A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΥΠΟΜΟΝΗ


«Ελεεινός και ταλαίπωρος είναι αυτός που δεν απέκτησε υπομονή, επειδή για τέτοιους ανθρώπους εξαπέλυσε τα «ουαί» η θεία Γραφή. Αλίμονο, λέει, σ’ αυτούς που έχουν χάσει την υπομονή. Πραγματικά, λοιπόν, πραγματικά, αλίμονο σ’ αυτόν που δεν έχει υπομονή, διότι ένας τέτοιος άνθρωπος μεταφέρεται εδώ και κει, όπως ένα φύλλο από τον αέρα. Δεν ανέχεται προσβολή, στις θλίψεις λιποψυχεί. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι εύκολος στις φιλονεικίες, μεμψίμοιρος στην υπομονή και αντιρρησίας στην υπακοή. Στις προσευχές είναι οκνηρός και στις αγρυπνίες κατακουρασμένος. Στις νηστείες είναι σκυθρωπός και στην εγκράτεια απρόσεκτος. Στις αποστολές είναι απρόθυμος και στις εργασίες κακός εργάτης. Στην πονηρία είναι αξεπέραστος και στις ενέργειές του αυταρχικός. Στις λογομαχίες είναι ανδρείος και στην ερημική ζωή αδύνατος. Ένας τέτοιος άνθρωπος εχθρεύεται αυτούς που έχουν καλή φήμη, και φθονεί αυτούς που προοδεύουν. Εκείνος που δεν έχει υπομονή υποφέρει πολλές τιμωρίες, και ένας τέτοιος αδυνατεί να πλησιάσει την αρετή. Διότι με την υπομονή τρέχουμε το αγώνισμα του δρόμου που είναι μπροστά μας, λέει ο Απόστολο. Εκείνος που δεν έχει υπομονή είναι ξένος προς την ελπίδα που προέρχεται απ’ αυτήν. Γι’ αυτό παρακαλώ, όσοι όπως εγώ είστε χωρίς υπομονή, αποκτήστε υπομονή, για να σωθείτε» (Όσιος Εφραίμ ο Σύρος, Λόγος για τις αρετές και τις κακίες, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Μετάφραση: Κ. Γ. Φραντζολά).

Σπάνια βρίσκεται γραφίδα που να αποδίδει τόσο βαθιά και διεισδυτικά, αλλά και τόσο συνοπτικά και με τέτοια ρυθμικότητα, το τι συμβαίνει με τον άνθρωπο της αρετής αλλά και της κακίας, όσο η γραφίδα του θαυμασίου και σπουδαιοτάτου Πατέρα της Εκκλησίας οσίου Εφραίμ του Σύρου. Δεν είναι τυχαίο ότι «απέκτησε πολύ ενωρίς μεγάλη φήμη και αναγνωρίστηκε Διδάσκαλος της Οικουμένης», ενώ «τα συγγράμματά του άρχισαν σε κάποιες εκκλησίες να αναγινώσκονται μετά την Αγία Γραφή, και το όνομά του το ανέφεραν με θαυμασμό οι Χριστιανοί, διότι κατά τον Γρηγόριο Νύσσης “εις πάσαν την γην το φέγγος του βίου και της θεωρίας αυτού εξέλαμψεν”». Ένα δείγμα της δεινότητας του λόγου του και του εμπνευσμένου από το Πνεύμα του Θεού νου του είναι και το παραπάνω απόσπασμα για τον άνθρωπο που δεν έχει υπομονή στη ζωή του.

Η εκτίμηση του αγίου καταρχάς περί της ελεεινότητας και της ταλαιπωρίας του ανυπόμονου ανθρώπου δεν είναι δική του. Η ίδια η αγία Γραφή αξιολογεί με φοβερά «ουαί» την κατάστασή του, που θα πει ότι η εκτίμηση είναι του ίδιου του Θεού και όχι κάποιου ανθρώπου. Και γίνεται δραματική πράγματι η καταγραφή από τον όσιο της άθλιας αυτής καταστάσεως, διότι στο τέλος αποκαλύπτει: «και εγώ ανήκω σ’ αυτούς που δεν έχουν υπομονή»! Γνωρίζουμε δε ότι η συμπερίληψη και του ίδιου στην αθλιότητα της ανυπομονησίας δεν γίνεται για λόγους ταπεινολογίας – η ταπεινολογία θεωρείται χριστιανικά ως η χειρότερη έκφραση του υπερήφανου και εγωιστικού ανθρώπου - αλλά για λόγους αληθινής ταπεινοφροσύνης και σοφού παιδαγωγικού τρόπου γραφής. 

Και ποια η αιτία της ελεεινότητας για την έλλειψη της υπομονής; Η αδυναμία ευρέσεως του δρόμου της σωτηρίας. Ο ανυπόμονος άνθρωπος, επισημαίνει ο όσιος Εφραίμ βασισμένος στην αγία Γραφή αλλά και την εμπειρία του, έχει χάσει τον δρόμο για τη σχέση του με τον Θεό. Γιατί κατά τον απόστολο «με υπομονή τρέχουμε το αγώνισμα του δρόμου που είναι μπροστά μας» - ο ανυπόμονος έχει χάσει κάθε ελπίδα ζώντας σε κατάσταση απόγνωσης και απελπισίας που είναι τα σημάδια της κόλασης ήδη από τη ζωή αυτή. Γι’ αυτό και ένας τέτοιος άνθρωπος χαμένος, δηλαδή ευρισκόμενος στην κατάσταση του ασώτου υιού της γνωστής παραβολής του Κυρίου, έχει όλα τα σημάδια της διαστροφής και της τιμωρίας για την ίδια του τη ζωή. Ως προς τον Θεό δεν έχει καθόλου αγάπη, που αποδεικνύεται από την οκνηρία που επιδεικνύει στις προσευχές και εν γένει στην πνευματική ζωή. Ως προς τον συνάνθρωπό του το ίδιο: όχι μόνο δεν τον αγαπά, αλλά τον εχθρεύεται, τον φθονεί, θέλει να τον υποτάσσει με την αυταρχικότητά του, λογομαχεί μαζί του έτοιμος πάντα να τον προσβάλει. Ως προς δε τον εαυτό του, βρίσκεται σε αέναη ταραχή, αγόμενος σαν ένα φύλλο από τον αέρα, πέρα δώθε – η ψυχική γαλήνη είναι γι’ αυτόν πολύ μακρινό όνειρο! Κι ακόμη: ενώ παρουσιάζεται στη σχέση του με τους άλλους αρνητικά «δυναμικός», ο ίδιος βρίσκεται μέσα στον φόβο και στη λιποψυχία, ιδίως όταν έρχεται αντιμέτωπος με τις θλίψεις – αυτό που ονομάζουμε «φοβισμένο ανθρωπάκι» σε ρόλο όμως «νταή»! Πρόκειται λοιπόν για άνθρωπο, κατά τον άγιο Εφραίμ, που σέρνει επάνω του όλες τις τιμωρίες. Γιατί δεν έχει Θεό μέσα του! Όπως είπαμε: Ήδη από τώρα ζει την κόλασή του.

Η λύση είναι μονόδρομος: η εκζήτηση της υπομονής και η απόκτηση μαζί της και της ελπίδας. Γιατί, όπως θα πει κάπου αλλού ο ίδιος ιερός Πατέρας μεταφέροντας και πάλι το πνεύμα και το γράμμα της Γραφής: «στην υπομονή παρουσιάζεται ο Θεός». Είναι ο αξιωματικός λόγος και του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: «Όποιος κάνει υπομονή μέχρι το τέλος αυτός και θα σωθεί».

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ γαστριμαργίας

ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Περὶ γαστριμαργίας

(Διὰ τὴν ὀνομαστὴν δέσποιναν, τὴν πονηρὰν κοιλίαν)

ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ τώρα νὰ ὁμιλήσωμε περὶ κοιλίας, ἀπεφασίσαμε πάλι, ὅπως καὶ σὲ ὅλα τὰ ἄλλα θέματα, νὰ στρέψωμε τὴν φιλοσοφία μας ἐναντίον μας. Διότι εἶναι ἀξιοθαύμαστο ἐὰν ἀπηλλάγη κανεὶς ἀπὸ αὐτήν, πρὶν κατοικήση τὸν τάφο.

2. Γαστριμαργία εἶναι ἡ ὑποκριτικὴ συμπεριφορὰ τῆς κοιλίας, ἡ ὁποία, ἐνῷ εἶναι χορτασμένη, φωνάζει πὼς εἶναι ἐνδεής· καὶ ἐνῷ εἶναι παραφορτωμένη μέχρι διαρρήξεως, ἀνακράζει ὅτι πεινᾶ. Γαστριμαργία εἶναι ἡ δημιουργὸς τῶν καρυκευμάτων, ἡ πηγὴ τῶν τέρψεων τοῦ λάρυγγος. Ἐσὺ ἔκλεισες τὴν φλέβα (τῶν ἡδονικῶν ἀπαιτήσεών της), ἀλλὰ αὐτὴ ξεπρόβαλε ἀπὸ ἄλλο μέρος. Τὴν ἔφραξες καὶ τούτη, ἀλλὰ καινούργια ἀνοίχθηκε. Γαστριμαργία εἶναι μία ἀπάτη τῶν ὀφθαλμῶν. Καθ᾿ ἣν στιγμὴν κάποιος τρώγει τὸ μέτριο σὲ ποσότητα φαγητό του, ἡ γαστριμαργία τὸν κάνει νὰ σκέπτεται, πῶς νὰ ἦταν δυνατὸ νὰ καταβροχθίση διὰ μιᾶς τὰ σύμπαντα.

3. Ὁ χορτασμὸς ἀπὸ φαγητὰ εἶναι πατὴρ τῆς πορνείας· ἡ θλίψις δὲ τῆς κοιλίας εἶναι πρόξενος τῆς ἁγνότητος. Ἐκεῖνος ποὺ ἐκολάκευσε τὸν λέοντα, πολλὲς φορὲς τὸν ἡμέρωσε. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ περιποιήθηκε τὴν σάρκα, περισσότερο τὴν ἐξαγρίωσε.

4. Χαίρεται ὁ Ἰουδαῖος τὸ Σάββατο ἢ τὶς ἑορτές, καὶ ὁ γαστρίμαργος μοναχὸς τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή. Ἀπὸ καιρὸ ὑπολογίζει τὸ Πάσχα καὶ ἀπὸ πολλὲς ἡμέρες ἑτοιμάζει τὰ φαγητά. Ὁ δοῦλος τῆς κοιλίας σκέπτεται μὲ τί εἴδους φαγητὰ θὰ ἑορτάση, ὁ δὲ δοῦλος τοῦ Θεοῦ μὲ τί χαρίσματα θὰ πλουτήση. Ὁ κοιλιόδουλος, ὅταν ἔλθη κάποιος ξένος, συνέχεται ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν ἀγάπη -ἀγάπη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν γαστριμαργία- καὶ θεωρεῖ ὡς ἀναψυχὴ τοῦ ἀδελφοῦ τὴν ἰδική του κατάλυσι! Ἐπὶ παρουσίᾳ ὡρισμένων ἄλλων ἀπεφάσισε τὴν κατάλυσι οἴνου, καὶ νομίζοντας πὼς κρύβει τὴν ἀρετή του, ὑποδουλώθηκε στὸ πάθος του.

5. Ἐχθρεύεται πολλὲς φορὲς ἡ κενοδοξία πρὸς τὴν γαστριμαργία καὶ ἀντιμάχονται γιὰ τὴν κατοχὴ τοῦ ἀθλίου μοναχοῦ σὰν νὰ πρόκειται γιὰ ἀγοραστὸ δοῦλο. Ἡ μὲν γαστριμαργία τὸν ὠθεῖ στὴν κατάλυσι, ἡ δὲ κενοδοξία του συνιστᾶ τὴν ἐπίδειξι τῆς ἀρετῆς του, ἀλλὰ ὁ σοφὸς μοναχὸς θὰ τὶς ἀποφύγη καὶ τὶς δυὸ διώχνοντας στὴν κατάλληλη ὥρα τὴν μία μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἄλλης.

6. Ὅταν ἡ σάρκα σφριγᾶ, ἂς φυλάξωμε τὴν ἐγκράτεια παντοῦ καὶ πάντοτε. Ὅταν δὲ ἠρεμῆ -πράγμα ποὺ δὲν πιστεύω ὅτι κατορθώνεται πρὸ τοῦ τάφου- ἂς ἀποκρύψωμε τὴν ἐργασία μας.

7. Εἶδα ἡλικιωμένους ἱερεῖς νὰ ἐμπαίζωνται ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ νὰ δίνουν εὐλογία σὲ νέους, ποὺ δὲν ἐξηρτῶντο πνευματικῶς ἀπὸ αὐτούς, νὰ καταλύσουν σὲ ἐπίσημο τραπέζι κρασὶ καὶ ὅ,τι ἄλλο. Ἐὰν μὲν οἱ ἱερεῖς αὐτοὶ ἔχουν ἐν Κυρίῳ καλὴ μαρτυρία, ἂς κάνωμε μετρία κατάλυσι. Ἐὰν ὅμως εἶναι ἀμελεῖς, ἂς μὴ λάβωμε καθόλου ὑπ᾿ ὄψιν μας τὴν εὐλογία τους, καὶ μάλιστα ἐὰν τύχη καὶ μαχώμεθα ἐναντίον σαρκικῆς πυρώσεως.

8. Ἐνόμισε ὁ θεήλατος Εὐάγριος (1) ὅτι ἔγινε σοφώτερος τῶν σοφῶν καὶ στὴν μορφὴ καὶ στὸ περιεχόμενο τῶν λόγων του. Ἀπατήθηκε ὅμως ὁ ταλαίπωρος καὶ φάνηκε ἀνοητότερος τῶν ἀνοήτων καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα ζητήματα καὶ σ᾿ αὐτό. Ἐδίδαξε: «Ὁσάκις ἡ ψυχὴ ἐπιθυμεῖ ποικίλα φαγητά, ἂς θλίβεται μὲ ἄρτον μόνο καὶ ὕδωρ». Εἶναι δὲ ἡ προσταγή του αὐτὴ σὰν νὰ προτρέπης ἕνα παιδὶ ν᾿ ἀνεβῆ μὲ ἕνα βῆμα ὅλη τὴν σκάλα.

μεῖς ὅμως, ἀντικρούοντες τὸν ὁρισμό του, ὡς ἑξῆς ὁρίζουμε: Ὅταν ἐπιθυμοῦμε τὰ διάφορα φαγητά, ζητοῦμε κάτι ποὺ εἶναι μέσα στὴν φύσι μας. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἂς χρησιμοποιήσωμε ἕνα τέχνασμα πρὸς τὴν πολυμήχανη κοιλία, καὶ μάλιστα ἂν δὲν μᾶς ἀπειλῆ βαρύτατος πόλεμος ἢ δὲν ὑπάρχη πένθος ἢ κανὼν γιὰ προηγούμενες σοβαρὲς πτώσεις. Ἂς κόψωμε πρῶτα τὰ λιπαρά, ἔπειτα τὰ ἐρεθιστικὰ καὶ ἔπειτα τὰ εὔγευστα.

9. Ἂν σοῦ εἶναι εὔκολο, δίδε στὴν κοιλία σου τροφὴ χορταστικὴ καὶ εὐκολοχώνευτη, ὥστε μὲ τὸν χορτασμὸ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὴν ἀχόρταστη ὄρεξί της, ἐνῷ μὲ τὴν σύντομη χώνευσι νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὴν σαρκικὴ πύρωσι σὰν ἀπὸ μάστιγα. Ἂς ἐξετάσωμε, καὶ θὰ βροῦμε πὼς τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ φαγητὰ ποὺ «φουσκώνουν» ἐρεθίζουν τὴν σάρκα.

10. Νὰ γελᾶς μὲ τὸν δαίμονα ποὺ σοῦ ὑποβάλλει μετὰ τὸ δεῖπνο νὰ ἀφήσῃς γιὰ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τοὺς κανόνες τῶν προσευχῶν σου, διότι θὰ ἔλθη ἡ ἐνάτη ὥρα τῆς ἑπομένης, καὶ δὲν θὰ ἔχῃ τηρηθῆ ἡ συμφωνία τῆς προηγουμένης.

11. Ἄλλη εἶναι ἡ ἐγκράτεια ποὺ ἁρμόζει σὲ ὅσους δὲν ἔχουν δοκιμάσει μεγάλες πτώσεις καὶ ἄλλη σὲ ὅσους ἔχουν ὑποπέσει σ᾿ αὐτές. Οἱ μὲν πρῶτοι ἔχουν ὡς γνώμονα τὴν σαρκικὴ κίνησι, οἱ δὲ δεύτεροι ἀντιμετωπίζουν τὸ θέμα μὲ σκληρότητα καὶ ἀδιαλλαξία μέχρι θανάτου. Καὶ οἱ μὲν προσπαθοῦν νὰ διαφυλάττουν πάντοτε τὴν σωφροσύνη τοῦ νοῦ, ἐνῷ οἱ δὲ ἐξευμενίζουν τὸν Θεὸν μὲ τὴν σκυθρωπότητα τῆς ψυχῆς καὶ μὲ τὴν θλίψι τῆς σαρκός.

12. Ὁ καιρὸς τῆς εὐφροσύνης καὶ τῆς «παρακλήσεως» στὸν τέλειο μοναχὸ εἶναι καιρὸς ἀμεριμνίας, στὸν ἀγωνιστὴ καιρὸς πάλης καὶ στὸν ἐμπαθῆ «ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις πανηγύρεων».

13. Ὄνειρα γύρω ἀπὸ τροφὲς καὶ φαγητὰ συναντῶνται στὴν καρδία τῶν γαστριμάργων, καὶ ὄνειρα γύρω ἀπὸ τὴν κόλασι καὶ τὴν Κρίσι συναντῶνται στὴν καρδία τῶν μετανοούντων.

14. Κυριάρχησε στὴν κοιλία σου, πρὶν κυριαρχήση αὐτὴ πάνω σου, καὶ τότε θὰ ἀναγκασθῆς νὰ νηστεύης γεμάτος καταισχύνη. Αὐτὸ ποὺ εἶπα τὸ καταλαβαίνουν ἐκεῖνοι ποὺ ἔπεσαν στὸν ἀκατανόμαστο βόθρο (2). Ὅσοι εἶναι εὐνοῦχοι – (κατὰ πνεῦμα εὐνοῦχοι – πρβλ. Ματθ. ιθ´ 12) – δὲν ἐγνώρισαν τὸ ἁμάρτημα αὐτό.

15. Ἂς περικόψωμε τὶς ἀπαιτήσεις τῆς κοιλίας μὲ τὴν σκέψι τοῦ αἰωνίου πυρός. Μερικοὶ ποὺ ὑπετάγησαν σ᾿ αὐτὴν ἔφθασαν στὴν ἀνάγκη στὸ τέλος νὰ ἀποκόψουν τὰ μέλη τοῦ σώματός τους, καὶ ἀπέθαναν ἔτσι σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ἂς ἐρευνήσωμε, καὶ ὁπωσδήποτε θὰ διαπιστώσωμε πὼς τὰ ἠθικά μας ναυάγια προέρχονται μόνο ἀπὸ τὴν γαστριμαργία.

16. Ὁ νοῦς τοῦ νηστευτοῦ προσεύχεται καθαρὰ καὶ προσεκτικά, τοῦ δὲ ἀκρατοῦς εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἀκάθαρτες εἰκόνες. Ὁ χορτασμὸς τῆς κοιλίας ἐξήρανε τὶς πηγὲς τῶν δακρύων. Ὅταν ὅμως αὐτὴ ἀπεξηράνθη, ἐδημιούργησε τὰ ὕδατα τῶν δακρύων.

17. Ἐκεῖνος ποὺ περιποιεῖται τὴν κοιλία του καὶ ἀγωνίζεται νὰ νικήση τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ προσπαθεῖ νὰ σβήση μεγάλη φωτιὰ μὲ λάδι. Ὅταν θλίβεται ἡ κοιλία ταπεινοῦται ἡ καρδία. Ὅταν ὅμως δέχεται περιποιήσεις, θεριεύουν καὶ ἀλαζονεύονται οἱ λογισμοί.

18. Ἐξέταζε τὸν ἑαυτόν σου τὴν πρώτη ὥρα τῆς ἡμέρας καὶ τὸ μεσημέρι καὶ τὴν τελευταία πρὸ τοῦ φαγητοῦ, καὶ θὰ κατανοήσης ἔτσι τὴν ὠφέλεια τῆς νηστείας. Τὸ πρωὶ (ποὺ δὲν πεινᾶς) οἱ λογισμοὶ σκιρτοῦν καὶ περιπλανῶνται ἐδῶ κι ἐκεῖ, κατὰ τὴν ἕκτη ὥρα ἀτονοῦν κάπως, καὶ κατὰ τὸ ἡλιοβασίλεμα ἔχουν ἐντελῶς ταπεινωθῆ.

19. Θλίβε τὴν κοιλία καὶ ὁπωσδήποτε θὰ κλείσης καὶ τὸ στόμα· διότι ἡ γλώσσα ἰσχυροποιεῖται ἀπὸ τὰ πολλὰ φαγητά. Νὰ πυγμαχῆς συνεχῶς ἐναντίον της καὶ νὰ ἐπαγρυπνῆς συνεχῶς ἐπάνω της. Ἐὰν ἐσὺ κοπιάσης ὀλίγο, ἀμέσως καὶ ὁ Κύριος σὲ βοηθεῖ.

20. Ὅσο χρησιμοποιοῦνται καὶ μαλακώνουν οἱ ἀσκοί, τόσο αὐξάνουν στὴν χωρητικότητα. Ὅταν ὅμως μείνουν περιφρονημένοι καὶ ἀχρησιμοποίητοι, θὰ μαζέψουν καὶ δὲν θὰ χωροῦν τόσο πολύ.

21. Ἐκεῖνος ποὺ καταπιέζει τὴν κοιλία μὲ πολλὰ φαγητά, ἐπλάτυνε τὰ ἔντερα, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ τῆς ἐναντιώνεται, τὰ ἐστένευσε. Καὶ ὅταν αὐτὰ ἐστένευσαν, δὲν χρειάζονται πολλὰ φαγητά, ὁπότε κατὰ φυσικὸ τρόπο μαθαίνομε νὰ νηστεύωμε.

22. Ἡ δίψα πολλὲς φορὲς ἐσταμάτησε τὴν δίψα. Εἶναι ὅμως δυσχερὲς καὶ ἀκατόρθωτο μὲ τὴν πείνα νὰ περικοπῆ ἡ πείνα. Ὅταν σὲ νικήση ἡ κοιλία, δάμαζέ την μὲ σωματικοὺς κόπους. Καὶ ἂν αὐτὸ σοῦ εἶναι ἀδύνατο διὰ λόγους ἀσθενείας, πάλαιψε ἐναντίον της μὲ τὴν ἀγρυπνία.

23. Ὅταν βαραίνουν οἱ ὀφθαλμοί, πιάσε τὸ ἐργόχειρο. Ἐὰν ὅμως ὁ ὕπνος ἔχῃ φύγει, μὴ τὸ πιάνης, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσηλώσης τὸν νοῦ σου στὸν Θεὸν καὶ στὸν μαμωνᾶ (Ματθ. στ´ 24), δηλαδὴ στὸν Θεὸ καὶ στὸ ἐργόχειρο.

24. Γνώριζε ὅτι πολλὲς φορὲς ὁ δαίμων τῆς γαστριμαργίας ἔρχεται καὶ κάθεται ἐπάνω στὸ στομάχι, καὶ κάνει ὥστε νὰ μὴ χορταίνει ὁ ἄνθρωπος, ἔστω καὶ ἂν φάγη ὁλόκληρη τὴν Αἴγυπτο καὶ πιῆ ὁλόκληρο τὸν Νεῖλο. Μετὰ τὸ φαγητὸ φεύγει ὁ ἀνόσιος καὶ μᾶς στέλνει τὸν δαίμονα τῆς πορνείας, ἀφοῦ τοῦ περιέγραψε τὸ συμβάν. «Νὰ τὸν συλλάβης, τοῦ λέγει, νὰ τὸν συλλάβης, νὰ τὸν ζαλίσης. Καθὼς ἡ κοιλία του εἶναι παραφορτωμένη, δὲν θὰ κουρασθῆς πολύ». Καὶ ἐκεῖνος μόλις ἦλθε χαμογέλασε. Καὶ ἀφοῦ μᾶς ἔδεσε «χειροπόδαρα» μὲ τὸν ὕπνο, ἔπραξε ὅλα ὅσα θέλησε καταλερώνοντας σῶμα καὶ ψυχὴ μὲ μολυσμοὺς καὶ φαντασίες καὶ ἐκκρίσεις. Θαυμαστὸ πράγμα! Νὰ βλέπης ἀσώματο νοῦ νὰ μολύνεται καὶ νὰ σκοτίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα· καὶ πάλι διὰ μέσου του πηλίνου σώματος τὸν ἄϋλο νοῦ νὰ καθαρίζεται καὶ νὰ λεπτύνεται!

25. Ἐὰν ὑποσχέθηκες στὸν Χριστὸν νὰ βαδίζῃς τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδό, στενοχώρησε τὴν κοιλία. Διότι ὅταν αὐτὴ δέχεται περιποιήσεις καὶ πλατύνεται, τότε ἐσὺ ἀθέτησες τὶς ὑποσχέσεις.

26. Σύνελθε! Καὶ θὰ ἀκούσῃς τὸν Χριστὸν νὰ λέγη: «Πλατεῖα καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς τῆς κοιλίας, ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν τῆς πορνείας· καὶ πολλοὶ εἰσὶν οἱ εἰσπορευόμενοι ἐν αὐτῇ· τὶ στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς τῆς νηστείας, ἡ εἰσάγουσα εἰς τὴν ζωὴν τῆς ἁγνείας· καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εἰσερχόμενοι δι᾿ αὐτῆς» (πρβλ. Ματθ. ζ´ 13-14).

27. Ἀρχηγὸς τῶν δαιμόνων εἶναι ὁ πεσῶν Ἑωσφόρος, καὶ ἀρχηγὸς τῶν παθῶν ὁ λαιμὸς τῆς κοιλίας.

28. Ὅταν λάβης θέσι σὲ πλούσιο τραπέζι, φέρε ἐμπρός σου τὴν μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῆς Κρίσεως· ἴσως ἔτσι νὰ συγκρατήσῃς ὀλίγον τὸ πάθος. Καὶ ἐνῷ πίνεις, μὴ παύσης νὰ θυμᾶσαι τὸ ὄξεος καὶ τὴν χολὴ τοῦ Δεσπότου σου. Ἔτσι ἢ θὰ ἐγκρατευθῇς ἢ τουλάχιστον, ἂν δὲν ἐγκρατευθῇς, θὰ ταπεινωθῆς ἀναστενάζοντας (συγκρίνοντας τὴν πολυφαγία σου μὲ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ).

29. Μὴ πλανᾶσαι! Οὔτε ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ Φαραὼ πρόκειται νὰ ἐλευθερωθῆς οὔτε τὸ ἄνω Πάσχα θὰ ἀντικρύσης, ἐὰν δὲν γευθῇς παντοτεινᾶ πικρίδες καὶ ἄζυμα. Πικρίδες εἶναι ἡ βία καὶ κακοπάθεια τῆς νηστείας, καὶ ἄζυμα τὸ χωρὶς φυσίωσι φρόνημα (3).

30. Ἂς ἑνωθῇ μὲ τὴν ἀναπνοή σου ὁ λόγος τοῦ Ψαλμῳδοῦ: «Ὅταν μὲ ἐνωχλοῦσαν οἱ δαίμονες, ἐφοροῦσα πένθιμο ἔνδυμα καὶ ἐταπείνωνα μὲ νηστεία τὴν ψυχή μου καὶ ἡ προσευχή μου εἶχε κολληθῆ στοὺς κόλπους τῆς ψυχῆς μου» (πρβλ. Ψαλμ. λδ´ 13).

31. Ἡ νηστεία εἶναι βία φύσεως καὶ περιτομὴ τῶν ἡδονῶν τοῦ λάρυγγος, ἐκτομὴ τῆς σαρκικῆς πυρώσεως, ἐκκοπὴ τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ἀπελευθέρωσις ἀπὸ μολυσμοὺς ὀνείρων, καθαρότης προσευχῆς, φωτισμὸς τῆς ψυχῆς, διαφύλαξις τοῦ νοῦ, διάλυσις τῆς πωρώσεως, θύρα τῆς κατανύξεως, ταπεινὸς στεναγμός, χαρούμενη συντριβή, σταμάτημα τῆς πολυλογίας, ἀφορμὴ ἡσυχίας, φρουρὸς τῆς ὑπακοῆς, ἐλαφρότης τοῦ ὕπνου, ὑγεία τοῦ σώματος, πρόξενος τῆς ἀπαθείας, ἄφεσις τῶν ἁμαρτημάτων, θύρα καὶ ἀπόλαυσις τοῦ παραδείσου.

32. Ἂς συλλάβωμε καὶ ἂς ἀνακρίνωμε καὶ αὐτὸν τὸν ἐχθρὸν -προπαντὸς αὐτόν- ποὺ εὑρίσκεται ἐπικεφαλῆς ὅλων τῶν ἐπικινδύνων ἐχθρῶν μας. Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ θύρα τῶν παθῶν, ἡ πτῶσις τοῦ Ἀδάμ, ἡ ἀπώλεια τοῦ Ἠσαῦ, ὁ ὄλεθρος τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἡ ἀσχημοσύνη τοῦ Νῶε, ἡ προδοσία τῶν Γομόρρων, ἡ κατηγορία τοῦ Λώτ, ἡ ἐξολόθρευσις τῶν υἱῶν τοῦ ἱερέως Ἠλεῖ, ὁ καθοδηγητὴς πρὸς τοὺς μολυσμούς. Ἂς τὴν ἀνακρίνωμε -τὴν γαστριμαργία- ἀπὸ ποῦ γεννᾶται, ποιοὶ εἶναι οἱ ἀπόγονοί της, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ τὴν συντρίβει καὶ ποιὸς αὐτὸς ποὺ τὴν ἐξολοθρεύει τελείως.

«Λέγε μας, ὦ τύραννε ὅλων τῶν ἀνθρώπων, σὺ ποὺ τοὺς ἐξαγοράζεις ὅλους μὲ τὸ χρυσάφι τῆς ἀπληστίας, ἀπὸ ποῦ εἰσέρχεσαι μέσα μας; Καὶ τί ἐν συνεχείᾳ συνηθίζεις νὰ γεννᾶς ἐκεῖ; Καὶ πῶς μποροῦμε νὰ ἐπιτύχωμε τὴν ἔξοδό σου καὶ ἀπομάκρυνσι ἀπὸ ἐμᾶς»;

κείνη δὲ ταλαιπωρημένη ἀπὸ τὶς ὕβρεις αὐτές, γεμάτη μανία καὶ ἀγριότητα μᾶς ἀποκρίθηκε τυραννικά:

«Γιατί μὲ ὀνειδίζετε σεῖς ποῦ εἶσθε ὑπόλογοι ἀπέναντί μου; Καὶ πῶς φροντίζετε νὰ μὲ ἀποχωρισθῆτε, ἐνῷ ἐγὼ εἶμαι ἐκ φύσεως συνδεδεμένη μαζὶ σάς; Θύρα γιὰ μένα εἶναι ἡ φύσις τῶν φαγητῶν. Αἰτίας τῆς ἀπληστίας μου εἶναι ἡ συνεχὴς χρῆσις. Ἀφορμὴ δὲ τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ πάθους μου εἶναι ἡ προϋπάρχουσα συνήθεια, ἡ ἀναισθησία τῆς ψυχῆς καὶ ἡ λησμοσύνη τοῦ θανάτου.

» Καὶ πῶς ζητεῖτε νὰ μάθετε τὰ ὀνόματα τῶν ἀπογόνων μου; Θὰ τοὺς ἀπαριθμήσω καὶ θὰ πληθυνθοῦν περισσότερο ἀπὸ τὴν ἄμμο. Ἀκοῦστε ὅμως ποιοὶ θεωροῦνται ὡς υἱοί μου πρωτότοκοι καὶ ἀγαπητοί: Πρωτότοκός μου υἱὸς εἶναι ὁ ὑπηρέτης τῆς πορνείας. Δεύτερος ἡ σκληροκαρδία. Τρίτος ὁ ὕπνος. Ἀπὸ ἐμένα ἐπίσης γεννῶνται ἡ θάλασσα τῶν λογισμῶν, τὰ κύματα τῶν μολυσμῶν, ὁ βυθὸς τῶν κρυπτῶν καὶ ἀνεκφράστων ἀκαθαρσιῶν.

» Ἰδικές μου θυγατέρες εἶναι ἡ ὀκνηρία, ἡ πολυλογία, ἡ «παρρησία», τὰ γέλια, τὰ ἀστεῖα καὶ τὰ εὐτράπελα, ἡ ἀντιλογία, ἡ σκληροτράχηλη διαγωγὴ καὶ συμπεριφορά, ἡ ἀνυπακοή, ἡ ἀναισθησία, ἡ αἰχμαλωσία καὶ ὑποδούλωσις (στὰ πάθη), ἡ καύχησις, ἡ θρασύτης. Ἐπίσης καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ καλλωπισμοῦ, τὴν ὁποία διαδέχονται ἡ ρυπαρὰ προσευχή, ὁ ρεμβασμὸς τῶν λογισμῶν καὶ πολλὲς φορὲς συμφορὲς ἀνέλπιστες καὶ ἀπροσδόκητες, στὶς ὁποῖες μάλιστα ἀκολουθεῖ ἡ ἀπελπισία ποὺ εἶναι ἡ πιὸ φοβερὴ ἀπὸ ὅλες.

» Ἐμένα μὲ πολεμεῖ, ἀλλὰ δὲν μὲ νικᾶ, ἡ μνήμη τῶν ἁμαρτημάτων. Ὑπερβολικά μὲ ἐχθρεύεται ἡ σκέψις τοῦ θανάτου. Ἐκεῖνο δὲ ποὺ μὲ καταστρέφει τελειωτικὰ δὲν ὑπάρχει στοὺς ἀνθρώπους. Ὅποιος ἀπέκτησε μέσα του Τὸν Παράκλητο, Τὸν παρακαλεῖ ἐναντίον μου. Καὶ Ἐκεῖνος καμφθεὶς ἀπὸ τὶς ἱκεσίες δὲν μὲ ἀφίνει νὰ ἐνεργῶ μὲ ἐμπάθεια. Αὐτοὶ ποὺ δὲν ἐγεύθηκαν τὴν χάρι τοῦ Παρακλήτου, ἐπιζητοῦν ὁπωσδήποτε νὰ γλυκαίνωνται ἀπὸ τὴν ἰδική μου ἡδονή».

Πρόκειται γιὰ ἀνδρεία νίκη! Ὅποιος τὴν ἐκέρδισε, προχωρεῖ σύντομα πρὸς τὴν ἀπάθεια καὶ τὴν κορυφὴ τῆς σωφροσύνης.

----------

1. Ὁ Εὐάγριος ὁ Ποντικὸς ὑπῆρξε ἐπιφανὴς μυστικὸς Θεολόγος, ἀσκητὴς καὶ ἀσκητικὸς συγγραφεὺς τοῦ Δ´ μ. Χ. αἰῶνος. Ἐμαθήτευσε στὸν Θεολόγο Γρηγόριο καὶ σὲ μεγάλους ἀσκητὰς τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου. Ἀνεδείχθη σὲ σπουδαία φυσιογνωμία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐχαρακτηρίσθη ὡς «ἡ διασημοτέρα προσωπικότης τῆς Χριστιανικῆς ἐρήμου τῆς Αἰγύπτου, περὶ τὰ τέλη τοῦ τετάρτου αἰῶνος» (βλ. Ἰ. Μωϋσέσκου, Εὐάγριος ὁ Ποντικός, Ἀθῆναι 1937, σελ. 32). Ὑπέπεσε ὅμως καὶ στὶς πλάνες τοῦ Ὠριγένους καὶ κατεδικάσθη ἀπὸ τὴν Ε´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Παρὰ ταῦτα ὡρισμένα ἀσκητικά του συγγράμματα λόγῳ τῆς ἀξίας των ἐτιμήθησαν ἀπὸ τοὺς μεταγενεστέρους μέχρι σημείου νὰ καταχωρηθοῦν καὶ στὴν Φιλοκαλία.
Καὶ ὁ ἴδιος ὁ συγγραφεὺς τῆς Κλίμακος ἐπωφελεῖται τοῦ ἀσκητικοῦ ἔργου τοῦ Εὐαγρίου, καὶ μάλιστα στοὺς τελευταίους λόγους (ΚΖ´ - Λ´), ὅπου ἐκτίθεται ἡ ὑψηλοτέρα πνευματικὴ ζωή.

2. Ἐννοεῖ μᾶλλον τὸ κατὰ μόνας ἁμάρτημα.

3. Τὸ χωρὶς φυσίωσι φρόνημα ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὰ ἄζυμα. Ἡ παρομοίωσις εἶναι πολὺ ἐπιτυχής, ἐφ᾿ ὅσον ὡς γνωστὸν μὲ τὴν ζύμη δημιουργεῖται «φούσκωμα» στὸ φύραμα.

Δείτε σχετικά:ΕΔΩ


Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ ἀκηδίας



ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

Περὶ ἀκηδίας

ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ἕνας ἀπὸ τοὺς κλάδους τῆς πολυλογίας, ὅπως τὸ εἴπαμε καὶ προηγουμένως, εἶναι καὶ ὁ παρών, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἀποτελεῖ καὶ τὸ πρῶτο τέκνο της. Ἐννοῶ τὴν ἀκηδία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τῆς ἐδώσαμε τὴν θέσι ποὺ τῆς ἁρμόζει μέσα στὴν ἀθλία ἁλυσίδα τῶν παθῶν.

Ἀκηδία σημαίνει παράλυσις τῆς ψυχῆς καὶ ἔκλυσις τοῦ νοῦ, ὀκνηρία καὶ ἀδιαφορία πρὸς τὴν ἄσκησι, μίσος πρὸς τὶς μοναστικὲς ὑποσχέσεις. (Ἡ ἀκηδία εἶναι ἀκόμη) αὐτὴ ποὺ μακαρίζει τοὺς κοσμικούς, ποὺ κατηγορεῖ τὸν Θεὸν ὅτι δὲν εἶναι εὐσπλαγχνικὸς καὶ φιλάνθρωπος, ποὺ φέρνει ἀτονία τὴν ὥρα τῆς ψαλμῳδίας καὶ ἀδυναμία τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Αὐτὴ ποὺ μᾶς κάνει σιδερένιους στὰ διακονήματα, ἀόκνους στὸ ἐργόχειρο, σπουδαίους στὴν πρακτικὴ ζωὴ τῆς ὑπακοῆς (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν θεωρητικὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας).

2. Ἄνδρας ποὺ ἀσκεῖ τὴν ζωὴ τῆς ὑπακοῆς δὲν γνωρίζει τί σημαίνει ἀκηδία, διότι φθάνει στὰ πνευματικὰ μέσῳ τῶν αἰσθητῶν, (τὰ ὁποῖα αἰσθητὰ δὲν φέρνουν ἀκηδία).

3. Τὸ κοινόβιο εἶναι ἐχθρός της ἀκηδίας, ἐνῷ σ᾿ ἕναν ἡσυχαστὴ ἡ ἀκηδία γίνεται σύζυγος αἰώνιος· δὲν θὰ τὸν ἀποχωρισθῇ πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του, καὶ πρὶν ἔλθη τὸ τέλος του θὰ τὸν πολεμᾶ καθημερινά. Μόλις ἀντίκρυσε τὸ κελλὶ τοῦ ἡσυχαστοῦ ἐμειδίασε καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπλησίασε ἔστησε κοντὰ τὴν σκηνή της.

4. Ὁ ἰατρὸς ἐπισκέπτεται τοὺς ἀσθενεῖς τὸ πρωί, ἐνῷ ἡ ἀκηδία τοὺς ἀσκητὰς τὸ μεσημέρι. Ἡ ἀκηδία προτρέπει τὸ ἔργο τοῦ ξενοδόχου καὶ παρακαλεῖ νὰ γίνωνται ἐργόχειρα γιὰ νὰ προσφέρωνται ἐλεημοσύνες. Παρακινεῖ νὰ γίνωνται μὲ προθυμία ἐπισκέψεις στοὺς ἀσθενεῖς, ὑπενθυμίζουσα τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἠσθένησα καὶ ἤλθετε πρός με» (Ματθ. κε´ 36). Μᾶς παρακαλεῖ νὰ πηγαίνωμε στοὺς λυπημένους καὶ στοὺς ὀλιγοψύχους. «Παραμυθεῖσθε τοὺς ὀλιγοψύχους» (Α´ Θέσ. ε´ 14) μᾶς λέγει αὐτὴ ἡ ὀλιγόψυχη. Ἐνῷ ἱστάμεθα στὴν προσευχή, μᾶς ὑπενθυμίζει διάφορα ἀναγκαῖα πράγματα καὶ χρησιμοποιεῖ κάθε τέχνασμα, ὥστε νὰ μᾶς ἀποτραβήξη ἀπὸ ἐκεῖ, σὰν μὲ ἕνα καπίστρι, μὲ κάποια αἰτία εὔλογη, αὐτὴ ἡ παράλογη.

5. Ὁ δαίμων τῆς ἀκηδίας στὸν μοναχό, τὸν ὁποῖο ἔχει καταλάβει, δημιουργεῖ τὶς τρεῖς πρῶτες ὧρες -πρώτη, τρίτη καὶ ἕκτη- μία κατάστασι φρίκης, πονοκέφαλο καὶ πυρετὸ καὶ ἀνακάτωμα τοῦ στομάχου. Μόλις φθάση ἡ ἐνάτη ὥρα παρατηρεῖται κάποια μικρὴ βελτίωσις. Μόλις στρωθῇ ἡ τράπεζα, ἀναπηδᾶ ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὸ στρῶμα του. Μόλις ἔλθη ἡ ἑπομένη ὥρα τῆς προσευχῆς, αἰσθάνεται πάλι βεβαρημένο τὸ σῶμα του. Μόλις σταθῇ νὰ προσευχηθῇ, ἡ ἀκηδία τὸν βυθίζει πάλι στὸν ὕπνο καὶ μὲ ἄκαιρα χασμουρητὰ τοῦ ἁρπάζει ἀπὸ τὸ στόμα τὸν στίχο τῆς προσευχῆς.

6. Ὅλα τὰ ἄλλα πάθη καταπολεμοῦνται μὲ μία ἀντίστοιχη ἀρετὴ τὸ καθένα. Ἡ ἀκηδία ὅμως εἶναι γιὰ τὸν μοναχὸ ἕνας ψυχικὸς θάνατος ποὺ περιέχει ὅλα τὰ κακά.

7. Ἡ ἀνδρεία ψυχὴ κατώρθωσε νὰ ἀναστήσῃ τὸν νοῦ ποὺ ἦταν νεκρός. Ἡ ἀκηδία ὅμως καὶ ἡ ὀκνηρία κατώρθωσαν νὰ σκορπίσουν ὅλον τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς.

8. Ἐφ᾿ ὅσον καὶ ἡ ἀκηδία εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ὀκτὼ πρωταρχικὰ πάθη τῆς ψυχῆς, καὶ μάλιστα τὸ βαρύτερο, ἂς τὸ ἀντιμετωπίσωμε καὶ αὐτὸ ἀναλόγως, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα. Πλὴν ἂς προσθέσωμε καὶ τοῦτο: Ὅταν δὲν γίνεται ψαλμῳδία καὶ ἀκολουθία, ἡ ἀκηδία δὲν παρουσιάζεται. Καὶ ὅταν τελείωσε ὁ κανὼν τῆς προσευχῆς, τότε ἄνοιξαν οἱ ὀφθαλμοί.

9. Τὸν καιρὸ τῆς ἀκηδίας φαίνονται οἱ βιασταί. Καὶ τίποτε ἄλλο δὲν προξενεῖ στὸν μοναχὸ τόσους στεφάνους ὅσο ἡ ἀκηδία. Πρόσεξε καλὰ καὶ θὰ τὴν ἀντιληφθῆς νὰ μὴν ἀφίνη τὰ πόδια σὲ ὀρθία στάσι, καὶ νὰ μᾶς σπρώχνη, ὅταν καθώμαστε, νὰ γέρνουμε στὸν τοῖχο. Μᾶς προτρέπει ἐπίσης νὰ κοιτάζωμε ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο, δημιουργώντας φανταστικὰ κτυπήματα καὶ βήματα ποδιῶν. Ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ τὸν ἑαυτό του δὲν γνωρίζει τί θὰ πῆ ἀκηδία.

10. Ἂς δένεται καὶ αὐτὸς ὁ τύραννος μὲ τὴν μνήμη τῶν πταισμάτων, καὶ ἂς δέρνεται μὲ τὸ ἐργόχειρο. Καὶ ἀφοῦ συρθῇ μὲ τὴν σκέψι τῶν μελλόντων ἀγαθῶν καὶ σταθῇ ἐμπρός μας, ἂς ἐρωτᾶται καταλλήλως:

«Λέγε μας λοιπὸν καὶ σύ, παράλυτε καὶ ἔκλυτε, ποιὸς εἶναι ὁ κακὸς γονεύς σου; Ποιὰ εἶναι τὰ τέκνα σου; Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ σὲ πολεμοῦν; Καὶ ποιὸς ὁ φονευτής σου»;

Αὐτὸς δὲ ἀναγκαζόμενος θὰ μᾶς ἀποκρινόταν:

«Ἐγὼ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀσκοῦν πραγματικὰ τὴν ζωὴ τῆς ὑπακοῆς, «οὐκ ἔχω ποὺ τὴν κεφαλὴν κλῖναι». Σὲ ὅσους ἔχω τόπο, τοὺς εὑρίσκω στὴν ἡσυχία καὶ συζῶ μαζί τους. Οἱ ἰδικές μου μητέρες εἶναι πολλὲς καὶ διάφορες: Ἄλλοτε ἡ ψυχικὴ ἀναισθησία, ἄλλοτε ἡ λησμοσύνη τῶν ἄνω, καὶ μερικὲς φορὲς ἡ ὑπερβολικὴ κόπωσις (εἴτε ψυχικὴ εἴτε σωματική). Τὰ ἰδικά μου τέκνα εἶναι: Οἱ μετακινήσεις ἀπὸ τὸν ἕνα τόπο στὸν ἄλλο ποὺ γίνονται μαζί μου, ἡ παρακοὴ στὸν πνευματικὸ πατέρα, ἡ λησμοσύνη τῆς Κρίσεως, καὶ μερικὲς φορὲς ἡ ἐγκατάλειψις τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ἰδικοί μου ἀντίπαλοι, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τώρα ἔχω δεθῆ, εἶναι ἡ ψαλμῳδία καὶ τὸ ἐργόχειρο. Ἐχθρικὴ σ᾿ ἐμένα εἶναι καὶ ἡ σκέψις τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ μὲ θανατώνει τελείως εἶναι ἡ προσευχή, ἑνωμένη μὲ τὴν βεβαία ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν. Γιὰ τὸ ποιὸς ὅμως ἐγέννησε τὴν προσευχὴ ἐρωτήσατε τὴν ἴδια».

(Πρόκειται γιὰ) νίκη! Ὅποιος τὴν κατέκτησε, εἶναι δόκιμος γιὰ κάθε καλὸ ἔργο.

Δείτε σχετικά:ΕΔΩ

ΕΧΟΥΜΕ ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥ; (Ομιλία Επισκόπου Γαρδικίου κ. Κλήμεντος)

 

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ ψεύδους

ΛΟΓΟΣ ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ

Περὶ ψεύδους

ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΙΔΗΡΟ καὶ τὴν πέτρα (διὰ τῆς προσκρούσεως) γεννᾶται ἡ φωτιά, καὶ ἀπὸ τὴν πολυλογία καὶ τὰ εὐτράπελα τὸ ψεῦδος. Τὸ ψεῦδος εἶναι ἐξαφάνισις τῆς ἀγάπης· καὶ ἡ ἐπιορκία ἄρνησις τοῦ Θεοῦ.

2. Κανεὶς συνετὸς ἄνθρωπος ἂς μὴ θεωρῆ μικρὸ τὸ ἁμάρτημα τοῦ ψεύδους, διότι τὸ Πανάγιον Πνεῦμα ἐξέδωσε ἐναντίον του τὴν πιὸ φοβερὴ ἀπόφασι: «Ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος» (Ψαλμ. ε´ 7), ὅπως λέγει ὁ Δαβὶδ πρὸς τὸν Θεόν. Καὶ ἐὰν συμβῆ αὐτό, τί πρόκειται νὰ πάθουν ἐκεῖνοι ποῦ συρράπτουν ἐπὶ πλέον τὸ ψεῦδος μὲ τοὺς ὅρκους;

3. Ἐγνώρισα μερικοὺς ποὺ ἐκαυχῶντο γιὰ τὰ ψεύδη τους. Αὐτοὶ κατώρθωναν καὶ ἔκαναν τοὺς ἄλλους νὰ γελοῦν μὲ τὶς ἀστειότητες καὶ τὶς ἀργολογίες τους, καὶ ἔτσι ἐξαφάνιζαν ἐλεεινὰ τὸ πένθος τῶν μοναχῶν ποὺ τοὺς ἀκροάζονταν.

4. Ὅταν ἰδοῦν οἱ δαίμονες ὅτι, μόλις ἀρχίση ὁ ἄθλιος ὁμιλητὴς νὰ διηγῆται τὰ εὐτράπελα, προσπαθοῦμε νὰ φύγωμε σὰν ἀπὸ λοιμώδη ἀσθένεια, ἐπιχειροῦν νὰ μᾶς παρασύρουν μὲ δυὸ ἀπατηλοὺς λογισμούς: «Μὴ λυπήσης τὸν ὁμιλητή», μᾶς συμβουλεύουν, ἢ «μὴ θέλεις νὰ φανῆς πιὸ εὐλαβὴς ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους»! Φεῦγε ἀμέσως, μὴν ἀργοπορήσης· εἰδεμὴ στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς θὰ σοῦ ἔρχωνται στὸν νοῦ ἀστεῖα. Καὶ ὄχι μόνο νὰ φεύγης, ἀλλὰ καὶ νὰ διαλύης μὲ εὐσεβῆ τρόπο τὸ «πονηρὸν συνέδριον», φέροντας στὸ μέσον τὴν μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῆς Κρίσεως. Εἶναι καλύτερο ἴσως νὰ σὲ βρέξουν μερικὲς σταγόνες κενοδοξίας, προκειμένου νὰ γίνης πρόξενος ὠφελείας σὲ τόσους.

5. Ἡ ὑποκρισία εἶναι πολλὲς φορὲς μητέρα καὶ αἰτία τοῦ ψεύδους. Τίποτε ἄλλο, λέγουν μερικοί, δὲν εἶναι ἡ ὑποκρισία, παρὰ μελέτη καὶ δημιουργὸς τοῦ ψεύδους ποὺ ἔχει μαζί της συμπεπλεγμένο τὸν ἔνοχο καὶ ἄξιο τιμωρίας ὅρκο. Αὐτὸς ποὺ ἀπέκτησε τὸν φόβο τοῦ Κυρίου, ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὸ ψεῦδος, διότι ἔχει μέσα του ὡς ἀδέκαστο δικαστῆ τὴν συνείδησί του.

6. Ὅπως σὲ ὅλα τὰ πάθη, ἔτσι καὶ στὸ ψεῦδος παρατηροῦμε διαφορὰ ὡς πρὸς τὴν πνευματικὴ βλάβη ποὺ προξενεῖ. Ἐπὶ παραδείγματι: Διαφορετικὴ εἶναι ἡ ἐνοχὴ ἑνὸς ποὺ ψεύδεται ἀπὸ τὸν φόβο τῆς τιμωρίας, καὶ διαφορετικὴ ὅταν δὲν ὑπάρχη κίνδυνος. Ἄλλος πάλι εἶπε ψεῦδος χάριν τῆς τρυφῆς, ἄλλος χάριν τῆς φιληδονίας, κάποιος γιὰ νὰ κάνη τοὺς ἄλλους νὰ γελάσουν καὶ ἄλλος γιὰ νὰ ἐπιβουλευθῇ καὶ κακοποιήση τὸν ἀδελφό του.

7. Μὲ τὶς τιμωρίες τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων τὸ ψεῦδος μειώνεται πολύ. Μὲ τὸ πλῆθος ὅμως τῶν δακρύων τῆς κατανύξεως, ἐξαφανίζεται ὁλοσχερῶς. Ὁ δαίμων ποὺ μᾶς προτρέπει στὸ ψεῦδος προφασίζεται διαφόρους «οἰκονομικούς» λόγους καὶ ἔτσι παρουσιάζει σὰν μεγάλη ἀρετὴ αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖνος ποὺ πλάθει ψεύδη παρουσιάζεται ὅτι μιμεῖται τὴν Ραάβ, (ἡ ὁποία ἐχρησιμοποίησε τὸ ψεῦδος, γιὰ νὰ σώσῃ τοὺς κατασκόπους του Ἰσραήλ), καὶ νομίζει ὅτι μὲ τὴν ἰδική του ἀπώλεια προξενεῖ σωτηρία στοὺς ἄλλους.

8. Ὅταν καθαρισθοῦμε τελείως ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ ψεύδους, τότε, σὲ μία ἐξαιρετικὴ περίστασι, ἂς τὸ χρησιμοποιήσωμε, ἀλλὰ καὶ πάλι μὲ φόβο. Τὸ νήπιο δὲν γνωρίζει τὸ ψεῦδος. Ὁμοίως καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ δὲν ἔχει πονηρία. Ἐκεῖνος ποὺ εὐφράνθηκε ἀπὸ τὸν οἶνο (καὶ ἐμέθυσε), θὰ ὁμολογήση ἀκουσίως κάθε ἀλήθεια. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐμέθυσε ἀπὸ τὴν κατάνυξι, δὲν θὰ μπορέση νὰ ψευσθῇ.

Βαθμὶς δωδεκάτη! Ὅποιος τὴν ἀνέβηκε ἀπέκτησε τὴν ρίζα τῶν καλῶν.

Δείτε σχετικά:ΕΔΩ

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ 2021

 Τοῦ Ἁγίου Νικολάου 2021

Σήμερα τοῦ Ἁγίου Νικολάου ὁ Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Γρηγόριος λειτούργησε καὶ προέστη τῶν ἀκολουθιῶν στὸν Ἱερὸ Ναὸ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Σερρῶν. Στὸν λόγο του μίλησε γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ ἀναφέρθηκε στὴν ἐλεημοσύνη τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἀλλὰ καὶ πόσο σημαντικὴ εἶναι ἡ φιλανθρωπία στὴν πνευματικὴ προκοπὴ τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ τέλος εὐχήθηκε στὸν ἐφημέριο π. Νικόλαο Μαντιὸ ὁ ὁποῖος εἶναι ἐφημέριος στὸν ναὸ ἀπὸ τὸ 1982. Παρόντες στὴν Θεία Λειτουργία ἦταν καὶ ὁ νέο ἐφημέριος π. Χρῆστος Ζάπριος καθὼς καὶ ὁ π. Ἀντώνιος Ἀβραμίδης. Μετὰ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας μοιράστηκαν γλυκίσματα σὲ ὅλες τοὺς ἐνορίτες γιὰ τὰ χρόνια πολλὰ τοῦ πατρὸς Νικολάου Μαντιοῦ.



211219 01 Θρόνος

 

211219 02 Θρόνος

 

211219 03 ψάλτης 2

 

211219 04 ψάλτης 1

 

211219 05 τέλος

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ; Άρθρο του Σεβ. Μητροπολίτη Αττικής και Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου

 

DSC 0954


Εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ; Άρθρο του Σεβ. Μητρ. Αττικής και Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου

«Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ Φῶς τοῦ κόσμου, ὑμεῖς ἐστὲ τὸ ἄλας τῆς γῆς»

    Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Δεσπότης Χριστὸς καθιστᾶ φανερὸ ὅτι ὅσοι Τὸν ἀκολουθοῦν ὡς τέκνα ἀγάπης, ἔχοντας βαπτιστεῖ στὸ ὅνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀποτελοῦν γιὰ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων τὸ καλό παράδειγμα. Οἱ μαθητὲς τοῦ Φωτός εἶναι γιὰ τὸν κόσμο τὸ Φῶς ποὺ προσφέρει χαρά, ἀσφάλεια καὶ πρόοδο. Εἶναι, ἐπίσης, τὸ ἀλάτι ποὺ διατηρεῖ τὰ χρηστὰ καὶ χριστιανικὰ ἤθη σὲ μὶα κοινωνία πτώσης, ἐνῶ παράλληλα προσφέρει οὐσία καὶ νόημα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, τοὺς μεταμορφώνει πρὸς τὸ καλύτερο.

     Ποιοι, ὅμως, εἶναι μαθητὲς Ἐκείνου;

    Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνει ὁ Ἴδιος: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστὲ ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις».

    Ξεκάθαρος ὁ Διδάσκαλος τῆς Ἀγάπης∙ ἡ μεταξὺ μας ἀγάπη καὶ κοινωνία μᾶς καθιστᾶ μαθητές Του. Ἐπομένως, ὅσοι δὲν ἐκφράζουν ἀγάπη τὶ εἶναι; Σίγουρα ὄχι μαθητὲς Ἐκείνου καὶ, ἐπομένως, ὄχι φῶς. Καὶ ἄν δὲν εἶναι φῶς, κατὰ συνέπεια δὲν μεταδίδουν στὸν κόσμο τὴ χαρά, τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν πρόοδο, ἀλλὰ τὸ σκοτάδι, τὸν τρόμο καὶ, τελικά, τὴν ἀπώλεια. Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν μεταδίδουν Χριστό, ἀλλὰ ἀντί-Χριστό.

    Εἶναι ἀρκετὲς οἱ φορὲς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ φαινόμενα καταιγιστικά, ὅπως αὐτὸ τῆς διαρκῶς μεταλλασσόμενης μεταδοτικῆς ἀρρώστιας ποὺ ταλαιπωρεῖ τὴν ἀνθρωπότητα τὰ τελευταῖα δύο χρόνια, μᾶς θυμίζουν τοὺς ἔσχατους καιρούς. Τότε ἑμεῖς, μὲ τὴν «πεποίθηση» τῆς ἰσχυρῆς μας πίστης καὶ τῆς βαθιᾶς μας γνώσης, σὰν ἄλλοι προφῆτες, βγαίνουμε νὰ προειδοποιήσουμε τὸν κόσμο, τρομοκρατοῦμε, σπείρουμε τὸν πανικό, διχάζουμε. Μήπως, ἀδελφοί, μετατρεπόμαστε σὲ φορεῖς φόβου, ἀγωνίας κι ἀπελπισίας, κι ὄχι παρηγοριᾶς, στήριξης καὶ ἀλληλοσυμπαράστασης; Μήπως, αντί γιὰ φῶς, σκορπᾶμε τὸ σκοτάδι; Ἄν ναι, τότε ἡ πεποίθηση περὶ πίστεως, εἶναι μάλλον ψευδαίσθηση. 

     Στὸ σημεῖο αὐτό, τονίζω ὅτι δὲν εἴμαστε σύμφωνοι μὲ ὁποιαδήποτε ἀπόπειρα καταπάτησης τοῦ μεγαλύτερου δώρου τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, τῆς ἐλευθερίας, εἴτε πρόκειται γιὰ ἡλεκτρονικὸ ἔλεγχο προσωπικῶν δεδομένων, εἴτε γιὰ ἀκούσιο, ὑποχρεωτικὸ ἐμβολιασμό. Ὡστόσο, δὲν θὰ ἀποσύρουμε τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ νὰ διδάσκουμε περὶ τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων. Δὲν περιμέναμε τὸν κορωνοϊό γιὰ νὰ μάθουμε ὅτι αὐτὲς κυβερνοῦν τὸν κόσμο. Ὅπως ἐπίσης, δὲν περιμέναμε τὸν κορωνοϊὸ γιὰ νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ τὰ ἔσχατα. Θυμίζουμε ὅτι γιὰ τοὺς ἔσχατους καιρούς -τὸ προσδοκώμενο γιὰ ἑμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς γεγονός-ἐτοιμαζόμαστε συνεχῶς καὶ ἀκαταπαύστως, ἐμπλουτίζοντας τὴν ψυχή μας μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Εὐαγγελίου κι ὅ,τι συνδέεται καὶ ἀπορρέει ἀπὸ αὐτήν.

     Θὰ ἔλεγα ὅτι ἤδη πρὶν ἀπὸ σαράντα χρόνια μὲ διάφορες νέες τεχνολογικὲς ἀνακαλύψεις ποὺ εἰσάγονταν στὴν καθημερινή μας ζωή, πολὺς κόσμος φώναζε ὅτι ἦρθε ὁ ἀντίχριστος. Σκέφτομαι, ὅμως, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης ἔγραψε περὶ αὐτοῦ πρὶν δύο χιλιάδες χρόνια ὅτι «ἐν τῷ κόσμῳ ἐστὶν ἤδη». Ὁ δὲ Πρωτοκορυφαῖος Πέτρος ἔγραψε «πάντων τὸ τέλος ἤγγικεν». Καὶ ὅμως, δύο χιλιάδες χρόνια μετὰ, ἀκόμη δὲν ἔχει ἔρθει. Ἐκείνοι, ὅμως, δὲν τὰ ἔγραψαν γιὰ νὰ τρομοκρατήσουν τοὺς πιστούς, οὔτε νὰ μαζέψουν ὀπαδοὺς παριστάνοντας τοὺς σωτῆρες (ἀλίμονο ἄν κάποιος πιστέψει ὅτι πέραν τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ἄλλος σωτήρας). Βλέποντας τὴν κατάπτωση τῆς κοινωνίας, οἱ Ἀπόστολοι τὰ ἔγραψαν γιὰ νὰ παροτρύνουν τοὺς πιστοὺς σὲ «σωφρoσύνη, σὲ νήψη μέσω τῆς προσευχῆς καὶ προπάντων σὲ ἀγάπη, ἡ ὁποία καλύψει πλῆθος ἀμαρτιῶν» (Α΄ Πε 4,7-8).

       Οἱ συνωμοσιολογίες ἔχουν κουράσει  τοὺς πάντες. Ἐὰν συνεχίσουν, θὰ ὲπαναλάβουν τὸν μύθο μὲ τὸν βοσκό, τὸν λύκο καὶ τὰ πρόβατα. Στὸ τέλος, θὰ ἔρθει τὸ κακό καὶ κανείς δὲν θα δίνει σημασία. Ὁ κόσμος -ὅταν θὰ πρέπει- θὰ εἶναι ἀποστασιοποιημένος καὶ ἀπροστάτευτος.

     Βεβαίως, καλὸ εἶναι νὰ προστατευθοῦμε ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς δυνάμεις τῆς κάθε ἐποχῆς. Κυρίως, ὅμως, πρέπει νὰ προστατευθοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτωλές μας ἐπιθυμίες καὶ τὶς κακὲς πράξεις, διότι καὶ ἄν ἀκόμη δὲν ζήσουμε τὰ ἔσχατα, ἀναμφισβήτητα θὰ βιώσουμε τὸν προσωπικὸ θάνατο, ὁ ὁποῖος εἶναι κοντὰ καὶ ἔρχεται ἀπροσδόκητα. Τότε, ἐνώπιον τοῦ Δεσπότου, τὸν Παράδεισο θὰ μᾶς ἐξασφαλίσουν μόνο οἱ κατὰ Θεὸν πράξεις καὶ ἡ εἰλικρινὴς πίστη μας. Εἴμαστε ἔτοιμοι γιὰ τὸ προσωπικό μας κριτήριο;

     Δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ κρίνω, οὔτε νὰ ἀπαξιώσω κανέναν. Γράφω μὲ λύπη, διότι αἰσθάνομαι ὅτι… ξεφύγαμε. Οἱ ἄνθρωποι, οἱ λίγοι ποὺ παρέμειναν πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἔρχονται στὴν Ἐκκλησία, ἔρχονται γιὰ νὰ λάβουν παρηγοριὰ στὶς θλίψεις καὶ τὰ καθημερινὰ προβλήματα. Ἔρχονται γιὰ νὰ γεμίσουν Φῶς, Χαρὰ καὶ Ἐλπίδα. Σὲ κάθε περίπτωση δὲν πρέπει νὰ ἐπιστρέφουν στὰ σπίτια τους ἀπογοητευμένοι, φοβισμένοι ἤ ὀργισμένοι, διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι συνώνυμα μὲ τὸ σκοτάδι. 

    Εὐαγγελίζουμε τὸν κόσμο; Ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν Κάθαρση, τὸν Φωτισμό καὶ τὴν Θέωση τῆς ψυχῆς μας ἤ μόνο ξέρουμε νὰ κατακρίνουμε καὶ νὰ στιγματίζουμε τὰ λάθη τῶν ἄλλων; Κατηγοροῦμε τὸν αἱρετικὸ πάπα καὶ τὸ παπικὸ πρωτεῖο, μὰ ἄν κοιτάξουμε μὲ νηφαλιότητα γύρω μας, θὰ δοῦμε ὅτι μάλλον ἀπὸ τὸν μικρότερο ἴσως καὶ ὡς τὸν μεγαλύτερο, λαϊκοὶ καὶ κληρικοὶ -μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἐγὼ- μάλλον «διεκδικοῦμε» τὸ ἀλάθητο. Πιστεύουμε ὅτι κατέχουμε μία προνομιοῦχο θέση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ «παπίζουμε» στὴν ἀκοινώνητη μοναξιά μας, ἀνεξἐλεγκτοι ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἀρχή, τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ, γενικότερα, τὴν Ἱερὰ Σύνοδο.

    «Ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με». Καὶ μετὰ νομίζουμε ὅτι ὑπηρετοῦμε Χριστό…

     Μὲ λύπη γράφω. Μὲ λύπη, ἀλλὰ χάρην τοῦ καθήκοντος ποὺ περιέχει τὸ ὕψιστο Ἀρχιερατικὸ Ἀξίωμα. Μπροστὰ στὴν τήρηση τῆς εὐταξίας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς νομιμότητας δὲν χωροῦν συμβιβασμοί μὲ τὸν οἱονδήποτε ποὺ θέλει νὰ ἐπιβάλλει τὰ «θέλω» του μέσα στὴ ζωὴ καὶ τὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας.

     Γιὰ κάποιους μπορεῖ νὰ εἶναι αὐστηρὰ τὰ γραφόμενα. Ἀς κοιτάξουν πώς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀντιμετώπιζε ὅσους ξέφευγαν ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου ἐπηρρεάζοντας τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Λέει στὸν μαθητή του, Τιμόθεο: «Τινες […] περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν […] οὓς παρέδωκα τῷ Σατανᾷ ἵνα παιδευθῶσιν». Ἄλλοτε, πάλι, λέει στοὺς Κορινθίους: «ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω». Σκληρή, ἀλλὰ δίκαιη ἡ γλώσσα τῆς ἀληθείας, ἡ ὁποία μᾶς διδάσκει ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ ὁ καθένας νὰ κάνει ὅ,τι θέλει, νὰ ἀθετεῖ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱερὰς Συνόδου, ἡ ὁποία καὶ ἔχει ἐπωμισθεῖ τὸ βάρος τῆς διαχείρησης ὅλων τῶν δύσκολων περιστάσεων.

     ξίζει νὰ σημειωθεῖ πρὸς ἐνημέρωσιν καὶ συναίσθησιν ὅτι, σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες, τὰ ἔσχατα θὰ ἔλθουν ὅταν πάψει τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐπομένως, ἄν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας θέτουν ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τους τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀγωνίζονται καρδιακὰ νὰ τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχουν νὰ φοβηθοῦν τίποτα.

     Κλείνοντας, ἐπαναλαμβάνω τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου: «σωφρονήσατε οὔν καὶ νήψατε εἰς τὰς προσευχάς». Ἀς βάλουμε καλὴ ἀρχὴ γιὰ νὰ μάθουμε πρῶτα νὰ λέμε τὸ «Κύριε Ἰησού Χριστέ ἐλέησον με» καὶ ὕστερα θὰ μᾶς φωτίσει ὁ Κύριος γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ ζοῦμε ὡς Χριστιανοί καὶ πῶς νὰ ἀντιμετωπίζουμε κάθε ἀναφυόμενη δυσκολία.

      χρόνος κυλάει, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. Ἀς ἔλθουμε εἰς ἐαυτοὺς καὶ ὰς εὐτρεπίσουμε μὲ πολλὴ ταπείνωση τὴ φάτνη τῆς ψυχῆς μας, μήπως καὶ αξιωθοῦμε νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Ἤλιο τῆς Δικαιοσύνης.

† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ πολυλογίας καὶ σιωπῆς



ΛΟΓΟΣ ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ

Περὶ πολυλογίας καὶ σιωπῆς

ΕΧΟΜΕ ΑΝΑΦΕΡΕΙ μὲ συντομία στὰ προηγούμενα ὅτι εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο, καὶ γι᾿ αὐτοὺς ἀκόμη ποὺ θεωροῦνται πνευματικοί, νὰ κρίνουν τοὺς ἄλλους, πράγμα ποὺ ὑπεισέρχεται ἀνεπαίσθητα. Καὶ εἶναι τὸ νὰ κρίνη κανεὶς τοὺς ἄλλους σὰν νὰ κρίνη τὸν ἑαυτόν του καὶ νὰ τιμωρῆται ἀπὸ τὴν γλώσσα του. Τώρα λοιπὸν ἡ σειρὰ τῶν λόγων ἀπαιτεῖ νὰ ὁμιλήσωμε γιὰ τὴν αἰτία καὶ τὴν θύρα ἀπὸ ὅπου εἰσέρχεται καὶ ἐξέρχεται τὸ πάθος τῆς πολυλογίας.

2. Ἡ πολυλογία εἶναι ἡ καθέδρα τῆς κενοδοξίας. Καθισμένη ἐπάνω της ἡ κενοδοξία προβάλλει καὶ διαφημίζει τὸν ἑαυτόν της. Ἡ πολυλογία εἶναι σημάδι ἀγνωσίας, θύρα τῆς καταλαλιᾶς, ὁδηγὸς στὰ εὐτράπελα, πρόξενος τῆς ψευδολογίας, σκορπισμὸς τῆς κατανύξεως. Εἶναι αὐτὴ ποὺ δημιουργεῖ καὶ ποὺ προκαλεῖ τὴν ἀκηδία. Εἶναι πρόδρομος τοῦ ὕπνου, διασκορπισμὸς τῆς «σύννοιας», ἀφανισμὸς τῆς φυλακῆς τοῦ νοός, ἀπόψυξις τῆς πνευματικῆς θερμότητος, ἀμαύρωσις τῆς προσευχῆς.

3. Ἡ σιωπὴ ποὺ ἀσκεῖται μὲ ἐπίγνωσι καὶ διάκρισι εἶναι μητέρα τῆς προσευχῆς, ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία, διαφύλαξις τοῦ θείου πυρός, ἐπιστάτης τῶν λογισμῶν, σκοπὸς ποὺ παρατηρεῖ τοὺς ἐχθρούς, δέσμευσις τοῦ πένθους, φίλη τῶν δακρύων, καλλιεργητὴς τῆς μνήμης τοῦ θανάτου, ζωγράφος τῆς αἰωνίου κολάσεως, ἐπίμονος ἐξεταστῆς τῆς Κρίσεως, πρόξενος πνευματικῆς ἀνησυχίας καὶ λύπης, ἐχθρὸς τῆς παρρησίας, σύζυγος τῆς ἡσυχίας, ἀντίπαλος τῆς ἀγάπης νὰ κάνη τὸν διδάσκαλο, αὔξησις τῆς πνευματικῆς γνώσεως, δημιουργὸς θείων θεωρημάτων, μυστικὴ πνευματικὴ πρόοδος, κρυφὴ πνευματικὴ ἀνάβασις.

4. Ὅποιος ἐγνώρισε τὰ παραπτώματά του, ἐχαλιναγώγησε τὴν γλῶσσα του, ἐνῷ ὁ πολύλογος δὲν ἐγνώρισε ἀκόμη καθὼς πρέπει τὸν ἑαυτόν του. Ὁ φίλος τῆς σιωπῆς προσεγγίζει τὸν Θεὸν καὶ συνομιλώντας μυστικὰ μαζί Του φωτίζεται ἀπὸ Αὐτόν. Ἡ σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐδημιούργησε στὸν Πιλᾶτο σεβασμό. Καὶ ἡ ἠρεμία καὶ ἡ σιωπὴ ἑνὸς (ταπεινοῦ) ἀνδρὸς καταργεῖ τὴν κενόδοξη καυχησιολογία ἑνὸς ἄλλου.

5. Ὁ Πέτρος, ἐπειδὴ ὡμίλησε, ἔκλαυσε πικρά. Ἐλησμόνησε ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Εἶπα, φυλάξω τὰς ὁδούς μου, τοῦ μὴ ἁμαρτάνειν με ἐν γλώσσῃ μου» (Ψαλμ. λη´ 1). Καὶ τὸν ἄλλον ποὺ εἶπε: «Κρεῖσσον πεσεῖν ἀπὸ ὕψους εἰς γῆν ἢ ἀπὸ γλώσσης» (πρβλ. Σοφ. Σειρὰχ κ´ 18).

6. Ἀλλὰ δὲν ἐπιθυμῶ νὰ γράψω περισσότερα γι᾿ αὐτὰ τὰ θέματα, παρ᾿ ὅλον ὅτι μὲ προτρέπουν σὲ αὐτὸ οἱ πονηρίες τῶν παθῶν (μὲ προτρέπουν δηλαδὴ νὰ χρησιμοποιήσω τὴν πολυλογία, ἐνῷ ὁμιλῶ γιὰ τὴν σιωπή). Τοῦτο μόνο θὰ προσθέσω: Ἄκουσα κάποτε ἕναν μοναχό, ποὺ ἤθελε νὰ ἐξετάση μαζί μου τὸ θέμα τῆς ἡσυχίας, νὰ λέγη ὅτι ἡ πολυλογία ὁπωσδήποτε γεννᾶται ἀπὸ τὶς ἑξῆς αἰτίες: Ἢ ἀπὸ κακὴ συναναστροφὴ καὶ κακὴ συνήθεια -ἀφοῦ ἡ γλώσσα, ἔλεγε, εἶναι μέλος τοῦ σώματος, ὅπως διαπαιδαγωγηθῇ, ἔτσι κατ᾿ ἀνάγκην καὶ θὰ συνηθίση- ἢ πάλι ἀπὸ κενοδοξία, πράγμα ποὺ συμβαίνει περισσότερο σὲ ὅσους ἔχουν πνευματικὸ πόλεμο, ἤ, μερικὲς φορές, ἀπὸ τὴν γαστριμαργία. Γι᾿ αὐτὸ πολλοὶ πολλὲς φορὲς δαμάζοντας τὴν κοιλία δεσμεύουν μὲ βία καὶ τὴν γλώσσα καὶ τὴν καθιστοῦν ἀνίσχυρη γιὰ πολυλογία.

7. Αὐτὸς ποὺ φροντίζει γιὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, ὠλιγόστευσε τὰ λόγια του. Καὶ αὐτὸς ποὺ ἀπέκτησε πένθος στὴν ψυχή του, ἀπέφυγε σὰν φωτιὰ τὴν πολυλογία.

8. Αὐτὸς ποὺ ἀγάπησε τὴν ἡσυχία, ἀσφάλισε τὸ στόμα του. Καὶ αὐτὸς ποὺ εὐχαριστεῖται νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ κελλί του, ἐξέρχεται διότι τὸν διώχνει ἀπ᾿ ἐκεῖ τὸ πάθος αὐτό, (δηλαδὴ ἡ πολυλογία).

9. Ἐκεῖνος ποὺ ἐδοκίμασε τὴν ὀσμὴ τοῦ ὑψίστου καὶ θείου πυρός, ἀποφεύγει τὴν συνάντησι τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἡ μέλισσα τὸν καπνό. Τὴν μέλισσα τὴν διώχνει ὁ καπνός, καὶ αὐτὸν τὸν ἐνοχλεῖ ἡ συνάντησις τῶν ἀνθρώπων.

10. Πολὺ ὀλίγοι μποροῦν νὰ κρατήσουν τὸ νερὸ χωρὶς κάποιο φράγμα καὶ κάποιο βοηθητικὸ μέσο. Ὀλιγώτεροι ὅμως εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μποροῦν νὰ δαμάσουν ἕνα ἀπύλωτο στόμα.

Δείτε σχετικά:ΕΔΩ

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2021

Η ΤΥΡΑΝΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ (Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος)


 Φοβερή είναι η τυραννία των παθών! Έχεις δει πώς η οργή ψήνει σαν πυρετός τον οργισμένο; Πώς ο φθόνος τρώει σαν σαράκι τον φθονερό; Πώς η λύπη λιώνει σαν αργός θάνατος τον βυθισμένο σε πένθος; Έτσι συμβαίνει με όλα τα πάθη, που εμφανίστηκαν μέσα μας μαζί με τη φιλαυτία. Αυτή είναι η μητέρα τους. Μόλις ο προπάτοράς μας είπε μέσα του, “Εγώ ο ίδιος”, “Ο εαυτός μου”, στην ψυχή του ρίζωσε η φιλαυτία, αυτό το δηλητήριο, αυτός ο σπόρος του σατανά. Από τη φιλαυτία αναπτύχθηκαν στη συνέχεια και τα άλλα πάθη − υπερηφάνεια, φθόνος, οργή, μίσος, λύπη, απελπισία, πλεονεξία, φιληδονία, κλπ. − με όλα τα επακόλουθα και τις συνέπειές τους.

***

Τα πάθη πρέπει να τα αποφεύγεις, γιατί είναι πάντοτε ενάντια σ’ ό,τι οφείλεις να κάνεις. Ενώ, για παράδειγμα, οφείλεις να είσαι ταπεινή, το πάθος σε γεμίζει υπερηφάνεια και έπαρση· ενώ οφείλεις να είσαι μειλίχια, το πάθος σε κάνει ν’ ανάβεις από οργή και θυμό· ενώ οφείλεις να χαίρεσαι για την ευτυχία των συνανθρώπων σου, το πάθος σού εμπνέει τον φθόνο· ενώ οφείλεις να συγχωρείς όσους σε βλάπτουν, το πάθος σε παρακινεί στην εκδίκηση. Κοντολογίς, κάθε εμπαθές συναίσθημα και κάθε εμπαθής ενέργεια εναντιώνονται στο σωστό και το δίκαιο.

***

Ρωτάς: “Στράφηκα στον Θεό με προσήλωση και πόθο. Τι σχέση έχω πια με τα πάθη;”. Γιατί ρωτάς; Κοίτα μέσα σου. Δεν βρίσκονται ακόμα εκεί; Δεν πάει πολύς καιρός που μου έγραψες ότι ήσουνα πολύ θυμωμένη. Δεν είναι αυτό πάθος; Είναι, βέβαια, και μάλιστα όχι το μοναδικό. Γιατί ο θυμός δείχνει πως υπάρχουν κι άλλα − και υπερηφάνεια και ισχυρογνωμοσύνη και υπεροψία. Έγραψες, επίσης, ότι τις προάλλες αρνήθηκες να προσφέρεις κάτι που σου ζήτησαν. Δεν είναι αυτό τσιγγουνιά; Ομολόγησες ότι αντιπαθείς κάποιον άνθρωπο. Δεν είναι αυτό πάθος; Παραδέχτηκες ότι αγαπάς πολύ τον ύπνο. Μήπως δεν είναι κι αυτό πάθος; Να, πολύ πρόχειρα, μερικά πάθη σου! Κι αν σκάψεις πιο βαθιά μέσα σου, ξέρεις πόσα θα βρεις ακόμα;

Έχεις, λοιπόν, πάθη και πρέπει να τα διώξεις, δίνοντας όλη σου την αγάπη στον Χριστό.

 

(Από το βιβλίο: “Πνευματική Ανθολογία από τους βίους και τους λόγους των Αγίων της Ρωσίας”. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2018, σελ. 266)

Πηγή: alopsis.gr