A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ ΑΛΗΘΟΥΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ

 

Ὀφειλόμενος Ἔπαινος Ἀληθοῦς Ὁμολογητοῦ

[Προσφωνήσεις]

         Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ διαπρύσιος τῆς Ἀληθείας Κήρυκας καὶ Διδάσκαλος, βεβαιώνει ὅτι: «οἱ διὰ τὴν ἀλήθειαν καὶ διὰ τὴν εἰς Χριστὸν Ὁμολογίαν πάσχοντές τι δεινὸν καὶ ὑβριζόμενοι, οὗτοι μάλιστά εἰσιν οἱ τιμώμενοι» (PG, τ. 59, στλ. 321: Εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην, Ὁμιλία ΝΘ’, παρ. α’).

         Καὶ ἡμεῖς, συναχθήκαμε ἅπαντες ἐδῶ, στὸν ἅγιο τοῦτο τόπο, προερχόμενοι ἀπὸ ἐγγὺς καὶ ἀπὸ μακράν, ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικό, τὴν Ἐκκλησία μας καὶ τὶς Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουμε ὀφειλόμενο χρέος τιμῆς τοῦ μεγαλυτέρου καθ’ ἡμᾶς, γιὰ τὸν χῶρο μας, Ὁμολογητοῦ Ἱεράρχου, ὁ ὁποῖος καὶ ἔπαθε δεινῶς καὶ ὑβρίσθη, ὥστε νὰ ὁμοιάσει στὸν φερώνυμο Ἅγιό του. Καὶ ἀναφερόμεθα βεβαίως στὸν διακηρυσσόμενο ὑπὸ τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος Μητροπολίτη Χρυσόστομο τὸν Καβουρίδη, τὸν ἀπὸ Ἴμβρου καὶ Τενέδου, ἀπὸ Πελαγωνείας καὶ ἀπὸ Φλωρίνης μαρτυρικὸ Ἡγέτη καὶ ἀλησμόνητο Πρωθιεράρχη ἡμῶν, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη πρὸ ἑξηκονταετίας ὅλης!

         Αὐτὸν ποὺ ἐκλέϊσε τὸν ἱερὸ Ἀγῶνα ὑπὲρ τῶν Παραδόσεων τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἀλλὰ καὶ τῆς Πατρίδος· Αὐτὸν ποὺ ὅλη τὴν ζωή του τὴν πέρασε ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ· Αὐτὸν ποὺ ἀγωνίσθηκε ἔμπρακτα μὲ ζῆλο, ἀλλὰ καὶ μὲ σύνεση, μὲ φόβο Θεοῦ, μὲ ἡρωϊσμὸ καὶ αὐταπάρνηση, μὲ θυσίες, διώξεις καὶ ἐξορίες, μὲ στερήσεις καὶ θλίψεις· Αὐτὸν ποὺ ἔθεσε ὅλα ὡς δεύτερα, ἐνώπιον τῆς Ὁμολογίας τῆς Ἀληθείας τῆς Πίστεως, χάριν τοῦ μικροῦ Ποιμνίου, χάριν τῶν διωκομένων καὶ περιφρονημένων ὑπὸ πάντων Γνησίων Ὀρθοδόξων, τῶν γνωστῶν ὡς Παλαιοημερολογιτῶν· Αὐτὸν ποὺ προτίμησε «συγκακουχεῖσθαι μᾶλλον τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἤ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας, ἤτοι ἐπιγείων, ἀπόλαυσιν» (Ἑβρ. ια’ 25).

         Αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἔφερε ὡς διάδημα πολυτίμων λίθων ὄχι ἐγκόσμια ἀγαθά, πλοῦτο, πολυτέλεια, δόξα κοσμική, κέρδη καὶ ὀφέλη, ἀλλὰ ποὺ στολιζόταν κατὰ τὸν «ἔσω ἄνθρωπο» μὲ σεμνοπρέπεια καὶ ἀκεραιότητα, μὲ ἐντιμότητα καὶ εἰλικρίνεια, μὲ ἐμβρίθεια καὶ συγκρότηση θαυμαστή, μὲ ἐξαίρετο ἐκκλησιαστικὸ ἦθος, μὲ φιλοπατρία καὶ φιλανθρωπία, μὲ μία σπάνια καὶ ζηλευτὴ εὐγένεια καὶ ἀξιοπρέπεια, ἀλλὰ καὶ μὲ μία ἀπαστράπτουσα ἀνδρεία, καὶ μὲ ἕναν παλλόμενο ἡρωϊσμὸ ψυχῆς!

         Προσήλθαμε ὡς τέκνα εὐγνωμοσύνης καὶ ὑπακοῆς, γιὰ νὰ ἐκφράσουμε υἱϊκὴ ἀγάπη καὶ θαυμασμὸ στὸν Πνευματικό μας Γεννήτορα, Πάτρωνα καὶ Ὁδηγό, νὰ ἀσπασθοῦμε τὰ εὐώδη Λείψανά του, τὸ ἅγιο Εἰκόνισμά του, τὰ πολύτιμα Ἱερά του, νὰ τιμήσουμε τὴν ἄχραντη ψυχή του, ποὺ ἀγάλλεται ἐν Οὐρανοῖς μετὰ τῶν Ὁμολογητῶν Πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας μας, μὲ πλῆθος στρατιᾶς Οὐρανίων Ἀγγέλων στὸ ὑπερουράνιο Θυσιαστήριο! Ὄχι γιὰ νὰ τὸν «ἁγιοποιήσουμε», διότι ὁ Θεὸς τὸν ἁγίασε καὶ δόξασε, ἀλλὰ γιὰ νὰ διακηρύξουμε καὶ ἐπισήμως, εὐτόλμως καὶ εὐθαρσῶς τὴν βεβαίωση τοῦ θείου Δοξασμοῦ του καὶ τὴν συγκατάλεξή του στὸ Ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας.

         Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ λάβουμε χάριν καὶ ἔλεος, νὰ δεχθοῦμε τὴν θεοπειθῆ εὐλογία του, νὰ τοῦ δώσουμε κι ἐμεῖς οἱ ταπεινοὶ χαρά, νὰ τοῦ ἀποδείξουμε ὅτι ἄν καὶ περιπέσαμε ἴσως σὲ λάθη καὶ σφάλματα, ὅμως προσπαθήσαμε καὶ προσπαθοῦμε νὰ τηρήσουμε τὴν Παρακαταθήκη του ἀλώβητη. Σὲ μία μάλιστα συγκυρία θαυμαστή: Παραμονὲς τῆς Κυριακῆς τῆς Σαμαρείτιδος, ὅπως ἀκριβῶς τότε, τὸ 1935, ὅταν ὁ Στυλοβάτης αὐτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας διακήρυττε μὲ τοὺς συναγωνιστές του ἐπίσημα, ὅτι ἀποκηρύττει τοὺς Καινοτόμους καταπατητὲς τῶν θείων προσταγμάτων καὶ ἀναλαμβάνει τὴν διαποίμανση τῶν Προβάτων τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ ἀγάπη γιὰ Χριστό, Ἐκκλησία καὶ Ἑλλάδα.

         Μὲ θερμουργὸ Πίστη, μὲ φλογερὴ Ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀκράδαντη Ἐλπίδα, ἀναφώνησε ὡς ἄλλος Ἀρχάγγελος, ὡς ἄλλη Σάλπιγγα τοῦ θείου Πνεύματος, ὡς ἄλλος Φύλακας καὶ Ποιμένας ἐφάμιλλος τῶν ἀοιδίμων Πατριαρχῶν Ἱερεμίου τοῦ Τρανοῦ, Μελετίου τοῦ Πηγᾶ, ἤ καὶ Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως: «Μὴ μεταίρωμεν (μὴ μετατοπίζουμε) ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν, ἀλλ’ εἴκωμεν (ἄς μένουμε σταθεροὶ) πανταχοῦ τοῖς τοῦ Πνεύματος νόμοις!» (Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, PG, τ. 59, στλ. 63: Εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην, Ὁμιλία Ζ’, παρ. α’). Μὴ διασαλεύσουμε τὴν ἀπ’ αἰῶνος ἑορτολογικὴ τάξη τῆς Ἐκκλησίας, τὴν συνυφασμένη μὲ τὸν Πασχάλιο Κανόνα τῆς Ὀρθοδοξίας μας, μὴ φανοῦμε «ἄδικοι» στὰ μικρὰ καὶ «ἐλάχιστα», διότι δὲν θὰ κρατήσουμε, οὔτε θὰ μᾶς ἐμπιστευθοῦν τὰ «πολλὰ» καὶ μεγάλα! (Πρβλ. Λουκ. ιστ’ 10). Μὴ καινοτομήσουμε στὸ Ἡμερολόγιο, γιὰ νὰ μὴ προξενήσουμε Σχίσμα, ὅπως ἔπραξαν οἱ Νεοημερολογῖτες, οὔτε νὰ περιπέσουμε στὴν ἄβυσσο τῆς Αἱρέσεως, στὸν Οἰκουμενισμό, ὁ ὁποῖος καταβροχθίζει στὸ στόμα τοῦ ἅδου του ὅσους ἀπεμπόλησαν τὴν Πατρώα κληρονομία καὶ εἶναι τώρα ἕτοιμοι νὰ διακηρύξουν τοῦτο ἐπίσημα καὶ «συνοδικά»!…

         Ἄς ἀφουγκρασθοῦμε τὴν ἡρωϊκὴ ἀπάντηση τοῦ Ὁμολογητοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου μας Χρυσοστόμου τοῦ Νέου, στὸν πειρασμὸ ποὺ τοῦ ἔθεσε λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ ἐπίγειο τέλος του ὁ διώκτης ἀρχιεπίσκοπος τῆς Καινοτομίας Σπυρίδων Βλάχος, προτείνοντάς του νὰ ὑποχωρήσει γιὰ νὰ τοῦ δοθοῦν οἱ καθυστερημένες ἀπολαβές του:

         «Εἰς τὰς γηραλέας φλέβας μου, εἶπε, ρέει τὸ αἷμα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ δὲν δύναμαι νὰ προδώσω εἰς τὸ γῆρας μου τὸν θησαυρὸν αὐτῆς!» (Μάρκου Χανιώτου Μοναχοῦ, Τὸ Ἡμερολογιακὸν Σχίσμα, Ἀθῆναι 1975, σελ. 306-307).

         Στὴν δὲ κακεντρεχῆ παρατήρηση τοῦ ἀμετανοήτου διώκτου Σπυρίδωνος, ὅτι οἱ Παλαιοημερολογῖτες διελύθησαν ἤ διαλύονται, ὁ σθεναρὸς Ἀγωνιστὴς ἀντέταξε θαρραλέα ὅτι αὐτὸ εἶναι ψευδέστατο, καὶ προσέθεσε τὸ ἀθάνατο ἐκεῖνο:

         «Ἀλλὰ καὶ ἄν, καθ’ ὑπόθεσιν, ὅλοι οἱ Παλαιοημερολογῖται διαρρεύσουν πρὸς τὸ νέον ἡμερολόγιον, ὡς ἰσχυρίζεσθε, καὶ μείνῃ εἷς καὶ μόνον, αὐτὸς θὰ εἶμαι ἐγώ!» (Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης, Ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδοξία καὶ τοῦ Ἔθνους, Ἀθῆναι 1981, σελ. 31).


         Ἀλλ’ ὦ κλεινὲ Ἱεράρχα, ὦ ἱερὰ τῆς Ὀρθοδοξίας Κεφαλή, ὦ καύχημα ἡμῶν καὶ ἐντρύφημα, ἴδε ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου καὶ εὐφράνθητι! Ἴδε καὶ σκίρτα καὶ χόρευε, ἐν ἀναστασίμῳ θριάμβῳ· ἴδε τὰ συναχθέντα «ἐκ δυσμῶν καὶ βοῤῥᾶ καὶ θαλάσσης καὶ ἑῴας τὰ τέκνα σου» Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, Μοναχικὰ τάγματα, λαὸν Θεοῦ περιούσιον, πάντας πρὸ τῶν Λειψάνων σου, πρὸ τῶν ποδῶν σου, νὰ βεβαιώνουμε καὶ νὰ ὑποσχόμαστε ἐγκαρδίως:

         Καὶ στὶς δικές μας φλέβες ρέει τὸ αἷμα τῆς Ὀρθοδοξίας! Δὲν θὰ ἐγκαταλείψουμε, χάριτι Θεοῦ, τὸν ἀγῶνα τὸν καλόν, δὲν θὰ προδώσουμε τὸν θησαυρόν! Δὲν θὰ κάμψουμε γόνυ στοὺς ψευδοθεούς, τὶς πλάνες καὶ τοὺς πειρασμοὺς τῆς πολύμορφης Ἀποστασίας! Θὰ μείνουμε, μὲ τὶς εὐχές σου, πιστοὶ ἕως θανάτου στὴν πατρική σου κληρονομία!

         Πάτερ Ἱεράρχα Χρυσόστομε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν!

         Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, μὴ στερήσεις ἡμᾶς τοῦ πλούτου τῶν θείων δωρεῶν σου!

         Ὁμολογητὰ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ Πρόμαχε, εἴθε νὰ ἀνταμώσουμε ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, συνευφραινόμενοι αἰωνίως στὴν Ἐκκλησία τῶν Πρωτοτόκων, στὴν Δόξα καὶ τὸ Φῶς τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Ἀμήν!

(Λόγος ἀναγνωσθεὶς ὑπὸ τοῦ Σεβ. Φιλίππων κ. Ἀμβροσίου στὸν Ἑσπερινὸ Ἁγιοκατατάξεως τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου Χρυσοστόμου τοῦ Νέου Ὁμολογητοῦ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Πάρνηθος Ἀττικῆς τὴν 14/27.5.2016)