A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

ΟΜΟΤΙΜΙΑ ΑΝΔΡΑ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑΣ (Ἃγιος Γρηγόριος Νύσσης)


«Και δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική του εικόνα». Τον άνθρωπο, θα ισχυρισθεί η γυναί­κα, κατά τί αφορά εμένα; Ο άνδρας έγινε. Γιατί δεν λέ­ει: την άνθρωπο, συνεχίζει. Και με την προσθήκη του άρ­θρου δηλώνει το αρσενικό γένος. Αλλά για να μη χρησι­μοποιήσει κανείς αμαθής την προσωνυμία του ανθρώπου αναφορικά μόνο με τον άνδρα, προσθέτει: «Αρσενικό και θηλυκό τους δημιούργησε».

Κι η γυναίκα είναι δημιουργημένη κατ’ εικόνα Θεού, όπως κι ο άνδρας. Με τον ίδιο τρόπο τιμώνται εξίσου οι φύσεις (τόσο ο άνδρας ό­σο κι η γυναίκα), είναι ίσες οι αρετές, ίσα τα έπαθλα, η αυτή καταδίκη. Ας μη λέει η γυναίκα· είμαι αδύνατη. Η αδυναμία βρίσκεται στο σώμα, η δύναμη είναι στη ψυχή. Επειδή, λοιπόν, τιμάται με τον ίδιο τρόπο η κατά Θεόν εικόνα, ας τιμάται κι η αρετή με τον ίδιο τρόπο.

Ας είναι κοινή και για τους δύο η παρουσίαση των αγαθών έργων. Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για εκείνον που θέλει να προφασίζεται σωματική αδυναμία. Κι αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Γιατί ναι μεν είναι τρυφερό το σώμα της γυναίκας, για να προκαλεί τη συμπάθεια, αλλά είναι ισχυρό στην υπομονή, επίμονο στις αγρυπνίες.

Πραγματικά, πότε μπόρεσε άνδρας να συναγωνιστεί με γυναίκα, που ζει υπομονετικά τη ζωή της; Πότε μπό­ρεσε να μιμηθεί ο άνδρας τη δύναμη των γυναικών στις νηστείες, στη συστηματική επίδοση στις προσευχές, στην αφθονία των δακρύων, στην αποφασιστικότητα στα έργα της αγάπης;

Έχω υπόψη μου γυναίκα, που έκλεβε κρυφά, αλλά έκανε καλές κλεψιές, κάνοντας αγαθοερ­γίες, χωρίς να παίρνει είδηση ο άνδρας της, αλλά για χά­ρη του, για την ανάπτυξη του σπιτιού, για τη συντήρηση των παιδιών. Αυτή έδινε κι απέφευγε την προσοχή του άν­δρα της. Έβγαζε πράγματα έξω από το σπίτι για χάρη του κι αυτόν τον απέκρυβε. Γιατί αυτό που έκανε, το έκα­νε για το Θεό, που βλέπει όσα γίνονται κρυφά, και δεν γνωστοποιούσε την αγαθοεργία της.

Η αγαθή γυναίκα έχει το κατ’ εικόνα. Μην δίνεις προσοχή στον έξω άνθρωπο, δηλαδή στο σώμα, γιατί αυτό είναι εξωτερικό περίβλημα. Η ψυχή κάθεται στο εσωτερικό κάτω από το προκάλυμ­μα, το απαλό σώμα. Η μια όμως ψυχή κι η άλλη, δηλαδή τόσο του άνδρα, όσο, και της γυναίκας, είναι ψυχές ομό­τιμες. Η διαφορά βρίσκεται στα προκαλύμματα, δη­λαδή στα σώματα.

 Γίνεσαι, λοιπόν, όμοιος με το Θεό με το να είσαι αγαθός, με το να είσαι ανεξίκακος, με το να είσαι μεταδοτικός, με το να αγαπάς τον άλλο και τον α­δελφό. Με το να αποστρέφεσαι την πονηρία, με το να χα­λιναγωγείς τα αμαρτωλά πάθη, για να διατηρείς μέσα σου την εξουσία.


(Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, εκδ. Τέρτιος, σ. 319-321)

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ (Ὃσιος Μάρκος ὁ ἀσκητής)




Πρόλογος

Ο ΟΣΙΟΣ Μάρκος ὁ ἀσκητής εἶναι ἕνας ἀπό τούς ἐπιφανέστερους ἀσκητικούς συγγραφεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔζησε στά τέλη του 4ου καί στίς ἀρχές τοῦ 5ου αἰ. Ἦταν μαθητής τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Διετέλεσε πρεσβύτερος καί προϊστάμενος μοναστικῆς ἀδελφότητας στην Ἄγκυρα, πρίν ἀποσυρθεῖ στήν ἔρημο τῆς Γαλατίας, ὅπου ἀσκήτεψε μόνος. Κοιμήθηκε αἰωνόβιος μετά τό 430.

Φιλόθεος καί φιλόπονος ὁ ὅσιος Μάρκος, ἐπιδόθηκε για ἑξήντα χρόνια στή νήψη καί τή μελέτη τῶν θείων Γραφῶν. Φτάνοντας «εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἀρετῆς», ὅπως σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό συναξάρι του (5 Μαρτίου), ἀπέκτησε τά χαρίσματα τῆς θαυματουργίας καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς σοφίας. Το τελευταῖο τό ἀποδεικνύουν διαχρονικά τά δογματικά και ἀσκητικά του συγγράμματα, τά ὁποῖα ἔγιναν τόσο δημοφιλή, ὥστε οἱ βυζαντινοί χριστιανοί ἔφτασαν νά λένε: «Πάντα πώλησον καὶ Μᾶρκον ἀγόρασον»! Τή μαρτυρία του, ἄλλωστε, ἐπικαλοῦνται συχνά μεταγενέστεροί του ἀσκητικοί συγγραφεῖς, ὅπως ὁ ἀββάς Δωρόθεος, ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ ὅσιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κ.ἄ.

Ἕνα ἀπό τά ἔργα τοῦ θεοφόρου ἀσκητῆ, μικρό ἀλλά ἔξοχο, εἶναι καί τό Περὶ νόμου πνευματικοῦ, πού περιέχεται στή Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν. Σ’ αὐτό, σέ διακόσια ἀποφθεγματικά «κεφάλαια», μέ τρόπο πρωτότυπο ἀλλά και μέ στέρεη θεμελίωση στήν Ἁγία Γραφή καί τήν ἱερή Παράδοση, ἀναλύεται ἡ λειτουργία τοῦ πνευματικοῦ νόμου. Ὁ νόμος αὐτός, σύμφωνα μέ τόν ἱερό συγγραφέα, εἶναι «ὁ νόμος τῆς ἐλευθερίας», ὁ ὁποῖος περιέχεται στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν ἀποτελεῖ το περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως καί ὁδηγεῖ τούς πιστούς ἀπό τή δουλεία τῶν παθῶν στήν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ καί στήν εἰρήνη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ ὅσιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος (949-1022) ἔφτασε σέ πολύ νεαρή ἡλικία στή θέα τοῦ ἀκτίστου θείου φωτός, μελετώντας μέ ὑπόδειξη τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα τό σύγγραμμα αὐτό τοῦ ὁσίου Μάρκου καί ἐφαρμόζοντας κυρίως τήν ἀκόλουθη συμβουλή του: «Ἄν ζητᾶς νά θεραπευθεῖς, φρόντισε τή συνείδησή σου καί κάνε ὅ,τι σοῦ λέει...».

Σήμερα, πού ἡ περιφρόνηση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ ἔχει ὁδηγήσει τήν κοινωνία μας σέ βαθιά κρίση καί σέ ἀδυναμία διακρίσεως τοῦ καλοῦ ἀπό τό κακό, τά θεόσοφα «κεφάλαια» τοῦ ἁγίου Μάρκου προβάλλουν ὡς πολύτιμος καθοδηγητικός κανόνας τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Τά σημαντικότερα ἀπ’ αὐτά ἔχουν ἀνθολογηθεῖ στίς ἑπόμενες σελίδες καί πιστεύουμε ὅτι θά ὠφελήσουν τούς ἀδελφούς μας ἐκείνους πού ἀγωνίζονται εὐσυνείδητα ν’ ἀπαλλαγοῦν «ἀπὸ τοῦνόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου» καί νά οἰκειωθοῦν «τὸν νόμον τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (πρβλ. Ρωμ. 8:2).


ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ


ΕΠΕΙΔΗ πολλές φορές θελήσατε νά μάθετε πῶς ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι πνευματικός, σύμφωνα με τόνἀπόστολο (βλ. Ρωμ. 7:14), καί τί πρέπει νά γνωρίζουν καί νά κάνουν ὅσοι θέλουν νά τόν τηρήσουν, θα σᾶς πῶγι’ αὐτό κατά τή δύναμή μου.

Πρῶτα-πρῶτα γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀρχή καί ἡ μεσότητα καί τό τέλος κάθε καλοῦ. Τό καλό εἶναι ἀδύνατο νά πράττεται ἤ νά πιστεύεται παρά μόνο μέ τήν ἕνωση μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό καί μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σέ κάθε προσπάθειά σου βάλε ἀρχή Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ ἀρχή κάθε καλοῦ, γιά νά γίνει κατά Θεόνἐκεῖνο πού ἀποφάσισες νά κάνεις.

 βέβαιη πίστη εἶναι ἕνας ἰσχυρός πύργος. Καί ὁ Χριστός γίνεται τά πάντα γιά τόν ἄνθρωπο πού πιστεύει.

 νόμος τοῦ Εὐαγγελίου, πού ὁδηγεῖ στήν ἐλευθερία, διδάσκει ὅλη τήν ἀλήθεια. Καί οἱ πιό πολλοί τόν διαβάζουν ἁπλά γιά νά τόν γνωρίσουν· λίγοι, ὅμως, τόν κατανοοῦν, ἀνάλογα μέ τήν ἐκτέλεση τῶν ἐντολῶν. Ὁνόμος αὐτός γιά νά διαβαστεῖ χρειάζεται ἐπίγνωση, για νά κατανοηθεῖ χρειάζεται τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν,ἀλλά γιά νά ἐκπληρωθεῖ ἀπαιτεῖται τό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ.

Μή ζητᾶς νά δεῖς τήν τελειότητα τοῦ θείου νόμου σέ ἐνάρετους ἀνθρώπους, γιατί τέλειος σέ ἀρετές δεν μπορεῖ νά βρεθεῖ κανείς. Ἡ τελειότητά του εἶναι κρυμμένη στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ.

 Κύριος εἶναι κρυμμένος μέσα στίς ἐντολές Του καί ἀποκαλύπτεται σ’ ἐκείνους πού Τόν ζητοῦν,ἀνάλογα μέ τήν προθυμία τους στήν ἐκτέλεση αὐτῶν τῶν ἐντολῶν.

Ὅταν ἀσκήσουμε βία στόν ἑαυτό μας γιά τήν ἐκτέλεση ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τότε θάἀντιληφθοῦμε ὅτι ὁ νόμος τοῦ Κυρίου εἶναι τέλειος καί ὅτι ἐμεῖς μέν τόν ἐφαρμόζουμε μέ τά καλά μας ἔργα, κανείς ἄνθρωπος, ὅμως, δέν μπορεῖ νά τόν τηρήσει τέλεια χωρίς τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ.

Ὅποιος ἔχει ταπεινοφροσύνη καί ἐργασία πνευματική, ὅταν διαβάζει τίς θεῖες Γραφές, ὅλα τά ἐννοεῖἀναφορικά μέ τόν ἑαυτό του καί ὄχι μέ ἄλλον.

Νά μελετᾶς τά λόγια τῆς Γραφῆς, ἐκτελώντας τις θεῖες ἐντολές, καί μήν καταγίνεσαι σέ πλατειασμούς καί θεωρητικές ἀναλύσεις, πού φέρνουν ὑπερηφάνεια. Ἐκεῖνος πού γνωρίζει τό θέλημα τοῦΘεοῦ καί τό ἐκτελεῖ κατά τή δύναμή του, μέ μικρούς κόπους ἀποφεύγει τούς μεγάλους.

Ἐκεῖνος πού δέν προτιμᾶ θεληματικά τούς κόπους γιά χάρη τῆς εὐσέβειας, δοκιμάζεται σκληρότερα ἀπό τούς ἀθέλητους κόπους. Ἡ συνείδηση εἶναι ἕνα βιβλίο πού τό ἔχουμε ἀπό τή φύση μας.Ἐκεῖνος πού τό μελετᾶ στήν πράξη, δέχεται θεία βοήθεια.

Ἄν ζητᾶς νά θεραπευθεῖς, φρόντισε τή συνείδησή σου καί κάνε ὅ,τι σοῦ λέει, καί πολύ θά ὠφεληθεῖς.

Τά κρυφά τοῦ κάθε ἀνθρώπου τά γνωρίζουν ὁ Θεός καί ἡ συνείδησή του. Ἀπ’ αὐτά τά δύο ἄς διορθώνεται ὁ καθένας.

 ἀγαθή συνείδηση ἀποκτᾶται μέ τήν προσευχή καί ἡ καθαρή προσευχή μέ τή συνείδηση. Γιατί ἀπό τη φύση τους ἔχουν ἡ μία τήν ἀνάγκη τῆς ἄλλης.

Ὅποιος ἐκτελεῖ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἄς περιμένει τον πειρασμό πού τήν ἀκολουθεῖ. Γιατί ἡ ἀγάπη πρός τον Χριστό μέ τά ἀντίθετα δοκιμάζεται.

Ἐκεῖνος πού θέλει νά νικήσει τούς πειρασμούς χωρίς προσευχή καί ὑπομονή, δέν θά τούς διώξει,ἀλλά θά περιπλακεῖ περισσότερο.

Μή λές ὅτι ἔχεις ἀποκτήσει ἀρετή χωρίς θλίψη. Γιατί ἡ ἀρετή πού ἀποκτᾶται μέ ἄνεση εἶναιἀδοκίμαστη.

Τά αἰώνια ἀγαθά ἔχουν ἑτοιμαστεῖ γιά τούς ἀνθρώπους πού περνοῦν θλίψεις. Ὅμοια καί τά αἰώνια βάσανα ἔχουν ἑτοιμαστεῖ γιά τούς ἀνθρώπους πού περνοῦν μέ κενοδοξία καί ἡδονή.

Μή νομίζεις ὅτι κάθε θλίψη ἔρχεται στούς ἀνθρώπους ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους. Ὑπάρχουνἄνθρωποι πού εὐαρεστοῦν τόν Θεό, καί ὅμως ἔχουν θλίψεις. Γιατί ἡ Γραφή, πού λέει ὅτι «οἱ ἀσεβεῖς θά διωχθοῦν» (Ψαλμ. 36:28), λέει ἐπίσης ὅτι «ὅλοι ὅσοι θέλουν νά ζήσουν μέ εὐσέβεια, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦἸησοῦ Χριστοῦ, θά ἀντιμετωπίσουν διωγμούς» (Β΄ Τιμ. 3:12).

Στίς θλίψεις ἐναντιώθηκαν πολλοί μέ πολλούς τρόπους. Κανείς, ὅμως, δέν τίς ξεπέρασε χωρίς προσευχή καί μετάνοια.

Κάθε ἀθέλητης θλίψεως νά ἀναλογίζεσαι τό ἀποτέλεσμα, καί θά βρεῖς σ’ αὐτό τό σβήσιμο κάποιας ἁμαρτίας.

Κάθε κατά Θεόν θλίψη εἶναι πραγματικό ἔργο εὐσέβειας. Γιατί  ἀληθινή ἀγάπη δοκιμάζεται μέ τάἀντίθετα.

Τίς θλίψεις τοῦ παρόντος νά τίς ἀνταλλάσσεις προκαταβολικά μέ τά μελλοντικά ἀγαθά, καί ποτέ δέν θα ἀτονήσει ὁ ἀγώνας σου ἀπό ἀμέλεια.

Οἱ χλευασμοί τῶν ἀνθρώπων φέρνουν θλίψη στην καρδιά, ἐξαγνίζουν ὅμως ἐκείνους πού τούςὑπομένουν.

Ἄν ζημιωθεῖς ἤ χλευαστεῖς ἤ διωχθεῖς ἀπό κάποιον, μή σκέφτεσαι τό παρόν, ἀλλά περίμενε τό μέλλον, καί θά διαπιστώσεις ὅτι αὐτός σοῦ ἔγινε πρόξενος πολλῶν καλῶν ὄχι μόνο στήν παρούσα ζωήἀλλά καί στή μέλλουσα.

Ἐκεῖνος πού ἀδικεῖται ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀπαλλάσσεται ἀπό ἁμαρτίες καί βρίσκει βοήθεια ἀπό τον Θεό ἀνάλογη μέ τή θλίψη.

Ἀπό ἐκείνους πού ἀδικοῦν φανερά, πιό πονηρός εἶναι ἐκεῖνος πού ἀδικεῖ κρυφά, γι’ αὐτό καί κολάζεται σκληρότερα.

Ὅποιος προσεύχεται γιά τούς ἀνθρώπους πού τον ἀδικοῦν, χτυπᾶ μέ ὁρμή τούς δαίμονες. Ὅποιοςἐναντιώνεται στούς ἀνθρώπους πού τόν ἀδικοῦν, πληγώνεται ἀπό τούς δαίμονες.

Μήν προσπαθεῖς νά λύσεις τά δύσκολα προβλήματα μέ φιλονικία, ἀλλά μέ τά μέσα πού ἐπιβάλλειὁ πνευματικός νόμος, δηλαδή μέ τήν ὑπομονή, τήν προσευχή καί τήν ἁπλότητα τῆς ἐλπίδας.

Καλύτερα νά σέ πολεμοῦν οἱ ἄνθρωποι παρά οἱ δαίμονες. Ἐκεῖνος πού εὐαρεστεῖ τόν Κύριο, τούς νίκησε καί τούς δύο.

Στόν καιρό τῆς θλίψεως νά προσέχεις τήν ἐπίθεση τῆς ἡδονῆς. Γιατί τότε γίνεται εὔκολαἀποδεκτή, ἐπειδή παρηγορεῖ τή θλίψη.

Φωτιά πού καίει εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὅσο, λοιπόν, ἐλαττώνεις τό ὑλικό πού τήν τροφοδοτεῖ, τόσο και θά σβήνεται. Καί ὅσο προσθέτεις ὑλικό, τόσο καί θα φουντώνει.

Μήν ἀφήσεις ἁμαρτία χωρίς νά τήν ἐξαλείψεις, ἀκόμα κι ἄν εἶναι πολύ μικρή, γιά νά μή σέ παρασύρει μετά σέ μεγαλύτερα κακά.

Τά μικρά ἁμαρτήματα ὁ διάβολος μᾶς τά παρουσιάζει ἀσήμαντα, ἐπειδή μέ ἄλλον τρόπο δέν μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει σέ μεγαλύτερα κακά.

Ὅταν ἁμαρτήσεις κρυφά, μήν προσπαθήσεις νά κρυφτεῖς. Γιατί «ὅλα εἶναι γυμνά καί ξεσκεπασμένα στά μάτια τοῦ Κυρίου» (Ἑβρ. 4:13), στόν ὁποῖο θα λογοδοτήσουμε γιά τίς πράξεις μας.

Γιά ὅποιον ἁμαρτάνει φανερά, χωρίς νά μετανοεῖ, καί δέν παθαίνει τίποτα μέχρι τόν θάνατό του, νά πιστεύεις πώς ἡ Κρίση θά εἶναι ἀνελέητη.

Ὅπως τούς ἀνόρεχτους τούς ὠφελεῖ  πικρή ἀψιθιά, γιατί τούς ἀνοίγει τήν ὄρεξη, ἔτσι καί τούς κακότροπους τούς συμφέρει νά παθαίνουν συμφορές, γιατί τούς κάνουν νά μετανοοῦν.

Ἄν ἐξετάζεις τίς δικές σου ἁμαρτίες καί ὄχι τοῦ πλησίον σου, ποτέ δέν θά λεηλατήσουν οἱ δαίμονες τοπνευματικό ἐργαστήριο τοῦ νοῦ σου.

Ἄς ὑποθέσουμε πώς εἶναι δώδεκα τά πάθη. Ἄν ἀγαπήσεις ἕνα ἀπ’ αὐτά μέ τή θέλησή σου, εἶναι ἱκανό νά ἀναπληρώσει καί τά ἄλλα ἕντεκα.

Αἰτίες κάθε κακίας εἶναι ἡ κενοδοξία καί ἡ φιληδονία. Ἐκεῖνος πού δέν τίς μίσησε αὐτές, δέν νικᾶκανένα πάθος.

Ρίζα ὅλων τῶν κακῶν ἔχει ὀνομαστεῖ  φιλαργυρία (βλ. Α΄ Τιμ. 6:10). Αὐτή, ὡστόσο, σαφῶςἀποτελεῖται ἀπό τήν κενοδοξία καί τή φιληδονία. Ἀπ’ αὐτά τά τρία πάθη, τή φιλαργυρία, τήν κενοδοξία καί τή φιληδονία, τυφλώνεται ὁ νοῦς.

Ἐξαιτίας αὐτῶν τῶν παθῶν, ἔχουν αὐξηθεῖ τόσο πολύ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους  θυμός, ἡ ὀργή, οἱ πόλεμοι, οἱ φόνοι καί ὅλα τά ὑπόλοιπα κακά. Πρέπει, λοιπόν, νά τά μισήσουμε ὡς μητέρες τῶν κακῶν καιμητρυιές τῶν ἀρετῶν.

Κάθε πράγμα ἀπό λίγο ἀρχίζει, καί σιγά-σιγά ἀναπτύσσεται καί μεγαλώνει.

Τά κακά παίρνουν δύναμη τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο. Ὅμοια καί τά καλά αὐξάνονται τό ἕνα μέ τή βοήθεια τοῦἄλλου, ὠθώντας ὅλο καί πιό μπροστά τόν ἄνθρωπο πού μετέχει σ’ αὐτά.

Ὅταν βρίσκεσαι στήν ἀρχή τοῦ κακοῦ, μή λές: «Δεν θά μέ νικήσει». Γιατί ἔχεις ἤδη νικηθεῖ τόσο, ὅσο βρίσκεσαι μέσα στό κακό. Δίχτυ πολύπλοκο εἶναι ἡ μέθοδος τῆς κακίας, κι ἐκεῖνος πού μπλέχτηκε λίγο, ἄνἀμελήσει, σφίγγεται ὁλόκληρος μέσα σ’ αὐτό.

Ἀπό τή φιληδονία ἔρχεται ἡ ἀμέλεια καί ἀπό την ἀμέλεια ἡ λήθη τῶν καλῶν. Γιατί ὁ Θεός ἔχει χαρίσεισέ ὅλους τή γνώση ἐκείνων πού μᾶς συμφέρουν.

 φιλήδονη καρδιά γίνεται φυλακή καί ἁλυσίδα γιά τήν ψυχή τήν ὥρα τοῦ θανάτου, ἐνῶ  φιλόπονηκαρδιά εἶναι πόρτα ἀνοιχτή στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Ἄν δέν θέλεις νά πάθεις κακό, μή θέλεις νά κάνεις κακό. Γιατί, ἀναπόφευκτα, τό ἕνα ἀκολουθεῖ τόἄλλο. «Ὅ,τι σπέρνει ὁ ἄνθρωπος, αὐτό καί θά θερίσει» (Γαλ. 6:7). Ὅταν, λοιπόν, μέ τή θέλησή μας σπέρνουμε τάκακά καί ἔπειτα χωρίς τή θέλησή μας τά θερίζουμε, πρέπει νά θαυμάζουμε τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Μή θέλεις ν’ ἀκοῦς ξένες πονηρές πράξεις, γιατί ἔτσι ἐντυπώνονται μέσα σου καί τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά αὐτῶν τῶν πράξεων.

Ὅταν ἀκοῦς μέ εὐχαρίστηση ἄσχημα λόγια, νά θυμώνεις μέ τόν ἑαυτό σου καί ὄχι μ’ ἐκεῖνον πού τάεἶπε. Γιατί ἄν ἡ ἀκοή σου εἶναι πονηρή, θά φορτώνεις τόν ἑαυτό σου μέ πονηρά ἀκούσματα.

Ὅπως δέν εἶναι δυνατό νά βόσκουν μαζί πρόβατα καί λύκοι, ἔτσι δέν εἶναι δυνατό νά βρεῖ ἔλεος ἐκεῖνοςπού ἐπιβουλεύεται τόν πλησίον του.

Ὅπως δέν μποροῦν νά συνυπάρξουν τό νερό καί ἡ φωτιά, ἔτσι δέν μποροῦν νά συνυπάρξουν ἡδικαιολογία καί ἡ ταπείνωση.

Ἄν κανείς σέ ἐπαινεῖ ὑποκριτικά, περίμενε κάποια στιγμή καί νά σέ κατηγορήσει.

Ἄν ὑπερηφανεύθηκες ἐπειδή σέ ἐπαίνεσαν, περίμενε ἀτιμία. Γιατί λέει ἡ Γραφή: «Ὅποιος ὑψώνει τονἑαυτό του, θά ταπεινωθεῖ» (Λουκ. 14:11).

Ὅταν ἔχεις λογισμό πού σέ προτρέπει νά ζητήσεις ἀνθρώπινη δόξα, νά ξέρεις καλά ὅτι σοῦπροετοιμάζει αἰσχύνη.

Ἐκεῖνος πού ἐπιζητεῖ τόν ἔπαινο, βρίσκεται μέσα στό πάθος. Κι ἐκεῖνος πού θρηνεῖ γιά θλίψη πού τοῦἦρθε, ἀγαπᾶ τήν ἡδονή.

Ὑπάρχει ἔλεγχος πού γίνεται ἀπό κακία ἤ ἀπό ἄμυνα. Ὑπάρχει καί ἔλεγχος πού γίνεται ἀπό φόβο Θεοῦκαί ἀπό ἀγάπη πρός τήν ἀλήθεια.

Καλύτερα νά προσεύχεσαι μέ εὐλάβεια γιά τόν πλησίον σου, παρά νά τόν ἐλέγχεις γιά κάθε τουἁμάρτημα.

Πολλοί εἶναι οἱ τρόποι τῆς προσευχῆς καί διαφέρει ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο. Κανένας, ὅμως, τρόπος προσευχῆς δέν εἶναι ἐπιβλαβής, ἐκτός ἄν δέν εἶναι προσευχή ἀλλά σατανική ἐνέργεια.

Μήν ὑπερηφανευθεῖς, ἄν χύνεις δάκρυα στήν προσευχή σου. Εἶναι ὁ Χριστός πού ἄγγιξε τά μάτια σουκαί θεράπευσε τήν τύφλωση τοῦ νοῦ σου.

Κάποιος ἄνθρωπος πού θέλησε νά κάνει κακό, προηγουμένως προσευχήθηκε νοερά ἀπό συνήθεια. Καιἀφοῦ κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ ἐμποδίστηκε ἀπό τό κακό, ὕστερα πολύ Τόν εὐχαρίστησε.

 ἀγρυπνία, ἡ προσευχή καί ἡ ὑπομονή στίς θλίψεις φέρνουν στήν καρδιά συντριβή ἀσφαλή καίὠφέλιμη, ἀρκεῖ νά μήν ἀνατρέψουμε τήν ἰσορροπία τῶν τριῶν αὐτῶν μέ τήν ὑπερβολή. Ἐκεῖνος πού καλλιεργεῖ ὑπομονετικά αὐτές τίς ἀρετές, θά λάβει βοήθεια καί σέ ἄλλες, ἐνῶ ἐκεῖνος πού ἀμελεῖ καί διασκορπίζεται ἐδῶ κι ἐκεῖ, θά νιώσει ἀφόρητη ὀδύνη τήν ὥρα τοῦ θανάτου του.

Νά μή σκέφτεσαι καί νά μήν κάνεις τίποτα χωρίς σκοπό σύμφωνο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἐκεῖνοςπού βαδίζει χωρίς σκοπό, μάταια κουράζεται.

Ὑπάρχει πράξη πού φαίνεται καλή, ἀλλά ὁ σκοπός ἐκείνου πού τήν κάνει δέν εἶναι καλός. Ὑπάρχει καιἄλλη πράξη πού φαίνεται κακή, ἀλλά ὁ σκοπός ἐκείνου πού τήν κάνει εἶναι καλός. Καί αὐτό συμβαίνει ὄχι μόνο σέ ἔργα ἀλλά καί σέ λόγια. Αὐτή ἡ ἀντίθεση πράξεως καί σκοποῦ ὀφείλεται ἄλλοτε σέ ἀπειρία ἤ ἄγνοια,ἄλλοτε σέ πονηρή διάθεση καί ἄλλοτε σε εὐσεβή σκοπό.

 Θεός τίς πράξεις μας τίς λογαριάζει σύμφωνα μέ τίς προθέσεις μας. Γιατί λέει ἡ Γραφή: «Νά σοῦδώσει ὁ Κύριος κατά τήν καρδιά σου» (Ψαλμ. 19:5).

Ὑπάρχει ἄνθρωπος πού φαινομενικά ἐκτελεῖ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ εἶναι δοῦλος σέ πάθος καί μέ τουςπονηρούς λογισμούς καταστρέφει τήν καλή πράξη.

Μήν καταφρονήσεις καί μήν παραμελήσεις ποτέ τούς λογισμούς σου. Γιατί ὁ Θεός γνωρίζει ἀλάθητακάθε λογισμό.

 Θεός κρίνει καί ζυγίζει κάθε σκέψη μας. Μπορεῖ τό ἴδιο πράγμα νά τό σκεφθεῖ κανείς ἤ μέ ἁπλό ἤ μέ ἐμπαθή τρόπο.

Ἀκούγοντας τόν Κύριο νά λέει, «Ὅποιος δέν ἀπαρνηθεῖ ὅλα του τά ὑπάρχοντα, δέν εἶναι ἄξιος γιά μαθητής μου» (πρβλ. Λουκ. 14:33), μήν ἐννοήσεις ὅτι ἀναφέρεται μόνο στά χρήματα, ἀλλά καί σέ ὅλες τίς πράξεις τῆς κακίας.

Ἐκεῖνος πού μετανοεῖ σωστά, περιπαίζεται ἀπό τούς ἀνόητους ἀνθρώπους. Καί αὐτό εἶναι σημάδι ὅτι εὐαρεστεῖ τόν Θεό.

Ἡ ἀμέλεια στό νά κάνουμε ὅσα καλά μποροῦμε, δύσκολα συγχωρεῖται. Ἡ ἐλεημοσύνη, ὅμως, καί ἡ προσευχή ἀποκαθιστοῦν ἐκείνους πού ἀμέλησαν να κάνουν τό καλό.

Τίς ἐναλλαγές τῶν καλῶν καί τῶν κακῶν νά τίς δέχεσαι μέ ἠρεμία. Ἔτσι ἐξομαλύνει ὁ Θεός τίς ἀνωμαλίες τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων.

Μή λές ὅτι ἔρχεται ὁ πειρασμός χωρίς νά τό θέλεις. Γιατί ὁπωσδήποτε, κι ἄν δέν ἀγαπᾶς τήν ἁμαρτωλήπράξη, ἀγαπᾶς τίς αἰτίες της.

Νά προσεύχεσαι νά μή σοῦ ἔρθει πειρασμός. Ἄν ὅμως ἔρθει, δέξου τον σάν δικό σου καί ὄχι σάν ξένο.

Ἄν θέλεις νά σωθεῖς, ἀγάπησε τόν ἀληθινό λόγο και μήν ἀποστραφεῖς ποτέ ἀδιάκριτα ἔλεγχο ἀπό ἄλλον.

Τό στόμα τοῦ ταπεινόφρονα λέει τήν ἀλήθεια. Ὅποιος ἀντιλέγει στήν ἀλήθεια, εἶναι ὅμοιος μέ τονὑπηρέτη ἐκεῖνον πού ράπισε τόν Κύριο στό πρόσωπο.

Ἄλλο εἷναι ἡ ἐκτέλεση ἐντολῆς καί ἄλλο ἀρετή, ἄν καί παίρνουν ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη τίς ἀφορμές τῶνἀγαθῶν. Ἐκτέλεση ἐντολῆς εἶναι τό νά κάνει κανείς τά διαταγμένα ἀπό τόν θεῖο νόμο. Ἀρετή, ὅμως, εἶναι τό νά τοῦ ἀρέσει ἀληθινά ἡ ἐκτέλεση τῆς θείας ἐντολῆς.

Ὅπως τό φῶς τῆς ἡμέρας προέρχεται ἀπό τόν ἥλιο, ἔτσι καί κάθε ἀρετή προέρχεται ἀπό τόν Θεό.

Ὅταν κατορθώσεις κάποιαν ἀρετή, θυμήσου τον Χριστό πού εἶπε: «Χωρίς ἐμένα, δέν μπορεῖτε νά κάνετε τίποτα» (Ἰω. 15:5).

Κάθε καλό ἔχει χαριστεῖ ἀπό τόν Κύριο στους ἀνθρώπους κατ’ οἰκονομίαν· καί ἐκεῖνος πού πιστεύει ἔτσι, δέν θά τό χάσει ποτέ.

Γιά τήν ντροπή πού θά σηκώσει κανείς μέ εὐχαρίστηση γιά τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ἑκατό φορές περισσότερο θά δοξαστεῖ ἀπό πολλούς ἀνθρώπους. Καλύτερα, ὅμως, εἶναι νά ἐνεργεῖ κανείς τό κάθε καλό μόνο γιά τά μελλοντικά ἀγαθά.

Ἐκεῖνος πού ἔχει κάποιο πνευματικό χάρισμα και συμπονᾶ ἐκείνους πού δέν ἔχουν, μέ τή συμπόνια διατηρεῖ τό χάρισμα. Ὁ ἀλαζόνας, ὅμως, θά τό χάσει, καθώς χτυπιέται ἀπό τούς ἀλαζονικούς λογισμούς του.

Ἡ καρδιά πού ἔχει ἔλεος γιά τούς ἄλλους, ἀναμφίβολα θά ἐλεηθεῖ. Εἶναι φανερό καί τό ἀντίθετο.

Εἰρήνη εἶναι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη, ἡ ὁποία δεν βρίσκεται χωρίς τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πάντοτε νά κάνεις τό καλό κατά τή δύναμή σου. Και ὅταν μπορεῖς νά κάνεις τό μεγαλύτερο, μήν ἀρκεῖσαι στό μικρότερο. Γιατί λέει ἡ Γραφή: «Ὅποιος γυρίζει πίσω, δέν εἶναι κατάλληλος γιά τή βασιλεία τῶνοὐρανῶν» (πρβλ. Λουκ. 9:62).

(«Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τ. 34, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ)

Πηγή: www.alopsis.gr

Πρέπει νὰ συμμορφοῦται ἡ Ἐκκλησία πρὸς τὰς ἀπαιτήσεις τῆς συγχρόνου ἐποχῆς?

Vladica Averchie


Εἰσαγωγικὰ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΥΣ Ο ΤΟΥ Ενδιαφέροντος ΚΑΙ ἐπικαίρου ἄρθρου ΜΕ ΤΟΝ προσόντων Ως ΑΝΩ Τίτλο Μέλος, τὸ ὁποῖο ἀναδημοσιεύουμε ἐν συνεχείᾳ, εἶναι ὁ Σεβ.Ἀρχιεπίσκοπος Συρακουσῶν καὶ Τριάδος Ἀβέρκιος, ἕνας ἐπιφανὴς Ἱεράρχης τῆς Ἀδελφῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τὸ ἔτος 1976.

Η ἀναδημοσίευσις ΓΙΝΕΤΑΙ Απο που αφ 'ετέρου να ΕΠΙΣΗΜΟ ΟΡΓΑΝΟ 15νθήμερο τότε Της Ἐκκλησίας μας «Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας» (ἀρ.φ. 610-611 / 15.2.1971, σελ. 1-5), ὅπου τὸ πρῶτον παρετέθη σὲ ἑλληνικὴ μετάφρασι.

Δι 'αὐτοῦ, ἐξηγεῖται ἐν πρώτοις μὲ τρόπο σαφῆ καὶ κατανοητὸ ἡ οὐσιώδης διαφορὰ Ὀρθοδοξίας καὶ ἑτεροδοξίας σὲ πνευματικὸ ἐπίπεδο. Ἡ πρώτη ἔχει ἀσκητικὸ χαρακτῆρα, ἀποβλέπει στὴν ἐκκοπὴ τῶν παθῶν καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν καὶ ὁδηγεῖ τὸν θεραπευμένο ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ πιστὸ στὴν αἰώνιοσωτηρία. Ἡ δεύτερη συμμορφώνει τὸν Χριστιανισμὸ στὶς ἀπαιτήσεις καὶ ἐπιδιώξεις τοῦ κόσμου τούτου καὶ ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο ἀθεράπευτο, χωρὶς ἐλπίδα αἰωνίου κοινωνίας μὲ τὸν Θεό.

Η νεοφανὴς αἵρεσις ΤΟΥ Οἰκουμενισμοῦ ἀποσκοπεῖ ἀκριβῶς ΣΕ αὐτὴ ΤΗΝ συμμόρφωσι ΚΑΙ ΤΟΝ συγχώνευσι Της ορθοδοξίας Προς ΤΗΝ ἑτερόδοξο Δύσι, ὥστε νὰ παύση νὰ ἀποτελῆ τὴν Κιβωτὸ τῆς Σωτηρίας καὶ νὰ ἀπωλέση τὴνμοναδικότητα, ἰδιαιτερότητα καὶ ἀποκλειστικότητά της.

Προς ἐπίτευξιν τούτου, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ἤδη τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ἐπιστρατεύθηκε ἡ λῆψις μιᾶς σειρᾶς μέτρων, γιὰ τὴν ἀποδυνάμωσι καὶ κατάλυσι τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ Παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας, καθ 'ὅσον μάλιστα εἶναι γνωστόν, ὅτι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ἀποτελοῦν τὰ θεμέλια καὶ τὸν φύλακα ἄγγελο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὁριοθετοῦν καὶ διασφαλίζουν τὸ Ὀρθόδοξο Ἦθος ἀπὸ κάθε ἐκτροπὴ καὶἔκπτωσι. Πλῆγμα κατὰ τῶν Κανόνων, σημαίνει εὐθέως πλῆγμα κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, διότι Δόγμα καὶ Ἦθος δὲν χωρίζονται.

ΓΙΑ ΤΟΝ λόγο τοῦτο, ἡ ἐπιδίωξις τῶν Οἰκουμενιστῶν ἐξ ἀρχῆς ἦταν τὰ ἐκθεμελιωτικὰ ἀντικανονικὰ μέτρα τους νὰ ἐπικυρωθοῦν διὰ συνόδου, πρὸς ἄρσιν τῶν ἐμποδίων γιὰ τὴν προσέγγισι καὶ τὸν συγχρωτισμὸ μὲ τὴν ἑτεροδοξία καὶ γενικὰ μὲ τὸν ἐκπεσόντα κόσμο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀνομίας.

ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ αὐτὴ ἄρχισε, συνεχίζεται ἀλλὰ καὶ ἐντείνεται, ἐν ὄψει μάλιστα καὶ τῆς ψευδοσυνόδου τῶν Οἰκουμενιστῶν τοῦ 2016, μία καταφρόνησις καὶ καταπάτησις τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων -σύμφωνα μὲ τοὺς Μεταρρυθμιστὰς- χρειάζονται ἤ ἀλλαγὴ ​​ἤ κατάργησι.

Ὅμως, ὅπως ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀβέρκιος τονίζει, ὅσοι Ὀρθόδοξοι διατηροῦν τὴν γνησία ἐκκλησιαστικὴ Συνείδησί τους, δὲν θὰ δεχθοῦν ποτὲ τὴν ὁδὸ τοῦ συμβιβασμοῦ καὶ τὴν συγκατάλεξί τους στὴν παναιρετικὴ οἰκουμενιστικὴ ἀποστασία.

ΓΙΑ ΤΟΝ λόγο ΑΥΤΟ, τὸ ἀποκαλυπτικὸ καὶ ζηλωτικὸ αὐτὸ κείμενο ἀξίζει προσοχῆς καὶ προβολῆς, ὥστε νὰ μᾶς καλλιεργήση ὁμολογιακὸ φρόνημα ἐμμονῆς στὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ καὶ μαρτυρίας τοῦ πνεύματος Αὐτῆς ἔναντι τῶν πλανωμένων ἀδελφῶν καὶ τοῦ παραπαίοντος κόσμου γύρω μας. 

***
Προσόντων Ως Προς αφ 'ετέρου να Συγγραφέα, Ἀρχιεπίσκοπο Ἀβέρκιο, κατὰ κόσμον Ἀλέξανδρο Παύλοβιτς Τάουσεφ, αὐτὸς ἐγεννήθη τὸ 1906 στὸ Καζὰν τῆς Ρωσίας. Τὸ 1920 μετανάστευσε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴν Βουλγαρία, λόγῳ τῆς ἐπικρατήσεως τῶν ἀθεϊστῶν στὴν πατρίδα του, ὅπου τὸ 1930 ἐπεράτωσε ὡς ἀριστοῦχος τὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Σόφιας. Τὸ 1931 ἐκάρη Μοναχὸς καὶ ἐχειροτονήθη Διάκονος καὶ τὸ 1932 Ἱερομόναχος. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν Καρπαθορωσία ἐναντίον τῆς διαβρωτικῆς δράσεως τῶν Οὐνιτῶν. Ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου τὸ 1944. Ὑπηρέτησε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς στὸ Βελιγράδι καὶ τὸ Μόναχο καὶ ἀπὸ τὸ 1951 ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀνδρώα Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ Τζόρντανβιλ τῆς Νέας Ὑόρκης τῶν Η.Π.Α., ὅπου τὸ 1952 ἀνέλαβε ὡς Σχολάρχης στὴν ἐκεῖ ἑδρεύουσα Ἱερατικὴ Σχολή. Τὸ 1953 ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος, μὲ τίτλο Συρακουσῶν, τὸ 1960 ἀνέλαβε καὶ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς καὶ τὸ 1961 ἀνυψώθηκε στὸν βαθμὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου.

Λειτουργικός, ἀσκητικός, ἐξαίρετος κήρυκας τοῦ θείου λόγου καὶ ἀκαταπόνητος συγγραφεύς, κατέλιπε μνήμη καλοῦ καὶ ἀγαθοῦ Ποιμένος, μάρτυρος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ Ὀρθοπραξίας. Τὰ δυναμικὰ κείμενά του κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τὸν ἀνέδειξαν σύγχρονο Ὁμολογητὴ Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης (Μαξίμοβιτς) τὸν θεωροῦσε εἰδήμονα στὰ θέματα Πίστεως, ἐξέφραζε τὴν πλήρη συμφωνία του καὶ παρέπεμπε τοὺς ἐνδιαφερομένους εἰς αὐτόν. Ἔχαιρε μεγάλου σεβασμοῦ καὶ ἐκτιμήσεως μεταξὺ τῶν συνιεραρχῶν του, ὡς καὶ τοῦ Κλήρου καὶ τοῦ Λαοῦ τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς, ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα.

Ο Για τη διευκόλυνσή μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀβέρκιος ΗΤΑΝ Θερμός ροκ, παλιο ΚΑΙ ὑποστηρικτὴς Της Ἐκκλησίας μας Των Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ελλαδος ΚΑΙ εως Της ὁσιακῆς Κοιμήσεώς ΤΟΥ διατηροῦσε ἀδελφικοὺς δεσμοὺς προσευχῆς ΚΑΙ ΜΕ κοινωνίας πολυακουσμένα ΕΝ Ἀμερικῇ ἐκπροσώπους Αὐτῆς, καὶ δὴ μὲ τὸν μακαριστὸ Ἱεράρχη Ἀστορίας Πέτρο (1997).


Τὸ Κείμενο:

Πρέπει νὰ συμμορφοῦται ἡ Ἐκκλησία
πρὸς τὰς ἀπαιτήσεις τῆς συγχρόνου ἐποχῆς?

Ὑπὸ Ἀρχιεπισκόπου Ἀβερκίου
Τῆς Ὀρθοδόξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς

«Οὐ πρέπει τῷ καιρῷ δουλεύειν, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ»
Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας, Ἐπιστολὴ πρὸς Δρακόντιον

Vladica Averchie
ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΙΣ Προς ΤΗΝ ἐποχήν! Ἰδοὺ τὸ σύνθημα ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν ἐποχήν μας καταβάλλουν τόσο μεγάλην προσπάθειαν διὰ νὰ ὁδηγήσουν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ μακρὰν τοῦ Χριστοῦ, νὰ ὁδηγήσουν τὴν Ὀρθοδοξίαν μακρὰν τῆς ἀληθοῦς ὁμολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Πίστεως. Τὸ σύνθημα αὐτὸ ἴσως νὰ μὴν σαλπίζεται ἀπὸ ὅλους μὲ δύναμιν καὶ σαφήνειαν - αὐτό, στὸ κάτω-κάτω ἴσως ἀπεμάκρυνε μερικούς! Σημασίαν ἔχουν αἱ πρακτικαὶ συνέπειαι τοῦ συνθήματος αὐτοῦ εἰς τὴν ζωήν, ἡ προσπάθεια νὰ τεθῇ εἰς ἐφαρμογὴν κατὰ τὸν ἕνα ἤ ἄλλον τρόπον, κατὰ μεγαλύτερον ἤ μικρότερον βαθμὸν καὶ μέτρον.

Ἐναντίον αὐτοῦ ΤΟΥ «μοντέρνου», τόσον ἐπικινδύνου διὰ τὰς ψυχὰς συνθήματος, καθ 'οἱονδήποτε τρόπον καὶ ἄν κηρύσσεται ἤ τίθεται εἰς ἐφαρμογήν, δημοσίᾳ ἤ συγκεκαλυμμένως, δὲν δυνάμεθα παρὰ νὰ ἀγωνισθῶμεν ἡμεῖς τὰ πιστὰ τέκνα καὶ ἀντιπρόσωποι τῆς Ὑπερορίου Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ἡ πεμπτουσία τῆς ἰδεολογίας, ἐν ὀνόματι τῆς ὁποίας ὑπάρχει ἐν τῷ κόσμῳ, δὲν εἶναι ἡ συμμόρφωσις πρὸς τὴν ἐποχήν, ἀλλὰ ἡ διατήρησις ἀκλονήτου ἀφοσιώσεως πρὸς τὸν Σωτῆρα Χριστόν, πρὸς τὴν ἀληθῆ Ὀρθόδοξον Χριστιανικὴν Πίστιν καὶ Ἐκκλησίαν.

Ἄς ἀνακαλέσωμεν εἰς ΤΗΝ μνήμην μας Τί ἔγραψεν ο Για τη διευκόλυνσή μακαριστὸς Μητροπολίτης Αντώνιος, ἱδρυτὴς καὶ πρώτη κεφαλὴ τῆς Ὑπερορίου Ὀρθοδόξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, εἰς τὸ δοκίμιόν του: «Κατὰ τί διαφέρει ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις ἀπὸ τὰς Δυτικὰς Ὁμολογίας?». Εἰς τὸ δοκίμιον αὐτὸ γράφει ὅτι ἡ βαθεῖα διαφορὰ μεταξὺ τῆς Πίστεώς μας καὶ τῆς ἑτεροδοξίας εἶναι τὸ ὅτι ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία διδάσκει τὸν τρόπον τοῦ ζῆν κατὰ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς Χριστιανικῆςτελειότητος, ἡ ἑτεροδοξία λαμβάνει ἐκ τοῦ Χριστιανισμοῦ μόνον ὅσα στοιχεῖα εἶναι συμβιβάσιμα μὲ τὰς συνθήκας τῆς συγχρόνου πολιτισμένης ζωῆς καὶ κατὰ τὸν βαθμὸν κατὰ τὸν ὁποῖον εἶναι συμβιβάσιμα. «Ἡ Ὀρθοδοξία βλέπει τὸν Χριστιανισμὸν ὡς τὸ αἰώνιον θεμέλιον τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ ἀπαιτεῖ ἐκ μέρουςἑκάστου, ὅπως βιάσῃ ἑαυτὸν καὶ τὴν ζωὴν μέχρις ἐπιτεύξεως αὐτῆς τῆς στάθμης· ἐνῶ ἡ ἑτεροδοξία βλέπει τὰ θεμέλια τῆς συγχρόνου πολιτισμένης ζωῆς ὡς ἕν ἀδιάσειστον γεγονός. Ἡ Ὀρθοδοξία ἀπαιτεῖ ἠθικὸν ἡρωϊσμόν · ἡ ἑτεροδοξία ἐρευνᾶ νὰ εὕρῃ εἰς τὸν Χριστιανισμὸν τί εἶναι χρήσιμον εἰς τὰς παρούσας συνθήκας τῆς ζωῆς μας. Διὰ τὸν Ὀρθόδοξον, κληθέντα εἰς τὴν πέραν τοῦ τάφου αἰωνιότητα ὅπου ἄρχεται ἡ ἀληθινὴ ζωή, ὁ κατὰ τὸν ροῦν τῆς ἱστορίας σχηματισθεὶς μηχανισμὸς τῆς συγχρόνου διαβιώσεως εἶναι ἕν φάσμα, ἐνῶ διὰ τὸν ἑτερόδοξον, ἡ περὶ μελλούσης ζωῆς πίστις εἶναι μία ὑψηλὴ ἰδέα, μία ἰδέα ἡ ὁποία ἐξευγενίζει καὶ βοηθεῖ ἔτι περισσότερον εἰς τὴν δημιουργίαν πραγματικῆς ζωῆς ἐνθάδε ».

Αὐτοὶ ΕΙΝΑΙ χρυσοῖ λόγοι, οἱ ὁποῖοι περιγράφουν μὲ σαφήνειαν καὶ ἀκρίβειαν ποῖα ἀπύθμενος ἄβυσσος διαχωρίζει τὴν γνησίαν Χριστιανικὴν πίστιν - τὴν Ὀρθοδοξίαν - ἀπὸ τὴν ἀκρωτηριασμένην μορφήν της - τὴν ἑτεροδοξίαν! Εἰς τὴν μίαν ὑπάρχει ἡ ἄσκησις, ἡ στροφὴ πρὸς τὴν αἰωνιότητα · εἰς τὴν ἄλλην ἰσχυρὰ προσκόλλησις εἰς τὴν γῆν, πίστις εἰς τὴν πρόοδον τῆς ἀνθρωπότητος ἐπὶ τῆς γῆς.

Περαιτέρω, συνεχίζει ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος, «ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις εἶναι ἀσκητικὴ πίστις», καὶ «ἡ μακαρία κατάστασις τὴν ὁποίαν οἱ λάτραι τῆς δεισιδαιμονίας τῆς προόδου προσδοκοῦν ἐπὶ τῆς γῆς, θὰ πραγματοποιηθῇ, κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Σωτῆρος, εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν · ἀλλ ' οὔτε οἱ Λατῖνοι οὔτε οἱ Προτεστάνται εἶναι πρόθυμοι νὰ συμμερισθοῦν αὐτὴν τὴν πίστιν, διὰ τὸν ἁπλοῦν λόγον ὅτι - διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν εἰλικρινῶς - ἀσθενῶς πιστεύουν εἰς τὴν ἀνάστασιν. Αὐτοὶ πιστεύουν μὲ δύναμιν εἰς τὴν εὐτυχίαν ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ, τὴν ὁποίαν ὅμως ὁ Ἀπόστολος ὀνομάζει «ἀτμίδα ἀφανιζομένην» (Ἰακώβου Δ ', 14).Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον ἡ ψευδο-Χριστιανικὴ Δύσις δὲν ἐπιθυμεῖ, καὶ εἶναι ἀνίκανος νὰ ἐννοήσῃ, τὴν ἀπάρνησιν τῆς παρούσης ζωῆς ὑπὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ ὁποῖος δίδει ἐντολὴν ὅπως ἀγωνιζώμεθα, «ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ 'εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτὸν »(Κολ. Γ', 9-10).  

«Ἐὰν ἐξετάσωμεν ὅλας Τας πλάνας Της Δύσεως», γράφει ὁ Ἀντώνιος, «τόσον ὅσας εἰσῆλθον εἰς τὴν δογματικήν της διδασκαλίαν ὅσον καὶ ὅσας ὑπάρχουν εἰς τὴν ἠθικήν της, θὰ ἴδωμεν ὅτι ἅπασαι εἶναι ἐρριζωμέναι εἰς τὴν ἀποτυχίαν κατανοήσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἀσκήσεως, ἥτις ὁδηγεῖ εἰς τὴν βαθμιαίαν τελείωσιν τοῦ ἀνθρώπου ».
«Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἀσκητικὴ θρησκεία», καταλήγει αὐτὸ τὸ ἐξαίρετον δοκίμιον. «Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ συνεχοῦς ἀγῶνος κατὰ τῶν παθῶν · ἡ διδασκαλία τῶν μέσων καὶ προϋποθέσεων διὰ τὴν κτῆσιν τῶν ἀρετῶν.Αἱ προϋποθέσεις αὐταὶ εἶναι ἀφ 'ἑνὸς μὲν ἐσωτερικαὶ - αἱ δογματικαί μας πεποιθήσεις καὶ τὰ μυστήρια, τὰ ὁποῖα μεταδίδουν τὴν Χάριν πρὸς θεραπείαν τῆς ἀνθρωπίνης ἁμαρτωλότητος καὶ ἐξυψώσεως εἰς τὴν τελειότητα ».

***

Τί βλέπομεν ὅμως εἰς ΤΩΡΑ ΤΗΝ σύγχρονον «Ὀρθοδοξίαν» - τὴν Ὀρθοδοξίαν ἡ ὁποία εἰσῆλθεν εἰς τὴν καλουμένην «Οἰκουμενικὴν Κίνησιν»? Βλέπομεν τὴν πλήρη ἄρνησιν τῶν ὡς ἄνω ἁγίων ἀληθειῶν · μὲ ἄλλας λέξεις: τὴν ἄρνησιν τῆς ἀληθοῦς Ὀρθοδοξίας χάριν τῆς πνευματικῆς συγχωνεύσεως μετὰ τῆς ἑτεροδόξου Δύσεως.Ἡ «Ὀρθοδοξία», ἡ ὁποία βαδίζει τὴν ὁδὸν τοῦ «Οἰκουμενισμοῦ» δὲν φροντίζει νὰ ἀνυψώσῃ εἰς τὴν στάθμην τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καὶ τῶν ἀπαιτήσεων τῆς Ἐκκλησίας τὴν σύγχρονον ζωήν, ἥτις καθίσταται χειροτέρα θρησκευτικῶς καὶ ἠθικῶς, ἀλλὰ μᾶλλον «νὰ προσαρμόσῃ» αὐτὴν ταύτην τὴν Ἐκκλησίαν εἰς τὸ ἐπίπεδον αὐτῆς τῆς ζωῆς.

Αὐτὴν ΤΗΝ ὁδὸν Της ἀπαρνήσεως αὐτῆς ταύτης Της οὐσίας Της Αγιάς ορθοδοξίας - ἤτοι τῆς ἀσκήσεως πρὸς τὸν σκοπὸν τῆς ἐκριζώσεως τῶν παθῶν καὶ ἐμφυτεύσεως τῶν ἀρετῶν - ἠκολούθησαν εἰς τὸν καιρόν των οἱ θιασῶται τῆς ὀνομαζομένης «Ζώσης Ἐκκλησίας» ἤ «Ἀνακαινισθείσης Ἐκκλησίας». Ἡ κίνησις αὐτὴ διεδόθη ἀμέσως καὶ εἰς ἄλλας Ὀρθοδόξους χώρας ἐκ Ρωσίας, ἡ ὁποία ἐρρίφθη εἰς σύγχυσιν ὑπὸ τῶν θηριωδῶν ἀθέων. 

ΕΙΝΑΙ νωπὸν ἀκόμη εἰς ΤΗΝ μνήμην μας τὸ «Πανορθόδοξον Συνέδριον» τὸ συγκληθὲν ὑπὸ τοῦ λυπηρᾶς μνήμης Πατριάρχου Μελετίου τοῦ Δ 'τὸ 1923, κατὰ τὸ ὁποῖον ἐσχεδιάσθησαν «μεταρρυθμίσεις», ὅπως: ἔγγαμοι ἐπίσκοποι, δεύτερος γάμος τῶν ἱερέων, κατάργησις τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τῶν νηστειῶν , συντόμευσις τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, κατάργησις τοῦ ράσου, κλπ.

ΠΑΡΑ ΤΗΝ τότε ἀποτυχίαν Των ἀσεβῶν αὐτῶν σχεδίων, αἱ σκοτειναὶ δυνάμεις δὲν ἔπαυσαν νὰ δροῦν. Ἐξηκολούθησαν ἐπιμόνως τὴν δραστηριότητά των ἐξευρίσκοντες ὑπάκουα ὄργανά των μεταξὺ τῶν τάξεων τῆς ἱεραρχίας τῶν διαφόρων τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Σήμερον, κατὰ θείαν παραχώρησιν, ἔσχον μεγάλην ἐπιτυχίαν: ὅλαι σχεδὸν αἱ τοπικαὶ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι εἰσῆλθον ἤδη εἰς τὴν «Οἰκουμενικὴν Κίνησιν», ἡ ὁποία ἔθεσεν ὡς σκοπόν της τὴν κατάργησιν ὅλων τῶν νῦν ὑπαρχουσῶν ἐκκλησιῶν - περιλαμβανομένης, κατὰ φυσικὸν λόγον, καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας - καὶ τὴν ἵδρυσιν κάποιου εἴδους ἐντελῶς νέας «ἐκκλησίας», ἡ ὁποία θὰ εἶναι ἀπολύτως σύμμορφος πρὸς τὴν ἐποχήν, ἀφοῦ θὰ ἔχῃ ἤδη ἀπορρίψει ὡς ἄχρηστα ράκη, ὡς κάτι τὸ ἀπηρχαιωμένον καὶ παρωχημένον, κάθε γνήσιον στήριγμα τοῦ ἀληθοῦς Χριστιανισμοῦ καὶ κατὰ φυσικὸν λόγον πρῶτον ἐξ ὅλων τὸν ἀσκητισμόν, ἐνῶ αὐτὸς εἶναι ἡ ἀπαραίτητος προϋπόθεσις πρὸς ἐκρίζωσιν τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν καὶ ἐμφύτευσιν τῶν Χριστιανικῶν ἀρετῶν.

***

Προσόντων Ως παράδειγμα, ἔχομεν ἐνώπιόν μας ἕν ἐπίσημον ἔγγραφον αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ἀνῆκον εἰς τὸν τοπικὴν Ἐκκλησίαν τῆς Σερβίας: τὸ περιοδικὸν «Θεολογία», τὸ ὁποῖον ἐκδίδεται ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Σχολῆς ἐν Βελιγραδίῳ (8ον ἔτος, τεύχη 1 καὶ 2 διὰ τὸ 1964). Εἰς τὸ περιοδικὸν αὐτὸ εὑρίσκομεν κύριον ἄρθρον μὲ τίτλον: «Ἡ ἀνάγκη τῆς Κωδικοποιήσεως καὶ Δημοσιεύσεως νέας Συλλογῆς Κανόνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Ὁ συγγραφεὺς αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου ἐνῶ ἐπιτηδείως βεβαιώνει ὅτι «αἱ ἰδεώδεις ἀρχαὶ τῆς Ἐκκλησίας θὰ παραμείνουν παντοῦ καὶ πάντοτε χωρὶς ἀλλαγήν», ἐν τούτοις προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξῃ, ὅτι ἡ συλλογὴ τῶν Κανόνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι μόνον τὸ προϊὸν χρόνου, ὁ ὁποῖος πρὸ πολλοῦ ἀνήκει εἰς τὴν αἰωνιότητα, καὶ διὰ τοῦτο δὲν δίδει ἀπαντήσεις εἰς τὰ προβλήματα τῆς σημερινῆς ζωῆς καὶ πρέπει νὰ καταργηθῇ καὶ ἀντικατασταθῇ ὑπὸ ἄλλης. Ἡ νέα αὐτὴ συλλογὴ Κανόνων, παρατηρεῖ, «πρέπει νὰ ἀχθῇ εἰς συμφωνίαν μὲ τὰς θεμελιώδεις ἀρχὰς τῆς ζωῆς», τὰς ὁποίας δῆθεν ἡ Ἐκκλησία «ἐλάμβανε πάντοτε ὑπ 'ὄψιν». «Ἡ ἐποχή μας», λέγει ὁ ἐπιτήδειος αὐτὸς συγγραφεύς, «διαφέρει κατὰ πολλὰς ἀπόψεις ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, κατὰ τὰς ὁποίας συνετάχθησαν οἱ Κανόνες καὶ διὰ τοῦτο οἱ Κανόνες αὐτοὶ δὲν δύνανται νὰ ἐφαρμοσθοῦν τώρα».  

Ἄς ἴδωμεν ΤΩΡΑ ποίους Προτάσεις κανόνας ο Για τη διευκόλυνσή μοντερνιστὴς αὐτὸς συγγραφεὺς θεωρεῖ ἀπηρχαιωμένους ΚΑΙ ὑποκειμένους εἰς κατάργησιν:

-Τὸν 9ον Κανόνα Των Αγίων Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ ὅπως οἱ πιστοὶ μετὰ τὴν εἴσοδον εἰς τὸν Ναὸν παραμένουν μέχρι τέλους τῆς ἱερᾶς Ἀκολουθίας καὶ μὴ ἀποχωροῦν τοῦ Ναοῦ προξενοῦντες οὕτως ἀταξίαν.

-Τὸν 80ὸν Κανόνα Της ΕΝ Τρούλλῳ (Πενθέκτης) Συνόδου, ὁ ὁποῖος τιμωρεῖ Κληρικοὺς διὰ καθαιρέσεως καὶ λαϊκοὺς δι 'ἀφορισμοῦ, ἐὰν χωρὶς σοβαρὰν αἰτίαν ἀπουσιάσουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν ἐπὶ τρεῖς συνεχεῖς Κυριακάς.

-Τὸν 24ον Κανόνα Της ΕΝ Τρούλλῳ (Πενθέκτης) Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει εἰς Κληρικοὺς καὶ Μοναχοὺς νὰ μεταβαίνουν εἰς ἱπποδρομίας καὶ ἄλλας διασκεδάσεις · σχετικῶς μὲ αὐτὸν τὸν Κανόνα, ὁ συγγραφεὺς προσθέτει τὸ ἐντελῶς ἀφελὲς καὶ παράδοξον σχόλιον, ὅτι κατὰ τὸν παλαιὸν καιρὸν τοιαῦται διασκεδάσεις ἦσαν τόποι ἀχρειότητος καὶ κακίας, ἐνῶ τώρα ὑποτίθεται ὅτι εἶναι «κέντρα πολιτισμοῦ καὶ ἐκπαιδεύσεως» (?!).

-Τὸν 54ον Κανόνα Των Αγίων Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει εἰς Κληρικοὺς νὰ εἰσέρχωνται εἰς ταβέρνας χωρὶς ἀναπόφευκτον ἀνάγκην · ἐδῶ πάλιν κατὰ κάποιον τρόπον ἡ ταβέρνα θεωρεῖται ὅτι πρότερον ἦτο διαφόρου εἴδους κατάστημα ἀπὸὅ, τι εἶναι τώρα.

-Τὸν 77ον Κανόνα Της ΕΝ Τρούλλῳ (Πενθέκτης) Συνόδου καὶ τὸν 30ὸν τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας, οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύουν εἰς Χριστιανοὺς ἄνδρας νὰ λούωνται μετὰ γυναικῶν. Εἶναι ἐντελῶς ἀκατανόητον διατὶ εἶναι ἀπαραίτητον νὰ θεωρηθοῦν ὡς λίαν ἀπηρχαιωμένοι οἱ Κανόνες αὐτοί!

-Τὸν 96ον Κανόνα Της ΕΝ Τρούλλῳ (Πενθέκτης) Συνόδου, ὁ ὁποῖος καταδικάζει τὴν περιποίησιν τῆς κόμης καὶ τὴν χρῆσιν κοσμημάτων «μὲ σκοπὸν τὸν δελεασμὸν ἀστηρίκτων ψυχῶν» - ἀντὶ «τοῦ στολισμοῦ δι 'ἀρετῶν καὶ καλῶν καὶ χρηστῶν ἠθῶν» · αὐτὸς ὁ Κανὼν ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ θεωρῆται ἀπηρχαιωμένος διὰ τὴν ἐποχήν μας, ἀλλὰ ἐπιτακτικός, ἐὰν λάβωμεν ὑπ 'ὄψιν τὸν ἀπρεπῆ καὶ ἀναιδῆ γυναικεῖον συρμὸν τῆς σήμερον, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐντελῶς ἀκατάλληλος διὰ χριστιανὰς γυναῖκας.

Ἀρκοῦν αὐτὰ Σχόλια Διά ΝΑ ἴδωμεν Τί σκοπεύει Η προαναφερθεῖσα «μεταρρύθμισις» εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μας, μὲ ποῖον σκοπὸν προτείνεται ἡ σύγκλησις Ὀγδόης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὴν ὁποίαν τόσον πολὺ ὀνειρεύονται ὅλοι οἱ «μοντερνισταί», ἔχοντες ἤδη πρόγευσιν τῆς «ἀμερίμνου ζωῆς», ἡ ὁποία τότε δημοσίᾳ θὰ ἐπιτραπῇ καὶ νομιμοποιηθῇ δι 'ὅλους!

Ἀλλ 'ἄς ἐμβαθύνωμεν ἐπὶ τῆς οὐσίας ὅλων αὐτῶν τῶν ἀπαιτήσεων πρὸς κατάργησιν τῶν δῆθεν «ἀπηρχαιωμένων» Κανόνων. Εἶναι τοῦτο: αὐτοὶ οἱ σύγχρονοι ἐκκλησιαστικοὶ «μεταρρυθμισταί», οἱ ὁποῖοι τώρα ὑψώνουν ἀναιδῶς τὰς κεφαλάς των καὶ ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας (! Καὶ εἶναι φοβερὸν νὰ εἴπωμεν ὅτι εἰς αὐτοὺς περιλαμβάνονται ὄχι μόνον ἱερεῖς, ἀλλὰ καὶ διαπρεπεῖς ἱεράρχαι), παραδέχονται τὴν σύγχρονον ζωὴν μὲ ὅλας τὰς τερατώδεις ἀνηθίκους ἐκδηλώσεις της ὡς μίαν ἀδιάσειστον πραγματικότητα(τοῦτο καθὼς εἴδομεν ἀνωτέρω δὲν εἶναι καθόλου Ὀρθόδοξος, ἀλλὰ ἑτερόδοξος, Δυτικὴ ἀντίληψις!) καὶ θέλουν νὰ καταργήσουν ὅλους τοὺς Κανόνας, οἱ ὁποῖοι ἀκριβῶς χαρακτηρίζουν τὴν Ὀρθοδοξίαν ὡς ἀσκητικὴν πίστιν, ἥτις καλεῖ εἰς ἄσκησιν πρὸς ἐκρίζωσιν τῶν ἐφαμάρτων παθῶν καὶ ἐμφύτευσιν τῶν χριστιανικῶνἀρετῶν. Αὐτὴ εἶναι μία φοβερὰ κίνησις, ἐπικίνδυνος διὰ τὴν Πίστιν μας καὶ τὴν Ἐκκλησίαν · προσπαθεῖ νὰ ἐπιφέρῃ, κατὰ τὴν ρῆσιν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τὴν μωρίαν τοῦ ἅλατος · εἶναι κίνησις πρὸς ἀνατροπὴν καὶ ἐκμηδένισιν τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς πονηρᾶς ὑποκαταστάσεως αὐτῆς ὑπὸ μιᾶς ψευδοῦς ἐκκλησίας.

Αφ 'ετέρου να προσόντων Ως ΑΝΩ ἀναφερόμενον ἄρθρον ΤΟΥ Σερβικοῦ Θεολογικοῦ περιοδικού ΕΙΝΑΙ ἀκόμη ἐπιφυλακτικὸν ΚΑΙ ΤΗΝ ἀποφεύγει Πλήρη σαφήνειαν. Ὁμιλεῖ περὶ τοῦ κατ 'ἀρχὴν ἐπιτρεπτοῦ τοῦ γάμου τῶν ἐπισκόπων, ἀλλὰ καθημερινῶς ἀκούομεν ὁλονὲν καὶ συχνότερον συζητήσεις περὶ χειροτέρων- δηλαδὴ ὅτι εἶναι δῆθεν ἀνεφάρμοστοι εἰς τὴν ἐποχήν μας ὅλοι οἱ Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἀπαιτοῦν ἐκ μέρους τῶν ὑποψηφίων διὰ τὴν Ἱερωσύνην καὶ τῶν Ἱερέων καθαρὸν καὶ ἀκηλίδωτον ἠθικὸν βίον · ἤ διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν ἁπλούστερον, περὶ τοῦ ἐπιτρεπτοῦ δι 'αὐτοὺς τῆς διαφθορᾶς, εἰς τὴν ἄβυσσον τῆς ὁποίας βυθίζεται ὁλονὲν καὶ περισσότερον ἡ σύγχρονος ἀνθρωπότης.

Αλλο πρᾶγμα ΕΙΝΑΙ Η ἁμαρτία ΚΑΙ Η μετάνοια Σχόλια Διά Της γνώσεως ΚΑΙ ἀναγνωρίσεως Της ἁμαρτίας ΚΑΙ Της ἀνάγκης Της μετανοίας ΚΑΙ διορθώσεως ΤΟΥ βίου · καὶ εἶναι κάτι τὸ διαφορετικὸν ἡ νομιμοποίησις τῆς ἀνομίας, ἡ ἐπικύρωσις τῆς ἁμαρτίας, ἡ καθησύχασις τῆς συνειδήσεως καὶ ἡ κατάργησις αὐτῶν τούτων τῶν θεμελίων τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἔχομεν τοιοῦτον δικαίωμα καὶ εἶναι βαρύτατον ἔγκλημα ἐνώπιον Θεοῦ, ἐνώπιον τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας καὶ ἐνώπιον τῶν ψυχῶν τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιζητοῦν τὴν αἰώνιον σωτηρίαν των.

ΚΑΙ ΕΠΙ πόσον, μέχρι ποίων ὁρίων θὰ ἐπιτρέπωμεν εἰς τοὺς ἑαυτούς μας τὴν πορείαν ἐπὶ τῆς ὀλισθηρᾶς ὁδοῦ τῆς καταργήσεως τῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι συγκροτοῦν τὴν χριστιανικὴν ἠθικήν? Τώρα εἰς τὴν Ἀμερικήν, καὶ καθὼς ἀκούομεν καὶ εἰς ἄλλας χώρας, αἱ ὁποῖαι ἐδέχθησαν τὸν σύγχρονον «πολιτισμόν», ἐπιτείνεται ἡ προπαγάνδα διὰ τὴν ἐπίσημον κατάργησιν τοῦ γάμου καὶ τὴν νομιμοποίησιν τοῦ «ἐλευθέρου ἔρωτος» ἀντ 'αὐτοῦ · ἐπικυροῦται ἡ χρῆσις τῶν ἀντισυλληπτικῶν καταποτίων διὰ τοὺς ἐγγάμους, καὶ ἀκόμη διὰ τοὺς ἀγάμους, ἐπειδὴ δῆθεν ὁ γάμος δὲν ἔχει ὡς σκοπὸν τὴν τεκνοποιΐαν ἀλλὰ τὸν «ἔρωτα» · προετοιμάζεται νομικὴ ἀναγνώρισις τοῦ ἀποτροπαίου παρὰ φύσιν πάθους τῆς ὁμοφυλοφιλίας μέχρις ἀκόμη τῆς καθιερώσεως εἰδικῆς ἐκκλησιαστικῆς τελετῆς γάμου διὰ τοὺς ὁμοφυλοφίλους (πρότασις ὑπὸ ἀγγλικανοῦ ἐπισκόπου) κλπ. κλπ.

Λοιπόν? Πρέπει ἡ Ἐκκλησία μας νὰ ἀκολουθήση τὴν «μοντέρναν» ὁδὸν τῆς συμμορφώσεως πρὸς τὴν ἐποχήν, ὥστε νὰ μὴ μείνῃ ὀπίσω εἰς τὴν πορείαν τῆςζωῆς? Ἀλλὰ τί εἴδους «Ἐκκλησία» θὰ εἶναι αὐτή, ἡ ὁποία θὰ ἐπιτρέπῃ ὅλα αὐτὰ εἰς τὸν ἑαυτόν της ἤ ἀκόμη ἁπλῶς θὰ τὰ βλέπῃ μὲ παν-συγχωρητικὴν συγκατάβασιν? Δὲν θὰ πρόκειται πλέον περὶ Ἐκκλησίας, ἀλλὰ περὶ γνησίων Σοδόμων καὶ Γομόρρων, τὰ ὁποῖα ἀργὰ ἤ γρήγορα δὲν θὰ ἀποφύγουν τὴν φοβερὰν τιμωρίαν τοῦ Θεοῦ.

ΔΕΝ πρέπει ΝΑ ἀφήσωμεν πολυακουσμένα ἑαυτούς μας ΝΑ πλανηθοῦν. Δὲν ἔχομεν ἀνάγκην μιᾶς τοιαύτης «Ἐκκλησίας» ἤ μᾶλλον «ψευδο-Ἐκκλησίας». Ἴσως εἴμεθα ἀσθενεῖς καὶ συχνὰ ἁμαρτάνομεν, δὲν θὰ ἐπιτρέψωμεν ὅμως τὴν κατάργησιν τῶν Κανόνων, διότι τότε θὰ καταστῇ ἀναγκαῖον νὰ ἀναγνωρίσωμεν αὐτὸ τοῦτο τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸ ὁποῖον δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ ζοῦν οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, «ὡς ἀπηρχαιωμένον» καὶ «ὅτι δὲν δίδει ἀπαντήσεις εἰς τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς »καὶ νὰ καταργήσωμεν καὶ αὐτό.

ΑΛΛΑ αφ 'ετέρου να Ευαγγέλιον ΤΟΥ Χριστοῦ ΚΑΙ ΟΙ την ΟΛΟΙ Κανόνες Της Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ αἱ ἐκκλησιαστικαὶ διατάξεις, περιγράφουν δι' ἡμᾶς τὸ Χριστιανικὸν ἰδεῶδες πρὸς τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ τείνωμεν, ἐὰν ἐπιθυμῶμεν τὴν αἰώνιον σωτηρίαν μας. Δὲν θὰ ἐπιτρέψωμεν νὰ ὑποβιβασθῇ αὐτὸ τὸ ἰδεῶδες πρὸς ἱκανοποίησιν ἐφαμάρτων παθῶν καὶ ἐπιθυμιῶν καὶ τὴν βλάσφημον κατάχρησιν τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων.

Η ἀληθῶς πιστὴ ορθόδοξος ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ συνείδησις ΔΕΝ ΘΑ δεχθῇ Η ἀναγνωρίσῃ οἱασδήποτε «μεταρρυθμίσεις», τὰς ὁποίας ἴσως ἐπιθυμοῦν οἱ σύγχρονοι ἐγκληματίαι «μεταρρυθμισταί». Καὶ ὁ, τιδήποτε καὶ ἐὰν πράξουν οἱ ἀποστάται τῆς ἀληθοῦς Ὀρθοδοξίας, τῆς ἀσκητικῆς Πίστεως, δὲν θὰ ἐπιτρέψωμεν τὸν ἐκμοντερνισμὸν τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ΔΕΝ θὰ συμμορφωθῶμεν πρὸς τὰς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς!




Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

ΠΟΤΕ ΜΟΙΑΖΕΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ; (Ἃγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Νύσσης)

«Και δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο· σύμφωνα με τη δική του εικόνα τον δημιούργησε». Μήπως όμως δεν πρόσεξες ότι ήταν ελλιπή κι όχι επαρκή τα αποδεικτικά στοιχεία, που παρουσιάσαμε; «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική μας εικόνα και κατά τη δι­κή μας ομοίωση». Η απόφαση είχε δύο στοιχεία «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωση». Η δημιουργία όμως έχει ένα. Πώς εξηγείται αυτό; 

Μήπως αρχικά σκέφθηκε ο Θεός διαφορετικά, και εκ των υστέρων άλλαξε γνώμη; Μήπως κάποια μετάνοια ακολούθησε ευθύς μετά τη δημιουργία; Μήπως εκφράζεται η αδυναμία του Δημιουργού, που άλ­λα αποφασίζει πιο μπροστά, κι άλλα πραγματοποιεί με­ταγενέστερα; Ή μήπως κρύβεται κάποια πολυλογία σ’ αυτά τα λόγια; Γιατί αμέσως αυτό λέει· «Ας δημιουργή­σουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα και την ο­μοίωση». Γιατί, αφού είπε «κατ’ εικόνα», δεν παρέλειψε να προσθέσει: και «καθ’ ομοίωση». Απ’ αυτές όποια ά­ποψη κι αν προτιμήσουμε, θα κατηγορήσουμε το γραφτό λόγο. Γιατί αν λέει το ίδιο πράγμα με δύο όρους, είναι πλεονασμός, το να επαναλαμβάνει δύο φορές τα ίδια. Αλλά το να λέμε ότι στην Αγία Γραφή υπάρχει λόγος περιττός, είναι φοβερή βλασφημία. Γιατί δεν περιέχει λόγια περιττά. Συνεπώς είναι αναγκαίο να δημιουργήθηκε ο άνθρωπος σύμφωνα με την εικόνα του Θεού και καθ’ ο­μοίωση.

Αλλά γιατί δεν λέει: Και δημιούργησε ο Θεός τον άν­θρωπο σύμφωνα με τη δική του εικόνα και κατά την ομοίωση; Αδυνατεί ο Δημιουργός; Είναι ασεβής ο λόγος. Μήπως μετανόησε Εκείνος που δίνει την προσταγή; Α­κόμη πιο βλάσφημο και να το σκεφθείς. Αλλά μήπως είπε, κι ύστερα μετέβαλε γνώμη; Όχι. Ούτε η Γραφή το λέ­ει, ούτε ο Δημιουργός αδυνατεί, ούτε η αρχική θέληση ματαιώθηκε. Και ποιός είναι ο λόγος της σιωπής; «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική μας εικόνα και κατά την ομοίωση». Απ’ αυτά τα δύο, το μεν ένα το αποκτάμε κατά την ώρα της δημιουργίας το δε άλλο το πετυχαίνουμε με τη θέληση. Κατά την πρώτη δημιουργία μαζί με μας συνυπάρχει και το ότι έχουμε δημιουργηθεί σύμφωνα με την εικόνα του Θεού. Το να φθάσουμε να ομοιάσουμε με το Θεό, το πετυχαίνουμε εμείς οι ίδιοι με την ελεύθερη προαίρεση. Κι αυτό το σχετικό με την προαίρεση υπάρχει μέσα μας με τρόπο δυναμικό, το μεταφέρουμε δε στους εαυτούς με τρόπο ενεργητικό. Κι αν δεν έλεγε ο Κύριος εκ των προτέρων, όταν μας δη­μιουργούσε, «ας δημιουργήσουμε» και «κατά την ομοίω­ση», αν δηλαδή δεν μας είχε χαρίσει τη δύναμη να φθάσουμε στο «κατά την ομοίωση», δε θα είχαμε πάρει στην εξουσία μας την ομοίωση προς το Θεό. Τώρα όμως δυνα­μικά μας είχε δημιουργήσει για να μοιάσουμε στο Θεό. Και με το να μας δίνει τη δύναμη, για να μοιάσουμε στο Θεό, μας αφήνει να γίνουμε οι ίδιοι εργάτες της ομοίωσης προς το Θεό. Κι αυτό έγινε με το σκοπό να αναγγέλλει η αμοιβή τη δουλειά, και για να μην είμαστε σαν τις εικόνες που ζωγραφίζει ο ζωγράφος και βρίσκονται έτσι τυχαία, και τέλος τα αγωνίσματα για τη δική μας εξομοίωση να μην αποδώσουν σε άλλον τον έπαινο. Γιατί όταν βλέπεις την εικόνα, να είναι φτιαγμένη με ακρίβεια ως προς το πρωτότυπο, δεν επαινείς την εικόνα, αλλά θαυμάζεις το ζωγράφο. Για να είναι, λοιπόν, για μένα ο θαυμασμός κι όχι για κανένα ξένο, άφησε ο Θεός σε μένα, το να γίνω ό­μοιος με το Θεό. Γιατί με το να είμαι λογικός, έχω το κατ’ εικόνα. Γίνομαι όμως καθ’ ομοίωση, με το να γίνω Χρι­στιανός. Γιατί μας παραγγέλλει: «Να γινόσαστε τέλειοι, όπως είναι τέλειος ο ουράνιος Πατέρας σας» (Ματθ. 5, 48).

Βλέπεις που μας αποδίδει ο Κύριος το καθ’ ομοίωση; Στην αγαθότητα, γιατί ανατέλλει τον ήλιο του στους πο­νηρούς και στους αγαθούς και βρέχει για τους δικαίους και για τους άδικους. Αν γίνεις άνθρωπος, που αποστρέφεσαι την πονηρία, αμνησίκακος, που δεν θυμάσαι τη χθε­σινή έχθρα, αν φθάσεις να αγαπάς τους αδελφούς σου και να συμπάσχεις μαζί τους, ομοίασες προς το Θεό. Αν συγχωρείς τον εχθρό σου μέσα από την καρδιά σου, ομοίασες προς το Θεό. Αν γίνεις για τον αδελφό σου, που έσφαλε σε βάρος σου, τέτοιος που είναι ο Θεός για σένα τον αμαρτωλό, ομοίασες προς το Θεό με την ευσπλαχνία προς τον πλησίον σου. Συνεπώς έχεις μεν το κατ’ ει­κόνα, με το ότι είσαι λογικός, αλλά μπορείς να γίνεις καθ’ ομοίωση, με το να φορέσεις πάνω σου σαν ένδυμα την αγαθότητα. Απόκτησε αισθήματα συμπάθειας, την αγαθότητα, για να ενδυθείς το Χριστό. Γιατί με όλα ε­κείνα τα προτερήματα με τα οποία καλλιεργείς μέσα σου τη συμπάθεια, με αυτά ενδύεσαι το Χριστό. Και με την οικειότητά σου προς το Χριστό, γίνεσαι οικείος με το Θεό. Έτσι η διήγηση γίνεται διδασκαλία για την ανθρώπινη ζωή.

«Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική μας εικόνα». Έχω λοιπόν, το κατ’ εικόνα με τη δη­μιουργία. Γίνομαι δε και καθ’ ομοίωση με τη θέλησή μου.Γιατί έδωσε τη δύναμη για το καθ’ ομοίωση. Γιατί αν σε δημιουργούσε και καθ’ ομοίωση, πώς θα φαινόταν η δόξα σου; Και γιατί να έπαιρνες εσύ το στεφάνι της νίκης; Γιατί αν ο Δημιουργός σού πρόσφερε το παν, με ποιο τρόπο θα ανοιγόταν για σένα η βασιλεία των ουρανών; Τώρα όμως το μεν ένα σου έχει δοθεί, ενώ το άλλο μένει ατελείωτο, ώστε, όταν καταστήσεις τον εαυτό σου τέλειο, να γίνεις άξιος της ανταμοιβής από το Θεό. Και πώς γινόμαστε καθ’ ομοίωση Θεού; Με τη βοήθεια των Ευαγγελίων. Τι είναι ο Χριστιανισμός; Εξομοίωση με το Θεό, κατά το δυνατό στην ανθρώπινη φύση.

Εφόσον αποδέχτηκες να γίνεις Χριστιανός, σπεύσε να αναδειχθείς όμοιος με το Θεό, φόρεσε ως ένδυμα το Χριστό. Αλλά πώς θα τον ενδυθείς, συ που δεν έχεις σφραγισθεί, συ που δεν έχεις λά­βει το Βάπτισμα; Συ που δεν πήρες ακόμη τη στολή της αφθαρσίας; Διώχνεις μακριά την εξομοίωσή σου προς το Θεό. Αν σου έλεγα· έλα να γίνεις όμοιος με το βασι­λιά, δε θα με θεωρούσες ευεργέτη; Επειδή θέλω να σε κά­νω όμοιο με το Θεό, αποφεύγεις το λόγο που σε θεο­ποιεί, αφού κλείνεις τα αυτιά, για να μην ακούσεις ούτε κι αυτά τα σωτήρια λόγια;


(Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, εκδ. Τέρτιος, σ. 311-317)


Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗ (Ὁσίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ)






A.-. Ἄκουσε λογική ψυχή μου, ἐσύ πού γνωρίζεις τά βαθύτερα σημεῖα τοῦ εἶναι μου. Ἄκουσέ με, γιατί θέλω νά σοῦ μιλήσω, γιά κάποιο θέμα μυστικό καί (κοινοῦ ἐνδιαφέροντος) μά πού ἀπασχολεῖ γενικώτερα τούς ἀνθρώπους. Αὐτό πού κατάλαβα εἶναι ὅτι δέν θά καθαριστεῖς τελικά ἀπό τά πάθη ἀλλά, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, λίγο θά ἀνακουφιστεῖς.

Ξέρω καλά ψυχή μου, ὅτι καί ἐγώ καί ἐσύ κινούμαστε «παρά φύσιν». Ξέρω ὅτι εἴμαστε πλανεμένοι ἀπό τήν ἄγνοια καί γι᾿ αὐτό κατηγοροῦμε τούς ἄλλους γιά τίς ἁμαρτίες μας, λέγοντας ὅτι ἡ κακία βρίσκεται ἔξω καί μακριά ἀπό ἐμᾶς. Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς πλάνης μας, τή μιά τά ρίχνουμε στόν Ἀδάμ ἄλλοτε μᾶς φταίει ὁ σατανᾶς καί ἄλλοτε θεωροῦμε ὑπεύθυνους γιά ὅ,τι κακό μᾶς συμβαίνει τούς ἀνθρώπους. Κι ἐνῶ νομίζουμε ὅτι κάνοντας αὐτό, πολεμᾶμε ἄλλους, πολεμᾶμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Καί ἐνῶ νομίζουμε ὅτι ὁ ἕνας μας ὑπερασπίζει τήν ἄλλη καί εἶναι φίλος μας, τήν ἄλλη ὥρα, στήν καθημερινότητα γινόμαστε ἐχθροί μεταξύ μας. Καί ἐνῶ νομίζουμε ὅτι εὐεργετοῦμε τούς ἑαυτούς μας, τούς βασανίζουμε, φορτώνοντας πάνω μας δικαιώματα, κόπους καί ντροπές πού σέ τίποτε δέν θά μᾶς ὠφελήσουν.
Ἔχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι ἀγαποῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στήν πραγματικότητα μισοῦμε καί ἀποφεύγουμε τίς αἰτίες πού μᾶς προκαλοῦν νά τίς ἐφαρμόσουμε. Κατάλαβα λοιπόν πολύ καλά ὅτι δέν ἑλκόμαστε ἄδικα καί ἀναγκαστικά ἀπό κάποια ἄλλη ἐξουσία ἔξω ἀπό ἐμᾶς, οὔτε πρός τό καλό, οὔτε πρός τό κακό.
Ἀπό τότε πού βαπτιστήκαμε ἰσχύει αὐτή ἡ πνευματική ἀρχή: Μέ ὅποιου τό θέλημα συνταχθοῦμε καί συμπράξουμε, δηλαδή εἴτε μέ τοῦ Θεοῦ εἴτε μέ τοῦ διαβόλου, σέ ἐκεῖνον καί θά ἀνήκουμε καί ἀπό ἐκεῖνον θά συρθοῦμε δίκαια, πρός τό μέρος πού αὐτός ἐξουσιάζει.

Β.-. Ἡ βάση τοῦ κακοῦ ἔχει δύο ἐντελῶς παράλογες αἰτίες. Ἡ μία εἶναι ὁ ἔπαινος τῶν ἀνθρώπων καί ἡ ἄλλη ἡ ἄνεση τοῦ σώματος, στά ὁποῖα ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δίνουμε τή δυνατότητα νά μᾶς προσβάλουν. Αὐτά ὅμως, πρίν ἐμεῖς συγκατατεθοῦμε, δέν εἶναι στήν πραγματικότητα οὔτε ἀρετές οὔτε κακίες, ἀλλά εἶναι ἀφορμές, γιά νά φανεῖ καθαρά πρός τά ποῦ ρέπουμε.
Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Κύριος θέλει ἀπό ἐμᾶς νά ὑπομένουμε τίς ὕβρεις, τούς χλευασμούς καί τίς κακοπάθειες, ἐνῶ ὁ διάβολος ἐπιζητεῖ τά ἀντίθετα. Ἐάν λοιπόν ἐμεῖς συγκατατεθοῦμε μέ ἐκεῖνο πού μᾶς ὑποβάλλει ὁ διάβολος, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι στρέψαμε τόν ἑαυτό μας καί τό θέλημά μας πρός τή φιληδονία καί ὅτι ἔχουμε παρακούσει τόν Κύριο. Ὅταν ὅμως αἰσθανόμαστε βαθιά θλίψη, γιατί συγκατατεθήκαμε στίς προσβολές τοῦ διαβόλου, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι στραφήκαμε πρός τόν Θεό, ἀγαπώντας καί ἀκολουθώντας τήν στενή ὁδό τῶν ἐντολῶν Του.
Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός παρεχώρησε, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ὑφίσταται αὐτές τίς προσβολές. Ἐκεῖνοι λοιπόν πού διαλέγουν νά πορευτοῦν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, παραδίδουν στόν Χριστό τό θέλημά τους. Ἔτσι ἀφοῦ βρεῖ ὡς εἴσοδο ὁ Χριστός τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου, θά εἰσέλθει καί θά ὁδηγήσει τόν νοῦ στήν ἀλήθεια. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τό διάβολο.
Ὅσοι πάλι ἀγαποῦν τήν ἀνθρώπινη δόξα καί τήν ἄνεση τοῦ σώματος, ἔχουν δώσει ἤδη εἴσοδο στό διάβολο. Καί αὐτός ἀφοῦ βρεῖ τήν εἴσοδο πού θέλει, περνάει μέσα στόν ἄνθρωπο τά δικά του κακά. Καί ἄν οἱ ἄνθρωποι τόν καλοδεχτοῦν, δέν σταματάει νά φέρνει συνεχῶς καί καινούργια κακά, μέχρι νά μισήσουν μέ ὅλη τούς τήν καρδιά τίς αἰτίες τῆς συμφορᾶς πού ἀναφέραμε πιό πάνω.
Ἐμεῖς ὅμως τόσο πολύ ἔχουμε ἀγαπήσει αὐτές τίς δύο ἀφορμές τῶν κακῶν, ὥστε ἔχουμε προδώσει καί ἔχουμε στερηθεῖ ἐξαιτίας τους ὄχι μονάχα τήν ἀρετή, ἀλλά πολλές φορές καί προδίδουμε καί ἀνταλλάσουμε τή μιά κακία μέ τήν ἄλλη. Συμβαίνει γιά παράδειγμα συχνά, ἐξαιτίας τῆς φιληδονίας νά προτιμᾶμε τήν ἀτιμία.
Ὅταν τέλος συνθηκολογήσουμε μέ αὐτά τά πάθη καί δέν αἰσθανόμαστε πιά καμιά λύπη γιά ὅ,τι μᾶς συμβαίνει, τότε ἀποζητᾶμε τά αἴτια ἐκεῖνα πού τρέφουν αὐτά τά πάθη καί τά αὐξάνουν. Τροφή τῆς κενοδοξίας καί τῆς ἡδονῆς εἶναι ἡ φιλαργυρία, πού εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή (Α´ Τιμ. 6, 10).

Γ.-. Θά μοῦ πεῖς ὅμως ἀγαπητή ψυχή μου, ὅτι ἐμεῖς δέν ἔχουμε οὔτε χρυσάφι, οὔτε κτήματα. Κι ἐγώ θά σοῦ ἀπαντήσω ὅτι οὔτε τό χρυσάφι οὔτε τά κτήματα μᾶς κάνουν κακό, ἀλλά ὅπως εἶπα καί πρίν, ἡ κακή χρήση τους, αὐτή πού γίνεται ἐξαιτίας τῆς ἐμπάθειάς μας. Κι αὐτό φαίνεται καθαρά καί στίς περιπτώσεις πού μερικοί πλούτισαν, χωρίς νά δεθοῦν ἐμπαθῶς μέ τόν πλοῦτο ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰώβ καί ὁ Δαβίδ. Ἔτσι εὐαρέστησαν στό Θεό. Ἀντίθετα ἄλλοι ἀπό ἐμᾶς, χωρίς νά ἔχουμε πλούτη, στρέψαμε τό πάθος τῆς φιλοχρηματίας σέ τιποτένια πράγματα καί γι᾽ αὐτό εἴμαστε πιό ἄθλιοι καί ἀπό τούς πλούσιους. Κι αὐτό γιατί ἀφήσαμε μέ πανουργία τήν κακοπάθεια, πού φέρνει ἡ στέρηση τῶν πάντων καί ἀπολαμβάνουμε τίς ἡδονές, νομίζοντας ὅτι ξεφεύγουμε ἀπό τό μάτι τοῦ Θεοῦ. Δέν μαζεύουμε χρυσάφι καί κάνουμε συλλογή ἀπό τιποτένια πράγματα. Δέν ἀναλαμβάνουμε διοικητικές ἐξουσίες καί ἀρχηγιλίκια, ἀλλά μέ κάθε τρόπο δρέπουμε τίς δόξες καί τούς ἐπαίνους πού ἐκεῖνα προσφέρουν. Ἐγκαταλείπουμε τίς ἰδιοκτησίες ἀπό τή μιά, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη, δέν παραιτούμαστε ἀπό τίς ἀπολαύσεις τους. Καί ὅταν νομίζουμε ὅτι παραιτούμαστε, τό κάνουμε ὄχι ἐπειδή ἀποφεύγουμε τήν πλεονεξία, ἀλλά ἐπειδή ἀποστρεφόμαστε τά κτίσματα τοῦ Θεοῦ! «Μήν ἀγγίξεις, μή δοκιμάσεις, μήν ἀκουμπήσεις» (Κολ. 2, 21).
Ὅταν ἀγαπητή μου ψυχή, ἀκούσεις γιά τήν παράβαση τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, νά πιστεύεις ὅτι βέβαια, ἀρχικά αὐτό συνέβη σ᾿ αὐτούς προσωπικά, τώρα ὅμως τό ἴδιο ἁμάρτημα νοητά θά τό συναντήσεις σέ σένα καί σέ μένα: «Αὐτά συνέβηκαν σέ ἐκείνους συμβολικά καί γράφτηκαν γιά νουθεσία δική μας πού ζοῦμε τά ἔσχατα χρόνια» (Α´ Κορ. 10, 11). Δέστε τώρα. Ἐνῶ ἔχουμε ἀναγεννηθεῖ μέ τό Βάπτισμα, παραβαίνουμε τήν ἐντολή Ἐκείνου πού μᾶς ἔχει ἀναγεννήσει. Κι ἐνῶ ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ἐντολή νά ἀγαπᾶμε τούς συναθρώπους καί τούς ὁμοπίστους μας καί νά τρῶμε μέ ὑπομονή τόν καρπό πού καθένας τους μᾶς προσφέρει, ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ «Νά τρῶτε ἀπό κάθε καρπό τῶν δένδρων τοῦ Παραδείσου» (Γεν. 2, 16), ἐμεῖς κάνουμε χρήση τοῦ λογισμοῦ πού μᾶς ὑποβάλη τό φίδι. Γι’ αὐτό ἄλλους ἐπειδή εἶναι καλοί τούς ἀγαπᾶμε, ἄλλους ἐπειδή εἶναι κακοί τούς μισοῦμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχουμε δοκιμάσει τό ξύλο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί ὅτι εἴμαστε πνευματικά νεκροί. Κι αὐτό βέβαια ὄχι ἐπειδή ἔχει ὁ Θεός δημιουργήσει τό θάνατο, ἀλλά ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος μίσησε τόν συνάνθρωπό του. Γιατί ὁ Θεός «δέν δημιούργησε τό θάνατο, οὔτε εὐχαριστεῖται μέ τήν ἀπώλεια τῶν ἀνθρώπων» (Σοφ. Σολ. 1, Β), οὔτε κινεῖται ἀπό πάθη ὀργῆς, οὔτε ἐπινοεῖ κατιτί γιά νά καλύψει τόν ἑαυτό Του, οὔτε ἀλλοιοῦται ἀνάλογα μέ τοῦ καθενός τήν ἀξία. Ἀντίθετα τά δημιούργησε ὅλα μέ σοφία καί ὅρισε νά κινοῦνται καί νά ρυθμίζονται ὅλα ἀπό πνευματικό νόμο. Γι᾿ αὐτό δέν εἶπε στόν Ἀδάμ. «Τή μέρα πού θά φᾶτε ἐγώ θά σᾶς θανατώσω» ἀλλά, γιά νά τόν προφυλάξει, τοῦ προλέγει τό νόμο τῆς δικαιοσύνης. Τοῦ λέει λοιπόν: «Τή μέρα πού θά φᾶτε, θά πεθάνετε» (Γεν. 2, 17). Καί μέ λίγα λόγια κάθε πράγμα ἤ καλό ἤ κακό ὅρισε νά ἀκολουθεῖται ἀπό τήν ἀντίστοιχη συνέπεια. Κι αὐτό ὄχι μέ ἐφευρετική πονηρία, ὅπως νομίζουν μερικοί καί ὅπως λένε, ἐκεῖνοι πού ἀγνοοῦν τόν πνευματικό νόμο.
Ἐμεῖς λοιπόν πού κατά κάποιο τρόπο τά ξέρουμε αὐτά, πρέπει νά ἔχουμε στό νοῦ μας ὅτι, ἄν κάποιον ὁμόπιστο συνάνθρωπό μας τόν μισήσουμε, ἐπειδή εἶναι κακός, κι ἐμᾶς πού εἴμαστε κακοί, θά μᾶς μισήσει ὁ Θεός. Κι ἄν δέν δώσουμε στό συνάνθρωπο τήν εὐκαιρία τῆς μετάνοιας κι ἐμεῖς, σάν ἁμαρτωλοί πού εἴμαστε, θά πάθουμε τό ἴδιο. Ἄν δέν συγχωρήσουμε τά ἁμαρτήματα τοῦ πλησίον οὔτε τά δικά μας θά συγχωρεθοῦν. Αὐτό τόν πνευματικό νόμο ἀποκαλύπτοντας ὁ Χριστός εἶπε: «Μή κρίνετε γιά νά μήν κριθεῖτε. Συγχωρέστε γιά νά συγχωρεθοῦν καί τά δικά σας» (Λουκ. 6, 37). Γνωρίζοντας καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τοῦτο τόν πνευματικό νόμο μᾶς τόν φανέρωσε λέγοντας: «Ἐσύ πού κρίνεις τόν ἄλλον, δέν κατακρίνεις μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο τόν ἑαυτό σου;» (Ρωμ. 2, 1). Ὁ προφήτης Δαυίδ ἐπίσης, γνωρίζοντας τόν πνευματικό αὐτό νόμο, κραύγαζε πρός τόν Θεό λέγοντας: «Γιατί ἐσύ, θά ἀποδώσεις στόν καθένα σύμφωνα μέ τά ἔργα του» (Ψαλμ. 61, 13). Καί ἄλλος Προφήτης ἐκπροσωπώντας τό Θεό εἶπε:«Ἐγώ θά πάρω ἐκδίκηση, ἐγώ θά ἀνταποδώσω, λέγει ὁ Κύριος» (Δευτ. 32, 43, Ρωμ. 12, 19, Ἑβρ. 10, 30).

Δ.-. Καί γιατί νά τά ἀραδιάζω τώρα ἕνα-ἕνα. Ὅπου κι ἄν ἀνοίξει κανείς τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, ἰδιαίτερα ὅμως στό Ψαλτήρι, θά βρεῖ ὅτι ὁ μεγάλος Προφήτης Δαυίδ, μᾶς ὑπογραμμίζει μέ πολλή σαφήνεια, αὐτόν τόν πνευματικό νόμο. Ἔτσι, βλέποντας ἐμεῖς ὅτι αὐτός ὁ νόμος εἶναι πνευματικός καί ὅτι καλύπτει κάθε ἐνδεχόμενη τροπή μας πρός τήν ἁμαρτία, νά φοβηθοῦμε καί νά φροντίζουμε καί φανερά ἀλλά καί καρδιακά νά ἀγαπᾶμε τούς ἀδελφούς μας. Γιατί αὐτός ἐδῶ δέν εἶναι ὁ Μωσαϊκός νόμος, πού ἐλέγχει ὅσα κάνουμε φανερά, ἀλλά παρακολουθεῖ καί ὅσα λειτουργοῦμε μέσα μας κρυφά. Κι ἐκεῖνον βέβαια ὁ Θεός τόν νομοθέτησε ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες, πού εἶχαν οἱ ἄνθρωποι ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἀλλά καί αὐτόν ἐδῶ ὁ Ἴδιος τόν συμπλήρωσε μέ τήν Χάρη τοῦ Κυρίου μας ὁ Ὁποῖος εἶπε: «Δέν ἦρθα γιά νά καταλύσω τό νόμο, ἀλλά γιά νά τόν συμπληρώσω» (Ματθ. 5, 17). Γι᾿ αὐτό, γιά νά μήν ξαναλέμε τά ἴδια, πρέπει νά συγχωροῦμε αὐτόν πού νομίζουμε ὅτι μᾶς ἀδίκησε, εἴτε εἶναι δικαιολογήμενο τό ἀδίκημα, εἴτε ἀδικαιολόγητο, γνωρίζοντας ὅτι μεγαλύτερη ἀρετή εἶναι ἐκείνη τῆς συγχωρήσεως. Καί ἐπειδή, λόγω τῆς ἁμαρτίας πού ἔχει ἀπό παλιά κυριεύσει τήν ψυχή μας, δέν μποροῦμε νά τό καταφέρουμε αὐτό μέ τίς δικές μας δυνάμεις, ὀφείλουμε μέ τή βοήθεια τῆς κακοπάθειας καί τῆς ἀγρυπνίας, νά παρακαλοῦμε τό Θεό, μέχρι πού νά βροῦμε ἔλεος καί νά δεχτοῦμε ἀπό Ἐκεῖνον τήν ἀντίστοιχη δύναμη.
Πάνω ἀπό ὅλα ψυχή μου, ὀφείλουμε νά ἔχουμε παντοῦ καί πάντα στό νοῦ μας τοῦτο τό πρᾶγμα: Πρέπει ὅταν, μέ ὁποιοδήποτε τρόπο, μᾶς ἀδικοῦν οἱ ἄνθρωποι, νά χαιρόμαστε καί νά μή λυπούμαστε. Νά χαιρόμαστε ὄχι ἔτσι ἁπλά καί χωρίς λόγο, ἀλλά γιατί βρήκαμε τήν εὐκαιρία νά συγχωρέσουμε ἁμαρτήματα καί ἔτσι νά δεχτοῦμε καί ἐμεῖς συγχώρεση γιά τά δικά μας. Αὐτή ἐδῶ εἶναι καί πραγματική γνώση τοῦ Θεοῦ, αὐτή πού περιέχει μέσα της, κάθε ἄλλου εἴδους γνώση καί μέ τήν ὁποία μποροῦμε νά παρακαλοῦμε τό Θεό καί Ἐκεῖνος νά μᾶς εἰσακούει. Αὐτή εἶναι ἡ καρποφορία τῆς προσευχῆς. Μέ αὐτή γινόμαστε ἱκανοί νά σηκώσουμε τό σταυρό μας καί νά ἀκολουθήσουμε τόν Κύριο. Αὐτή εἶναι μητέρα ὅλων τῶν πρώτων καί μεγάλων ἐντολῶν. Μέ αὐτή εἴμαστε σέ θέση νά ἀγαπᾶμε καί τό Θεό καί τόν πλησίον, ἀπό τῆς βάθη τῆς καρδιᾶς μας καί μέ ὅλη μας τή δύναμη. Μέ αὐτή πρέπει νά νηστεύουμε καί νά ἀγρυπνοῦμε καί νά ἀσκούμαστε στήν κακοπάθεια, ὥστε ἀφοῦ ἀνοιχτεῖ ἡ καρδιά καί τό ἐσώτατο εἶναι μας, νά τά δεχτοῦν αὐτά καί νά μήν τά ἀποβάλουν. Τότε θά βροῦμε ὄχι μυστικά καί κρυφά, ἀλλά αἰσθητά καί πραγματικά, τή Χάρη πού μᾶς δόθηκε κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα. Ὅλα αὐτά θά συντελεστοῦν ἐπειδή θά ἔχουμε συγχωρέσει τά ἁμαρτήματα τοῦ πλησίον μας.

Ε.-. Αὐτή τήν ἀρετή ὅμως τήν ἐμποδίζουν δύο κακίες: Ἡ κενοδοξία καί ἡ ἡδονή. Αὐτές πρέπει προηγουμένως νά τίς πετάξουμε ἀπό μέσα μας, ὥστε ἔτσι νά βασιλεύσει ἡ ἀρετή. Γι᾿ αὐτό ψυχή μου, ὅταν παραδίνεσαι στά δύο αὐτά θελήματα, νά μήν θεωρεῖς ὑπεύθυνο καί αἴτιο τόν Ἀδάμ, οὔτε τό Σατανά, οὔτε τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά πολεμᾶς τό θέλημά σου καί μή τό θεωρήσεις μικρό πρᾶγμα. Γιατί ὁ πόλεμος δέν εἶναι ἐξωτερικός, ἀλλά ἐμφύλιος. Δέν ἔχουμε νά πολεμήσουμε ἐναντίον τῶν συνανθρώπων μας καί τῶν ἀδελφῶν μας, ἀλλά μέσα μας εἶναι ὁ ἐχθρός καί κανένας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει. Μονάχα Ἕνα ἔχουμε, ἀπό τότε πού βαπτιστήκαμε, κρυμένον βαθιά μέσα μας, τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι καί ἀνίκητος καί ἀλάθητος. Ἐκεῖνος θά γίνει σύμμαχός μας, ἄν ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις μας τηρήσουμε τίς ἐντολές Του. Ἐχθροί μας εἶναι, ὅπως προείπαμε, ἡ ἡδονή πού ἐκφράζεται μέ τό σῶμα καί ἡ κενοδοξία. Αὐτές οἱ δυό ἔχουν κυριεύσει καί σένα καί μένα. Αὐτές οἱ δυό καί τήν Εὔα πλάνησαν καί τόν Ἀδάμ ἐξηπάτησαν. Ἡ ἡδονή ἦταν ἐκείνη πού ἔδειξε, ὅτι ὁ καρπός ἦταν γλυκύς καί νόστιμος, κι ὅτι θά ἦταν εὔγεστη καί ἀπολαυστική τροφή. Ἡ κενοδοξία πάλι εἶπε: «Θά γίνετε ὅμοιοι θεοί καί θά γνωρίζετε τό καλό καί τό κακό» (Γέν. 3, 5). Καί ὅπως ἀκριβῶς ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ καί ἡ Εὔα μετά τήν πτώση ντρέπονταν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ἔτσι εἴμαστε καί ἐμεῖς. Ἀδιαφορώντας γιά τήν κακία τῶν νοητῶν ματιῶν καί βλέποντας τούς ἑαυτούς μας γυμνούς, ντρεπόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, γιατί μᾶς ἐλέγχει ἡ συνείδηση. (Ἔτσι ράβουμε καί φορᾶμε σάν ἄλλα φύλλα συκῆς, λόγια καί χειρονομίες καί δικαιολογίες). Ἔτσι ὑφαίνουμε δικαιολογίες, ἔργα καί λόγια καί σάν ἄλλα φύλλα συκῆς τά προβάλουμε, γιά νά καλύψουμε τούς ἑαυτούς μας.
Καί ὁ Κύριος μᾶς φτιάχνει τούς δερμάτινους χιτῶνες καί λέει: «Μέ τήν ὑπομονή σας θά κερδίσετε τίς ψυχές σας» (Λουκ. 21, 19). Καί στή συνέχεια μᾶς συμβουλεύει: «Ἐκεῖνος πού θά βρεῖ τήν ψυχή του», δηλαδή πού θά τήν κρατάει μέσα στή μνησκακία «θά τήν χάσει». «Καί ἐκεῖνος πού θά τήν χάσει «μαζί μέ τήν μνησικακία) θά τήν κερδίσει αἰώνια» (Ματθ. 10, 32).

Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ αἰώνια δόξα. Ἀμήν.


Ἑρμηνευτική Ἀπόδοση:
Ἀδελφότης Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα