
+Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος Κλήμεντος
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, Κήρυκας καὶ Φωτιστὴς τῆς Πατρίδος μας καὶ τῶν Ἐθνῶν στὴν σωτήρια Χριστιανικὴ πίστη, ἔφθασε στὴν Κόρινθο τὸ 50 μὲ 51 μ.Χ. ἐρχόμενος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, κατὰ τὴν δεύτερη Ἀποστολικὴ Περιοδεία του. Κατ’ αὐτήν, γνωρίζουμε ὅτι νωρίτερα μὲ θεῖο Ὅραμα πέρασε ἀπὸ τὴν Τρωάδα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας στὴν Μακεδονία, ἐπὶ εὐρωπαϊκοῦ ἐδάφους, γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς καλοπροαιρέτους στὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀληθινῆς πίστεως.
Ἡ δράση του στοὺς Φιλίππους, τὴν Θεσσαλονίκη καὶ τὴν Βέροια εἶναι ἐπίσης γνωστή. Αὐτοὶ ποὺ ἀντιδροῦσαν στὸ Κήρυγμα τῆς Ἀληθείας ἦταν κυρίως οἱ ὁμοπάτριοί του Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἀντιτάσσονταν μὲ σφοδρότητα στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ γιὰ εἴσοδό τους στὴν θεία Ζωὴ τῆς Χάριτος ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Τὰ ὅσα συνέβησαν στὴν Κόρινθο, ἀποτελοῦν πολὺ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἰδιαίτερα διδακτικά.
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρωτεύουσα τῆς Ἐπαρχίας τῆς Ἀχαΐας Κόρινθο συναντήθηκε καὶ συνδέθηκε πρωτίστως μὲ τὸν ἑλληνόφωνο Ἰουδαῖο Ἀκύλα ἀπὸ τὸν Πόντο καὶ μὲ τὴν γυναῖκα του Πρίσκιλλα, προφανῶς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν Ρώμη κατόπιν σχετικοῦ διατάγματος τοῦ Αὐτοκράτορος Κλαυδίου κατὰ τὸ προηγούμενο ἔτος. Μὲ τὸ ζεῦγος αὐτὸ ὁ Ἅγιος συνεργάσθηκε καὶ γιὰ τὸ ὁμότεχνον: ἦταν σκηνοποιοὶ (βλ. Πράξ., κεφ. 18).
Κατὰ δὲ τὴν πάγια τακτική του, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μετέβαινε κάθε Σάββατο στὴν Συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων, ὅπου προσπαθοῦσε νὰ τοὺς πείσει διὰ τῆς διδασκαλίας του, ὅπως καὶ τοὺς Ἕλληνες προσηλύτους βασικῶς ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἐθνικούς, περὶ τῆς Μεσσιανικῆς ἰδιότητος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐν τούτοις, τὸ ἱερὸ ἔργο πρέπει νὰ συναντοῦσε δυσχέρειες, πρᾶγμα ποὺ δημιουργοῦσε στενοχώρια στὸν φλογερὸ Ἱεραπόστολο. Διότι οἱ μὲν Ἰουδαῖοι ἦταν ἀπρόθυμοι στὴν ἀποδοχὴ τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, ὁ δὲ πολυπληθὴς Κορινθιακὸς λαὸς παραδομένος στὶς βιοτικὲς ἐνασχολήσεις, στὰ θεαματικὰ ἐνδιαφέροντα (διεξήγοντο τότε οἱ ἀθλητικοὶ ἀγῶνες τῶν Ἰσθμίων) καὶ προσκολλημένος στὴν ἐμπαθῆ εἰδωλολατρία του, ἔδειχνε ἀδιαφορία ἀπέναντι στὸ σωστικὸ μήνυμα τοῦ Χριστοῦ.
Τότε ἦταν ποὺ κατέφθασαν ἀπὸ τὴν Μακεδονία οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ Μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Παύλου Σίλας καὶ Τιμόθεος, πρᾶγμα ποὺ τοῦ ἔδωσε νέα ὤθηση, ὥστε νὰ διαβεβαιώνει τοὺς Ἰουδαίους μὲ ἔμφαση ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Σωτῆρας τοῦ κόσμου.
Ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι συνέχιζαν τὴν πεισματώδη ἀντίδρασή τους στὸ θεῖο Κήρυγμα καὶ μάλιστα ξεστόμισαν ἀκόμη καὶ βλασφημίες κατὰ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Τότε, ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος τίναξε τὰ ἐνδύματά του σὲ ἔνδειξη διαμαρτυρίας, ὅπως καὶ διακοπῆς κάθε σχέσεως μαζί τους, λέγοντας ὅτι ἡ εὐθύνη γιὰ τὸν πνευματικὸ ὄλεθρό τους εἶναι ἐπὶ τῶν κεφαλῶν τους. Αὐτὸς πλέον θὰ διδάσκει στοὺς Ἐθνικούς.
Ἔτσι, ἡ ἐχθρικὴ στάση τῶν Ἰουδαίων ἀναγκάζει τὸν Ἀπόστολο Παῦλο νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ αὐτοὺς καὶ νὰ δηλώσει ὅτι δὲν εὐθύνεται γιὰ τὶς ὀδυνηρὲς συνέπειες τῆς ἀπιστίας τους. Θὰ ἔφεραν ἀκέραιη τὴν εὐθύνη: «Τὸ αἷμα ὑμῶν ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ὑμῶν» (στ. 6)! Αὐτὸς ποὺ δὲν δέχεται τὴν προσφερόμενη σωτηρία ἐνῶ τοῦ δίδεται ἁπλόχερα, εἶναι οὐσιαστικὰ πνευματικὸς αὐτόχειρας· αὐτοκτονεῖ πνευματικά! Πρόκειται γιὰ φοβερὴ τραγωδία καὶ καταστροφὴ [βλ. Ἀρχιμ. Χαραλάμπους Δ. Βασιλοπούλου, Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἐκδ. «Ὀρθοδόξου Τύπου», Ἀθήνα 1981, σελ. 383].
Κατόπιν τούτου, ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος συνέχισε τὴν ἱεραποστολικὴ δράση του εὐρύτερα, ἐγκατασταθεὶς στὴν οἰκία κάποιου [Τίτιου] Ἰούστου, ποὺ γειτόνευε μὲ τὴν Συναγωγή. Τότε ὅμως ἦταν ποὺ συνέβη κάτι τὸ ἀπρόσμενα ἐντυπωσιακό. Πίστεψε στὸν Χριστὸ ὁ Ἀρχισυνάγωγος τῶν Ἰουδαίων στὴν Κόριθνο Κρίσπος μὲ ὅλη τὴν οἰκογένειά του καὶ ἀποσπάσθηκε ἀπὸ τὴν Συναγωγή, αὐτὸς ποὺ ἦταν ὁ κατ’ ἐξοχὴν διδάσκαλος τῶν Γραφῶν. Ἐν τούτοις, οἱ λοιποὶ Ἰουδαῖοι παρέμειναν ἀμετακίνητοι στὴν ἀπιστία τους. Τὸν Κρίσπο βάπτισε ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως ὁμολογεῖ (Α΄ Κορ. 1, 14), ἄν καὶ δὲν τὸ συνήθιζε, ἀπὸ μεγάλη προφανῶς χαρὰ καὶ συγκίνηση γιὰ τὴν σημαντικὴ καὶ θαυμαστὴ ἐκείνη μεταστροφή. Μεταξὺ δὲ τῶν Ἐθνικῶν τὸ Κήρυγμα τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου ἐπίσης καρποφόρησε καὶ πολλοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ πίστευαν καὶ βαπτίζονταν.
Ἐν τούτοις, ἐμφανίσθηκε καὶ πάλι δισταγμὸς στὸν Ἀπόστολο Παῦλο, διότι ἀντιμετώπιζε προφανῶς συνεχόμενη ἀντίδραση, ὅπως καὶ ἀπειλές. Ὅπως γράφει ὁ ἴδιος στοὺς Κορινθίους, βρέθηκε κοντά τους: «ἐν ἀσθενείᾳ καὶ ἐν φόβῳ καὶ ἐν τρόμῳ πολλῷ» (Α΄ Κορ. 2, 3). Τὸ πιὸ πιθανὸν εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι, ἰδιαίτερα ἐνοχλημένοι ἀπὸ τὴν μεταστροφὴ τοῦ Ἀρχισυναγώγου τους Κρίσπου, νὰ δημιουργοῦσαν σοβαρὰ ἐμπόδια καὶ προβλήματα στὴν διακονία του.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὑπῆρξε θεῖο Ὅραμα τὴν νύκτα ἐνθαρρυντικὸ καὶ ἐνισχυτικὸ ἀπὸ μέρους τοῦ Σωτῆρος μας Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος βεβαίωσε τὸν Ἀπόστολό Του: «Μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς, διότι ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ, καὶ οὐδεὶς ἐπιθήσεταί σοι τοῦ κακῶσαι σε, διότι λαὸς ἐστί μοι πολὺς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ» (στ. 9-10). Μὴ φοβᾶσαι τὶς ἀπειλές, τονίζει ὁ Κύριος, ἀπὸ ὅπου κι ἄν προέρχονται, ἀλλὰ δίδασκε τὸν θεῖο λόγο καὶ μὴ σιωπήσεις! Εἶσαι κάτω ἀπὸ τὴν ἀκαταμάχητη προστασία μου καὶ κανείς, καμιὰ κοσμικὴ δύναμη καὶ ἐξουσία, κανένας ἐχθρὸς ἐμφανὴς ἤ ἀφανής, δὲν μπορεῖ νὰ πράξει κάτι φοβερὸ ἐναντίον σου, γι’ αὐτὸ κήρυττε μὲ θάρρος χωρὶς δειλία καὶ δισταγμό, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει πολὺς λαὸς στὴν πόλη ποὺ εἶναι δικός μου καὶ ἀναμένει τὴν διδαχή σου γιὰ νὰ πιστεύσει!
Εἶναι σημαντικὸ νὰ προσέξουμε ὅτι ἡ θεία διαβεβαίωση δὲν ἀποκλείει τὴν ἐπιβουλὴ κατὰ τοῦ Ἀποστόλου, ἀλλὰ ἀποκλείει τὴν κάκωση. Οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἀληθείας θὰ προσπαθήσουν νὰ τὸν πλήξουν, ἀλλὰ δὲν θὰ ἐπιτύχουν στὸν στόχο τους. Πολλὲς ψυχὲς ἐκεῖ, στὴν ἁμαρτωλὴ καὶ ἀσεβὴ Κόρινθο, ἦταν ἕτοιμες νὰ δεχθοῦν τὸν λόγο τῆς σωτηρίας καὶ πολὺς λαὸς ἀνέμενε τὴν θεία διδαχὴ γιὰ νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν λύτρωση.
Γιὰ τὸν λόγο τοῦτο, ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος ἔμεινε στὴν Κόρινθο ἑνάμιση χρόνο κηρύττοντας ἀκατάπαυστα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ μεταστροφὴ πρωτίστως τῶν Ἰουδαίων καὶ ὁ ἀνέκφραστος πόνος του ἀπὸ τὴν ἄρνησή τους δὲν ἦταν τόσο θέμα κοινῆς καταγωγῆς ἐξ αἵματος, ὅσο κοινῶν πνευματικῶν ἀπαρχῶν. Ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων, Προπατόρων, Πατριαρχῶν καὶ Προφητῶν, ἦταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς Γιαχβέ, ὁ Κύριος τῆς Δόξης, ὁ Ὁποῖος ἀπεκάλυπτε τὶς δημιουργικὲς καὶ σωστικὲς Ἐνέργειές Του στὸν λαό Του κατὰ τὴν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτὸς μέσῳ τῆς ἀκτίστου Δόξης καὶ Ἐνεργείας Του καὶ ὄχι τῆς ἀπροσίτου Οὐσίας Του, ἀπεκαλύπτετο καὶ συνομιλοῦσε μὲ τοὺς Δικαίους τοῦ λαοῦ Του, δίδοντας θεῖα προστάγματα καὶ προδεικνύοντας τὸ Μυστήριο τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεώς Του [βλ. Τὸ Μυστήριον τοῦ Χριστοῦ, Ἅγιον Ὄρος 2022, σελ. 55-243].
Αὐτὸς ἦταν ποὺ συνομιλοῦσε μὲ τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς Προφῆτες, Αὐτὸς ἦταν ποὺ μετέστρεψε τὸν ἕως τότε διώκτη Σαῦλο στὸν δρόμο πρὸς τὴν Δαμασκό, ὅπου πήγαινε μὲ ὁρμὴ καὶ μανία νὰ διώξει τοὺς Χριστιανοὺς (Πράξ. 9, 1-18). Τότε ἄκουσε τὸν Κύριο τῆς Δόξης, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ «ἀπὸ τῆς δόξης τοῦ φωτὸς ἐκείνου» (Πράξ. 22, 11). Τότε τυφλώθηκε κι ἔτσι κατενόησε ὅτι πολεμοῦσε ἐναντίον Αὐτοῦ ποὺ ἐμφανίσθηκε στὸν Μωυσῆ. Καὶ γιὰ νὰ δεῖ καὶ πάλι ἦταν ἀνάγκη νὰ πιστεύσει καὶ νὰ βαπτισθεῖ, ὅπως καὶ ἔγινε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Ἀνανία (Πράξ. 9, 18).

Γι’ αὐτὸ καὶ ὑπέφερε ἔκτοτε πάρα πολὺ γιὰ τὴν ἀπιστία τῶν ὁμοεθνῶν του Ἑβραίων, οἱ ὁποῖοι δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν πίστη στὸν Χριστό, ἐφ’ ὅσον δὲν ζητοῦσαν οὐσιαστικὰ «τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ», παρὰ ἐπεδίωκαν τὴν μεταξύ τους ἀνθρώπινη δόξα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἦταν αὐτοκατάκριτοι. Κατήγορός τους ἦταν καὶ εἶναι ὁ Μωυσῆς! Ὁ Κύριός μας εἶναι σαφὴς ἔναντί τους: «Εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἄν ἐμοί· περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψε· εἰ δὲ τοῖς ἐκείνου γράμμασιν οὐ πιστεύετε, πῶς τοῖς ἐμοῖς ῥήμασι πιστεύσετε;» (Ἰω. 5, 44-47) [βλ. Πρωτ. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου, Θεολογικὲς Μελέτες, ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Πελαγίας 2024, σελ. 218-220].
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος γράφει μὲ τόση σαφήνεια ὡς πρὸς τοὺς Ἰουδαίους: «Ἀλλ’ ἐπωρώθη τὰ νοήματα αὐτῶν. ἄχρι γὰρ τῆς σήμερον τὸ αὐτὸ κάλυμμα ἐπὶ τῇ ἀναγνώσει τῆς παλαιᾶς διαθήκης μένει, μὴ ἀποκαλυπτόμενον ὅτι ἐν Χριστῷ καταργεῖται, ἀλλ’ ἕως σήμερον ἡνίκα (ὅποτε) ἀναγινώσκεται Μωϋσῆς, κάλυμμα ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτῶν κεῖται· ἡνίκα δ’ ἄν ἐπιστρέψῃ πρὸς Κύριον, περιαιρεῖται (ἀφαιρεῖται) τὸ κάλυμμα. ὁ δὲ Κύριος τὸ Πνεῦμά ἐστιν· οὗ δὲ τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία. ἡμεῖς (ἐμεῖς οἱ πιστοὶ) δὲ πάντες ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ (μὲ ἀκάλυπτο πρόσωπο) τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι (ἀντανακλοῦμε τὴν λαμπρότητα τοῦ Κυρίου) τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπὸ Κυρίου Πνεύματος» (Β΄ Κορ. 3, 14-18).

Ἡ ἀποδοχὴ τῆς πίστεως στὸν Χριστὸ ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ κατανόηση καὶ ἐλευθερία, στὴν βίωση τῆς μεταμορφωτικῆς ἐμπειρίας τῆς Χάριτος. Ἡ πίστη στὸν Χριστὸ στὴν ἐφαρμογή της καθαίρει, φωτίζει καὶ ζωοποιεῖ πνευματικὰ τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο καθιστᾶ οἰκεῖο καὶ φίλο Θεοῦ, κοινωνὸ τῆς δόξης καὶ βασιλείας Του ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή, ἐσωτερικὰ/καρδιακά, ὡς ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης δόξης καὶ κληρονομίας.
Ἐπιστρέφοντας στὴν διήγησή μας, λέγουμε ὅτι ἕνα περίπου ἔτος μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν Κόρινθο, τοποθετήθηκε στὴν πόλη ὡς κυβερνήτης τῆς Ἐπαρχίας Ἀχαΐας ὁ Ρωμαῖος Ἀνθύπατος Γαλλίων, ποὺ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ γνωστοῦ φιλοσόφου Σενέκα. Τότε ἦταν ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι ἐξαπέλυσαν νέο πλῆγμα ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου, ἀλλὰ ἀπέτυχαν στὴν προσπάθειά τους (Πράξ. 18, 12-17).
Γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τὸν Ἀπόστολο καὶ γιὰ νὰ τὸν καταστήσουν ὑπόδικο, τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ δικαστικοῦ βήματος τοῦ Γαλλίωνος. Μάλιστα, ἔκαναν βίαιη καὶ αἰφνίδια ἐξέγερση, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν καταδίκη του ἀπὸ τὴν Ρωμαϊκὴ διοίκηση καὶ ἐν συνεχείᾳ νὰ τὸν ἐκδιώξουν ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὴν περιοχή. Τὸ κατηγορητήριό τους ἦταν ὅτι δῆθεν ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος παρασύρει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λατρεύουν τὸν Θεὸ μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ αὐτὸν ποὺ λέγει ὁ νόμος τοῦ Μωυσέως. Ἡ κατηγορία δὲν ἦταν πολιτική, ὅπως συνέβη ἄλλοτε στοὺς Φιλίππους καὶ στὴν Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ διατυπώθηκε γιὰ θρησκευτικὸ ζήτημα. Οἱ κατήγοροι πίστευαν ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποσπάσουν καταδίκη εἰς βάρος του, διότι τοὺς εἶχε παραχωρηθεῖ ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους νὰ λατρεύουν τὸν Θεὸ κατὰ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο.
Ὅμως ὁ Γαλλίων, ὡς ἔμπειρος καὶ συνετὸς κυβερνήτης, ἔκρινε ὅτι δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀκούσει τὴν ἀπολογία τοῦ κατηγορουμένου Ἁγίου Ἀποστόλου. Κατενόησε ὅτι δὲν ὑφίσταται κατηγορία γιὰ παράβαση νόμου τοῦ κράτους ἤ γιὰ ἐγκληματικὴ πράξη καὶ ἀδίκημα. Ἀλλὰ ὅτι πρόκειται γιὰ ζήτημα σχετικὰ μὲ διατάξεις τοῦ θρησκευτικοῦ τους νόμου, δηλαδὴ γιὰ ἐσωτερικό τους θέμα, στὸ ὁποῖο δὲν εἶχε καμιὰ διάθεση ἐμπλοκῆς [βλ. Σωκράτης Σ. Κουρσούμης, Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴ Ρωμαϊκὴ Κόρινθο, ἐκδ. τοῦ Φοίνικα, Ἀθήνα, ἄ.χ., σελ. 42].
Ὁπότε, κρίνοντας τὸν ἑαυτό του ἀναρμόδιο καὶ διατάσσοντας τὴν φρουρὰ νὰ ἀπομακρύνει τοὺς Ἰουδαίους καταγγελεῖς ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ δικαστικοῦ βήματος, οἱ Ἕλληνες ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τοῦ Ἀρχισυναγώγου τῶν Ἑβραίων Σωσθένη καὶ τὸν ξυλοφόρτωσαν δεόντως! Ὁ δὲ Ἀνθύπατος Γαλλίων δὲν ἐπέδειξε κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ποὺ διεξήγετο ἐνώπιόν του. Ἐπρόκειτο προφανῶς ὄχι γιὰ κάποια πρώϊμη ἀντισημιτικὴ ἐκδήλωση, ἀλλὰ γιὰ μιὰ αὐθόρμητη κίνηση ἀγανακτήσεως ἐξ αἰτίας τῆς δολιότητος τῶν κατηγόρων τῆς Ἰουδαϊκῆς Κοινότητος, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πολιτικὴ ἐξουσία παρέμεινε ἀδιάφορη. Οἱ Ἰουδαῖοι ἔλαβαν τὰ ἐπίχειρα τῆς ἀδίκου πράξεώς τους ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περίμεναν, ἀπὸ τοὺς Ἐθνικούς, οἱ ὁποῖοι ὅμως εἶχαν εὐαισθησία ὡς πρὸς τὸ δίκαιο. Διότι ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀπόστολο καὶ τοὺς ἀμνησικάκους πιστοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δὲν ἐπρόκειτο νὰ λάβουν τέτοιου εἴδους ἀνταμοιβὴ γιὰ τὴν διωκτικὴ συμπεριφορά τους. Οἱ Ἕλληνες θὰ ἀντιδροῦσαν κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐναντίον καθενὸς ποὺ θὰ συμπεριφερόταν ὅμοια, ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς.
Μετὰ ἀπὸ κάποιο διάστημα χρόνου, ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος ἔπαυσε πλέον τὴν μεγάλη παραμονή του στὴν Κόρινθο καὶ ἀποφάσισε νὰ μεταβεῖ σὲ ἄλλες περιοχές. Μέσῳ τοῦ λιμανιοῦ τῆς Κορίνθου στὸν Σαρωνικό, τὶς Κεχριές, εἰσῆλθε σὲ πλοῖο μὲ κατεύθυνση τὴν Συρία, ἄν καὶ τελικὰ ἀποβιβάσθηκε στὴν Ἔφεσο. Αὐτὴ ἦταν ἡ περιπέτεια τῆς παραμονῆς του στὴν Κόρινθο κατὰ τὴν πρώτη Ἀποστολική του Περιοδεία, ἡ ὁποία μᾶς ἀπασχόλησε ἐν συντομίᾳ ἐνταῦθα.
Θεωροῦμε καλὸ νὰ θυμίσουμε, πρὶν νὰ κλείσουμε, ὅτι ἡ ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας γιὰ νὰ θέσει σὲ ὀρθὸ πλαίσιο τὸ θέμα τῆς σχέσεως μὲ τὸν θρησκευτικὸ Ἰουδαϊσμό, ἔλαβε Κανονικὲς ἀποφάσεις διὰ τῶν Ἁγίων καὶ Ἱερῶν Συνόδων της, οἱ ὁποῖες διατηροῦν ὅλο τὸ κῦρος, τὴν αὐθεντία καὶ τὴν ἰσχύ τους καὶ παλαιά, καὶ σήμερα καὶ πάντοτε.
Ἔτσι, διὰ τοῦ ΞΕ΄ (65ου) Ἀποστολικοῦ Κανόνος διακηρύσσει: «Εἴ τις Κληρικὸς ἤ Λαϊκὸς εἰσέλθει εἰς συναγωγὴν Ἰουδαίων ἤ αἱρετικῶν προσεύξασθαι, καὶ καθαιρείσθω καὶ ἀφοριζέσθω».
Ὑπάρχουν Ἱεροὶ Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύουν κάθε εἴδους θρησκευτικὸ συγχρωτισμὸ μὲ τοὺς Ἰουδαίους (Ο΄ καὶ ΟΑ΄ Ἀποστολικοί, ΙΔ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκ. Συνόδου, ΛΖ΄ καὶ ΛΗ΄ Λαοδικείας), καὶ μάλιστα τὸν συνεορτασμὸ τοῦ Νομικοῦ Φάσκα μὲ τὸ Χριστιανικὸ Πάσχα (Ζ΄ Ἀποστολικός, Α΄ Ἀντιοχείας).
Ὅποιοι παραβιάζουν αὐτοὺς χάριν τῶν νέων συγχρόνων κοινωνικῶν συνθηκῶν, αὐτοὶ εἶναι ὑπόδικοι στὰ ἐπιτίμια τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ φυσικὰ δὲν βαδίζουν κατὰ Θεόν, ὡς παραβάτες τῶν θείων Ἐντολῶν. Εἶναι φευκτέοι καὶ ἀκοινώνητοι καὶ ὅσοι τοὺς ἀκολουθοῦν ὑπέχουν τὶς αὐτὲς εὐθῦνες.
Σημειωτέον ὅτι σὰν ἀνθρώπους ὅλους τοὺς ἀγαποῦμε καὶ τιμοῦμε, ἀνεξαρτήτως ἐθνικότητος, καταγωγῆς ἤ καὶ θρησκεύματος, γιὰ ὅλους εὐχόμαστε, ὅλων τὸ καλὸ ἐπιθυμοῦμε, ὅλους συντρέχουμε στὴν ἀνάγκη τους, κανένα διαχωρισμὸ δὲν βάζουμε ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπιστική μας σχέση καὶ τὸ εὖρος τῆς φιλανθρωπίας καὶ φιλαλληλίας μας, καμιὰ πράξη βιαιότητος δὲν δικαιολογοῦμε ἐναντίον τους, ἀλλὰ τὴν καταδικάζουμε πλήρως. Μόνον σὲ περίπτωση κακοπραγίας τους ἐναντίον μας, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι συλλογικὰ νὰ ἀμυνθοῦμε γιὰ τὴν διάσωση τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων μας.
Ὡς πρὸς τὶς ἀρχὲς ὅμως τῆς ἁγίας καὶ μόνης σωτηρίου καὶ ἀληθινῆς Πίστεώς μας, ὅπως αὐτὲς διατυπώθηκαν καὶ βιώθηκαν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, οὐδεμία παραχώρηση ἤ παρέκκλιση κάνουμε, προκειμένου νὰ φανοῦμε τέκνα ὑπακοῆς καὶ νὰ διαφυλαχθοῦμε ἀπὸ τὶς δυσάρεστες καὶ μοιραῖες ψυχικὲς καὶ πνευματικὲς συνέπειες, καθότι: «πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν» (Ἑβρ. 2, 2).
Ὁ Φιλάνθρωπος Κύριος, ὁ Ὁποῖος θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2, 4), Αὐτὸς ὡς Καλὸς Ποιμὴν ποὺ καλεῖ πάντας στὴν θεία Μάνδρα τῆς Ἐκκλησίας, εἴθε καὶ ἐμᾶς νὰ ἀξιώσει τῆς μετὰ τῶν ἐκλεκτῶν μερίδος καὶ ὅλους νὰ ἐλεήσει διὰ τῆς Μετανοίας, καὶ μάλιστα τὸν Ἰουδαϊκὸ λαό, τὸν ὁποῖον ἀναμένει νὰ σώσει στὰ ἔσχατα χρόνια (Ρωμ. 11, 26) καὶ ἔχει τὸ Πρόνοια νὰ ἐπιτελέσει τοῦτο κατὰ τὶς ἀνεξιχνίαστες Βουλὲς τῶν θείων Κριμάτων Του!
Λάρισα, Ἰούνιος 2025
Πηγή