A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

Η Ψευδοσύνοδος της Κρήτης: Προς Νέα Εκκλησία (Μέρος δ΄)


(Απάντηση στο κείμενο του Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου Κατερέλου «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης: Νέα Εκκλησιολογία ἢ Πιστότητα στὴν Παράδοση;»)

Νικολάου Μάννη
εκπαιδευτικού

Ζ. Ολοκληρώνοντας το παραπάνω κεφάλαιο ο Σ. εκθέτει και τις θέσεις του Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνος (Β.Ι. στο εξής) - με τις οποίες είναι σύμφωνος όπως δηλώνει[111] - και οι οποίες είναι οι εξής:
ζ1. Οι σύγχρονοι ετερόδοξοι (Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες) δεν μπορούν να εξομοιωθούν βάναυσα με τους αρχαίους αιρετικούς, διότι αποδέχονται τη θεότητα των τριαδικών προσώπων και την πληρότητα και τελειότητα της θεότητας και της ανθρωπότητας του Χριστού, επομένως σφάλλουν όσοι θεωρούν ψευδοεκκλησίες τους ετεροδόξους, και
ζ2. Σφάλλουν επίσης όσοι αποδέχονται την αποκλειστικότητα της Εκκλησίας για την σωτηρία.
Ας τις δούμε αναλυτικά:
ζ1. Ο Σ. - διά του Β.Ι. - χρησιμοποιεί τον διάσημο Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο για να πείσει πως δεν μπορεί να γίνει σύγκριση των Δυτικών με τους αρχαίους αιρετικούς, επειδή οι πρώτοι αποδέχονται την θεότητα του Χριστού. Παραθέτει μάλιστα και την εξής φράση του Φιλαρέτου: «Καμιὰ Ἐκκλησία ποὺ πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Χριστός, δὲ θὰ εἶχα τὸ θράσος νὰ τὴ χαρακτηρίσω ὡς ψευδῆ». Ο Β.Ι. χρησιμοποίησε την φράση αυτή για να αντικρούσει τις θέσεις των π. Ιουστίνου Πόποβιτς και αρχιεπισκόπου Αβερκίου, οι οποίες ταυτίζονται με τις θέσεις των Συνόδων και Πατέρων που αναφέρθηκαν παραπάνω (θεωρούν δηλαδή και εκείνοι τους Δυτικούς ως αιρετικούς ψευδοχριστιανούς και τις κοινότητές τους ως ψευδοεκκλησίες).
 Ας δούμε το απόσπασμα στο οποίο βρίσκεται η επίμαχη φράση του Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου: «…κρατώντας τα παραπάνω λόγια της Αγίας Γραφής[112], καμία Εκκλησία που πιστεύει ότι ο Ιησούς είναι Χριστός δε θα τολμούσα να την αποκαλέσω ψεύτικη. Η Χριστιανική Εκκλησία μπορεί να είναι είτε «αμιγώς αληθινή», δηλώνοντας την αληθινή και σώζουσα θεία διδασκαλία χωρίς να αναμιγνύεται με τις ψευδείς και επιβλαβείς απόψεις των ανθρώπων ή «όχι αμιγώς αληθινή», αναμειγνύοντας τις ψευδείς και επιβλαβείς απόψεις του ανθρώπου με την αληθινή και σωτηρία πίστη της διδασκαλίας του Χριστού»[113]. Αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψιν του ότι ο Φιλάρετος είχε εκφράσει την άποψη πως δεν είναι σωστό να τοποθετεί κανείς στο ίδιο επίπεδο τον Παπισμό με τον Αρειανισμό, είναι προφανές ότι προβαίνει σε μια ταξινόμηση των αιρετικών με βάση την ομολογία τους στην θεότητα του Ιησού Χριστού. Σαφώς όμως ο Μητροπολίτης Φιλάρετος εκφράζει την προσωπική του άποψη. Παρόμοια ταξινόμηση των αιρετικών έκανε ο σοφός Πατριάρχης Καλλίνικος ο Γ΄ ο εκ Ζαγοράς, ο οποίος διαιρούσε τους αιρετικούς σε δύο κατηγορίες: στους «ασεβείς», οι οποίοι δεν δέχονται το Χριστό και την Αγία Τριάδα (π.χ. Σιμωνιακοί, Νικολαΐτες κλπ.) και στους «δυσσεβείς», οι οποίοι και «Χριστὸν ὁμολογοῦντες καὶ Τριάδα δοξάζοντες καὶ εἰς Αὐτῆς τὴν ἐπίκλησιν βαπτίζονται, κακῶς ὅμως καὶ δυσσεβῶς περὶ αὐτῆς δογματίζοντες»[114] (π.χ. Αρειανοί, Μακεδονιανοί, Απολιναριστές). Στην κατηγοριοποίηση όμως αυτή (ερειδόμενη επί των Κανόνων των Οικουμενικών Συνόδων, που χώριζαν τους αιρετικούς σε βαπτιστέους και μη) προέβη όχι για να δικαιώσει τους «δυσεβείς» έναντι των «ασεβών» - όπως προσπαθούν οι Οικουμενιστές σήμερα, εκμεταλλευόμενοι και την θέση του Φιλαρέτου Μόσχας, να δικαιώσουν τους «ετεροδόξους» έναντι των «αιρετικών» (με τα νοήματα που δίνουν εκείνοι στους δύο αυτούς όρους) -, αλλά για να εκφράσει την αντίθεσή του έναντι του αναβαπτισμού των Δυτικών, τους οποίους ο Καλλίνικος κατέτασσε στην δεύτερη κατηγορία, δηλαδή στους μη βαπτιστέους, αλλά μόνο με χρήση Μύρου εισακτέους στην Εκκλησία. Παρόλα αυτά η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος του 1756 ορθά αποφάσισε την εισδοχή των Δυτικών στην Ορθοδοξία διά Βαπτίσματος, αφού οι Λατίνοι παραχάραξαν τον τύπο του Βαπτίσματος και επικύρωσαν συνοδικά (με την εν Τριδέντω Ψευδοσύνοδό τους) την παραχάραξη αυτή.
Επανερχόμενοι στην επίμαχη φράση του Μητροπολίτου Φιλαρέτου πρέπει να πούμε πως αυτή επικρίθηκε από τον συμπατριώτη του μεγάλο θεολόγο, Άγιο, Ιερομάρτυρα και Ομολογητή Ιλαρίωνα Τρόιτσκι (+1929), ο οποίος έγραψε τα εξής προς τον γνωστό προτεστάντη και μέγα οικουμενιστή της εποχής Robert Gardiner: «Στην επιστολή σας στις 12/25 Ιουνίου 1915, στον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο [Khrapovitsky], προσκομίζετε την άποψη του διάσημου Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, ο οποίος έγραψε σε μία από τις πρώτες του διατριβές: «Καμία εκκλησία που πιστεύει ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός δεν θα τολμούσα να την αποκαλέσω ψεύτικη»[115]Αλλά υπάρχουν αρκετά εμπόδια για να αναγνωρίσουμε ως έγκυρο τον συλλογισμό του Μητροπολίτου Φιλαρέτου πως οι εκκλησίες μπορούν να είναι είτε από καθαρή αλήθεια, είτε από μη καθαρή αλήθεια. Μια εκκλησία μη καθαρής αλήθειας μου φαίνεται προφανώς ψεύτικη και δεν μπορεί να υπάρξει ψεύτικη εκκλησία. Μια τέτοια εκκλησία παύει να είναι εκκλησία, καταντώντας μια εξωεκκλησιαστική κοινότητα»[116]. Όπως παρατηρεί κανείς, ο Άγιος Ιλαρίων όχι μόνο συντάσσεται με την γνώμη της συντριπτικής πλειοψηφίας των προ αυτού Πατέρων και Συνόδων (όπως φανερώθηκε και από τα αποσπάσματα που παρατέθηκαν παραπάνω), αλλά δικαιώνει και όσους εκ των μεταγενεστέρων εξέφρασαν την ίδια θέση (π. Ιουστίνο, αρχιεπ. Αβέρκιο κ.α.), ενώ η συγκεκριμένη θέση του μακαριστού Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου (αν υποτεθεί βεβαίως ότι την εννοούσε όπως την εννοούν οι οικουμενιστές, λαμβανομένου υπόψιν ότι ο Φιλάρετος είχε υπόψιν του έναν παπισμό προ της Α΄ και Β΄ Βατικανής που τον διέστρεψαν ακόμη περισσότερο) έρχεται σε αντίθεση με το ConsensusPatrum.
ζ2. Εν συνεχεία ο Σ. παραθέτει την (εν σελίδι 22) θέση του Β.Ι. -  ο οποίος ρητώς «δὲν ἀποδέχεται τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ σωτηρία» - σύμφωνα με την οποία δεν είναι δυνατόν «οἱ ὑπόλοιπες χριστιανικὲς Ἐκκλησίες νὰ θεωροῦνται καρπὸς τῆς ἀνθρώπινης πονηρίας ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια τὸ 99% τοῦ ἀνθρωπίνου πληθυσμοῦ». Παράλληλα ο ίδιος ο Σ. εκφράζει για το θέμα την άποψη πως «τὸ νὰ θεωρεῖ κάποιος ὅτι ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει χάρις Θεοῦ, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐπιχειρεῖ νὰ βάλει φραγμὸ στὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ». Κλείνει δε το θέμα αυτό (και ολόκληρο το κεφάλαιο «Αἱρετικοὶ καὶ Ἑτερόδοξοι») με τα εξής, που αφορούν τους διαφωνούντες με τις θέσεις αυτές: «Εἶναι βεβαίως «δικαίωμά» τους νὰ ἀκολουθοῦν τὶς θεωρήσεις τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρθαγένης καὶ μάλιστα σὲ ὅλες της τὶς πτυχές. Ἀδυνατοῦν ὅμως νὰ καταδείξουν, ὅτι ἡ ἀντίληψή τους αὐτὴ ἔχει ἔρεισμα στὴ Βίβλο καὶ τὴν Πατερικὴ Θεολογία (Ἀνεφέρθη ἤδη ἕνα χωρίο ἀπὸ τὸν Ἱ. Αὐγουστῖνο. Στὴ συνέχεια θὰ παρατεθοῦν καὶ ἄλλα)».
Αναλύοντας τα παραπάνω πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής:
i. Η θέση περί της μη αποκλειστικότητας της Εκκλησίας για την σωτηρία, αποτελεί κεντρική θέση των Οικουμενιστών, οι οποίοι θεωρούν πως το αντίθετο αποτελεί αυθαίρετη ερμηνεία μιας προσωπικής απόψεως του Αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος. Είναι όμως το ρητό «extra ecclesiam nulla salus»[117] («εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία») προσωπική γνώμη του Αγίου ή καθολική γνώμη των Πατέρων; Ας δούμε τι λένε οι Άγιοι, ώστε να δούμε αν έχει δίκαιο ο Σ. να μας κατηγορεί ότι η αντίληψή μας δεν έχει έρεισμα στην Βίβλο[118] και την Πατερική Θεολογία:
α) Μιας και ο Σ. παραθέτει ένα βολικό ρητό του Αγίου Αυγουστίνου για το θέμα ας αρχίσουμε με τον Άγιο αυτόν (από τα αυθεντικά συγγράμματά του και όχι μέσα από το πρίσμα τρίτων). «Extra Ecclesiam catholicam totum potest praeter salutem» («εκτός της Καθολικής Εκκλησίας μπορεί κανείς να έχει τα πάντα εκτός από τη σωτηρία») διδάσκει και ο Άγιος Αυγουστίνος! Στο έργο του «SERMO AD CAESARIENSIS ECCLESIAE PLEBEM» γράφει: «Εκτός της Καθολικής Εκκλησίας μπορεί κανείς να έχει τα πάντα εκτός από τη σωτηρία. Μπορεί να έχει τιμή, μπορεί να έχει μυστήρια, μπορεί να ψάλλει «Αλληλούια», μπορεί να απαντήσει «Αμήν», μπορεί να κρατήσει το Ευαγγέλιο, μπορεί να πιστεύσει και να κηρύξει το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά πουθενά εκτός της Καθολικής Εκκλησίας δεν είναι σε θέση να βρει σωτηρία»[119]. Σε άλλο έργο του («AD CATHOLICOS EPISTOLA CONTRA DONATISTASVULGO DE UNITATE ECCLESIAE LIBER UNUS») επισημαίνει: «Αυτή η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, όπως λέει ο Απόστολος «ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία» (Κολ. α΄, 24), από το οποίο είναι σαφέςότι αυτός που δεν είναι στα μέλη του Χριστού δεν είναι δυνατόν να έχει χριστιανική σωτηρία»[120]. Και παρακάτω: «Κανείς δεν φτάνει σε αυτήν τη σωτηρία και την αιώνια ζωή αν δεν έχει τον Χριστό ως κεφαλή του. Και κανείς δεν μπορεί να έχει τον Χριστό ως κεφαλή του, αν δεν είναι στο σώμα Του, που είναι η Εκκλησία»[121].
β) Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «μιᾷ δὲ τῇ ἐκκλησίᾳ προσήκουσαν τὴν σωτηρίαν ταύτην ἐπιστάμεθα καὶ μηδένα τῆς καθολικῆς ἔξωθεν ἐκκλησίας καὶ πίστεως μετέχειν Χριστοῦ δυνάμενον μηδὲ σώζεσθαι»[122].
γ) Ο Άγιος Φουλγέντιος, επίσκοπος Ρούσπης (+533): «Όχι μόνο οι ειδωλολάτρες, αλλά και όλοι οι Εβραίοι, και όλοι οι αιρετικοί και σχισματικοί που βρίσκονται έξω από τα όρια της Καθολικής Εκκλησίας, θα καταλήξουν στο αιώνιο πυρ, «τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ» (Ματθ. κε΄, 41)»[123].
δ) Ο Άγιος Νεκτάριος: «Οἱ μὴ τῇ Ἐκκλησίᾳ ἡνωμένοι εἰσὶν ἐκτὸς τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ… Ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, τῆς κιβωτοῦ ταῦτης τοῦ Νῶε, οὐδεμία ὑπάρχει σωτηρία. …Ἐκτὸς τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας οὐδεμία ὑπάρχει σωτηρία»[124].
ε) Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης: «Μόνο όσοι πιστεύουν στον Χριστό και την Εκκλησία που ιδρύθηκε από Αυτόν στη γη λαμβάνουν σωτηρία. Εκτός της ίδιας Εκκλησίας, στην οποία παραδίδεται η αληθινή διδασκαλία του Χριστού, τα σωτήρια διατάγματα και η καθοδήγηση των ποιμένων, δεν υπάρχει σωτηρία. …Η σωτηρία μας βρίσκεται στην Εκκλησία, όπως στην κιβωτό του Νώε, και πουθενά αλλού»[125].
στ) Ο Ιερομάρτυς Ιλαρίων Τρόιτσκι, μέγας εκκλησιολόγος: «Μόνο στὴν Ἐκκλησία μπορεῖς νὰ φθάσεις στὸ «μέτρο ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» καὶ ἐπομένως, μόνο στὴν Ἐκκλησία εἶναι δυνατὴ ἡ γνήσια πρόοδος, ἡ ἀληθινὴ σωτηρία[126].
Σφάλλει επομένως ο Σ. σε άλλο, σχετικό με το θέμα μας, κείμενό του γράφοντας πως «ἡ μὴ σωτηρία τῶν ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκομένων ἀπετέλεσε διδασκαλία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ὅμως καὶ τῆς Ὀρθόδοξης»[127]. Η δε αντίληψη των Οικουμενιστών είναι πραγματικά αυτή που δεν έχει αγιοπατερικό έρεισμα! Οι Οικουμενιστές βεβαίως διαφωνούν με την παραπάνω πατερική θεώρηση διότι απλούστατα έχουν διαφορετική αντίληψη για το τι σημαίνει "Εκκλησία". Γι᾿ αυτό το λόγο ο Οικουμενισμός είναι πρωτίστως εκκλησιολογική αίρεση.
Πρέπει απαραιτήτως να τονιστεί και κάτι πολύ σημαντικό. Η ορθόδοξη διδασκαλία, περί σωτηρίας μόνο εν τη Εκκλησία, δεν παρατέθηκε για να αποτελέσει αφορμή για θριαμβολογία (όπως μας κατηγορούν), ούτε για να οδηγήσει σε περιφρόνηση ή φανατισμό κατά των αλλοδόξων/αλλοθρήσκων, αλλά για να μας θέσει μπροστά στην ευθύνη που έχουμε όλοι οι Ορθόδοξοι για Ιεραποστολή. Μια Ιεραποστολή που η Οικουμενιστική Νεοεκκλησιολογία πρόδωσε, εν ονόματι μίας ψευδούς αγάπης και ενός κούφιου σεβασμού, ονομάζοντάς την «προσηλυτισμό».
ii. Σχετικά με την ύπαρξη Θείας Χάριτος εκτός Εκκλησίας, αν ο Σ. κατηγορεί όσους δεν αποδέχονται την ύπαρξή της πως βάζουν φραγμό στην παντοδυναμία του Θεού, εύλογα κάποιος θα μπορούσε να αντιστρέψει την κατηγορία και να ισχυριστεί τα εξής: «το να θεωρεί κάποιος ὅτι ἐξω από την Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει χάρις Θεού, αυτὸ σημαίνει ότι επιχειρεί να αποδείξει μάταιο το σχέδιο του Θεού για την σωτηρία». Για ποιο λόγο τότε να ενσαρκωθεί ο Χριστός; Υπήρχε άραγε δυνατότητα σωτηρίας προ Χριστού; Η απάντηση είναι αρνητική.
Επομένως Θεία Χάρις σώζουσα, δεν υπάρχει εκτός της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Υπάρχει όμως Θεία Χάρις που ωθεί «μυστικῶς  τοὺς  ἐκτὸς  τῆς  Ἐκκλησίας  πρὸς  μετάνοιαν καὶ ἐπιστροφὴν ἐν τῇ Ἀληθείᾳ καὶ Καθολικότητι τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας»[128]. Γι᾿ αυτό και ο Ιερομάρτυς Στάρετς Νίκων της Οπτίνα δίδασκε «ευκαιρία σωτηρίας δίνεται παντού από τον Θεό σε όλους»[129].
Ας μη προσπαθούμε λοιπόν να φανούμε πιο φιλάνθρωποι από τον Θεό και με ορθολογιστικούς υπολογισμούς του δήθεν ποσοστού των σεσωσμένων να καταλήγουμε σε αιρετικές θέσεις, όσο και αν αυτές ακούγονται αρεστές στην «φιλάνθρωπη» εποχή μας[130].
Η. Ο Σ. με το κεφάλαιο «Τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας καὶ οἱ Ἑτερόδοξοι στὸ κείμενο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Κρήτης» παρουσιάζει το Πατριαρχείο Μόσχας να συμφωνεί με την εκκλησιολογία της Ψευδοσυνόδου της Κρήτης. Εδώ έχει απόλυτο δίκαιο! Κακώς πολλοί επικριτές της Ψευδοσυνόδου της Κρήτης προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την άρνησή τους να την αποδεχθούν βασιζόμενοι στην αποχή της Εκκλησίας της Ρωσίας από αυτήν. Το Πατριαρχείο Μόσχας είναι εξίσου οικουμενιστικό με τα άλλα, ίσως και περισσότερο. Αυτό πρέπει να τονιστεί, διότι πολλοί μας κατηγορούν ότι αντιστεκόμενοι στον οικουμενισμό του Φαναρίου υπηρετούμε τα πανσλαβιστικά σχέδια των Ρώσων. Εμείς οι Ορθόδοξοι απορρίπτουμε και τον εθνοφυλετισμό. Αποδεχόμαστε ως αδελφούς εν Χριστώ και κοινωνούμε μαζί τους, όσους πιστεύουν όλα όσα πιστεύει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Προτιμούμε λοιπόν να ορθοφρονούμε μετά των Ζουλού ή των Εσκιμώων, αν αυτοί είναι πραγματικά Ορθόδοξοι, παρά με τους Έλληνες οικουμενιστές. Οι δε Ρώσοι, του Πατριαρχείου Μόσχας, είναι οικουμενιστές και ως εκ τούτου απαράδεκτοι.
Στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου ο Σ. θίγει θέματα τα οποία απαντήθηκαν επαρκώς παραπάνω. Μόνο ένα ακόμη ζήτημα πρέπει να αναλυθεί λίγο περισσότερο: το ζήτημα των μυστηρίων των αιρετικών. Όπως έχει γίνει ήδη κατανοητό οι οικουμενιστές κάνουν διάκριση των εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας «χριστιανών» σε αιρετικούς και ετερόδοξους. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν γνωρίζει τέτοια διάκριση. Τους εκτός Εκκλησίας «χριστιανούς» τους θεωρεί αιρετικούς. Η δε διάκριση που κάνει σε σχέση με τον τρόπο αποδοχής αυτών στους κόλπους Της, όταν εφαρμόζει την Οικονομία, δεν αποτελεί αναγνώριση σωστικών Μυστηρίων εκτός των ορίων Της.
Η Εκκλησία όμως κάνει μια άλλη σημαντική διάκριση των αιρετικών, την οποία ο Σ. δεν λαμβάνει υπόψιν με αποτέλεσμα να καταλήγει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Η Εκκλησία λοιπόν κάνει διάκριση μεταξύ αιρετικών «συνοδικῶς ἀνεξελέγκτων» και «μὴ ἐληλεγμένων συνοδικῶς»[131], ήτοι ακρίτων και κεκριμένων. Και ενώ των δεύτερων τα Μυστήρια θεωρεί απαράδεκτα, ως εκτός Εκκλησίας γενόμενα, των μεν πρώτων τα αποδέχεται ως τελούμενα ακόμη εξ ονόματος Της, αφού «τὴν ἁγιαστικὴν Χάριν καὶ τὸ κῦρος τῶν θείων Μυστηρίων δὲν παρέχει ὁ τελῶν ταῦτα ᾿Επίσκοπος ἢ ὁ ῾Ιερεύς, ὅστις εἶναι μόνον ἁπλοῦν μέσον καὶ ὄργανον μεταδοτικὸν τῆς Χάριτος, ἀλλ᾿ ἡ ὀρθόδοξος ἔννοια τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐν ὀνόματι τῆς ὁποίας τελοῦνται ταῦτα»[132]. Σφάλλει μεγάλως λοιπόν ο Σ. όταν, παραπέμποντας στην αποδοχή των Εικονομάχων από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, γράφει (σελ. 24) πως «γιὰ τὶς παλαιὲς αἱρέσεις τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἡ Ἐκκλησία ἔκανε διάκριση μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἀνεγνώριζε μυστήρια τελούμενα σὲ αὐτές, φθάνοντας μάλιστα ὄχι μόνο νὰ ἀναγνωρίζει τὸ βάπτισμα, ἀλλὰ καὶ τὸ Χρίσμα καὶ τὴν ἱερωσύνη, ὅταν ἐπρόκειτο μέλη τῶν αἱρέσεων αὐτῶν νὰ ἐνταχθοῦν στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία». Ουδέποτε η Εκκλησία αναγνώριζε Μυστήρια τελούμενα εκτός Αυτής, παρά μόνο όταν αυτά τελούνταν από ακρίτους αιρετικούς, οι οποίοι τυπικώς ανήκαν ακόμη σε Αυτήν, όπως τα Μυστήρια των Αρειανοφρόνων προ της καταδίκης τους από την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (π.χ. χειροτονία του Αγίου Μελετίου Αντιοχείας), των Μονοφυσιτών προ της καταδίκης τους από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο (π.χ. χειροτονία Αγίου Ανατολίου Κωνσταντινουπόλεως), των Μονοθελητών προ της καταδίκης τους από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο[133], των Εικονομάχων προ της καταδίκης τους από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Των δε κεκριμένων αιρετικών τα Μυστήρια δεν τα αναγνώριζε ούτε κατ᾿ Ακρίβεια, ούτε κατ᾿  Οικονομία. Ακόμη και η τυχόν μη επανάληψη του Μυστηρίου του Βαπτίσματος δεν σημαίνει αναγνώριση του εκτός Εκκλησίας τελουμένου μυστηρίου. Ο αείμνηστος Καθηγητής Θεολογίας Χρήστος Ανδρούτσος παρατηρεί σχετικώς: «Ἡ μὲν ἰδέα τῆς ἀναζωογονήσεως τῶν μυστηρίων ἐν τῇ ἐπιστροφῇ εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν εἶνε ἀπαράδεκτος, διότι ὑποτίθησιν ὅτι ὑπάρχουσιν αἱρετικοὶ τελοῦντες ἐγκύρως τὰ μυστήρια, ὅπερ δὲν ἀποδέχεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀφ᾿ οὗ τοὺς αὐτοὺς αἱρετικοὺς ὁτὲ μὲν ἀναβαπτίζει ὁτὲ δὲ οὐχί, ἢ τοὺς αὐτοὺς ἄλλη σύνοδος δέχεται, ἄλλη δ᾿ οὐχί»[134]. Απλά, όταν κάνει χρήση της Οικονομίας, «ἡ Ἐκκλησία δύναται ἀσκοῦσα ἰσχυρῶς τὴν ἐξουσίαν αὐτῆς (σ. ημ. ως ταμειούχος της Χάριτος) νὰ καταστήσει ἔγκυρον τὸ φύσει ἄκυρον»[135].  
Ο Σ. αμέσως μετά γράφει πως «ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἐνεργοποιήσει τὰ μυστήρια τῶν ἑτεροδόξων, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ ληστῆ ποὺ μπῆκε στὸν Παράδεισο, χωρὶς νὰ ἔχει δεχθεῖ κανένα μυστήριο»! Αυτό όμως δεν είναι ορθό, διότι, σύμφωνα με την πατερική διδασκαλία, ο Ληστής δεν εισήλθε στον Παράδεισο αβάπτιστος:
α) Ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος γράφει: «Ο Ληστής έλαβε το ράντισμα της αφέσεως των αμαρτιών μέσω του μυστηρίου του ύδατος και του αίματος που ανέβλυσε από την πλευρά του Χριστού»[136].
β) Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ακόμη πιο αναλυτικά: «Πηγάζει γὰρ αἷμα καὶ ὕδωρ ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ Χριστοῦ, ἵνα καὶ τὸ καθ ἡμῶν χειρόγραφον τῆς ἁμαρτίας ἀπαλείψῃ, καὶ τῷ αἵματι αὐτοῦ καθαρισθῶμεν, καὶ τὸν παράδεισον ἀπολάβωμεν. Ὢ μυστηρίου μεγάλου! μετενόησεν ὁ λῃστὴς, χρεία ἦν ὕδατος, ἵνα βαπτισθῇ· ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ἐκρέματο, οὐκ ἦν ἕτερος τόπος βαπτίσματος, οὐ πηγὴ, οὐ λίμνη, οὐκ ὄμβρος, οὐχ ὁ τὴν μυσταγωγίαν ἐκτελῶν· πάντες γὰρ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων ἔφυγον οἱ μαθηταί· ἀλλ οὐκ ἠπόρησεν ὁ Ἰησοῦς ναμάτων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ σταυροῦ κρεμάμενος δημιουργὸς ὑδάτων γέγονεν. Ἐπειδὴ γὰρ οὐχ οἷόν τε ἦν εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τὸν λῃστὴν δίχα βαπτίσματος, ἐχρῆν δὲ τὸν μετανοήσαντα μὴ ἀμοιρῆσαι τοῦ βαπτίσματος, ὕδωρ καὶ αἷμα προήκατο τῆς νυγείσης αὐτοῦ πλευρᾶς ὁ Σωτὴρ, ἵνα καὶ τὸν λῃστὴν ἐλευθερώσῃ τῶν ἐπηρτημένων κακῶν, καὶ τὸ αἷμα αὐτοῦ λύτρον ἀποδείξῃ γενόμενον τῶν εἰς αὐτὸν τὰς ἐλπίδας ἐχόντων»[137]. Και αλλού: «Ἐπηγγείλατο μὲν τὴν σωτηρίαν ὁ Σωτήρ· καιρὸς δὲ οὐκ ἦν, οὐδὲ ἐνεδίδοτο τῷ λῃστῇ πιστεῦσαι καὶ φωτισθῆναι· ὁ Σωτὴρ γὰρ ἀπεφήνατο· Ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Οὐχ ηὕρισκεν εὐκαιρίαν ἢ παῤῥησίαν ὁ λῃστὴς, οὐκ εἶχε καιρὸν βαπτισθῆναι· ἐν τῷ σταυρῷ γὰρ ἐκρέματο. Εὑρίσκει τοιγαροῦν ὁ Σωτὴρ ἐν ἀπόροις πόρον. Ἐπειδὴ γὰρ ἐπίστευσε τῷ Σωτῆρι ὁ πεπαλαιωμένος ταῖς ἁμαρτίαις, καὶ ἔδει αὐτὸν καθαρισθῆναι, οἰκονομεῖ ὁ Χριστὸς μετὰ τὸ πάθος τὸν στρατιώτην νύξαι τῇ λόγχῃ τὴν πλευρὰν τοῦ Κυρίου, καὶ ἐκπηδᾷ αἷμα καὶ ὕδωρ· ἐκ γὰρ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ, φησὶν ὁ Εὐαγγελιστὴς, Ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ, ἐν ἀληθείᾳ τοῦ πεσόντος, εἰς τύπον τῶν μυστηρίων. Καὶ οὐκ ἐξῆλθε δὲ τὸ αἷμα καὶ τὸ ὕδωρ οὕτως ἁπλῶς ῥέον, ἀλλὰ ῥοίζῳ, ἵνα ῥαντίσῃ τὸ σῶμα τοῦ λῃστοῦ· τὸ γὰρ μετὰ ῥοίζου πεμπόμενον ῥαντίζει, τὸ δὲ ῥέον ἠρέμα ῥέει, καθὼς ἔρχεται. Ἀλλὰ μετὰ ῥοίζου ἐξῆλθεν τὸ αἷμα καὶ τὸ ὕδωρ ἐκ τῆς πλευρᾶς, ἵνα ῥαντίσας τὸν λῃστὴν βαπτίσῃ, ὡς καὶ ὁ Ἀπόστολος λέγει· Προσεληλύθαμεν Σιὼν ὄρει καὶ αἵματι ῥαντισμοῦ κρεῖττον λαλοῦντι παρὰ τὸν Ἄβελ»[138].
γ) Ο Άγιος Δημήτριος του Ροστόφ στο Συναξάριο για τα Θεοφάνεια αναφέρεται στον Ληστή «για τον οποίο το νερό που χύθηκε από την πλευρά του Χριστού έγινε το ύδωρ της βαπτίσεως»[139].
Οι προσωπικές απόψεις του Σ. περί της δυνατότητος αναγνωρίσεως Θείας Χάριτος των «μυστηρίων των ετεροδόξων» δεν θα σχολιαστούν περαιτέρω. Μόνο ας καταγραφεί μια απορία. Είναι δυνατόν, όταν υπάρχει, εκτός των καταδικασμένων αιρετικών φρονημάτων, όχι μόνο παραχάραξη των Μυστηρίων (στον Παπισμό), αλλά και ξεκάθαρη άρνηση αυτών (στον Προτεσταντισμό) εμείς να θέλουμε να αποδείξουμε με κάθε τρόπο ότι οι «ετερόδοξοι» έχουν έγκυρα και σωστικά Μυστήρια[140];  

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ


[111] Από την δική μου πλευρά δηλώνω την συμφωνία μου με τους - τιμωμένους υπό ημών των Ορθοδόξων ως άγιες μορφές - π. Ιουστίνο Πόποβιτς και αρχιεπίσκοπο Συρακουσών Αβέρκιο.
[112] Αναφέρεται στο εξής χωρίο: «Τίς ἐστιν ὁ ψεύστης εἰ μὴ ὁ ἀρνούμενος ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός; Οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος, ὁ ἀρνούμενος τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱόν» (Α΄ Ιω. β΄, 22).
[113] Μετάφραση ημέτερη. Από το έργο «Συζητήσεις μεταξύ ενός αβέβαιου και ενός πιστού σχετικά με την αληθινή πίστη της Ανατολικής Ελληνορωσικής Εκκλησίας», Πετρούπολη, 1815 (πρωτότυπος τίτλος του έργου: «Разговоры между испытующим и уверенным о православии восточной греко-российской церкви»).
[114] Αθανασίου Χρυσοβέργη, Οι θεολογικές κατευθύνσεις του Πατριάρχη Καλλινίκου Γ΄, Θεσσαλονίκη, 1998, σελ. 112.
[115] Είναι τραγικό το γεγονός της αντιγραφής της επιχειρηματολογίας των προτεσταντών οικουμενιστών από τους εξ ορθοδόξων οικουμενιστές…
[116] The unity of the church, Montreal, 1975, p. 24 (μετάφραση ημέτερη).
[117] Αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος, Επιστολή 72 (LXII).
[118] Η αποκλειστικότητα της Εκκλησίας για την σωτηρία φανερώνεται στην Γραφή και από τα εξής: α) Από το γεγονός πως μόνο όσοι ήταν στην Κιβωτό - που συμβολίζει την Εκκλησία κατά τους Πατέρες  - σώθηκαν, β) Από το γεγονός πως τα πρωτότοκα μόνο όσων ράντισαν με αίμα τις πόρτες τους σώθηκαν και γ) Από το γεγονός πως μόνο όσοι παρέμειναν εντός της οικίας της Ραάβ σώθηκαν.
[119] P.L. 43, 695 (μετάφραση ημέτερη). Στα αποσπάσματα του Ιερού Αυγουστίνου παρατίθεται και το πρωτότυπο κείμενο για την άρση κάθε αμφιβολίας ως προς τις θέσεις του Αγίου: «Extra Ecclesiam catholicam totum potest praeter salutem. Potest habere honorem, potest habere Sacramenta, potest cantare Alleluia, potest respondere Amen, potest Evangelium tenere, potest in nomine Patris et Filii et Spiritus sancti fidem habere et praedicare: sed nusquam nisi in Ecclesia catholica salutem poterit invenire».
[120] P.L. 43, 392 (μετάφραση ημέτερη). Το πρωτότυπο κείμενο: «Haec autem Ecclesia corpus Christi est, sicut dicit Apostolus: Pro corpore eius, quae est Ecclesia (Coloss. 1, 24.). Unde utique manifestum est eum, qui non est in membris Christi, christianam salutem habere non posse».
[121] P.L. 43, 429 (μετάφραση ημέτερη). Το πρωτότυπο κείμενο: «Ad ipsam vero salutem ac vitam aeternam nemo pervenit nisi qui habet caput Christum. Habere autem caput Christum nemo poterit nisi qui in eius corpore fuerit, quod est Ecclesia».
[122] P.G. 59, 725.
[123] M. J. Rouët de Journel, Enchiridion patristicum, Friburgi Brisgoviae, 1922, p. 712 (μετάφραση ημέτερη).
[124] Αγίου Νεκταρίου, Μελέται δύο Α΄ Περί της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας…, εκδ. Παναγόπουλος, Αθήνα, 1987, σελ. 17, 31-32.
[125] Από το βιβλίο «Живой колос» (μετάφραση ημέτερη, https://azbyka.ru/otechnik/Ioann_Kronshtadtskij/zhivoj-kolos/).
[126] Αρχιεπίσκοπος Ιλαρίων Τρόιτσκι, μετάφρ. π. Ιω. Φωτόπουλος, εκδ. Άθως, Αθήνα, 2012, σελ. 142.
[127] Αβύδου Κύριλλος: «Εμπιστεύομαι την Εκκλησία» (http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/8579-abudou-kurillos-empisteuomai-tin-ekklisia).
[128] Μητροπολίτου Ωρωπού & Φυλής Κυπριανού, Η «βαπτισματικὴ θεολογία» των  Οικουμενιστών…,  περιοδικό Ορθόδοξος Ένστασις και Μαρτυρία, αρ. 26-29/Ιανουάριος-Δεκέμβριος 1992, σελ. 37 (http://www.hsir.org/Τheology_el/3f2005bΒapΤheol-1.pdf).
[129] Στο αξιόλογο κείμενο του π. Γεωργίου Μαξίμοφ «Εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία» (Георгий Максимов, Вне Церкви нет спасения: http://orthojournal.ru/ru/tema-vypuska/vne-tserkvi-net-spaseniya/item/55-вне-церкви-нет-спасения)
[130] Ο Στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα γράφει διαφωτιστικά για το πώς εμφανίστηκαν αυτές οι θέσεις στην χώρα του και στην εποχή του: «Μια άλλη ερώτηση: αν, όπως ειπώθηκε, εκτός από την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, που ονομάζεται Ορθόδοξη Εκκλησία, η σωτηρία άλλων θρησκειών είναι τόσο αμφίβολη, γιατί αυτή η αλήθεια δεν κηρύσσεται δημοσίως στη Ρωσία; Η απάντηση είναι πολύ απλή και ξεκάθαρη. Στη Ρωσία υπάρχει ανεξιθρησκεία και οι εθνικοί καταλαμβάνουν σημαντικές θέσεις στη χώρα μας σε ισότιμη βάση με τους Ορθόδοξους: οι αρχηγοί των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι ως επί το πλείστον ετερόδοξοι. Οι κυβερνήτες των επαρχιών και των περιφερειακών πόλεων είναι σε πολλές περιπτώσεις άπιστοι, οι δε συνταγματάρχες και οι διοικητές ταγμάτων είναι συχνά ετερόδοξοι. Όπου ο κληρικός ανοιχτά κηρύττει ότι δεν υπάρχει σωτηρία έξω από την Ορθόδοξη Εκκλησία, ο κάθε αλλόδοξος θα προσβληθεί. Εξ αίτιας αυτής της καταστάσεως, ο ρωσικός ορθόδοξος κλήρος έχει αρχίσει να μιλάει για το θέμα αυτό αόριστα. Ή ίσως μερικοί,  από το μόνιμο συγχρωτισμό με τους αλλόπιστους, και ακόμη περισσότερο από την ανάγνωση των γραφών τους, άρχισαν να σκέφτονται πιο επιεικώς για την ελπίδα της σωτηρίας και άλλων θρησκειών» (μετάφραση ημέτερηhttps://azbyka.ru/otechnik/Amvrosij_Optinskij/otvet-blagosklonnym-k-latinskoj-tserkvi/).
[131] Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, ό.π., σελ. 63.
[132] Αγίου πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου Καβουρίδου, Διασάφησις Ποιμαντορικής Εγκυκλίου, Αθήνα, 18-1-1945 (http://www.hsir.org/Theology_el/3f2004fpFlorinis-6.pdf)
[133] Σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες στην Σύνοδο Πατέρες ήταν χειροτονία αυτών που αναθεμάτισαν!
[134] Χρήστου Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, εκδ. Αστήρ, δ΄ έκδ. Αθήνα, 1956, σελ. 308.
[135] Αυτόθι.
[136] Σχόλια στο Διά Τεσσάρων (μετάφραση ημέτερη, https://azbyka.ru/otechnik/Efrem_Sirin/tolkovanija-na-chetveroevangelie/20).
[137] P.G. 50, 822-823.
[138] P.G. 59, 552-553.
[139] Μετάφραση ημέτερη (https://azbyka.ru/otechnik/Dmitrij_Rostovskij/zhitija-svjatykh/21).
[140] Και, εν πάση περιπτώσει, εάν οι «ετερόδοξοι» χαριτώνονται και σώζονται με διαφορετικά δόγματα, με λίγη ή καθόλου νηστεία, με λίγη και διαφορετική από εμάς προσευχή, χωρίς εξομολόγηση, χωρίς γνήσια ταπείνωση (η οποία δεν είναι δυνατόν να αποκτηθεί από αιρετικούς, κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος - λόγοςπερί ταπεινοφροσύνης, παράγραφος 31), και εν γένει με λίγη ή καθόλου άσκηση και λίγα, παραποιημένα ή καθόλου μυστήρια, εμείς οι Ορθόδοξοι γιατί να «βιάζουμε εαυτούς» (δηλαδή, να «ζοριζόμαστε») προκειμένου να τηρούμε την δογματική και ηθική ακρίβεια της Πίστεώς μας, και γιατί να μελετούμε την Αγία Γραφή και τους Αγίους Πατέρες που μας ζητούν-προτρέπουν-προστάσσουν να «ζοριζόμαστε» προκειμένου να τηρούμε αυτήν την ακρίβεια; Γιατί να μην ακούμε τον Διάβολο (και συν αυτώ τους οικουμενιστές) που «κηρύττει»: «χαλαρώστε· σας θέλω χλιαρούς… για να σας εμέσει ο Χριστός»;