐλέους ὄντως καὶ οἰκτιρμοῦ ἄξια εἶναι καὶ ὅσα λέγει ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἀναφορικῶς πρὸς τὴν δικαιοδοσίαν Αὐτῆς ἀπέναντι τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου ἡμῶν, ὅστις, καθ’ ὅ εἶχε δικαίωμα ἀπηγόρευσεν Αὐτήν, ἀποβαλοῦσα ἤδη πάντα χαλινόν [ἐπειδὴ εἶχε ἀποθρασυνθεῖ], νὰ ἱεροπράττῃ καὶ νὰ χειροτονῇ εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Προεδρικῆς δικαιοδοσίας ἄνευ τῆς Κανονικῆς ἀδείας τοῦ Κυριάρχου, τοῦθ’ ὅπερ ἀποτελεῖ παρ’ ἐνορίαν πρᾶξιν, τιμωρουμένην ὑπὸ τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων. Διότι ἀρνουμένη Αὕτη τὸ δικαίωμα τοῦτο τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου, καὶ ἀπευθύνουσα εἰς αὐτὸν τὰ ἑξῆς· Ποῖαν θέσιν ἔχετε, ποῦ στηρίζεσθε, ποῖαν ἕδραν ἔχετε καὶ λειτουργοῦσα καὶ χειροτονοῦσα εἰς ξένην περιοχὴν ἄνευ τῆς ἀδείας τοῦ Κυριάρχου, φορᾶται [γίνεται ἀντιληπτὸς νὰ παρανομεῖ], οὐχὶ ἀγνοοῦσα τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς Κανόνας, διότι τοιαύτη ἄγνοια δὲν συγχωρεῖται τῷ Ἐπισκόπῳ, ἀλλ’ ἐκμεταλλευομένη τὸ Ἐπισκοπικὸν ἀξίωμα, εἰς ὅ μετὰ τόσων χρηστῶν ἐλπίδων ἀνυψώσαμεν Αὐτὴν πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος.
Ὁποία ὄντως διάψευσις ἐλπίδων ἐν τῇ ἀνυψώσει τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας εἰς τὸν τῆς Ἀρχιερωσύνης βαθμόν, τοῦθ’ ὅπερ ἀποτελεῖ τὸ μόνον σημεῖον τῆς ἀποτυχίας καὶ τῆς κατακρίσεως ἡμῶν. Τὸν βαθμὸν δὲ τῆς ἀκρισίας [ἀδυναμίας ὀρθῆς κρίσεως] καὶ τῆς λογικῆς παρακρούσεώς Της δεικνύει Αὕτη, ὅταν διατείνηται εἰς τὴν 4ην σελίδα τοῦ ἐγγράφου Της, ὅτι ἡμεῖς δὲν εἴμεθα Ἀρχιερεῖς ἀλλ’ ἁπλοὶ Μοναχοί, διότι, ὡς λέγει Αὕτη, ἐκηρύξαμεν ἡμεῖς ἐπ’ Ἐκκλησίαις νόμιμον τὴν παράνομον Ἐκκλησίαν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ ἔγκυρα τὰ Μυστήρια Αὐτῆς.
Ἀπαντῶντες δὲ ὡς πρὸς τὸ σημεῖον τοῦτο εἰς τὴν Ὑμετέραν Θεοφιλίαν λέγομεν τὰ ἑξῆς. Ἡμεῖς ἐπ’ Ἐκκλησίαις κηρύττοντες εἴπομεν, ὅτι ἀπεκόψαμεν τὴν πνευματικὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ τῶν ὁμοφρόνων Αὐτῷ Ἀρχιερέων, διότι οὗτοι αὐθαιρέτως καὶ ἄνευ τῆς συναινέσεως ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν προέβησαν εἰς τὴν ἡμερολογιακὴν καινοτομίαν, καὶ διότι ἡμεῖς δὲν ἐπιθυμοῦμεν νὰ γίνωμεν κοινωνοὶ τῆς εὐθύνης διὰ τὴν καινοτομίαν ταύτην, καὶ δι’ ἥν ἀκριβῶς ἐξεκαλέσαμεν αὐτοὺς [ἀσκήσαμε ἔφεση στὴν ἀπόφασή τους] ἐνώπιον Πανορθοδόξου Συνόδου, μόνης ἁρμοδίου νὰ δικάσῃ καὶ ἐγκύρως καὶ τελεσιδίκως νὰ καταδικάσῃ Αὐτούς, ἐμμένοντας ἀμεταπείστως εἰς τὴν καινοτομίαν ταύτην.
Ἡ ἀντικανονικὴ καὶ αὐθαίρετος καινοτομία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ τῶν ὁμοφρόνων Ἀρχιερέων, εἴπομεν, ὅτι δὲν δύναται νὰ ἐπηρεάσῃ τὴν Ὀρθόδοξον ἔννοιαν καὶ ἰδιότητα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, εἰς ἥν δὲν ἀνήκουν μόνον οἱ καινοτόμοι Ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς μετὰ τῶν ὀπαδῶν μας, οἵτινες κυρίως συνεχίζομεν τὴν Ὀρθόδοξον Ἱστορίαν τῆς Αὐτοκεφάλου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, τηροῦντες ἀλωβήτους [ἀκέραιες/ἀβλαβεῖς] τὰς σεπτὰς Ἐκκλησιαστικὰς παραδόσεις καὶ τοὺς ὀρθοδόξους θεσμούς. Οὗτος ἀκριβῶς εἶναι καὶ ὁ λόγος, δι’ ὅν δὲν ἀνεγνωρίσαμεν τὴν καθαίρεσιν ἡμῶν γενομένην ὑπὸ Ἀρχιερέων ἀντικανονικῶν, οὕς ἡμεῖς ἀπεκηρύξαμεν, καὶ οὐχὶ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἧς τὴν Ὀρθόδοξον ἔννοιαν ἀποτελοῦμεν ἡμεῖς οἵτινες φυλάττομεν ἀλωβήτους τὰς Ἐκκλησιαστικὰς παραδόσεις καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους θεσμούς.
Ἡμεῖς καὶ ἄλλοτε διὰ τῶν ἐντύπων καὶ τῶν δημοσιευμάτων ἡμῶν διεκηρύξαμεν, ὅτι διὰ τὴν ἀντικανονικὴν περὶ ἡμερολογίου ἀπόφασιν τῆς Διοικητικῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας τὴν εὐθύνην ὑπέχει, οὐχὶ ἡ ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς Ἑλλάδος, ἀλλ’ οἱ λαβόντες τὴν ἀντικανονικὴν ἀπόφασιν Ἀρχιερεῖς προσωπικῶς, ἐφ’ ᾧ καὶ ἡμεῖς ἀπεκόψαμεν τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ αὐτῶν, ἐκκαλέσαντες αὐτοὺς ἐνώπιον πανορθοδόξου Συνόδου, μόνης ἁρμοδίου νὰ δικάσῃ καὶ νὰ καταδικάσῃ αὐτοὺς διὰ τὴν καινοτομίαν ταύτην.
Ἀλλοίμονον ἄν διὰ μίαν ἀντικανονικὴν ἀπόφασιν τῆς Διοικούσης Συνόδου καθίστατο ὑπεύθυνος ἡ ὅλη Ἐκκλησία, ἧς τὴν ἔννοιαν ἀποτελεῖ τὸ Σύνολον τῆς Ἱεραρχίας, τοῦ Κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, καὶ τρὶς ἀλλοίμονον, ἄν εἶχον τὸ δικαίωμα τὰ ἄτομα, τὰ μὴ μετέχοντα τῆς ἀντικανονικῆς ἀποφάσεως, νὰ κηρύττωσιν δι’ αὐτὴν Σχισματικὴν τὴν ὅλην Ἐκκλησίαν.
Διότι ἐν τῇ περιπτώσει ταύτῃ κάθε ἄτομον θὰ ἀπετέλει καὶ ἰδίαν Ἐκκλησίαν θεωροῦν Σχισματικὴν πᾶσαν ἄλλην Ἐκκλησίαν ἧς μίαν μονομερῆ καὶ προσωπικὴν ἀπόφασιν θὰ ἔκρινεν ὁ ἴδιος ὡς ἀντικανονικὴν καὶ ἀξίαν νὰ σχίσῃ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἡ ἰδέα αὕτη ὄζει [ἔχει ἄσχημη ὀσμή] προτεσταντισμοῦ, ὅστις διὰ κριτήριον τῆς ὀρθότητος τῶν δογμάτων καὶ τῶν Μυστηρίων ἔχει, οὐχὶ τὴν κρίσιν καὶ τὴν ἀπόφασιν τῆς συνόδου τῆς ἱεραρχίας, ἀλλὰ τὴν προσωπικὴν ἀντίληψιν καὶ κρίσιν τοῦ ἀτόμου, καθοδηγουμένου ὑπὸ τῆς χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Δι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον ὑπάρχουν πλεῖσται ὅσαι αἱρέσεις καὶ Σχίσματα μεταξὺ τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν, παραδεχομένων, ὅτι ἡ θέλησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὰ ζητήματα τῆς θρησκείας ἐκφαίνεται [φανερώνεται] διὰ παντὸς χριστιανοῦ, ἐνῶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία περιώρισε τὸ δικαίωμα τοῦτο εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνωτάτου ποντίφηκος, τοῦ Πάπα, ἀποφαινομένου ἐκ Καθέδρας [μὲ ἀπόλυτη αὐθεντία] εἰς τὰ ζητήματα τῆς πίστεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν, ὀρθῶς πρεσβεύουσαν, ὅτι ἡ θέλησις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκδηλοῦται διὰ τῆς ὁμοφώνου ἀποφάσεως τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐκπροσωπούσης τὴν καθόλου [τὴν ὅλη] Ὀρθοδοξίαν.
Τούτου ἕνεκα οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι καὶ Θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τὸ δικαίωμα τοῦ κηρύττειν Μίαν Ἐκκλησίαν Αἱρετικὴν ἤ Σχισματικὴν καὶ ἀπογυμνοῦν Αὐτὴν καὶ τὰ Μυστήρια Αὐτῆς τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔδωκαν, οὔτε εἰς τὰ ἄτομα τῶν Ἀρχιερέων, ἀλλ’ οὔτε εἰς μίαν ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, αἱ ὁμόφωνοι ἀποφάσεις τῆς ὁποίας λαμβάνονται κατ’ ἔμπνευσιν τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Τούτων οὕτως ἐχόντων μία ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διὰ μίαν τυχὸν ἀντικανονικὴν ἀπόφασιν τῆς Διοικητικῆς Αὐτῆς Συνόδου δὲν δύναται νὰ κηρυχθῇ, ὄχι πλέον ὑπὸ τῶν διαφωνούντων τυχὸν Ἀρχιερέων, τῶν ἀποτελούντων μίαν μειονότητα τῆς Ἱεραρχίας Της, ἀλλ’ οὔτε ὑπὸ μιᾶς ἄλλης ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίας, ἔστω καὶ Πατριαρχικῆς, τοῦ δικαιώματος τούτου ἐπιφυλαχθέντος ὑπὸ τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων μόνον εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον. Οὗτος ἀκριβῶς εἶναι καὶ ὁ λόγος, δι’ ὅν αἱ ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξοι καὶ Πατριαρχικαὶ Ἐκκλησίαι, αἱ ἱστάμεναι ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τοῦ Πατρίου ἑορτολογίου, δὲν διέκοψαν τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν καινοτομησασῶν εἰς τὸ ἑορτολόγιον, ἐπιφυλασσόμεναι νὰ ἐξενέγκωσι [διατυπώσουν] τὴν γνώμην αὐτῶν εἰς τὴν μέλλουσαν νὰ συνέλθῃ Πανορθόδοξον Σύνοδον, εἰς ἥν θὰ συζητηθῇ καὶ θὰ καθορισθῇ ἐγκύρως καὶ τελεσιδίκως τὸ ἑορτολογικὸν ζήτημα ὅπερ τυγχάνει ἐπίδικον [βρίσκεται ἀκόμη στὴν κρίση τοῦ δικαστηρίου] καὶ κατὰ τὴν γνώμην τοῦ ἀειμνήστου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίου Φωτίου [+1935].
Καὶ ὅταν αἱ ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καὶ δὴ πατριαρχικαί, ὅπως εἶναι τῆς Ἀντιοχείας, τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Σερβίας, αἱ ἐχόμεναι στερρῶς τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου οὐ μόνον δὲν προέβησαν μονομερῶς νὰ κηρύξωσι τὰς Νεοημερολογητικὰς Ἐκκλησίας Σχισματικάς, ἀλλὰ καὶ διετήρησαν τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ αὐτῶν μέχρι τῆς συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου, ποῖοι εἴμεθα ἡμεῖς οἱ τρεῖς κατ’ ἀρχὰς Ἀρχιερεῖς οἵτινες θὰ εἴχομεν τὴν τόλμην νὰ προδικάσωμεν τὰς Νεοημερολογητικὰς Ἐκκλησίας, καὶ νὰ κηρύξωμεν αὐτὰς Σχισματικὰς καὶ τὰ Μυστήρια αὐτῶν ἄκυρα καὶ ἐστερημένα τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ;
Μὲ τὸ νὰ ἔχωμεν ἀντίθετον γνώμην εἰς τὸ ζήτημα τοῦ ἑορτολογίου πρὸς τὴν ἀπόφασιν τῆς πλειοψηφίας τῶν Ἀρχιερέων, δὲν ἕπεται ἐκ τούτου, ὅτι καὶ δικαιούμεθα νὰ κηρύξωμεν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος Σχισματικήν. Ἄν δὲ ἐν τοῖς προηγουμένοις ἐντύποις καὶ δημοσιεύμασιν ἡμῶν ἐκηρύξαμεν τὸν Μακαριώτατον ἔκπτωτον τῆς Θείας Χάριτος, ὡς ἐπισύραντα τὰς ἀρὰς καὶ τὰ ἀναθέματα τῶν θείων καὶ θεοφόρων Πατέρων διὰ τὴν ἑορτολογικὴν Καινοτομίαν, καὶ ὡς ἀκατάλληλον ὄργανον πρὸς μετάδοσιν ταύτης εἰς τοὺς πιστούς, τοῦθ’ ὅπερ ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἐπικαλεῖται πρὸς ἔνδειξιν τῆς γνωσιμαχίας [ὑποχωρήσεως] δῆθεν ἡμῶν, τοῦτο, χωρὶς νὰ τὸ ἀρνούμεθα καὶ νῦν, ἀποτελεῖ τὴν προσωπικὴν ἡμῶν ἀντίληψιν καὶ γνώμην, ἥτις δὲν δύναται βεβαίως νὰ ἐκληφθῇ ὡς γνώμων τῆς ἀληθείας, καὶ ὡς ἀλάνθαστον κριτήριον τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ἡ γνώμη καὶ ἡ ἀπόφασις Πανορθοδόξου Συνόδου, ἀποφαινομένης ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ἡμεῖς ὡς Ἀρχιερεῖς εἴχομεν τὸ προσωπικὸν δικαίωμα νὰ ἀποκηρύξωμεν τὸν Πρῶτον, καὶ νὰ διακόψωμεν τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ Αὐτοῦ, καὶ πρὸ Συνοδικῆς διαγνώμης κατὰ τὸν 15ον Κανόνα τῆς ΑΒας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ νὰ καταγγείλωμεν αὐτὸν εἰς Πανορθόδοξον Σύνοδον, μόνην δικαιουμένην νὰ δικάσῃ αὐτὸν καὶ τοὺς ἀκολουθοῦντας αὐτῷ Ἀρχιερεῖς, τοῦθ’ ὅπερ καὶ ἐπράξαμεν, συμμορφωθέντες πρὸς τὴν ἐπιταγὴν τοῦ εἰρημένου Κανόνος.
Ὥστε καὶ ὁ ἀνωτέρω Κανών, ὅν ἐπικαλεῖται ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ἵνα δικαιολογήσῃ τὴν κήρυξιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ τῶν ὁμοφρόνων αὐτῷ Ἀρχιερέων καὶ τῶν καλῇ τῇ πίστει ἀκολουθούντων αὐτοῖς πέντε ἑκατομμυρίων Ἑλλήνων ὀρθοδόξων ἀδελφῶν καὶ συγγενῶν ὡς Σχισματικῶν, τὸ δικαίωμα τοῦτο παρέχει, οὐχὶ εἰς τὰ ἄτομα, ἅτινα ἐπιτρέπει πρὸ Συνοδικῆς διαγνώμης τὴν διακοπήν, μόνον, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μετὰ τοῦ Πρώτου ὡς ψευδο-επισκόπου, ἀλλ’ εἰς Πανορθόδοξον Σύνοδον, ἧς αἱ ἀποφάσεις λαμβάνονται κατ’ ἔμπνευσιν τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Τούτου ἕνεκα, πρὸς κήρυξιν τοῦ Βουλγαρικοῦ Σχίσματος συνεκλήθη τῷ 1872 ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλη Τοπικὴ Σύνοδος, ἐν ᾗ ἀντεπροσωπεύθησαν καὶ τὰ λοιπὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων, διότι καὶ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον μόνον του, ἄν καὶ πρωτόθρονον, δὲν ἐδικαιοῦτο ἐγκύρως καὶ κανονικῶς νὰ κηρύξῃ τὴν Βουλγαρικὴν Ἐκκλησίαν Σχισματικήν.
Ἀρχιερεῖς, ὡς ἡμεῖς, ἐγκρατεῖς τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, καὶ μὲ 35ετῆ ὑπηρεσίαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ μὲ περγαμηνὰς εὐαρεσκείας ἐκ μέρους Αὐτῆς, δικαίως θὰ ἐχαρακτηριζόμεθα ὑπ’ Αὐτῆς καὶ τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν, τῶν ἱσταμένων ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου, ὡς Μητροπολῖται τυχοδιῶκται, ἄν προὐβαίνομεν κατὰ τὴν γνώμην τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας εἰς κήρυξιν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, ὡς Σχισματικῆς, ὡς ἔπραξεν Αὕτη καπηλευομένη [ἐκμεταλλευομένη ἰδιοτελῶς] τοὺς Θείους καὶ Ἱεροὺς Κανόνας καὶ κατορχουμένη [χλευάζουσα ἤ περιφρονοῦσα] παντὸς ἱεροῦ καὶ ὁσίου διὰ λόγους ἐντυπωσιακοὺς καὶ σκοποὺς ἐκμεταλλευτικοὺς καὶ τυχοδιωκτικούς.
Διὰ τοιαῦτα πραξικοπήματα, ἅτινα προδίδουσιν ἔλλειψιν, οὐ μόνον στοιχειώδους γνώσεως τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, ἀλλὰ καὶ σοβαροῦ Ἀρχιερατικοῦ χαρακτῆρος, ἡμεῖς ὁμολογοῦμεν παρρησίᾳ καὶ ἀδεῶς [ἄφοβα] τὴν ἀνεπιτηδειότητα καὶ ἀνικανότητα ἡμῶν, ἀναγνωρίζοντες συνάμα ἐν τούτῳ τὴν εἰδικότητα καὶ τὴν ἱκανότητα τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας, καὶ τῶν ὁμοτρόπων συνεργατῶν Αὐτῆς, μὴ ἐχούσης νὰ διακυβεύσῃ εἰς τὸ κάτω κάτω τῆς Γραφῆς κεκτημένους τίτλους Ἀρχιερατικῆς δράσεως καὶ τιμῆς.
Ἄλλως τε δι’ Αὐτὴν καὶ τὸν συνεργάτην Αὐτῆς [Βρεσθένης Ματθαῖο] ὑπάρχει διὰ τὴν τυχοδιωκτικὴν ταύτην πολιτικήν, πρὸς τῇ ἐλλείψει τοῦ σοβαροῦ Ἀρχιερατικοῦ χαρακτῆρος, καὶ τὸ ἐλαφρυντικὸν τῆς ῥιχῆς θεολογικῆς παιδεύσεως καὶ τῆς ἐπιπολαίου καὶ ἀβαθοῦς σκέψεως καὶ κρίσεως, αἱ ἐνδείξεις καὶ αἱ ἐκδηλώσεις τῶν ὁποίων ἐγένοντο ἡμῖν καταφανεῖς καθ’ ὅλας τὰς συνεντεύξεις καὶ συσκέψεις μετ’ Αὐτῆς.
Ἦτο δὲ δίκαιον, καὶ τὸ ἐξομολογούμεθα ἀνυποκρίτως, πρῶτοι ἡμεῖς νὰ ὑποστῶμεν τὰς συνεπείας τῆς διανοητικῆς καὶ ψυχικῆς αὐτῆς καχεξίας, διότι προέβημεν ἀβασανίστως, δόντες πίστιν εἰς τὰς συστάσεις τοῦ ἀνεψιοῦ Της κ. Ἰωάννου Βαλινδρᾶ, νὰ νυμφαγωγήσωμεν Αὐτὴν εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἀρχιερατικὴν παστάδα, κακῶς συμπεράναντες τὴν ψυχικὴν αὐτῆς εὐεστῶ [γαλήνη, σταθερότητα] ἐκ τῆς ἀνθηρότητος τοῦ σωματικοῦ γήρατος αὐτῆς.
Γνωστὸν ὅτι ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία κατὰ τὴν τελευταίαν συνεδρίαν ἡμῶν ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ἐγερθέντος ζητήματος τῆς ἀναμυρώσεως τῶν Νεοημερολογιτῶν ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Βρεσθένης, ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία μετὰ προηγουμένην ἀνάπτυξιν τοῦ ζητήματος ὑπ’ ἐμοῦ καὶ τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου συνεφώνησε μεθ’ ἡμῶν ὅτι δὲν εἶναι Κανονικόν, οὐδὲ ὅσιον καὶ ἱερὸν νὰ ἐπαναλαμβάνηται τὸ Μυστήριον τοῦ Χρίσματος διὰ τοὺς Νεοημερολογίτας, μὴ ὄντας κεκηρυγμένους Σχισματικοὺς ὑπὸ Πανορθοδόξου Συνόδου, καὶ ὑπέγραψε καὶ τὸ σχετικὸν Πρακτικόν.
Κατόπιν τούτων, τί παθοῦσα ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία καὶ ὑπὸ τίνος ἐμπνευσθεῖσα ἐτόλμησε ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐξηγήσεως καὶ συνεννοήσεως μεθ’ ἡμῶν νὰ ἀποκηρύξῃ ἡμᾶς ἐκπεσόντας δῆθεν τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς αἱρετικοὺς καὶ κακοδόξους καὶ νὰ ταχθῇ ὡς γράφει, παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος, τῆς προεδρευομένης ὑπὸ τοῦ Μάνεση καὶ Γούναρη, ἀνθρώπων λαϊκῶν καὶ μηδεμίαν δυναμένων νὰ ἔχωσι γνώμην ἐπὶ ζητημάτων Ἐκκλησιαστικῶν καὶ Μυστηρίων; Εἰς τοσοῦτον λοιπὸν σημεῖον καταπτώσεως ἀφίκετο ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ὥστε νὰ θέσῃ τὸ κῦρος τοῦ Μάνεση καὶ Γούναρη ὑπεράνω τοῦ κύρους ἡμῶν, οἵτινες ἐκ παίδων ἐγαλουχήθημεν μὲ τὰ νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ καθ’ ὅλον τὸ μακροχρόνιον διάστημα τῆς 35οῦς Ἀρχιερατικῆς ἡμῶν ὑπηρεσίας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἡμῶν οὐδὲν ἄλλο ἐπράττομεν, παρὰ νὰ διδάσκωμεν τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ νὰ ὀρθοτομῶμεν τὸν λόγον τῆς θείας Ἀληθείας; Διὸ καὶ ἐκφράζομεν τὴν βαθεῖαν θλῖψιν ἡμῶν διὰ τὴν τόσην κατάπτωσιν τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας, καὶ τὴν βαθυτάτην μεταμέλειαν ἡμῶν, διότι ἀναξίως -ἀλλ’ ἀνεπιγνώστως εὐτυχῶς- ἀνυψώσαμεν Αὐτὴν εἰς τὸν Ἐπισκοπικὸν βαθμόν.
Εἰς τὸ κατακόρυφον δὲ τῆς ἀκρισίας καὶ τῆς ἀκριτομυθίας ἀφικνεῖται ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ὅταν πρὸς δικαιολογίαν τῆς ἀποκηρύξεως ἡμῶν, ὡς ἐκπεσόντων δῆθεν τῆς Ὀρθοδοξίας, προβάλλῃ καὶ τὰς λοιπὰς μεταρρυθμίσεις, ἅς σκέπτεται νὰ ἐπενέγκῃ [ἐπιβάλει] κατὰ τὴν γνώμην Αὐτῆς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ὡσεὶ ἡμεῖς νὰ ὑπέχωμεν τὴν εὐθύνην καὶ τὴν ἐνοχὴν διὰ τὰς μεταρρυθμιστικὰς σκέψεις Αὐτοῦ, ὅν διὰ τὴν ἡμερολογιακὴν μόνον καινοτομίαν ἀπεκηρύξαμεν καὶ τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ αὐτοῦ διεκόψαμεν. Ἀλλ’ ἀφοῦ καὶ ὁ πολιτικὸς νόμος δὲν κρίνει καὶ δὲν καταδικάζει τὸν ἴδιον τὸν ἄνθρωπον διὰ μίαν ἄδικον καὶ παράνομον τυχὸν σκέψιν του, ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἐκ περισσῆς ἀκρισίας ἤ ὀρθότερον εἰπεῖν κακεντρεχίας ἔσπευσε νὰ κατακρίνῃ οὐ μόνον ἡμᾶς ἀποδοκιμάζοντας παταγωδῶς τὰς μεταρρυθμιστικὰς σκέψεις τοῦ Μακαριωτάτου, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἐκκλησίαν, ἀποκαλοῦσα Αὐτὴν ὡς ἄλλος Πάπας Σχισματικήν.
Ἀλλὰ τί πταίει, Θεοφιλέστατε, ἡ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἥτις Σὲ ἐγέννησε καὶ μὲ τὰ ζωογόνα νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας σὲ ἐγαλούχησε, διὰ τὰς μεταρρυθμιστικὰς σκέψεις καὶ ἰδέας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ὅν καὶ μόνον διὰ τὴν ἡμερολογιακὴν καινοτομίαν, πολλῷ δὲ μᾶλλον, ἐὰν τολμήσῃ οὗτος νὰ προτείνῃ καὶ ἅς ἀριθμεῖ Αὕτη ἐν τῷ ἐγγράφῳ Της μεταρρυθμίσεις ἡ Ἐκκλησία μετ’ ἀγανακτήσεως θὰ ἀποπέμψῃ τοῦ θρόνου Αὐτόν, ὡς ἀνάξιον φύλακα καὶ φρουρὸν ἐπικίνδυνον διὰ τὴν ἀσφάλειαν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων καὶ ὀρθοδόξων θεσμῶν;
Εἰς τὸ τέλος τοῦ μνημειώδους ἀποκηρυκτικοῦ ἐγγράφου Της ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἀποβάλλει τὸ πρόσωπον τοῦ δράματος καὶ τῆς τραγωδίας καὶ ὑποδύεται τὸ προσωπεῖον τῆς κωμωδίας, καὶ καθίσταται οὕτως γελοῖα, ὅταν πρὸς δικαιολογίαν τῆς ἀποκηρύξεως ἡμῶν ἐπικαλεῖται ἐκείνους ἀκριβῶς τοὺς Κανόνας καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους θεσμοὺς οὕς ἵνα τηρήσωμεν ἀλωβήτους ἡμεῖς ἀπεκηρύξαμεν τὸν καινοτόμον Ἀρχιεπίσκοπον, ἵνα μὴ κοινωνοὶ γινόμεθα τῆς καινοτομίας αὐτοῦ.
Εἰς τὴν ἔντυπον ἐγκύκλιόν Της ἀναφέρει ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία καὶ μίαν τερατώδη συκοφαντίαν ἐναντίον μου, καθ’ ἥν ἐκάλεσα δῆθεν Αὐτὴν τὸν παρελθόντα Δεκέμβριον [τοῦ 1936] εἰς τὸ Γραφεῖον μου, καὶ ἐδήλωσα, ὅτι ἐγὼ καὶ ὁ Ἅγιος Δημητριάδος πραγματευόμεθα οὐχὶ τὴν ἕνωσιν ὡς λέγει Αὕτη, ἀλλὰ τὴν συγχώνευσιν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Παλαιοημερολογιτῶν μετὰ τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, λαμβάνοντες ὡς ἀντάλλαγμα τὴν ἀποκατάστασιν μόνον ἡμῶν, ἀδιαφοροῦντες περὶ τοῦ ἀγῶνος καὶ τῶν λοιπῶν συναγωνιστῶν, καὶ ὅτι ὁ Ἅγιος Δημητριάδος, πρὸς ὅν δῆθεν διεμαρτυρήθη Αὕτη, προσεποιήθη ἄγνοιαν τῶν σκευωρηθέντων δῆθεν ὑφ’ ἡμῶν μετά τινων Συνοδικῶν [τοῦ Νέου Ἡμερολογίου] πρὸς προδοσίαν τοῦ ἀγῶνος ἡμῶν.
Ἀλλὰ πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ γίνῃ τοῦτο, Θεοφιλέστατε, ἀφοῦ κατὰ τὴν συνέντευξιν ἡμῶν μετὰ τοῦ Συνοδικοῦ Ἁγίου Κασσανδρείας, ὡς ἐντεταλμένου τοῦ Μακαριωτάτου, ἦτο παροῦσα καὶ ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ἐνώπιον καὶ εἰς ἐπήκοον τῆς ὁποίας εἴπομεν εἰς τὸν ἀντιπρόσωπον τοῦ Μακαριωτάτου, ὅτι ἄνευ ἐπαναφορᾶς τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου οὐδὲ λόγος δύναται νὰ γίνῃ περὶ ἑνώσεως ἡμῶν μετὰ τῶν Νεοημερολογιτῶν;
Ἔπειτα τόσον ἐσκοτίσθη τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας τὸ λογικόν, ὥστε ἐξ ἑωσφορικοῦ φθόνου καὶ σατανικῆς κακεντρεχείας νὰ διατυπώσῃ Αὕτη μετὰ τόσης ἀδεξιότητος καὶ παραλογισμοῦ μίαν τοιαύτην καταγγελίαν κατ’ ἐμοῦ, ἥτις φέρει καταφανῆ τὰ ἴχνη τῆς συκοφαντίας καὶ ἔκδηλα τὰ ἀποτυπώματα τῆς κακοηθείας; Ἄν τοὐλάχιστον ἐλέγετε, ὅτι Σᾶς ἐκάλεσα εἰς τὸ Γραφεῖον μου ἵνα Σᾶς προτείνω νὰ μετάσχητε καὶ Σεῖς τῆς προδοσίας, λαμβάνοντες ὡς ἀνταπόδομα τὴν ἀναγνώρισιν ὑπὸ τοῦ Μακαριωτάτου τοῦ Ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ Σας, ἴσως νὰ ἐγίνετο τοῦτο πιστευτὸν εἰς ἕνα ἀφελῆ καὶ εὔπιστον Χριστιανόν. Ἀλλ’ ὡς διετυπώθη ἡ καταγγελία αὕτη μὲ τόσην ἀδεξιότητα καὶ ἀφέλειαν προσποιητήν, φαίνεται, ὅτι εἶναι καθαρὰ συκοφαντία καὶ εἰς αὐτὸν τὸν ἔχοντα τὸν κοινὸν νοῦν καὶ τὴν στοιχειώδη λογικήν. Καὶ τοῦτο διότι οὐδεὶς ποτὲ προδότης καταγγέλλει τὴν προδοσίαν του, καὶ μάλιστα εἰς ἕνα ἀντίζηλον, ὡς κολακεύεται ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία νὰ ἐμφανίζῃ ἑαυτὴν εἰς τὴν κωμικοτραγικὴν τῆς συκοφαντίας σκηνήν.
Ἐφ’ ᾧ καὶ πρὸ τῆς μυσαρᾶς [ἀηδιαστικῆς] ταύτης συκοφαντίας ἀποστρέφω τὸ πρόσωπόν μου μετὰ βδελυγμίας, καὶ θεωρῶν καὶ τὴν διάψευσιν ταύτης μειωτικὴν τῆς Ἀρχιερατικῆς μου τιμῆς ἀπαξιῶ νὰ ἀπαντήσω εἰς αὐτήν, ἀξίαν μόνον οἴκτου καὶ περιφρονήσεως. Τώρα ἐξηγῶ πῶς καὶ ὁ Ἅγιος Δημητριάδος ἄλλοτε ἔφθασεν εἰς τοσοῦτον δικαίας ἀγανακτήσεως κατὰ τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας, ὥστε αὐστηρῶς νὰ ἐπιτιμήσῃ κατὰ πρόσωπον Αὐτὴν διὰ μίαν ἐπίσης συκοφαντίαν, ἥν ἐξύφανεν Αὕτη ἐναντίον ἑνὸς ἄλλου ἀδελφοῦ καὶ ἐντίμου τοῦ ἀγῶνος ἡμῶν ἀγωνιστοῦ.
Εἰς βεβαίωσιν δὲ τῶν ἀνωτέρω ἀποστέλλομεν εἰς τὴν Ὑμετέραν Θεοφιλίαν ἕν ἀντίτυπον ἐκ τοῦ βιβλίου, ὅπερ ἔναγχος [μόλις πρόσφατα] ἐξεδώκαμεν κατὰ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, οὐχὶ ἵνα διαψεύσωμεν τὴν κακοπιστίαν τῆς στυγερᾶς [ἀποτρόπαιας] καθ’ ἡμῶν καταγγελίας, ἀλλ’ ἵνα διδάξωμεν Αὐτὴν πῶς ἐργάζονται οἱ εὐσυνείδητοι ἐργάται τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ πῶς ἀγωνίζονται οὗτοι εἰς τὰς τετιμημένας ἐπάλξεις τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν Ὑμετέραν Θεοφιλίαν, ἥτις προσπαθεῖ διὰ τῶν χαμαιζήλων [ἀναξιοπρεπῶν] καὶ καταπτύστων συκοφαντιῶν νὰ ὑπονομεύσῃ τὴν θέσιν καὶ τὴν ὑπόληψιν τῶν τιμίων καὶ εὐόρκων ἀγωνιστῶν, καὶ νὰ διεκδικήσῃ τὴν θέσιν καὶ τὴν δόξαν τοῦ Ἀρχηγοῦ εἰς τὸν ἀγῶνα τὸν καλόν, χωρὶς νὰ συναισθάνηται, ὅτι Αὕτη ἀπεδείχθη ἐλλιπὴς καὶ εἰς αὐτὴν τὴν θέσιν τοῦ Οὐραγοῦ.
Βεβαιωθήτω τέλος ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ὅτι ἐκ σεβασμοῦ πρὸς τὸ γῆρας καὶ τὸ ἀξίωμα Αὐτῆς θὰ παρηρχόμεθα διὰ σιγῆς καὶ περιφρονήσεως τὴν ἀποκήρυξίν Της, ἄν Αὕτη δὲν εἶχε τὸ θράσος καὶ τὴν ἀναίδειαν νὰ περιλάβῃ τὰς στυγερὰς ταύτας συκοφαντίας εἰς τὴν ἔντυπον ἐγκύκλιον Αὐτῆς πρὸς τοὺς γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς μὲ τὸν καταχθόνιον σκοπὸν νὰ δηλητηριάσῃ τὰς ψυχὰς αὐτῶν καθ’ ἡμῶν, καὶ νὰ διασπάσῃ τὴν ἑνιαίαν παράταξιν τοῦ ἀγῶνος ἡμῶν κατὰ τὴν κρισιμωτέραν καμπὴν τῆς μάχης τῶν τιμίων ἀγωνιστῶν κατὰ τῶν νεοεορτολογιτῶν.
Ἀλλ’ ἐκ προνοίας, ὅπως προφυλάξωμεν τοὺς γνησίους Ὀρθοδόξους ἐκ τῆς λώβης [κακοποιήσεως] τῶν στυγερῶν καὶ καταπτύστων συκοφαντιῶν τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας, ὑπεχρεώθημεν νὰ ἀπαντήσωμεν εἰς Αὐτὴν καὶ νὰ καυτηριάσωμεν τὰ ψεύδη, τὴν κακοπιστίαν καὶ τὴν ἀσυνειδησίαν Της καὶ μάλιστα μὲ φράσεις δριμείας, καὶ μὲ αὐστηρούς, πλὴν δικαίους χαρακτηρισμοὺς τοῦ προσώπου Της, δι’ οὕς τὴν εὐθύνην ὑπέχει Αὕτη, ἥτις ἤρξατο χειρῶν ἀδίκων, καὶ ἀπέπτυσε πάντα χαλινὸν αἰδοῦς καὶ ἀνθρωπίνης συναισθήσεως πρὸς δημοκοπίαν [δημαγωγία] εἰς βάρος ἑνὸς ἱεροῦ ἀγῶνος.
Περαίνοντες τὴν διαφωτιστικὴν ἀλλὰ καὶ ἐπιτιμητικὴν ταύτην ἀπάντησιν μετὰ βαθυτάτης θλίψεως καὶ ψυχικῆς ὀδύνης δηλοῦμεν εἰς τὴν Ὑμετέραν Θεοφιλίαν κωφεύσασαν καὶ εἰς τὴν τελευταίαν κλῆσιν ἡμῶν καὶ ἀμεταπείστως ἐμμένουσαν εἰς τὴν ἀνταρσίαν Της καθ’ ἡμῶν, ὅτι θεωροῦμεν τοῦ λοιποῦ ἀναξίαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡμῶν κοινωνίας καὶ εὐλογίας καὶ ἀλλοτρίαν [ξένη] εἰς τὴν Ὀρθόδοξον παράταξιν ἡμῶν, καὶ εὐχόμεθα ὁλοψύχως εἰς τὸν Πανάγαθον Θεόν, ὅπως ἡμῖν μὲν γένηται ἵλεως καὶ μὴ στήσῃ ἡμῖν πικρῶς μεταμελλομένοις, τὴν ἁμαρτίαν διὰ τὴν ἀνύψωσιν Αὐτῆς εἰς τὸν τῆς Ἀρχιερωσύνης βαθμόν, Αὐτῆς δὲ ὅπως δῷ πνεῦμα συνέσεως, πνεῦμα συναισθήσεως καὶ πνεῦμα μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως, μόνης ἱκανῆς νὰ ἀποκαταστήσῃ Αὐτὴν ἐνώπιον Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Αὐτοῦ, ἀνθ’ ἧς ἐπεδείξατο Αὕτη ἀχαριστίας καὶ κακοβουλίας εἰς ἡμᾶς τε καὶ εἰς τὸν ἱερὸν ἀγῶνα τῆς ὀρθοδοξίας.
+Ὁ Π. Φλωρίνης Χρυσόστομος
Ἀθῆναι 14 Ὀκτωβρίου 1937
τ.σ.
(χειρογράφως)
Διὰ τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἀντιγραφῆς
ὁ Πρωτοσύγκελλος
+ἀρχιμ. Ἀλέξανδρος Γρηγορόπουλος
