A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ




Δὲν εἶναι ἀναχρονιστικὴ ἡ συνάφεια. Παρόμοιο διαθρησκειακὸ καὶ διαχριστιανικὸ περιβάλλον. 



 Στὸ τελευταῖο μας ἄρθρο μὲ τίτλο ''Μακράν της Οδού των Αγίων Πατέρων η συνάντηση Βαρθολομαίου και πάπα'' εἴχαμε ἐξαγγείλει ὅτι θά συνεχίζαμε τὴν ἔκθεση τῶν ἔκτιμήσεών μας μὲ βάση τὴ διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται μέσα στοὺς βίους τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ διδασκάλων. Ἐπειδή μάλιστα ὁ Ἁγιος Σπυρίδων, ὁ θαυματουργὸς πολιοῦχος τῆς Κέρκυρας, ἔδιωξε τὸν πάπα μέσα ἀπὸ τὸν ναό του μὲ ἕνα ἐντυπωσιακὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε, ἐνῶ οἱ σημερινοὶ προκαθήμενοι, τὸν εἰσάγουν στοὺς ὀρθόδοξους ναούς, τὸν ἀσπάζονται, τὸν θυμιάζουν καὶ τὸν πολυχρονίζουν, σχεδιάσαμε νὰ παρουσιάσουμε αὐτὸ τὸ θαῦμα, ὅπως τὸ διασώζει καὶ τὸ σχολιάζει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, μεγάλος λόγιος καὶ διδάσκαλος τοῦ Γένους καὶ μέλος τῆς τριάδος τῶν Ἁγίων Κολλυβάδων τοῦ 18ου αἰῶνος.



του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεοδώρου Ζήση


Ὁ σχεδιασμὸς αὐτὸς καὶ ἡ προτεραιότητα παραμένει, μὲ μία μικρὴ χρονικὴ παρέκκλιση, λόγω τῆς ἑορτολογικῆς συγκυρίας. Ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, σὲ ναὸ τοῦ ὁποίου στὴ Θεσσαλονίκη ὑπηρετοῦμε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου ἤδη δεκατρία χρόνια, μᾶς ἔδωσε τὴν εὐκαιρία καὶ πάλι νὰ ἐντρυφήσουμε στὸ θαυμάσιο «βίο» του, πρότυπο ἀπὸ πλευρᾶς γραμματολογικῆς ὅλων τῶν μεταγενέστερων «βίων» Ἁγίων, τὸν ὁποῖο συνέγραψε ὁ διατελέσας μαθητής του ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας καὶ στύλος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὄντως Μέγας Ἀθανάσιος. Τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ «Βίου» ἀναλίσκεται στὰ ἀσκητικὰ κατορθώματα τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, στοὺς ἀγῶνες του ἐναντίον τῶν δαιμόνων καὶ στὴ σχετικὴ διδασκαλία του, ὅπως καὶ στὸ μεγάλο ὄντως κατόρθωμά του νὰ γίνῃ ὁ «πολιστὴς τῆς ἐρήμου», νὰ γεμίσῃ τὴν ἔρημο μὲ μοναστήρια, θεμελιωτὴς ἔτσι καὶ ἀρχηγὸς γενόμενος τοῦ ἀναχωρητικοῦ βίου: «Ἔπεισε πολλοὺς αἱρήσασθαι τὸν μονήρη βίον, καὶ οὔτω λοιπὸν γέγονε καὶ ἐν τοῖς ὅρεσι μοναστήρια καὶ ἡ ἔρημος ἐπολίσθη ὑπὸ μοναχῶν ἐξελθόντων ἀπὸ τῶν ἰδίων καὶ ἀπογραψαμένων τὴν ἐν τοῖς οὐρανοῖς πολιτείαν». Τὴν μακροχρόνια ξενιτεία του ἀπὸ τὸν κόσμο διέκοψε δύο φορές, προκειμένου νὰ ἀγωνισθῇ καὶ νὰ συμβάλῃ στὴ διάσωση τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ὅπως τώρα, ἔτσι καὶ τότε, κινδύνευε ἀπὸ ἐξωτερικοὺς καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ ἐσωτερικοὺς εχθρούς. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν παρουσιάσθηκε συνδιαλεγόμενος καὶ συναλλασόμενος «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες, διεκδικώντας μέρος τῆς ἀλήθειας, ποὺ ὑπάρχει δῆθεν σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες, ὅπως βλάσφημα ἰσχυρίζονται σημερινοὶ δῆθεν χριστιανοὶ ἡγέτες τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων τοῦ Ἀντιχρίστου, ἀλλὰ ὡς μοναδικὴ ἀλήθεια, ἡ μοναδικὴ ὁδὸς σωτηρίας, ὡς τὸ ἀληθινὸ φῶς ποὺ ἀντικατέστησε ὄχι ἰσχνότερα φῶτα, ἀλλὰ τὸ σκότος τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς πλάνης: «Ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρα καὶ σκιὰ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». Δὲν εἶπε ὁ Χριστὸς ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἕνας δρόμος, μία ἀλήθεια, ἕνα φῶς ἀνάμεσα σὲ ἄλλους δρόμους, σὲ ἄλλες ἀλήθειες, σὲ ἄλλα φῶτα, ἀλλὰ ἐγώ εἶμαι ἡ μοναδικὴ ἀλήθεια, ὁ μοναδικὸς δρόμος, τὸ μοναδικὸ φῶς: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ΄ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς». Αὐτὴν τὴν ἀποκλειστικότητα τοῦ Εὐαγγελίου, τὴν ὁποία ὁρισμένοι χαρακτηρίζουν καὶ σήμερα ὡς ἀκραία καὶ φουνταμενταλιστική, συκοφαντοῦντες καὶ διώκοντες ὅσους μὲ συνέπεια καὶ πιστότητα τὴν προβάλουν ὡς κήρυγμα καὶ ὡς ζωή, ἐπλήρωσαν ἀκριβὰ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες, προτιμήσαντες νὰ βασανισθοῦν καὶ νὰ χύσουν τὸ αἷμα τους παρὰ νὰ συμβιβασθοῦν μὲ τὶς ἄλλες «ἀλήθειες», νὰ συνυπάρξουν στὸ πολυπολιτισμικὸ μοντέλο τῶν διαθρησκειακῶν σχέσεων καὶ συναντήσεων, ἀπὸ ἀγάπη δῆθεν γιὰ τοὺς ἄλλους. 2. Διδάσκαλοι ἀπραξίας καὶ ὑποκρισίας. Οἱ πολύξεροι καὶ οἱ ταπεινοί. Ὅταν λοιπόν, πρὸ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἐμαίνετο ὁ διωγμὸς στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ Μαξιμίνου τὸ 311, ὁ Μέγας Ἀντώνιος σὲ ἡλικία ἑξήντα ἐτῶν (γεννήθηκε τὸ 251) ἄφησε γιὰ λίγο τὴν ἔρημο, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχὴ καὶ ἦλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἄφοβος καὶ ἀτρόμητος μὲ διάθεση καὶ πόθο νά μαρτυρήσει καὶ νὰ ἐνθαρρύνῃ τοὺς ὁδηγουμένους στὸ μαρτύριο. Ἀψήφησε καὶ ἀγνόησε τίς ἀπαγορεύσεις τοῦ δικαστοῦ νὰ φύγουν οἱ μοναχοὶ ἀπὸ τὴν πόλη καὶ νὰ μὴ παρίστανται στὶς αἴθουσες τῶν δικαστηρίων. Ἐμφανίστηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνα σὲ περίβλεπτη θέση στὸ δικαστήριο, ἀποδεικνύοντας τὴν προθυμία τῶν Χριστιανῶν νὰ ἀγωνισθοῦν γιὰ τὴν πίστη τους καὶ νὰ μαρτυρήσουν, «αὐτὸς ἀτρέμας εἱστήκει, δεικνὺς ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν τὴν προθυμίαν, ηὔχετο γὰρ καὶ αὐτὸς μαρτυρῆσαι, καθὰ προεῖπον». Τὸν φύλαξε βέβαια ὁ Θεὸς καὶ δὲν μαρτύρησε, γιὰ νὰ ὠφελήσῃ περισσότερο μὲ τὴν ζωή του, αὐτὸς ὅμως δὲν περιορίσθηκε στὸ κελλί του, στὴν ἔρημο, ἀλλὰ «ὑπηρέτει συνήθως τοῖς ὁμολογηταῖς, καὶ ὡς συνδεδεμένος αὐτοῖς ἦν κοπιῶν ἐν ταῖς ὑπηρεσίαις». Ὅταν κινδυνεύῃ ἡ πίστις, ἡ Ὀρθοδοξία, πρώτη πνευματικὴ προτεραιότητα εἶναι ἡ ὑπεράσπισή της, ὁ ἀγώνας ἡ συμπαράσταση πρὸς ὅσους ἀγωνίζονται, ἡ μέχρι θανάτου καὶ αἵματος προθυμία. Ὅλα τὰ ἄλλα πνευματικὰ καθήκοντα ἔπονται. Ὅσοι πράττουν καὶ συμβουλεύουν τὰ ἀντίθετα, ἁπλῶς συγκαλύπτουν μὲ προφάσεις τὴν ἀπροθυμία καὶ δειλία τους, καὶ γίνονται διδάσκαλοι καὶ καθηγητὲς τῆς ἀπραξίας καὶ τῆς ὑποκρισίας. Δὲν πρόκειται βέβαια ἐδῶ νὰ παρουσιάσουμε πῶς ἀντιμετώπισε ὁ Μέγας Ἀντώνιος τοὺς μεγάλους καὶ σπουδαγμένους φιλολόγους καὶ φιλοσόφους τῆς εἰδωλολατρίας μὲ ἀκαθαίρετη ἐπιχειρηματολογία, ἀφήνοντάς τους, αὐτὸς ὁ ἀγράμματος, ἄναυδους καὶ ἐκστατικούς. Ἴσως αὐτὸ τὸ κάνουμε ἄλλη φορά, γιατὶ καὶ πάλι ἡ εἰδωλολατρία , παγανισμὸς ἐμφανίζεται δυναμικὰ μέ ἰσχυροὺς προστάτες. Δὲν τὰ ἤξερε ὁ Ἅγιος ὅλα, ὅπως ἐκεῖνοι, δὲν ἦταν πολύξερος κατὰ κόσμον, ἤξερε ὅμως ὅλα τὰ τῆς πίστεως, ἤξερε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καὶ ἐπιπλέον ἦταν θεοδίδακτος καὶ θεοφώτιστος. Ἡ πίστη δὲν εἶναι θέμα πολυγνωσίας καὶ μάθησης, ἀλλὰ ὑποταγῆς ταπεινῆς ὄχι στὴ γνώμη τῶν πολλῶν, ἀλλὰ στὴν ἀλήθεια, τὴν διαχρονικὴ καὶ αἰώνια τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν δὲν ἀπογυμνωθῇ κανεὶς ἀπὸ τὴν δοκησισοφία καὶ τὴν γνωσιολογική του καύχηση, γιὰ νὰ ἐνσωματωθῇ ταπεινὰ στὸν νοῦ τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Πατέρων, ποὺ ἀνοίγει τοὺς πνευματικοὺς ὁρίζοντες, τότε θὰ διαπορῇ καὶ θὰ διερωτᾶται γιὰ τὴ βεβαιότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν πολυγνωσία, ἀκόμη καὶ ἁπλῶν πιστῶν καὶ θὰ τοὺς κατηγορῇ ὡς πολύξερους καὶ ἐγωϊστές, χωρὶς ταπείνωση. Ταπείνωση ὅμως δὲν εἶναι νὰ δέχεσαι τὴν γνώμη τῶν πολλῶν, ἀλλὰ τὴν γνώμη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων, γιατὶ πολλὲς φορὲς οἱ πολλοὶ συντάσσονται μὲ τὸ ψεῦδος καὶ δίνουν ἰσχὺ σ' αὐτὸ μὲ τὴν πλειοψηφία τους. Ἂν ἡ ἀποδοχὴ τῆς γνώμης τῶν πολλῶν, ὅταν διαφωνοῦν μὲ τὴν ἀλήθεια, ἀποτελοῦσε δεοντολογικὴ στάση, οὔτε τὸ Εὐαγγέλιο θὰ γίνονταν δεκτό, ὑποστηριζόμενο ἀπὸ ἐλάχιστους Ἀποστόλους, οὔτε ἡ Ἐκκλησία θὰ διεσώζετο μέσα στὴν πλημμυρίδα τῶν ἀπίστων καὶ αἱρετικῶν. 3. Ἡ στάση τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, πρότυπο μίμησης γιὰ ὅλους σήμερα. Αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦμε τώρα νὰ κάνουμε ἐδῶ εἶναι νὰ παρουσιάσουμε πῶς ἀντιμετώπισε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ἡ ὁποία ἀπειλοῦσε ἐσωτερικὰ τὴν Ἐκκλησία, ἔχουσα τὴν ὑποστήριξη αὐτοκρατόρων, ἡγεμόνων, πατριαρχῶν καὶ ἐπισκόπων, ὅπως συμβαίνει καὶ σήμερα μὲ τὶς παναιρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ εἶναι πολὺ πιὸ ἐπικίνδυνες, γιατὶ ἀναιροῦν τὸ σύνολο τῶν δογμάτων τῆς πίστεως καὶ μεταβάλουν τὴν θεϊκὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου σέ συνήθη ἀνθρώπινη διδασκαλία, ἀποσύρουν τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς Πατέρας, καὶ ἐγκαθιστοῦν τὸν ἀλάθητο πάπα τῆς Ρώμης καὶ τὴν πανσπερμία τῶν αἱρέσεων τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν δῆθεν Ἐκκλησιῶν. Ἡ παρουσίαση αὐτὴ εἶναι πολὺ διδακτικὴ καὶ γιὰ ὅσους καμώνονται πὼς δὲν βλέπουν τὸν κίνδυνο, γιὰ "σοβαροὺς" πνευματικοὺς ποὺ παρασύρουν ἢ φέρνουν σὲ πολὺ δύσκολη θέση τὰ πνευματικὰ τους παιδιά, ποὺ βλέπουν καλύτερα μὲ τὰ μάτια τῶν Ἁγίων καὶ ἀρχίζουν νὰ ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴν ἀξιοπιστία τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης. Καὶ ἀσφαλῶς οἱ Ἅγιοι εἶναι πιὸ ἀξιόπιστοι ἀπὸ τοὺς οποιουσδήποτε Γέροντες καὶ πνευματικούς, ὅταν δὲν ὁργίζονται γιὰ τὴν αἵρεση καὶ δὲν ἀγωνίζονται νὰ τὴν φανερώσουν καὶ νὰ τὴν ἀποδιώξουν. Ἄφησε λοιπὸν γιὰ δεύτερη φορὰ ὁ Μέγας Ἀντώνιος τὴν ἔρημο καὶ κατέβηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια, τῆς ὁποίας ὁ ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος καὶ πατριάρχης, ὁ Μ. Ἀθανάσιος, βρισκόταν ὑπὸ συνεχὴ διωγμὸ καὶ διαδοχικὲς ἐξορίες καὶ τὸ ὀρθόδοξο ποίμνιο ὑπὸ τὴν διαποίμανση Ἀρειανῶν αἱρετικῶν, ὅπως τώρα ὑπὸ τὴν διαποίμανση οἰκουμενιστῶν ἢ φιλοοικουμενιστῶν πατριαρχῶν καὶ ἐπισκόπων. Ὁ Μ. Αντώνιος, ὅπως μᾶς παραδίδει ὁ «Βίος» του, καὶ στὰ θέματα τῆς πίστεως «πάνυ θαυμαστὸς ἦν καὶ εὐσεβής». Δὲν εἶχε καμμία κοινωνία μὲ τοὺς σχισματικοὺς Μελιτιανούς, γιατὶ γνώριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν πονηρία καὶ τὴν ἀποστασία τους. Ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς Μανιχαίους καὶ ἄλλους αἱρετικοὺς δὲν μίλησε ποτὲ φιλικά, παρὰ μόνο γιὰ νὰ τοὺς νουθετήσῃ καὶ νὰ τοὺς μεταβάλῃ σὲ εὐσεβεῖς καὶ ὀρθοδόξους. Πίστευε καὶ ἐδίδασκε ὅτι ἡ φιλία καὶ ἡ συναναστροφὴ μαζί τους εἶναι βλάβη καὶ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς. Ἐσιχαίνετο καὶ τὴν αἵρεση τῶν Ἀρειανῶν καὶ παρήγγελε σὲ ὅλους οὔτε νὰ τοὺς πλησιάζουν οὔτε νὰ δέχονται τὴν κακή τους πίστη. Ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκαν κάποτε κάτι φανατικοὶ Ἀρειανοί, ἀφοῦ συζήτησε μαζί τους καὶ κατάλαβε πὼς εἶναι ἀσεβεῖς, τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὸ ὄρος ποὺ ἀσκήτευε, λέγοντας ὅτι τὰ λόγια τους εἶναι χειρότερα καὶ ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῶν φιδιῶν. Τὸ κείμενο αὐτὸ ἀποτελεῖ θὰ λέγαμε κανόνα, ὁ ὁποῖος ὁλοκάθαρα μᾶς παρουσιάζει, ἀψευδέστατα καὶ ἀπλανέστατα, πῶς πρέπει νὰ γίνονται οἱ διάλογοι μὲ τοὺς αἱρετικούς, καὶ πῶς πρέπει ἀνθρώπινα καὶ κοινωνικὰ νὰ ρυθμίζουμε τὴ σχέση μας μαζί τους, ἀλλὰ συγχρόνως δείχνει πὼς σήμερα γκρεμίζονται ὅλα τὰ ὅρια ποὺ ἔθεσαν οἱ Πατέρες ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστάς, οἱ ὁποῖοι ἀγκαλιάζουν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἀσπάζονται ὡς εὐσεβεῖς καὶ ὁμοπίστους καὶ οὔτε διανοοῦνται ὄχι νὰ τοὺς διώξουν καὶ νὰ τοὺς ἀπομακρύνουν, ἀλλὰ οὔτε νὰ τοὺς νουθετήσουν νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ὀρθοδοξία. Οἱ διάλογοι γίνονται ἐπὶ ἴσοις ὅροις. Ἐξίσωση τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ἀλήθειας, τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης. Ὅταν διαλέγεσαι ἐπὶ «ἴσοις ὅροις», αὐτὸ σημαίνει ὅτι δίνεις τὶς ἴδιες πιθανότητες νὰ ἐπικρατήσῃ τὸ ψεῦδος ἐπὶ τῆς ἀλήθειας, ὅτι ἀμφιβάλλεις γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ ψάχνεις νὰ τὴν βρῇς. Ὁ διάλογος ὅμως τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Πατέρων, εἶναι ὅπως ὁ διάλογος τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Σαμαρείτιδα, τῶν Ἀποστόλων πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἐθνικούς, τῶν Πατέρων πρὸς τοὺς αἱρετικούς, πρόσκληση καὶ νουθεσία νὰ ἐπανέλθουν στὴν ἀλήθεια, νὰ συναχθοῦν μέσα στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἕνωση καὶ εἰρήνη, τὰ ἄλλα εἶναι ψευδοενώσεις, ψευδοειρῆνες καὶ ψευδοδιάλογοι. Ἐπειδή, λοιπόν, τὸ κείμενο αὐτὸ ὑποδεικνύει τὸν δρόμο τῆς ἀληθινῆς ἑνώσεως ἀπὸ τὸ στόμα ἑνὸς μεγάλου Ἁγίου, καὶ πραγματοποιεῖ τὸ «ἵνα πάντες ἓν ὦσι», γιὰ τὸ ὁποῖο κόπτονται καὶ πολυπραγμονοῦν οἱ Οἰκουμενισταί, τὸ παραθέτουμε έπὶ λέξει: «Καὶ τὰ πίστει δὲ πάνυ θαυμαστὸς ἦν καὶ εὐσεβής. Οὔτε γὰρ Μελιτιανοῖς τοῖς σχισματικοῖς ποτε κεκοινώνηκεν, εἰδὼς αὐτῶν τὴν ἐξ ἀρχῆς πονηρίαν καὶ ἀποστασίαν, οὔτε Μανιχαῖοις ἢ ἄλλοις τισὶν αἱρετικοῖς ὠμίλησε φιλικά, ἢ μόνον ἄχρι νουθεσίας τῆς εἰς εὐσέβιαν μεταβολῆς, ἡγούμενος καὶ παραγγέλλων τὴν τούτων φιλίαν καὶ ὀμιλίαν βλάβην καὶ ἀπώλειαν εἶναι ψυχῆς. Οὔτω γοῦν καὶ τὴν τῶν Ἀρειανῶν αἵρεσιν ἐβδελύσσετο, παρήγγελέ τε πᾶσι μήτε ἐγγίζειν αὐτοῖς μήτε τὴν κακοπιστίαν αὐτῶν ἔχειν. Ἀπελθόντας γοῦν ποτέ τινας πρὸς αὐτὸν τῶν Ἀρειομανιτῶν, ἀνακρίνας καὶ μαθὼν ἀσεβοῦντας, ἐδίωξεν ἀπὸ τοῦ ὄρους λέγων ὄφεων ἰοῦ χείρονας εἶναι τοὺς λόγους αὐτῶν». 4. Φοβερὴ ἡ ὀπτασία τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου γιὰ τοὺς αἱρετικούς: Ἄλογα κτήνη γύρω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Εἶναι ὄντως φοβερὸ τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος σχετικὰ μὲ τὴν παρουσία αἱρετικῶν μέσα σὲ ὀρθόδοξους ναούς. Τὸ ὅραμα αὐτὸ αἰτιολογεῖ, ἐξηγεῖ παραστατικὰ γιὰ ποιὸ λόγο οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀπαγορεύουν μὲ συνοδικοὺς κανόνες τὴν εἴσοδο αἱρετικῶν σὲ καθαγιασμένους χώρους, τὴν συμμετοχὴ τους σὲ ἀκολουθίες καὶ λειτουργίες, τὶς συμπροσευχὲς καὶ τὰ συλλείτουργα. Οἱ αἱρετικοὶ μὴ δεχόμενοι τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων, ἐπηρεάζονται ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ τὸν πατέρα τους τὸν διάβολο, στὴν προβολὴ πλανεμένων ἀπόψεων. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ διδασκαλία τους «μᾶλλον ἄγονος καὶ ἄλογος καὶ διανοίας ἐστὶν οὐκ ὀρθῆς, ὡς ἡ τῶν ἡμιόνων ἀλογία». Συγκλονίσθηκε λοιπόν, καὶ ἐτρόμαξε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, ὅταν ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ δῇ στὸ ὅραμά του τοὺς Ἀρειανοὺς νὰ περικυκλώνουν τὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο ὡς ἡμίονοι (= μουλάρια), νὰ τὸ λακτίζουν καὶ νὰ τὸ μιαίνουν. Τόση ἦταν ἡ λύπη καὶ ἡ στεναχώρια του, ὥστε ἔβαλε τὰ κλάμματα, ὅπως πικράθηκαν καὶ ἔκλαυσαν πολλοὶ εὐσεβεῖς, ὅταν εἶδαν τὸν αἱρεσιάρχη πάπα νὰ εἰσάγεται μέσα στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ Φανάρι, τὸν ὁποῖο μάλιστα Ἅγιο κατήργησε τὸ Βατικανό, καὶ νὰ τὸν μολύνῃ. Εἴμαστε βέβαιοι πὼς, ἂν διαβάσουν καὶ μάθουν αὐτὸ τὸ ὅραμα τοῦ Ἁγίου οἱ πατριάρχες,οἱ ἀρχιεπίσκοποι καὶ οἱ ἐπίσκοποι, ἂν βέβαια ἐξακολουθοῦν ὡς Ὀρθόδοξοι νὰ σέβονται καὶ νὰ ἀκολουθοῦν τὴν ζωὴ καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, θὰ διακόψουν τὶς λειτουργικὲς ἀμοιβαῖες φιλοξενίες καὶ ἐπισκέψεις, τὶς ἑβδομάδες συμπροσευχῆς καὶ τὶς ἀποστολὲς ἀντιπροσωπειῶν στὶς θρονικὲς ἑορτές. Γιατὶ διαφορετικὰ θὰ συμπεριλαμβάνονται καὶ αὐτοὶ ὡς συνεργοὶ στὸ φρικτὸ ὅραμα τοῦ Μ. Ἀντωνίου. Κατὰ τὴν διήγηση τοῦ Μ. Ἀθανασίου στὸ «Βίο», ἐνῶ ἠσχολεῖτο μὲ τὸ ἐργόχειρό του καθιστὸς ὁ Μ. Ἀντώνιος, περιῆλθε σὲ ἕνα εἶδος ἐκστάσεως καὶ ἀναστέναζε πολὺ βλέποντας τὴν ὀπτασία. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα στράφηκε πρὸς τοὺς παρισταμένους μοναχούς, ἐξακολούθησε νὰ στενάζῃ καὶ νὰ τρέμῃ. Ἔπεσε στὰ γόνατα γιὰ νὰ προσευχηθῇ καὶ ἔμεινε γονατιστὸς ἐπὶ πολλὴ ὥρα. Ὅταν σηκώθηκε ἔκλαιγε ὁ Γέροντας. Ἐτρόμαξαν οἱ παριστάμενοι καὶ ἐφοβήθηκαν πολύ, γι' αὐτὸ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς ἐξηγήσῃ. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπίεσαν πολὺ καὶ τὸν ἐξεβίασαν ἀναστέναξε πάλι καὶ εἶπε: «Παιδιά μου εἶναι καλύτερα νὰ πεθάνω, πρὶν νὰ συμβοῦν ὅσα εἶδα στὴν ὀπτασία. Θὰ πέσῃ στὴν Ἐκκλησία ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ παραδοθῇ σὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι ἄλογα κτήνη. Εἶδα τὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ, στὸ Κυριακὸ τῆς σκήτης νὰ περικυκλώνεται σ' ὅλες τὶς πλευρὲς ἀπὸ μουλάρια, τὰ ὁποῖα κλωτσοῦσαν καὶ χοροπηδοῦσαν, ὅπως συνηθίζουν νὰ κάνουν αὐτὰ τὰ ἄλογα κτήνη. Εἴδατε καὶ ἀντιληφθήκατε πῶς ἐστέναζα προηγουμένως; Τὸ ἔκανα γιατὶ ἄκουσα φωνὴ ποὺ ἔλεγε: «Θὰ μιανθῇ τὸ θυσιαστήριό μου». Αὐτὰ εἶδε ὁ Γέροντας. Καὶ μετὰ ἀπὸ δύο ἀκριβῶς ἔτη ἔγινε ἐπίθεση τῶν Ἀρειανῶν καὶ ἡ ἁρπαγὴ τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἅρπαξαν τὰ ἱερὰ σκεύη μὲ τὴ βία, τὰ ἔδωσαν σὲ εἰδωλολάτρες νὰ τὰ κρατοῦν, τοὺς ἐξανάγκασαν νὰ μετέχουν στὶς συνάξεις τους καὶ παρόντων αὐτῶν ἔκαναν στὴν Ἁγία Τράπεζα ὅ,τι ἤθελαν. Τότε καταλάβαμε ὅλοι μας, λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὅτι τὰ λακτίσματα ἐκεῖνα τῶν ἡμιόνων προεμήνυαν στὸν Ἀντώνιο ὅσα πράττουν τώρα οἱ Ἀρειανοὶ ὡς κτήνη. Μετὰ τὴν ὀπτασία ἔνιωσε τὴν ἀνάγκη ὁ Γέροντας νὰ ἐνθαρρύνῃ καὶ νὰ παρηγορήσῃ τοὺς γύρω του λέγοντας: «Μὴ λυπᾶσθε, παιδιά μου, γιατὶ ὅπως ὀργίσθηκε ὁ Κύριος, ἔτσι πάλι καὶ θὰ θεραπεύσῃ τὸ κακό. Σύντομα ἡ Ἐκκλησία θὰ ἐπαναποκτήσῃ τὴν ὀμορφιά της καὶ θὰ λάμψῃ. Θὰ δεῖτε αὐτοὺς ποὺ ἐξορίστηκαν νὰ ἐπιστρέφουν, τὴν ἀσέβεια νὰ ὑποχωρῇ καὶ νὰ κρύβεται, καὶ τὴν εὐσεβὴ πίστη νὰ ἐμφανίζεται καὶ νὰ κυριαρχῇ παντοῦ, ἀρκεῖ σεῖς νὰ μὴν μιανθῆτε ἀπὸ τὴν αἵρεση τῶν Ἀρειανῶν, γιατὶ δὲν εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν Ἀποστὸλων, ἀλλὰ τῶν δαιμόνων καὶ τοῦ πατρὸς αὐτῶν τοῦ διαβόλου, ἄλογη καὶ ἄκαρπη, σὰν τὴν ἀλογία τῶν ἡμιόνων». 


Ἐπίλογος 


Ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἔχει καταλάβει τὴν Ἐκκλησία ἐδῶ καὶ πολλὲς δεκαετίες. Ὁ Παπισμὸς καὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς θριαμβεύουν. Τότε ὁ Μ. Ἀθανάσιος καὶ οἱ ἄλλοι Πατέρες κατενόησαν τὸν κίνδυνο, ποὺ περιέγραφε τὸ ὅραμα τοῦ Μ. Ἀντωνίου. Τώρα βλέπουμε νὰ μολύνονται οἱ ναοὶ καὶ τὰ θυσιαστήρια ἀπὸ συμπροσευχὲς καὶ συλλείτουργα μὲ τοὺς «ἀλόγους» αἱρετικοὺς καὶ ἐνισχύουμε τὴν μόλυνση καὶ τὴν ἐπαινοῦμε, συλλακτίζοντες κι ἐμεῖς μέσα εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Ἂν παρακολουθήσῃ κανεὶς οἰκουμενίστικα συλλείτουργα καὶ συμπροσευχές, σὰν αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὴν Καμπέρα, στὴν Ζ' Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Παγκόσμιου Συμβουλίου τῶν δῆθεν Ἐκκλησιῶν, καὶ σὰν αὐτὰ ποὺ γίνονται συχνὰ μὲ τὴ συμμετοχὴ ἱερέων ὁμοφυλοφίλων ποὺ τολμοῦν καὶ κρατοῦν τὸ Ἅγιο Δισκοπότηρο καὶ γυναικῶν ἐπισκόπων καὶ ιερειῶν, ἡ εἰκόνα ὑπερβαίνει καὶ τὸ ὅραμα τοῦ Μ. Ἀντωνίου.



Μόνη ἐλπίδα γιὰ νὰ ἐπανεύρῃ ἡ Ἐκκλησία τὴν ὁμορφιά της εἶναι ἡ σύσταση καὶ συμβουλὴ τοῦ Μ. Ἀντωνίου: «Μόνον μὴ μιάνετε ἑαυτοὺς μετὰ τῶν Ἀρειανῶν». Μόνο νὰ μὴ μιανθοῦμε ἀπὸ τὴν κοινωνία μας μὲ τὸν Παπισμὸ καὶ Οἰκουμενισμό, μὲ τοὺς φιλοπαπικοὺς καὶ οἰκουμενιστὰς Ὀρθοδόξους. Ἐπειδὴ μέχρι τώρα δὲν τὸ ἐπράξαμε δυναμικὰ καὶ ἀποφασιστικά, γι' αὐτὸ παρατείνει ὁ Θεὸς ἐπὶ ἔτη τὴν ὀργή του, τὴν αἰχμαλωσία τῶν Ὀρθοδόξων στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μέχρι πότε ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ θὰ ἐπιτρέπουμε τὰ ἄλογα κτήνη, τοὺς αἱρετικούς, νὰ λακτίζουν καὶ νὰ μιαίνουν τὰ Ἱερὰ καὶ τὰ Ἅγια τῆς Ὀρθοδοξίας; Ὅσο ἀπρακτοῦμε καὶ βρίσκουμε διάφορες προφάσεις πνευματικοφανεῖς, τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως θὰ ἵσταται ἐν τόπῳ ἁγίῳ.



Περιοδικὸ "Θεοδρομία". Ἔτος Θ, Τεῦχος 1. Ἰανουάριος - Μάρτιος 2007. Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. Πρωτότυπος τίτλος: ''Ο Μέγας Αντώνιος και ο σύγχρονος Οικουμενισμός''.