A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ ΘΕΟΥ - ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ Ο ΘΕΟΠΤΗΣ ΚΑΙ ΦΩΤΟΜΟΡΦΟΣ (+1022 – 2022)

ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου
 ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Εἶναι συγκλονιστική, ἀλλά καί προδήλως ἀληθινή, ἡ διατύπωση τοῦ γνωστοῦ Σέρβου, ὁσίου Πατρός, Ἰουστίνου τοῦ Πόποβιτς, περί τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι κοσμοῦν ὡς ἄλλοι πνευματικοί ἥλιοι, τό νοητό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Κάθε Ἅγιος εἶναι «ὁ Χριστός ἐπαναλαμβανόμενος» καί οἱ βίοι τῶν Ἁγίων «δέν εἶναι ἄλλο, παρά ἡ ζωή τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἡ ἐπαναλαμβανομένη εἰς κάθε ἅγιον, ὀλίγον ἤ πολύ, κατά τοῦτον ἤ ἐκεῖνον τόν τρόπον»[1].

Συμεών Νέος ΘεολόγοςΣτήν ἀνατολή τῆς Β΄ χιλιετίας ἡ ζωή τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἐπαναλαμβάνεται, «ἐν τινί τρόπῳ», στό πρόσωπο ἑνός μεγάλου Θεολόγου, ἐμπειρικοῦ τῶν θείων πραγμάτων, τοῦ Θεολόγου τοῦ φωτός, ὅπως ἔχει ἀποκλιθεῖ. Τό φετεινό ἔτος συμπληρώνεται μία χιλιετία ἀπό τῆς Ὁσίας κοιμήσεως ἑνός γίγαντος τοῦ πνεύματος, τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ Νέου Θεολόγου, κατά τό προσωνύμιο, πού τοῦ ἔχει ἀποδοθεῖ. Χίλια χρόνια τώρα ἡ Ἐκκλησία ἀρδεύεται ἀπό τά δροσερά νάματα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας, τήν ὁποία κατέλιπε αὐτός ὁ κορυφαῖος Πατήρ, ὁ θεόπτης καί πνευματοφόρος, ὁ ἐμπειρικός Θεολόγος καί ζωντανός διαχρονικά μέσα ἀπό τά θεσπέσια κείμενά του, ἀφοῦ καί αὐτός, ὅπως ὁ Μ. Βασίλειος, «ζεῖ καί παρ᾿ ἡμῖν, ὡς λαλῶν ἐν τοῖς βίβλοις». Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 12 Ὀκτωβρίου ἑκάστου ἔτους.

 

Θεωρήσαμε σκόπιμο νά μήν παρέλθει ἡ πνευματική αὐτή ἐπέτειος τῶν χιλίων ἐτῶν, χωρίς νά κατατεθεῖ μιά ἔστω πενιχρή καί εὐσύνοπτη  μαρτυρία τῆς φωτοειδοῦς ἐμπειρίας τοῦ μεγάλου αὐτοῦ μύστου τῆς θείας ἐλλάμψεως καί ἑνώσεως. Καί εἶναι γεγονός, ὅτι ὁσάκις ἐνθυμούμεθα τούς Ἁγίους μας, τούς ὁδηγούς πρός τήν ὁδό τῆς ἐν Χριστῶ σωτηρίας, ἐμπνεόμεθα νά ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμά τους, στά ὅρια τῶν ἐλαχίστων δυνατοτήτων μας. Ἔτσι, στά ἑπόμενα γίνεται ἀναφορά στό ἱερό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ Νέου Θεολόγου, καί ἐκτίθεται ἀδρομερῶς ἡ ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, μέσα ἀπό ἐλάχιστα παραθέματα κειμένων τοῦ Ὁσίου, πρός ὠφέλεια ψυχῶν.

 

 

Α) Η ΥΨΗΛΗ ΚΑΙ ΦΩΤΟΦΑΝΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ

 

Θεωροῦμε, ὅτι κάθε ἀναφορά σέ ὁσιακές, ἡγιασμένες μορφές, ὅπως εἶναι ὁ φωτοφόρος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὀφείλει νά παραχωρήσει τόν εἰσαγωγικό λόγο στήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς μορφῆς αὐτῆς. Ἔτσι, κατά τήν παροῦσα ἀναφορά μας περί τοῦ μεγάλου Ἁγίου τοῦ 11ου αἰῶνος, αἰσθανόμαστε βαθειά τήν ἀνάγκη νά χειραγωγηθοῦμε στά πρῶτα βήματα τῆς σκέψεώς μας ἀπό ἐκεῖνον, πού ἔσχε τήν θεία μέθεξη. Παραθέτουμε, λοιπόν, τμῆμα ἑνός ποιητικοῦ λόγου του, πού νομίζουμε ὅτι εἰσάγει μέ τόν καλύτερο τρόπο στήν παρουσίαση τοῦ Ἁγίου μας.

 

   «Δέν θέλω πιά νά θεωρῶ τό φῶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου,

   οὔτε τόν ἥλιο ἀκόμα αὐτόν, μά κι ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου,

   γιατί τόν Κύριό μου θεωρῶ, τό βασιλιά μου βλέπω,

   βλέπω αὐτόν πού᾿ ναι ἀλήθεια φῶς, τοῦ φωτός ὅλου κτίστης,

   τήν πηγή βλέπω ὅποιου καλοῦ καί τήν αἰτία ὅλων,

   βλέπω τήν ἄναρχην ἀρχή, τά πάντα ἀπ᾿ ὅπου βγῆκαν,

   πού δίνει σ᾿ ὅλα τή ζωή, καί τροφή τά χορταίνει[2].

 

Ταῦτα διατυπώνει μία πυρφόρος ὕπαρξη, ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός καί τῆς θεοπτίας, ὁ «ζέων τῷ Πνεύματι» καί πυρίπνοος, ὁ φλεγόμενος μέσα στό πῦρ τοῦ Παρακλήτου, ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Σύμφωνα μέ τά ἀνωτέρω, ὁ Ὅσιος εἶχε κατακτήσει ἔνδοθεν ἐν Χάριτι, τόν Θεό καί Δημιουργό τοῦ παντός, εἶχε ἀποκτήσει «ἐν αἰσθήσει ψυχῆς» τό θεῖο φῶς. Καί ἕνεκα τούτου, δέν τόν συγκινοῦσε τίποτε ἄλλο, δέν τόν ἔθελγε κανένα κτιστό φῶς, καμία ἀπόλαυση τοῦ κόσμου αὐτοῦ!

 

Τά βιογραφικά στοιχεῖα τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ Νέου Θεολόγου, μπορεῖ κάποιος νά τά μελετήσει ἀπό τίς γνωστές ἐκδόσεις καί τούς Συναξαριστές, κυρίως ἀπό τόν μαθητή καί βιογράφο του, Νικήτα Στηθᾶτο. Ἄλλωστε, ὁ ἅγιος Συμεών εἶναι αὐτοβιογραφούμενος. Τά κείμενά του παρουσιάζουν ἔντονο βιογραφικό χαρακτῆρα καί αὐτό εἶναι σπάνιο στήν Πατερική Γραμματεία, μέ ἐξαίρεση ἄλλους δύο Ἁγίους αὐτοβιογραφούμενους, πού εἶναι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (μέσα ἀπό τά Ἔπη του) καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος (μέσα ἀπό τίς Ἐξομολογήσεις του)[3].

 

Εἶναι γεγονός, ὅτι ὁ ἅγιος Συμεών ἀκολούθησε τήν «στενήν καί τεθλιμένην ὁδόν» τῆς ἀσκήσεως, ἀλλά ἀπό τῆς νεαρῆς του ἡλικίας, ὡς λαϊκός, εἶχε θεῖες ἐμπειρίες, ἐπειδή «ἄνοιξε» τήν καρδιά του, τόν ὑπαρξιακό του χῶρο, πρός δεξίωση τοῦ ἀκτίστου, πρός ὑποδοχήν τῆς Χάριτος. Ἡ ἄσκησή του ὑπῆρξε παροιμιώδης, ἡ προσευχή του πυρφόρος, ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο ἀνέκφραστη, ὁ θεῖος πόθος, πού κατέφλεγε τήν καρδία του, ἀσίγαστος. Τά ἀνωτέρω κατέστησαν τόν ἅγιο ἕναν γιγαντιαῖο φάρο τηλαυγή καί ἕναν πνευματικό μαγνήτη, πού ἥλκυε ψυχές ἐκλεκτές πρός τήν ἐν Θεῷ ζωή. Ἀρκεῖ, μάλιστα, ἡ μαρτυρία, ὅτι ὁ Συμεών στήν ἡλικία τῶν 20 ἐτῶν εἶχε μαθητές ἐν Χριστῷ, οἱ ὁποῖοι ἐμπιστεύθηκαν αὐτόν ὡς διδάσκαλο καί μύστη τῶν θείων πραγμάτων καί καταστάσεων. Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός, ὅτι τήν πρώτη ἐμπειρία τοῦ θείου φωτισμοῦ (θεοπτία) τήν εἶχε ὡς λαϊκός. Ἕνα ἁπλό παιδί εἶδε «ἐν αἰσθήσει ψυχῆς» τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, δύο φορές μάλιστα! Χαρίστηκε στόν νέο αὐτόν ἡ ἐμπειρία τῆς θείας ἐλλάμψεως, γεγονός πού σέ ἄλλους Ἁγίους χαρίζεται μετά ἀπό ἀγῶνες πολυχρονίους στήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση. Καί καθώς σημειώνεται, ἡ ἱερῶς μεθυστική αὐτή θεοφάνεια μέ φῶς, προδιέγραψε τόν μετέπειτα βίο του καί διεμόρφωσε τή θεολογία του[4].

 

ργότερα, ὁ ἴδιος, ὡς Θεολόγος πλέον τοῦ φωτός, θά ἐξυμνήσει τό φῶς, πού εἶναι ἐνυπόσταστο στό Πρόσωπο τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι φῶς καί ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ κατανοεῖται ὡς ἀέναη, ἐν φωτί, παρουσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν Ἐκκλησία, στή Θεολογία, στήν Εὐχαριστία. Καί θά γράψει σχετικά: «Ὁ Χριστός ὁ Ἰησοῦς, ὁ σωτήρ, ὁ βασιλεύς τοῦ παντός φῶς· ὁ ἄρτος τῆς ἀχράντου σαρκός αὐτοῦ φῶς, τό ποτήριον τοῦ τιμίου αὐτοῦ αἵματος φῶς, ἡ ἀνάστασις αὐτοῦ φῶς, τό πρόσωπον αὐτοῦ φῶς· ἡ χείρ, ὁ δάκτυλος, τό στόμα αὐτοῦ φῶς, οἱ ὀφθαλμοί αὐτοῦ φῶς· ὁ Κύριος φῶς, ἡ φωνή αὐτοῦ ὡς ἐκ φωτός φῶς…»[5].

 

 Συμεών κατέθεσε ἀρκετά στό ἐπίπεδο τοῦ γραπτοῦ λόγου περί τοῦ φωτός, ἀφοῦ, ὅπως παρατηρεῖ ὁ καθηγητής Π. Χρήστου, τά συγγράμματα τοῦ Ἁγίου περικλείουν σχεδόν σέ κάθε σελίδα τίς λέξεις φῶς, ἔλλαμψη και ἄλλες παρόμοιες[6]. Αὐτό, βεβαίως, εἶναι ἀπαύγασμα βιώματος μυστικοῦ. Ὁ πνευματέμφορος Συμεών κήρυττε τό φῶς, ὄχι διανοητικά, ἤ γνωσιολογικά, μέσα ἀπό τή μελέτη θεολογικῶν κειμένων, ἀλλά εἶχε προσωπική θέαση τοῦ φωτός. Γνώριζε ἐμπειρικά αὐτό πού ἔγραφε, ὅτι «φῶς ὁ Θεός καί ὡς φῶς ἡ θέα αὐτοῦ». Πρώτη ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τοῦ φωτός, ὅπως ἐλέχθη, εἶχε ὁ Ἅγιος ὡς λαϊκός. Τή δεύτερη φωτοφάνεια ἔλαβε ὡς μοναχός, καί αὐτή συνεδέθη μέ τό πρόσωπο τοῦ πνευματικοῦ του πατρός καί Γέροντος, τοῦ ὁσίου Συμεῶνος τοῦ λεγομένου εὐλαβοῦς, ὡς ἀπαραίτητου μεσολαβητοῦ γιά τήν οἰκείωση τῆς θεία Χάριτος.

 

Νά σημειωθεῖ ἐδῶ, ὅτι ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Συμεῶνος τοῦ Ν. Θεολόγου πρός τόν ἐπίσης ἅγιο καί θεοφόρο Γέροντά του, τόν ὁδήγησε στό νά ἁγιοκατατάξει αὐτόν μόνος του, νά τόν τιμήσει ἀμέσως μετά θάνατον, νά συντάξει συναξάριο, νά φιλοπονήσει ἐγκώμια καί γενικά, νά τόν ἀναδείξει πανηγυρικά μέ εἰκόνες καί ὕμνους, ὡς μεγάλο καί θαυματουργό, ἀφοῦ ὁ ἴδιος στά κείμενά του πιστοποιοῦσε ὅτι ὁ Γέροντάς του εἶχε ἐμπειρίες καί ὁράσεις φωτός. Κατηγορήθηκε γιά τήν πρακτική αὐτή, ἀλλά παρέμεινε ἀπτόητος.

 

Εἰρήσθω ἐν προκειμένῳ, ὅτι αὐτή ἡ ὑπεράσπιση τοῦ πνευματικοῦ πατρός καί καθοδηγοῦ εἶχε θεολογική διάσταση. Δέν ἔπραξε κάτι ὁ Ἅγιος γιά νά δηλώσει τήν ἀντίθεσή του πρός τούς θεσμούς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως εὔστοχα ἔχει παρατηρηθεῖ, «ἡ ὑπεράσπιση τοῦ Εὐλαβοῦς ἀπό τό πνευματικό του παιδί, ἰσοδυναμεῖ καί μέ ὑπεράσπιση τῆς θεολογίας καί τῆς πνευματικότητας τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Συμεών, δεδομένου ὅτι ἡ ἐμπειρική βάση τῆς ἐνσυνείδητης δεξίωσης τῆς χάρης πού ἀντιπροσωπεύει ὁ Συμεών ὁ Εὐλαβής καί ἡ δυνατότητα τῆς οἰκείωσης τῶν Ἐνεργειῶν τοῦ Πνεύματος σέ κάθε ἐποχή, συνιστοῦν τόν θεμέλιο λίθο, πάνω στόν ὁποῖο οἰκοδομεῖ τή θεολογία του ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος»[7]. Ὁ ἴδιος ὁ Συμεών γράφει πώς ὁ Γέροντάς του, Συμεών ὁ Εὐλαβής, τοῦ εἶχε δώσει νά μελετήσει τό βιβλίο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, μέ τήν ὑπόμνηση - ἐντολή, νά ἐπιμελεῖται καθημερινά τή συνείδησή του. Καί αὐτή ἡ ἐντολή πού τοῦ δόθηκε, ἦταν γιά τόν Ὅσιο ἱκανή, πρός ἀπόκτησιν τῆς Χάριτος.

 

 πλούσια Χάρις, τήν ὁποίαν ἔλαβε ὁ Ἅγιος μέσα ἀπό τό ὑπαρξιακό του ἄνοιγμα καί τήν καρδιακή ἄμβλυνση, τόν ὁδήγησε σέ μεγαλύτερους ἀγῶνες καί ἀπό ἐκεῖ σέ ἄλλες φωτοφανεῖς ἐμπειρίες, πού εἶχε ὡς πρεσβύτερος καί ἡγούμενος. Γενικά ἡ ζωή του ὑπῆρξε φωτοφόρος καί φωτόμορφος, στό πλαίσιο τῆς ἀσκήσεως καί τῆς μετοχῆς του στή θεία Εὐχαριστία, στό «Μυστήριον τῆς ζωῆς». Πάντως, σύμφωνα μέ τούς ἐρευνητές, ὁ ἅγιος Συμεών, μέ τίς διδαχές του καί τή Θεολογία του, μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ὁ πρόδρομος τῶν Ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰῶνα.

 

ντούτοις, ὅμως, παρόλα τά θεῖα δῶρα, πού ἔλαβε ὁ ὅσιος Συμεών, παρόλες τίς φωτοφάνειες καί τίς θεοπτίες, δέν εἶχε καμία ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά θεωροῦσε ὅτι δέν πράττει τίποτα. Ὁ Συμεών ὑπῆρξε ἄνθρωπος βαθυτάτης μετανοίας. Ζοῦσε τή μετάνοια ὡς μία ἀλλοίωση ὀντολογική τῆς ὑπάρξεώς του, ὡς μία μόνιμη αἴσθηση ἀναξιότητος καί μηδαμινότητος μπροστά στή θεία Μεγαλειότητα, μία, οὐσιαστικά, αἴσθηση τοῦ ὀντολογικοῦ χάσματος μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, γι᾿  αὐτό καί κατέθετε ἐκ ψυχῆς συντετριμμένης, ὅτι τίποτε καλό δέν ἔπραξε στή ζωή αὐτή καί καμία θεία ἐντολή δέν ἐφήρμοσε:

 

«Οὐκ ἔκαμον, οὐκ ἔπραξα δικαιοσύνης ἔργα, οὐδέποτε ἐτήρησα μίαν τῶν ἐντολῶν σου, ἀλλά ἀσώτως ἅπαντα τον βίον μου μετῆλθον, πλήν αὐτός οὐ παρεῖδες με, ἀλλά ζητήσας εὗρες, πλανώμενον ἐπέστρεψας, ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πλάνης»[8].

 

Πῶς, ἔπειτα, νά μήν ἀξιωθεῖ οὐρανίων χαρισμάτων καί φωτοειδῶν ἐμπειριῶν ἕνας τόσο βαθύτατα μετανοῶν ταπεινός ἄνθρωπος; Ὡστόσο, ἡ βάση καί προϋπόθεση τῆς θεοπτίας, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο, εἶναι ἠ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος διαβεβαιώνει, ὅτι θά κατοικήσει μετά τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντός τοῦ ἀνθρώπου, ὁποῖος τηρεῖ τίς ἐντολές Του[9]. Σύμφωνα μέ τό Νέο Θεολόγο, μέ τήν «μέχρι κεραίας» τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, ἀξιωνόμαστε να δοῦμε ἐντός μας τόν Θεό, «καταξιούμεθα ὁρᾶν τόν Θεόν καί ἡ τοῦ Πνεύματος παρουσία καί ἔλαμψις γίνεται»[10].

 

Β) ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ

 

Εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ χαρισματική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ την πρωτογενῆ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ἀποδεικνύεται μέσα ἀπό τά συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποίοι ἐξέφρασαν ἀπλανῶς τήν Ἀποστολική Παράδοση στήν ἐποχή τους, ἀφοῦ προηγουμένως τή βίωσαν ἡσυχαστικῶς, ἀλλά κυρίως μυστηριακῶς[11]. Στή χορεία αὐτῶν τῶν  μεγάλων ἁγίων βιωματικῶν συγγραφέων ἀνήκει καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ἔχει πλουτίσει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέ ὑψηλῆς περιωπῆς συγγράμματα, τά ὁποῖα, ὁ μεγάλος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, χαρακτηρίζει ὡς συγγράμματα ζωῆς, ἀφοῦ χαρακτηρίζει καί τόν βίο του ἅγιο. Γράφει ὁ Ἅγιος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος ἔζησε τρεῖς αἰῶνες μετά τόν Νέο Θεολόγο: «Συμεῶνος γάρ τόν βίον οἶσθα θαῦμα τε ὄντα πάντα σχεδόν καί δι᾿ ὑπερφυῶν θαυμάτων ὑπό Θεοῦ δεδοξασμένον, τά τε συγγράμματα αὐτοῦ συγγράμματα ζωῆς εἰπών τις, οὐκ ἁμάρτοι τοῦ προσήκοντος»[12].

 

Ἕνας χείμαρρος θεολογίας καί ὑψηλῆς πνευματικότητος, φωτοειδοῦς ἐμπειρίας καί ζωῆς, προχέεται ἀπό τή γραφῖδα τοῦ ὁσίου Συμεῶνος καί διαποτίζει πλουσίως τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ διαχρονικά. Λόγοι Κατηχητικοί, Θεολογικοί, Ἠθικοί, Ὁμιλίες, Ποιήματα, Ἐπιστολές καί διάφορες νουθεσίες σκορπίζονται ἀφειδῶς πρός ὅλους, ἀπό ἐκεῖνον, πού ἀποκαλεῖ τόν ἑαυτό του «πτωχόν φιλάδελφον»[13], ἀλλά ἡ μέριμνά του γιά τήν ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν του, τόν καθιστᾶ «ζηλωτήν μανικώτατον»[14]. Μέσα ἀπό τά κείμενα τοῦ ἁγίου Συμεῶνος προδίδεται ὁ ὑψηλός βαθμός τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας του.

 

 λόγιος Ἁγιορείτης, Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης, προκειμένου νά παρακινήσει τούς ἀκροατές τῶν καλλιεπέστατων ὁμιλιῶν, ἤ κειμένων του, στή μέθεξη τῆς θείας γνώσεως καί τή μετοχή τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πού ἀλλοιώνει τόν ἄνθρωπο «ἐπί τά βελτίῳ», παρουσίαζε πολλές φορές κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεῶνος καί μάλιστα κατά κόρον ἀρέσκετο στό νά διατυπώνει σέ μετάφραση τό ἑξῆς ἀπόσπασμα ἀπό Ὕμνο τοῦ Ἁγίου:

 

«Ἀπολαύω τῆς ἀγάπης σου καί τῆς ὡραιότητός σου, καί εἶμαι πλήρης γλυκύτητος καί θείας εὐδαιμονίας. Τό πρόσωπό μου λάμπει, ὅπως καί τοῦ ἠγαπημένου μου. Ὅταν βυθίζομαι μέσα εἰς τό φῶς σου, τότε αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι ὡραιότερος ἀπό ὅλους τούς ὡραίους, πλουσιώτερος ἀπό ὅλους τούς πλουσίους, δυνατότερος ἀπό ὅλους τούς δυνατούς καί ἰσχυρότερος ἀπό ὅλους τούς Αὐτοκράτορες».

 

Τό συγκλονιστικό ὄντως αὐτό κείμενο, στό πρωτότυπο ἔχει ὡς ἑξῆς:

 

«Μεταλαμβάνω τοῦ φωτός, μετέχω καί τῆς δόξης, καί λάμπει μου τό πρόσωπο ὡς καί τοῦ ποθητοῦ μου, καί ἅπαντα τά μέλη μου γίνονται φωτοφόρα. Ὡραίων ὡραιότερος τότε ἀποτελοῦμαι, πλουσίων πλουσιώτερος καί δυνατῶν ἁπάντων, ὑπάρχω δυνατώτερος καί βασιλέων μείζων»[15].

 

Πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι ἡ ἐποχή τοῦ ἁγίου Συμεῶνος (11ος αἰ.), ἦταν ἐποχή ξηρασίας θεολογικῆς καί πνευματικῆς. Κατά τήν ἐποχή αὐτή, ἡ Πατερική Γραμματεία καί ἡ μυστική Θεολογία βρισκόταν σέ μία στασιμότητα[16]. Ἡ πλούσια συγγραφική παραγωγή τοῦ Ἁγίου, μέ κείμενα ὑψηλά, μέ περιγραφές τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς μυστικῆς κοινωνίας μέ Αὐτόν, σέ μιά πλημμύρα ἀγάπης καί φωτός[17], συνετέλεσε στήν ἄνθηση τῆς Πατερικῆς Γραμματείας καί τῆς μυστικῆς Θεολογίας. Ὁ θεολογικός λόγος τοῦ Συμεῶνος ὑπῆρξε τολμηρός, ἀλλά καί ἰδιότυπος καί παρεξηγίσιμος, ἄν κανείς δέν διαθέτει κριτήρια θεολογικῆς ἀξιολογήσεως καί πνευματική ἐμπειρία. Γι᾿ αὐτό καί κατηγορήθηκε ὡς «νοσηρός μυστικιστής». Εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ καθηγητής Π. Τρεμπέλας εἶχε γράψει, ὅτι οἱ διδασκαλίες τοῦ ἁγίου Συμεῶνος χαρακτηρίζονται «ὡς καινοφανεῖς καί παράδοξοι, ἄν μή αἱρετικαί»[18]. Δέν μποροῦσε, ὅμως, ὁ κατά τά ἄλλα λίαν ἀξιόλογος καθηγητής νά εἰσδύσει στό βάθος τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τοῦ Ὀρθοδόξου Ἡσυχασμοῦ, τόν ὁποῖον ἐξέφραζε ὁ ἅγιος Συμεών. Δέν εἶχε ἐμβαθύνει στά ζητήματα αὐτά καί αὐτό πιστοποιεῖ τό γεγονός τῶν τριῶν μόνο ὀνομαστικῶν ἀναφορῶν στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, στήν τρίτομη ὀγκώδη Δογματική του. (Ἴσως ἔπταιαν καί οἱ ἐποχές, ὅπως σημείωνε ὁ καθηγητής π. Γ. Μεταλληνός).

 

Μιά προσωπική ἰδιοτυπία τοῦ ὁσίου Συμεῶνος εἶναι «ἡ αἰσθητοποίηση σέ ἐξωτερικά λεκτικά σχήματα τῶν ἐρωτικῶν ἀλλοιώσεων τῆς ψυχῆς, τίς ὁποῖες προκαλοῦσαν οἱ ἐπιδημίες καί οἱ ἀποδημίες τοῦ ἀγαπημένου του Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[19]. Καί ἰδιαίτερα μάλιστα, ὅπως σημειώνει πάλι ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, στούς Ὕμνους τῶν θείων ἐρώτων, ὁ Συμεών κενώνει τούς θησαυρούς τῆς ὄντως μυστικῆς ζωῆς του καί Θεολογίας[20].

 

Γ) Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ

 

Ἡ Θεολογία τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ ἐπονομαζομένου Νέου Θεολόγου[21] (Τριαδολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία, Ἐκκλησιολογία, Ἐσχατολογία), εἶναι ὠκεανός ἀπύθμενος καί δέν μπορεῖ μέσα στά στενά χωροχρονικά ὅρια ἐνός κειμένου νά παρατεθεῖ, οὔτε κἄν ἀκροθιγῶς. Κατ᾿ ἐπιλογή θά παρουσιασθοῦν κάποιες θέσεις ἀπό τήν Εὐχαριστιολογία τοῦ Ἁγίου, δηλαδή ἀπό τήν Θεολογία, πού ἐξέφρασε σχετικά μέ τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀφοῦ, ὡς Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε, ὅτι ἡ θεία Λειτουργία (Εὐχαριστία) εἶναι τό κεντρικό Μυστήριο τῆς πίστεως μας, τό «Μυστήριον τῆς Συνάξεως», ἡ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας.

 

Γιά τόν ἅγιο Συμεῶνα, ἡ θεία Εὐχαριστία, ὡς τό «Μυστήριον τῶν Μυστηρίων», συνιστᾶ τήν κορύφωση τῆς θεοειδοῦς ἐμπειρίας, πού μᾶς παρέχει τό ἐκκλησιαστικό μυστήριο ἐν γένει[22]. Ἀφετηρία τῆς εὐχαριστιακῆς θεολογίας του ἀποτελεῖ ἡ βιωμένη ἐμπειρία καί ἐκπεφρασμένη πεποίθηση, ὅτι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος τῆς Εὐχαριστίας συνιστοῦν τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό καί καταθέτει ρωμαλέα, μέ τό γνωστό του ποιητικό τρόπο τά ἑξῆς:

 

«Ὅπου γάρ ἄρτος σαρκός καί τοῦ αἵματος, Λόγε, ἐκεῖ ὑπάρχεις σύ αὐτός, ὁ Θεός μου καί Λόγος, καί ταῦτα σῶμα γίνεται σόν ἀληθῶς καί αἷμα, ἐπελεύσει τοῦ Πνεύματος καί δυνάμει Ὑψίστου»[23].

 

Εἶναι, πιστεύουμε, γνωστή στούς Ὀρθοδόξους, πού μετέχουν τοῦ Ποτηρίου τῆς Ζωῆς, ἡ θαυμάσια ἐκείνη ποιητική Εὐχή τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, πού βρίσκεται στό τέλος τῆς Ἀκολουθίας τῆς θείας Μεταλήψεως, «Ἀπό ρυπαρῶν χειλέων, ἀπό βδελυρᾶς καρδίας» κ.λπ. Στήν ἀνωτέρω Εὐχή, ὁ Ἅγιος, μεταξύ ἄλλων, περιγράφει τα ἀποτελέσματα τῆς θείας Κοινωνίας στόν πιστό, πού μετέχει τῶν Ἁγιασμάτων «μετά καθαροῦ συνειδότος»[24], μέ προετοιμασία καί κάθαρση ψυχοσωματική. Ἡ θ. Μετάληψη ἐνεργεῖ ἀνάλογα με τίς προϋποθέσεις τοῦ προσερχομένου, κατά τά γνωστά τρία στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως. Γράφει, ἐν προκειμένῳ, ὁ Ἅγιος:

 

«Καί καθαίρεις, καί λαμπρύνεις, καί φωτός ποιεῖς μετόχους, κοινωνούς Θεότητός σου ἐργαζόμενος ἀφθόνως, καί, τό ξενον καί Ἀγγέλοις καί ἀνθρώπων διανοίαις, ὁμιλεῖς αὐτοῖς πολλάκις, ὥσπερ φίλοις σου γνησίοις».

 

Προηγεῖται, βεβαίως, ἡ βαθυτάτη μετάνοια, τήν ὁποία πάλι ἐκφράζει ὁ ἅγιος Συμεών, γράφοντας, ὅτι ὑπερέβη τήν Πόρνη τῆς σχετικῆς Εὐαγγελικῆς διηγήσεως, πού ἀκοῦμε κατά τήν Μ. Ἑβδομάδα. «Ὑπέρ τήν Πόρνην ἀγαθέ ἀνομήσας», διαβάζουμε στό Κοντάκιο τῆς Μ. Τετάρτης. «Ἥμαρτον ὑπέρ τήν Πόρνην», γράφει ὁ ἅγιος Συμεών στήν Εὐχή του γιά τή θεία Μετάληψη. Καί παρακαλεῖ τόν Κύριο: «Πλῦνον με τοῖς δάκρυσί μου, κάθαρον αὐτοῖς με Λόγε, ἄφες καί τά πταίσματά μου, καί συγγνώμην πάρασχέ μοι».

 

Μπορεῖ νά πεῖ κανείς, ὅτι καί σέ ἄλλους πολλούς Πατέρες ἀπαντῶνται ἀνάλογες διατυπώσεις, περί τοῦ κορυφαίου Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας μας, περί τῶν ἐνεργημάτων αὐτοῦ στόν ὑπό προϋποθέσεις μεταλαμβάνοντα, περί τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μεταβολῆς τῶν Τιμίων Δώρων κ.λπ. Στόν ἅγιο Συμεῶνα, ὅμως, ὑπάρχει μία πρωτοτυπία. Ὁ Συμεών ταυτίζει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέ τήν Εὐχαριστία. Κατ᾿ αὐτόν, τά «ἄρρητα ρήματα»[25], πού εἶδε ὁ θεορήμων Παῦλος καί τά αἰώνια ἀγαθά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, «ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»ταυτίζονται μέ τή θεία Εὐχαριστία. Γράφει ὁ Ὅσιος: «Μετά τῶν ἀποκειμένων ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀγαθῶν, αὐτό τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἅ καθ᾿ ἑκάστην ὁρῶμεν καί ἐσθίομεν καί πίομεν, ταῦτα ὁμολογουμένως τά ἀγαθά ἐκεῖνά εἰσι· ἐκτός δέ τούτων οὐδαμοῦ τῶν ῤηθέντων οὐδέ ἕν εὑρεῖν ἐξισχύσεις, κἄν πᾶσαν διαδράμῃς τήν κτίσιν»[26]. Κατά τόν ἅγιο Συμεῶνα, λοιπόν, τόν Νέο Θεολόγο, Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί Εὐχαριστία ταυτίζονται.

 

 

Δ) ΤΟ ΕΦΙΚΤΟ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΠΟΧΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΥΜΕΩΝ

 

 ἅγιος Συμεών, ἀνεδείχθη πηγή Θεολογίας, ἀφοῦ βίωσε «ἐν αἰσθήσει ψυχῆς», τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀκορέστως μάλιστα, στά ὅρια τῆς παρούσης ζωῆς. Ἰδού πῶς ὁ ἴδιος ἐξυμνεῖ αὐτήν τήν ἀγάπη, πού ἀποτελεῖ πρόγευση τῶν θείων, Ἐχατολογικῶν ἀγαθῶν:

 

«Ὦ ἀγάπη παμπόθητε, καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ σέ ἠγάπησε διότι δέν θέλει ἐπιθυμήσει ποτέ νά ἀγαπήσῃ ἐμπαθῶς κανένα κάλλος ἀνθρώπινον. Καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ ἐπεριπλέχθη ἀπό ἐσένα μέ θεῖον ἔρωτα, ὅτι θέλει ἀρνηθῇ ὅλον τόν Κόσμον, καί πλησιάζοντας εἰς κάθε ἄνθρωπον δέν θέλει μολυνθῇ. Καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ ἐφίλησε τά ἰδικά σου κάλλη, καί τά ἀπόλαυσε μέ πολύν πόθον, ὅτι θέλει ἀγιασθῇ κατά τήν ψυχήν, ἀπό τό ἄχραντον αἷμα, καί ὕδωρ πού στάζει ἀπό ἐσέ»[27].

 

Ζῶντας ὁ Συμεών τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος» του[28], πίστευε, ἀληθῶς καί ὀρθοδόξως, καί κήρυττε στεντορίως, ὅτι αὐτή ἡ ἄρρητη ἐμπειρία τοῦ θείου κάλλους εἶναι διαχρονική, ἀφοῦ ὁ μετεχόμενος Θεός εἶναι πάντοτε ὁ Αὐτός. Ἔτσι, στοιχούμενος στήν Πατερική Παράδοση, γνώριζε ὅτι ἡ ἀρετή δέν ἔχει τέλος, καί ἡ Ἁγιότητα δέν μπορεῖ νά περικλεισθεῖ σέ χρονικά ὅρια. Μάλιστα, ἐπέμενε στό ἐφικτόν τῆς ἁγιότητος σέ κάθε ἐποχή. Ἀποκαλοῦσε δέ, αἱρετικούς ἐκεῖνους οἱ ὁποῖοι πίστευαν ὅτι δέν μπορεῖ κάποιος στά χρόνια αὐτά (11ος αἰ.), νά τηρήσει τίς εὐαγγελικές ἐντολές καί νά συγκαταριθμηθεῖ μέ τούς παλαιούς Ἁγίους. «Ἀλλά περί ἐκείνων λέγω καί ἐκείνους ὀνομάζω αἱρετικούς, τούς λέγοντας μή εἶναι τινα ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνοις καί ἐν μέσῳ ἡμῶν, τόν δυνάμενον φυλάξαι τάς εὐαγγελικάς ἐντολάς καί κατά τούς ἁγίους γενέσθαι πατέρας»[29].

 

 ἅγιος Συμεών, ὑποστηρίζει, ὅτι σέ ὅλες τίς ἐποχές εἶναι ἐφικτή ἡ πνευματική ζωή καί ἡ θέα τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τά ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ἀποστολικά λόγια, «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος εἰμί»[30]εἶναι προδήλως διαχρονικά. Τήν ἀνωτέρω πραγματικότητα ἀμφισβητοῦσαν τότε κάποιοι, ἀλλά και σήμερα ἀρκετοί την ἀμφισβητοῦν, θεωρῶντας, ὅτι δέν μπορεῖ στά χρόνια μας νά ἐπιτύχει κάποιος πνευματική ἄνωση καί νά ἀξιωθεῖ τῆς ἐμπερίας/θεωρίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Εἶναι, ὅμως, πάντοτε ἐφικτή ἡ Ἁγιότητα, σέ κάθε ἐποχή. Γι᾿ αὐτό ὁ Συμεών θά ἀπευθύνει ἔκκληση μέσῳ τῶν Ὕμνων του σέ ὅσους φρονοῦν καί κηρύσσουν τό ἀντίθετο, μέ αὐτά τά συγκλονιστικά λόγια: «Μή λέγετε, ἀδύνατον λαβεῖν τό θεῖον Πνεῦμα,|…Μή λέγετε, ὅτι Θεός οὐχ ὁρᾶται ἀνθρώποις,| μή λέγετε, οἱ ἄνθρωποι φῶς θεῖον οὐχ ὁρῶσιν,| ἤ ὅτι καί ἀδύνατον ἐν τοῖς παροῦσι χρόνοις!| Οὐδέποτε ἀδύνατον τοῦτο τυγχάνει, φίλοι,| ἀλλά καί λίαν δυνατόν τοῖς θέλουσιν ὑπάρχει,| πλήν ὅσοις βίος κάθαρσιν τήν τῶν παθῶν παρέσχε| καί καθαρόν εἰργάσατο τῆς διανοίας ὄμμα»[31].

 

πως ὀρθά ἔχει τονισθεῖ, ὁ Θεοφόρος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, «σφράγισε τήν ἐποχή του –καί ὄχι μόνο– σέ ὅλα τά ἐπίπεδα: Στό θεολογικό καί τό ἐκκλησιαστικό, στό μοναχικό, ὡς πυξίδα ἐπαναπροσανατολισμοῦ στήν οὐσία τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλά καί ὡς συγγραφέας καί ποιητής, βαπτίζοντας τήν (ποιητική) τέχνη στό ὑπαρξιακό βάθος τῆς ταπείνωσης καί τῆς μετάνοιας, μά καί ἀνάγοντάς την ταυτόχρονα, στά δυσθεώρητα ὕψη τῆς συνάντησης μέ τόν Θεό»[32].

 

πῆρξε ὄντως Μέγας!

 

Θά κλείσουμε τήν παροῦσα ἀναφορά, παραδίδοντας τόν λόγο στόν Ἅγιο, παρουσιάζοντας ἕνα ποίημα, πού ἐκφράζει τόν βαθύτατο θεῖο ἔρωτα καί πόθο του πρός τόν Τριαδικό Θεό.

 

          «Πῶς καί πῦρ ὑπάρχεις βλύζον,

           πῶς καί ὕδωρ εἶ δροσίζον,

           πῶς καί καίεις καί γλυκαίνεις,

           πῶς φθοράν ἐξαφανίζεις;

 

           Πῶς θεούς ποιεῖς ἀνθρώπους,

           πῶς τό σκότος φῶς ἐργάζῃ,

           πῶς ἀνάγεις ἐκ τοῦ ἄδου,

           πῶς θνητούς ἐξαφθαρτίζεις;

 

           Πῶς πρός φῶς τό σκότος ἔλκεις,

           πῶς τήν νύκτα περδράσσῃ

           πῶς καρδίαν περιλάμπεις,

           πῶς μέ ὅλον μεταβάλλεις;

 

           Πῶς ἑνοῦσαι τοῖς ἀνθρώποις,

           πῶς Υἱούς Θεοῦ ἐργάζῃ;

           πῶς ἐκκαίεις σου τῷ πόθῳ;

           πῶς τιτρώσκεις ἄνευ ξίφους;

 

           Πῶς ἀνέχῃ; πῶς βαστάζεις;

           πῶς εὐθύς οὐκ ἀποδίδως;

 

           Πῶς ὑπάρχων ἔξω πάντων,

           βλέπεις πάντων τά πρακτέα;

           πῶς μακράν ἡμῶν τυγχάνων,

           καθορᾷς ἑκάστου πρᾶξιν;

 

           Δός ὑπομονήν σοῖς δούλοις,

           μή καλύψῃ τούτοις θλίψις»[33].

 

 

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2022


 [1]Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, μετάφρ. ἐπισκ. Ἀθ. Γιέφτιτς, Ἀθῆναι 1970 (2), σελ. 99.

[2]Ὕμνος 28, Περί νοητῆς ἀποκάλυψης τῶν ἐνεργειῶν τοῦ θείου φωτός, Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, ΕΠΕ 19 ΣΤ΄, Μετάφρ.

[3]Θ. Ἀμπαντζίδη, Τό ἐνυπόστατον φῶς, Σπουδή στίς προϋποθέσεις τῆς θέωσης κατά τόν Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2019, σελ. 37.

[4]Βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Πνευματική ζωή και θεολογία κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, «Σύναξη» 10 (1984), σελ. 22.

[5]Θεολογικός Τρίτος, SC 122, 150-155, βλ. ὅ.π. Τό ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 178.

[6]ΘΗΕ, 11, Συμεών Νέος Θεολόγος, σελ. 543.

[7]Τό ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 93.

[8]Ὕμνοι θείων ἐρώτων, SC 196, 19-30.

[9]Ἰω. 14, 18-23.

[10]Κατηχήσεις, SC 104, 159-180.

[11]Δ. Τσελεγγίδη, Προϋποθέσεις καί κριτήρια τοῦ ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς θεολογεῖν, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 106.

[12]Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1, 2, 12, ἐπιμ. Π. Χρήστου, τόμ. Α΄, σελ. 404.

[13]Κατήχησις 34, SC 113, 274.

[14]Κατήχησις 21, SC 104, 362.

[15]Βλ. Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, Ὕμνοι, Ἐπιστολαί, ΙΣΤ΄.

[16]Β. Τσίγκου, Δογματικά καί Θεολογικά μελετήματα, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, σελ. 133.

[17]Βλ. Π. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. Α΄, Εἰσαγωγή, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 224.

[18]Βλ. Π. Τρεμπέλα, Μυστικισμός, Ἀποφατισμός, Καταφατική θεολογία, τεῦχος Α΄σελ. 96.

[19]Β. Τσίγκου, ὅ.π. σελ. 148.

[20]Βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Πνευματική ζωή καί θεολογία κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, «Σύναξη» 10 (1984), σελ. 22. Ὁ Γέρων Θεόκλητος ἔλεγε, ἐπίσης, προφορικά (ὅπως τό ἐξέφρασε καί στόν γράφοντα), ὅτι ὁ ἅγιος Συμεών ὑπῆρξε ποιητής καί οἱ ποιητές μορφοποιοῦν. Ἑπομένως, ὀφείλεται καί σέ τοῦτο τό στοιχεῖο ἡ αἰσθητοποίηση τῶν ἐσωτερικῶν θείων ἀλλοιώσεων τῆς ἁγίας του ψυχῆς, μετά ἀπό τίς θεῖες φωτοφάνειες καί ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτόν.

[21]Τό δοθέν προσωνύμιο «Νέος Θεολόγος» στόν ἅγιο Συμεών συνάντησε δύο ἑρμηνεῖες. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη, τήν ἐπικρατοῦσα, τό προσωνύμιο «Θεολόγος» ἀντιπροσώπευε τή θεολογία στήν ἐκκλησιαστική καί πατερική της ἔννοια ὡς θεοπτία, καί τό ἐπίθετο «Νέος» δηλώνει τόν ἀνακαινιστή τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἡ ὁποία εἶχε, ἐν πολλοῖς, θεσμοποιηθεῖ καί ἀπονευρωθεῖ. (Βλ. Τό Ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 88). Σύμφωνα μέ τή δεύτερη ἄποψη, τό προσωνύμιο «Νέος Θεολόγος» ἀπέδωσαν εἰρωνικά καί χλευαστικά στόν Ἅγιο, ἀπό ἀντιπάλους του, ἐξαιτίας τῆς ἀνεγεννητικῆς του προσπάθειας. (Ὅ.π. σελ. 87)

[22]Τό ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 335.

[23]Ὕμνοι θείων ἐρώτων, SC 156, 55-59.

[24]Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τήν πρός Ἑβραίους, Ὁμιλία ΙΖ΄, ΕΠΕ 25, 38.

[25]Β΄Κορ. 1-4.

[26]Βλ. πρωτοπρ. Ν. Λουδοβίκου, Ἡ κλειστή πνευματικότητα καί τό νόημα τοῦ ἑαυτοῦ, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 1999, σσ. 163-164.

[27]Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, Λόγος 53ος, Μέρος πρῶτον, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 272

[28]Μρκ 12, 30.

[29]Συμεών Νέου Θεολόγου, Κατηχήσεις, Λόγος ΧΧΙΧ, SC 113, 137-140.

[30]Α΄Πέτρ. 1, 16.

[31]Ὕμνος 27, SC 174, 288 (125-134).

[32]Τό ἐνυπόστατον φῶς, σσ. 106-107.

[33]Τετράστιχα, τόν πρός Θεόν αὐτοῦ δεινύοντα ἔρωτα, Συμεών Ν. Θελόγου Λόγοι Μέρος Β΄, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 12.