A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

ΠΩΣ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΤΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ; (Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρισοστόμου)



Στο βασικό αυτό ερώτημα ας μην προσπαθήσουμε ν’ απαντήσουμε με το επιχείρημα της δημιουργίας του ουρανού και της γης, γιατί ο άπιστος δεν θα το παραδεχθεί.
Αν του πούμε ότι ανέστησε νεκρούς, θεράπευσε τυφλούς, έδιωξε δαιμόνια, ούτε τότε θα συμφωνήσει.
Αν του πούμε ότι υποσχέθηκε ανάσταση νεκρών, βασιλεία ουρανών και ανέκφραστα αγαθά, τότε όχι μόνο δεν θα συμφωνήσει, αλλά και θα γελάσει.
Πως λοιπόν θα τον οδηγήσουμε στην πίστη, και μάλιστα όταν δεν είναι πνευματικά καλλιεργημένος;
Ασφαλώς με το να στηριχθούμε σε αλήθειες, που και εμείς και αυτός παραδεχόμαστε χωρίς καμιά αντίρρηση και αμφιβολία.

Σε ποιό λοιπόν σημείο συμφωνούμε μαζί του απόλυτα;
Στο ότι ο Χριστός φύτεψε την Εκκλησία.
Απ’ αυτό θα φανερώσουμε τη δύναμη και θ’ αποδείξουμε τη θεότητα του Χριστού.
Θα δούμε ότι είναι αδύνατο ν’ αποτελεί ανθρώπινο έργο η διάδοση του Χριστιανισμού σ’ όλη την οικουμένη μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Και μάλιστα, όταν η χριστιανική ηθική προσκαλεί στην ανώτερη ζωή ανθρώπους με κακές συνήθειες, δούλους της αμαρτίας.
Και όμως, ο Κύριος κατόρθωσε να ελευθερώσει απ’ όλα αυτά όχι μόνο εμάς, μα ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.

Κι αυτό το κατόρθωσε χωρίς να χρησιμοποιήσει όπλα, χωρίς να ξοδέψει χρήματα, χωρίς να κινητοποιήσει στρατούς, χωρίς να προκαλέσει πολέμους.
Το κατόρθωσε ξεκινώντας με δώδεκα μόνο μαθητές, που ήταν άσημοι, αμόρφωτοι, φτωχοί, γυμνοί, άοπλοι...
Με τέτοιους ανθρώπους κατόρθωσε να πείσει τα έθνη να σκέφτονται σωστά, όχι μόνο για την παρούσα ζωή, αλλά και για τη μέλλουσα.
Μπόρεσε να καταργήσει προγονικούς νόμους, να ξεριζώσει αρχαίες συνήθειες και να φυτέψει νέες.
Μπόρεσε ν’ αποσπάσει τον άνθρωπο από τον εύκολο τρόπο ζωής και να τον οδηγήσει στο δύσκολο.
Και όλ’ αυτά τα κατόρθωσε, ενώ όλοι Τον πολεμούσαν, ενώ ο ίδιος είχε υπομείνει εξευτελιστική σταύρωση και ταπεινωτικό θάνατο!
Ασφαλώς δεν συμβαίνουν αυτά στους ανθρώπους.
Μάλλον τα αντίθετα τους συμβαίνουν.
Όσο δηλαδή ζουν και ευδοκιμούν οι ίδιοι, το έργο τους προοδεύει.
Όταν όμως πεθάνουν, καταστρέφεται μαζί τους ο,τι δημιούργησαν.
Και αυτό το παθαίνουν όχι μόνο οι πλούσιοι ούτε μόνο οι άρχοντες, αλλά και οι κυβερνήτες ακόμα.
Γιατί και οι νόμοι τους καταλύονται και η μνήμη τους σβήνει και τ’ όνομά τους ξεχνιέται και οι έμπιστοι άνθρωποί τους παραγκωνίζονται.
Αυτά συμβαίνουν σ’ εκείνους, που πρώτα μ’ ένα νεύμα κυβερνούσαν λαούς και οδηγούσαν στον πόλεμο ολόκληρες στρατιές. Σ' εκείνους, που καταδίκαζαν σε θάνατο και ανακαλούσαν εξόριστους.
Στον Κύριο όμως έγινε ακριβώς το αντίθετο.

Θλιβερή ήταν η κατάσταση του έργου Του πριν από τη σταύρωση:
Ο Ιούδας Τον πρόδωσε, ο Πέτρος Τον αρνήθηκε, οι υπόλοιποι μαθητές έφυγαν για να σωθούν και πολλοί πιστοί Τον εγκατέλειψαν.
Μόνος έμεινε ανάμεσα στους εχθρούς.
Όμως, μετά τη σφαγή και το θάνατο, για να μάθεις ότι δεν ήταν απλός άνθρωπος ο Σταυρωμένος, έγιναν όλα λαμπρότερα, φαιδρότερα, ενδοξότερα.
Ο Πέτρος, ο κορυφαίος απόστολος, αυτός που πριν από τη σταύρωση δεν άντεξε την απειλή μιας υπηρετριούλας, αλλά, μετά από τόσες ουράνιες διδασκαλίες και τη συμμετοχή του στα θεία μυστήρια, είπε ότι δεν γνωρίζει τον Κύριο, αυτός ο ίδιος, μετά τη σταύρωση, Τον κήρυξε στα πέρατα της οικουμένης.
Αναρίθμητα πλήθη μαρτύρων θυσιάστηκαν, γιατί προτίμησαν να θανατωθούν παρά ν’ αρνηθούν το Χριστό, όπως τον είχε αρνηθεί ο κορυφαίος απόστολος, τρομοκρατημένος από την απειλή ενός κοριτσιού.

Όλες τώρα οι χώρες, όλες οι πόλεις, τα ερημικά και τα κατοικημένα μέρη, τον Σταυρωμένο ομολογούν.
Σ’ Αυτόν πιστεύουν οι βασιλιάδες κι οι στρατηγοί, οι άρχοντες και οι ύπατοι, οι δούλοι και οι ελεύθεροι, οι αγράμματοι και οι μορφωμένοι, οι βάρβαροι και τα διάφορα έθνη των ανθρώπων.
Ακόμα κι ο μικρός και ασήμαντος εκείνος τάφος, που δέχθηκε το αιμόφυρτο μαρτυρικό σώμα του Κυρίου, είναι τιμιότερος από χίλια βασιλικά παλάτια και σεβαστός ακόμα και στους βασιλιάδες.
Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι αυτό που συνέβη στον Κύριο, συνέβη και στους μαθητές Του.
Γιατί αυτούς που περιφρονούσαν και φυλάκιζαν, αυτούς που βασάνιζαν σκληρά με αναρίθμητα μαρτύρια, αυτούς ακριβώς τους ίδιους, μετά το θάνατό τους, τους τιμούσαν περισσότερο κι από τους βασιλιάδες.
Και πως φαίνεται αυτό;
Στη Ρώμη, οι αυτοκράτορες και οι ύπατοι και οι στρατηγοί τα πάντα εγκαταλείπουν, και τρέχουν να προσκυνήσουν τους τάφους του ψαρά Πέτρου και του σκηνοποιού Παύλου.
Στην Κωνσταντινούπολη, αυτοί που φορούν τα στέμματα, θέλουν να ενταφιαστούν όχι κοντά στους τάφους των αποστόλων, αλλά στα πρόθυρα των ναών τους.
Κι έτσι γίνονται οι βασιλιάδες θυρωροί των ψαράδων! Μάλιστα δεν ντρέπονται γι' αυτό, αλλά και καυχιώνται. Καυχιώνται όχι μόνο οι ίδιοι, αλλά και οι απόγονοί τους.
Όταν οι μαθητές του Χριστού ήταν μόνο δώδεκα και δεν υπήρχε στη σκέψη κανενός η Εκκλησία, όταν ακόμα η ιουδαϊκή συναγωγή ανθούσε και η ασεβής ειδωλολατρία κυριαρχούσε σ’ ολόκληρη σχεδόν την οικουμένη, ο Κύριος είχε προφητέψει: «Πάνω σ’ αυτή την πέτρα (δηλαδή πάνω στην ομολογία πίστεως του Πέτρου) θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και δεν θα την κατανικήσουν οι δυνάμεις του άδη» (Ματθ. 16:18).
Διαπιστώνεις την αλήθεια αυτής της προφητείας;
Βλέπεις την εκπλήρωσή της;
Σκέψου πόσο σημαντικό γεγονός είναι η εξάπλωση της Εκκλησίας σχεδόν σ’ όλη τη γη μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Σκέψου πως άλλαξε τη ζωή τόσων εθνών και οδήγησε στην πίστη τόσους λαούς, πως κατάργησε προγονικά έθιμα, πως απελευθέρωσε από μακροχρόνιες συνήθειες, πως σκόρπισε σαν σκόνη την κυριαρχία της ηδονής και τη δύναμη της αμαρτίας, πως εξαφάνισε σαν καπνό την ακάθαρτη τσίκνα των θυσιών, τις ειδωλολατρικές τελετές, τις βδελυκτές εορτές, τα ξόανα, τους βωμούς και τους ναούς, πως οικοδόμησε παντού άγια θυσιαστήρια, στην πατρίδα μας και στις χώρες των Περσών, των Σκυθών, των Μαύρων, των Ινδών. Τι λέω; Ακόμα και στα Βρετανικά νησιά, που βρίσκονται μακριά από τη Μεσόγειο, στον ωκεανό, απλώθηκε η Εκκλησία και χτίστηκαν θυσιαστήρια.
Το έργο της απελευθερώσεως τόσων λαών από μακροχρόνιες αισχρές συνήθειες, καθώς και η μεταβολή του τρόπου της ζωής από τον εύκολο στον πολύ δύσκολο, είναι πράγματι θαυμαστό, μάλλον υπερθαύμαστο.
Αποδεικνύει θεία ενέργεια, ακόμα κι αν κανείς δεν το είχε εμποδίσει, ακόμα κι αν επικρατούσε ειρήνη και πολλοί το είχαν βοηθήσει.
Γιατί η εξάπλωση της Εκκλησίας δεν ερχόταν σε σύγκρουση μόνο με την αρχαία συνήθεια, αλλά και με την ηδονή, τον ευχάριστο τρόπο ζωής. Είχε δηλαδή δυό ισχυρούς αντιπάλους, που τυραννούσαν τους ανθρώπους: τη συνήθεια και την ηδονή.
Όσα είχαν παραλάβει, πολλούς αιώνες πριν, από τους πατέρες, τους παππούδες και τους αρχαιότερους προγόνους, ακόμα κι όσα είχαν παραλάβει από φιλοσόφους και ρήτορες, όλ’ αυτά συμφώνησαν να τα περιφρονήσουν, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο.
Έπρεπε ακόμα να δεχθούν έναν νέο τρόπο ζωής, και μάλιστα πολύ δυσκολότερο.
Γιατί απομάκρυνε από την τρυφή και οδηγούσε στη νηστεία. Απομάκρυνε από τη φιλαργυρία και οδηγούσε στην ακτημοσύνη.
Απομάκρυνε από την ασέλγεια και οδηγούσε στην αγνεία. Απομάκρυνε από το θυμό και οδηγούσε στην πραότητα.
Απομάκρυνε από το φθόνο και οδηγούσε στη φιλία.
Απομάκρυνε από την άνετη κι ευχάριστη ζωή και οδηγούσε στη δύσκολη, τη σκληρή, τη γεμάτη θλίψεις.
Και μάλιστα οδηγούσε σ’ αυτήν εκείνους, που είχαν συνηθίσει στη ζωή των ανέσεων.
Γιατί δεν έγιναν, βέβαια, χριστιανοί, άνθρωποι που ζούσαν σ’ άλλους κόσμους και δεν είχαν αμαρτωλές συνήθειες, αλλά έγιναν εκείνοι που είχαν σαπίσει μέσα σ’ αυτές και είχαν γίνει πιο μαλακοί κι από τον πηλό.
Αυτούς κάλεσε να βαδίσουν τον σκληρό και τραχύ δρόμο.
Και τους έπεισε να τον βαδίσουν!
Πόσους έπεισε;
Όχι μόνο δυό η δέκα η είκοσι η εκατό, αλλ´ αμέτρητους.
Και με ποιούς τους έπεισε;
Με δώδεκα ανθρώπους αμόρφωτους, ακαλλιέργητους, άσημους, φτωχούς, χωρίς περιουσία, χωρίς σωματική δύναμη, χωρίς δόξα, χωρίς λαμπρή καταγωγή, χωρίς ρητορική ικανότητα.
Με δώδεκα ανθρώπους που ήταν ψαράδες, σκηνοποιοί, αλλόγλωσσοι.
Γιατί ούτε καν την ίδια γλώσσα δεν είχαν με τους ειδωλολάτρες.
Μιλούσαν την εβραϊκή, που ήταν πολύ διαφορετική απ' όλες τις άλλες γλώσσες.
Μ' αυτούς λοιπόν τους δώδεκα οικοδομήθηκε η Εκκλησία και απλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης.

Και δεν είναι μόνο τούτο το θαυμαστό, αλλά και το ότι αυτοί οι λίγοι, οι φτωχοί, οι αμόρφωτοι και περιφρονημένοι, που βάλθηκαν ν’ αλλάξουν την ανθρωπότητα, δεν έκαναν ανενόχλητοι το έργο τους.
Από παντού αντιμετώπιζαν αναρίθμητους πολέμους.
Τους πολεμούσαν σε κάθε έθνος και σε κάθε πόλη.
Αλλά τι λέω για έθνη και πόλεις;
Σε κάθε σπίτι ξεσηκωνόταν πόλεμος εναντίον τους.
Η διδασκαλία τους χώριζε πολλές φορές το παιδί από τον πατέρα, τη νύφη από την πεθερά, τον ένα αδελφό από τον άλλο, το δούλο από τον αφέντη, τον υπήκοο από τον άρχοντα, τον άνδρα από τη γυναίκα και τη γυναίκα από τον άνδρα.
Στην κάθε οικογένεια δεν πίστευαν όλοι ταυτόχρονα, κι έτσι οι χριστιανοί υπέμεναν καθημερινές διαμάχες, ακατάπαυστες εχθρότητες, μύριους θανάτους.
Σαν κοινούς αντιπάλους και εχθρούς όλοι τους πολεμούσαν. Τους καταδίωκαν οι βασιλιάδες, οι άρχοντες, οι υπήκοοι, οι ελεύθεροι, οι δούλοι, οι όχλοι, οι πόλεις.
Και δεν καταδίωκαν μόνο τους ίδιους, αλλά - πράγμα φοβερό - καταδίωκαν ακόμα και τους νεόφυτους κατηχούμενους, εκείνους δηλαδή που μόλις είχαν πιστέψει.
Προξενούσε φρίκη και οργή στους ειδωλολάτρες η σκέψη να εγκαταλείψουν τους βωμούς, να περιφρονήσουν τις θυσίες, που όλοι οι πατέρες και οι πρόγονοί τους τελούσαν, και να πιστέψουν στον Κύριο.
Να πιστέψουν σ’ Αυτόν που έλαβε ανθρώπινη σάρκα από την Παρθένο Μαρία, που δικάστηκε από τον Πιλάτο, που έπαθε αναρίθμητα δεινά κι εξευτελισμούς, που υπέμεινε τον ατιμωτικό θάνατο, που ενταφιάστηκε και αναστήθηκε.

Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι, ενώ τα πάθη του Κυρίου ήταν αναμφισβήτητα -πολλοί είχαν δει τις μαστιγώσεις, τα χτυπήματα, τα φτυσίματα, τα ραπίσματα, το σταυρό, τους χλευασμούς, τον τάφο-, δεν συνέβαινε το ίδιο και με την ανάσταση.
Ο Κύριος, μετά από την ανάστασή Του, εμφανίστηκε μόνο σε μαθητές.
Παρά το γεγονός αυτό, μιλούσαν για την ανάσταση και έπειθαν τους λαούς και οικοδομούσαν την Εκκλησία.
Πως; Με ποιόν τρόπο;
Με τη δύναμη του Κυρίου, που τους έστειλε να κηρύξουν το ευαγγέλιό Του στα έθνη.
Αυτός ήταν που τους άνοιξε το δρόμο.
Αυτός διευκόλυνε το δύσκολο έργο τους.
Αν δεν τους βοηθούσε η θεία δύναμη, ούτε καν θ’ άρχιζε η διάδοση του χριστιανισμού.
Γιατί ενώ οι τύραννοι οπλίζονταν εναντίον της Εκκλησίας, ενώ οι στρατιώτες πρότειναν τα όπλα τους, ενώ οι όχλοι μαίνονταν σαν αγριεμένη φωτιά, ενώ η κακή συνήθεια αντιπαρατασσόταν, ενώ ρήτορες, σοφιστές, πλούσιοι, ιδιώτες και άρχοντες ξεσηκώνονταν, ο λόγος του Θεού, πιο ισχυρός κι από φλόγα, έκανε στάχτη τ’ αγκάθια, καθάρισε τους αγρούς κι έσπειρε το λόγο του κηρύγματος.
Άλλοι από τους πιστούς ρίχνονταν στις φυλακές, άλλοι εξορίζονταν, άλλων οι περιουσίες δημεύονταν, άλλοι φονεύονταν, άλλοι διαμελίζονταν.
Και μολονότι οι χριστιανοί αντιμετωπίζονταν σαν κοινοί εγκληματίες, υπομένοντας κάθε είδος τιμωρίας, ατιμώσεως και διωγμού, όλο και περισσότεροι έρχονταν στην Εκκλησία.
Μάλιστα, όχι μόνο δεν αποθαρρύνονταν οι νέοι πιστοί από τα βασανιστήρια που έβλεπαν να υπομένουν οι παλαιότεροι, αλλά γίνονταν προθυμότεροι!
Μόνοι τους έτρεχαν, αβίαστα, ευγνωμονώντας τους βασανιστές τους. Γίνονταν θερμότεροι στην πίστη, βλέποντας τους χειμάρρους των αιμάτων των πιστών.

Είδες την ασύγκριτη δύναμη Εκείνου που έκανε όλ’ αυτά τα θαύματα; 
Πως είναι δυνατό να μη λυπάται κανείς, υποφέροντας τέτοια φρικτά μαρτύρια;
Όμως αυτοί χαίρονταν, σκιρτούσαν!
Αυτό ομολογεί, σαν παράδειγμα, ο άγιος ευαγγελιστής Λουκάς, πως έγινε και με τους αποστόλους, τότε που «έφυγαν από το συνέδριο χαρούμενοι, γιατί αξιώθηκαν να κακοποιηθούν για χάρη του Χριστού» (Πραξ. 5:41).
Κι ενώ ούτ’ ένα τοίχο δεν μπορεί να χτίσει κανείς με πέτρες και ασβέστη όταν καταδιώκεται, οι απόστολοι έχτιζαν την Εκκλησία σ’ όλη την οικουμένη υποφέροντας διωγμούς, φυλακίσεις, εξορίες και μαρτυρικούς θανάτους. Και δεν την έχτιζαν με πέτρες, αλλά με ψυχές, πράγμα πολύ δυσκολότερο.
Γιατί δεν είναι το ίδιο να χτίζεις ένα τοίχο με το να πείθεις διεφθαρμένες ψυχές ν’ αλλάζουν τρόπο ζωής, να εγκαταλείπουν τη δαιμονική μανία τους και ν’ ακολουθούν τη ζωή της αρετής.
Το κατόρθωσαν όμως αυτό, γιατί είχαν μαζί τους την ακαταμάχητη δύναμη του Κυρίου, που είχε προφητέψει: «Θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και δεν θα την κατανικήσουν οι δυνάμεις του άδη» (Ματθ. 16:18).
Συλλογίσου πόσοι τύραννοι πολέμησαν την Εκκλησία και πόσους φοβερούς διωγμούς ξεσήκωσαν εναντίον της...

Ο Αύγουστος, ο Τιβέριος, ο Γάιος, ο Νέρων, ο Βεσπασιανός, ο Τίτος και οι διάδοχοί τους μέχρι τον Μέγα Κωνσταντίνο, ήταν όλοι ειδωλολάτρες. Και όλοι -άλλος ηπιότερα, άλλος σκληρότερα- πολεμούσαν την Εκκλησία. Την πολεμούσαν όλοι. Κι αν μερικοί δεν ξεσήκωναν οι ίδιοι διωγμούς, όμως η προσήλωσή τους στην ειδωλολατρία υποκινούσε στον αγώνα εναντίον της Εκκλησίας όσους ήθελαν να τους κολακέψουν.
Παρ’ όλα αυτά, τα κακόβουλα σχέδια και οι επιθέσεις των ειδωλολατρών διαλύθηκαν σαν ιστοί αράχνης, σκορπίστηκαν σαν σκόνη, εξαφανίστηκαν σαν καπνός.
Άλλα και όσα σχεδίαζαν εναντίον της Εκκλησίας, έγιναν αφορμή να προκύψει μεγάλη ωφέλεια στους χριστιανούς.
Γιατί δημιούργησαν τις χορείες των μαρτύρων, που αποτελούν το θησαυρό, τους στύλους, τους πύργους της Εκκλησίας.

Βλέπεις λοιπόν τη θαυμαστή εκπλήρωση της προφητείας;
Πραγματικά, «οι δυνάμεις του άδη δεν θα την κατανικήσουν».
Από τα παρελθόντα όμως, πίστευε και για τα μέλλοντα.
Και στο μέλλον κανείς δεν θα μπορέσει να νικήσει την Εκκλησία.
Γιατί αν δεν κατόρθωσαν να τη συντρίψουν όταν αριθμούσε λίγα μέλη, όταν η διδασκαλία της φαινόταν καινούργια και παράξενη, όταν τόσοι φοβεροί πόλεμοι και τόσοι πολλοί διωγμοί από παντού ξεσηκώνονταν εναντίον της, πολύ περισσότερο δεν θα μπορέσουν να τη βλάψουν τώρα, που κυριάρχησε σ’ όλη την οικουμένη, που κυρίεψε όλα τα έθνη και που εξαφάνισε τους βωμούς και τα είδωλα, τις γιορτές και τις τελετές, τον καπνό και την τσίκνα των αισχρών θυσιών.

Πως πέτυχαν οι απόστολοι ένα τόσο μεγάλο, ένα τόσο σπουδαίο κατόρθωμα, έπειτα από τόσα εμπόδια;
Ασφαλώς με τη θεϊκή και ακαταμάχητη δύναμη Εκείνου, που προφήτεψε τη δημιουργία και το θρίαμβο της Εκκλησίας. Αυτό κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί, εκτός κι αν είναι ανόητος και εντελώς ανίκανος να σκέφτεται.

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

«Οὐδέποτε διά μεσότητος, ἄνθρωπε, τά ἐκκλησιαστικά διωρθώθη»*

ag Markos Eygenikos
Τοῦ ἐν ῾Αγίοις πατρός ἡμῶν Μάρκου ᾿Επισκόπου ᾿Εφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ 

᾿Ενδοξότατε, σοφώτατε, λογικώτατε καί ποθεινότατε εἰς ἐμέ ἀδελφέ καί πνευματικέ μου υἱέ, κύριε Γεώργιε, εὔχομαι πρός τόν Θεόν νά εἶσαι ὑγιής ψυχικῶς καί σωματικῶς καί σέ ὅλα νά ἔχεις καλῶς. Μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἐγώ εἶμαι ἀρκετά καλά κατά τήν ὑγεία τοῦ σώματος.


῞Οση χαρά μᾶς γέμισες, ὅταν τάχθηκες μέ τήν ὀρθή πίστη καί τό εὐσεβές καί πάτριο φρόνημα, καί ὑποστήριξες τήν ἀλήθεια, πού οἱ ἄδικοι κριτές καταδίκασαν, τόση -ἀπεναντίας- λύπη καί κατήφεια μᾶς κυρίευσε, ὅταν ἀκούσαμε τήν μεταβολή σου καί πάλι τά ἀντίθετα νά φρονεῖς καί νά λέγεις, καί νά συντρέχεις τούς κακούς οἰκονόμους μέ τήν θεωρία τῆς «μεσότητας» καί τῆς «οἰκονομίας». Εἶναι ἄραγε καλές αὐτές οἱ θεωρίες καί ἄξιες μιᾶς ψυχῆς ποῦ φιλοσοφεῖ;

Καί ἐνῷ ἐγώ σκεπτόμουν νά σοῦ πλέξω τό ἐγκώμιο καί εἶχα κατά νοῦ τόν μέγα Γρηγόριο τόν τῆς Θεολογίας ἐπώνυμο, ὁ ὁποῖος ἐπαινοῦσε κάποιον φιλόσοφο ῎Ηρωνα λεγόμενο, ἀντιστεκόμενο στήν πλάνη τῶν ᾿Αρειανῶν μέ τά λόγια ὅτι ἀφοῦ μέ μαστίγιο καταξεσχίσθηκε τό σῶμα του, πῆγε στήν ἐξορία. Σύ ὅμως δίχως οὔτε τοῦ ἑνός, οὔτε τοῦ ἄλλου λυπηροῦ πεῖρα νά ἀποκτήσεις, μόνον μέ ἀπειλές, ἀπ' ὅτι φαίνεται, πτοήθηκες καί ἔτσι εὔκολα ἀμέσως ἐπρόδωσες τήν ἀλήθεια. «Τίς δώσει τῇ κεφαλῇ μου ὕδωρ καί τοῖς ὀφθαλμοῖς μου πηγήν δακρύων καί κλαύσομαι τήν θυγατέρα Σιών» τήν τοῦ φιλοσόφου (ἐννοῶ) ψυχή «(ἶ)ιπιζομένην καί μεταφοερομένην, ὡς χνοῦς ἀπό ἅλωνος θερινῆς». ᾿Αλλά θά πεῖς ἴσως, ὅτι δέν πῆγες στήν ἀντίθετη πλευρά, ἀλλά ὅτι σέ μιά μέση κατάσταση καί κάποια «οἰκονομία» ἀποβλέπεις. Οὐδέποτε μέ τίς μέσες καταστάσεις, ἄνθρωπέ μου, διορθώθηκαν τά ἐκκλησιαστικά. Δέν ὑπάρχει μέση κατάσταση μεταξύ ἀληθείας καί ψεύδους. ᾿Αλλά, ὅπως ὅποιος φεύγει ἀπό τό φῶς, στό σκοτάδι -κατ' ἀνάγκην- μεταφέρεται, ἔτσι καί αὐτός πού παρεκκλίνει ἔστω καί λίγο ἀπό τήν ἀλήθεια στό ψεῦδος πλέον ἀνήκει, θά λέγαμε ἀληθῶς. Καίτοι μπορεῖ κανείς νά μιλήση γιά μέση κατάσταση μεταξύ φωτός καί σκότους, αὐτό πού καλεῖται λυκαυγές ἤ λυκόφως, ὅμως μέση κατάσταση μεταξύ ἀληθείας καί ψεύδους δέν θά μπορέσει νά ἀνακαλύψει κανείς ὅσο πολύ καί ἄν κοπιάσει.

῎Ακουσε πῶς «ἐγκωμιάζει» τήν Σύνοδο πού εἰσηγεῖται τήν μέση κατάσταση ὁ πολύς ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριος. «᾿Εκείνη ἡ Σύνοδος μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ, εἴτε Πύργος τῆς Χαλάνης (τῆς Βαβέλ) στόν ὁποῖο ὁ Θεός καλῶς προκάλεσε τήν σύγχυση τῶν γλωσσῶν (ὅπως καί ἔπρεπε, διότι ἡ συμφωνία ἦταν γιά κακό), εἴτε τό Συνέδριο τοῦ Καϊάφα, πού κατέκρινε τόν Χριστό, εἴτε κάτι παρόμοιο. Διότι αὐτή τά πάντα ἀνέτρεψε καί συνέχεε. Τό μέν εὐσεβές καί παλαιό δόγμα γιά τό ὁμότιμον τῆς ῾Αγίας Τριάδος κατέλυσε, προσπαθῶντας μέ διάφορα τεχνάσματα νά γκρεμίσει τό ὁμοούσιον, πρός δέ τήν ἀσέβεια ἄνοιξε τήν θύρα μέ τήν μεσότητα τῆς διατυπώσεως. Διότι ἔγιναν σοφοί γιά νά πράττουν τά κακά ἐνῷ τό νά πράττουν τά καλά δέν ἐγνώρισαν". ᾿Αλλά δέν ταιριάζουν αὐτά καί γιά τήν δική μας τωρινή Σύνοδο1; Καί πολύ μάλιστα, ἐγώ θά ἔλεγα. ᾿Αλλά, ὅσο δέν ἦταν καί τόσο πρόθυμη νά μεταχειρισθεῖ τήν μεσότητα καί τήν διπλόη τόσο ἐμποδιζόταν ἀπό τούς μισθοδότες (Λατίνους). Γι' αὐτό καί φανερά τήν βλασφημία ἐξέφρασε κατά τίς προσδοκίες ἐκείνων. Μᾶλλον, ὅπως εἶπε ὁ προφήτης «᾿Ωά ἀσπίδων ἔρρηξαν καί ἱστόν ἀράχνης ὑφαίνουσι». Καί ὄντως, ἱστός ἀράχνης εἶναι ὁ ὅρος πού αὐτοί συνέθεσαν καί ὀνόμασαν. ῞Ας μή μᾶς ἐξαπατοῦν λοιπόν μέ τήν υἱοθέτηση τῆς μεσότητας καί τῆς διπλόης. Καϊαφαϊκό Συνέδριο εἶναι, ὅσο ἡ ἕνωση πού ἔκαναν τήν ᾿Εκκλησία ἐπισκιάζει.

Μέχρι πότε, ἀγαπητέ, θά ἀπασχολεῖς στά μάταια τό εὐγενικό καί φιλότιμο τῆς ψυχῆς σου; Μέχρι πότε θά ζεῖς στά ὄνειρα, καί πότε ἐσύ θά ἐπιδιώξεις τήν ἀλήθεια μέ τόν πρέποντα ζῆλο; Φεῦγε ἀπό τήν Αἴγυπτο δίχως ἐπιστροφή. Φεῦγε ἀπό τά Σόδομα καί τά Γόμορα. Πήγαινε πρός τό ῎Ορος νά σωθεῖς καί νά μή συμπεριληφθεῖς στήν καταστροφή. ᾿Αλλά σέ ἔχει κυριεύσει ἡ κενοδοξία καί ὁ ψευδώνυμος πλοῦτος, καί τά κομψά καί ἀνθοστόλιστα ἐνδύματα καί τά ὑπόλοιπα πού συνθέτουν τήν κοσμική εὐημερία. ᾿Αλοίμονο στήν ἀφιλόσοφο διάνοια τοῦ φιλοσόφου! ᾿Αναλογίσου αὐτούς πού πρίν ἀπό ἐσέ ἀσχολήθηκαν μέ αὐτά πού σύ θεωρεῖς σημαντικά.

Αὔριο καί ἐσύ θά κατεβεῖς στόν ῞Αδη, ἀφήνοντας τά πάντα πίσω σου ἐπάνω στή γῆ. Καί τότε θά σοῦ ζητηθεῖ λόγος μέ πολλή ἀκρίβεια γιά τά ὅσα ἔπραξες ἐν ζωῇ, ὅπως ἀκριβῶς καί ἀπό τήν ψευδώνυμη Σύνοδο θά ζητηθεῖ τό αἷμα τῶν χαμένων ψυχῶν πού σκαναλίσθηκαν ὡς πρός τήν πίστη αὐτῶν πού δέχθηκαν στίς ψυχές τους τήν ἀφόρητη καί ἀσυγχώρητη βλασφημία κατά τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί νά ἀναφέρουν τήν ὕπαρξή Του σέ δύο ἀρχές (ἐνν. τήν αἵρεση τοῦ φιλιόκβε), αὐτῶν πού ὑποτάχθηκαν στά λατινικά ἄθεσμα καί καταγέλαστα ἔθη, καί ἕλκυσαν τίς ἀρές καί τά ἀναθέματα ἐπάνω στά κεφάλια τους ἐξαιτίας τῆς καινοτομίας στά θέματα τῆς πίστεως.

᾿Αλλά, δῆθεν, γιά τήν σωτηρία καί προκοπή τοῦ γένους ἔγινε ἡ ἕνωση ἀπό αὐτούς. Δέν βλέπεις, τούς ἐχθρούς τοῦ Σταυροῦ (τούς Τούρκους) πῶς φεύγουν, καί ἕνας δικός μας νά διώκει χιλίους καί νά τρέπει σέ ὑποχώρηση εἴκοσι χιλιάδες; Καί ὅμως, ἀκριβῶς τό ἀντίθετο βλέπουμε. Διότι «ἐάν μή Κύριος οἰκοδομεῖ» τήν ἐξουσία μας «εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες»· ἐάν μή Κύριος φυλάξη τήν πολη μας «εἰς μάτην ἠγρύπνησαν οἱ διά τῶν χρυσίων τοῦ Πάπα ταύτην φυλάσσοντες».

᾿Αλλά, ἔλα λοιπόν, σύνελθε καί «ἄφες τούς νεκρούς θάπτειν τούς ἑαυτούς νεκρούς». ῎Αφησε «τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι» καί δώσε στόν Θεό τήν ψυχή πού κτίσθηκε καί στολίσθηκε ἀπό ᾿Εκεῖνον. Κατάλαβε τό χρέος σου πρός Αὐτόν καί δώσε τά ὀφειλόμενα.

Ναί, σέ παρακαλῶ, φίλτατε καί σοφώτατε, κάνε νά χαρῶ μέ τήν ἐπιστροφή σου καί νά δοξάσω τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἄς σέ διαφυλάττει ἀπό κάθε κακό πού μπορεῖ νά σοῦ τύχει.

῾Ο ταπεινός Μητροπολίτης 
᾿Εφέσου καί πάσης ᾿Ασίας
Μάρκος




῾Η ᾿Επιστολή ἀπευθύνεται στόν Γεώργιον τόν Σχολάριον τόν μετέπειτα γενόμενο Μοναχό Γεννάδιο καί πρῶτο Πατριάρχη μετά τήν ἅλωση. ῾Ο Γεώργιος Σχολάριος ἦταν κάτοχος τῆς Φιλοσοφίας, ἕνας ἀπό τούς πιό μορφωμένους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του. ᾿Αρχικῶς εἶχε δεχθεῖ τήν ἀπόφαση τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας. ῎Επειτα, πείσθηκε ἀπό τόν ῞Αγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό καί ἔγινε ἀνθενωτικός καί διαδέχθηκε τόν ῞Αγιο Μάρκο στήν ἡγεσία τῆς ἀνθενωτικῆς μερίδος.

Πρόκειται γιά τήν καλύτερη ἀπάντηση στούς σύγχρονους κήρυκες τῆς «μεσότητος», δηλαδή τῆς θεωρίας ὅτι δέν πρέπει νά εἴμεθα οὔτε οἰκουμενιστές, οὔτε ζηλωτές ἀλλά νά βαδίζουμε τήν «μέση καί βασιλική ὁδό» μεταξύ ἀληθείας καί ψεύδους!

† Ο.Μ.Φ.



Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

ΠΟΤΕ ΕΙΣΑΚΟΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΟ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΑΣ; (Ὁσίου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου)

Να πώς πρέπει να ζητάς κάτι, από το Θεό: «Κύριε, Εσύ βλέπεις ότι χρειάζομαι το τάδε πράγμα ή ότι υποφέρω από τη δείνα συμφορά. Βοήθησέ με, όπως ξέρεις και όπως θέλεις! Γενηθήτω το θέλημα Σου…»,

Μ’ αυτή την εσωτερική τοποθέτηση, να προσεύχεσαι πολύ. Όχι μια φορά, εστω και παρατεταμένα, ούτε για μια μέρα μόνο,αλλά για εβδομάδες, μήνες, χρόνια… Όλο να ικετεύεις, όλο να κραυγάζεις: «Κύριε, βοήθησέ με! Κύριε, λύτρωσέ με! Ωστόσο, ας μη γίνει ό,τι θέλω εγώ, μα ό,τι θέλεις Εσύ». Αυτό ακριβώς έλεγε και ο Χριστός στη Γεθσημανή, όταν προσευχόταν στον Πατέρα Του. Και η χήρα της ευαγγελικής παραβολής βρήκε τελικά το δίκιο της από τον άδικο εκείνο δικαστή, μόνο και μόνο επειδή δεν κουράστηκε να τον παρακαλάει για πολύ καιρό. Κάποιος σοφός είπε το λόγο τούτο: «Πρέπει να γίνεις φορτικός στο Θεό και στους άγιους Του!».

Γιατί ο Κύριος δεν εκπληρώνει πάντοτε τα αιτήμα­τά μας;

Η προσευχή ποτέ δεν πάει χαμένη, είτε ο Θεός μας εισακούει είτε όχι. Και φυσικό είναι να μη μας εισακούει πάντα, γιατί συχνά Του ζητάμε πράγματα άχρηστα και ανώφελα. Και τότε όμως, εκτιμώντας τον κόπο της προσευχής μας, μας δίνει, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, κάτι άλλο, χρήσιμο και ωφέλιμο.

Αυτός που σας είπε, «Και τί κέρδισες ως τώρα από την προσευχή;», είναι ανόητος. Εμείς όταν προσευχόμαστε, ζητάμε από το Θεό κάτι που θεωρούμε αγαθό. Αν, όμως, στην πραγματικότητα είναι ή θα αποβεί επιζήμιο – και αυτό το ξέρει ο Παντογνώστης- τότε Εκείνος δεν εκπληρώνει το αίτημά μας. Μη εκπληρώνοντάς το, λοιπόν, μας ευεργετεί, γιατί αλλιώς θα παθαίναμε κακό, κακό που δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε.

(Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Χειραγωγία στην πνευματική ζωή», Ι. Μ. Παρακλήτου)


Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Οἱ ἅγιοί μας εἶχαν ὡς γνώρισμα τήν ταπείνωση καὶ τήν αὐτομεμψία! Ἕνα διδακτικὸ παράδειγμα!




ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ καί ΜΕΤΡΟ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΑΣ είναι οἱ ἅγιοι πατέρες μας. Μὲ αὐτοὺς πρέπει νὰ κάνουμε σύγκριση διὰ νὰ δοῦμε ἐὰν βαδίζουμε σωστά. Αὐτοὺς ἔχουμε ὡς μίμηση, διότι αὐτοὶ πρῶτοι ἐμιμήθησαν τὸν Δεσπότη Χριστὸ ἀγιάζοντας ἔτσι τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τους. Αὐτοὶ «ἐξῆλθον εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἰάθησαν, καὶ γεγόνασιν ἰατροὶ καὶ ἀνακάμψαντες ἐκεῖθεν ἄλλους ἰάσαντο».

«Ἕνας νέος μοναχός ἐπεσκέφθη τόν Ἀββᾶ Θεόδωρο προκειμένου νά τοῦ πῆ μιά μεγάλη στενοχώρια πού εἶχε.

·        Στόν κόσμο Γέροντα, εἶπε ὁ μοναχός, ἤμουν καλύτερος. Νήστευα πιό πολύ, ἔκανα πολλές προσευχές, ἀγρυπνίες, εἶχα κατάνυξη, ἔκανα ἀγαθοεργίες. Ἐδῶ στήν ἔρημο, τά ἔχασα αὐτά καί φοβᾶμαι μήπως χάσω καί τήν ψυχή μου.

·                    Ἔχεις δίκηο, τοῦ εἶπε ὁ σοφός καί διορατικός Γέροντας. Ἀλλά αὐτά πού ἔκανες στόν κόσμο δέν ἦταν τίποτε ἄλλο παρά ἔργο κενοδοξίας καί τό μόνο πού ἐπιζητοῦσες ἦταν ὁ ἀνθρώπινος ἔπαινος. Ἤθελες νά σοῦ λένε μπράβο οἱ ἄνθρωποι. Ὅμως ὁ Θεός δέν τά δεχόταν τά ἔργα σου καί τίς πράξεις σου. Ἀντίθετα ὁ διάβολος χαιρόταν μέ τήν ἐπίπλαστη εὐσέβειά σου. Τώρα ὅμως πού ἀποφάσισες νά ἀγωνιστῆς σωστά καί κατατάχτηκες ὁριστικά στό στρατό τοῦ Κυρίου, ὁ διάβολος λυπήθηκε καί ὁπλίστηκε δυνατά ἐναντίον σου. Ἐδῶ δέν δέχεσαι τούς ἐπαίνους τῶν κοσμικῶν, ἀλλά μαθαίνεις τήν ταπείνωση. Ἐδῶ συντρίβεται τό ἐγώ σου καί βρίσκεις σιγά σιγά τήν πνευματική σου ἰσορροπία. Μάθε παιδί μου, ὅτι ἀρέσει πιό πολύ στόν Κύριό μας ἕνας μόνο ψαλμός,ὅταν τόν λές μέ ταπείνωση καί συντριβή καρδίας, παρά χίλιοι ψαλμοί σάν αὐτούς πού ἔλεγες στόν κόσμο γιά νά ἐπιδεικνύης τήν δῆθεν εὐσέβειά σου καί νά ἀπολαμβάνης τούς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων,νομίζοντας ὅτι κάποιος εἶσαι. Ὅ,τι ἔκανες στόν κόσμο ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς κενοδοξίας σου.

                    Ὁ νέος ἐπέμεινε. Γέροντα ἐδῶ δέν κάνω τίποτα. Ἐκεῖ ἤμουν καλύτερος.

·                    Ἄκουσε, παιδί μου, εἶπε μέ αὐστηρότητα ὁ φωτισμένος Ἀββάς,καί αὐτό πού κάνεις αὐτή τή στιγμή, νά ἐπιμένης νομίζοντας ὅτι στόν κόσμο ἤσουν καλύτερος, εἶναι ὑπερηφάνεια. Θυμᾶσαι τόν Φαρισαῖο τῆς παραβολῆς; Καί αὐτός τήν ἴδια γνώμη εἶχε γιά τόν ἑαυτό του καί καταδικάστηκε. Εἶχε ὑψηλόφρονες, ὑπερήφανους λογισμούς. Νόμιζε ὅτι αὐτός ἦταν ὁ καλύτερος. Ὅτι οἱ ἄλλοι δέν ἦταν τίποτα μπροστά του. Πίστευε ὅτι ἦταν ὁ πιό εὐσεβής καί ὁ καλύτερος τηρητής τοῦ νόμου.

Ἐπίσης,θυμᾶσαι τόν τελώνη; Δικαιώθηκε γιατί εἶχε αὐτογνωσία τήν ὁποία πέτυχε μέσα ἀπό τήν ταπείνωση. Πιό ἀρεστός εἶναι στό Θεό ὁ ἁμαρτωλός, μέ τή συντετριμμένη καρδιά καί τίς ταπεινές σκέψεις, παρά ὁ ὑψηλόφρων «ἐνάρετος».


Πόσο ἁπλὰ καὶ κατανοητά τά λέγουν!

Οἱ ἅγιοί μας εἶχαν ὡς γνώρισμα τήν ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ καὶ τήν ΑΥΤΟΜΕΜΨΙΑ!

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

Λόγος περί τῆς ὑποθέσεως τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαῖου (Ἃγιος Ἀνδρέας, Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης)

Το περιεχόμενον της παραβολής του Τελώνου και του Φαρισαίου αποτελεί κάτι σαν προγύμνασμα και προετοιμασία, γι’ αυτούς που θέλουν να πλησιάσουν την ιερά ταπείνωση, που περιέχεται σε όλες τις αρετές, επάνω στις οποίες στηρίζεται πράγματι η Βασιλεία των ουρανών, και να απέχουν από την θεομίσητον αλαζονείαν, η οποία αποτρέπει τον άνθρωπον από κάθε φιλόχριστον αρετή. Ποίος λοιπόν δεν θα ποθήση να μιμηθή τον τελώνην και την επιστροφήν και την μετάνοιάν του, και δεν θα αποστραφή την έπαρση του Φαρισαίου, αφού η μεν ταπείνωσις συνδέεται με τον Χριστόν, η δε αλαζονεία με τον υπερήφανον δαίμονα;

Η αλαζονεία είναι χωρίς αμφιβολία αυτή που έκανε τον πρώτον από τους αγγέλους, που ονομαζόταν και εωσφόρος, διάβολον. Αυτή εξεδίωξε τον γενάρχην Αδάμ από τον Παράδεισον. «Καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς». «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Αυτή καταδικάζει τον Φαραώ: «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός». Αυτή κατέβαλε τον Ναβουχοδονόσορα, διότι «Κυρίω Θεώ σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις», και «ου ποιήσεις ουδέν ομοίωμα». Αν και του ενός η αρρώστια εθεραπεύθη, ενώ του άλλου το πάθος κατήντησεν έξις. Αληθώς, πυρετός είναι η υπερηφάνεια που αδρανοποιεί την ευαισθησία του αρρώστου, ψυχασθένεια φοβερά που ερεθίζει τον άνθρωπο προς πτώσιν, υδρωπικία είναι, γεμάτη από υγρό και αέρα. «Τις γαρ αναβήσεται εις το όρος Κυρίου; Αθώος χερσί και καθαρός τη καρδία, ος ουκ έλαβε επί ματαίω την ψυχήν αυτού». Τοιαύτη ήταν η ματαιότης και η αγερωχία του Τύρου, που αφαιρώντας του και την τελευταίαν ικμάδα χάριτος, τον άφησε σαν ξηραμένην γη. Οπωσδήποτε το γνωρίζετε αυτό και με τον λόγο και με την πείρα. Ο αλαζών δεν αισθάνεται την ανάγκη της τελειοποιητικής χάριτος του Θεού, και γι’ αυτό είναι άνυδρος και ξηρός, αφού του λείπει η ζωτική θερμότης και η ζωογόνος υγρασία. Σ’ αυτόν, όπως στο απογυμνωμένον δένδρο, φτιάχνει την φωλιά του ο νυκτοκόρακας διάβολος.

Και με ένα λόγον, η ταπείνωσις είναι τροφός των αρετών, αρχή και τέλος και κεφαλή του κάλλους της χριστιανικής ευσεβείας. Αφανισμός των παθών, διατήρησις της υγρασίας στην ρίζα της πίστεως. Η ταπείνωσις συνυπάρχει με τον φόβον του Θεού, ο οποίος διώκει την ανομίαν, όπως είπαν και ο Ιερεμίας και ο Σολομών. Είναι αληθές ότι «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου». Αυτή κάνει τον Τελώνη κήρυκα του Πνεύματος, η δε αλαζονεία κατασκευάζει τον Φαρισαίον, τύμπανον κενό που ματαίως αλαλάζει. Αληθώς σαν τα ρόδια των Σοδόμων είναι ο υποκριτής, πεπόνι όμορφον απ’ έξω, αλλά εσωτερικώς σάπιος και άχαρος.

Ανέβη στον ναόν ο Τελώνης, και μάλιστα ανέβη και σωματικώς και ψυχικώς. Ανέβη στον ναόν ο Φαρισαίος σωματικώς, όχι όμως και ψυχικώς. Διότι ο μεν ένας ανέβη κατεβαίνοντας ψυχικώς με την ταπείνωση, ενώ ο άλλος κατέβη ψυχικώς ανεβαίνοντας με την υπερηφάνεια. Ο ένας ανέβη με «αναβάσεις εν τη καρδία αυτού», κατά τον Δαυίδ, επήρε δηλαδή τον δρόμο που οδηγεί στον Παράδεισον, ενώ ο άλλος κατέβη κατεβαίνοντας στον εωσφόρο, τον αρχηγόν της υπερηφανείας. Ο ένας ανέβη με την ανάβαση και την επίδοση στις αρετές, ενώ ο άλλος κατέβη από τις αρετές, και από αυτές επέρασε στις κακίες.

Πολλοί έρχονται μέσα στον ναόν, αλλά λίγοι μετέχουν της ιερότητός του, διότι δεν είναι άξιοι του οίκου του Θεού. Επειδή ο υπερήφανος «ου μένει εν τη αγάπη, ο δε μη μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ ου μένει», κατά τον Ιωάννην. Ενώ αυτός που παραμένει στην αγάπη, μένει στον Θεόν, και ο Θεός σ’ αυτόν, και είναι ναός Θεού, σύμφωνα με τον Παύλον. Αυτοί οι άνθρωποι κυρίως εισέρχονται στον ιερόν ναό του Θεού, στους οποίους και ο Θεός ενεργεί με ιδιαίτερον τρόπο. Φωτίζει δε ο Θεός μόνον τους νηπίους και μικρούς, κατά τον μουσουργόν Δαυίδ. Διότι «όπου ταπείνωσις, εκεί και σοφία» κατά τον Σολομώντα. Σοφία πίστεως και σοφία πράξεως.

Αυτή η σοφία έλειπε από τον Φαρισαίο, γι’ αυτό και σαν υποκριτής που είναι, ευχαριστεί μόνον για τα εξωτερικά τον Θεόν, εσωτερικώς δε γίνεται αχάριστος προς τον Θεόν. Διότι δεν τηρεί την εντολήν «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Ήταν καλός ο λόγος «ευχαριστώ σοι», επειδή ο Φαρισαίος δεν απέδιδε την αρετήν στον εαυτόν του, όπως ο Ναβουχοδονόσορ και ο Σεμεΐας και ο Πέτρος. Σ’ αυτήν την υπερηφάνεια είχε πέσει ο εωσφόρος και ο Αδάμ. Ενόμιζε όμως πως έχει αυτό που δεν είχε. Και αν το είχε, το έχασε με την υπερηφάνεια. Επειδή κι εκείνος που έχει, οφείλει να ομολογή ότι δεν έχει, και να λέγη: «Αχρείος δούλος ειμί», επειδή «ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων».

Πράγματι αποβάλλει την αρετήν αυτός που δεν ταπεινώνεται και αυτός που δεν αγαπά, καταφρονεί. Αληθώς, είναι αρχή κάθε είδους αμαρτίας η υπερηφάνεια. Αυτήν ακολουθεί ο φθόνος, τον φθόνον ο φόνος. Εξ αιτίας αυτής ο Αβεσσαλώμ βλέπει σαν εχθρόν τον πατέρα του, και σπεύδει να τον φονεύση. Είναι όντως χειρότερος ο κρυφός κακός από τον φανερόν, και δεν διαφέρει από τον διάβολον, ο οποίος εξηπάτησε τον πρωτόπλαστο με τον όφιν.

Γι’ αυτό ο φανερά κακότροπος δικαιώνεται, και ο αφανής καταδικάζεται. Επειδή ο ένας έχει μόνον τους κακούς τρόπους, ενώ στον άλλον ακολουθούν το ψεύδος και η απάτη, και γι’ αυτό η άκρα αλήθεια τον αποδιώκει. Επειδή η αγάπη είναι που χαρακτηρίζει τους εκλεκτούς, σύμφωνα με την δευτέραν επιστολή του Πέτρου, το πρώτο κεφάλαιο της προς Εφεσίους του Παύλου και το τρίτο προς Κολασσαείς, η δε έχθρα αποδοκιμάζει.

Ο Τελώνης ανεγνώρισε την αμαρτία του, και εδικαιώθη, φεύγοντας μακριά της. Γι’ αυτό και ζει, σύμφωνα με τον Ιεζεκιήλ. Αυτή την ζωήν ηύρε και ο Δαυίδ, όπως του απεκάλυψε ο Νάθαν. Ο Φαρισαίος δεν ανεγνώρισε την αμαρτία του και έφυγε μακριά από την ζωή. Και πρόσεξε πάλι καλά τι λέγει το Ευαγγέλιον: «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το Ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος Τελώνης». Για παραδειγματισμόν των ανθρώπων οι οποίοι δικαιώνουν τους εαυτούς των και εξουθενώνουν αυτούς που αμαρτάνουν. Παρουσιάζει ο Κύριος τον Φαρισαίον ως παράδειγμα των υπερηφάνων, τον δε Τελώνην ως παράδειγμα αυτών που αμαρτάνουν αλλά προσεύχονται και εξομολογούνται με συντετριμμένην καρδίαν, ώστε να μας διδάξη όλους να μισούμε την υπερηφάνεια, την δε ταπείνωση να την αγαπούμε.

Δείχνει καθαρά από αυτήν την παραβολήν ο Χριστός, ότι η μεν δικαιοσύνη και η αρετή είναι μεγάλες και φέρουν τον άνθρωπο κοντά στον Θεόν, όταν όμως συνδυασθούν με την υπερηφάνεια, ρίπτουν τον άνθρωπο στον κατώτερον βυθό. Αυτό έπαθε και ο Φαρισαίος και από αυτήν την αιτία κατεκρίθη και κατέληξε στην απώλεια. Διότι η αδικία και η αμαρτία είναι βδελυκτή και μισητή και βαρυτέρα από κάθε κακίαν, και απομακρύνει τον άνθρωπον από τον Θεόν. Ενώ η ταπείνωσις με την μετάνοια και την εξομολόγηση, τον δικαιώνει και τον αξιώνει της σωτηρίας, τον φέρει δε και τον τοποθετεί κοντά στον Θεόν. Αυτό ηύρε ο Τελώνης και από αυτήν την αιτίαν εδικαιώθη και ηξιώθη της σωτηρίας.

«Ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν, είπε. Ο Θεός ευχαριστώ σοι, ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι». Αλίμονο, τι υπερηφάνεια! Ο Κύριος και ο Ησαΐας την κατακρίνουν, επειδή αυτή κατέβασε τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, και προξένησε στον Φαραώ το θράσος και ακολούθως όλα τα κακά τότε στην Αίγυπτο. Αλίμονο στο αναιδέστατο στόμα. Δεν είμαι, λέγει, όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός εδώ ο Τελώνης. Ως αρχή της υπερηφανείας εμφανίζεται η ύβρις. Διότι όποιος περιφρονεί τους άλλους και τους θεωρεί σαν ένα τίποτε, και τους αποστρέφεται, άλλους ως πτωχούς, άλλους ως ταπεινής καταγωγής, άλλους ως αμαθείς και απλοϊκούς, άλλους δε ως αδίκους και αμαρτωλούς, από αυτήν την ύβρη παρασύρεται, και μόνον τον εαυτόν του θεωρεί σοφόν, συνετόν, ευγενή, πλούσιον, δυνατόν, δίκαιον και ανώτερον από όλους τους ανθρώπους. Πράγματι, η ύβρις είναι αρχή της υπερηφανείας, και η υπερηφάνεια κακόν γεννημένον από την ύβρη. Γι’ αυτό και η περιβόητος ημέρα του Κυρίου θα εκδικηθή κάθε υβριστήν και υπερήφανον, επειδή οι αμαρτίες αυτές ως συγγενείς τιμωρούνται με τον ίδιον τρόπο.

Ο Φαρισαίος έδειξε και με το σχήμα και με την στάση του την υψηλοφροσύνη και την αλαζονεία που είχε. Και τα λόγια του στην αρχή μεν ήσαν λόγια ευγνωμοσύνης, διότι έλεγε «ο Θεός ευχαριστώ σοι». Μετά απ’ αυτά όμως, όσα είπε ήσαν γεμάτα από αλαζονεία και υπερηφάνεια. Επειδή δεν είπε: Συ με δημιούργησες, Κύριέ μου, και με την βοήθεια την ιδική σου ελευθερώνομαι από κάθε αδικία και αρπαγήν και από τα άλλα κακά. Διότι λέγει: «Τι έχεις ο ουκ έλαβες;». Αλλά όλα τα κατορθώματα θεωρούσε ότι τα είχε κατορθώσει με την ιδικήν του δύναμη. Κάθε άνθρωπος πρέπει να γνωρίζη με βεβαιότητα ότι χωρίς την βοήθεια του Θεού, δεν ημπορεί, ούτε έχει τη δύναμη να κατορθώση κάτι καλό. «Χωρίς εμού» λέγει ο Χριστός «ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Και ο Απόστολος «ου του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού»...

Γι’ αυτό ο μεν Τελώνης ήταν κήπος που έπλεε στα πνευματικά ύδατα, ο δε Φαρισαίος βαλανιδιά χωρίς φύλλα, σύμφωνα με τον Ησαΐα και τον Σολομώντα. Διότι αν και έχουμε τιμηθή με το αυτεξούσιον της προαιρέσεως, αλλ’ όμως χωρίς την συμμαχίαν από υψηλά, κανένα ανδραγάθημα δεν θα κατορθώσωμε να επιτελέσωμε. Μη λοιπόν θεωρούμε ιδικές μας τις νίκες στους αγώνες. Ιδική μας είναι μόνον η προαίρεσις για το καλλίτερον, και η προσπάθεια, του Θεού δε η πραγματοποίησις της αγαθής επιθυμίας και διαθέσεως εκείνου ο οποίος δεν έχει εκ φύσεως την δυνατότητα, αλλά λαμβάνει από την χάρη την ικανότητα να λέγη «ημπορώ…». Ο αντίθετος ισχυρισμός είναι περιαυτολογία και καύχησις. «Τι γαρ έχεις o ουκ έλαβες; ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;».

«Νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Επειδή κατηγόρησε τους άλλους ανθρώπους και τον Τελώνην ο Φαρισαίος ότι είναι μοιχοί και άρπαγες, αυτός προβάλει αλαζονικώς απέναντι από την μοιχεία την νηστεία. Επειδή η πορνεία προέρχεται από την απόλαυση. Διότι ο χορτασμός είναι πατέρας της ύβρεως, και η πορνεία γεννιέται από το γεμάτο στομάχι. Ο Φαρισαίος όμως καταξηραίνοντας το σώμα με την νηστείαν, εκαυχάτο ότι απέχει πολύ από αυτά τα πάθη. Επειδή οι Φαρισαίοι νηστεύουν δύο ημέρες της εβδομάδος, Δευτέρα και Πέμπτη. Απέναντι δε στο «άρπαγες και άδικοι», ο Φαρισαίος έβαλε το «αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Εκαυχήθη ότι τόσον εναντιώνετο στην αρπαγή και στην αδικίαν, ώστε να δίδη και τα ιδικά του σε άλλους. Διότι οι Εβραίοι έδιδαν το ένα δέκατον από όσα είχαν, και αργότερα τα τρία δέκατα, το ένα τρίτον δηλαδή της περιουσίας τους. Αλλά και τις απαρχές και τα πρωτοτόκια και άλλα πολλά έδιδαν για τα αμαρτήματα, περί καθαρισμού, στις εορτές, όταν εγίνοντο περικοπές στα χρέη τους, και όταν ελευθέρωναν τους δούλούς και επίσης όταν έπαιρναν δάνεια χωρίς τόκον. Όλα αυτά εάν συμψηφισθούν και υπολογισθούν, δείχνουν ότι την μισήν περιουσία τους την έδιδαν στους άλλους ανθρώπους, χωρίς να υψηλοφρονούν και να αλαζονεύωνται ότι κάνουν κάτι μεγάλο. Και μάλιστα ας αναλογισθούμε ότι το Ευαγγέλιον λέγει: «Εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των Γραμματέων και Φαρισαίων, ουκ εισελεύσεσθε εις την βασιλείαν των ουρανών».

«Ο δε Τελώνης μακρόθεν εστώς, ουκ ήθελε ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων. Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Λέγω υμίν ότι κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού. Ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Επειδή ο Τελώνης δεν είχεν έργα αγαθά, ούτε να τα απαριθμήση ημπορούσε στην προσευχή του όπως ο Φαρισαίος. Αλλά κτυπούσε το στήθος και μαστίγωνε την καρδία του, και με πολλήν συντριβή και κατάνυξιν έλεγε: «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Γι’ αυτό και εξιλεώνεται από τον ελεήμονα και διαλλακτικόν Κύριον. Διότι όλα τα αμαρτήματα τα αφανίζει η ταπεινοφροσύνη, η δε υπερηφάνεια αφανίζει όλες τις αρετές, επειδή είναι μεγαλυτέρα και βαρυτέρα από κάθε αμαρτία και κακία. Είναι καλύτερα, όταν αμαρτάνωμε, να επιστρέφωμε και να ταπεινωνώμεθα, παρά να κατορθώνωμε κάτι και μετά να υψηλοφρονούμε. Ο Τελώνης απηλλάγη από τα αμαρτήματα, επειδή εδέχθη την κατηγορίαν του Φαρισαίου με πραότητα και υπομονήν, ενώ ο Φαρισαίος από την δόξα έπεσε στο βάραθρον της ατιμίας, επειδή εδικαίωσε τον εαυτόν του και κατηγόρησε τον Τελώνη και τους άλλους ανθρώπους. Ο Τελώνης από την αξιοκατάκριτον ζωή και την αμαρτίαν επανήλθε στην μακαρίαν ζωή και κατάσταση, ενώ ο Φαρισαίος εταπεινώθη εξ αιτίας του μεγέθους της υψηλοφροσύνης του.

Δύο πράγματα απαιτούνται από όλους τους ανθρώπους, να κατακρίνωμε τα ιδικά μας αμαρτήματα και να συγχωρούμε τα αμαρτήματα των άλλων. Διότι εκείνος που βλέπει τα ιδικά του αμαρτήματα, συγχωρεί πιο εύκολα τους άλλους, ενώ εκείνος που κατακρίνει τους άλλους, τον ίδιον του εαυτόν κατακρίνει και καταδικάζει, έστω και αν έχη πολλές αρετές. Αληθώς μεγάλο πράγμα είναι το να μη κατακρίνωμε τους άλλους, αλλά τους εαυτούς μας, αδελφοί. Εμείς όμως, αφήνοντας τις ιδικές μας αμαρτίες, τους άλλους ιδίως κατακρίνουμε, τους άλλους εξετάζουμε, μη γνωρίζοντας ότι ακόμη και αν είμεθα δικαιότεροι από άλλους, εάν κατακρίνωμε τους άλλους, γινόμεθα ένοχοι και είμεθα άξιοι της ιδίας τιμωρίας και των ιδίων βασάνων, των οποίων είναι άξιος και αυτός τον οποίον κρίνουμε. «Ω γαρ κρίματι κρίνετε» λέγει, «τούτω και κριθήσεσθε». Διότι αυτός που πορνεύει, παραβαίνει εντολήν, όπως και εκείνος που τον κρίνει. Ώστε και οι δύο παραβαίνουν θείαν εντολή, και αυτός που πορνεύει και εκείνος που κρίνει.

Αλλά ας μεταφέρωμε μάλλον την εξέταση των άλλων και την λεπτομερή ενασχόληση στους εαυτούς μας, αγαπητοί. Και εάν ιδούμε κάποιους να αμαρτάνουν, εμείς ας έχωμε τις ιδικές μας αμαρτίες ενώπιον των οφθαλμών μας, και ας θεωρούμε τα ιδικά μας χειρότερα από των άλλων. Διότι εκείνος που ημάρτησε, ίσως και την ώραν της αμαρτίας να μετενόησε, ενώ εμείς μένουμε πάντοτε αδιόρθωτοι κατακρίνοντας και εξετάζοντας άλλους. Εκείνος ο Λωτ, αν και κατοικούσε στα Σόδομα, κανέναν δεν κατέκρινε, κανέναν δεν κατηγόρησε. Γι’ αυτό εδικαιώθη, και διεσώθη από την φωτιά και την πανωλεθρία, στα οποία κατεδικάστησαν οι Σοδομίτες. Ας ταπεινωθούμε λοιπόν και εμείς κατακρίνοντας τους εαυτούς μας, τους εαυτούς μας να ονειδίζωμε για να υψωθούμε, να γίνωμε ακατάκριτοι. Ας αγαπήσωμε την ταπεινοφροσύνην. Με αυτήν εδικαιώθη ο Τελώνης και απέβαλε το φορτίον των αμαρτημάτων του. Ας μισήσωμε την υψηλοφροσύνην, επειδή ο Φαρισαίος από αυτήν κατεκρίθη και έχασε τις αρετές που είχε. Ο Φαρισαίος, επειδή διέπραξε τα καλά με όχι καλόν τρόπο, κατεκρίθη. Ο Τελώνης απορρίπτοντας με καλόν τρόπο τα μη καλά έργα, εδικαιώθη. Διότι ο Θεός είδε με συμπάθειαν τον στεναγμόν του Τελώνου, και την συντριβήν του και τα κτυπήματα του στήθους του, και αφού εδέχθη το «ιλάσθητι» τον εδικαίωσε μαζί με τον Άβελ. Τις δε θυσίες και τις αρετές και τα κατορθώματα του καυχησιολόγου και υπερηφάνου Φαρισαίου τις εσιχάθη και τις απεστράφη, και τον κατεδίκασε, όπως τον αδελφοκτόνο Κάιν, για την ιδίαν αιτία. Να μάθωμε, αδελφοί, και να διδαχθούμε να κάνωμε μεγάλα κατορθώματα. Να μην υψηλοφρονούμε όμως γι’ αυτά. Και αν γίνωμε καλοί, δίκαιοι και επιεικείς και πονόψυχοι και ελεήμονες, εμείς να ταπεινωνώμεθα και να μην έχωμε υπεροψία και αλαζονεία, μήπως χάσωμε τους κόπους και τους πόνους μας. Διότι λέγει ο Κύριος «όταν ταύτα πάντα ποιήσητε, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν, ότι ο ωφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν».

Είναι αναγκαίον και απαραίτητον χρέος να προσφέρωμε στον Θεόν των όλων την δουλικήν ταπείνωση, την υπομονήν, την υποταγήν, την υπακοήν, την ευγνωμοσύνη, την ευχαριστία, και να μεγαλύνωμε και να προσκυνούμε το πανάγιον θέλημά του, και να μην αισθανώμεθα σαν δαγκώματα τους ελέγχους και τις ύβρεις των άλλων, ούτε να καταβαλλώμεθα στους πειρασμούς, ούτε να δυσανασχετούμε, όταν μας κατηγορούν, διότι και από αυτά καρπωνόμεθα πολλήν ωφέλειαν. Ας μάθωμε και ας γνωρίσωμε, αδελφοί μου, την δύναμη και την ενίσχυση και την βοήθεια της ταπεινώσεως. Ας μάθωμε την καταδίκη και την ζημία και την απώλεια που προξενεί η υψηλοφροσύνη.

Και επειδή είναι μεγάλο αγαθόν η μετάνοια και η εξομολόγησις και η συντριβή και τα δάκρυα και οι από το βάθος της καρδίας μας στεναγμοί και η κατάνυξις, γι’ αυτό παρακαλώ να εξομολογήσθε στον Θεόν συνεχώς και να του φανερώνετε τα αμαρτήματά σας. Διότι εάν του παρουσιάζωμε γυμνήν την συνείδησή μας, και του δείχνωμε τα τραύματα των ψυχών μας, και δεν κρίνωμε τους άλλους, ούτε αποθηριωνόμεθα με τις ύβρεις των συνανθρώπων μας ούτε λυπούμεθα για τις κατηγορίες και τις αδικίες τους, θα μας λυπηθή ο φιλάνθρωπος Κύριος και θα μας κεράση τα φάρμακα της συμπαθείας και της ευσπλαχνίας του. Θα τα βάλη στα τραύματα μας και θα μας θεραπεύση. Ας δείξωμε τα αμαρτήματά μας στον Κύριον, ο οποίος δεν εντροπιάζει, αλλά θεραπεύει. Διότι και αν εμείς σιωπήσωμε, εκείνος τα γνωρίζει όλα.

Ας ειπούμε λοιπόν τα αμαρτήματά μας, αδελφοί, και ας εξομολογηθούμε καθαρά στον Κύριον, για να κερδίσωμε την συμπάθειάν του. Ας αφήσωμε τις αμαρτίες μας εδώ για να πάμε εκεί καθαροί και έτοιμοι, και να εισαχθούμε από τον δίκαιον Κριτή στην Βασιλεία του την ατελεύτητο και αιωνία, και να κληρονομήσωμε τις μελλοντικές εκείνες και αγέραστες διαμονές και την απέραντο χαρά και απόλαυση, τα οποία είθε να επιτύχωμε εν αυτώ Χριστώ τω Θεώ ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

(6ος -7ος αιών. Migne P.G., τ. 97, στ. 1255. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 449 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)






Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Ὁ Ἀόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΘ




Ὁ πόλεμος καὶ ἡ ἀπάτη ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ διάβολος γιὰ ἐκείνους ποὺ κρατάει στὴν ὑπηρεσία τῆς ἁμαρτίας.



Ὅταν ὁ διάβολος κρατᾷ κάποιον στὴν ὑπηρεσία τῆς ἁμαρτίας, δὲν φροντίζει γιὰ τίποτα ἄλλο παρὰ νὰ τὸν τυφλώνῃ περισσότερο καὶ νὰ τὸν βγάζῃ ἀπὸ κάθε καλὸ λογισμό, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν παρακινήσῃ στὸ νὰ γνωρίσῃ τὴν πολὺ δυστυχισμένη του ζωή· καὶ ὄχι μόνον τὸν βγάζει ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς ποὺ τὸν καλοῦν στὴν ἐπιστροφὴ καὶ στὴν μετάνοια, βάζοντας στὸ νοῦ του ἄλλους λογισμοὺς κακοὺς καὶ ἀντίθετους, ἀλλὰ καὶ μὲ ἕτοιμες καὶ γρήγορες ἀφορμές, τὸν κάνει ὁ τρισκατάρατος νὰ πέφτῃ συχνὰ στὴν ἴδια ἁμαρτία ἢ σὲ ἄλλες μεγαλύτερες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες βγαίνει ὁ ταλαίπωρος ἁμαρτωλός, περισσότερο σκοτισμένος καὶ τυφλός, ὥστε μὲ τὴν τυφλότητά του φτάνει καὶ γκρεμίζεται στὴν συνήθεια τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔτσι τρέχοντας ὁ ἄθλιος ἀπὸ τὴν πρᾶξι τῆς ἁμαρτίας σὲ μεγαλύτερη τυφλότητα καὶ πάλι ἀπὸ τὴν τυφλότητα σὲ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα, κυκλογυρίζει σχεδὸν ὅλη τὴν ταλαίπωρη ζωή του μέχρι θανάτου, ἂν ὁ Θεὸς δὲν οἰκονομήσῃ τὴν σωτηρία του μὲ τὴν χάρι του.

Λοιπόν, ὅποιος βρίσκεται σὲ αὐτὴ τὴν πολὺ δυστυχισμένη κατάστασι, ἂν ἀγαπᾷ νὰ θεραπευθῆ, πρέπει νὰ δεχθῆ ἀμέσως τὸ γρηγορώτερο τὸν λογισμὸ ἐκεῖνον καὶ τὴν ἔμπνευσι, ποὺ τὸν προσκαλεῖ ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στὴ μετάνοια καὶ πρέπει νὰ φωνάξη μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ στὸ Ποιητή του· «Κύριέ μου βοήθησέ με, βοήθησέ με γρήγορα καὶ μὴ μὲ ἀφήσῃς πλέον σὲ αὐτὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας»· ἂς μὴ σταματήσει νὰ ξαναλέῃ πολλὲς φορὲς τὸ ἴδιο καὶ νὰ φωνάζῃ μὲ αὐτὸ καὶ παρόμοιο τρόπο· καὶ ἀμέσως, ἀμέσως, ἂν εἶναι δυνατόν, ἂς ζητήσῃ βοήθεια καὶ συμβουλή, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὸν ἐχθρό· ἐὰν ὅμως δὲν μπορῇ νὰ πάῃ ἀμέσως, ἂς προστρέξῃ γρήγορα στὸν σταυρωμένο Ἰησοῦ καὶ ἂς προσπέσῃ στὰ Ἁγιά του πόδια μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ στὴ Θεοτόκο Μαρία, ζητώντας εὐσπλαγχνία καὶ βοήθεια· καὶ ἡ νίκη στέκεται σὲ αὐτὴ τὴν γρηγοράδα.

Ὁ Ἀόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΗ




Ποιά τακτικὴ ἔχει ὁ διάβολος στὸ νὰ πολεμᾷ γενικὰ καὶ νὰ παραπλανᾷ ἀνθρώπους διαφόρων καταστάσεων.


Γνώριζε, ἀγαπητέ, ὅτι ὁ διάβολος δὲν φροντίζει γιὰ τίποτα ἄλλο, παρὰ γιὰ τὴ δική μας ἀπώλεια, καὶ ὅτι δὲν πολεμάει ὅλους μὲ ἕνα καὶ τὸν ἴδιο τρόπο. Καὶ γιὰ νὰ ἀρχίσω νὰ σοῦ περιγράφω μερικοὺς ἀπὸ τοὺς πολέμους του καὶ τὶς τακτικές τους καὶ τὶς ἀπάτες του, σοῦ παρουσιάζω πέντε καταστάσεις ἀνθρώπων.

 Μερικοὶ εἶναι στὴν ὑπηρεσία τῆς ἁμαρτίας χωρὶς κανένα λογισμὸ νὰ ἐλευθερωθοῦν· μερικοὶ πάλι, θέλουν νὰ ἐλευθερωθοῦν, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐπιχειροῦν· εἶναι καὶ ἄλλοι ποὺ μετὰ τὴν ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν, πέφτουν μὲ μεγαλύτερη φθορὰ στὴν ἁμαρτία. Ἄλλοι νομίζουν ὅτι βαδίζουν στὴν τελειότητα, ἄλλοι ἀφήνουν τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς ποὺ ἔχουν καὶ ἄλλοι, τὴν ἀρετὴ ποὺ ἔχουν, τὴν κάνουν αἰτία κακίας. Γιὰ ὅλους αὐτοὺς θὰ μιλήσω ξεχωριστά.


Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ: Εὐαγγέλιο - (Ἀπό τό σκοτάδι στό Φῶς)





Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀκούσας ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ᾿Ιωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· «Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». ᾿Απὸ τότε ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἀπόδοση 

Εκεῖνο τὸν καιρό, ὅταν ἔμαθε ὁ ᾿Ιησοῦς πὼς συνέλαβαν τὸν ᾿Ιωάννη, ἔφυγε γιὰ τὴ Γαλιλαία. ᾿Εγκατέλειψε ὅμως τὴ Ναζαρὲτ καὶ πῆγε κι ἔμεινε στὴν Καπερναούμ, πόλη ποὺ βρίσκεται στὶς ὄχθες τῆς λίμνης, στὴν περιοχὴ τῶν φυλῶν Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ. ῎Ετσι πραγματοποιήθηκε ἡ προφητεία τοῦ ῾Ησαΐα ποὺ λέει· ῾Η χώρα τοῦ Ζαβουλὼν καὶ ἡ χώρα τοῦ Νεφθαλείμ, ἐκεῖ ποὺ ὁ δρόμος πάει γιὰ τὴ θάλασσα καὶ πέρα ἀπὸ τὸν ᾿Ιορδάνη, ἡ Γαλιλαία ποὺ τὴν κατοικοῦν εἰδωλολάτρες, ἐκεῖ αὐτοὶ ποὺ κατοικοῦνε στὸ σκοτάδι εἶδαν φῶς δυνατό. Καὶ γιὰ ὅσους μένουν στὴ χώρα ποὺ τὴ σκιάζει ὁ θάνατος, ἀνέτειλε ἕνα φῶς γιὰ χάρη τους. ᾿Απὸ τότε ἄρχισε κι ὁ ᾿Ιησοῦς νὰ κηρύττει καὶ νὰ λέει· «Μετανοεῖτε γιατὶ ἔφτασε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

1. Τὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας

Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα σήμερα, καὶ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς μεταφέρει στὴν ἀρχὴ τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου. Μετὰ τὸ Βάπτισμά Του ἀπὸ τὸν Τίμιο Πρόδρομο στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ τοὺς τρεῖς πειρασμοὺς ποὺ δέχθηκε ὕστερα ἀπὸ σαράντα ἡμερῶν νηστεία, ὁ Κύριος Ἰησοῦς πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς συνελήφθη ἀπὸ τὸν βασιλέα Ἡρώδη Ἀντίπα. Ἦταν πλέον ἡ ὥρα νὰ ξεκινήσει τὸ κήρυγμά Του.
Ὡστόσο, γιὰ νὰ μὴν προκαλέσει τὸν βασιλιά, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἰουδαία καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴ Γαλιλαία, περιοχὴ στὰ δυτικὰ τῆς λίμνης Γενησαρέτ, ὅπου ὁ πληθυσμὸς ἦταν πυκνὸς καὶ μικτός. «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν» τὴν χαρακτήριζαν περιφρονητικά, διότι κατοικοῦσαν ἀναμεμιγμένοι Ἰουδαῖοι καὶ εἰδωλολάτρες, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ λαὸς ἐκεῖ εἶχε περιπέσει σὲ μεγάλο σκοτάδι ἄγνοιας καὶ πλάνης.

Ὁ Κύριος πέρασε ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα Του, τὴ Ναζαρέτ, ἀλλὰ σύντομα ἔφυγε καὶ πῆγε νὰ κατοικήσει στὴν Καπερναούμ, πόλη κτισμένη κοντὰ στὴ λίμνη, στὰ σύνορα τῶν φυλῶν Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ.

Ἔτσι ἐκπληρώθηκε ἐκεῖνο ποὺ εἶχε ἀναγγείλει ὁ Θεὸς μέσῳ τοῦ προφήτη Ἡσαΐα: «Ἡ χώρα τῆς φυλῆς Ζαβουλὼν καὶ ἡ χώρα τῆς φυλῆς Νεφθαλείμ, ποὺ ἐκτείνον­ται κοντὰ στὴ θάλασσα καὶ πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό, στὰ ἀνατολικά του, ἡ “Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν”, στὴν ὁποία δηλαδὴ κατοικοῦν πολλοὶ ἐθνικοί, ὁ λαὸς ποὺ κάθεται καθηλωμένος κι ἀκίνητος στὸ πνευματικὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης καὶ τῆς ἀσέβειας, εἶδε μεγάλο πνευματικὸ φῶς, τὸν Χριστό».

Ἕνας ὁλόκληρος κόσμος βυθισμένος στὸ σκοτάδι τῆς ἀσέβειας καὶ τῆς ἀνηθικότητας, τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς πλάνης. Αὐτὴ ἦταν ἡ κατάσταση ὄχι μόνο στὴ «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν» ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸν προχριστιανικὸ κόσμο. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν ἕνα ἀληθινὸ Θεὸ καὶ λάτρευαν τὰ ψεύτικα εἴδωλα. Προσκυνοῦσαν τὰ κτίσματα ἀντὶ γιὰ τὸν Κτίστη καὶ Δημιουργό τους. Κι ὅσο πλήθαινε ἡ εἰδωλολατρία τόσο αὐξανόταν καὶ ἡ κακία καὶ ἡ διαφθορά. Ἀκατονόμαστα εἶναι τὰ ἄθλια πάθη στὰ ὁποῖα παρασύρονταν, ἐνῶ παράλληλα ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ παραφροσύνη τους σὲ ὁρισμένες χῶρες ἔφθανε σὲ σημεῖο ἐγκληματικό: νὰ κατακρεουργοῦν ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς προσφέρουν θυσίες στοὺς ψευδοθεούς τους! Φοβερὴ κατάπτωση!

Τὸ πλέον τραγικὸ ὅμως καὶ ἰδιαίτερα ἀνησυχητικὸ γεγονὸς εἶναι τὸ ὅτι ἐμφανίζονται σήμερα, 2.000 χρόνια μετά, κάποιοι ἀρχαιολάτρες ποὺ ­νοσταλγοῦν αὐτὴ τὴ σκοτεινὴ ἐποχὴ καὶ ἐπιχειροῦν νὰ ἐπαναφέρουν τὴν ­εἰδωλολατρία ἀλ­λάζοντας τὰ χριστιανικά τους ὀνόματα, ὀργανώνοντας γιορτὲς μὲ τὸ ἀρχαῖο τελετουργικό, στήνοντας ­βωμοὺς καὶ ἀπευθύνοντας προσευχὲς σὲ ­ψεύτικους θεοὺς πίσω ἀπὸ τοὺς ὁποίους, βέβαια, κρύβονται οἱ παμπόνηροι δαίμονες. Οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, προκειμένου νὰ στηρίξουν τὸ «δωδεκάθεο», ἐξαπολύουν μέσα ἀπὸ τὸν Τύπο καὶ τὸ Διαδίκτυο πλῆθος συκοφαντιῶν γιὰ τὸν χριστιανισμό.

Ἂς εἴμαστε πολὺ προσεκτικοί! Οἱ ἀρ­χαῖοι πρόγονοί μας, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κατορθώσει μοναδικὰ ἐπιτεύγματα στὴ φιλοσοφία, τὴν τέχνη καὶ τὴν ἐπιστήμη, εἶχαν παράλληλα συναίσθηση ὅτι βρίσκονταν στὸ σκοτάδι κι ἀναζητοῦσαν τὸ φῶς. Ἀλίμονο ἂν ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοί τους, ποὺ γνωρίσαμε τὸ Φῶς, γυρίσουμε πίσω στὸ σκοτάδι!


2. Ἡ ἀνατολὴ τοῦ Φωτὸς


Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΠΟ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΣΤΟ ΦΩΣ
Πάντως, ὅπως ἀκριβῶς τὸ εἶχε προφητεύσει ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ἔτσι κι ἔ­­­γινε: «τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέ­τειλεν αὐτοῖς»· ἔλαμψε φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ σ’ ἐκείνους ποὺ κάθονταν στὴ χώρα ποὺ σκιάζεται ἀπὸ τὸ πυκνότατο σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Στὴ ­Γαλιλαία πρωτοέλαμψε τὸ ἀνέσπερο καὶ ζωογόνο Φῶς. Ἀνέτειλε ὁ νοητὸς Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ Ὁποῖος ἄρχισε ἀπὸ τότε νὰ κηρύττει συστηματικὰ καὶ νὰ λέει: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»· ­ἔφθασε ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, δηλαδὴ πλησίασαν οἱ ἡμέρες ποὺ ὁ Μεσσίας θὰ ἐγκαθιδρύσει καὶ στὴ γῆ τὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ τὴ νέα, πνευματική, ἅ­­­για καὶ οὐράνια ζωή, ἡ ὁποία θὰ μεταδίδεται μέσα στὴν Ἐκκλησία Του.

Πράγματι, ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ ἀληθινὸ Φῶς! Μὲ τὴν ἀξεπέραστη διδασκαλία Του, τὴν ἀπύθμενη ἀγάπη Του καὶ τὴν πανσθενουργὸ Χάρη Του μᾶς φωτίζει, μᾶς ἐμπνέει, μᾶς ζωογονεῖ. Μέσα στὴν Ἐκκλησία Του λάμπει αὐτὸ τὸ γλυκὸ καὶ ὑπερκόσμιο φῶς καὶ μεταδίδει εἰρήνη καὶ χαρὰ σ’ ὅσους τὸ δέχονται. Ἂς ἀγωνιζόμαστε κι ἐμεῖς νὰ διατηροῦμε τὴν καρδιὰ μας καθαρή, ὥστε νὰ δέχεται μέσα της τὶς ἀκτίνες τοῦ θείου φωτός.
Στὴν ἀνατολὴ τοῦ νέου ἔτους ἂς πάρουμε σταθερὴ τὴν ἀπόφαση: νὰ ἐγκαταλείψουμε ὁριστικὰ ὅλα τὰ σκοτεινὰ ἔργα τοῦ παρελθόντος καὶ νὰ ζήσουμε ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὸν ποὺ εἶναι τὸ ἀληθινὸ Φῶς καὶ ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα τοῦ κόσμου!


Πηγή: “Ο ΣΩΤΗΡ”

Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης (11 Ἰανουαρίου)

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.




Τα νεανικά του χρόνια

Ο Όσιος Θεοδόσιος, ο Κοινοβιάρχης, γεννήθηκε το 423 ή 424 μ. Χ. σ’ ένα χωριό της Καππαδοκίας, το οποίον ονομαζότανε Μογαρισσός. Οι γονείς του ήτανε ευσεβείς χριστιανοί και τον διαπαιδαγώγησαν με τον καλύτερο τρόπο, στη χριστιανική πίστη, στη χριστιανική αρετή και στην χριστιανική ζωή. Ο πατέρας του ονομαζότανε Προαιρέσιος, η δε μητέρα του Ευλογία. Από πολύ μικρός υπηρετούσε ο Θεοδόσιος στον Ιερό Ναό της πατρίδος του, σαν αναγνώστης. Εκεί μέσα, στους ναούς και τα εξωκκλήσια άρχισε να μεγαλώνει μέσα του μια έντονη δίψα για ζωή χριστιανική. Ήθελε να ζήση για την πίστη του Χριστού, σαν αθλητής. Η απόφασης του να εγκαταλείψει τα εγκόσμια ωρίμαζε όλο και πιο πολύ. Ήθελε να γίνει ασκητής στην έρημο.

Στα Ιεροσόλυμα

Το 451 μ. Χ. εγκαταλείπει ο Θεοδόσιος την ιδιαιτέρα του πατρίδα, το χωριό του και πηγαίνει στα Ιεροσόλυμα. Η επιθυμία του είναι να δη τους Αγίους τόπους και να προσκύνηση εκεί όπου χύθηκε το Αίμα του Σωτήρος μας Χριστού. Όταν έφθασε ο Θεοδόσιος στην Αντιόχεια της Συρίας, έκανε ένα σταθμό. Ήθελε να δει εκεί και να πάρει την ευλογία του Αγίου Συμεών του Στυλίτου. Όταν έφτασε κοντά στον άγιο εκείνο άνδρα, τον έπιασε ρίγος και συγκίνηση. Ο Συμεών του μίλησε με τ’ όνομά του, σαν να τον γνώριζε! Έπειτα ανέβηκε πάνω στον στύλο για να δει από κοντά τον άγιο και να κουβεντιάσει μαζί του. Εκεί άκουσε ο Θεοδόσιος λόγια, γεμάτα σοφία και προφητική δύναμη. Ευτυχισμένος και τονωμένος αποχαιρετάει τον γέροντα Συμεών και προχωρεί για τα Ιεροσόλυμα. Εκεί πάλι η καρδιά του πλημμυρίζει από ευγνωμοσύνη για την Μεγάλη θυσία του Χριστού. Ζει εσωτερικά το Θείο Δράμα και η πίστης του μεγαλώνει και δυναμώνει. Αρχίζει έπειτα να σκέφτεται τους αγώνες και τις θυσίες, που χρειάζονται άθλησης της αρετής στην έρημο. Αποφασίζει, λοιπόν, να προετοιμαστεί, για το στάδιο της ασκήσεως. Και η πρώτη του σκέψης είναι να ασκηθεί προηγουμένως κοντά σε κάποιο γέροντα, δίπλα σε κάποιον πατέρα ασκητή, για να μάθη ν’ αντιμετωπίζει τις επιθέσεις των ασάρκων έχθρων, των σκοτεινών δαιμόνων.

Κοντά στο Λογγίνο

Πήγε τότε ο Θεοδόσιος στον ξακουστό γέροντα Λογγίνο. Κοντά στον Λογγίνο διδάχθηκε πολλά ο Θεοδόσιος. Είδε τις νηστείες του, τις προσευχές του, τις αρετές του και τους αγώνες του εναντίον του πονηρού. Διδάχτηκε την υπομονή, την υπακοή, την καρτερία και την χαλιναγώγηση σε κάθε τι το αμαρτωλό και ψυχοφθόρο. Έτσι πέρασε αρκετός χρόνος. Ο Θεοδόσιος ήτανε πλέον ένας καλογυμνασμένος στην άσκηση της αρετής άνδρας. Έπρεπε τώρα ν’ αποσυρθεί σε δικό του Ησυχαστήριο. Έπρεπε να δοκιμάσει και μόνος του να παλέψει με τον σατανά.... Αποχαιρέτησε, λοιπόν, με συγκίνηση τον γέροντα ησυχαστή Λογγίνο και πήγε σε δικό του οίκο ασκήσεως. Εκεί έλαμψε η προσωπικότης του και έγινε ξακουστό τ’ όνομά του. Τον λάμπρυνε η αυστηρή ασκητική ζωή του και οι αδαμάντινες αρετές του... Κόσμος πολύς άρχισε να τρέχει εκεί κοντά του, για να τον ακούσει, για να τον συμβουλευτεί, για να δει την ασκητική μορφή του. Όταν όμως πύκνωσαν πολύ οι επισκέπτες, ο Όσιος Θεοδόσιος, αποφάσισε, ν’ απομακρυνθεί πιο πολύ από τον κόσμο. Προχώρησε, λοιπόν, ψηλά - ψηλά προς το όρος. Βαθειά προς την έρημο. Πολλά χιλιόμετρα μακριά από την Ιερουσαλήμ. Εκεί βρήκε μια σπηλιά, την οποίαν χρησιμοποίησε για ησυχαστήριο. Λέγεται πως σ’ εκείνη τη σπηλιά διανυκτέρευσαν και οι τρεις Μάγοι, μετά την προσκύνηση του Θείου Βρέφους. Εδώ στο όρος αρχίζει ο Όσιος μια νέα περίοδο πιο έντονης ασκητικής ζωής.

Η θαυματουργική φανέρωσης του θελήματος του Θεού


Με το πέρασμα των χρόνων πολλοί νέοι φωτίζονται από την Αγία ζωή του Θεοδοσίου και τρέχουν εκεί κοντά του για να τον μιμηθούν στην άσκηση της αρετής. Ο αριθμός των αδελφών, που συγκεντρώνονται στο όρος, μεγάλωνε και η πύκνωσης αυτή άρχισε να βάζει σε σκέψεις τον Θεοδόσιο. Τι πρέπει τώρα να κάνη; Ν’ αποσυρθεί σε νέο, δικό του ησυχαστήριο ή να αναλάβει την μέριμνα όλων των αδελφών, που συγκεντρώθηκαν εκεί; Σκέπτεται: Ποίο άραγε είναι το θέλημα του Θεού; Τότε, στην δύσκολη αυτή ώρα της αμφιβολίας, ζητάει την βοήθεια του Θεού. Παίρνει το θυμιατήρι του, βάζει μέσα σβηστά κάρβουνα, προσθέτει και λιβάνι και λέει στους αδελφούς του:
- Αδελφοί μου, θα ζητήσω σημείο από τον Θεό, να μας φανερώσει δηλαδή ποιο είναι το θέλημά Του. Να φτιάξουμε ή όχι κοινόβιο;
Θα προχωρήσουμε γι αυτό προσευχόμενοι μέσα στην έρημο. Και αν τα κάρβουνα στο θυμιατήρι μου ανάψουν μόνα τους, εκεί μέσα σ’ εκείνο το σημείο, που θα συμβεί αυτό, θα κτίσουμε το Μοναστήρι όπου θα ζούμε χριστιανικά όλοι μαζί. Εκεί θα ιδρύσουμε το Κοινόβιο. Πήρε λοιπόν το θυμιατήρι ο Όσιος Θεοδόσιος και ακολουθούμενος από τους άλλους αδελφούς του, προχώρησε προς την έρημο, προσευχόμενος.
Έτσι με σιγή, με κατάνυξη και προσευχή προχώρησαν πολύ. Πέρασαν πολλά σημεία, τα οποία εφαίνοντο κατάλληλα για Μοναστήρι, αλλά το θεϊκό σημάδι δεν φαίνονταν. 
Φτάσανε μέχρι την έρημο Κουτιλά και πέρασαν στην λίμνη της Ασφαλίτιδος. Έπειτα σταμάτησε για λίγο ο όσιος Θεοδόσιος και είπε στους αδελφούς, ότι θα ακολουθούσανε τον δρόμο της επιστροφής. Πίστεψε ο Όσιος για μια στιγμή, ότι ίσως, δεν ήτανε θέλημα του Θεού να κτιστεί το Μοναστήρι. Δεν σταμάτησε όμως την πορεία, ούτε ολιγοπίστησε. Με τον ίδιο ενθουσιασμό και με την αυτή θερμή προσευχή συνέχισε τον δρόμο της επιστροφής. Όταν φτάσανε κοντά στο σπήλαιο, εκεί που ήτανε το ησυχαστήριο του Οσίου, το θαύμα έγινε. Τα σβησμένα κάρβουνα μέσα στο θυμιατήρι άναψαν μόνα τους και απλώθηκε τότε το άρωμα, η μοσχοβολώ του λιβανιού! Οι άλλοι αδελφοί, μόλις είδανε το θαύμα, δοξάσανε τον Θεό και η πίστη τους στερεώθηκε πιο πολύ.


Το κτίσιμο του Μοναστηριού
Το Μοναστήρι, λοιπόν, δεν άργησε να κτιστεί. Πέσανε όλοι με ζήλο στη δουλειά. Ανοίξανε θεμέλια και κουβαλούσανε υλικά. Πολλά πουγκιά πλουσίων άνοιξαν και δώσανε δωρεές για την αγορά των υλικών. Επικρατούσε χαρά ουράνιος και ενθουσιασμός. Η δουλειά προχωρούσε και ο ουράνιος Πατέρας ευλογούσε το έργο. Έτσι, εκεί σ’ ένα ερημικό τόπο που βρίσκεται πέραν της Νεκράς Θαλάσσης, κτίσθηκε μεγάλος Ναός και Μοναστήρι. Το Μοναστήρι εκείνο, με την πνοή τού Οσίου Θεοδοσίου τού Κοινοβιάρχου, έγινε λιμάνι των πονεμένων και των δυστυχισμένων. Δεν στέγαζε μονάχα τούς άπορους και δεν χόρταινε τούς νηστικούς με υλικά αγαθά, αλλά επί πλέον τους τόνωνε, τους δυνάμωνε και τούς προετοίμαζε ν’ αντιμετωπίσουν την ζωή με χαρά και αισιοδοξία. Τους έφερνε κοντά στο Θεό και στη σωτηρία. Στο Μοναστήρι αυτό εφαρμοζόντανε οι κανόνες της ζωής των Μοναχών. Το κοινόβιο λειτουργούσε σύμφωνα με τις γραμμές που χάραζε ο σεβάσμιος γέροντας Θεοδόσιος. Αυτός ήτανε ο Αρχηγός του Κοινοβίου. Γι’ αυτό και ονομάζεται Κοινοβιάρχης.


Το Κοινόβιο


Επτακόσιοι περίπου Μοναχοί συγκεντρώνονται στο Κοινόβιο του Οσίου Θεοδοσίου. Για την ακρίβεια 693 αναφέρονται αλλού οι μαθητές του Αγίου εκείνου ανδρός. Όλοι αυτοί ζουν στο Κοινόβιο, τελειώνουν θεάρεστα την ζωή τους. Άλλοι απ’ αυτούς αναδεικνύονται ηγούμενοι και άλλοι επίσκοποι. Ανεβαίνουν στα εκκλησιαστικά αξιώματα όχι με κίνητρα και επιδιώξεις. Δεν χρησιμοποιούν πρόσωπα ισχυρά και πλάγια μέσα. Τους ανεβάζει η λαμπρότης τους, ο αδαμάντινος χαρακτήρας, η αρετή τους. Η εκλογή τους δεν είναι ανθρώπινη επιστράτευσης, αλλά θεία και ουράνια κλήσης. Η φήμη του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου και η υποδειγματική οργάνωσης του Κοινοβίου διαδίδεται παντού. Κόσμος πολύς τρέχει να ζήση και να χαρεί εκεί -άλλοι για λίγο και άλλοι για πάντα- την ζωή των αρνητών του ψεύτικου κόσμου, την ατμόσφαιρα της ηρωικής ασκήσεως των Μοναχών. Με πραότητα, και καλοσύνη και γλυκύτητα φερότανε σε όλους. Ο λόγος του έσταζε μέλι. Προσπαθούσε να πείσει τον συνάνθρωπο του στην αλήθεια φυσικά και χωρίς βιασύνη. Ωφελούσε, επίσης αφάνταστα τους μαθητές τους με περικοπές που ανέφερε από τις Γραφές και με λόγια των Αγίων Πατέρων. Δεν έχανε ποτέ ευκαιρία, που να μη πη ένα ρητό, μια σοφία, ένα παράδειγμα απ’ όσα άκουσε, έμαθε, η διάβασε. Του άρεσε πολύ να περνάει τις ελάχιστες στιγμές της ησυχίας του διαβάζοντας τις αστείρευτες πηγές της γνώσεως, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.

Στύλος Ορθοδοξίας

Αλλά ενώ σε όλες του τις εκδηλώσεις ήτανε ήρεμος, πράος, ταπεινός και ήσυχος ο Θεοδόσιος, δεν συνέβαινε το ίδιο και όταν επρόκειτο να κινδυνέψει η πίστης, όταν σκοτεινές και σατανικές δυνάμεις απειλούσαν την Ορθοδοξία. Τότε ο Άγιος γέροντας θέριευε. Ύψωνε ανάστημα και γινότανε σαν φωτιά και σαν μαχαίρι που καίει, που κόβει κι αφανίζει τα ζιζάνια. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο Όσιος γίνεται λιοντάρι, γίνεται παλληκάρι του Χριστού και πολεμάει τους αιρετικούς. Δεν εξετάζει τι είναι, πως λέγονται, ποια δύναμη και ποια εξουσία έχουνε. Τα χρόνια εκείνα επί αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως - Αναστασίου (491-518), είχε ξεσπάσει σαν θύελλα η αίρεσης των δυσσεβών Ευτυχούς, Διοσκούρου και Σεβήρου. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος ο Α΄ συμπαθούσε της αίρεση αυτή των Μονοφυσιτών και προσπάθησε με κάθε τρόπο να κλείσει τα στόματα των Ορθοδόξων κληρικών και των αγωνιστών Μοναχών και αργότερα διέταξε κλήρο και λαό να υποταχθούν στον Μονοφυσιτισμό. Αλλά ο Θεοδόσιος αναλαμβάνει αγώνα γενικής εξεγέρσεως εναντίον των αυτοκρατορικών ατοπημάτων. Ξεσηκώνει όλα τα Μοναστήρια. Τρέχει σε πόλεις και σε χωριά και μιλάει. Διαφωτίζει και κατατοπίζει τους Χριστιανούς για την σοβαρότητα της καταστάσεως. Ξεσηκώνει τον Ορθόδοξο Λαό και τον προετοιμάζει για σθεναρή άμυνα, για αντίδραση στα σχέδια των αιρετικών. Τους προετοιμάζει να αγωνιστούν, να πολεμήσουν το σκότος των αιρέσεων, αψηφώντας τις απειλές και τους κινδύνους.

Στην εξορία

Ο αυτοκράτορας μαθαίνει την δραστηριότητα του Οσίου και την αντίσταση που οργανώνεται εξ αιτίας εκείνου, στα αιρετικά σχέδιά του. Μαθαίνει από τους ανθρώπους του ο Αναστάσιος, ότι η κινητήρια δύναμις, ο μοχλός της αντιστάσεως, ο ιθύνων νους όλων των ενεργειών είναι ο Θεοδόσιος. Γεμάτος, λοιπόν, θυμό ο αυτοκράτορας και τυφλωμένος από εγωισμό, διατάζει να εξοριστεί ο Όσιος. Οδηγείται τότε ο Σεβάσμιος γέροντας μακριά από το Κοινόβιο στην εξορία, ενώ εφαίνετο ότι μαύρα και σκοτεινά σύννεφα απλωνόταν στον ολοκάθαρο και φωτεινό ουρανό της Ορθοδοξίας. Αλλά ο Θεός δεν άφησε για πολύ τον κίνδυνο να περικυκλώσει την Ορθοδοξία. Αφαίρεσε την ζωή του αιρετικού αυτοκράτορα Αναστασίου. Ύστερα απ’ αυτό η ταραχή στην Εκκλησία κόπασε και τα σκάνδαλα ησυχάσανε. Τότε απομακρύνθηκαν οι αιρετικοί αρχιερείς, από τους θρόνους τους και όλοι οι εξόριστοι αρχιερείς, όλοι οι υπερασπιστώ της Ορθοδοξίας, πήραν τις θέσεις τους. Έτσι μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Αναστασίου διακόπτεται και η εξορία του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, ο οποίος θριαμβευτής πλέον, επιστρέφει κοντά στους αδελφούς του, στο Κοινόβιο. Ο Θεός, για να αμείψει την πίστη και την ταπείνωση του Οσίου Θεοδοσίου, του έδωσε την δύναμη να κάνη θαύματα. Και πολλά θαύματα έκανε ο Άγιος.

Το αιρετικό Μοναστήρι

Κάποτε πήγαινε ο Όσιος σ’ ένα χωριό Βόστρα ονομαζόμενο για να επισκεφτεί εκεί ένα κοινόβιο. Ο Ηγούμενος του Κοινοβίου εκείνου ήτανε ενάρετος φίλος του, ονόματι Ιουλιανός. Καθώς, λοιπόν, προχωρούσε προς τα εκεί, πέρασε δίπλα από ένα άλλο μοναστήρι, του οποίου οι μοναχοί ακολουθούσανε την αίρεση των Μονοφυσιτών. Οι Καλόγεροι εκείνοι μόλις τον είδανε συγκεντρώθηκαν κι άρχισαν να τον κοροϊδεύουν. Συγχρόνως δε και μια αδιάντροπη γυναίκα τον έβριζε και τον ονόμαζε πλάνο, ψεύτη κ.λ.π. Τότε ο άγιος γέροντας καταράστηκε το Μοναστήρι εκείνο και είπε να μη μείνει ούτε λιθάρι εκεί... Και ο λόγος του εισακούστηκε. Η μεν γυναίκα εκείνη βρήκε τρομερό θάνατο, το δε Μοναστήρι το κατέστρεψαν μια νύχτα οι Αγαρηνοί, αφού πήρανε μαζί τους σκλάβους τους αιρετικούς Μοναχούς!

Το τέλος του Οσίου

Τα χρόνια όμως πέρασαν. Το στερημένο και βασανισμένο κορμί του Αγίου, που πέρασε 
τόσες αγρυπνίες, νηστείες και κακουχίες, λύγισε. Μέσα στα βαθειά γεράματα τον βρίσκει και μια μεγάλη αρρώστια. Είναι η τελευταία δοκιμασία του Θεού. Η αρρώστια αυτή τον κρατάει ένα ολόκληρο χρόνο στο κρεβάτι. Βασανίζεται ο Όσιος με πόνους φοβερούς. Το σώμα του γίνεται πλέον σαν σκελετός. Ο υπέροχος όμως αθλητής της ερήμου δεν βαρυγγομάει. Αντιθέτως δοξάζει τον Θεό και προσεύχεται. Αλλά και άρρωστος συνεχώς δίδασκε τους Μοναχούς. Τους καθοδηγούσε και τους έλεγε πως να πολεμούν τους πειρασμούς και να μη τα χάνουν στους κινδύνους, στους πόνους και τις θλίψεις. Τρεις μέρες προτού κοιμηθεί, ο Όσιος κάλεσε τρεις επισκόπους από τους οποίους εζήτησε συγχώρηση. Έπειτα τους ασπάστηκε, ενώ εκείνοι έκλαιγαν, διότι πίστευαν πως η απώλεια του, ο θάνατος του ήτανε μεγάλη ζημία Περίμενε έπειτα με ψυχραιμία τον θάνατο. Μέχρι την τελευταία στιγμή προσευχότανε ο Όσιος. Και όταν ο Θεός θέλησε, σταύρωσε τα χέρια του και η αγία του ψυχή ανέβηκε ολόλευκη στους ουρανούς. Στις 11 Ιανουαρίου του 529 τελείωσε η επίγεια ζωή του μεγάλου Οσίου Θεοδοσίου. Λύπη τότε απλώθηκε σ’ όλο το Κοινόβιο για την απώλεια του Κοινοβιάρχου. Η είδησης διαδόθηκε σαν αστραπή από Μοναστήρι σε Μοναστήρι και από χωριό σε χωριό. Το γεγονός αυτό έγινε μαθευτό και στα Ιεροσόλυμα. Πλήθος κληρικών, μοναχών και λαός πολύς έτρεξαν στο Κοινόβιο, για να βρεθούν στην κηδεία του Αγίου ανδρός. Και όταν είχαν πλέον συγκεντρωθεί όλοι, ιερείς, ηγούμενοι, αρχιερείς και μέγα πλήθος κόσμου και ψάλλανε τη νεκρώσιμη ακολουθία, βρίσκανε μεγάλη δυσκολία στον ενταφιασμό. Κι αυτό συνέβαινε, διότι όλο το αναρίθμητο πλήθος ήθελε ν’ ασπασθεί τον Άγιο! Ήθελε να τον δει και να τον αγγίξει.

Ο δαιμονισμένος

Μέσα στο πλήθος προβάλλει κι’ ένας δαιμονισμένος, που κλαίει και οδύρεται. Πλησιάζει το λείψανο του Οσίου και χτυπάει τα χέρια του απελπισμένος. Αλλοίμονο μου, λέει. Όσο ζούσες εσύ, άγιε Γέροντα, είχα ελπίδα να γίνω καλά. Όσες φορές ερχόμουνα εδώ και σ’ έβλεπα μ’ ανακούφιζε η ελπίδα. Τώρα τι να κάνω ο ταλαίπωρος. Είναι καλύτερα να ταφώ μαζί σου, άγιε, ζωντανός παρά να με βασανίζει ο τρισκατάρατος... Κι ενώ έλεγε αυτά αγγίζοντας το λείψανο του Οσίου, το κορμί του σείστηκε, έπεσε κάτω και κυλίστηκε με σπασμούς. Ο Όσιος με τη δύναμη του Θεού -και με το λείψανο του τώρα- έκανε το θαύμα του. Ύστερα από τους σπασμούς το δαιμόνιο, με τη βοήθεια του Αγίου, εγκατέλειψε τον δαιμονισμένο. Εκείνος σηκώθηκε κατόπιν υγιής και γαλήνιος κι’ ευχαρίστησε τον Όσιο δοξάζοντας τον Θεό, που δίνει τέτοια δύναμη στου αγίους Του... Έπειτα έγινε η ταφή του Αγίου. Ήτανε τότε 105 ετών.


Στίχος

Κοινοῦ Θεοδόσιος Ἡγεμὼν βίου, κοινὴ Μονασταῖς ἐκβιώσας ζημία. Ἑνδεκάτῃ ὀλοὸν βίοτον λίπε Κοινοβιάρχης.



Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ΄.

Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας·καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν. Θεοδόσιε Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλάγιος α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον

Ἀρεταὶς θεοσδότοις ἐκλάμψας ὅσιε, Μοναστικῆς πολιτείας ὤφθης λαμπρὸς χαρακτήρ, καὶ φωστὴρ θεοειδὴς Πάτερ καὶ ἔξαρχος, Θεοδόσιε σοφέ, τῶν Ἀγγέλων μιμητά, θεράπων ὁ τῆς Τριάδος ἣν ἐκδυσώπει ἀπαύστως,ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.




Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ΄ Τῇ ὑπερμάχῳ

Πεφυτευμένος ἐν αὐλαῖς ταῖς τοῦ Κυρίου σου, τάς σάς ὁσίας ἀρετάς τερπνῶς ἐξήνθησας, καί ἐπλήθυνας τά τέκνα σου ἐν ἐρήμῳ, τῶν δακρύων σου τοῖς ὄμβροις ἀρδευόμενα, ἀγελάρχα τῶν Θεοῦ θείων ἐπαύλεων· ὅθεν κράζομεν· Χαίροις Πάτερ Θεοδόσιε. 



Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον

Ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ προσευχαῖς, τὴν ψυχήν σου κοσμήσας θεοπρεπῶς, γέγονας συμμέτοχος, τῶν Ὁσίων Ἀοίδιμε· καὶ τῶν θαυμάτων ὄντως, χαρίσματα ἔλαβες, τοῦ ἰᾶσθαι τάς νόσους, τῶν πίστει τιμώντων σε· ὅθεν καὶ Δαιμόνων, ἀπελαύνων τὰ πλήθη, παρέχεις ἰάματα, τοῖς ἀνθρώποις τῇ χάριτι, θεοφόρε Θεοδόσιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.



Ὁ Οἶκος

Ἄνθρωπος μὲν τῇ φύσει ἐχρημάτισας Πάτερ, ἀλλ' ὤφθης συμπολίτης Ἀγγέλων· ὡς γὰρ ἄσαρκον ἐπὶ τῆς γῆς βιοτεύσας σοφέ, τῆς σαρκὸς ἅπασαν τὴν πρόνοιαν ἀπέρριψας· διὸ καὶ παρ᾿ ἡμῶν ἀκούεις· Χαίροις, πατρὸς εὐλαβοῦς ὁ γόνος, χαίροις, Μητρὸς εὐσεβοῦς ὁ κλάδος. Χαίροις, τῆς ἐρήμου πολιστὴς παγκόσμιος· χαίροις οἰκουμένης φωστὴρ ὁ πολύφωτος. Χαίροις, ὅτι ἐκ νεότητος ἠκολούθησας Χριστῷ, χαίροις ὅτι κατεμάρανας τῆς σαρκὸς τάς ἡδονάς. Χαίροις, τῶν Μοναζόντων πρόξενος σωτηρίας, χαίροις, τῶν ῥαθυμούντων τρόπος παρηγορίας. Χαίροις, πολλοὺς ἐκ πλάνης ῥυσάμενος, χαίροις, κρουνοὺς θαυμάτων δωρούμενος. Χαίροις, πτωχῶν τὴν φροντίδα ποιήσας, χαίροις, ἡμῶν ὁ προστάτης καὶ ῥύστης· Χαίροις, Πάτερ Θεοδόσιε. 



Μεγαλυνάριον

Δόσιν θεοδώρητον εἰληφώς, δόσεσιν ὁσίαις, τὰς χορείας τῶν Μοναστῶν, ἱερῶς ῥυθμίσας, δοτοὺς Θεῷ προσῆξας, τοὺς σοὶ ἐφαπομένους, ὦ Θεοδόσιε.

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

«Αὐτὸς ποὺ πέφτει δὲν σηκώνεται;»




Ο προφήτης ­Ἱερεμίας, «ὁ τῶν ­προφη­τῶν συμπα­θέστατος», μὲ προφητι­κὴ δύναμη ὡς «στόμα Θεοῦ» ­κηρύττει μετάνοια στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό. 

 Ἕνα ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ χρησιμο­ποι­εῖ φαίνεται ἁπλούστατο στὴ διατύ­πωσή του, ἀλλ’ εἶναι πειστικότατο: «Τά­δε ­λέγει Κύ­­ριος· μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται; ἢ ὁ ἀποστρέφων οὐκ ἀναστρέ­φει;» Αὐτὰ λέει ὁ Κύριος: ­Μήπως ἐκεῖνος ποὺ πέφτει, δὲν ­σηκώνεται; Ἢ μήπως ἐκεῖνος ποὺ ἔχασε τὸν δρόμο του, δὲν προσπαθεῖ νὰ τὸν βρεῖ πάλι καὶ νὰ ἐπιστρέψει (Ἱερ. η΄ 4);

   Πράγματι· δὲν ὑπάρχει ὑ­­­γιὴς ἄνθρωπος ποὺ νὰ πέφτει, εἴτε γιατὶ σκόνταψε εἴτε γιατὶ γλίστρησε, εἴτε γιὰ κάποια ἄλλη αἰτία, καὶ νὰ λέει: Ἀφοῦ ἔπεσα, ἂς μείνω γιὰ πάντα πεσμένος. Ἀπεν­αντίας, μόλις πέσει, κάνει ἀμέσως προσπάθεια νὰ σηκωθεῖ. Ἀκόμη κι ἂν ἔχει βαριὰ τραυματισθεῖ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σηκωθεῖ μόνο μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, φωνάζει βοήθεια νὰ ἔλθουν ἄλλοι νὰ τὸν σηκώσουν. Παρόμοια κινητικότητα ἐκδηλώνει κι αὐτὸς ποὺ ἔχασε τὸν δρόμο του. Δὲν λέει: Ἀφοῦ ἔχασα τὸν δρόμο μου, ἂς μείνω γιὰ πάντα ἐδῶ. Ἀλλὰ ψάχνει νὰ βρεῖ τὸ μονοπάτι, προσπαθεῖ νὰ προσανατολισθεῖ, ρωτάει κι ἄλλους ἀνθρώπους, μέχρις ὅτου βρεῖ τὸν δρόμο του καὶ ἀκολουθήσει τὴ σωστὴ πορεία.

   Τὸ ἴδιο ὄφειλε νὰ κάνει καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαόςΤὸ ἴδιο ὀφείλουμε νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς. Μόλις πέφτουμε στὴν ἁμαρτία, ἀμέσως νὰ σηκωνόμαστε μὲ τὴ μετάνοια. Χωρὶς χρονοτριβή! Μόλις χάνουμε τὸν δρόμο μας, νὰ μὴ συνεχίζουμε νὰ βαδίζουμε στὰ σκοτάδια τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ νὰ ἀκολουθοῦμε τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι «ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή».

   Ὅμως στὴν πράξη, τὸ ἔκανε αὐτὸ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός; Δυστυχῶς δὲν τὸ ἔκανε πάντοτε. Ἄλλοτε ­παρουσιαζόταν σκληρὸς καὶ ἀμετανόητος κι ἄλλοτε ἀλ­ληθώριζε πρὸς τὴν εἰδωλολατρία. Τὸ κάνουμε τάχα ἐμεῖς; Δυστυχῶς, οὔτε κι ἐμεῖς τὸ κάνουμε πάντοτε. Ἄλλοτε μένουμε στὴν πτώση μας κι ἄλλοτε συνεχίζουμε νὰ βαδίζουμε σὲ λάθος δρόμο.

   Τὸ προφητικὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως ἀναφέρει ρητῶς ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ τῶν ἐσχάτων ἀντὶ νὰ μετανοοῦν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ νὰ δίνουν δόξα στὸν ἅγιο Θεό, θὰ παραμένουν ἀμετανόητοι στὶς πτώσεις τους καὶ θὰ ἐξακολουθοῦν νὰ προσκυνοῦν τὰ δαιμόνια καὶ τὰ εἴδωλα (ις΄ 9· θ΄ 20).

   Τόσο πολὺ γοητεύει τὸν ἄνθρωπο ἡ εὐπερίστατη ἁμαρτία, ποὺ δὲν ­ἐννοεῖ νὰ τὴν ἀποχωρισθεῖ. Ὅπως τὸ ἄγριο ζῶο ποὺ τραυματίζει τὴ γλώσσα του, γλείφον­τας μία λίμα, ἐξακολουθεῖ νὰ τὴ γλείφει, διότι εὐχαριστεῖται ἀπὸ τὴ γεύση τοῦ αἵματος, ἔτσι κι ὁ ἀμετανόητος ἄνθρωπος, παρόλο ποὺ τραυματίζεται ἁμαρτάνοντας, ἐξακολουθεῖ νὰ ἁμαρτάνει, διότι δελεάζεται ἀπὸ τὸ ἀπατηλὸ προσωπεῖο της.

   Ὅμως ἡ ἀμετανοησία μας λυπεῖ τὸν ἅγιο Θεό, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀνακαλεῖ μὲ τὴ φωνὴ τοῦ προφήτου Ἱερεμίου λέγοντας: «Γιατί ὁ λαός μου μένει στὴν ἠθικὴ πτώση του καὶ πορεύεται σὲ λάθος δρόμο, ἀντὶ νὰ ἐπιστρέψει στὸ σωστὸ καὶ σωτήριο;» (Ἱερ. η΄ 5).

   Εἶναι ὁπωσδήποτε πτώση μεγάλη ἡ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ τὸ νὰ παραμένουμε στὴν πτώση μας εἶναι ἀκόμη χειρότερο κακὸ ποὺ παροργίζει τὸν ἅγιο Θεό. «Οὐκ ἐγκαλῶ, φησίν, ὅτι ἔπεσας. Ἀλλ’ ὅτι μένεις ἐπὶ τῷ πτώματι, τοῦτό με παροξύνει». Δὲν σὲ κατηγορῶ τόσο πολὺ ποὺ ἔπεσες, ὅσο σὲ κατηγορῶ ποὺ παραμένεις στὴν πτώση σου. Αὐτὸ μὲ ἐξοργίζει περισσότερο, τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (PG 64, 844).

   Γράφει ἀκόμη ὁ χρυσορρήμων Πατὴρ σ’ ἕνα μοναχὸ ποὺ ὀνομαζόταν Θεό­δω­ρος: «Οὐ δεινόν, ὦ φίλε Θεόδωρε, τὸ πα­λαίοντα πεσεῖν, ἀλλὰ τὸ μεῖναι ἐν τῷ πτώματι» (PG 47, 369). Δὲν εἶναι φοβε­ρὸ νὰ πέσει ὁ παλαιστής, ἀλλὰ νὰ παραμείνει πεσμένος κάτω στὸ χῶμα. Δὲν εἴμαστε ἄπτωτοι οἱ ἄνθρωποι. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς «Κλίμακος» ὅτι «ἀγ­­γέλων ἐστὶ τὸ μὴ πίπτειν... ἀνθρώπων δὲ τὸ πίπτειν καὶ πάλιν ἀνίστασθαι, ὁ­­­σάκις ἂν τοῦτο συμβῇ», νὰ πέφτουν, ἀλ­­λὰ καὶ νὰ σηκώνονται πάλι ὅταν πέσουν (Κλῖμαξ Δ΄, κζ΄).

   Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ μένουμε στὴν πτώση μας, ἀλλὰ νὰ μετανοοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἐὰν ­μετανοοῦμε εἰλικρινῶς, ὁ ἅγιος Θεὸς θὰ δέχεται τὴ με­­τάνοιά μας καὶ θὰ μᾶς συγχωρεῖ. «Οὐκ ἔστιν ἁμαρτία ἀσυγχώρητος, εἰ μὴ ἡ ἀ­­­μετανόητος», γράφει ὁ ­ὅσιος ­Ἰσα­ὰκ ὁ Σύρος (Ἀσκητικά, Λόγος Λ΄). Μό­­νο οἱ ἀμετανόητες ἁμαρτίες μας ­πα­­ραμέ­νουν ἀσυγχώρητες. Ὅλες οἱ ἄλ­­­λες ­συγχω­ροῦνται.
   Ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς «Κλίμακος» συμ­βουλεύει τὰ τραύματά μας νὰ θεραπεύονται ὅσο ἀκόμη εἶναι φρέσκα καὶ ζεστά. Διότι τὰ χρόνια καὶ ­παραμελημένα τραύματα δύσκολα θεραπεύονται (Κλῖ­μαξ Ε΄, ιβ΄). Τὸ ἄριστο ­βεβαίως εἶ­ναι νὰ ἀποστρεφόμαστε τελείως τὴν ἁ­­­μαρτία. Νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ μὴν ἁμαρτάνου­με. Ἀλλὰ κι ἂν ­ἁμαρτήσουμε, ἀμέ­σως νὰ σηκωνόμαστε. Κι ἂν ­ξαναπέ­σουμε στὴν ἁμαρτία, πάλι νὰ σηκωνό­μαστε. «Ἐὰν πά­λιν ἁμάρτῃς, πά­λιν ­με­τανόησον»! Τὸ «πίπτ’ ἔγειραι» τῶν ἀ­­σκητικῶν βιβλίων αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει: Μόλις πέφτουμε, νὰ σηκωνόμαστε. Νὰ ­προσερχόμαστε στὸ φιλάνθρωπο Μυστήριο τῆς ἱερᾶς ­Ἐξομολογήσεως καὶ νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ συγχώρηση. Μέχρις ὅτου μᾶς πάρει ὁ ἅγιος Θεὸς στὴ Βασιλεία Του, ὁ­πό­τε θὰ παύσουμε πλέον νὰ ­πέ­­φτουμε.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ” 

Πηγή: ΑΚΤΙΝΕΣ”

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

ΖΗΛΩΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΓΙΑ ΠΛΑΝΕΜΕΝΟ ΒΡΕΘΗΚΕ ΑΦΘΑΡΤΟΣ ΣΤΟ ΚΕΛΙ ΤΟΥ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ!

kausokalibia

Γράφει ο Αιμίλιος Πολυγένης

Μάρτυρες ενός θαυμαστού γεγονότος έγιναν οι Πατέρες της Σκήτης των Καυσοκαλυβίων του Αγίου Όρους, με μοναχό που βρέθηκε νεκρός ένα μήνα μετά την κοίμησή του.
Αποκλειστικές πληροφορίες της Romfea.gr αναφέρουν ότι πρόκειται για τον 74χρονο Μοναχό Στέφανο που ζούσε στο Κελλί των Τριών Ιεραρχών στα Καυσοκαλύβια για περίπου 40 χρόνια.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ο μοναχός δεν είχε κοινωνία με τους πατέρες της Σκήτης, ενώ πολλοί λέγανε ότι ήταν σε πλάνη και δεν είχε κανείς επαφή μαζί του.
Τον τελευταίο καιρό ο μοναχός Στέφανος δεν είχε δώσει κανένα σημείο ζωής,  που είχε ως αποτέλεσμα να κοιμηθή και να παραμείνει νεκρός στο κελί του 1 με 1,5 μήνα.
Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν στην Romfea.gr ότι οι πατέρες που τον βρήκαν νεκρό έκαναν λόγω για μεγάλο θαύμα, αφού μετά από ένα μήνα ο μοναχός ήταν σχεδόν άφθαρτος, εύκαμπτος και δεν είχε την παραμικρή μυρωδιά.
Οι πατέρες που βρήκαν τον μοναχό Στέφανο προβληματίστηκαν στο πως κρίνει τελικά ο Θεός τον κόσμο.
Να αναφερθεί ότι η Ιερά Μεγίστη Λαύρα παρόλο που ο μοναχός Στέφανος δεν είχε κοινωνία με την Σκήτη, έδωσε εντολή να γίνει η κηδεία του και να ταφεί ως κανονικός μοναχός της Σκήτης.
Καυσοκαλυβίτης Μοναχός μιλώντας στην Romfea.gr μεταξύ άλλων ανέφερε: "Ο μοναχός Στέφανος ζούσε την απόλυτη πτωχεία αφού δεν είχε κρεβάτι στο κελλί του, κοιμόταν πάνω σε ένα ξύλο, ενώ δεν είχε ούτε σεντόνια και κουβέρτες."
Τελικά όπως είπε και ο Κύριος "Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε".....

Νεότερη ενημέρωση: Τα γνωστά ιστολόγια που εκμεταλλεύονται το όνομα του Αγίου Όρους, έσπευσαν να διαψεύσουν την είδηση για τα περί αφθαρσίας του σκηνώματος του μοναχού Στεφάνου!
Εμείς δεν είμαστε Ιατροδικαστές για να ξέρουμε το πόσο σε αφθαρσία ήταν ο μακαριστός γέροντας, όμως εκείνοι που προσπαθούν να διαψεύσουν την είδηση το κάνουν επειδή ο μοναχός Στέφανος ήταν ζηλωτής και δεν θέλουν να εκτεθούν.
Προς ενημέρωση όμως των αναγνωστών θέτουμε σε εκείνους που προτρέχουν να διαψεύσουν τα εξής ερωτήματα:  Αφού ο εν λόγω μοναχός ήταν ζηλωτής γιατί μνημόνευσαν το όνομά του στην αγρυπνία; Επίσης γιατί ο μοναχός Στέφανος τελικά ετάφη κανονικά; 
Επειδή ως  Romfea.gr γνωρίζουμε πολύ καλά το παρασκήνιο, ας προσέχουν μερικοί τι λένε και τι γράφουν γιατί πολύ απλά γίνονται γραφικοί.