A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ ΘΑΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ 1716 : Ἀποτρέπει τοὺς Παπικοὺς νὰ χτίσουν ἀλτάριο στὸν ναό του! (12 Νοεμβρίου)


θαύμα Αγίου Σπυρίδωνος του Θαυματουργού που αποτρέπει παπικούς να στίσουν παπικό αλτάριο στον Ναό Του.

Το 1716 οι Τούρκοι πολιορκήσανε στενά την Κέρκυρα. Πενήντα χιλ.


 στρατός και αρκετά καράβια κυκλώσανε το νησί και το απειλούσανε από στεριά και θάλασσα. Τα βαρβαρικά στρατεύματα είχαν συγκεντρωθεί στο ακρότειχος της πόλεως. Ο Πιζιάνης, πού ήταν αρχηγός κατά την πολιορκία εκείνη των δυνάμεων της Ενετικής Δημοκρατίας, περίμενε την μεγάλη επίθεση των έχθρων.

Τα ξημερώματα όμως της ημέρας εκείνης , παρουσιάζεται στα βαρβαρικά στίφη ο Άγιος Σπυρίδων. Στο δεξί χέρι κρατούσε αστραφτερό ξίφος. Με θυμό τους έδιωξε και τους τρομοκράτησε. Τα χάσανε οι Αγαρηνοί από την επιβλιτική εκείνη παρουσία και ορμή του Αγίου. Αφήσανε όπλα και ζώα και φύγανε πανικόβλητοι. Σε λίγο μάθανε όλοι, ότι είχε συμβεί το μεγάλο θαύμα. Πήγανε ακολούθως στο στρατόπεδο των Αγαρηνών και είδανε, ότι εκείνοι από βιασύνη της φυγής των, τα είχανε εγκαταλείψει όλα. Βρήκανε 120 κανόνια, άφθονα ζώα, αρκετό οπλισμό και πολλά πυρομαχικά και τρόφιμα.
Ο αρχιναύαρχος του Ενετικού στόλου και διοικητής της νήσου Κερκύρας, Ανδρέας Πιζάνης, θέλοντας κατά ένα τρόπο πιο φανερό και πιο θεαματικό να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του στον άγιο για τη σωτηρία, αποφάσισε να στήσει στον ναό ένα θυσιαστήριο ακόμη. Ένα θυσιαστήριο για να γίνεται επάνω σ’ αυτό το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά το Λατινικό δόγμα. Το θυσιαστήριο, αλτάριο κατά τους Λατίνους, θα κτιζόταν δίπλα στην Αγία Τράπεζα των Ορθοδόξων κι εκεί θα γινόταν από Λατίνο ιερέα η θεία Λειτουργία. Στη σκέψη του αυτή πολύ ενισχύθηκε ο Ενετός διοικητής και από ένα θεολόγο Λατίνο σύμβουλο του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη. Ο τελευταίος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να τοποθετήσει στο ναό του αγίου αλτάριο, δηλαδή αγία Τράπεζα φράγκικη και να τελείται μέσα στον ορθόδοξο ναό του αγίου η θεία Λειτουργία με άζυμα, κατά το δικό τους το δόγμα.

Μετά τη γνωμοδότηση, που πήρε από τον σύμβουλο του ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης, κάλεσε τους ιερείς του Ναού και τους ανακοίνωσε τον σκοπό του και ζήτησε κατά κάποιο τρόπο από αυτούς και τη συγκατάθεση τους. Εκείνοι, όπως ήτο φυσικό, αρνήθηκαν κι υπέδειξαν, πως αυτό θα ήταν μια καινοτομία ασύγγνωστη και επιζήμια και γι’ αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Στην άρνηση των ιερέων να συγκατατεθούν στην τοποθέτηση του αλταρίου, ο διοικητής τους απείλησε κι αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση του σχεδίου του χωρίς την άδεια τους. Οι ιερείς στην επιμονή του κατέφυγαν με δάκρυα στον άγιο τους και ζήτησαν με θερμή προσευχή, τη βοήθεια και την προστασία του.

Ο διοικητής με το δικαίωμα που του έδινε η εξουσία, προσπάθησε
ανεμπόδιστα να προχωρήσει στην εκτέλεση της παράνομης επιθυμίας του. Αλλά και ο άγιος, για να προλάβει μια τέτοια απαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο κατά συνέχεια νύκτες στον ύπνο του με το ένδυμα ορθόδοξου μονάχου και του συνέστησε να παραιτηθεί από την απόφαση του, διαφορετικά θα το μετάνοιωνε πολύ πικρά. Τρομαγμένος ο διοικητής κάλεσε τον σύμβουλο του και του φανέρωσε και τις δύο φορές την απειλή του αγίου. Ο θεολόγος σύμβουλος γέλασε και τις δύο φορές κι υπέδειξε πώς δεν έπρεπε αυτός ένας μορφωμένος άρχοντας να βασισθεί στα όνειρα, που είναι έργο, όπως του είπε, του διαβόλου και που σκοπό έχουν να παρεμποδίσουν και να ματαιώσουν ένα καλό και θεάρεστο έργο.

Τα λόγια του συμβούλου διασκέδασαν τον φόβο του διοικητού, ο οποίος μάλιστα την επομένη ήμερα 11 Νοεμβρίου 1718 μ.Χ. ακολουθούμενος από τη συνοδεία του πρωί-πρωί ξεκίνησε για την εκκλησία του αγίου για να προσκυνήσει τάχατες το λείψανο και να ανάψει το καντήλι του. Ουσιαστικά όμως πήγε εκεί για να καταμετρήσει το μέρος που θα κτιζόταν το αλτάριο και να καθορίσει και τις διαστάσεις του, μήκος, πλάτος και ύψος.

Εκεί στον ναό για μια ακόμη φορά αγωνίστηκαν οι ιερείς με κάθε τρόπο, να τον αποτρέψουν από του να εκτελέσει το σχέδιο του. Άδικα, όμως. Ο άρχοντας, όχι μόνο δεν μεταπείσθηκε, αλλά και με σκληρό και βάναυσο τρόπο τους απείλησε πώς, αν του ξαναμιλούσαν γι’ αυτό το θέμα, θα τους έστελλε φυλακή στη Βενετία.

Έφυγε ο διοικητής με τη συνοδεία του, με την απόφαση την επομένη το πρωί, δηλαδή στις 12 του Νοέμβρη, οι άνθρωποι του να ερχόντουσαν να. αρχίσουν το έργο. Οι ιερείς κι ένας αριθμός πιστών έμειναν εκεί, συνεχίζοντας με δάκρυα τις παρακλήσεις τους μπροστά στην ανοικτή λάρνακα, που περιείχε το σεπτό λείψανο.

Πέρασε η μέρα. Νύχτωσε. Κοντά στα μεσάνυχτα, όπως μας διηγείται ο υπέροχος χρονικογράφος Αθανάσιος ο Πάριος, στο βιβλίο του «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ», βροντές και κεραυνοί συνταράζουν την πόλη. Ο σκοπός, που βρισκόταν στην είσοδο του φρουρίου κοντά στην πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχό να προχωρεί μ’ ένα δαυλό αναμμένο στο χέρι και να μπαίνει στο Φρούριο. Πρόφτασε και του φώναξε: «Ποιός είσαι; Πού πάς»; Μια φωνή του απήντησε. «Είμαι ο Σπυρίδων».
Την ίδια ώρα τρείς φλόγες βγήκαν από το καμπαναριό της εκκλησίας ενώ ένα χέρι άρπαξε τον σκοπό και τον πέταξε στην άλλη μεριά του κάστρου. Ο σκοπός έπεσε όρθιος χωρίς να πάθει τίποτα. Ταυτόχρονα μια δυνατή, εκκωφαντική έκρηξη ακούστηκε. Και το φρούριο τινάχτηκε στον αέρα με όλα τα γύρω σπίτια. Η καταστροφή υπήρξε τρομερή. Χίλια περίπου πρόσωπα σκοτώθηκαν.

Ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης βρέθηκε νεκρός με τον τράχηλο ανάμεσα σε δύο δοκάρια. Και ο θεολόγος σύμβουλος του, νεκρός έξω από το τειχόκαστρο μέσα σε ένα χαντάκι, στο οποίο έτρεχαν τα ακάθαρτα νερά των αποχωρητηρίων της πόλεως. Το ασημένιο πολύφωτο κανδήλι, που έκανε δώρο ο άρχοντας στην εκκλησία του αγίου, κατέπεσε με αποτέλεσμα να καταστραφεί η βάση του. Το κανδήλι κρεμάστηκε πάλι στο ίδιο μέρος, όπου βρέθηκε πεσμένο. Έτσι με αλάλητη φωνή μαρτυρεί ως σήμερα τη συμφορά, που έγινε. Και στη Βενετία, εκεί μακρυά στη Βενετία, την ίδια στιγμή έπεσε κεραυνός στο μέγαρο του Ανδρέα Πιζάνη, τρύπησε τον τοίχο κι έκαψε το πορτραίτο του άρχοντα. Την εικόνα του. Μόνο την εικόνα του.

Η τιμωρία παραδειγματική. Και το δίδαγμα από το περιστατικό μοναδικό. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να συγχέεται με τον παπισμό. Η Ορθοδοξία είναι φως, αλήθεια, ζωή. Ο παπισμός σκοτάδι, αίρεση, πλάνη.
Την άλλη μέρα, μετά από αυτά που συνέβησαν, ο Λατίνος επίσκοπος διέταξε να σηκώσουν τα υλικά, που μετέφεραν από μπροστά στην εκκλησία και να ματαιώσουν το έργο που σκέφθηκαν να εκτελέσουν. Την ίδια μέρα ο λαός της Κέρκυρας, μαζεμένος στον ιερό ναό του αγίου ψάλλει με αγαλλίαση και χαρά στον ακοίμητο προστάτη της νήσου:

«Ως των Ορθοδόξων υπέρμαχον, και των κακοδόξων αντίπαλον, Παμμακάριστε Σπυρίδων, ευφημούμεν oι πιστοί και υμνούμέν σε, και δυσωπούμέν σε, φυλάττειν τον λαόν και την πάλιν σου, πάσης κακοδοξίας και επιδρομής βαρβάρων απρόσβλητον».



Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α´. Tῆς ἐρήµου πολίτης.
Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης, ὥσπερ πάλαι ὑπέρµαχος, 

οὕτω νῦν ὑψῶν ἀνεφάνης τὴν ᾿Eκκλησίαν Xριστοῦ· 
καὶ γὰρ Nαοῦ Σου ἐξέωσας µακράν, καὶ ἄρδην ἐν πυρὶ ἀπέπεµψας, 
καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀπήλασας σαφῶς, Λατίνων γόνους, ὡς στρεβλοῦντας τὴν θεολογίαν Σου. 
∆όξα τῷ Σὲ βραβεύσαντι ἡµῖν, δόξα τῷ Σὲ δοξάσαντι, 
δόξα τῷ διὰ Σοῦ ὑψώσαντι ἡµᾶς, Σπυρίδων µέγιστε.

Κοντάκιον 
Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήµερον.
Ἐκκλησία σήµερον, λαµπρῶς ἑόρταζε πᾶσα,
τῶν ἐχθρῶν τὴν ἔπαρσιν, κατερραγµένην ὁρῶσα·
ἄνωθεν τὸ πῦρ κατέρχεταιφλέγον·
κάτω δὲ ἡ γῆ τινάσσεται στρεφοµένη·
καὶ καλύπτειτοὺς τοῦ ψεύδους,
προστάτας χάος, ταῖς τοῦ Σπυρίδωνος λιταῖς.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.

Ὡς τῶν ὁρθοδόξων ὑπέρμαχος, καὶ πάντων τῶν ἀπίστων ἀντίπαλον, παμμακάριστε Σπυρίδων ὑμνοῦμέν σε, καὶ δυσωποῦμέν σε, φυλάττειν τὴν πόλιν σου, πάσης ὁρμῆς βαρβάρων ἀμέτοχον.


Οἶκος.
Χρεωστικῶς οἱ πιστοὶ πάντες,τὸν µέγαν ἐν ἱεράρχαις ὑµνήσωµεν Σπυρίδωνα·
ἡ γὰρ Aὐτοῦ παραδόξως ἐν τῇ Kερκύρᾳ γενοµένη θαυµατουργία,
δόξα τῶν εὐσεβούντων Γραικῶν ὑπάρχει καὶ σέµνωµα·
διὰ γὰρ ταύτης, σαφῶς,λαµπρῶς, καὶ ἀναµφιβόλως,
ἡµεῖς µὲν ἐξ ὧν καὶ µεθ᾿ ὧν τυγχάνει διαµένων, εὐσεβοῦντες ἀνεδείχθηµεν·
οἱ δὲ τοῖς τοῦ Πάπα ληρήµασιν ἑπόµενοι, αἱρετικοί τε καὶ κακόδοξοι, καὶ Θεῷ ἱερᾶσθαι ἀπόστοργοι δι᾿ ὃ καὶτοὺς τοῦτο ποιεῖν ἐν τῷ πανσέπτῳ αὐτοῦ Nαῷ διανοηθέντας, ἐν δίκῃ κατεχάωσεν ὡς ποτὲ ὁ Mωϋσῆς τὸν ∆αθὰν καὶτὸν ᾿Aβειρών.

Μεγαλυνάριον
Ἦχος πλ. δ´.
Θαῦµα τὸ ἐξαίσιον καὶ φρικτόν, Kέρκυρα κηρύττει, τοῦ Σπυρίδωνος ζηλωτοῦ,
δι᾿ οὗ τὰς αἱρέσεις, τῆς ∆ύσεως ἐλαύνει, ἐν Kρίσει Oὐρανίῳ, θυµῷ θεόφρονι.

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Ἡ μεταβολὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου διέσπασε τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας

ΣΤΟ πολὺ ἐνδιαφέρον βιβλίο «Ἡ πραγματικὴ ἀλήθεια περὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου», τὸ ὁποῖο συνεγράφη ἀπὸ τὸν Ἀγωνιστὴ τῶν Πατρίων Γρηγόριο Εὐστρατιάδη (+1950), δικηγόρο-ἐκδότη-πολιτικό, καὶ ἐκδόθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1929, προκειμένου σὺν τοῖς ἄλλοις νὰ ἀντιμετωπισθοῦν τὰ σαθρὰ ἐπιχειρήματα τῶν Νεοημερολογιτῶν, ὅτι ἡ Καινοτομία τους δὲν προσκρούει στὸ Δόγμα καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε βλάπτει τὴν Ἑνότητά της, τονίζεται καὶ ἡ μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι οἱ Ἱερὲς Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας ἀπέβλεπαν στὴν Ἑνότητα ἐν Ἀληθείᾳ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, καὶ τοῦτο εἶναι τὸ μεγαλύτερο Δόγμα καὶ ὁ ἐπιτακτικώτερος Ὅρος καὶ Κανόνας τους, ὅπως καὶ ὁ κυριώτερος λόγος τῆς συγκροτήσεώς τους.  Καὶ μάλιστα, ὄχι μόνον ὡς πρὸς τὴν Ἑορτὴ τῶν Ἑορτῶν, τὸ Ἅγιον Πάσχα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ὑπόλοιπες Ἑορτές, τὶς Νηστεῖες καὶ ἐν γένει τὰ παραδεδομένα ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ὅλες οἱ Σύνοδοι ἀπέβλεπαν στὸ νὰ τελοῦνται αὐτὰἀπὸ κοινοῦ ἀπὸ ὅλες τὶς Τοπικὲς Ἐκκλησίες. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ μονομερὴς μεταβολὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως προσέκρουσε στὸν σκοπὸ αὐτὸ τῆς ἑνότητος τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν καὶ παραβίασε τοὺς Κανόνες καὶ τοὺς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖοι θεσπίσθηκαν ἀκριβῶς γιὰ τὴν Ἑνότητα τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (βλ. σελ. 89 τοῦ ἐν λόγῳ ἔργου).
 
eustratiadhs Τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ὁ σκοπὸς τῶν Συνόδων, τονίζει ὁ Εὐστρατιάδης, δὲν ἦταν μόνον γιὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἐπιτέλεση τῆς Ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλες τὶς Ἑορτές, οἱ ὁποῖες συνδέονται μὲ αὐτήν, ὅπως καὶ γιὰ τὶς ἀκίνητες λεγόμενες Ἑορτὲς –καὶ μάλιστα γιὰ τὰ Χριστούγεννα-, καθὼς καὶ γιὰ τὶς Νηστεῖες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ὁ λόγος γιὰ τὸ Πάσχα ἀναφέρεται ὄχι μόνον στενὰ σὲ ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ αὐτό, ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴν Τυπικὴ διάταξη, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἔχει ὡς βάση τὸ Ἡμερολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, διότι σὲ αὐτὸ εἶναι προσαρμοσμένο τὸ Πασχάλιο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ Ἑορτολόγιο, οἱ Νηστεῖες καὶ τὸ Κυριακοδρόμιο τῶν Εὐαγγελίων. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος διαταράσσει τὴν Τυπικὴ αὐτὴ διάταξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία καὶ διαταράσσεται καίρια μὲ τὴν μεταβολὴ τοῦ Ἡμερολογίου, παραβιάζει ἀναπόφευκτα τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ σκοπὸς τῶν ὁποίων εἶναι ἡ διασφάλιση τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας (βλ. σελ. 89-90).
 
Τὰ ὅσα δὲ θεσπίσθηκαν γιὰ τὸ Πάσχα ἰδίως ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶχαν σκοπὸ τὸν καθορισμὸ τῆς ἀκριβοῦς ἀστρονομικῆς ἰσημερίας σὲ ὁρισμένη ἐποχή, παρὰ ἀπέβλεπαν στὸ νὰ τελεῖται αὐτὸ ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ὅπου γῆς σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ Κυριακή, γιὰ νὰ τηρεῖται ἡ μία πίστη καὶ ὁμογνώμων εὐσέβεια, [νὰ ἀποφεύγεται ὁ συνεορτασμὸς μὲ τοὺς Ἰουδαίους ἤ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, θὰ προσθέταμε ἐπίσης], καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει διαφωνία ὡς πρὸς τὴν Ἑορτὴ αὐτή, ἐφ’ ὅσον μία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ ἄρα εἶναι ἐντελῶς ἀπρεπὲς στὶς ἴδιες καὶ τὶς αὐτὲς ἡμέρες ἄλλοι νὰ νηστεύουν καὶ ἄλλοι νὰ πανηγυρίζουν εὐφραινόμενοι (βλ. σελ. 95).
πὶ τοῦ ἀξιοπρόσεκτου αὐτοῦ σκεπτικοῦ, συνεχίζει ὁ ἀοίδημος Γρηγόριος Εὐστρατιάδης τὸ ἔργο του, μὲ τὴν δεινότητα καὶ ἐμβρίθεια ποὺ διέκρινε αὐτὸ τὸν ἔξοχο ἀπολογητὴ τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας, διαφωτίζοντας καὶ ἐμᾶς σήμερα ἐπικαίρως στὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀπαραδέκτων σοφιστειῶν τῶν Καινοτόμων Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενιστῶν, γράφοντας καὶ τὰ ἑξῆς σημαντικά:

«λλὰ πρόκειται περὶ τῆς Ἑορτῆς τοῦ Πάσχα [ἡ ἀπόφασις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου], θὰ μᾶς ἀπαντήσουν οἱ Καινοτόμοι μετὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν [Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου], καὶ ἡμεῖς δὲν ἐκαινοτομήσαμεν διὰ τὸ Πάσχα. Ὄχι, ἀπαντῶμεν. Τοῦτο εἶνε Φαρισαϊσμὸς καὶ σοφιστεία.Ὅταν μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὁρίζῃ ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ καθορισμοῦ τοῦ Πάσχα εἶναι ἵνα μὴ διαφωνῶσιν αἱ διάφοροι Ἐκκλησίαι καὶ ἵνα μή, ὅταν ἑορτάζωμεν οἱ μέν, οἱ ἄλλοι νηστεύωσιν. Ὅταν δηλονότι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος θεσπίζῃ τὴν Ἑνότητα τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπιτάσσῃ ἐν αὐτῇ ὁμογνωμίαν. Ὅταν τοιοῦτον λέγει ὅτι εἶχον σκοπὸν οἱ Κανόνες τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ σκοπὸς οὗτος ὑπάρχει διὰ πᾶσαν κοινὴν ἑορτήν, διὰ πᾶσαν κοινὴν νηστείαν.

Οὐδὲ ἦτο δυνατὸν νὰ νοηθῇ ὅτι ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος περιώριζε τὴν ἀνάγκην τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας μόνον εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα καὶ ὅτι ἠδιαφόρει διὰ τὴν διχογνωμίαν εἰς ἄλλας ἑορτὰς καὶ εἰς ἄλλας νηστείας. Διὰ τοῦτο ἐὰν ὑπῆρχε προσβολὴ τῶν ἀποφάσεων καὶ Κανόνων τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐφ’ ὅσον μετεβάλλετο ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, καὶ ἐπήρχετο διαίρεσις καὶ διαφωνία εἰς τὰς Ἐκκλησίας ὡς πρὸς τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἡ αὐτὴ προσβολὴ τῶν διατάξεων τῆς αὐτῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπάρχει καὶ ὅταν διὰ τῆς μεταβολῆς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου ἐπέρχεται διαφωνία καὶ διχασμὸς τῶν Ἐκκλησιῶν διὰ τὴν τέλεσιν καὶ πάσης ἄλλης ἑορτῆς καὶ δὴ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων κλπ. Καὶ τότε προσβάλλεται ἐπίσης ἡ ἑνότης τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ μόνον διὰ τὴν ἑνότητα ταύτην ἐμερίμνησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἑνότητα τὴν ὁποίαν διασπᾶ καὶ συντρίβει ἡ μετὰ τόσης ἐπιπολαιότητος καὶ τόσης ἐλλείψεως Ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως ἀποφασισθεῖσα μονομερῶς μεταβολὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου.

ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣΚαὶ ὅτι δὲν ἀπέβλεψαν ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, ἀλλ’ εἶχον ὑπ’ ὄψιν ἁπάσας τὰς ἑορτὰς καὶ τὰς νηστείας καὶ δι’ ἁπάσας ἀπήτησαν ἑνότητα καὶ ὁμοφωνίαν, ἀποδεικνύεται ἐκτὸς τῆς ἀνωτέρω Συνοδικῆς ἀποφάσεως, ἐκτὸς τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου [πρόκειται γιὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα εἶχαν παρατεθῆ ὑπὸ τοῦ συγγραφέως νωρίτερα], καὶ ἐκ τῶν κατωτέρω:

κ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὅστις – Διάκονος τότε – συμμετέσχεν εἰς τὴν ἐν Νικαίᾳ Σύνοδον, ἥν ἐπιστολὴν ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς Ἀφρικανοὺς Ἐπισκόπους καὶ διὰ τῆς ὁποίας λέγει:

    “...Ἡ μὲν γὰρ (Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐν Νικαίᾳ) διὰ τὴν Ἀρειανὴν αἵρεσιν καὶ διὰ τὸ Πάσχα συνήχθη. Ἐπειδὴ αἱ κατὰ Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσοποταμίαν διεφώνουν πρὸς ἡμᾶς καὶ τῷ καιρῷ, ἐν ᾧ ποιοῦσιν οἱ Ἰουδαῖοι, ἐποίουν καὶ οὗτοι. Ἀλλὰ χάρις τῷ Κυρίῳ, ὥσπερ περὶ τῆς πίστεως οὕτω καὶ περὶ τῆς ἁγίας ἑορτῆς γέγονε συμφωνία. Καὶ τοῦτο ἦν τὸ αἴτιον τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου”.

 συμφωνία λοιπὸν τῆς Ἐκκλησίας ἦτο ὁ λόγος τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου καὶ κατὰ τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον. Ἐὰν δὲ καὶ περὶ οἱασδήποτε ἄλλης ἑορτῆς ἐπήρχετο διαφωνία, ὡς περὶ τοῦ Πάσχα, θὰ συνεκροτεῖτο καὶ περὶ ταύτης Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Διὰ τοῦτο κυρίως ἀπέβλεπον αἱ Σύνοδοι καὶ αἱ διατάξεις αὐτῶν νὰ ἀσφαλίσουν τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἑνότητα διὰ κοινῆς συμφωνίας.

τι δὲ καὶ τὰς λοιπὰς Δεσποτικὰς ἑορτὰς ἐθεώρουν οἱ Πατέρες ὅπως καὶ τὴν τοῦ Πάσχα, τὸ εἶπεν ὁ [Ἅγιος] Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

κ τοῦ Λόγου τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου πρὸς Μακάριον τὸν Φιλογόνιον (Λόγος Γ΄) ὁμιλοῦντος περὶ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, ἥν ὀνομάζει «Μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν» καὶ λέγει περὶ ταύτης:

πὸ γὰρ ταύτης τὰ Θεοφάνεια καὶ τὸ Πάσχα τὸ ἱερὸν καὶ ἡ Ἀνάληψις καὶ ἡ Πεντηκοστὴ τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν ὑπόθεσιν ἔλαβον. Εἰ γὰρ μὴ ἐτέχθη κατὰ σάρκα ὁ Χριστός, οὐκ ἄν ἐβαπτίσθη, ὅπερ ἐστὶ τὰ Θεοφάνεια, οὐκ ἄν ἐσταυρώθη, ὅπερ ἐστὶ τὸ Πάσχα, οὐκ ἄν τὸ Πνεῦμα κατέπεμψεν, ὅπερ ἐστὶν ἡ Πεντηκοστή. Ὥστε ἐντεῦθεν ὥσπερ ἀπό τινος πηγῆς ποταμοὶ διάφοροι ρυέντες, αὗται ἐτάχθησαν ἡμῖν αἱ ἑορταί”.
 
ὰν τοιαύτη εἶναι καὶ θεωρῆται ὑπὸ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, πῶς ἐπετρέπετο δι’ αὐτὴν διαφωνία τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ πῶς διὰ τὸ Πάσχα μόνον θὰ συνεκαλοῦντο αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι; Καὶ ἀφοῦ αἱ διατάξεις αὐτῶν ἐγένοντο ὅπως ἀσφαλισθῇ ἡ περὶ τὰς ἑορτὰς ἑνότης, πῶς διὰ μὲν τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα θεωροῦμεν τὴν μεταβολὴν ἀπηγορευμένην ὑπὸ τῶν Κανόνων, διὰ δὲ τὴν ἑορτὴν τῶν Χριστουγέννων καὶ τὰς ἄλλας, ἅς μετεκίνησε κατὰ 13 ἡμέρας ἡ μεταβολὴ τοῦ Ἡμερολογίου θεωροῦμεν αὐτὴν μὴ προσκρούουσαν εἰς τοὺς Κανόνας τῶν Συνόδων; Ἀφοῦ τὸ πνεῦμα τῶν Κανόνων περὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα εἶναι νὰ ὑπάρχῃ ὁμογνωμία τῶν Ἐκκλησιῶν διὰ τὴν ἡμέραν πασῶν τῶν ἑορτῶν, πῶς δὲν εἶναι ἀντικανονικὴ ἡ Ἡμερολογιακὴ μεταβολή, διὰ τῆς ὁποίας ἄλλαι Ἐκκλησίαι ἄγουν τὰς ἑορτὰς Χριστουγέννων, Φώτων κλπ. μίαν ἡμέραν, καὶ ἄλλαι ἄγουν αὐτὰς ἄλλην ἡμέραν;

ψίστην ἄρα σημασίαν ἀπέδιδον οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν Ἑνότητα αὐτῆς καὶ ὡς πρώτιστον Δόγμα ἐκήρυσσον τὴν συμφωνίανἁπασῶν εἰς τὰ τῆς τελέσεως τῆς ἐξωτερικῆς Λατρείας» (σελ. 95-98).
 
• Ὅπως γίνεται ἄμεσα ἀντιληπτὸ καὶ κατανοητό, ἡ Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία προσκρούει στὸ γράμμα καὶ μάλιστα στὸ πνεῦμα τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας περὶ ὁμογνωμίας καὶ συμφωνίας στὸν ἑορτασμὸ ὅλου τοῦ ἑορτολογικοῦ κύκλου τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀποδεικνύει μὲ τόση σαφήνεια ὁ Ὁμολογητὴς τῆς Πίστεως Γρηγόριος Εὐστρατιάδης, καταδεικνύοντας τὴν τεράστια ἀστοχία καὶ εὐθύνη τῶν Καινοτόμων, οἱ ὁποῖοι ἔβλαψαν καίρια τὴν ἐξωτερικὴ ἔκφραση τοῦ Δόγματος τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ὅτι αὐτοὶ τολμοῦν νὰ ἑορτάζουν Χριστούγεννα μαζὶ μὲ τοὺς Ἑτεροδόξους, ἀποχωριζόμενοι ἀπὸ τὴν Ἑορτολογικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία προβλέπει τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος τὴν ἡμέρα αὐτὴ καὶ τὴν ἐξακολούθηση τῆς εὐλογημένης περιόδου Νηστείας ἐν ὄψει τῆς μεγάλης Ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων τῶν Ὀρθοδόξων, διαδηλώνουν τὸ χάσμα ποὺ τοὺς χωρίζει ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν ἐξακολουθητικὴ προτίμηση καὶ ἁμαρτία τους νὰ ἀποστατοῦν συνευφραινόμενοι Οἰκουμενιστικῶς μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ ἐν χώρᾳ μακρᾷ! Ὁ Θεὸς νὰ τοὺς δώσει μετάνοια καὶ ἐπιστροφή!
+Ἐ.Γ.Κ.
12/25.12.2017
 Ἁγίου Σπυρίδωνος Τριμυθοῦντος


Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΒΑΠΤΙΣΑΝ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΜΕ ΡΩΤΗΣΟΥΝ;

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Γιατί δεν αποφασίζουμε μόνοι μας, αν θέλουμε να βαπτιστούμε και να γίνουμε Χριστιανοί;

Γιατί μας βαπτίζουν νήπια καταστρατηγώντας την ελευθερία μας;

Ερωτήματα που ακούγονται συχνά και μας προκαλούν, με τη σειρά μας, να ρωτήσουμε:

Όταν το νήπιο είναι άρρωστο και χρειάζεται γιατρό, μήπως πρέπει πρώτα να το ρωτήσουμε για να τον φωνάξουμε;

Μήπως το φάρμακο που του δίνουμε του στερεί την ελευθερία να επιλέξει αν θα γιατρευτεί;

πηγή προσκυνητής
Ζητάμε προηγουμένως τη συγκατάθεσή του, όταν το εμβολιάσουμε;

Καταστρατηγούμε την ελευθερία του, όταν του δίνουμε φαγητό ή το ντύνουμε;

Το ρωτάμε ποια γλώσσα επιθυμεί να μιλάει;

Το ρωτάμε αν θέλει να πάει στο σχολείο;

Τη σωματική και νοητική υγεία και ανάπτυξη του παιδιού τη φροντίζουμε, χωρίς να το ρωτήσουμε. Την πνευματική υγεία και ανάπτυξή του δεν πρέπει να τη φροντίσουμε; Με βάσει ποιο αυθαίρετο θεώρημα, κρίνουμε ότι είναι μικρότερης σημασίας η πνευματική του υγεία;

Σε όλους τους τομείς της ζωής οι γονείς προσφέρουν στα παιδιά τους ό,τι καλύτερο μπορούν από κάθε άποψη. Έτσι είναι φυσικό, για τους γονείς, που είναι πιστοί οι ίδιοι, να νιώθουν την ανάγκη το παιδί τους να γίνει σύντομα μέλος του σώματος του Χριστού. Να γεμίσει από Άγιο Πνεύμα, έστω και αν η ώρα της Βάπτισης δεν είναι συνειδητή γι’ αυτό. Με το βάπτισμα το παιδί «εγκεντρίζεται» (μπολιάζεται) κατά κάποιον τρόπο, ενσωματώνεται μυστικά στο άχραντο σώμα του Χριστού, γίνεται επίσημα μέλος της Εκκλησίας και έχει το δικαίωμα συμμετοχής και στα υπόλοιπα μυστήρια. Όλα αυτά μπορούν να τα πιστοποιήσουν άνθρωποι που βαπτίστηκαν σε μεγαλύτερη ηλικία και έζησαν το συγκλονισμό των θείων ενεργειών στην ψυχή τους.

Αν, τώρα, μας πείτε ότι δεν πιστεύετε στην ύπαρξη αυτών των ενεργειών, τότε γίνεστε αντιφατικός, επειδή αρνείστε στους γονείς το δικαίωμα να δώσουν στα παιδιά τους κάτι που εσείς δεν παραδέχεστε. Δηλαδή τι αρνείστε; Αυτό που είναι ανύπαρκτο για σας; Αν είναι ανύπαρκτο, δεν μπορεί καθόλου να βλάψει τον άνθρωπο. Αν πάλι είναι υπαρκτό, τότε πρέπει να το δεχτείτε.

Τη σωτήρια και υπέροχη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, που παίρνει ο Χριστιανός με το Βάπτισμα, τη γνωρίζουν οι άγγελοι και την τρέμουν οι δαίμονες. Μπορείτε να αμφισβητήσετε την ύπαρξη και δράση αυτού του αόρατου κόσμου; Αν όχι, σας ξαναλέμε ότι το βάπτισμα το κάνουμε στα νήπια για να περιφρουρήσουμε την ελευθερία τους από τις μεθοδείες του διαβόλου. Γι’ αυτό, οι δαίμονες φεύγουν τρέχοντας από το βαπτισμένο και οι άγγελοι τον φρουρούν σαν γνώριμο και παιδί του Θεού. Δεν δίνονται απλώς κάποια χαρίσματα στον πιστό, αλλά όλο το πλήρωμα του Αγίου Πνεύματος εκχύνεται σ’ αυτόν, μορφώνει μέσα του τη μορφή του Χριστού και τον κάνει παιδί του Θεού Πατέρα. Επομένως, ο νηπιοβαπτισμός δεν εμποδίζει, αλλά εξασφαλίζει και διασφαλίζει την ουσιαστική ελευθερία του προσώπου. Τη δυνατότητά του για μια ζωντανή και αγαπητική σχέση με το Θεό.

Γιατί, λοιπόν, πρέπει να αρνούμαστε στα παιδιά το ΔΙΚΑΙΩΜΑ να έχουν από την αρχή της ζωής τους την πανσθενουργό Χάρη του Αγίου Πνεύματος; Αν καθώς μεγαλώνουν αποφασίσουν ότι δεν θέλουν πια το Άγιο Πνεύμα, ας το αρνηθούν. Και ο Θεός αυτήν την κίνηση την σέβεται και αφήνει αυτόν που Τον αρνείται. Η Βάπτισή μας και γενικά η σχέση μας με τον Θεό δε μας δεσμεύει. Ούτως ή άλλως διαλέγουμε. Αν κανείς θέλει να αλλάξει πίστη, δε δεσμεύεται από το βάπτισμα. Το βάπτισμα σώζει τελικά όσους με τον καθημερινό τους αγώνα ενεργοποιούν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Αλλιώς αυτή μένει ανενέργητη στην ψυχή του. Όπως δηλαδή το μολύβι που γράφουμε ή το βέλος για να κινηθούν χρειάζονται το ανθρώπινο χέρι, έτσι και η Χάρη του Αγίου Πνεύματος απαιτεί την προαίρεση των ανθρώπων που πιστεύουν για να ενεργήσει. Το βάπτισμα δεν μας απαλλάσσει από τον προσωπικό αγώνα για τη διατήρηση και την καρποφορία του πνευματικού δώρου.

Τα λόγια του αγίου Κυρίλλου, Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων, τον 4ο αιώνα, «προς τους φωτιζόμενους» μπορούν να λειτουργήσουν αφυπνιστικά και στην εποχή μας:

«Δεν παίρνεις λοιπόν όπλο φθαρτό, αλλά πνευματικό. Φυτεύεσαι στο νοητό Παράδεισο. Παίρνεις καινούργιο όνομα που δεν το είχες πριν. Πριν από το βάπτισμα ήσουνα κατηχούμενος, ενώ τώρα θα ονομαστείς πιστός. Από την αμαρτία μετατίθεσαι και περνάς στη δικαιοσύνη, από το μολυσμό στην καθαρότητα. Αυτό όμως δε φτάνει… Έργο του Θεού είναι το φύτεμα και το πότισμα, και δικό σου η καρποφορία. Έργο του Θεού είναι να σου δώσει τη χάρη Του, ενώ δικό σου να τη δεχτείς και να τη διατηρήσεις. Μην καταφρονείς τη Χάρη, επειδή σου δίνεται δωρεάν, αλλά δέξου τη και συντήρησέ την, λειτουργώντας την μέσα στην ύπαρξή σου με πραγματική ευλάβεια».

(Αναρτήθηκε από εκδόσεις ”Χρυσοπηγή”  πηγή: orthognosia.blogspot.gr)

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΥΦΗΜΙΑΣ ΠΟΥ ΑΠΕΔΕΙΞΕ ΤΗΝ ΑΙΡΕΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΩΝ ΩΣ ΣΑΤΑΝΙΚΗΝ ΠΛΑΝΗΝ (11 Ἰουλίου)





 Εἰς τὴν Χαλκηδόνα συνῆλθαν οἱ 630 θεοφόροι Πατέρες τὸ ἔτος 451 συγκροτήσαντες τὴν Ἁγίαν Τετάρτην Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ἐπὶ τῶν εὐσεβεστάτων Βασιλέων Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ κατεδίκασε τὸν αἱρετικὸν Εὐτυχῆ, ὅστις ἐκήρυττε τὴν πλάνην, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει μόνον μίαν φύσιν καὶ μίαν ἐνέργειαν, αὐτὴν τῆς Θεότητος. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐδογμάτισαν τὴν πίστιν τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει δυὸ τελείας φύσεις, θελήσεις καὶ ἐνεργείας, τὴν θείαν καὶ τὴν ἀνθρωπίνην, εἰς μίαν Ὑπόστασιν. Εἶναι δὲ ἡνωμέναι αἱ δυὸ φύσεις ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀναλλοιώτως καὶ ἀδιαιρέτως.

Κατὰ τὴν ἀνωτέρω Σύνοδον οἱ Ὀρθοδοξοι Πατέρες συνέταξαν Τόμον, ὁ ὀποῖος περιεῖχε τὴν πίστιν τὴν ἀληθῆ, τὴν ὁποίαν πάντοτε ἐπίστευε καὶ ἐκήρυττεν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης οἱ αἱρετικοὶ Μονοφυσῖται συνέταξαν ἴδιον τόμον, ποὺ περιεῖχε τὰς πλάνας των. Τότε ὁμοφώνως ὀρθόδοξοι καὶ αἱρετικοὶ ἀπεφάσισαν νὰ τεθοῦν καὶ τὰ δυὸ κείμενα ἐπὶ τοῦ στήθους τῆς Ἁγίας Εὐφημίας καὶ ἀνοίξαντες τὴν λειψανοθήκην ἔπραξαν οὕτως καὶ ἐσφράγισαν πάλιν ταύτην.

Ὄτε δὲ ἤνοιξαν τὴν θήκην, εὗρον τὸν Τόμον τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τᾶς χεῖρας αὐτῆς καὶ τῶν αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν τὸ κείμενον εἰς τοὺς πόδας αὐτῆς. Ἔτσι ἡ Μεγαλομάρτυς Εὐφημία μὲ τὸ ἐξαίσιον αὐτὸ θαῦμα ἐπεκύρωσε καὶ ὑπέγραψε τὸν ὀρθόδοξον Τόμον καὶ διεσάλπισε τὸ Χριστολογικὸν δόγμα περὶ τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ μας εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ ἀπέδειξε τὴν διδασκαλίαν τοῦ Εὐτυχοῦς καὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Μονοφυσιτῶν ὡς σατανικὴν πλάνην.


(Τήν  ἀνάμνηση τοῦ θαύματος τῆς  Ἁγίας Εὐφημίας τήν ἑορτάζουμε στίς 11 Ἰουλίου) 


 Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄ Θείας Πίστεως.

Λίαν εὔφρανας τούς Ὀρθοδόξους καί κατήσχυνας τούς κακοδόξους, Εὐφημία, Χριστοῦ καλλιπάρθενε. Τῆς γάρ Τετάρτης Συνόδου ἔκυρωσας, 
ἅ οἱ Πατέρες καλῶς ἐδογμάτισαν. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστόν τόν Θεό ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμίν τό μέγα ἔλεος.




Κοντάκιον

Ἦχος β’.

Ἀγῶνας ἐν ἀθλήσει, ἀγῶνας ἐν τῇ πίστει κατεβάλου θερμῶς ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ νυμφίου σου, ἀλλὰ καὶ νῦν, ὡς τὰς αἰρέσεις, καὶ τῶν ἐχθρῶν τὸ φρύαγμα, ἐν τοῖς ποσὶ τῶν βασιλέων ἡμῶν ὑποταγῆναι πρέσβευε διὰ τῆς Θεοτόκου, ἡ ὑπὸ ἑξακοσίων τριάκοντα θεοφόρων Πατέρων τὸν Ὅρον λαβοῦσα, καὶ φυλάττουσα πανεύφημε. 



Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (ὀλόκληρο τό κείμενο)




ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


Προοίμιον  


    §1         Ἐποφειλομένη πρὸς Θεὸν ἐτήσιος εὐχαριστία καθ’ ἣν ἡμέραν ἀπε­λά­βο­μεν τὴν τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαν σὺν ἀποδείξει τῶν τῆς εὐσεβείας δογ­μάτων καὶ καταστροφῇ τῶν τῆς κακίας δυσσεβημάτων.

(Κυρίως Συνοδικόν)

    §2        Προφητικαῖς ἑπόμενοι ῥήσεσιν ἀποστολικαῖς τε παραινέσεσιν εἴκοντες καὶ εὐαγγελικαῖς ἱστορίαις στοιχούμενοι, τῶν ἐγκαινίων τὴν ἡμέ­ραν ἑορ­τάζομεν.  ᾿Ησαΐας μὲν γάρ φησιν ἐγκαινίζεσθαι νήσους πρὸς τὸν Θεόν, τὰς ἐξ ἐθνῶν ὑπαινιττόμενος ἐκκλησίας· εἶεν δ’ ἂν ἐκκλησίαι, οὐχ αἱ τῶν ναῶν ἁπλῶς οἰκοδομαὶ καὶ φαιδρότητες, ἀλλὰ τῶν ἐν αὐταῖς εὐ­σε­βούντων τὸ πλήρωμα, καὶ οἷς ἐκεῖνοι τὸ θεῖον ὕμνοις καὶ δοξολογίαις θε­ραπεύουσιν.  ὁ δὲ ἀπόστολος, αὐτὸ τοῦτο παραινῶν, «ἐν καινότητι ζωῆς περιπατῆσαι» δια­κελεύεται καὶ «εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτί­σις» ἀνα­και­νίζεσθαι.  τὰ δέ γε κυριακὰ λό­για τὴν προφητικὴν δεικνύντα κα­τά­στα­σιν, «ἐγένετο, φησίν, τὰ ἐγκαίνια ἐν ᾿Ιεροσολύμοις καὶ χειμὼν ἦν», εἴτε νοητὸς καθ’ ὃν τὸ τῶν Ἰου­δαίων ἔθνος κατὰ τοῦ κοινοῦ σωτῆρος τὰς τῆς μιαι­φο­νί­ας ἐκίνει καται­γίδας καὶ τὸν τάραχον, εἴτε καὶ ὁ τὰς σωμα­τικὰς αἰσθήσεις τῇ τοῦ ἀέρος ἐπὶ τὸ κρυ­μῶ­δες παραλυπῶν μεταβολῇ.  γέγονε γὰρ δή, γέ­γονε καὶ καθ’ ἡμᾶς χει­μὼν οὐχ ὁ τυχών, ἀλλ’ ὁ τῷ ὄντι τῆς μεγάλης κακίας ἐκχέων τὴν ὠμότητα, ἀλλ’ ἤνθησεν ἡμῖν τῶν χαρίτων τοῦ Θεοῦ τὸ πρω­το­καίριον ἔαρ, ἐν ᾧ καὶ τὴν εὐχαριστήριον τῶν ἐπ’ ἀγαθοῖς θερισμῶν(1) τῷ Θεῷ συνελη­λύ­θα­μεν ποι­ή­σασθαι, ὡς ἂν φαίημεν ψαλ­μι­κώτερον· «θέρος καὶ ἔαρ σὺ ἔπλα­σας αὐτά, μνήσθητι ταύτης».  καὶ γὰρ τοὺς ὀνειδίσαντας Κύ­ριον ἐχθροὺς καὶ τὴν τούτου ἁγίαν προσ­κύνησιν ἐν ἁγίαις εἰκόσιν ἐξατι­μώ­σαντας ἐπαρθέντας τε καὶ ὑψωθέντας τοῖς δυσ­σε­βήμασι, κατέρραξεν αὐ­τοὺς ὁ τῶν θαυμασίων Θεὸς καὶ τὸ τῆς ἀπο­στα­σίας φρύαγμα κατηδάφισεν, οὐδὲ παρεῖδε τὴν φωνὴν τῶν βοών­των πρὸς αὐτόν· «μνήσθητι, Κύριε, τοῦ ὀνειδισμοῦ τῶν δούλων σου, οὗ ὑπέ­σχον ἐν τῷ κόλπῳ μου πολλῶν ἐθνῶν· οὗ ὠνείδισαν οἱ ἐχθροί σου, Κύριε, οὗ ὠνεί­δισαν τὸ ἀντάλλαγμα τοῦ χρι­στοῦ σου»(2).  ἀντάλλαγμα δ’ ἂν εἶεν τοῦ Χριστοῦ οἱ τῷ θα­νάτῳ αὐτοῦ ἐξα­γορασθέντες καὶ πεπιστευκότες αὐτῷ διά τε λόγων ἀνα­κη­ρύξεως καὶ εἰκονικῆς ἀνατυπώσεως, δι’ ὧν τὸ μέγα τῆς οἰ­κονομίας ἔργον τοῖς λε­λυ­τρωμένοις ἐπιγινώσκεται, διὰ σταυροῦ τε καὶ τῶν πρὸ τοῦ σταυ­ροῦ καὶ μετὰ τὸν σταυρὸν παθῶν τε καὶ θαυ­μά­των αὐτοῦ· ἐξ ὧν καὶ ἡ τῶν αὐτοῦ παθημάτων μίμησις εἰς ἀποστόλους, ἐκεῖθέν τε εἰς μάρτυρας δια­βαίνει, καὶ δι’ αὐτῶν μέχρις ὁμολογητῶν καὶ ἀσκητῶν κά­τεισι.
    §3        Τούτου τοίνυν τοῦ ὀνειδισμοῦ, «οὗ ὠνείδισαν οἱ ἐχθροὶ Κυ­ρί­ου, οὗ ὠνείδισαν τὸ ἀντάλλαγμα τοῦ χριστοῦ αὐτοῦ», ἐπιμνησθεὶς ὁ Θεὸς ἡμῶν ὁ τοῖς ἰδίοις σπλάγχνοις παρακαλούμενος καὶ ταῖς μητρικαῖς αὐτοῦ δεήσεσιν ἐπικαμπτόμενος, ἔτι δὲ καὶ ἀποστολικαῖς καὶ πάντων τῶν ἁγίων, οἳ συνε­ξυ­βρίσθησαν αὐτῷ καὶ συνεξουθενώθησαν ἐν ταῖς εἰκόσιν, ἵνα, ὥς περ συνέπαθον σαρκί, οὕτως ἄρα, ὡς ἔοικε, καὶ ταῖς κατὰ τῶν σεπτῶν εἰκόνων αὐτῷ συγκοινωνήσωσιν ὕβρεσιν, ἐνήργησεν ὕστερον ὅ τι βεβού­λη­ται σήμερον, καὶ πέπραχε δεύτερον ὅ περ ἐτέλεσε πρότερον.  πρότερον μὲν γάρ, μετὰ πολυ­ετῆ τινα χρόνον τῆς τῶν ἁγίων εἰκόνων ἐκφαυλίσεως καὶ ἀτιμίας, ἐπανέ­στρεψε τὴν εὐσέβειαν εἰς ἑαυτήν· νυνὶ δέ, ὅ περ ἐστὶ δεύτερον, μικροῦ μετὰ τριάκοντα ἔτη  κακώσεως, κατηρτίσατο τοῖς ἀνα­ξί­οις ἡμῖν τὴν τῶν δυσχερῶν ἀπαλλαγὴν καὶ τῶν λυπούντων τὴν ἀπο­λύ­τρω­σιν καὶ τῆς εὐσεβείας τὴν ἀνακήρυξιν καὶ τῆς εἰκονικῆς προσκυνήσεως τὴν ἀσφάλειαν καὶ τὴν πάντα φέρουσαν ἡμῖν τὰ σωτήρια ἑορτήν.  ἐν γὰρ ταῖς εἰκόσιν ὁρῶμεν τὰ ὑπὲρ ἡμῶν τοῦ δεσπότου πάθη, τὸν σταυ­ρόν, τὸν τάφον, τὸν ᾅδην νεκρούμενον καὶ σκυλευόμενον, τῶν μαρ­τύρων τοὺς ἄθλους, τοὺς στεφάνους, αὐτὴν τὴν σωτηρίαν, ἣν ὁ πρῶτος ἡμῶν ἀθλο­θέτης καὶ ἀ­θλοδότης καὶ στεφανίτης «ἐν μέσῳ τῆς γῆς κα­τειρ­γάσατο».  ταύ­την σήμε­ρον τὴν πανήγυριν ἑορτάζομεν, ἐν ταύτῃ εὐχαῖς καὶ λιτανείαις συνευ­φραι­νόμενοί τε καὶ συναγαλλόμενοι, ψαλμοῖς ἐκβοῶμεν καὶ ᾄσμασιν.

[Ἔξω, τρίς]
    §4        Τίς θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος.

    §5        Τοὺς φαυλιστὰς γὰρ τῆς σῆς δόξης ἐξεμυκτήρισας, τοὺς τολ­μη­τὰς κατὰ τῆς εἰκόνος καὶ θρασεῖς, δειλοὺς καὶ πεφευγότας ἀπέδειξας.
    §6        Ἀλλ’ ἡ μὲν εἰς Θεὸν εὐχαριστία καὶ τὸ δεσποτικὸν κατὰ τῶν ἀντιπάλων τρόπαιον ἐν τούτοις· τὰ δέ γε κατὰ τῶν εἰκονομαχούντων ἆθλά τε καὶ παλαίσματα ἕτερος λόγος καὶ λογογραφία διεξοδικωτέρα δηλώσει.  ὡς ἐν καταπαύσει δέ τινι τῇ μετὰ τὴν ἐρημικὴν πάροδον, εἰς κατάσχεσιν τῆς νοητῆς ᾿Ιερουσαλὴμ καθεστῶτες, μωσαϊκῇ τινι μιμήσει, μᾶλλον δὲ θεϊκῇ δι­ακελεύσει, οἷα στήλῃ τινὶ ἐκ μεγίστων λίθων συνηρμοσμένῃ καὶ πρὸς ἀποδοχὴν γραφῆς διατιθεμένῃ, ταῖς τῶν ἀδελφῶν καρδίαις τάς τε εὐλογίας αἳ ὀφείλονται τοῖς νομοφυλακτοῦσι καὶ τὰς ἀρὰς δὲ αἷς ἑαυτοὺς ὑπο­βάλ­λουσιν οἱ παρανομοῦντες, δίκαιόν τε καὶ ὀφειλόμενον δεῖν ᾠήθημεν ἀνα­γράψαι.  δι᾿ ὃ φαμὲν τάδε·
    §7        Τῶν τὴν ἔνσαρκον τοῦ Θεοῦ Λόγου παρουσίαν λόγῳ, στόματι, καρδίᾳ καὶ νοΐ, γραφῇ τε καὶ εἰκόσιν ὁμολογούντων, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §8        Τῶν εἰδότων τῆς τοῦ Χριστοῦ μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς ὑποστάσεως τὸ ἐν οὐσίαις διάφορον καὶ ταύτης [τὸ] κτιστόν τε καὶ ἄκτιστον, τὸ ὁρατὸν καὶ ἀόρατον, τὸ παθητὸν καὶ ἀπαθές, τὸ περιγραπτὸν καὶ ἀπερίγραπτον, καὶ τῇ μὲν θεϊκῇ οὐσίᾳ τὸ ἄκτιστον καὶ τὰ ὅμοια προσαρμοζόντων, τῇ δὲ ἀνθρωπίνῃ φύσει τά τε ἄλλα καὶ τὸ περιγραπτὸν ἀνομολογούντων καὶ λόγῳ καὶ εἰκονίσμασιν, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §9            Τῶν πιστευόντων καὶ διακηρυκευομένων ἤτοι εὐαγ­γελι­ζο­μέ­νων τοὺς λόγους ἐπὶ γραμμάτων, τὰ πράγματα ἐπὶ σχημάτων, καὶ εἰς μίαν εκάτερον(3) συντελεῖν ὠφέλειαν, τήν τε διὰ λόγων ἀνακήρυξιν καὶ τὴν δι’ εἰκόνων τῆς ἀληθείας βεβαίωσιν, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §10        Τῶν τῷ λόγῳ ἁγιαζόντων τὰ χείλη, εἶτα τοὺς ἀκροατὰς διὰ τοῦ λόγου, εἰδότων τε καὶ κηρυσσόντων ὡς ἁγιάζεται μὲν ὁμοίως διὰ τῶν σεπτῶν εἰκόνων τὰ ὄμματα τῶν ὁρώντων, ἀνάγεται δὲ δι’ αὐτῶν ὁ νοῦς πρὸς θεογνωσίαν, ὥς περ καὶ διὰ τῶν θείων ναῶν καὶ τῶν ἱερῶν σκευῶν καὶ τῶν ἄλλων κειμηλίων, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §11        Τῶν ἐπισταμένων ὡς ἡ ῥάβδος καὶ αἱ πλάκες, ἡ κιβωτὸς καὶ ἡ λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ τὸ θυμιατήριον τὴν παναγίαν προέγραφέ(4) τε καὶ προδιετύπου παρθένον τὴν θεοτόκον Μαρίαν, καὶ ὡς ταῦτα μὲν προετύπου ταύτην, οὐ γέγονε δὲ ἐκείνη ταῦτα, γέγονε δὲ κόρη καὶ διαμένει μετὰ τὴν θεογεννησίαν παρθένος, καὶ διὰ τοῦτο μᾶλλον κόρην αὐτὴν τοῖς εἰκονί­σμα­σι γραφόντων ἢ τοῖς τύποις σκιαγραφούντων, αἰω­νία ἡ μνήμη (γ΄).
    §12        Τῶν τὰς προφητικὰς ὁράσεις, ὡς αὐτὸ τὸ θεῖον αὐτὰς ἐσχη­μάτιζε καὶ διετύπου, εἰδότων καὶ ἀποδεχομένων καὶ πιστευόντων ἅ περ ὁ τῶν προ­φητῶν χορὸς ἑωρακότες διηγήσαντο, καὶ τὴν (5) τῶν ἀποστόλων καὶ εἰς Πατέρας διήκουσαν ἔγγραφόν τε καὶ ἄγραφον παράδοσιν κρατυνόντων, καὶ διὰ τοῦτο εἰκονιζόντων τὰ ἅγια καὶ τιμώντων, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §13        Τῶν συνιέντων Μωσέως λαλοῦντος· «προσέχετε ἑαυτοῖς ὅτι τῇ ἡμέρᾳ ᾗ ἐλάλησε Κύριος ὁ Θεὸς ἐν Χωρὴβ ἐπὶ τοῦ ὄρους, φωνὴν ῥημάτων ὑμεῖς ἠκούσατε, ὁμοίωμα δὲ οὐκ εἴδετε», καὶ εἰδότων ἀπο­κρι­θῆναι ὀρθῶς· εἰ δὲ εἴδομέν τι, ἀληθῶς δὲ εἴδομεν, ὡς ὁ τῆς βροντῆς υἱὸς ἡμᾶς ἐδίδαξεν· «ὃ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν,  ὃ ἐθεα­σάμεθα τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς, καὶ ταῦτα μαρτυροῦμεν», καὶ πάλιν ὡς οἱ ἄλλοι τοῦ Λό­γου μαθηταί· «καὶ συνεφάγομεν αὐτῷ καὶ συνεπίομεν», οὐ πρὸ τοῦ πά­θους μόνον, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ πάθος καὶ τὴν ἀνάστασιν· τῶν γοῦν δια­στέλ­λειν θεόθεν δυναμωθέντων τὴν ἐν τῷ νόμῳ παραγγελίαν καὶ τὴν ἐν χάριτι διδασκαλίαν, καὶ τὸ ἐν ἐκείνῳ μὲν ἀόρατον,  ἐν ταύτῃ δὲ καὶ ὁρατὸν καὶ ψη­λαφητόν, καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὁραθέντα τε καὶ ψηλαφηθέντα εἰκονο­γρα­φούν­των καὶ προσκυνούντων, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).

    §14        Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ οἰκουμένη ὡς συμπε­φρό­νηκεν(6), ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν· οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν, Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ τοὺς αὐτοῦ ἁγίους ἐν λόγοις τιμῶντες, ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοή­μασιν, ἐν θυσίαις, ἐν ναοῖς, ἐν εἰκονίσμασι, τὸν μὲν ὡς Θεὸν καὶ δεσπότην προσκυνοῦντες καὶ σέβοντες, τοὺς δὲ διὰ τὸν κοινὸν δεσπότην ὡς αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες καὶ τὴν κατὰ σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέ­μον­τες.
[Ἔξω]
   §15        Αὕτη ἡ πίστις τῶν ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν οἰκουμένην ἐστήριξεν.

    §16         Ἐπὶ τούτοις τοὺς τῆς εὐσεβείας κήρυκας ἀδελφικῶς τε καὶ πατροποθήτως, εἰς δόξαν καὶ τιμὴν τῆς εὐσεβείας ὑπὲρ ἧς ἠγωνίσαντο, ἀνευφημοῦμεν καὶ λέγομεν·
[Χαμαί]
    Γερμανοῦ, Ταρασίου, Νικηφόρου καὶ Μεθοδίου τῶν ὡς ἀληθῶς ἀρχιερέων  Θεοῦ καὶ τῆς ὀρθοδοξίας προμάχων καὶ διδασκάλων, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §17        Ἰγνατίου, Φωτίου, Στεφάνου, Ἀντωνίου καὶ Νικολάου τῶν ἁ­γιωτάτων καὶ ὀρθοδόξων πατριαρχῶν, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §18        Ἅπαντα τὰ κατὰ τῶν ἁγίων πατριαρχῶν Γερμανοῦ, Τα­ρα­σίου, Νικηφόρου καὶ Μεθοδίου, Ἰγνατίου, Φωτίου, Νικηφόρου, Ἀντωνίου, καὶ Νικολάου γραφέντα ἢ λαληθέντα, ἀνάθεμα (γ΄).
    §19        Ἅπαντα τὰ παρὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν καὶ τὴν δι­δα­σκαλίαν καὶ ὑποτύπωσιν τῶν ἁγίων καὶ ἀοιδίμων πατέρων καινο­το­μη­θέντα ἢ μετὰ τοῦτο πραχθησόμενα, ἀνάθεμα (γ΄).
    §20        Στεφάνου τοῦ ὁσιομάρτυρος καὶ ὁμολογητοῦ τοῦ νέου αἰωνία ἡ μνή­μη (γ΄).
    §21        Εὐθυμίου, Θεοφίλου καὶ Αἰμιλιανοῦ, τῶν ἀοιδίμων ὁμολο­γη­τῶν καὶ ἀρχιεπισκόπων, αἰωνία ἡ μνήμη(γ΄).
    §22        Θεοφυλάκτου, Πέτρου, Μιχαὴλ καὶ Ἰωσήφ, τῶν μακαρίων μη­τρο­πολιτῶν, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §23        Ἰωάννου, Νικολάου καὶ Γεωργίου, τῶν τρισολβίων ὁμολο­γη­τῶν καὶ ἀρ­χιε­πισκόπων, καὶ πάντων τῶν ὁμοφρονησάντων αὐτοῖς ἐπισκό­πων, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §24        Θεοδώρου τοῦ πανοσίου ἡγουμένου τοῦ Στουδίτου(7)* αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §25        Ἰσαακίου τοῦ θαυματουργοῦ καὶ Ἰωαννικίου τοῦ προφη­τι­κω­τά­του αἰω­νί­α ἡ μνήμη (γ΄).
    §26        Ἱλαρίωνος τοῦ ὁσιωτάτου ἀρχιμανδρίτου καὶ ἡγουμένου τῶν Δαλμάτων αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §27        Συμεὼν τοῦ ὁσιωτάτου στυλίτου αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §28        Θεοφάνους τοῦ ὁσιωτάτου ἡγουμένου τοῦ μεγάλου Ἀγροῦ αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §29        Αὗται ὡς εὐλογίαι πατέρων ἀπ’ αὐτῶν εἰς ἡμᾶς τοὺς υἱοὺς ζη­λοῦν­τας αὐτῶν τὴν εὐσέβειαν διαβαίνουσιν· ὡσαύτως δὲ καὶ αἱ ἀραὶ τοὺς πατραλοίας καὶ τῶν δεσποτικῶν ἐντολῶν ὑπερόπτας καταλαμβά­νου­σι· δι᾿ ὃ κοινῇ πάντες, ὅσον εὐσεβείας πλήρωμα, οὕτως αὐτοῖς τὴν ἀρὰν ἣν αὐτοὶ ἑαυτοὺς(8) ὑπεβάλοντο ἐπιφέρομεν·
    §30        Τοῖς λόγῳ μὲν τὴν ἔνσαρκον οἰκονομίαν τοῦ Θεοῦ Λόγου δεχομένοις, ὁρᾶν δὲ ταύτην δι’ εἰκόνων οὐκ ἀνεχομένοις, καὶ διὰ τοῦτο ῥήματι μὲν κατασχηματιζομένοις, πράγματι δὲ τὴν σωτηρίαν ἡμῶν ἀρνου­μένοις, ἀνάθεμα (α΄).
    §31        Τοῖς τῷ ῥήματι τοῦ ἀπεριγράπτου κακῶς προσφυομένοις, καὶ διὰ τοῦ­το μὴ βουλομένοις εἰκονογραφεῖσθαι τὸν παραπλησίως ἡμῖν σαρκὸς καὶ αἵματος κεκοινωνηκότα Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ ἐντεῦθεν φαντασιασταῖς δεικνυμένοις, ἀνάθεμα (α΄).
    §32        Τοῖς τὰς μὲν προφητικὰς ὁράσεις, κἂν μὴ βούλοιντο, παρα­δε­χο­μένοις, τὰς δ’ ὀφθείσας αὐτοῖς εἰκονογραφίας –ὢ θαῦμα!– καὶ πρὸ σαρκώσεως τοῦ Λόγου μὴ καταδεχομένοις, ἀλλ’ ἢ αὐτὴν (9) τὴν ἄληπτόν τε καὶ ἀθέατον οὐσίαν ὀφθῆναι τοῖς τεθεαμένοις κενολογοῦσιν, ἢ εἰκόνας μὲν ταῦτα τῆς ἀληθείας καὶ τύπους καὶ σχήματα ἐμφανισθῆναι τοῖς ἑωρακόσι συντιθεμένοις, εἰκονογραφεῖν δὲ ἐνανθρωπήσαντα τὸν Λόγον καὶ τὰ ὑπὲρ ἡμῶν αὐτοῦ πάθη οὐκ ἀνεχομένοις, ἀνάθεμα (α΄).
    §33        Τοῖς ἀκούουσι τοῦ Κυρίου ὡς «εἰ ἐπιστεύετε Μωϋσῇ, ἐπι­στεύετε ἂν ἐμοὶ» καὶ τὰ ἑξῆς, καὶ τὸ «προφήτην ὑμῖν ἀναστήσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ὡς ἐμὲ» τοῦ Μωσέως λέγοντος, συνιοῦσιν, εἶτα λέγουσι δέξα­σθαι μὲν τὸν προφήτην, οὐκ εἰσάγουσι δὲ δι’ εἰκονισμάτων τὴν τοῦ προ­φή­του χάριν καὶ τὴν παγκόσμιον σωτηρίαν, ὡς ὡράθη, ὡς συν­α­νεστράφη ἀν­θρώ­ποις, ὡς πάθη καὶ νόσους ἰάσεως μείζονας ἐθεράπευσεν, ὡς ἐσταυ­ρώθη, ὡς ἐτάφη, ὡς ἀνέστη, ὡς πάντα [τὰ] ὑπὲρ ἡμῶν ἔπαθέ τε καὶ ἐποί­η­σε· τοῖς οὖν ταῦτα τὰ παγκόσμια καὶ σωτήρια ἔργα ἐν εἰκόσιν ὁρᾶν μὴ ἀν­εχομένοις μηδὲ τιμῶσιν αὐτὰ καὶ προσκυνοῦσιν, ἀνάθεμα(γ΄).
    §34        Τοῖς ἐπιμένουσι τῇ εἰκονομάχῳ αἱρέσει, μᾶλλον δὲ τῇ χρι­στο­μάχῳ ἀποστασίᾳ, καὶ μήτε διὰ τῆς μωσαϊκῆς νομοθεσίας πρὸς τὴν σω­τη­ρίαν αὐτῶν ἀναχθῆναι βουλομένοις μήτε ταῖς ἀποστολικαῖς διδασκαλίαις ἐνα­στραφθῆναι(10) τὴν εὐσέβειαν προαιρουμένοις μήτε [ταῖς] πατρικαῖς παραινέσεσι καὶ εἰσηγήσεσι τῆς πλάνης αὐτῶν ἐπιστραφῆναι πειθομένοις μήτε τῇ συμφωνίᾳ τῶν ἀνὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ δυσωπουμένοις, ἀλλ’ ἐφ’ ἅπαξ ἑαυτοὺς τῇ τῶν Ἰουδαίων καὶ ῾Ελλήνων μερίδι καθυποβαλλομένοις (11)· ἃ γὰρ ἀμέσως ἐκεῖνοι εἰς τὸ πρω­τό­τυ­πον βλασ­φημοῦσι, καὶ οὗτοι διὰ τῆς αὐτοῦ εἰκόνος εἰς αὐτὸν ἐκεῖνον τὸν εἰκονιζόμενον τολμᾶν οὐκ ἐρυθριῶσι· τοῖς οὖν ἀνεπιστρόφως τῇ πλάνῃ ταύτῃ κατεχομένοις καὶ πρὸς πάντα λόγον θεῖον καὶ πνευματικὴν διδα­σκα­λί­αν τὰ ὦτα βεβυσμένοις, ὡς ἤδη λοιπὸν σεσηπόσι καὶ τοῦ κοινοῦ σώματος τῆς Εκκλησίας ἀποτεμοῦσιν ἑαυτούς, ἀνάθεμα (γ΄).
    §35        Τοῖς εἰσάγουσιν ἐπὶ τῆς ἀρρήτου ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καινοφωνίας τινάς, καὶ λέγουσιν ἢ φρονοῦσι προσκυνεῖν τὸ ἀνθρώπινον τοῦ Χριστοῦ τῇ ἀπροσίτῳ θεότητι δουλικῶς, καὶ τὴν δουλείαν ἀίδιον κεκτῆσθαι ὡς οὐσιώδη καὶ ἀνα­πό­βλητον, ἀνάθεμα (γ΄).
    §36        Τοῖς μὴ μετὰ πάσης εὐλαβείας χρωμένοις τῇ κατ' ἐπίνοιαν διαιρέσει πρὸς δήλωσιν μόνον τῆς ἑτερότητος τῶν ἐν Χριστῷ συν­δρα­μουσῶν ἀρρήτως δύο φύσεων καὶ ἐν αὐτῷ ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως ἡνωμένων, ἀλλὰ καταχρωμένοις τῇ τοιαύτῃ διαιρέσει καὶ λέγουσι «τὸ πρόσλημμα οὐ τῇ φύσει μόνον ἕτερον, ἄλλα καὶ τῇ ἀξίᾳ» καὶ ὅτι «λα­τρεύει Θεῷ καὶ ὑπηρεσίαν προσφέρει δουλικὴν καὶ [τιμὴν] τὴν προσή­κου­σαν ἀπονέμει ὡς ὀφειλήν, καθά περ τὰ λειτουργικὰ πνεύματα τὰ τῷ Θεῷ ὑπηρετοῦντά τε καὶ λατρεύοντα δουλικῶς», καὶ ἰδίᾳ «τὸ πρόσλημμα ἀρχιερέα μέγιστον εἶναι» διδάσκουσι, καὶ οὐχὶ τὸν Θεὸν Λόγον ὅτι γέγονεν ἄνθρωπος, ὡς διὰ τῶν τοιούτων τὸν ἕνα Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν καὶ Θεὸν διαιρεῖν τολμῶσιν ὑποστατικῶς, ἀνάθεμα (γ΄).
    §37        Τοῖς λέγουσιν, ὅτι τὴν ἐν τῷ καιρῷ τοῦ κοσμοσωτηρίου πά­θους τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ προσα­χθεῖ­σαν ὑπὲρ τῆς ἡμῶν σωτηρίας παρ' αὐτοῦ θυσίαν τοῦ τιμίου αὐτοῦ σώ­μα­τός τε καὶ αἵματος, ὡς ἀρχιερέως, κατὰ τὸ ἀνθρώπινον δι' ἡμᾶς χρηματί­σαν­τος, ὅτι περ ὁ αὐτὸς καὶ Θεὸς καὶ θύτης καὶ θῦμα, κατὰ τὸν πολὺν ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριον, προσήγαγε μὲν αὐτὸς τῷ Θεῷ καὶ Πατρί, οὐ προσε­δέ­ξατο δὲ ὡς Θεὸς μετὰ τοῦ Πατρός, αὐτός τε ὁ μονογενὴς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ὡς διὰ τούτων ἀποξενοῦσιν αὐτόν τε τὸν Θεὸν Λόγον καὶ τὸ ὁμο­ού­σιον καὶ ὁμόδοξον τούτου παράκλητον Πνεῦμα τῆς θεοπρεποῦς ὁμο­τιμίας τε καὶ ἀξίας, ἀνάθεμα (γ΄).
    §38        Τοῖς τὴν καθ' ἕκαστην προσαγομένην θυσίαν ὑπὸ τῶν παρα­λα­βόντων ἀπὸ Χριστοῦ τὴν τῶν θείων μυστηρίων ἱερουργίαν, μὴ δεχο­μένοις τῇ ἁγίᾳ Τριάδι προσάγεσθαι, ὡς ἀντιφθεγγομένοις ἐντεῦθεν τοῖς ἱεροῖς καὶ θείοις πατράσι Βασιλείῳ τε καὶ Χρυσορρήμονι, οἷς συμφωνοῦσι καὶ οἱ λοιποὶ θεοφόροι πατέρες ἐν τοῖς οἰκείοις λόγοις τε καὶ συγγράμ­μα­σιν, ἀνάθεμα (γ΄).
    §39        Τοῖς ἀκούουσι μὲν τοῦ σωτῆρος περὶ τῆς παρ' αὐτοῦ παρα­δοθείσης τῶν θείων μυστηρίων ἱερουργίας λέγοντος· «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν», μὴ ἐκλαμβανομενοις δὲ ὀρθῶς τὴν ἀνάμνησιν, ἀλλὰ τολ­μῶ­σι λέγειν ὅτι καινίζει φανταστικῶς καὶ εἰκονικῶς τὴν ἐπὶ τοῦ τιμίου σταυ­ροῦ παρὰ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν προσαχθεῖσαν θυσίαν τοῦ ἰδίου σώματός τε καὶ αἵματος, εἰς κοινὸν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως λύτρον τε καὶ ἐξίλασμα, ἡ καθ' ἑκάστην προσαγομένη θυσία παρὰ τῶν τὰ θεῖα ἱερουργούντων μυ­στή­ρια, καθὼς ὁ σωτὴρ ἡμῶν καὶ δεσπότης τῶν ὅλων παρέδωκε· καὶ διὰ τοῦτο ἄλλην εἶναι ταύτην παρὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς τῷ σωτῆρι τετελεσμένην εἰσά­γουσι καὶ πρὸς ἐκείνην φανταστικῶς καὶ εἰκονικῶς ἀναφερομένην, ὡς κενοῦσι τὸ τῆς φρικτῆς καὶ θείας ἱερουργίας μυστήριον, δι' οὗ τὸν τῆς μελ­λούσης ζωῆς ἀρραβῶνα λαμβάνομεν, καὶ ταῦτα τοῦ θείου πατρὸς ἡμῶν Ἰ­ω­άννου τοῦ χρυσορρήμονος διατρανοῦντος τῆς θυσίας τὸ ἀπαράλλακτον καὶ μίαν καὶ τὴν αὐτὴν εἶναι φάσκοντος ἐν πολλαῖς τῶν τοῦ μεγάλου Παύ­λου ῥητῶν ἐξηγήσεσιν, ἀνάθεμα (γ΄).
    §40        Τοῖς τὰς χρονικὰς διαστάσεις ἐπὶ τῆς καταλλαγῆς τῆς ἀνθρω­πί­νης φύσεως πρὸς τὴν θείαν καὶ μακαρίαν φύσιν τῆς ζωαρχικῆς καὶ πανα­κηράτου Τριάδος ἐπινοοῦσι καὶ παρεισάγουσι, καὶ πρότερον(12) μὲν τῷ μο­νογενεῖ Λόγῳ νομοθετοῦσιν ἐξ αὐτῆς κατηλλάχθαι ἡμᾶς τῆς προσλήψεως, ὕστερον δὲ τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ κατὰ τὸ σωτήριον πάθος τοῦ σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ διαιροῦσι τὰ αδιαίρετα (13), τῶν θείων καὶ μακαρίων πατέρων διὰ τοῦ τῆς οἰκονομίας μυστηρίου παντὸς καταλλάξαι ἡμᾶς ἑαυτῷ τὸν μονογενῆ διδασκόντων, καὶ (14) δι’ ἑαυτοῦ τε καὶ ἐν ἑαυτῷ τῷ Θεῷ καὶ Πατρί, ἀκολούθως δὲ πάντως καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ζωοποιῷ Πνεύματι, ὡς καινῶν καὶ ἐκφύλων ἐφευρεταῖς, ἀνάθεμα (γ΄).
    §41        Ἀναστασίῳ, Κωνσταντίνῳ καὶ Νικήτᾳ, τοῖς ἐπὶ τῶν Ἰσαύρων κατάρξασι τῶν αἱρέσεων, ὡς ἀνιέροις καὶ ὁδηγοῖς ἀπωλείας, ἀνάθεμα (γ΄).
    §42        Θεοδότῳ, Ἀντωνίῳ καὶ Ἰωάννῃ, τοῖς ἀλληλοπροξένοις τῶν κακῶν καὶ ἑτεροδιαδόχοις τὴν δυσσέβειαν, ἀνάθεμα (γ΄).
    §43        Παύλῳ τῷ εἰς Σαῦλον ἀποστρέψαντι καὶ Θεοδώρῳ τῷ ἐπι­κα­λουμένῳ Γάστῃ καὶ Στεφάνῳ τῷ Μολύτῃ, ἔτι δὲ καὶ Θεοδώρῳ τῷ Κριθίνῳ καὶ Λουλουδίῳ(15) τῷ Λέοντι, καὶ πρὸς τούτοις, εἴ τις τοῖς εἰρημένοις ὅμοιος τὴν δυσσέβειαν, ἐν ὁποίῳ ἂν εἴη καταλόγῳ κλήρου, ἀξιώματος τινὸς ἢ ἐπι­τη­δεύματος ἐξεταζόμενος· τούτοις ἅπασιν ἐπιμένουσιν αὐτῶν τῇ δυσ­σε­βεί­ᾳ, ἀνάθεμα (γ΄).
    §44        Γεροντίῳ τῷ ἐκ Λάμπης μὲν ὁρμωμένῳ, ἐν δὲ τῇ Κρήτῃ τὸν ἰὸν τῆς αὐτοῦ μυσαρᾶς αἱρέσεως ἐξεμέσαντι καὶ ἠλειμμένον ἑαυτὸν ἀπο­κα­λέσαντι ἐπ’ ἀνατροπῇ –φεῦ!– τῆς σωτηριώδους οἰκονομίας τοῦ Χρι­στοῦ σὺν τοῖς διεστραμμένοις αὐτοῦ δόγμασι καὶ συγγράμμασι καὶ τοῖς ὁμό­φροσιν αὐτῷ, ἀνάθεμα (γ΄).


Κατὰ τοῦ Ἰταλοῦ Ἰωάννου, κεφάλαια ια΄ (ἢ ι΄) 

α΄ 
    §45        Τοῖς ὅλως ἐπιχειροῦσιν οἵαν δή τινα ζήτησιν καὶ διδαχὴν τῇ ἀρρήτῳ ἐνσάρκῳ  οἰκονομίᾳ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν καὶ Θεοῦ ἐπάγειν καὶ ζη­τεῖν οἵῳ τρόπῳ αὐτὸς ὁ Θεὸς Λόγος τῷ ἀνθρωπίνῳ φυράματι ἥνωται καὶ τὴν προσληφθεῖσαν σάρκα κατὰ τίνα λόγον ἐθέωσε, καὶ λόγοις διαλε­κτι­κοῖς φύσιν καὶ θέσιν ἐπὶ τῆς ὑπὲρ φύσιν καινοτομίας τῶν δύο φύσεων τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου λογομαχεῖν πειρωμένοις, ἀνάθεμα (γ΄).

β΄
    §46        Τοῖς εὐσεβεῖν μὲν ἐπαγγελλομένοις, τὰ τῶν Ἑλλήνων δὲ δυσ­σε­βῆ δόγματα τῇ ὀρθοδόξῳ καὶ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ περί τε ψυχῶν ἀν­θρω­πίνων καὶ οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ τῶν ἄλλων κτισμάτων ἀναιδῶς ἢ μᾶλλον ἀ­σεβῶς ἐπεισάγουσιν, ἀνάθεμα (γ΄).

γ΄
    §47        Τοῖς τὴν μωρὰν τῶν ἔξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμῶσι καὶ τοῖς καθηγηταῖς αὐτῶν ἑπομένοις καὶ τάς τε μετεμψυχώσεις τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν ἢ καὶ ὁμοίως τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ταύτας ἀπόλ­λυ­σθαι καὶ εἰς τὸ μηδὲν χωρεῖν δεχομένοις, καὶ διὰ τούτων ἀνάστασιν καὶ κρίσιν καὶ τὴν τελευταίαν τῶν βεβιωμένων ἀνταπόδοσιν ἀθετοῦσιν, ἀνά­θε­μα (γ΄).

δ΄
    §48        Τοῖς τὴν ὕλην ἄναρχον καὶ τὰς ἰδέας ἢ συνάναρχον τῷ δη­μι­ουργῷ πάντων καὶ Θεῷ δογματίζουσι, καὶ ὅτι περ οὐρανὸς καὶ γῆ καὶ τὰ λοιπὰ τῶν κτισμάτων ἀίδιά τε εἰσὶ καὶ ἄναρχα καὶ διαμένουσιν ἀναλ­λοί­ωτα, καὶ ἀντινομοθετοῦσι τῷ εἰπόντι· «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρε­λεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι», καὶ ἀπὸ γῆς κενοφωνοῦσι καὶ τὴν θείαν ἀρὰν ἐπὶ τὰς ἑαυτῶν ἄγουσι κεφαλάς, ἀνάθεμα (γ΄).

ε΄
    §49        Τοῖς λέγουσιν ὅτι οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφοὶ καὶ πρῶτοι τῶν αἱ­ρεσιαρχῶν, οἱ παρὰ τῶν ἑπτὰ ἁγίων καὶ καθολικῶν συνόδων καὶ παρὰ πάντων τῶν ὀρθοδοξίᾳ λαμψάντων πατέρων ἀναθέματι καθυποβληθέντες ὡς ἀλλότριοι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, διὰ τὴν ἐν λόγοις αὐτῶν κίβδηλον καὶ ῥυπαρὰν(16) περιουσίαν, κρείττονες εἰσὶ κατὰ πολὺ καὶ ἐνταῦθα καὶ ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει (17) τῶν εὐσεβῶν μὲν καὶ ὀρθοδόξων ἀνδρῶν, ἄλλως δὲ κατὰ πάθος ἀνθρώπινον ἢ ἀγνόημα πλημμελησάντων, ἀνάθεμα (α΄).

    §50        Τοῖς μὴ πίστει καθαρᾷ καὶ ἁπλῇ καὶ ὁλοψύχῳ καρδίᾳ τὰ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν καὶ Θεοῦ καὶ τῆς ἀχράντως αὐτὸν τεκούσης δεσποίνης ἡμῶν [καὶ] θεοτόκου καὶ τῶν λοιπῶν ἁγίων ἐξαίσια θαύματα δεχομένοις, ἀλλὰ πειρωμένοις ἀποδείξεσι καὶ λόγοις σοφιστικοῖς ὡς ἀδύνατα διαβάλλειν ἢ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς παρερμηνεύειν καὶ κατὰ τὴν ἰδίαν γνώμην συνι­στᾶν, ἀνάθεμα (α΄).

ζ΄
    §51        Τοῖς τὰ ἑλληνικὰ διεξιοῦσι μαθήματα καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις καὶ ὡς ἀληθέσι πιστεύουσι, καὶ οὕτως αὐταῖς ὡς τὸ βέβαιον ἐχούσαις ἐγκειμένοις, ὥστε καὶ ἑτέρους ποτὲ μὲν λάθρᾳ ποτὲ δὲ φανερῶς ἐνάγειν αὐταῖς καὶ διδάσκειν ἀνενδοιάστως, ἀνάθεμα (α΄).

η΄
    §52        Τοῖς μετὰ τῶν ἄλλων μυθικῶν πλασμάτων ἀφ’ ἑαυτῶν καὶ τὴν καθ’ ἡμᾶς πλάσιν μεταπλάττουσι καὶ τὰς πλατωνικὰς ἰδέας ὡς ἀλη­θεῖς δεχομένοις καὶ ὡς αὐθυπόστατον τὴν ὕλην παρὰ τῶν ἰδίων μορφοῦσθαι λέγουσι καὶ προφανῶς διαβάλλουσι τὸ αὐτεξούσιον τοῦ δημιουργοῦ τοῦ ἀπὸ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγαγόντος τὰ πάντα καὶ ὡς ποιητοῦ πᾶσιν ἀρχὴν καὶ τέλος ἐπιτιθέντος ἐξουσιαστικῶς καὶ δεσποτικῶς, ἀνά­θεμα (α΄).

θ΄
    §53        Τοῖς λέγουσιν ὅτι ἐν τῇ τελευταίᾳ καὶ κοινῇ ἀναστάσει μεθ’ ἑτέρων σωμάτων οἱ ἄνθρωποι ἀναστήσονται καὶ κριθήσονται, καὶ οὐχὶ μεθ’ ὧν κατὰ τὸν παρόντα βίον ἐπολιτεύσαντο, ἅτε τούτων φθειρομένων καὶ ἀπολλυμένων, καὶ ληροῦσι κενὰ καὶ μάταια κατ᾿ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ ἡμῶν καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, διδασκάλων δὲ ἡμετέρων, οὕτω διδα­ξάντων ὡς μεθ’ ὧν ἐπολιτεύσαντο ἄνθρωποι σωμάτων μετὰ τούτων καὶ κριθήσονται, ἔτι δὲ καὶ τοῦ μεγάλου ἀποστόλου Παύλου, καὶ διαρρήδην ἐν τῷ περὶ ἀναστάσεως λόγῳ πλατύτερον διὰ παραδειγμάτων τὴν ἀλήθειαν ἀναδιδάξαντος καὶ τοὺς ἑτέρως φρονοῦντας ὡς ἄφρονας ἀπελέγξαντος· τοῖς γοῦν τοῖς τοιούτοις ἀντινομοθετοῦσι δόγμασι καὶ διδάγμασιν, ἀνά­θε­μα (α΄).

ι΄
    §54        Τοῖς δεχομένοις καὶ παραδιδοῦσι τὰ μάταια καὶ ἑλληνικὰ ῥή­μα­τα· ὅτι τε προΰπαρξις ἐστὶ τῶν ψυχῶν καὶ οὐκ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ πάν­τα ἐγένετο καὶ παρήχθη (18), καὶ ὅτι τέλος ἐστὶ τῆς κολάσεως ἢ ἀπο­κα­τά­στα­σις αὖθις τῆς κτίσεως καὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, καὶ διὰ τῶν τοι­ού­των λόγων τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν λυομένην πάντως καὶ παρά­γουσαν εἰσάγουσιν, ἣν αἰωνίαν καὶ ἀκατάλυτον αὐτός τε ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν ἐδίδαξε καὶ παρέδοτο, καὶ διὰ πάσης τῆς παλαιᾶς καὶ νέας γρα­φῆς ἡμεῖς παρελάβομεν, ὅτι καὶ ἡ κόλασις ἀτελεύτητος καὶ ἡ βασι­λεία ἀίδιος, διὰ δὲ τῶν τοιούτων λόγων ἑαυτούς τε ἀπολλύουσι καὶ ἑτέ­ροις αἰωνίας κατα­δί­κης προξένοις γενομένοις, ἀνάθεμα (γ΄).

ια΄ (ἢ κατὰ τοῦ μοναχοῦ Νείλου, κεφάλαιον α΄)
    §55        Τοῖς δογματισθεῖσι δυσσεβῶς παρὰ τοῦ ἀμονάχου Νείλου πᾶ­σι καὶ τοῖς κοινωνοῦσιν αὐτοῖς, ἀνάθεμα (γ΄).


Τῆς ἱερᾶς συνόδου τοῦ ἔτους 1166, κεφάλαια ε΄

α΄ 
    §56        Τοῖς μὴ ὀρθῶς τὰς τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς τοῦ Θεοῦ ἐκ­κλησίας θείας φωνὰς ἐκλαμβανομένοις καὶ τὰ σαφῶς καὶ(19) ἀριδήλως ἐν αὐταῖς διὰ τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος χάριτος εἰρημένα παρερμηνεύειν τε καὶ περιστρέφειν πειρωμένοις, ἀνάθεμα (γ΄).

β΄ 
    §57        Τῶν παραδεχομένων τὴν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ φωνὴν τὴν «ὁ Πατήρ μου μείζων μου ἐστὶ» λέγεσθαι σὺν ταῖς λοι­παῖς(20) ἑρμηνείαις τῶν ἁγίων πατέρων καὶ κατὰ τὴν ἐν αὐτῷ ἀνθρω­πό­τητα, καθ’ ἣν καὶ πέπονθε, καθὼς διαρρήδην ἐν πολλοῖς τῶν θεο­πνεύστων λόγων αὐτῶν οἱ ἅγιοι πατέρες ἀνακηρύττουσιν, ἔτι δὲ καὶ λε­γόν­των τὸν αὐτὸν Χριστὸν κατὰ τὴν ἑαυτοῦ σάρκα παθεῖν, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).

γ΄ 
    §58        Τοῖς νοοῦσι καὶ φθεγγομένοις τὴν θέωσιν τοῦ προσλήμματος μετάμειψιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἰς θεότητα καὶ μὴ φρονοῦσιν ἐξ αὐτῆς ἑνώσεως θείας μὲν ἀξίας καὶ μεγαλειότητος μετασχεῖν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ προσκυνεῖσθαι μιᾷ προσκυνήσει ἐν τῷ προσλαβομένῳ αὐτὸ Θεῷ Λόγῳ καὶ εἶναι ὁμότιμον ὁμόδοξον ζωοποιὸν ἰσοκλεὲς τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ Πνεύματι καὶ ὁμόθρονον, μὴ μέντοι γε δὲ γενέσθαι ὁμοούσιον τῷ Θεῷ, ὡς ἐκστῆναι τῶν φυσικῶν ἰδιοτήτων. τοῦ κτιστοῦ τοῦ περιγραπτοῦ καὶ τῶν λοιπῶν τῶν ἐν τῇ ἀνθρωπείᾳ φύσει τοῦ Χριστοῦ θε­ω­ρουμένων, μεταμειφθῆναι δὲ εἰς τὴν [τῆς] θεότητος οὐσίαν, ὡς ἐκ τούτου εἰσάγειν ἢ φαντασίᾳ καὶ οὐκ ἀληθείᾳ γεγονέναι τὴν ἐναν­θρώ­πησιν τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ τὰ πάθη ἢ τὴν τοῦ μονογενοῦς θεότητα παθεῖν, ἀνάθεμα (γ΄).

δ΄ 
    §59        Τῶν λεγόντων ὅτι «ἡ σὰρξ τοῦ Κυρίου ἐξ αὐτῆς ἑνώσεως ὑ­περ­υψωθεῖσα καὶ ἀνωτάτω πάσης τιμῆς ὑπερκειμένη, ὡς ἐξ ἄκρας ἑνώ­σεως ὁμόθεος γενομένη, ἀμεταβλήτως ἀναλλοιώτως ἀσυγχύτως καὶ ἀτρέ­πτως, διὰ τὴν καθ’ ὑπόστασιν ἕνωσιν, καὶ ἀχώριστος καὶ αδιάσπαστος(21) μένουσα τῷ προσλαβομένῳ αὐτὴν Θεῷ Λόγῳ, ἰσοκλεῶς αὐτῷ τιμάται (22) καὶ προσκυνεῖται μιᾷ προσκυνήσει καὶ τοῖς βασιλικοῖς καὶ θείοις ἐγκαθίδρυται θώκοις ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρὸς ὡς τὰ τῆς θεότητος αὐχήματα κατα­πλου­τή­σασα, σῳζομένων τῶν ἰδιοτήτων τῶν φύσεων, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).

ε΄ 
    §60        Τοῖς ἀποβαλλομένοις τὰς τῶν ἁγίων πατέρων φωνὰς τὰς ἐπὶ συστάσει τῶν ὀρθῶν τῆς τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίας δογμάτων ἐκφωνηθείσας Ἀ­θανασίου, Κυρίλλου, Ἀμβροσίου, Ἀμφιλοχίου, τοῦ θεηγόρου Λέοντος πά­πα (23) τῆς πρεσβυτέρας ῾Ρώμης, καὶ τῶν λοιπῶν, ἔτι δὲ καὶ τὰ τῶν οἰκου­με­νικῶν συνόδων πρακτικά, τῆς τετάρτης τε φημὶ καὶ τῆς ἕκτης, μὴ κατα­σπα­ζο­μένοις, ἀνάθεμα (γ΄).


Τῆς ἱερᾶς συνόδου τοῦ ἔτους 1170, κεφάλαια δ΄

α΄ 
    §61        Τοῖς μὴ δεχομένοις τὴν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ φωνὴν τὴν «ὁ Πατήρ μου μείζων μου ἐστὶ» καθώς τε κατὰ δια­φό­ρους τρόπους οἱ ἅγιοι ταύτην ἐξηγήσαντο, οἱ μὲν κατὰ τὴν αὐτοῦ θεότητα λέγοντες ταύτην (24) ῥηθῆναι διὰ τὸ (25) αἴτιον τῆς ἐκ τοῦ Πατρὸς τούτου γεν­νήσεως (26), οἱ δὲ κατὰ τὰς φυσικὰς ἰδιότητας τῆς προσληφθείσης παρ’ αὐτοῦ (27) σαρκὸς καὶ ἐνυποστάσης τῇ αὐτοῦ θεότητι, ἤγουν τὸ κτιστὸν τὸ περιγραπτὸν τὸ θνητὸν καὶ τὰ λοιπὰ φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη, δι’ ἅ περ ἑαυτοῦ μείζονα τὸν Πατέρα ὁ Κύριος εἴρηκεν, ἀλλὰ τότε λέγουσι τὴν τοιαύτην νοεῖσθαι φωνήν, ὅτε κατὰ ψιλὴν ἐπίνοιαν νοεῖται ἡ σὰρξ κεχωρι­σμέ­νη τῆς θεότητος, ὥς περ εἰ μηδὲ ἡνώθη, καὶ μὴ ἐκλαμ­βανομένοις τὴν τοιαύτην ῥῆσιν τῆς κατὰ ψιλὴν ἐπίνοιαν διαιρέσεως καθὼς παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων ἐλέχθη τότε, ὁπηνίκα καὶ δούλη καὶ ἀγνοοῦσα (28) λέγεται, ὡς μὴ ἀνεχομένοις (29) τὴν ὁμόθεον καὶ ὁμότιμον τοῦ Χριστοῦ σάρκα διὰ τῶν τοιούτων φωνῶν καθυβρίζεσθαι, λέγουσι δὲ κατὰ ψιλὴν ἐπίνοιαν παραλαμ­βά­νε­σθαι καὶ τὰς φυσικὰς ἰδιότητας τὰς ὡς(30) ἀληθῶς οὔσας τῆς τοῦ Κυ­ρί­ου σαρκὸς τῆς ἐνυποστάσης τῇ αὐτοῦ θεότητι καὶ ἀ­διαιρέτου με­νού­σης, καὶ τὰ αὐτὰ περὶ τῶν ἀνυποστάτων καὶ ψευδῶν ἅ περ καὶ περὶ τῶν ἐνυ­πο­στάτων καὶ ἀληθῶν δογματίζουσιν, ἀνάθεμα (γ΄).

β΄ 
    §61        Τῷ χρηματίσαντι μητροπολίτῃ Κερκύρας Κωνσταντίνῳ τῷ  τοῦ (31) Βουλ­γαρίας, κακῶς καὶ ἀσεβῶς δογματίζοντι περὶ τῆς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ φωνῆς τῆς «ὁ Πατήρ μου μείζων μου ἐστὶ» καὶ μὴ φρονοῦντι καὶ λέγοντι ὅτι (32) καθ’ ἑτέρας μὲν ευσεβείς(33) ἐννοίας ἐκλαμβάνεται αὕτη παρὰ τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων πατέ­ρων, ἀλλὰ καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν παρὰ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ προσ­λη­φθεῖσαν σάρκα ἐκ τῆς ἁγίας παρθένου καὶ θεοτόκου καὶ τῇ αὐτοῦ ἐνυ­πο­στᾶσαν θεότητι, ἀσυγχύτους(34) μετὰ τὴν ἀδιαίρετον ἕνωσιν τὰς ἑαυτῆς ἰδι­ό­τητας ἔ­χουσαν, καθ’ ἃς τὸν Πατέρα ὁ Κύριος μείζονα ἑαυτοῦ κατω­νό­μα­σεν, ὁ ἐν μιᾷ προσκυ­νήσει μετὰ τοῦ οἰκείου προσλήμματος ὡς ὁμοθέου καὶ ὁμοδό­ξου (35) αὐτῷ τε τῷ Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ Πνεύματι συμ­προσκυ­νού­με­νος καὶ συν­δο­ξα­ζό­μενος, διενισταμένῳ δὲ μὴ ὀφείλειν νοεῖσθαι τὴν τοι­αύ­την φωνήν, ὁπηνίκα νοεῖται ὁ Κύριος μία ὑπόστασις ἡνωμένας τὰς δύο ἔχουσα φύσεις, ἀλλ’ ὁπηνίκα κατὰ ψιλὴν ἐπίνοιαν ἡ σὰρξ παραλαμβάνεται κεχω­ρι­σμένη τῆς θεότητος καὶ οἵα τις ἑκάστου τῶν ἀνθρώπων εἶναι γνω­ρί­ζε­ται, καὶ ταῦτα, τοῦ θεολογικωτάτου Δαμασκηνοῦ τότε τὴν κατὰ ψιλὴν ἐπίνοιαν διαίρεσιν ἐκδιδάσκοντος, ὅτε λέγεταί τι περὶ τῆς τοῦ Χριστοῦ σαρκὸς μὴ παρα­στατικὸν φυσικῆς τινὸς ἰδιότητος ἀλλὰ δηλωτικὸν δου­λεί­ας ἢ (36)*6 ἀ­γνοί­ας, καὶ μὴ ἀκολουθεῖν θελήσαντι ταῖς ἁγίαις καὶ οἰκου­με­νι­καῖς συνό­δοις τῇ τε­τάρτῃ τε καὶ τῇ ἕκτῃ, αἳ περὶ τῶν ἐν Χριστῷ ἡνωμένων ἀσυγ­χύτως δύο φύσεων ὀρθῶς καὶ εὐσεβῶς ἐδογμάτισαν καὶ ὀρθοδοξεῖν ἐδί­δα­ξαν τὴν τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίαν, καὶ οὕτως εἰς διαφόρους αἱρέσεις ἐξολι­σθή­σαντι, ἀνά­θεμα (γ΄).

γ΄ 
    §63        Πᾶσι τοῖς ὁμοφρονοῦσι τῷ αὐτῷ Κωνσταντίνῳ τῷ τοῦ (37) Βουλ­γα­ρίας καὶ τῇ αὐτοῦ καθαιρέσει παθαινομένοις (38) τε καὶ ἐπιστυγνάζουσιν οὐ διὰ τὸ φίλοι­κτον ἀλλὰ διὰ τὸ τῇ τούτου δυσσεβείᾳ συνταχθῆναι (39), ἀνά­θε­μα (γ΄).

δ΄ 
    §64        Τῷ ἀμαθεστάτῳ ψευδομονάχῳ(40) καὶ (41) ματαιομάχῳ Ἰωάννῃ τῷ Εἰρηνικῷ καὶ τοῖς παρὰ τούτου συγγραφεῖσι κατὰ τῆς εὐσεβείας συγ­γράμμασι, τοῖς κατασπαζομένοις τε ταῦτα, ὡς δοξάζουσί τε καὶ λέγουσι μὴ διὰ τὸ ἐν αὐτῷ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ σωτῆρί τε καὶ Θεῷ ἐνυ­πό­στατόν τε καὶ (42) ἡνωμένον τῇ αὐτοῦ θεότητι ἀδιασπάστως (43) καὶ ἀδι­αι­ρέτως καὶ ἀσυγ­χύτως ἀνθρώπινον αὐτοῦ εἰρηκέναι αὐτὸν ὡς ἄνθρω­πον τέ­λειον τὴν ἐν τοῖς ἱεροῖς εὐαγγελίοις αὐτοῦ φωνὴν τὴν «ὁ Πατήρ μου μεί­ζων μου ἐστίν», ἀλλ’ οὕτω κατὰ τὸ ἀνθρώπινον ῥηθῆναι ταύτην αὐτῷ, ὡς ὅταν τοῦτο γεγυ­μνω­μένον καὶ κατὰ ψιλὴν ἐπίνοιαν διῃρημένον πάντῃ τῆς αὐτοῦ θεότητος, ὥς περ εἰ μηδὲ ἡνώθη ταύτῃ, λαμβάνηται, καὶ ὡς τὸ κοινὸν καὶ ἡμέτερον,  ἀνάθεμα (γ΄).

· —

    §65        Τῷ φρυαξαμένῳ συνεδρίῳ κατὰ τῶν σεπτῶν εἰκόνων, ἀνά­θε­μα (γ΄).
    §66        Τοῖς ἐκλαμβάνουσι τὰς παρὰ τῆς θείας Γραφῆς ῥήσεις κατὰ τῶν εἰδώλων, εἰς τάς σεπτὰς εἰκόνας Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ τῶν ἁ­γί­ων αὐτοῦ, ἀνάθεμα (γ΄).
    §67        Τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς ὑβρίζουσι καὶ ἀτιμάζουσι τάς σεπτὰς εἰκόνας, ἀνάθεμα (γ΄).
    §68        Τοῖς λέγουσιν ὅτι ὡς θεοῖς οἱ Χριστιανοὶ ταῖς εἰκόσι προσῆλ­θον, ἀνάθεμα (γ΄).
    §69        Τοῖς λέγουσιν ὅτι πλὴν Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἄλλος ἡμᾶς ἐρρύσατο τῆς τῶν εἰδώλων πλάνης, ἀνάθεμα (γ΄).
    §70        Τοῖς τολμῶσι λέγειν τὴν καθολικὴν ἐκκλησίαν εἴδωλα ποτὲ δεδέχθαι ὡς ὅλον τὸ μυστήριον ἀνατρέπουσι καὶ τὴν χριστιανῶν ἐνυ­βρί­ζουσι πίστιν, ἀνάθεμα (γ΄).
    §71        Εἴ τις τῆς χριστιανοκατηγορικῆς αἱρέσεως ὄντα τινὰ ἢ ἐν αὐ­τῇ τὸν βίον ἀπορρήξαντα διεκδικεῖ ἤτω, ἀνάθεμα (γ΄).
    §72        Εἴ τις οὐ προσκυνεῖ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν εἰκό­σι (44) περιγραπτὸν κατὰ τὸ ἀνθρώπινον ἤτω, ἀνάθεμα (γ΄).
    §73        ῞Ολοις τοῖς αἱρετικοῖς, ἀνάθεμα (γ΄).


Τὰ κατὰ τοῦ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου θ΄ κεφάλαια

α΄ 
    §74        Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνῳ καὶ τοῖς ὀπαδοῖς καὶ διαδόχοις αὐτῶν, ἀνάθεμα (γ΄).

β΄ 
    §75        Τοῖς αὐτοῖς φρονοῦσι καὶ λέγουσι τὸ λάμψαν ἀπὸ τοῦ Κυρίου ἐπὶ τῆς θείας αὐτοῦ μεταμορφώσεως φῶς ποτὲ μὲν εἶναι ἴνδαλμα καὶ κτί­σμα καὶ φάσμα ἐπὶ βραχὺ φανὲν καὶ διαλυθὲν παραχρῆμα, ποτὲ δὲ αὐτὴν τὴν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ, ὡς εἰς αὐτὰ τὰ ἐναντιώτατα φρενοβλαβῶς καὶ ἀδύ­νατα παντελῶς ἑαυτοὺς ἐπιρρίπτουσι, καὶ τοῦτο μὲν τὴν Ἀρείου μαι­νο­μέ­νοις μανίαν εἰς κτιστὰ καὶ ἄκτιστα τὴν μίαν θεότητα καὶ τὸν ἕνα Θεὸν κατατέμνοντος, τοῦτο δὲ τῇ τῶν Μασσαλιανῶν δυσσεβείᾳ συμφερομένοις (45) τὴν θείαν οὐσίαν ὁρατὴν εἶναι λεγόντων, μὴ ὁμολογοῦσι δὲ κατὰ τὰς τῶν  ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα, μήτε κτίσμα εἶναι τὸ θειότατον ἐκεῖνο φῶς μήτε οὐσίαν Θεοῦ, ἀλλ’ ἄκτι­στον καὶ φυσικὴν χάριν καὶ ἔλλαμψιν καὶ ἐνέργειαν, ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεὶ προϊοῦσαν, ἀνάθεμα (γ΄).

γ΄ 
    §76        Ἔτι τοῖς αὐτοῖς φρονοῦσι καὶ λέγουσι μηδεμίαν ἐνέργειαν φυσικὴν ἔχειν τὸν Θεόν, ἀλλὰ μόνην οὐσίαν εἶναι, ταὐτόν τε καὶ ἀδιάφορον παντελῶς οἰομένοις τήν τε θείαν οὐσίαν καὶ τὴν θείαν ἐνέργειαν καὶ μη­δε­μίαν νοεῖσθαι τούτων κατά τι διαφοράν, ἀλλὰ τὴν αὐτὴν ποτὲ μὲν οὐσίαν ποτὲ δὲ ἐνέργειαν λέγεσθαι, ὡς καὶ αὐτὴν ἀνοήτως τὴν θείαν οὐσίαν παν­τάπασιν ἀναιροῦσι καὶ εἰς τὸ μὴ ὂν ἄγουσιν· ἐνεργείας γὰρ μόνον τὸ μὴ ὂν στερεῖσθαι φασὶν ἐπὶ λέξεως οἱ τῆς ἐκκλησίας διδάσκαλοι· ἤδη δὲ καὶ τὰ Σαβελλίου νοσοῦσι (46) καὶ τὴν παλαιὰν ἐκείνου συναίρεσιν καὶ σύγχυσιν καὶ συναλοιφὴν ἐπὶ τῶν τριῶν τῆς θεότητος ὑποστάσεων νῦν ἐπὶ τῆς θείας οὐ­σίας καὶ ἐνεργείας ἀνακαινίζειν τολμῶσι, καὶ ὁμοίως δυσσεβῶς αὐτὰς συν­αλείφουσι· μὴ ὁμολογοῦσι δὲ κατὰ τὰς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα οὐσίαν τε ἐπὶ Θεοῦ καὶ οὐσιώδη καὶ φυσικὴν τούτου ἐνέργειαν,  ὡς ἄλλοι τε πλεῖστοι τῶν ἁγίων, καὶ μά­λι­στα οἱ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς ἕκτης συνόδου τρανῶς διεσάφησαν, πε­ρὶ τῶν δύο ἐνεργειῶν τοῦ Χριστοῦ τῆς τε θείας καὶ ἀνθρωπίνης καὶ τῶν δύο θελημάτων, αὐτὴν ἅπασαν συγκροτήσαντες, μήτε μὴν (47)** νοεῖν βουλομένοις ὥς περ ἕνωσιν θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας ἀσύγχυτον, οὕτως εἶναι καὶ δια­φορὰν ἀδιάστατον κατά τε ἄλλα καὶ μάλιστα τὸ αἴτιον καὶ τὸ αἰ­τια­τὸν καὶ ἀμέθεκτον καὶ μεθεκτόν, τὸ μὲν τῆς οὐσίας, τὸ δὲ τῆς ἐνεργείας.  τούτοις οὖν τοῖς τὰ τοιαῦτα δυσσεβοῦσιν, ἀνάθεμα (γ΄).

δ΄ 
    §77        Ἔτι τοῖς αὐτοῖς φρονοῦσι καὶ λέγουσι κτιστὴν εἶναι πᾶσαν φυσικὴν δύναμιν καὶ ἐνέργειαν τῆς τρισυποστάτου θεότητος ὡς κτιστὴν ἐκ τούτου πάντως καὶ αὐτὴν τὴν θείαν οὐσίαν ἀναγκαζομένοις δοξάζειν· κτι­στὴ γὰρ κατὰ τοὺς ἁγίους ἐνέργεια κτιστὴν δηλώσει καὶ φύσιν, ἄκτιστος δὲ ἄκτιστον χαρακτηρίσει οὐσίαν· κἀντεῦθεν ἤδη κινδυνεύσουσιν εἰς ἀθεΐ­αν παντελῆ περιπίπτειν καὶ τὴν ἑλληνικὴν μυθολογίαν καὶ τὴν τῶν κτισμά­των λατρείαν τῇ καθαρᾷ καὶ ἀμώμῳ τῶν χριστιανῶν πίστει προστρι­βο­μέ­νοις, μὴ ὁμολογοῦσι δὲ κατὰ τὰς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα, ἄκτιστον εἶναι πᾶσαν φυσικὴν δύναμιν καὶ ἐνέργειαν τῆς τρισυποστάτου θεότητος, ἀνάθεμα (γ΄).

ε΄ 
    §78        Ἔτι τοῖς αὐτοῖς φρονοῦσι καὶ λέγουσι σύνθεσιν τινὰ ὅλως διὰ ταῦτα γίνεσθαι ἐπὶ Θεοῦ, μὴ πειθομένοις δὲ τῇ τῶν ἁγίων διδασκαλίᾳ μη­δεμίαν σύνθεσιν ἀπὸ τῶν φυσικῶν ἐν τῇ φύσει γίνεσθαι διδασκόντων, κἀντεῦθεν οὐ μόνον ἡμᾶς ἀλλὰ καὶ τοὺς ἁγίους ἅπαντας συκοφαντοῦσι, διαρρήδην ἐν πολλοῖς πολλάκις ἀναδιδάσκοντας τό τε ἁπλοῦν ἐπὶ Θεοῦ καὶ ἀσύνθετον καὶ τὴν τῆς θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας διαφοράν, ὡς κατ’ οὐδὲν πάντως τὴν διαφορὰν ταύτην λυμαινομένην τῇ θείᾳ ἁπλότητι· οὐ γὰρ ἂν οὕτω προδήλως ἑαυτοῖς ἐναντία θεολογεῖν ἐπεχείρουν· τοῖς οὖν τοιαῦτα κενολογοῦσι, μὴ ὁμολογοῦσι δὲ κατὰ τὰς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα, μετὰ τῆς θεοπρεποῦς ταύτης διαφορᾶς καὶ τὴν θείαν ἁπλότητα πάνυ καλῶς διασῴζεσθαι, ἀνά­θεμα (γ΄).

f΄ 
    §79        Ἔτι τοῖς αὐτοῖς φρονοῦσι καὶ λέγουσιν ἐπὶ τῆς θείας οὐσίας μόνης τὸ τῆς θεότητος ὄνομα λέγεσθαι, μὴ ὁμολογοῦσι δὲ κατὰ τὰς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα, καὶ ἐπὶ τῆς θείας ἐνεργείας οὐχ ἧττον αὐτὸ τίθεσθαι, καὶ οὕτω πάλιν μίαν θεότητα πᾶσι τρόποις πρεσβεύουσι, Πατρός, Υἱοῦ, καὶ ἁγίου Πνεύματος, εἴτε τὴν οὐσίαν αὐτῶν εἴτε τὴν ἐνέργειαν, θεότητα εἴποι τις, ὡς οἱ θεῖοι μυσταγωγοὶ καὶ τοῦτο ἡμᾶς ἐκδιδάσκουσιν, ἀνάθεμα (γ΄).

ζ΄ 
    §80        Ἔτι τοῖς αὐτοῖς φρονοῦσι καὶ λέγουσι μεθεκτὴν τὴν θείαν οὐ­σίαν εἶναι ὡς τὴν τῶν Μασσαλιανῶν δυσσέβειαν εἰς τὴν καθ’ ἡμᾶς ἐκκλη­σίαν ἤδη παρεισάγειν ἀναισχυντοῦσι πάλαι τὴν τοιαύτην δόξαν νενο­ση­κό­των, μὴ ὁμολογοῦσι δὲ κατὰ τὰς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα, ἄληπτον μὲν εἶναι παντελῶς αὐτὴν καὶ ἀμέθεκτον, μεθεκτὴν δὲ τὴν θείαν χάριν τε καὶ ἐνέργειαν, ἀνάθεμα (γ΄).

η΄ 
    §81        Πᾶσι τοῖς δυσσεβέσιν αὐτῶν λόγοις τε καὶ συγγράμμασιν, ἀνάθεμα (γ΄)

θ΄ 
    §82        Ἰσαὰκ τῷ ἐπονομαζομένῳ Ἀργυρῷ τῷ διὰ βίου παντὸς τὰ τοῦ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου νοσήσαντι, κἂν τῷ τέλει τῆς ἰδίας ζωῆς ὡς καὶ πρότερον πολλάκις παρὰ τῆς ἐκκλησίας Χριστοῦ τὴν ἐπιστροφὴν ἀπαι­τη­θέντι καὶ τὴν μετάνοιαν, ἐπιμείναντι δὲ τῇ δυσσεβείᾳ καὶ κακῶς τὴν ψυχὴν ἐν τῇ τῆς αἱρέσεως αὐτοῦ ὁμολογίᾳ ἀπορρήξαντι, ἀνάθεμα (γ΄).

· —

    §83        Ἀρείῳ τῷ πρώτῳ θεομάχῳ καὶ ἀρχηγῷ τῶν αἱρέσεων, ἀνά­θε­μα (γ΄).
    §84        Πέτρῳ τῷ κναφεῖ καὶ παράφρονι τῷ λέγοντι «Ἅγιος ἀθά­να­τος, ὁ σταυ­ρωθεὶς δι' ἡμᾶς», ἀνάθεμα(γ΄).
    §85        Νεστορίῳ τῷ θεηλάτῳ τῷ παθητὴν λέγοντι τὴν ἁγίαν Τριάδα, καὶ Οὐα­λεντίνῳ δυσσεβεῖ τῷ παράφρονι, ἀνάθεμα (γ΄).
    §86        Παύλῳ τῷ  Σαμοσατεῖ καὶ Θεοδοτίωνι τῷ τούτου συμμύστῃ καὶ ὁμόφρονι, σὺν ἄλλῳ Νεστορίῳ παράφρονι, ἀνάθεμα (γ΄).
    §87        Πέτρῳ Δειλαίῳ τῷ αἱρετικῷ, τῷ καὶ Λυκοπέτρῳ ἐπονο­μα­ζο­μέ­νῳ, Εὐτυχίῳ τε καὶ Σαββελίῳ τοῖς κακόφροσιν, ἀνάθεμα (γ΄).
    §88        Ἰακώβῳ Ἀρμενίῳ τῷ Ζανζάλῳ (48)*, Διοσκόρῳ πατριάρχῃ Ἀλεξαν­δρείας, καὶ Σεβήρῳ τῷ δυσσεβεῖ, ἅμα Σεργίῳ, Παύλῳ, καὶ Πύρρῳ τοῖς ὁμόφροσι, σὺν Σεργίῳ μαθητῇ τοῦ Λυκοπέτρου, ἀνάθεμα (γ΄).
    §89        Ὅλοις τοῖς Εὐτυχιανισταῖς καὶ Μονοθελήταις καὶ Ἰακωβίταις καὶ Ἀρτζιβουρίταις καὶ ἁπλῶς πᾶσιν αἱρετικοῖς, ἀνάθεμα (γ΄).

Ἐνταῦθα γίνεται τῶν τεθνεώτων ὀρθοδόξων βασιλέων ἡ φήμη 

    §90        Μιχαὴλ τοῦ ὀρθοδόξου ἡμῶν βασιλέως καὶ Θεοδώρας τῆς μα­κα­ριωτάτης βασιλίδος, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §91        ᾿Ανδρονίκου τοῦ ἀοιδίμου καὶ μακαρίου βασιλέως ἡμῶν τοῦ Παλαιολόγου τοῦ τὴν προτέραν κατὰ Βαρλαὰμ συγκροτήσαντος σύνοδον γεν­ναίως τε τῆς ἐκκλησίας Χριστοῦ καὶ τῆς ἱερᾶς ἐκείνης συνόδου προ­στάντος, καὶ πράγμασι καὶ λόγοις καὶ ταῖς διὰ στόματος ἰδίου θαυμασταῖς δημηγορίαις, τὰ μὲν εὐαγγελικὰ καὶ ἀποστολικὰ κρατύναντος δόγματα, τὸν δὲ προρρηθέντα Βαρλαάμ, αὐταῖς αἱρέσεσι καὶ συγγράμμασι καὶ ταῖς κατὰ τῆς ὀρθῆς ἡμῶν πίστεως κενοφωνίαις καθελόντος τε καὶ ἀποκη­ρύ­ξαντος ὡς ἐν τοῖς ἱεροῖς τούτοις ἀγῶσι, καὶ τοῖς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀρι­στεύμασι μακαρίως μεταλλάξαντος τὸν τῇδε βίον, καὶ πρὸς τὴν ἀμείνω καὶ μακαρίαν ἐκείνην διαβάντος λῆξιν, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §92        Γρηγορίου τοῦ ἁγιωτάτου μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, τοῦ συνοδικῶς ἐπ’ ἐκκλησίας μεγάλης Βαρλαάμ τε καὶ Ἀκίνδυνον τοὺς ἀρχη­γοὺς καὶ ἐφευρετὰς τῶν καινῶν αἱρέσεων καθελόντος σὺν τῇ αὐτῶν  πονη­ρᾷ συμμορίᾳ, τοὺς τὴν φυσικὴν καὶ ἀχώριστον ἐνέργειαν καὶ δύναμιν τοῦ Θεοῦ καὶ ἁπλῶς πάντα ὁμοῦ τὰ φυσικὰ τῆς ἁγίας Τριάδος ἰδιώματα, κτί­σματα τετολμηκότας εἰπεῖν· ἀλλὰ δὴ καὶ τὸ τῆς θεότητος ἀπρόσιτον φῶς τὸ λάμψαν ἐπὶ τοῦ ὄρους ἀπὸ Χριστοῦ, θεότητά τε κτιστήν, καὶ τὰς πλα­τωνικὰς ἰδέας καὶ τοὺς ἑλληνικοὺς μύθους ἐκείνους ἐπεισαγαγεῖν ἐπι­χει­ρή­σαν­τας αὖθις κακῶς τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ(49) Χριστοῦ, τῆς δὲ κοινῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀληθινῶν καὶ ἀπταίστων περὶ θεότητος δογμάτων σο­φῶς καὶ γενναίως ἄγαν προπολεμήσαντος καὶ συγγράμμασι καὶ λόγοις καὶ διαλέξεσι, καὶ μίαν θεότητα καὶ Θεὸν ἕνα τρισυπόστατον, ἐνεργῆ, θελη­τι­κόν, παντοδύναμον, ἄκτιστον διὰ πάντων κατὰ τὰς θείας Γραφὰς καὶ δὴ καὶ τοὺς θεολόγους καὶ ἐξηγητὰς τούτων ἀνακηρύξαντος, Ἀθανάσιον φημὶ καὶ Βασίλειον, Γρηγόριον καὶ Ἰωάννην τὸν χρυσορρήμονα Κύριλλόν τε πρὸς τούτοις καὶ Μάξιμον τὸν σοφὸν καὶ τὸν ἐκ Δαμασκοῦ θεορρήμονα, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τοὺς λοιποὺς πατέρας καὶ διδασκάλους τῆς Χριστοῦ ἐκκλη­σί­ας, καὶ κοινωνοῦ καὶ συνῳδοῦ(50) καὶ συμφώνου καὶ σπουδαστοῦ καὶ συν­α­γωνιστοῦ πάντων τούτων ἀναφανέντος καὶ λόγοις καὶ πράγμασιν, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §93        Πάντων τῶν ὑπὲρ τῆς ὀρθοδοξίας συναγωνισαμένων (51) τῷ ἀοι­δίμῳ καὶ μακαρίῳ (52) τούτῳ βασιλεῖ καὶ δὴ καὶ [τοῖς (53)] μετ’ ἐκεῖνον  καὶ λό­γοις καὶ διαλέξεσι συγγράμμασί τε καὶ διδασκαλίαις καὶ παντὶ (54) λόγῳ καὶ πράγματι (55) γενναίως τῆς ἐκκλησίας προστάντων Χριστοῦ, καὶ τὰς μὲν πο­νηρὰς καὶ πολυειδεῖς αἱρέσεις Βαρλαάμ τε καὶ Ἀκινδύνου καὶ τῶν ὁμο­φρό­νων ἐκείνοις ἐπ’ ἐκκλησίας ἐξελεγξάντων τε καὶ ἀποκηρυξάντων ὁμοῦ, τὰ δὲ ἀποστολικά τε καὶ πατρικὰ τῆς εὐσεβείας δόγματα λαμπρῶς ἀνακη­ρυ­ξάντων, καὶ διὰ ταῦτα(56) (57) κακῶς ἀκουόντων παρὰ τῶν κακο­δό­ξων καὶ συ­κοφαντουμένων καὶ συνυβριζομένων τοῖς ἱεροῖς θεολόγοις καὶ θεοφόροις ἡμῶν πατράσι καὶ διδασκάλοις, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §94        Τῶν ὁμολογούντων ἕνα Θεὸν τρισυπόστατον, παντοδύναμον, οὐ μόνον ἄκτιστον κατὰ τὴν οὐσίαν καὶ τὰς ὑποστάσεις ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἐνέργειαν, καὶ λεγόντων «προϊέναι μὲν τὴν θείαν ἐνέργειαν ἐκ τῆς θείας οὐσίας, προϊέναι δὲ ἀδιαιρέτως», διὰ μὲν τοῦ «προϊέναι» τὴν ἀπόρρητον διά­κρι­σιν παριστώντων, διὰ δὲ τοῦ «ἀδιαιρέτως» ὑπερφυᾶ δεικνύντων τὴν ἕνωσιν, ὡς ἡ ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ ἕκτη σύνοδος ἀπεφήνατο, αἰωνία ἡ μνή­μη (γ΄).
    §95        Τῶν ὁμολογούντων τὸν Θεόν, ὥς περ κατ’ οὐσίαν ἄκτιστον καὶ ἄναρχον, οὕτω δὴ καὶ κατ’ ἐνέργειαν, τοῦ ἀνάρχου δηλαδή (58) κατὰ χρόνον λαμβανομένου, καὶ (59) κατὰ μὲν τὴν θείαν οὐσίαν ἀμέθεκτον καὶ ἀ­πε­ρινόητον πάντῃ τὸν Θεὸν λεγόντων, μεθεκτὸν δὲ αὐτὸν εἶναι τοῖς ἀξίοις κατὰ τὴν θείαν καὶ θεοποιὸν ἐνέργειαν, ὡς οἱ τῆς ἐκκλησίας θεολόγοι φασίν, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §96        Τῶν ὁμολογούντων τὸ ἐκλάμψαν ἀπορρήτως φῶς ἐπὶ τοῦ ὄρους τῆς τοῦ Κυρίου μεταμορφώσεως φῶς ἀπρόσιτον εἶναι καὶ φῶς ἄ­πλε­τον καὶ φύσιν ἀπερινόητον θείας αἴγλης καὶ δόξαν ἀπόρρητον καὶ θεό­τη­τος δόξαν ὑπερτελῆ καὶ προτέλειον καὶ ἄχρονον τοῦ Υἱοῦ δόξαν καὶ βα­σι­λείαν Θεοῦ καὶ κάλλος ἀληθινὸν καὶ ἐράσμιον περὶ τὴν θείαν καὶ μακα­ρίαν φύσιν καὶ φυσικὴν δόξαν Θεοῦ καὶ θεότητα Πατρὸς καὶ Πνεύ­μα­τος ἐν Υἱῷ μονογενεῖ ἀπαστράπτουσαν (60), ὡς οἱ θεῖοι καὶ θεοφόροι πατέ­ρες ἡμῶν εἰρήκασιν, Ἀθανάσιος καὶ (61) Βασίλειος οἱ μεγάλοι, Γρηγόριος ὁ θεολόγος καὶ (62) Ἰωάννης ὁ χρυσόστομος ἔτι τε καὶ ὁ ἐκ Δαμασκοῦ Ἰωάν­νης, καὶ διὰ ταῦ­τα καὶ ἄκτιστον δοξαζόντων τὸ θειότατον τοῦτο φῶς, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §97        Τῶν δοξαζόντων τὸ φῶς τῆς τοῦ Κυρίου μεταμορφώσεως ἄ­κτι­στον μὲν διὰ τὰ προειρημένα, μὴ μέντοιγε αὐτὸ εἶναι λεγόντων τὴν ὑ­περ­ούσιον τοῦ Θεοῦ οὐσίαν ὡς ἐκείνης ἀοράτου παντάπασι καὶ ἀμεθέ­κτου μενούσης· «Θεὸν γὰρ οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε», δηλαδὴ καθὼς ἔχει φύσεως, οἱ θεολόγοι φασί· δόξαν δὲ μᾶλλον αὐτὸ λεγόντων φυσικὴν τῆς ὑπερουσίου οὐσίας ἐξ ἐκείνης προϊοῦσαν ἀδιαιρέτως καὶ ἐπιφαινομένην διὰ φιλαν­θρω­πί­αν Θεοῦ τοῖς κεκαθαρμένοις τὸν νοῦν, μεθ’ ἧς δόξης ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ Θεὸς ἥξει κατὰ τὴν δευτέραν καὶ φρικτὴν αὐτοῦ πα­ρουσίαν «κρῖναι ζῶν­τας καὶ νεκρούς», ὡς οἱ θεολόγοι τῆς ἐκκλησίας φασίν, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §98        Μιχαὴλ τοῦ ὀρθοδόξου ἡμῶν βασιλέως καὶ Θεοδώρας τῆς ἁγί­ας αὐτοῦ μητρός, αἰωνία ἡ μνήμη(γ΄).
    §99        Βασιλείου καὶ Κωνσταντίνου, Λέοντος καὶ Ἀλεξάνδρου, Χρι­στο­φόρου καὶ ῾Ρωμανοῦ, Κωνσταντίνου, ῾Ρωμανοῦ, Νικηφόρου καὶ Ἰωάν­νου, Βασιλείου καὶ Κωνσταντίνου, Ἀνδρονίκου καὶ ῾Ρωμανοῦ, Μιχαήλ, Νι­κη­φόρου, Ἰσαακίου, Ἀλεξίου καὶ Ἰωάννου, Μανουὴλ τοῦ διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος μετονομασθέντος Ματθαίου μοναχοῦ, Ἰσαακίου, Ἀλε­ξίου καὶ Θεοδώρου, τῶν τὴν οὐράνιον βασιλείαν τῆς ἐπιγείου ἀνταλλα­ξα­μέ­νων, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §100        ᾿Ιωάννου τοῦ ἐν εὐσεβεῖ τῇ μνήμῃ γενομένου ἀοιδίμου βασι­λέ­ως ἡμῶν τοῦ Δούκα, τοῦ διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος μετονο­μα­σθέντος πάλιν Θεοδώρου μοναχοῦ, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §101        Μιχαὴλ τοῦ ἐν εὐσεβεῖ τῇ μνήμῃ γενομένου ἀοιδίμου βασι­λέ­ως ἡμῶν Παλαιολόγου τοῦ νέου, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §102        Ἀνδρονίκου τοῦ ἐν εὐσεβεῖ τῇ μνήμῃ γενομένου ἀοιδίμου βα­σι­λέως ἡμῶν τοῦ Παλαιολόγου, τοῦ διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος μετονομασθέντος Ἀντωνίου μοναχοῦ, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
   §103        Ἀνδρονίκου τοῦ ἐν εὐσεβεῖ τῇ λήξει γενομένου ἀοιδίμου εὐ­σε­βεστάτου καὶ φιλοχρίστου βασιλέως ἡμῶν τοῦ Παλαιολόγου, αἰωνία ἡ μνή­μη (γ΄).
    §104        Ἰωάννου τοῦ ἐν εὐσεβεῖ τῇ λήξει (63) γενομένου ἀοιδίμου, εὐ­σε­βε­στάτου καὶ φιλοχρίστου βασιλέως ἡμῶν τοῦ Κατακουζηνοῦ, τοῦ διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος μετονομασθέντος Ἰωάσαφ, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
[Ἔξω]
    §105        Εὐδοκίας καὶ Θεοφανοῦς, Θεοδώρας καὶ Ἑλένης, Θεοφανοῦς καὶ Θεοδώρας,  Αἰκατερίνης, Εὐδοκίας, Μαρίας, Εἰρήνης, καὶ Μαρίας τῆς διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος μετονομασθείσης Ξένης μονα­χῆς, Εὐφροσύνης, Ἄννης καὶ Ἑλένης, τῶν εὐσεβεστάτων αὐγουστῶν, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
[Ἔξω]
    §106        Εἰρήνης τῆς ἐν εὐσεβεῖ τῇ μνήμῃ γενομένης (64) ἀοιδίμου δεσ­ποί­­νης ἡμῶν, τῆς διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος μετονομασθείσης Εὐ­γενίας μοναχῆς, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
[Ἔξω]
    §107        Θεοδώρας τῆς ἐν εὐσεβεῖ τῇ μνήμῃ γενομένης ἀοιδίμου δεσ­ποί­νης ἡμῶν, τῆς διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος μετο­νο­μα­σθεί­σης Εὐγενίας μοναχῆς, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §108        Εἰρήνης τῆς ἐν εὐσεβεῖ τῇ μνήμῃ γενομένης ἀοιδίμου δεσ­ποί­νης ἡμῶν, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §109        Μαρίας τῆς ἐν εὐσεβεῖ τῇ μνήμῃ γενομένης ἀοιδίμου δεσ­ποί­νης ἡμῶν, τῆς διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος μετονομασθείσης Ξέ­νης μοναχῆς, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §110        Ἄννης τῆς ἐν εὐσεβεῖ τῇ μνήμῃ γενομένης ἀοιδίμου δεσποίνης ἡμῶν, τῆς διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος μετονομασθείσης Ἀνα­στα­σίας μοναχῆς, τῆς ἔργοις καὶ λόγοις ὅλῃ τῇ ψυχῇ διὰ βίου ἀγωνι­σα­μέ­νης ὑπέρ τε [τῆς] συστάσεως τῶν ἀποστολικῶν καὶ πατρικῶν τῆς ἐκκλη­σίας δογμάτων καὶ τῆς καθαιρέσεως τῆς πονηρᾶς καὶ ἀθέου τοῦ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου αἱρέσεως καὶ τῶν ὁμοφρόνων ἐκείνοις, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §111        Εἰρήνης τῆς ἐν εὐσεβεῖ τῇ μνήμῃ γενομένης ἀοιδίμου δεσποί­νης ἡμῶν, τῆς διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος μετονομασθείσης Εὐ­γε­νίας μοναχῆς, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §112        Γερμανοῦ, Ταρασίου, Νικηφόρου καὶ Μεθοδίου, τῶν ἀοιδίμων καὶ μακαρίων πατριαρχῶν, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §113        Ἰγνατίου, Φωτίου, Στεφάνου [καὶ] Ἀντωνίου, Νικολάου καὶ Εὐ­θυμίου, Στεφάνου, Τρύφωνος [καὶ] Θεοφυλάκτου, Πολυεύκτου, Ἀντω­νίου, Νικολάου, Σισινίου, Σεργίου, Εὐσταθίου, Ἀλεξίου, Μιχαήλ, Ἰωάννου, Κωνσταντίνου, Κοσμᾶ, Εὐστρατίου, Νικολάου, Λέοντος, Μιχαήλ, Θεοδότου, Λουκᾶ, Μιχαήλ, Χαρίτωνος, Θεοδότου, Βασιλείου, Νικήτα, Λεοντίου, Δοσι­θέου, Μελετίου, Πέτρου, Γεωργίου, Μιχαήλ, Θεοδώρου, Ἰωάννου, Μαξίμου, Μανουήλ, Μεθοδίου τοῦ διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος μετο­νο­μα­σθέντος Ἀκακίου μοναχοῦ, Μανουὴλ τοῦ διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχή­ματος μετονομασθέντος Ματθαίου μοναχοῦ, τῶν ὀρθοδόξων πατριαρ­χῶν, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §114        Γερμανοῦ τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένου ἀοιδίμου πα­τρι­άρχου, τοῦ διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος μετονομασθέντος Γε­ωρ­γίου μοναχοῦ, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §115        Ἀρσενίου τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένου ἁγιωτάτου καὶ ἀοιδίμου πατριάρχου, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §116        Ἰωσὴφ τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένου ἁγιωτάτου καὶ ἀ­οι­δίμου πατριάρχου, αἰωνία ἡ μνήμη(γ΄).
    §117        Ἀθανασίου τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένου ἁγιωτάτου καὶ ἀοιδίμου πατριάρχου, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §118        Γερασίμου τοῦ ἁγιωτάτου καὶ ἀοιδίμου πατριάρχου, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §119        Ἡσαΐου τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄). 
    §120        Ἰσιδώρου τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένου ἁγιωτάτου καὶ ἀοιδίμου πατριάρχου, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §121        Καλλίστου τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένου ἁγιωτάτου καὶ ἀ­οιδίμου πατριάρχου, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §122        Φιλοθέου τοῦ ἐν μακαρία τῇ λήξει γενομένου ἁγιωτάτου καὶ ἀοι­δίμου πατριάρχου, τοῦ στερρῶς ὑπὲρ τῆς ἐκκλησίας [τοῦ] Χριστοῦ καὶ τῶν ὀρθῶν αὐτῆς δογμάτων καὶ λόγοις καὶ πράγμασι καὶ διαλέξεσι καὶ διδασκαλίαις καὶ συγγράμμασιν ἀγωνισαμένου, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §123        Χριστοφόρου, Θεοδώρου, Ἀγαπίου καἰ  Ἰωάννου, Νικολάου, Ἠλιοὺ καἰ Θεοδώρου, Βασιλείου, Πέτρου, Θεοδοσίου, Νικηφόρου καἰ Ἰω­άν­νου,  τῶν ἀοιδίμων πατριαρχῶν Ἀντιοχείας, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §124        Δαμιανοῦ, Βασιλείου, Κωνσταντίνου, Νικηφόρου, Λέοντος καὶ Σισινίου (65), Βασιλείου καὶ Ἰωσήφ, Μιχαὴλ καὶ Χριστόφορου, Νικηφόρου, Γεωργίου, Παντολέοντος καὶ Ἀλεξάνδρου, Κοσμᾶ καὶ Κωνσταντίνου, Θεο­φά­νους, Πέτρου, Ἰωάννου, Νικήτα, Γεωργίου, Νικολάου καὶ Ἰωάννου, τῶν ὀρθοδόξων μητροπολιτῶν, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).
    §125        Μιχαήλ, Μητροφάνους, Μελετίου, Ἰγνατίου καὶ Μαξίμου, τῶν ἀοιδίμων μητροπολιτῶν Παλαιῶν Πατρῶν, αἰωνία ἡ μνήμη (γ΄).

    §126        Ἐνταῦθα γίνεται ἡ μνήμη (66) τῶν βασιλέων, πατριαρχῶν καἰ ὅλων τῶν ζώντων.

    §127        Ἡ ἁγία Τριὰς αὐτοὺς ἐδόξασεν.

(Κατακλείς)

[Ἔξω]
   §128        Τούτων τοῖς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας μέχρι θανάτου ἄθλοις τε καὶ ἀγωνίσμασι καὶ διδασκαλίαις παιδαγωγεῖσθαί τε καὶ κρατύνεσθαι Θεὸν ἐκλιπαροῦντες καὶ μιμητὰς τῆς ἐνθέου αὐτῶν πολιτείας μέχρι τέλους ἀνα­δείκνυσθαι ἐκδυσωποῦντες, ἀξιωθείημεν τῶν ἐξαιτουμένων, οἰκτιρμοῖς καὶ χάριτι τοῦ μεγάλου καὶ πρώτου ἀρχιερέως Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν, πρεσβείαις τῆς ὑπερενδόξου δεσποίνης ἡμῶν θεοτόκου καὶ ἀειπαρ­θέ­νου Μαρίας, τῶν θεοειδῶν ἀγγέλων καὶ πάντων ἁγίων.  ἀμήν.




(1) ῞Ετέρα γραφή· «ἐν ᾧ τὸν εὐχαριστήριον ἐπ’ ἀγαθοῖς θερισμὸν»
(2) [Ψα 88, 47-48]
(3) ῾Ετέρα γραφή· «ἕκαστον»
(4) ῾Ετέρα γραφή· «προδιέγραφέ τε»
(5) ᾿Ενιαχοῦ προστίθεται «διὰ τῶν»
(6) ῾Ετέρα γραφή· «συμπεφώνηκεν»
(7) ῾Ετέρα γραφή· «τῶν Στουδίου»
(8) ῾Ετέρα γραφή· «ἑαυτοῖς»
(9) ᾿Ενιαχοῦ προστίθεται· «αὐτὴν ἐκείνην»
(10) ῾Ετέρα γραφή· «ἐναστραφῆναι»
(11) ῾Ετέρα γραφή· «καθυποβαλλομένους»
(12) ῾Ετέρα γραφή· «πρῶτον»
(13) ῾Ετέρα γραφὴ ἐσφαλμένως· «ἰδιαίτερα»
(14) ᾿Ενιαχοῦ παραλείπεται τὸ «καὶ»
(15) ῾Ετέρα γραφή· «Λαλουδίῳ»
(16) Ἑτέρα γραφή· «μυσαρὰν»
(17) ᾿Ενιαχοῦ προστίθεται ἐνταῦθα τὸ «καὶ»
(18) ῞Ετεραι γραφαί· «ἐγένετο καὶ παρήχθησαν» — «ἐγένοντο καὶ πα­ρή­χθη­σαν»
(19) Εἴς τινας ἐκδόσεις ἐξέπεσαν αἱ λέξεις «σαφῶς καὶ»
(20) Εἴς τινας ἐκδόσεις ἐξέπεσεν ἡ λέξις «λοιπαῖς»
(21) ᾿Εν ἄλλοις ἐσφαλμένως· «ἀχωρίστως καὶ ἀδιασπάστως»
(22) «αὐτῷ τιμᾶται»· ἐν ἄλλοις ἐσφαλμένως «αὐτοτιμᾶται»
(23) ᾿Εν ἄλλοις ἀντὶ τοῦ «πάπα» ἐσφαλμένως κεῖται· «τοῦ ἁγιωτάτου ἀρ­χιεπισκόπου»
(24) Εἴς τινας ἐκδόσεις ἐξέπεσεν ἡ λέξις «ταύτην»
(25) ᾿Ενιαχοῦ προστίθεται «ἀεὶ»
(26) ᾿Ενιαχοῦ προστίθεται «διαρκοῦς τε καὶ ἀιδίου»
(27) ᾿Ενιαχοῦ προστίθεται ἡ φράσις «τελείου ἐκ τελείου, κατὰ τὸν τρόπον τῆς θείας ὑπάρ­ξε­ως, ἔννου ἐμψύχου»
(28) ῾Ετέρα γραφή· «ἡ δουλεία καὶ ἡ ἄγνοια»
(29) ῾Ετέρα γραφή· «ἀνεχομένων»
(30) Εἴς τινας ἐκδόσεις ἐξέπεσεν ἡ λέξις «ὡς»
(31) Εἴς τινας ἐκδόσεις ἐξέπεσεν ἡ λέξις «τοῦ»
(32) ᾿Ενιαχοῦ προστίθεται· «καὶ»
(33) ῾Ετέρα γραφή· «εὐσεβοῦς»
(34) ῾Ετέρα γραφή· «ἀσυγχύτως»
(35) ῾Ετέρα γραφή· «ὁμοτίμου»
(36) ᾿Ενιαχοῦ προστίθεται· «καὶ»
(37) Ἐνιαχοῦ τὸ «τοῦ» παραλείπεται.
(38) ῾Ετέρα γραφή· «καθαιρο<υ>μένοις»
(39) ῾Ετέρα γραφή· «συναπαχθῆναι»
(40) ῾Ετέρα γραφὴ «ψευδομάχῳ»
(41) ῾Ετέρα γραφὴ «τε»
(42) Εἴς τινας ἐκδόσεις ἐξέπεσεν ἡ λέξις «καὶ»
(43) ᾿Ενιαχοῦ προστίθεται· «τε»
(44) ῾Ετέρα γραφή· «εἰκόνι»
(45) ῾Ετέρα γραφή· «συμφυρομένοις»
(46) ῾Ετέρα γραφή· «νοοῦσι»
(47) ῾Ετέρα γραφή· «μὲν»
(48) ῾Ετέρα γραφή· «Στανστάλῳ»
(49) ᾿Εν ἄλλοις παραλείπεται τὸ «τοῦ»
(50) ῾Ετέρα γραφή· «συνοδοῦ»
(51) ῾Ετέρα γραφή· «συνηγωνισμένων»
(52) ῾Ετέρα γραφή· «μακαρίτῃ»
(53) ᾿Εσφαλμένη γραφή· «τῆς» — ἴσως ὀρθότερον «τῶν»
(54) ᾿Ενιαχοῦ προστίθεται· «καὶ»
(55) ῾Ετέρα γραφή· «πράγμασι»
(56) ῾Ετέρα γραφή· «τοῦτο»
(57) ᾿Ενιαχοῦ προστίθεται· «καὶ»
(58) ᾿Ενιαχοῦ προστίθεται· «οὐ»
(59) ᾿Εν ἄλλοις παραλείπεται τὸ «καὶ»
(60) ᾿Εν ἄλλοις εὕρηται· «δόξαν Θεοῦ, Πατρὸς καὶ Πνεύ­ματος ἐν Υἱῷ μο­νο­γενεῖ ἀπαστρά­πτου­σαν, καὶ θεότητα»
(61) ᾿Ενιαχοῦ παραλείπεται τὸ «καὶ»
(62) ᾿Ενιαχοῦ παραλείπεται τὸ «καὶ»
(63) ῾Ετέρα γραφή· «μνήμῃ»
(64) ᾿Ενιαχοῦ προστίθεται· «καὶ»
(65) ῾Ετέρα γραφή· «Σισίνου»
(66) ῾Ετέρα γραφή· «φήμη»



Συμπλήρωμα παρατηρήσεων.
– Στὴν ἀρχὴ τῆς §2 σὲ ὅλες τὶς ὑπόψιν ἐκδόσεις σημειοῦται «καὶ εὐαγγελικαῖς ἱστορίαις στοιχειούμενοι»· τὸ «στοιχειούμενοι» διώρθωσα σὲ «στοιχούμενοι».