A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

Η ΔΙΑ ΧΕΙΡΑΨΙΑΣ ΥΠΟΤΑΓΗ



ΣΕΛΙΔΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Νικολάου Μάννη
εκπαιδευτικού 
 

(Αφιερώνεται σε όσους έπαψαν να κοινωνούν με αυτούς που έδωσαν την χειραψία)
 
Βρισκόμαστε στα 1223. Η Κύπρος, η οποία βρισκόταν υπό την εξουσία των Λατίνων, στενάζει κάτω από την παπική τιάρα. Ο Αποστολικός Λεγάτος του Πάπα Πελάγιος, ένας στυγνός εγκληματίας που διακρίθηκε για την "χριστιανική" δράση του στην Κωνσταντινούπολη[1], σε συνεργασία με τις τοπικές πολιτικές και εκκλησιαστικές αρχές των Λατίνων, προσπαθεί να εκλατινίσει με κάθε τρόπο τους "σχισματικούς ορθοδόξους" του νησιού.
Οι Φράγγοι ζητούσαν από τους Έλληνες κάθε υποψήφιος προς επισκοπή, ηγουμενία ή άλλο ιερατικό αξίωμα, να λάμβανε πρώτα την άδεια του Λατίνου επισκόπου. Το πρώτο όμως και κύριο που απαιτούσαν από τους ορθοδόξους ήταν "νὰ ὑποσχεθῶσι διὰ χειραψίας ὑποταγὴν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ῥώμης"[2].
Τί ακριβώς ήταν αυτή η χειραψία; Ήταν τρόπος εισδοχής στην Παπική Εκκλησία που απαιτούσαν οι Λατίνοι σε όλη την ελληνική επικράτεια! Γράφει ο ιστορικός της Φθιώτιδος Ιωάννης Βορτσέλας πως ο Πάπας προέτρεπε τον Λατίνο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως "ὅπως μὴ ζητῇ παρὰ τοῦ ἀνατολικοῦ κλήρου ἐξομοίωσιν τῶν πατρίων δογμάτων, μηδὲ παραδοχὴν τῶν διατυπώσεων τῆς λατινικῆς ἐκκλησίας, ἀλλ' ἓν καὶ μόνον «ὁμο­λογῆσαι τὸν πάπαν πρῶτον ἀρχιερέαν καὶ τούτου μνημο­νεύειν ἐν τῇ λειτουργίᾳ». Αὕτη ἡ ὁμολογία καὶ ὑπόσχεσις ὑπακοῆς ἔπρεπε νὰ δίδωται διὰ χειραψίας, τοῦ ὀρθοδόξου ἱερωμένου ἐμβάλοντος τὰς χεῖρας ἐν χερσὶ τοῦ λατίνου ἀρχιεπισκόπου. Ἡ πρᾶξις αὕτη παρὰ μὲν τῶν λατίνων ἐκαλεῖτο «χειραγωγίαν πρὸς ὑποταγὴν τῇ ῥωμαϊκῇ ἐκκλη­σίᾳ», παρὰ δὲ τῶν Ἀνατολικῶν μετά τινος πικρίας, «χειροδοσία εἰς σημεῖον εὐπειθείας καὶ δουλώσεως, ἐχέγ­γυον ἀσφαλὲς δουλωτικῆς ὑποκλίσεως»"[3].
Ο τότε ορθόδοξος και κανονικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός ο Β΄ (ο οποίος βρισκόταν στη Νίκαια της Μικράς Ασίας, προσωρινή πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας) έστειλε επιστολή προς τους Κυπρίους στην οποία τους έλεγε πως η χειραψία αυτή "οὐδέν τι ἕτερόν ἐστιν, ἀλλ' ἡ πατροπαράδοτου πίστεως προδοσία, καὶ χειραγωγία πρὸς ὑποταγὴν τῆς σφῶν ἐκκλησίας, καὶ εἰς πανθ' ὅσα τὰ τῆς γηραλαίας εἴθισται Ῥώμης παραληροφρονήματα"[4] και "σημεῖον ἥττης καὶ παντελούς δουλωσύνης"[5]. Και συνέχιζε: "Παρακαλοῦμεν οὖν ἐντεθῆναι ρητῶς ταῖς συνοδικαῖς διαγνώσεσι, καὶ τὸ μὴ δὲ χεῖρας δοῦναι τοῖς Ἰταλοῖς τοὺς Κυπρίους"[6].
Οι δε διωγμοί των Κυπρίων Ορθοδόξων, που προήλθαν ως άρνηση της δια χειραψίας υποταγής αποτελεί ένα άλλο κεφάλαιο δόξης, που πρέπει να παρουσιαστεί σε ιδιαίτερο άρθρο. 
Σε ολόκληρη πάντως την ελληνική επικράτεια διώκονταν οι Ορθόδοξοι κληρικοί, ενώ "ἐπετρέπετο εἰς τοὺς ἰθαγενεῖς ἐπισκόπους καὶ ἡγουμένους ἡ κατοχὴ τῶν ἐπισκοπῶν καὶ μονῶν ἐπὶ τῷ ὅρῳ αὐτοὶ μὲν νὰ δώσωσι διὰ χειραψίας ὑπόσχεσιν ὑποταγῆς"[7].
Ακόμη και στο Άγιον Όρος εισχώρησαν οι Λατίνοι και έκαναν προσπάθειες να δεχθούν οι μοναχοί να δώσουν την δια χειραψίας υπόσχεση υποταγής στην παπική εκκλησία.
Οι προσπάθειές τους είχαν επιτυχία μόνο στην Μονή Ιβήρων, η οποία είχε μοναχούς Γεωργιανούς (Ίβηρες) και Έλληνες. Οι παπικοί κατόρθωσαν να πείσουν  τους Γεωργιανούς να δώσουν την χειραψία στον Λατίνο επίσκοπο Θεσσαλονίκης. Οι Έλληνες απευθύνθηκαν στον σοφότατο Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Δημήτριο Χωματιανό (αναφέρεται και ως Χωματηνός), διάσημο Κανονολόγο, στον οποίο απέστειλαν τον μοναχό Γρηγόριο Οικοδόμοπουλο "καὶ ἠρώτησαν ἂν δύνανται νὰ κοινωνῶσι τοῦ λοιποῦ πρὸς τοὺς ἀποσκιρτήσαντας Ἴβηρας τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας"[8]. 
Ο Χωματιανός προέτρεψε τους Έλληνες "νὰ παύσωσι πᾶσαν μετ' ἐκείνων κοινωνίαν"[9]. Συγκεκριμένα τους έγραψε: "Καὶ τοίνυν ἀποφαινόμεθα, ὡς οὐκ ἐξόν ἐστι ἐν οὐδενὶ κοινωνεῖν τοὺς Γραικοὺς τοῖς Ἴβηρσι μοναχοῖς, καὶ ὅσοι τούτοις ομόφρονες, ὡς ἀναμαξαμένοις τῶν Ἰταλῶν ἐθῶν τε καὶ θρησκευμάτων, ὅσα τῆς καθ' ἡμᾶς ἁγίας γεγόνασι ἔκβλητα· οὔτε γὰρ ἐν προσευχαῖς οὐδέποτε οὐδαμῶς τούτοις συστήσονται, οὔτε αλλήλοις, ἣ τῶν θείων ἁγιασμάτων, ἣ προβολῆς ἡγουμενικῆς, καὶ ἐτεροίων τοιωνδέτινων μεταδώσουσιν"[10] εκτός αν κάποια στιγμή "μετανοήσαντες οἱ οὕτω παρανομήσαντες καὶ νηστείαις καὶ δάκρυσι, καὶ ταῖς εἰς τὸ θεῖον δεήσεσι τῶν ἐκεῖθε κηλίδων καλῶς καθηράμενοι, καὶ οἷς ἐμολύνθησαν ἀπὸ καρδίας ἀποταξάμενοι, πρὸς τὰ ἔθη τε καὶ διδάγματα τῆς καθ' ἡμᾶς ἁγίας ἐκκλησίας πάλιν δρομήσουσιν"[11].
Στην ίδια στάση απέναντι στους κοινωνούντες με τους αιρετικούς προέτρεψε και ο προρρηθείς Πατριάρχης Γερμανός ο Β΄: "ὅσοι τῆς καθολικῆς (ὀρθοδόξου) ἐκκλησίας ἐστὲ τέκνα γνήσια, φεύγειν ὅλῳ ποδὶ ἀπὸ τῶν ὑποπεσόντων ἱερέων τῇ λατινικῇ ὑποταγῇ, καὶ μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν τούτοις συνάγεσθε, μηδὲ εὐλογίαν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν δἐχεσθε τὴν τυχοῦσαν· κρεῖσσον γάρ ἐστιν ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶν τῷ Θεῷ προσεύχεσθαι καταμόνας, ἢ ἐπ' ἐκκλησίας συνάγεσθαι μετὰ τῶν λατινοφρόνων ὑποταγάτων"[12].
Αυτήν την στάση τηρούν σήμερα οι πραγματικά Ορθόδοξοι και μυκτηρίζουν τα νόθα διδάγματα περί της δήθεν ορθής στάσεως έναντι των κοινωνούντων με τους αιρετικούς [13].
 
 
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο Γεώργιος Ακροπολίτης (ιστορικός της εποχής εκείνης) γράφει για τον Πελάγιο πως ερχόμενος στην Κωνσταντινούπολη "ἠνάγκαζε καὶ γὰρ τοὺς πάντας τῇ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης ὑποκύψαι ὑποταγῇ. Ἐντεῦθεν καθείργνυντο μοναχοί, ἱερεῖς ἐδεσμοῦντο καὶ ναὸς ἅπας ἐκέκλειστο. Καὶ ἦν ἐν αὐτῷ δυοῖν θάτερον, ἢ ὁμολογῆσαι τὸν πάππαν πρῶτον ἀρχιερέα καὶ τούτου τὴν μνήμην ἐν ἱεροτελεστίαις ποιεῖν, ἢ θάνατον εἶναι τῷ μὴ διαπραξαμένῳ τοῦτο τὸ ἐπιτίμιον" (P.G. 140, 1029). 
[2] Αντωνίου Μηλιαράκη, Ιστορία του Βασιλείου της Νικαίας, Αθήνα, 1898, σελ. 286.
[3] Ιωάννου Βορτσέλα, Φθιώτις, Αθήνα, 1907, σελ 282.
[4] Γερμανού Β΄ Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολή Α΄ προς τους Κυπρίους στοΚωνσταντίνου Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμος Β΄, Βενετία,  1873, σελ. 11.
[5] Αυτόθι.
[6] Αυτ.
[7] Τάσσου Δημητρίου Νερούτσου, Χριστιανικαί Αθήναι, Βιβλίον Β΄, Η Εκκλησία Αθηνών επί Φραγκοκρατίας στο Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας της Ελλάδοςτόμος Δ΄, Αθήνα, 1892, σελ. 77
[8] Μηλιαράκη, ό.π., σελ. 195.
[9] Αυτόθι.
[10] J.B. Pitra, Analecta sacra et classica spicilegio Solesmensi parata: Juris ecclesiastici graecorum selecta paralipomena, vol. 6, Paris, 1891, p. 248-249.
[11] Αυτόθι, p. 250.
[12] Γερμανού Β΄ Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολή Β΄ προς τους Κυπρίους στο Σαθά, ό.π., σελ. 18.
[13] Τελευταίο λυπηρό παράδειγμα τέτοιων νόθων διδαγμάτων εδώ:http://thriskeftika.blogspot.gr/2016/07/blog-post_78.html