Σὲ πρόσφατο ἄρθρο (Ὀρθόδοξος Τύπος - 16 Φεβρ. 2017) ἐκθειάζεται μέχρι παραληρήματος τὸ πρόσωπο καὶ τὸ βιβλίο «Τὰ δύο ἄκρα» τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, ἀπὸ τὸν ἀγιορείτη μοναχὸ Ἀρσένιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου, ὡς αὐθεντία πνευματικῆς διακρίσεως στὴν ἑρμηνεία τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ ἐν γένει τὸν χαρακτηρίζει «ὁδηγὸ τοῦ ἀγῶνος». Ποιὸς εἶναι ὁ ἀγώνας τῶν θαυμαστῶν τοῦ π. Ἐπιφανίου καὶ ποῦ τοὺς ὁδηγεῖ θὰ τὸ δοῦμε στὴ συνέχεια.
Κρίνεται ἐπάναγκες μὲ τὴν ἐξέλιξη τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων τὶς τελευταῖες δεκαετίες, ἰδιαίτερα σήμερα μετὰ τὴν Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἐπιστέγασμα τῆς παναιρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ, νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ τεράστια βλάβη ποὺ ἐπέφερε τὸ βιβλίο αὐτὸ τοῦ π. Ἐπιφανίου στὴ συνείδηση τῶν πιστῶν τῆς νεοημ/κης Ἐκκλησίας. Ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσει κανεὶς στὶς συζητήσεις μὲ κληρικό, μοναχὸ ἢ λαϊκὸ ἐκ τῶν νεοημ/τῶν νὰ ὑποδείξει Κανόνες καὶ νὰ ἀποδείξει ὃτι ἡ διαχρονικὴ παράδοση τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπαγορεύει τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, καὶ ὃτι ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως ἐκ τῶν αἱρετιζόντων Προκαθημένων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθιστοῦν ἐπιτακτικὴ τὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου αὐτῶν ἀπὸ τοὺς πιστούς, οἱ ὑποδείξεις καὶ ἀποδείξεις αὐτὲς πέφτουν στὸ κενό, ἢ μᾶλλον πιὸ χαρακτηριστικὰ στὴ «μαύρη τρύπα» ποὺ κατάφερε νὰ δημιουργήσει, ὁ ἀξεπέραστος σὲ σοφιστεῖες π. Ἐπιφάνιος μὲ μία ἄλλη νεοεφεύρετη ἐκκλησιολογία, δυστυχῶς. Καὶ ἐνῶ δὲν ἀρνοῦνται τὴν ἁγιοπνευστία στοὺς λόγους καὶ τὶς παραινέσεις τῶν ἁγίων, παραδόξως κάνουν ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τρανῶς τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ὁ ὁποῖος προφητικώτατα ἐπεσήμανε τὴν χαλεπότητα τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν, δηλαδὴ τῶν ἡμερῶν μας, πέραν τῶν ποικίλων ἁμαρτωλῶν ποὺ καυτηριάζει, ὃτι καὶ αὐτοὶ οἱ ἀδελφοί μας ἔχουν «μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι».(1)
Στὰ «Δύο ἄκρα» ἐπιχειρεῖται, ὀφείλουμε νὰ ὁμολογήσουμε, μὲ θαυμαστὴ μαεστρία ἡ ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὴν Συμφωνία τῶν ἁγίων Πατέρων, τὸ Consensus Patrum ποὺ λένε καὶ οἱ σύγχρονοι θεολόγοι, περὶ τοῦ τρόπου ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν αἱρετικῶν πρὸ τῆς συνοδικῆς καταδίκης αὐτῶν. Ἡ «μαύρη τρύπα» τοῦ π. Ἐπιφανίου διὰ τῆς ὁποίας χαντάκωσε κυριολεκτικὰ τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ Ἐκκλησιολογία, συνίσταται κυρίως στὴν παρερμηνεία τοῦ 15ου Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καὶ στὰ παρεπόμενά της ποὺ συνοψίζονται στὰ ἑξῆς: α) ψιλοπράγματα, ἐγένοντο καὶ ἄλλοτε αὐτά, β) τὰ ἀποτελοῦντα κοινωνικὰς ἐκδηλώσεις τυγχάνουν ἀνάξια οἰασδήποτε προσοχῆς, γ) ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία (=Διοίκηση), δ) νὰ μὴν σχίσουμε τὴν Ἐκκλησία, ε) ὁ 15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου εἶναι δυνητικὸς καὶ οὐχὶ ὑποχρεωτικός, δίδει τὸ δικαίωμα διακοπῆς μνημοσύνου, δὲν ὑποχρεώνει νὰ γίνει αὐτό, στ) δὲν ὑπάρχει κίνδυνος νὰ μολυνθῶμεν, οὔτε μνημονεύοντος τοῦ πατριάρχου ἀφοῦ ἀκόμη δὲν καταδικάσθηκε, οὔτε πολὺ περισσότερον δεχόμενοι εἰς κοινωνίαν τοὺς μνημονεύοντας αὐτὸν καὶ τοὺς ἂλλους οἰκουμενιστάς, ζ) τόσους νέους χάνουμε, μ’ αὐτὰ τώρα θ’ ἀσχολούμεθα; η) ἔχουσι γνῶσιν οἱ φύλακες.
Ἂν καὶ ἀναιρέθηκαν πλήρως, μέχρι κονιορτοποιήσεως τὰ σοφιστικὰ ἐπιχειρήματά του, ἀπὸ τὸν ἀλήστου μνήμης Ἱερομόναχο Θεοδώρητο Μαῦρο, μέ τὸ τιτλοφορούμενο ἔργο του «Τὸ Ἀντίδοτον», ἐν τούτοις, τὰ μὲν «Δύο Ἄκρα» κυκλοφόρησαν εὐρύτατα στὰ θρησκευτικὰ βιβλιοπωλεῖα τῆς χώρας, ἐνῶ «Τὸ Ἀντίδοτον» ἐλάχιστα μέχρι καὶ ἀπαγορεύσεως, ὁπότε γιὰ νὰ τὸ βρεῖ κανεὶς ἔπρεπε νὰ ἔχει τὴν τύχη τοῦ χρυσωρύχου. Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς καταθέτω ἐν ὀλίγοις μία προσωπική μου ἐμπειρία.
Πρὸς τὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1990, πήγαμε μέ ἕνα φίλο μου γιὰ προσκύνημα στὴ Μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ νὰ μιλήσουμε μέ κάποιο μοναχὸ τῆς Μονῆς, συμπατριώτη μας. Μεταξὺ τῶν ἂλλων ἦρθε καὶ ἡ συζήτηση γιὰ τὸ θέμα τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχη τότε Δημητρίου καὶ τῆς κοινωνίας τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Εἴπαμε ὅσα εἴπαμε καὶ φεύγοντας τοῦ δώσαμε τὸ Ἀντίδοτο γιὰ νὰ τὸ μελετήσει καλύτερα μέ τὴν ἡσυχία του. Κάποιος Ἱερομόναχος ὅμως ποὺ περνοῦσε τυχαῖα ἀπὸ κοντά μας, βλέποντας τὸ βιβλίο ὅρμησε καὶ κυριολεκτικὰ τὸ ἅρπαξε μέσα ἀπὸ τὰ χέρια του λέγοντας: «αὐτὸ τὸ βιβλίο δὲν θὰ τὸ διαβάσεις». Προφανῶς τὸ ἐγνώριζε καὶ στὴ θέα του ἔγινε μαινόμενος ταῦρος. Τὸ βιβλίο φυσικὰ κατασχέθηκε καὶ ἡ χαρά μας γιὰ τὸ προσκύνημα μεταστράφηκε σὲ λύπη καὶ ὀδύνη, ὄχι γιὰ τὸ βιβλίο, ἀλλὰ γιὰ ὅσα συνέβαιναν γενικώτερα στὸ Ἅγιον Ὅρος.
Πῶς νὰ μὴν ὑπάρχουν λοιπὸν σήμερα κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ ποὺ νὰ ἐγκολπώνονται «Τὰ δύο ἄκρα» σὰν ἄλλο Εὐαγγέλιο; Ποῦ νὰ βροῦν τὴν ὀρθόδοξη ἀντιπαράθεση, ὁ π. Ἀρσὲνιος, ὁ Διονυσιάτης μοναχὸς καὶ τόσοι ἄλλοι κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ χωρὶς «Τὸ ἀντίδοτο»;
Διαβάζοντας τὸ ἄρθρο τοῦ μοναχοῦ Ἀρσενίου, οἱ ὑπερβολὲς γιὰ τὴν σοφία, τὴν πνευματικὴ διαύγεια καὶ τὴν ἀλάθητη αὐθεντία τοῦ π. Ἐπιφανίου, δείχνουν «ἡλίου φαεινότερον» τὴν μέχρι τότε ἀγωνιώδη προσπάθειά του νὰ κατασιγάσει τὴν φωνὴ τῆς συνειδήσεώς του γιὰ τὴν κοινωνία μὲ τὸν αἱρεσιάρχη τοῦ Φαναρίου. Πῶς νὰ μὴν ἐξανίσταται ἡ συνείδησή του ὅταν κάθε τόσο διαβάζοντας τοὺς βίους καὶ τὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων, μαθαίνει ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἐξορίσθηκε τρεῖς φορές, διότι δὲν συγκατέβαινε στὴν κοινωνία μὲ τοὺς μονοθελήτες Πατριάρχες;
–Ὅταν διαβάζει τὴν σύσταση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «Οἵτινες τὴν ὑγιῆ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιοῦντες ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσιν, τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν»;
–Τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου: «Βαδίζοντες τὴν ἀπλανῆ καὶ ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμὸν μέν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα, μὴ τὸν αἰσθητὸν ἀλλὰ τὸν νοητόν. Οἷον ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ’ αὐτῶν ἐμβληθῆναι ὡς μετὰ Ἂννα καὶ Καϊάφα εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός»; (2)
–Τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου: «Ἐχθροὺς γὰρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλη καὶ πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο»;(3)
–Ἢ ἀπὸ τὴν ἐπιστολή τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων πρὸς τὸν Λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγο: «Καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καὶ οὐκ ἀποστὴσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καὶ ὡς καπηλεύσαντας τὰ θεῖα τούτους ἡγήσεται;... Πλὴν ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία, ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἂν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» καὶ ὅτι «πολὺς ὁ λόγος τοῦ μνημοσύνου»;
Καὶ ἐὰν μὲν φρονοῦσε ὅτι οἱ οἰκουμενιστὲς δὲν εἶναι αἱρετικοί, οἱ ἀνωτέρω λόγοι τῶν ἁγίων φυσικὰ δὲν θὰ τὸν συγκινοῦσαν, ἀφοῦ μᾶλλον θὰ ἦταν καὶ ὁ ἴδιος οἰκουμενιστής, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἐκφράζεται στὸ ἄρθρο του φαίνεται πὼς εἶχε κάποιες ὀρθόδοξες εὐαισθησίες.
Βαρὺ τὸ φορτίο τῆς συνειδήσεως λοιπὸν καὶ ἦταν ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ βρεθεῖ κάποια λύση. Γνωρίζοντας ἴσως τὴν σωστὴ ἀντιμετώπιση τῆς παναιρέσεως, ἀλλὰ φανερὰ παρασυρμένος ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερα ἔντονη, σὲ σχέση μὲ τὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο, κριτικὴ καὶ προπαγάνδα ἐναντίον τοῦ παλαιοημερολογιτισμοῦ ἐδῶ καὶ τέσσερις δεκαετίες ἀπὸ τοὺς μοναστηριακοὺς κύκλους τῶν ἀγιορειτῶν, πλὴν τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου, φαίνεται πὼς εἶχε πελαγώσει. «Κανεὶς δὲν ἀμφιβάλλει», λέγει τώρα, «πὼς ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ταλαιπωρηθεῖ πολὺ ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο ἄκρα, τὸν οἰκουμενισμὸ καὶ τὸν ζηλωτισμό». Κλασσικὴ ὑποκειμενικὴ περίπτωση αὐθυποβολῆς δι’ ἀποκλεισμοῦ τῶν πάντων, προσπαθώντας νὰ πείσει τὸν ἑαυτό του γι’ αὐτὸ ποὺ ἀμφιβάλλει! Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ παραλήρημα, πλὴν ὅμως δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ πάθημα ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ παρακάτω μῦθος.
Κάποτε ἕνας γάιδαρος παραπονέθηκε στὸν ἄνθρωπό του (ποὺ τὸν ἔπαιρνε στὴν πόλη μιὰ ὥρα δρόμο γιὰ τὰ ψώνια του, καὶ ὅταν γύριζε τὸν ἄφηνε ἐλεύθερο νὰ ἀπολαμβάνει τὴ βοσκή του), ὅτι εἶχε κουρασθεῖ καὶ τοῦ ζήτησε στὸ ἑξῆς νὰ μὴν τὸν μεταχειρίζεται τόσο βάναυσα μὲ βαριὰ φορτία. Καλά, τοῦ λέει ὁ ἄνθρωπος, αὔριο θὰ σὲ περιποιηθῶ καλύτερα. Πρωΐ πρωΐ λοιπὸν τὴν ἄλλη μέρα τὸν πῆγε στὸ μύλο, τὸν ἔζεψε στὸ ἕνα ἄκρο τοῦ ἄξονα τῆς μεγάλης στρογγυλῆς πέτρας καὶ στὸ ἄλλο ἄκρο κρέμασε ἕνα σακὶ μὲ κριθὰρι. Μὲ ἕνα κατὰλληλο μηχανισμὸ ἔφερε τὸ σακὶ κοντὰ στὴ μουσούδα του καὶ ἀφοῦ ἔφαγε λίγο, τὸ ἀπομάκρυνε πάλι στὴ θέση του. Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε τρεῖς μὲ τέσσερις φορὲς μέχρι ἀργὰ τὸ βράδυ. Εὐχαριστημένος ὁ γάιδαρος στὴν ἀρχὴ γιὰ τὸ λιγοστὸ βάρος ποὺ ἔσερνε, ἔκανε τοὺς ἀτέλειωτους κύκλους προσπαθώντας νὰ φθάσει τὸ ἀγαπημένο του κριθὰρι γιὰ νὰ χορτάσει ἐπιτέλους καὶ τὴν πείνα του.
Παρομοίως «ἐλευθερωμένος» ἀπὸ τὸ πρῶτο βάρος τοῦ φορτίου τῆς συνειδήσεως, ἀναλώνει τὸν μοναχικό του βίο καὶ ὁ π. Ἀρσὲνιος, καθώς καὶ οἱ περισσότεροι ἁγιορείτες μοναχοί (τῶν 19 μονῶν), στὴν κοινωνία μὲ τὸν αἱρεσιάρχη Βαρθολομαῖο, μακρὰν βεβαίως ἀπὸ τὴν μαρτυρικὴ πρακτικὴ τῶν ἁγίων ὁμολογητῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση.
Γιαυτὸ ἀφοῦ «ἀνέπαυσε» τὴν ταραγμένη του συνείδηση, στὸ ἄρθρο καταλήγει «θριαμβευτικῶς» ὡς ἐκ στόματος τοῦ π. Ἐπιφανίου:
«Ἐλᾶτε ὅλοι ὅσοι εἶστε κουρασμένοι καὶ φορτωμένοι ἀπὸ τὸν βαρὺ ζυγὸ τῶν δύο ἄκρων καὶ θὰ σᾶς ἀναπαύσω. Πάρετε ἐπάνω σας τὸν ζυγὸ τῆς μέσης καὶ βασιλικῆς ὁδοῦ καὶ θὰ μάθετε πὼς ἐκεῖ βρίσκεται ἡ πραότητα καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ βρεῖτε ἀνάπαυση καὶ εἰρήνην εἰς τὰς ψυχάς σας. Διότι ὁ ζυγὸς τῆς μέσης καὶ βασιλικῆς ὁδοῦ εἶναι χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον της πολὺ ἐλαφρύ».
Ποιός ἅγιος μίλησε ποτὲ μὲ τόση αὐθεντία, χρησιμοποιώντας μάλιστα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀναπαύσει δῆθεν τοὺς χριστιανούς μὲ νέες θεωρίες, ἄγνωστες γιὰ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας; Ἀναμφισβήτητα ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι ἀντάξιος τῆς ὑπερφιάλου παπικῆς αὐθεντίας. Ποιός ἅγιος ἐπίσης ἐφήρμοσε ποτέ, «τῆς πίστεως κινδυνευούσης» τὴν προταθεῖσα μέση καὶ βασιλικὴ ὁδό; Ποιά εἶναι ἡ μέση αὐτὴ ὁδὸς ὅταν κοινωνοῦν μὲ τὸ ἕνα ἄκρο; Ἢ συντάσσεται κανεὶς μὲ τὴν ὀρθοδοξία ἢ τὴν ἀποτάσσεται. Ἢ ἀποδέχεται τὸ φῶς τῆς ἀληθείας ἢ τὸ ἀπορρίπτει. Μεσότης ἀληθείας καὶ ψεύδους ἢ πλάνης δὲν ὑπάρχει. Καὶ καθώς ὀρίζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι ἡ διὰ τοῦ μνημοσύνου κοινωνία μολυσμόν ἔχει, εἶναι σαφὲς ὅτι χωρὶς τὴν ὀρθοπραξία στὰ θέματα τῆς πίστεως ἀποσκορακίζεται καὶ ἡ ὀρθοδοξία. Θὰ εἶχε τὸ πρᾶγμα κάποια ἀνοχὴ στὴν ἀρχὴ τοῦ κηρύγματος μιᾶς αἱρετικῆς διδαχῆς, ἀλλὰ σήμερα μετὰ ἀπὸ μιὰ ἑκατονταετία οἰκουμενιστικῆς δράσεως, πῶς μπορεῖ νὰ κοινωνεῖ κάποιος μὲ τοὺς οἰκουμενιστές καὶ νὰ ἐπαναπαύεται στὴν ἐσφαλμένη γνώμη ὅτι συμφωνεῖ αὐτὸ μὲ τὴν ὀρθοπραξία τῶν ὁμολογητῶν ἁγίων;
Ἰδοὺ παρακάτω ὁ λόγος ποὺ ὁ ὀλίγος γιὰ τοὺς νεοημ/τες, ἀλλὰ πολὺς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἄριστος γιὰ τὴν ἐν τῇ πράξει ὀρθοδοξία π. Θεοδώρητος, ἐπέλεξε τὸν συγκεκριμένο τίτλο στὸ ἀναιρετικό του ἔργο γιὰ «Τὰ δύο ἄκρα».
«Ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος μὲ τὸ ἔργο του “Τὰ δύο ἄκρα”ἔγινε ὁ ἰσχυρότερος βοηθὸς τῶν οἰκουμενιστῶν, ὁ καλύτερος δικηγόρος τῶν “χλιαρῶν” καὶ ἀδιαφόρων “συντηρητικῶν”, ὁ λαμπρότερος ὑπογραμμὸς τῶν ὀρθολογιστῶν θεολόγων καὶ παρερμηνευτῶν τῆς Ἐκκλ. Ἱστορίας καὶ τῶν Ἱ. Κανόνων».(4)
Ἀπευθυνόμενος στὸν ἴδιο μέσω τοῦ γραπτοῦ διαλόγου τους τοῦ ἔγραφε:
«Ὄχι μόνον δὲν ἐβοηθήσατε τὴν πολεμουμένην Ὀρθοδοξίαν, ἀλλὰ εἰς τὴν ἐναγώνιον προσπάθειάν της ν’ ἀποφύγη τὸν θανάσιμον ἐναγκαλισμὸν τοῦ παπικοῦ πτώματος, μὲ σαδισμὸν θὰ ἔλεγε κανείς, τῆς ἀπαντούσατε κάθε φορά· Ὑπομονή, ὧ Μῆτερ, ἄχρι καιροῦ, ἄχρι τοῦ κοινοῦ Ποτηρίου, καὶ τότε θὰ ἴδης ὁποῖα ἡρωϊκὰ τέκνα ἔχεις»(5).
«Ἔτσι ὅμως δεχόμενοι τοὺς κοινωνοῦντας τῷ Πατριάρχῃ καὶ μνημονεύοντες συγχρόνως αὐτοῦ, ἀφοῦ οὐδεὶς κίνδυνος μολυσμοῦ ὑπάρχει (!), πότε καὶ ποῖος θὰ κατορθώση νὰ σταματήση τὴν πορείαν τῶν κακοδόξων; Πότε οἱ πιστοὶ θὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι κηρύσσεται αἵρεσις προκειμένου νὰ ἀντιδράσουν; Πράγματι, μόνον μὲ τέτοιους βοηθοὺς ὁ Ἀθηναγόρας ἐπέτυχε ὅσα ἐπέτυχε καὶ τὰ ὁποῖα συνεχίζει εἰς μεγαλύτερον βαθμὸν ὁ ἐπάξιος διάδοχός του!
Ὁποίαν εὐθύνην ἔχουν σήμερον οἱ προσφέροντες εἰς τὴν νεότητα τὰ πορνὸ καὶ τὰ ναρκωτικά, ὑπέχει καὶ ὁ π. Ἐπιφάνιος ὡς καὶ οἱ διακινοῦντες “Τὰ δύο ἄκρα”, ἀναφορικῶς πρὸς τὴν ἐξάπλωσιν τῆς αἱρέσεως εἰς τὸν Ἑλλαδικὸν χῶρον! Διὰ τοὺς νεοημερολογίτας ὅμως δὲν παύει νὰ θεωρῆται ὅτι εἶναι ὁ νέος Ζωναρᾶς!»(6)
Ὡς Ἁγιορείτης γνήσιος ὁ π. Θεοδώρητος ἐγνώριζε πολὺ καλὰ πρόσωπα καὶ πράγματα στὸ περιβόλι τῆς Παναγίας καὶ γιαυτὸ πάντοτε ἔλεγε γιὰ τὸν γνωστὸ π. Παΐσιο, μὲ πόνο καὶ συνοχὴ καρδίας:
«Πῶς νὰ μὴν φθάσουμε στὴ σημερινὴ σύγχυση, ὅταν ὁ π. Παΐσιος μιλώντας γιὰ τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο (μὲ τὸν ὁποῖο καμάρωνε στὸν φωτογραφικὸ φακό), εἶπε ὅτι «ὁ Θεὸς οἰκονόμησε αὐτὰ τὰ δύσκολα χρόνια τὸν καλύτερο πατριάρχη»;(7) Ὅταν ὁ ἴδιος προσπαθοῦσε νὰ δικαιολογήσει τὰ ἀδικαιολόγητα, καταφεύγοντας σὲ ἐπιχειρήματα ἀφελῆ καὶ ἐπιπόλαια ὅπως τὰ κάτωθι;
«α) Ὁ πατριάρχης Δημήτριος εἶναι ἕνα ξερὸ κλῆμα, βαστάζει ὅμως τὴν ἄμπελον, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησίαν!
β) Ἂν δὲν μᾶς ἀρέσει ὁ Παπανδρέου θὰ φύγωμεν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα; Τὸ ἴδιο, ἂν δὲν μᾶς ἀρέσει ὁ Δημήτριος, θὰ φύγωμεν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν; Σύμπασα ὅμως ἡ ἁγία Παράδοσις τονίζει, ὅτι ὁ ἀπομακρυνόμενος ἐκ τοῦ κηρύσσοντος αἵρεσιν καὶ διακόπτων τὴν μετ’ αὐτοῦ κοινωνίαν δὲν φεύγει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ «διασώζει» αὐτὴν ἀπὸ σχισμάτων καὶ μερισμῶν!
γ) Ἐγὼ φωνάζω· ὅποιος ἔρχεται εἰς τὸ κελλὶ μου διαμαρτύρομαι. Ἂν φωνάξω περισσότερο, θὰ μὲ διώξουν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Δὲν καταλαβαίνετε;» Τὸν καταλαβαίνουμε, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν καταλαβαίνει. Τί; τὸ πατρικὸν λόγιον τοῦ ἁγίου Θεοδώρου· “Ἀλλὰ τί ὅτι προτιμώμεθα μᾶλλον Θεοῦ τὰ Μοναστήρια, καὶ τῆς ὑπὲρ τοῦ ἀγαθοῦ κακοπαθείας τὴν ἐντεῦθεν εὐπάθειαν; Ποῦ ἐστι τό· Ἰδοὺ τὰ χείλη μου οὐ μὴ κωλύσω, Κύριε, σὺ ἔγνως; Ποῦ ἐστι τὸ κλέος καὶ ἡ ἰσχὺς τοῦ καθ’ ἡμᾶς τάγματος;”(8)».(9)
Ἀληθῶς χωρὶς «Τὰ δύο ἄκρα», ἡ ἀνήσυχη συνείδηση πολλῶν κληρικῶν, μοναχῶν καὶ πιστῶν ἀναμφισβήτητα θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ὀρθόδοξη πρακτικὴ τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν οἰκουμενιστῶν. Ἀντὶ λοιπὸν νὰ τοὺς ξεκουράσει, νὰ τοὺς ξελαφρώσει καὶ νὰ τοὺς ἀναπαύσει, ἀντίθετα τοὺς ἔχει ἐγκλωβίσει, μετατρέποντας σὲ τελικὴ ἀνάλυση τὸ πρῶτο βαρὺ μέν, ἀλλὰ ἐλπιδοφόρο φορτίο, σὲ ἀδιάλειπτη κυκλοτερὴ κίνηση, ἀπὸ τὸν ἐφησυχασμό, στὸν χαρτοπόλεμο κατὰ τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἀπὸ τὸν χαρτοπόλεμο, μὲ περισσότερο ζῆλο στὸν ἀντιζηλωτισμὸ καὶ πάλι στὸν ἐφησυχασμὸ καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Τιμ. Β’ γ’5.
2. P.G. 35,33.
3. P.G. 99, 1049A
4. Θεοδωρήτου Ἱερ/χου. Ἁγιορείτης. Ἰούλιος 1997.
5. Τὸ ἀντίδοτον σελ. 152.
6. Τὸ ἀντίδοτον σελ. 147.
7. Καθημερινή. 27.11.1993.
8. P.G. 99, 1120D.
9. Τὸ ἀντίδοτον σελ. 10.
ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΕΙΑΤΗΣ
Υ.Γ. Τὸ ἀνωτέρω ἄρθρο στάλθηκε στόν Ὀρθόδοξο Τύπο δύο ἡμέρες μετὰ τὴν δημοσίευση τοῦ ἄρθρου τοῦ μοναχοῦ Ἀρσενίου. Δυστυχῶς ὅμως δὲν φιλοξενήθηκε, ὣς ὤφειλε ἀπὸ τοὺς διευθύνοντες, ἀποδεικνύοντες γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν μεροληψία τους, εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας.