A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ Γ.Ο.Χ.ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ.ΚΛΗΜΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ Γ.Ο.Χ.ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ.ΚΛΗΜΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2023

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμη)

 

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου

Ἀγαπητοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί·

            Γιὰ μιὰ ἀκόμη χρονιά, ἀξιωθήκαμε νὰ φθάσουμε στὴν μεγάλη Θεομητορικὴ Ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως καὶ Μεταστάσεως τῆς Κυρίας Θεοτόκου.

            Ἄν καὶ εἴχαμε μιὰ δύσκολη καλοκαιρινὴ περίοδο, μὲ μεγάλη ζέστη, παρατεταμένο καύσωνα, συνεχεῖς πυρκαγιὲς καὶ ἄλλες καταστροφές, τοπικὰ καὶ παγκόσμια, ἐν τούτοις ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπέτρεψε νὰ διέλθουμε τὴν κατανυκτικὴ περίοδο τῆς νηστείας τοῦ Δεκαπενταυγούστου ὀρθοδόξως, μὲ πνευματικὴ προσπάθεια, μετάνοια, ἐγκράτεια καὶ ἀγώνα χριστιανικό.

            Ἡ νηστεία μας μπορεῖ νὰ μὴν ἦταν ἡ καλύτερη καὶ ἀκριβέστερη· πιθανὸν νὰ ἐμποδίσθηκε ἀπὸ διάφορες αἰτίες. Ὅμως, καὶ μόνον ποὺ τὴν τηρήσαμε θυσιαστικά, κάναμε τὴν μικρὴ ἤ μεγάλη κατάθεσή μας στὸ Ταμιευτήριο τοῦ Οὐρανοῦ, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι σημαντικὸ καὶ ἀξιέπαινο.

            Ἐλπίζω ὅτι συμμετείχαμε μὲ πόθο ψυχῆς στοὺς καθημερινοὺς Παρακλητικοὺς Κανόνες στὴν Παναγία μας, καὶ τὰ θαυμάσια λόγια τους ἄγγιξαν καὶ τὴν δική μας ψυχὴ μὲ ἰδιαίτερο τρόπο, μεταγγίζοντας μέσα μας αἰσθήματα ἱερά.

            Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, δεχθήκαμε Θεομητορικὴ εὐλογία καὶ ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή μας ἀνακαινίσθηκε. Ἡ φιλόθεη καὶ φιλάνθρωπη διάθεσή μας, οἱ στεναγμοὶ τῆς μετανοίας μας, ἡ καλὴ ἐξομολόγησή μας, ἡ συμμετοχή μας στὴν θεία Κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας, ἐπέφεραν ἐντός μας καὶ γύρω μας τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν καὶ ἐνστάλαξαν θεία παρηγορία στὶς ταπεινὲς ψυχές μας.


Ἀγαπητοὶ Ἀδελφοί·

            Ἡ Παναγία μας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ὄντως Εὐλογημένη μεταξὺ ὅλων τῶν γυναικῶν, ἡ ὄντως Κεχαριτωμένη, μᾶς παραπέμπει ἀπὸ μέρους της στὸν Εὐλογημένο Καρπὸ τῆς Κοιλίας της, στὸν Κύριο καὶ Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἔλαβε τὴν Ψυχή της, κατὰ τὴν θαυμαστὴ Κοίμησή της, στὶς ἄχραντες Παλάμες Του, γιὰ νὰ τὴν καταστήσει Κορυφαία στὴν δόξα τοῦ Οὐρανοῦ! Μετέστησε δὲ καὶ τὸ θεοδόχο καὶ ἀκρεφνέστατο σῶμα της στὴν πρόγευση τῆς τελικῆς δόξης τῆς Βασιλείας Του ἀπὸ τώρα!

            Γι’ αὐτό, Ἄγγελοι καὶ Ἄνθρωποι, «πᾶσα ἡ κτίσις», χαίρουμε, δοξάζουμε καὶ εὐλογοῦμε ἀκαταπαύστως τὴν Ὑπερένδοξη καὶ Ὑπερευλογημένη Ἀειπάρθενη Μαρία, τὴν Μητέρα τοῦ Φωτός, τὴν αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως!

            Ἡ Θεοτόκος Μαρία, τὸ ἁγνότερο καὶ ἁγιώτερο πλάσμα γῆς καὶ οὐρανοῦ κατὰ μοναδικὸ τρόπο, ἀναδείχθηκε ἔμψυχη Κιβωτός, ἀφοῦ ὁ Θεὸς Λόγος ἔλαβε σάρκα καὶ κυοφορήθηκε ἐντός της ὡς ἄνθρωπος.

            Καὶ ἔτσι, κατέστη Μητέρα Θεοῦ καὶ Μητέρα πάντων τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, καὶ ἀγαπήθηκε, ἀγαπιέται καὶ θὰ ἀγαπιέται περιπαθῶς, τρυφερῶς καὶ ὑπερβαλλόντως ἀπὸ κάθε θεοφοβούμενη ψυχή.

            Αὐτὴ παρακαλεῖ ἀκαταπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν καὶ δέεται συνεχῶς στὸν Θρόνο τῆς Μεγαλωσύνης γιὰ τὴν συγχώρηση ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν, ὅσων βεβαίως ἐπιδείξουν μετάνοια εἰλικρινῆ.


Ἀγαπητοὶ Ἀδελφοί·

            Εἴθε κι ἐμεῖς νὰ ἀποκτήσουμε τὴν αὐθόρμητη συναίσθηση τῆς μακαρίας ἐκείνης γυναικός, ἡ ὁποία ἀκούγοντας τὴν μελίρρυτη διδαχὴ τοῦ Κυρίου μας, ἀναφώνησε μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος καὶ μακάρισε Αὐτὴν ποὺ Τὸν βάστασε στὴν κοιλία της καὶ Τὸν θήλασε ὡς πάναγνη Μητέρα Του! (βλ. Λουκ. ια΄ 27).

            Ἐμεῖς, σὰν ἀληθινοὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ μακαρίζουμε συνεχῶς «τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν»!

Ὅπως ὅλες οἱ γενιὲς τῶν πρὸ ἡμῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἔτσι κι ἐμεῖς ἄς τὴν δοξάζουμε ἐπάξια καὶ μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα καὶ μὲ τὴν ζωή μας ὁλόκληρη, γιὰ νὰ τύχουμε τῆς Θεομητορικῆς εὐλογίας καὶ προστασίας Της, νὰ γλιτώσουμε ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς κινδύνους ποὺ μᾶς περιβάλλουν στὰ ἀποκαλυπτικὰ χρόνια μας καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἀμήν!

Μὲ πατρικὲς εὐχὲς
Ἐλάχιστος ἐν Κυρίῳ
Ὁ Μητροπολίτης
+Ὁ Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος Κλήμης

Λάρισα, 15/28-8-2023

Πηγή

Τρίτη 22 Αυγούστου 2023

Ἀπαντήσεις σὲ ἐρωτήματα πιστῶν μας τοῦ ἐξωτερικοῦ ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα

 

1. Ποιός θὰ εἶναι ὁ ὀρθὸς τρόπος γιὰ ὑπέρβαση τῶν ἐπιπλοκῶν στὸν ἑορτασμὸ τῶν μεγάλων Ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας σὲ περιβάλλοντα ποὺ δὲν εἶναι Ὀρθόδοξα;

            Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τοὺς πιστούς της σὲ ἕναν βίο ἑορταστικό, μὲ συμμετοχὴ στὶς Ἑορτές της, στὸν ἑορτολογικό της κύκλο, γιὰ νὰ αἰσθανθοῦν τὴν θεία Παρουσία καὶ εὐλογία καὶ νὰ προγευθοῦν τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἀτελείωτη ἑορτὴ τῶν Ἐσχάτων.

            Τὸ νόημα τοῦ κόσμου εἶναι ἀκριβῶς νὰ βρεῖ τὴν ἔνταξή του σὲ αὐτὴ τὴν οὐρανο-γήϊνη χαρμόσυνη καὶ ἑορταστικὴ ἀτμόσφαιρα προσφορᾶς τῆς θείας ζωῆς, ἰδίως μέσα στὴν Θεία Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ζήσει τὴν ὄντως ζωὴ ὡς κοινωνία μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό, μὲ τὸν Πατέρα, διὰ τοῦ Υἱοῦ, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.

            Κάθε πιστὸς ζεῖ ἑορταστικά, διότι στὴν Ἐκκλησία ἔχουμε κάθε ἡμέρα ἑορτή. Ἡ ζωὴ μεταμορφώνεται σὲ αὐτὸ τὸ ἑόρτιο κλῖμα, ἀπὸ τὴν πίστη καὶ αἴσθηση τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν θείων Ἐνεργειῶν Του. Ὁ πιστὸς ὅ,τι ἐργασία ἤ δραστηριότητα καὶ ἄν κάνει, τὴν ἐπιτελεῖ μὲ εὐχαριστία καὶ δοξολογία Θεοῦ καὶ γενικὰ ζεῖ «ἐντέχνως», μὲ διάκριση, βαθύτερο περιεχόμενο καὶ ποιότητα.

            Χωρὶς νὰ ἀγνοοῦμε τὶς δυσκολίες καὶ πιέσεις τῆς ζωῆς στὸν παρόντα κόσμο, ὅπως καὶ τὴν ἀπαιτούμενη ἄσκηση καὶ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τοῦ πιστοῦ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ πάθη του, γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἐσωτερικὴ κατάσταση τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο τοῦτο τῆς φθορᾶς καὶ τῶν δοκιμασιῶν χαρακτηρίζεται καλύτερα μὲ τὸν ὅρο «χαρμολύπη». Χαρὰ γιὰ τὴν σωτηρία, ἡ ὁποία μᾶς προσφέρεται καθημερινὰ γιὰ βίωση, ἀλλὰ καὶ λύπη γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κάθε μορφῆς ἀποτυχία, ποὺ μᾶς προσκαλεῖ σὲ διαρκῆ μετάνοια.

            Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ μὲ λειτουργικὴ εὐσέβεια καὶ λειτουργικὴ συνείδηση ζοῦσαν ἀνέκαθεν αὐτὴ τὴν πραγματικότητα, ἀκόμη καὶ σὲ μὴ φιλικὰ περιβάλλοντα γιὰ τὴν πίστη τους ἤ ἀκόμη καὶ σὲ φανερῶς ἐχθρικά.

            Πρέπει νὰ παραδεχθοῦμε ὅμως ὅτι σήμερα, ἀκόμη καὶ στὰ θεωρούμενα ὡς παραδοσιακὰ ὀρθόδοξα χριστιανικὰ κράτη, αὐτὸ ἐν πολλοῖς δὲν ἰσχύει πλέον. Οἱ ἄνθρωποι, λόγῳ τῆς ἐκκοσμικεύσεως καὶ τῆς ἐπικρατήσεως ἄλλων προτύπων καὶ μορφῶν ζωῆς καὶ ἄλλων κοσμοθεωριῶν, εἶναι σχεδὸν ἀκατήχητοι λειτουργικά, μὲ μεγάλα κενὰ στὴν γνώση ἀλλὰ καὶ στὴν διάθεση βιώσεως τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.

            Σὲ μία κοινωνία μάλιστα, ὅπου ἐπικρατεῖ λανθασμένη μορφὴ Χριστιανισμοῦ καὶ ὅπου ὁ Θεὸς εἶναι οὐσιαστικὰ ἀπών, ἡ δὲ ἱερότητα τῆς ζωῆς ἔχει λησμονηθεῖ ἤ περιφρονηθεῖ καὶ κυριαρχοῦν ὁ ἀνθρωποκεντρισμὸς ἤ καὶ ὁ ἀθεϊσμός, τὸ νὰ βιώσει κάποιος συνειδητὰ καὶ μὲ συνέπεια τὶς Ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐξαιρετικὰ δὐσκολο, ἀλλὰ ὄχι ἀδύνατο.

Ἀκόμη καὶ στὴν σύγχρονη κοινωνία τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ θεάματος καὶ τῆς ψηφιακῆς καὶ διαδικτυακῆς πραγματικότητος, δύναται νὰ ὑπάρξει καλλιέργεια λειτουργικῆς συνειδήσεως καὶ δυναμικὴ ἐπανεύρεση τοῦ νοήματος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὅπου ὑπάρχουν ἀληθινὲς Ἐνορίες καὶ ὁμάδες πιστῶν, μὲ Ποιμένες γεμάτους ζῆλο καὶ μὲ ζωντανὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

            Ἡ ἀνακαινιστικὴ ζωὴ τῆς μετανοίας καὶ ἡ μυσταγωγία τῶν θείων Μυστηρίων προσφέρονται καὶ σήμερα σὲ ὅλους ὅσοι ἔχουν διάθεση καρδίας νὰ ἀκολουθήσουν τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη, ἀλλὰ καὶ ἔνδοξη ὁδὸ τῆς ἀρετῆς καὶ σωτηρίας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς ζητεῖ νὰ διατηρηθοῦμε «ἄσπιλοι» (βλ. Ἰακ. 1:27), δηλ. ἀμόλυντοι ἀπὸ τὸ κοσμικὸ φρόνημα καὶ πνεῦμα, μέσα σὲ μία γενεὰ διατελοῦσα ἐν πολλοῖς σὲ ἀποστασία ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὸ ἦθος της.

Ἡ μέθοδος προφυλάξεώς μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀνοικτότητός μας στὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν κατορθώνεται διαφορετικά, παρὰ μέσῳ τῆς προσευχῆς. Ἄν γνωρίζουμε νὰ διατηροῦμε ἕνα προσευχητικὸ πνεῦμα, ἄν ἡ θέρμη τῆς προσευχῆς παραμένει μέσα μας, παρὰ τὶς μεταπτώσεις μας, ἄν ἐπιμένουμε στὴν καλλιέργεια τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ μὲ ἐκδίωξη τῶν φαντασιῶν καὶ τῶν λογισμῶν, ποὺ μᾶς ἐνοχλοῦν συνήθως, τότε δὲν θὰ δυσκολευόμαστε νὰ ἑορτάζουμε τὶς Ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας πνευματικῶς καὶ χαρμοσύνως, ὥστε νὰ ἀποτελοῦν σταθμοὺς ἀνεφοδιασμοῦ στὴν πορεία μας πρὸς Οὐρανόν.

            Οἱ Ἑορτὲς βιώνονται λειτουργικὰ στὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ, στὴν Σύναξη τῆς Θείας Λειτουργίας, μὲ κέντρο τὸ Μυστήριο τῆς Ἀγάπης καὶ Θυσίας, τὴν Θεία Εὐχαριστία. Πρόκειται γιὰ Μυστήριο Ἀγάπης καὶ Ἑνώσεως μὲ τὸν Θεὸ καὶ μεταξύ μας. Στὸν βαθμὸ καθάρσεώς μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη καὶ μειώσεως ἤ καὶ ἐκδιώξεως τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας, θὰ μᾶς δίδεται ἄνωθεν ἡ θεία δωρεὰ τῆς Ἑνότητος καὶ Ἀγάπης, ὥστε νὰ δυνάμεθα νὰ ἑορτάζουμε πνευματικῶς μὲ ψυχοσωματικὴ ἀνακαίνιση, παρὰ τὶς ὅποιες δυσκολίες ἀντιμετωπίζουμε στὴν ζωή μας, ἐξωτερικὲς καὶ ἐσωτερικές.

2. Ποιές εἶναι οἱ ὁδηγίες τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὶς σχέσεις μὲ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογενείας ποὺ ἀνήκουν στὴν «ἐπίσημη Ἐκκλησία» ἤ γενικὰ σὲ αἵρεση; Γιὰ παράδειγμα, τί γίνεται στὶς περιπτώσεις συμμετοχῆς σὲ θρησκευτικὲς ἤ οἰκογενειακὲς ἐκδηλώσεις κ.λπ.;

            Ὁ Κύριός μας ἔχει βεβαιώσει στὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο καὶ τὰ ἑξῆς: «Δοκεῖτε ὅτι εἰρήνην παραγενόμην δοῦναι τῇ γῇ; οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ’ ἤ διαμερισμόν. ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν πέντε ἐν οἴκῳ ἑνὶ διαμεμερισμένοι, τρεῖς ἐπὶ δυσὶ καὶ δύο ἐπὶ τρισί· διαμερισθήσονται πατὴρ ἐπὶ υἱῷ καὶ υἱὸς ἐπὶ πατρί, μήτηρ ἐπὶ θυγατρὶ καὶ θυγάτηρ ἐπὶ μητρί, πενθερὰ ἐπὶ τὴν νύμφην αὐτῆς καὶ νύμφη ἐπὶ τὴν πενθερὰν αὐτῆς» (Λουκ. 12:51-53).

            Τὸ «πῦρ» τοῦ θείου ζήλου, τὸ ὁποῖο ἦλθε νὰ ἀνάψει στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν του ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, τὸ ὁποῖο ὁδηγεῖ σὲ ἔργα αὐτοθυσίας καὶ ἀγάπης, προξενεῖ ἐπίσης καὶ μία ἀναπόφευκτη διαίρεση, ἐπιφέροντας μάλιστα διάσταση ἀκόμη καὶ ἐντὸς τῆς ἴδιας τῆς οἰκογένειας μεταξὺ τῶν μελῶν αὐτῆς. Ἡ προτεραιότητα τῆς ἀγάπης πρέπει ὡς γνωστὸν νὰ εἶναι γιὰ τὸν Θεό, καὶ μετὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους. Μόνον ἐν Χριστῷ μποροῦμε νὰ ἀγαπήσουμε ἀληθινὰ καὶ πραγματικά. Ὅμως, ὅσοι δὲν ἀγαποῦν τὸν Θεὸ μὲ ὅμοιο τρόπο, ὀρθοδόξως καὶ ἀπὸ καρδίας, ἀναμένεται νὰ στρέφονται ἐναντίον τῶν ὑπολοίπων ποὺ κάνουν αὐτό, καὶ τοῦτο συμβαίνει ἐκτὸς τῶν ἄλλων διότι ἐλέγχονται ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους.

            Βέβαια, ἡ ὑποχρέωση ἀγάπης καὶ σεβασμοῦ γιὰ τὰ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογένειας, ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ ἀντιφρονοῦντα, ἰσχύει πάντοτε καὶ μόνον ὅταν ἀπαιτοῦν πράγματα ποὺ εἶναι ἀντίθετα ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ὑπάρχει ἄρνηση συμμορφώσεως, ἐφ’  ὅσον γνωρίζουμε ὅτι πρέπει τότε νὰ πειθαρχοῦμε στὸν Θεὸ μᾶλλον παρὰ στοὺς ἀνθρώπους (πρβλ. Πράξ. 5:29).

            Στὸ πνεῦμα αὐτό, οἱ κοινωνικὲς ὑποχρεώσεις τῶν Ὀρθοδόξων μελῶν μιᾶς οἰκογένειας ἔναντι τῶν εὐχάριστων ἤ δυσάρεστων γεγονότων τῶν ὑπολοίπων μελῶν, ἤ γενικὰ τῶν συγγενικῶν καὶ φιλικῶν προσώπων, πρέπει νὰ τηροῦνται σὰν ἔκφραση τιμῆς καὶ συμπαθείας. Ὅμως, ἄν πρόκειται γιὰ ὑποχρέωση συμμετοχῆς σὲ λατρευτικὴ ἐκδήλωση σὲ χῶρο μὴ ἐπιτρεπόμενο σύμφωνα μὲ τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, τότε αὐτὸ πρέπει νὰ ἀποφευχθεῖ. Ὡς ἕνα σημεῖο δὲν δυνάμεθα νὰ μὴν ἐπιδείξουμε κατανόηση καὶ συγκατάβαση. Γιὰ παράδειγμα, σὲ μία τέτοια περίπτωση δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποφευχθεῖ κοινὸ γεῦμα, ἤ παροχὴ φιλοξενίας σὲ πρόσωπο μὲ τὸ ὁποῖο δὲν ἐπιτρέπεται ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία. Αὐτὸ ποὺ συνιστᾶται νὰ ἀποφευχθεῖ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ λατρευτικὴ ἐπικοινωνία ἰδίως σὲ ἀλλότριο χῶρο λατρείας.

            Τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι τὰ Ὀρθόδοξα μέλη σὲ μιὰ οἰκογένεια ὀφείλουν νὰ δίδουν μαρτυρία Ἀληθείας μὲ τὸ παράδειγμά τους περισσότερο, μὲ κατανόηση, ἀγάπη καὶ ὑπομονή, παρὰ μὲ τὰ λόγια. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ προσωπικὴ προσευχὴ γιὰ τὰ μὴ ὀρθόδοξα μέλη πρέπει νὰ ἐκπηγάζει εἰλικρινὰ ἀπὸ καρδίας μήπως δώσει ὁ Κύριος ἐπίγνωση καὶ ἐπιστροφὴ στὸν πατρικὸ Οἶκο.

            Ἡ διαφορὰ στὴν πίστη δὲν ἐμποδίζει κάθε ἄλλη ἀπὸ κοινοῦ δραστηριότητα τῆς ζωῆς σὲ πνεῦμα οἰκογενειακῆς ἀγάπης καὶ θαλπωρῆς. Σὲ κατηγορίες ἤ εἰρωνίες, τὰ Ὀρθόδοξα μέλη ὀφείλουν νὰ δεικνύουν ἀνωτερότητα καὶ νὰ μὴν ἀνταποδίδουν κακὸν ἀντὶ κακοῦ. Σὲ προκλήσεις γιὰ τὴν Ἀλήθεια τῆς Πίστεως χρειάζεται ἡ διάκριση γιὰ τὸ τὶ λέγουμε, πότε τὸ λέγουμε καὶ πῶς τὸ λέγουμε.

            Νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ διάκριση καὶ θὰ μᾶς καταπέμπει τὰ ἀναγκαῖα, ὅταν διατελοῦμε σὲ κατάσταση πνευματικῆς ἐγρηγόρσεως.

3. Αὐτοὶ ποὺ ἑνώνονται στὴν Ἐκκλησία μας, εἴτε προερχόμενοι ἀπὸ τὴν «ἐπίσημη Ἐκκλησία» εἴτε ἀπὸ τὸν Παπισμὸ ἤ Προτεσταντισμό, ἀντιμετωπίζουν τὴν ὑποχρέωση νὰ τηρήσουν τοὺς Ὀρθόδοξους κανόνες νηστείας. Ποιά συμβουλὴ δίδετε γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσετε στὴν ἐκπλήρωση τοῦ Χριστιανικοῦ αὐτοῦ καθήκοντος;

            Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἰσχυρὰ βοηθήματα ποὺ μᾶς ἔχουν δοθεῖ γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ προοδεύσουμε στὴν ἐν Χριστῶ ζωὴ εἶναι ἡ νηστεία, διότι ἀποτελεῖ ὁδὸ καὶ μέσον γιὰ τὴν διευκόλυνση τῆς θεώσεως καὶ σωτηρίας τοῦ ὅλου ἀνθρώπου.

            Γι’ αὐτὸ καὶ μόνον σοβαρὴ ἀσθένεια δύναται νὰ τὴν μετριάσει, μὲ ὑπόδειξη βεβαίως εὐλαβοῦς ἰατροῦ καὶ κατόπιν συμβουλῆς τοῦ Πνευματικοῦ πατρὸς ἑκάστου.

            Ἡ νηστεία δὲν εἶναι μιὰ μορφὴ ἁπλῆς δίαιτας, γιὰ λόγους ὑγείας καὶ εὐεξίας τοῦ ὀργανισμοῦ, ἄν καὶ ἔχει καὶ αὐτὴ τὴν διάσταση. Οὔτε ἀποτελεῖ κάποιο ἠθικὸ ἐπίτευγμα, ἕνα μέσο κυριαρχίας ἐπὶ τῶν ἐνστίκτων, κάτι ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη μόνον θέληση καὶ προσπάθεια.

            Ἡ νηστεία εἶναι κάτι βαθύτερο καὶ οὐσιαστικότερο. Ἀποτελεῖ μία ἔμπρακτη ἐκδήλωση μετανοίας, φανερώνει τὴν ὑπακοὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν θεία Ἐντολή, ἐκφράζει τὴν ταπείνωση τοῦ πλάσματος, τὸ ὁποῖο ἀναγνωρίζει τὴν ἀνεπάρκειά του, ὥστε νὰ δεχθεῖ τὴν δωρεὰ τῆς Χάριτος καὶ νὰ μεταμορφωθεῖ ψυχοσωματικὰ σὲ ὕπαρξη ἀνοικτὴ στὴν θεία Ἐνέργεια.

            Ἡ ἡμέρα ἤ ἡ περίοδος τῆς νηστείας εἶναι συνδεδεμένη ἀπαραιτήτως μὲ τὴν ἔνδειξη φιλανθρωπίας καὶ ἐλεημοσύνης πρὸς τὸν πλησίον, διότι διαφορετικὰ χάνει τὴν ἀξία καὶ δύναμή της.

            Χωρὶς τὴν νηστεία δὲν ἔρχονται εὔκολα δάκρυα μετανοίας. Χωρὶς νηστεία καὶ ταπείνωση δὲν δύναται ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀνέλθει στὴν κλίμακα τῆς ὄντως ἱερᾶς προσευχῆς. Ἡ νηστεία συνδεδεμένη μὲ τὴν προσευχὴ ἀποτελοῦν, σύμφωνα μὲ τὸν Κύριό μας (βλ. Ματθ. 17:21), τὸν τρόπο ἐκδιώξεως τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Οἱ δαίμονες δὲν φοβοῦνται τὸν ἄνθρωπο ὅσο ἡ πίστη του εἶναι θεωρητικὴ καὶ ἀρκεῖται μόνον στὰ λόγια περὶ Θεοῦ καὶ σωτηρίας. Τρέμουν ὅμως καὶ φυγαδεύονται ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίσει νὰ ἐφαρμόζει τὴν πίστη του στὴν πράξη καὶ ὅταν ἀποδύεται σὲ ἀγῶνα προσευχῆς καὶ νηστείας.

            Ἡ νηστεία, σύμφωνα μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο, ἔχει ἴδια ἡλικία μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, διότι εἶναι ἡ ἐντολὴ ποὺ δόθηκε στοὺς Πρωτοπλάστους στὸν Παράδεισο. Ὅμως, αὐτοὶ δὲν τὴν ἐτήρησαν καὶ ἐξεβλήθησαν τοῦ Παραδείσου. Ἄν λοιπὸν ἐπιθυμοῦμε νὰ ἐπανέλθουμε εἰς αὐτόν, δὲν ἔχουμε ἄλλον τρόπο παρὰ διὰ μέσου τῆς νηστείας. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν παρακάμψουμε.

            Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μεγάλος Ὅσιος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας τὸν ΙΘ’ αἰῶνα Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ τόνιζε, ὅτι ὅποιος δὲν νηστεύει, αὐτὸς δὲν εἶναι Χριστιανός!

            Ὅσο δύσκολη κι ἄν φαίνεται ἡ νηστεία γιὰ κάποιον ποὺ συνήθισε νὰ εἶναι κρεατοφάγος καὶ γενικῶς νὰ καταλύει τροφὲς ἀρτύσιμες, μὲ τὴν θεία ἐνίσχυση καὶ βοήθεια, ὅταν τὴν ζητήσει εἰλικρινὰ καὶ ἀπὸ καρδίας, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀποφασιστικὴ προσπάθεια, ἡ ἐντολὴ αὐτὴ γίνεται ὄχι μόνον δυνατὴ καὶ ὠφέλιμη, ἀλλὰ καὶ εὔκολη καὶ εὐχάριστη.

4. Ὑπάρχει ἕνα μεγάλο πρόβλημα στὸ ἐξωτερικὸ μὲ τοὺς μικτοὺς γάμους· οἱ στατιστικὲς δείχνουν ὅτι στοὺς ἕνδεκα μικτοὺς γάμους, οἱ ὁποῖοι τελοῦνται στὴν «ἐπίσημη ἐκκλησία», μόνον μία οἰκογένεια δὲν καταλήγει νὰ μεταστραφεῖ στὸν Παπισμό. Τί πρέπει νὰ κάνει ἕνα μέλος μιᾶς τέτοιας οἰκογένειας, ὅταν αὐτὸς/αὐτὴ πεισθεῖ εἰλικρινὰ ὅτι πρέπει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς;

            Τὸ πρόβλημα τῶν μικτῶν γάμων εἶναι πολὺ ἔντονο στὴν ἐποχή μας, ὄχι μόνο στὴν λεγόμενη διασπορά, ἀλλὰ καὶ στὰ παραδοσιακὰ ὀρθόδοξα χριστιανικὰ κράτη. Μόλις πρόσφατα ἄκουσα σὲ συνέντευξη ὑψηλοβάθμου κληρικοῦ, ὅτι στὴν Ἀμερική, στὴν ἐκεῖ ἑλληνικὴ ἀρχιεπισκοπὴ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου (βαθύτατα οἰκουμενιστική), τὸ 85 % τῶν τελουμένων γάμων εἶναι μικτοί, ἤ ὅπως λέγονται στὴν ἐκεῖ ὁρολογία interfaith marriages.

            Ὁ λεγόμενος μικτὸς γάμος ἑνὸς μέλους ποὺ ἀνήκει στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ ἕτερο μέλος ποὺ ἀνήκει σὲ κάποια αἵρεση, εἶναι ὡς γνωστὸν ἀπαγορευμένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας διὰ τοῦ 72ου Ἱεροῦ Κανόνος τῆς Ἁγίας Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καὶ τοῦτο, διότι οἱ μὴ ἀνήκοντες στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἔχουν μυστηριακὴ χάρη, καὶ μάλιστα τὸ ἅγιον Βάπτισμα. Ὁ Γάμος ἐπιτρέπεται μόνον κατόπιν μεταστροφῆς τοῦ ἑτεροδόξου μέλους στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ αὐτὴ ἡ μεταστροφὴ πρέπει νὰ εἶναι συνειδητή, καὶ ὄχι λόγῳ ἀνάγκης. Διότι, πῶς μποροῦν νὰ λάβουν κοινὴ εὐλογία καὶ νὰ μοιρασθοῦν τὰ πάντα στὴν ζωή τους ἀπὸ κοινοῦ, σὰν μία σάρκα, δύο ἄνθρωποι, ἕνας ἄνδρας καὶ μία γυναίκα, οἱ ὁποῖοι διαφωνοῦν στὸ πρῶτο καὶ κύριο, δηλαδὴ στὴν ὀρθὴ ἀντίληψη περὶ Θεοῦ καὶ αἰωνίου σωτηρίας; Πῶς μποροῦν νὰ συναφθοῦν σώματα, ὅταν ἀντιμάχονται οἱ ψυχές;

            Στὴν ἐποχή μας, ἡ δῆθεν κατ’ οἰκονομίαν ἀποδοχὴ τῶν μικτῶν γάμων ἀπὸ τὶς Οἰκουμενιστικὲς κατ’ ὄνομα ὀρθόδοξες δικαιοδοσίες τοῦ Νέου ἤ τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου, στηρίζεται ἀκριβῶς στὸ ἐδῶ καὶ ἕναν αἰῶνα διαμορφωθὲν Οἰκουμενιστικὸ κλῖμα, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο δὲν γίνεται πλέον λόγος γιὰ αἱρετικοὺς ἤ σχισματικούς, ἀλλὰ γιὰ δῆθεν «βαπτισμένους Χριστιανοὺς ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν». Μία ἀπὸ τὶς κακοδοξίες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὅτι διευρύνει τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας πέραν τῶν Κανονικῶν-Ὁμολογιακῶν, στὰ λεγόμενα «βαπτισματικά», μὲ ἀναγνώριση κάθε εἴδους βαπτίσματος τὸ ὁποῖο τελεῖται στὸ Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀσχέτως ὑπάρξεως ὀρθῆς Πίστεως, μυστηριακῆς ὑποστάσεως, ἱερωσύνης, ἀλλὰ καὶ τρόπου καὶ τύπου τελέσεώς του. Καὶ τοῦτο διότι, σὺν τοῖς ἄλλοις, οἱ λεγόμενες ἐπίσημες ὀρθόδοξες ἐκκλησίες ἔχουν νοθεύσει τὸν τύπο τοῦ Βαπτίσματος, ἐκτὸς σπανίων ἐξαιρέσεων, κατ’ ἐπίδρασιν προφανῶς τῆς πρακτικῆς τῶν αἱρετικῶν.

            Ἄν λοιπὸν ἕνα μέλος ζεύγους, τὸ ὁποῖο συνδέθηκε μὲ ἀντικανονικὸ μικτὸ γάμο, ἐπιθυμεῖ νὰ προσέλθει καὶ νὰ ἐνταχθεῖ στὴν Γνησία Ὀρθοδοξία, θὰ πρέπει νὰ ἐξετασθεῖ προσεκτικὰ ἡ περίπτωσή του ἀπὸ τὸν ἐντεταλμένο Πνευματικὸ πατέρα, ὁ ὁποῖος ἐπίσης θὰ πρέπει νὰ συμβουλευθεῖ τὸν Ἐπίσκοπό του, προκειμένου νὰ ὁρισθεῖ ἡ ἀπαιτούμενη διαδικασία ἐντάξεως. Ἐπ’ αὐτοῦ δὲν παρέχεται ἕνας γενικὸς τύπος, ἀλλὰ τὸ θέμα ρυθμίζεται κατὰ περίπτωσιν.

5. Ποιὰ εἶναι ἡ ἄποψή σας γιὰ τὴν γλῶσσα ποὺ χρησιμοποιεῖται στὶς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ζήτημα τῶν μεταφράσεων τῶν λειτουργικῶν κειμένων στὶς σύγχρονες γλῶσσες;

            Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος μὲ τὴν ἐπινόηση τοῦ σλαβονικοῦ ἀλφαβήτου καὶ τὴν ὀργάνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ λατρείας στὴν γλῶσσα τῶν γηγενῶν κατοίκων τῆς Μοραβίας κατὰ τὸν Θ’ αἰῶνα, γνωρίζουμε ὅτι ἀντιτάχθηκαν ἀποφασιστικὰ στὴν λανθασμένη θεώρηση ὅτι ὑπάρχουν δῆθεν «ἱερὲς γλῶσσες» καὶ ὅτι μόνο μέσῳ αὐτῶν λατρεύεται ὁ Θεός. Ὑποστήριξαν ὅτι κάθε λαὸς λατρεύει τὸν Θεὸ στὴν γλῶσσα του, ὅπως τονίζεται στὴν Ἁγία Γραφὴ (βλ. Ψαλμ. 95:1, Ψαλμ. 116, Μάρκ. 16:17, Φιλιπ. 2:11 κ.λπ.).

            Τὸ θέμα τῆς γνώσεως καὶ κατανοήσεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ γενικὰ τοῦ λόγου τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο κάθε τόπου καὶ κάθε ἐποχῆς εἶναι πράγματι σημαντικό. Ὅμως, τὸ καθοριστικὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι γιὰ τὴν ποιότητα τῆς μεταφράσεώς του στὴν μία ἤ τὴν ἄλλη σύγχρονη γλῶσσα, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἔννοια τῆς κατανοήσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀντίληψη.

            Ἡ κατανόηση τῆς γλώσσας τῶν ἱερῶν κειμένων στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι θέμα πρωτίστως γνωστικὸ καὶ ἐγκεφαλικό, ἀλλὰ βαθύτατα πνευματικό. Βεβαίως, γιὰ νὰ ἐπέλθει πνευματικὴ κατανόηση, εἶναι ἀνάγκη πρωτίστως νὰ ὑπάρξει γνωριμία μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὴν διδασκαλία, τὴν κατ’ ἰδίαν μελέτη καὶ τὴν χρήση του στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν Θεία Λειτουργία.

Ἡ ἐπίτευξη αὐτῶν τῶν σκοπῶν προϋποθέτει πράγματι τὴν μετάφραση τῶν ἱερῶν κειμένων στὴν γλῶσσα τῆς κάθε περιοχῆς, κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Ἱεραποστόλων τῆς Πίστεώς μας. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλὸ καὶ εὔκολο ἔργο, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἐκπονεῖται μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε νὰ διασώζεται ἡ ἱερότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας. Ἡ χρησιμοποιούμενη γλῶσσα στὰ ἱερὰ Κείμενα ὀφείλει νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὴν πεζὴ καὶ καθημερινή της ἐκδοχή, ὥστε νὰ ἀποτελεῖ μὲν τὴν καθομιλούμενη γλῶσσα τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ σὲ κάποιο ἀνώτερο καὶ ἱεροπρεπὲς ἐπίπεδο.

            Ὅμως, τὸ πιὸ σπουδαῖο καὶ σημαντικὸ εἶναι ὅτι γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ πνευματικὴ καὶ ὄχι ἁπλῶς γνωστικὴ κατανόηση τῶν ἱερῶν Κειμένων, ἡ ἔμφαση πρέπει νὰ δοθεῖ ὄχι τόσο στὴν ἀπόκτηση ἐξωτερικῶν γνώσεων (ἄν καὶ ἡ ἀναγκαία λειτουργικὴ Κατήχηση δὲν δύναται νὰ παραβλεφθεῖ), ἀλλὰ στὴν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ καλλιέργεια τῶν ἀποδεκτῶν-ἀκροατῶν, δηλαδὴ στὸ ἐπίπεδο καθάρσεώς τους ἀπὸ τὰ πάθη καὶ διανοίξεώς τους στὴν θεία Χάρη.

            Γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ τοῦτο, ὁ πιστὸς ἄνθρωπος εἶναι ἀπαραίτητο νὰ μὴν εἶναι παράλληλα ἀνοικτὸς στὸν ἄμεσο ἐπηρεασμὸ τοῦ πονηροῦ διαβόλου, στὰ νοήματα καὶ τὶς πλεκτάνες του, στοὺς λογισμοὺς ποὺ ἐκεῖνος σπέρνει γιὰ νὰ τὸν ἀποπροσανατολίσει.  Εἶναι δηλαδὴ ἀνάγκη νὰ γνωρίζει κατὰ κάποιον τρόπο, μὲ τὴν βοήθεια ἐμπείρου Πνευματικοῦ πατρός, τὴν νηπτικὴ-ἡσυχαστικὴ μέθοδο ἀποδιώξεως τῶν κακῶν λογισμῶν καὶ προφυλάξεως τῆς καρδιᾶς του ἀπὸ ἐμπαθῆ νοήματα, προκειμένου νὰ διατηρεῖ καθαρὸ τὸ ἔσοπτρο (τὸν καθρέπτη) τῆς ψυχῆς του, ὥστε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ νὰ γίνεται κατανοητὸς μέσα του, ὄντως νὰ σπείρεται, νὰ προσλαμβάνεται καὶ νὰ ἀφομοιώνεται.

            Αὐτὸ ποὺ προσλαμβάνουμε, ἡ θεία σπορά, χρειάζεται καλλιέργεια γιὰ νὰ δώσει καρπό, διότι δὲν πρόκειται γιὰ κάποια πρόχειρη καὶ εὔκολη διεργασία, ἀλλὰ γιὰ ἐπίπονη καὶ εὐαίσθητη. Γιὰ νὰ ριζώσει καὶ καρποφορήσει ἐντός μας ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ χρειάζεται ἐργασία εἰς βάθος μὲ ἀγῶνα καὶ προσευχή. Γιὰ νὰ παραμείνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μέσα μας καὶ γιὰ νὰ ἀποφέρει πλούσια καρποφορία, ἀπαιτεῖται ἡ μὴ προσκόλλησή μας στὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου, στὰ χρήματα, στὶς ἡδονές, στὸ κοσμικὸ φρόνημα, στὰ πάθη. Διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐχθρικὰ καὶ ἀποξενώνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν δυνατότητα κατανοήσεως καὶ προσλήψεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ βεβαίως ἐφαρμογῆς του.

            Μὲ προσοχὴ καὶ ἐπιμονὴ ὁ πιστὸς καὶ φρόνιμος δοῦλος τοῦ Θεοῦ λαμβάνει τὴν χάρη μέσα στὴν ἁγία ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας νὰ κατανοεῖ τὰ λεγόμενα καὶ τελούμενα καὶ νὰ αὐξάνει σὲ θεία γνώση καὶ αἴσθηση. Ἄρα, τὸ πρόβλημα μὴ κατανοήσεως τῆς γλώσσας τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔγκειται στὴν καλὴ ἤ ὄχι μετάφραση στὴν σύγχρονη ἐκδοχὴ αὐτῆς κάθε τόπου καὶ περιοχῆς, ἀλλὰ ἑστιάζεται ἐντὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὡς πρὸς τὴν πνευματική του πρόοδο καὶ ἀντιληπτικότητα. Χρειάζεται βαθιὰ ἀλλαγὴ καὶ πνευματικὴ καλλιέργεια μέσα μας, γιὰ νὰ κατανοοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν φυλάσσουμε καὶ νὰ τὸν τηροῦμε αἴσια καὶ καρποφόρα.

6. Ὑπάρχουν μερικοί, οἱ ὁποῖοι -εἴτε ἀπὸ ἔλλειψη θάρρους εἴτε ἀπὸ μία λανθασμένη κατανόηση τῶν Ἁγίων Πατέρων- ἤ παραμένουν στὴν «ἐπίσημη Ἐκκλησία» ἤ ἁπλῶς δὲν μνημονεύουν (ἀποτειχίζονται) μετὰ τὴν λεγομένη Σύνοδο τῆς Κρήτης (Κολυμβάρι, 2016). Ἐντούτοις, δὲν ἀποφασίζουν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, διότι ὅταν ἦταν σὲ κοινωνία μὲ τὴν Οἰκουμενιστικὴ ἱεραρχία εἶχαν ἐμπειρία τῆς δράσεως τῆς θείας Χάριτος (γιὰ παράδειγμα, ὅταν ἐδέχοντο τὸ Βάπτισμα διὰ καταδύσεων σὲ περίπτωση μεταστροφῆς ἀπὸ τὸν Παπισμό). Πῶς βλέπετε αὐτὸ τὸ θέμα;

            Ὑπάρχουν πράγματι κάποιοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι μετὰ μάλιστα τὴν σύνοδο τῶν Οἰκουμενιστῶν στὴν Κρήτη τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016, προβαίνουν στὴν ἀπόδειξη τῆς κακοδοξίας της, ἀλλὰ πιστεύουν ἐσφαλμένα ὅτι αὐτὸ δὲν ἐμποδίζει τὴν κοινωνία τους μὲ τοὺς κακοδόξους, στὴν προοπτικὴ ὅτι κάποτε στὸ μέλλον θὰ συγκληθεῖ ἄλλη δῆθεν ὀρθόδοξη σύνοδος, ἡ ὁποία θὰ διορθώσει τὶς λανθασμένες ἐκφράσεις κάποιων κειμένων τῆς συναθροίσεως στὴν Κρήτη. Αὐτὴ ἡ ἐπιλογὴ εἶναι ἀσυνεπὴς καὶ συνιστᾶ ἐν γνώσει κοινωνία μὲ τοὺς κακοδόξους, κάτι τὸ ἀπορριπτέο καὶ καταδικαστέο ἀπὸ τὴν Πατερικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (βλ. Μ. Ἀθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, Ἅγιος Μᾶρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικὸς κ.λπ.).

            Εἶναι καὶ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς διέκοψαν τὴν κοινωνία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ παραμένουν σὲ Ἀποτείχιση, μερικὴ ἤ ὁλική, ἀλλὰ δὲν δίνουν βαρύτητα στὸ Ἡμερολογιακὸ θέμα· αὐτοί, ἄν καὶ πεπεισμένοι Ἀντι-οικουμενιστές, ἀδυνατοῦν νὰ ἀναγνωρίσουν τὸ πασιφανές, ὅτι ἡ Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία, ἡ ὁποία καταδικάσθηκε ἀπὸ Πανορθοδόξους Συνόδους τοῦ ΙΣΤ’ αἰῶνος, ἐφαρμόσθηκε τὸ 1924 ἀντικανονικῶς, μονομερῶς καὶ παρανόμως ἀπὸ μερικὲς τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, παρὰ τὴν ἀντίδραση τῶν λοιπῶν, εἰς ἐκπλήρωσιν τῶν σκοπῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ Διάγγελμα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1920, πρὸς ἐπίτευξιν συνεορτασμοῦ μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε νὰ καταστεῖ ὁρατὴ ἡ δῆθεν ὑπάρχουσα ἀόρατη ἑνότητα μεταξύ τους.

            Ἀλλὰ τὸ Ἡμερολογιακὸ θέμα εἶναι ἀδιάσπαστα συνδεδεμένο μὲ τὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔγινε μὲ δική του ἔμπνευση, χάριν αὐτοῦ, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαχωρισθεῖ καὶ νὰ θεωρηθεῖ ὡς θέμα ἐπουσιῶδες καὶ ἀδιάφορο. Ἡ κατανόηση αὐτῆς τῆς διαπιστώσεως εἶναι θέμα πληροφορίας ὄχι διανοητικῆς, ἀλλὰ καρδιακῆς. Οἱ εἰλικρινεῖς καὶ ταπεινοὶ ἄνθρωποι, οἱ ὄντως ἐραστὲς τῆς Ἀληθείας, πιστεύω ὅτι λαμβάνουν θεία πληροφορία καὶ προσεγγίζουν τὴν Ἐκκλησία μας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἡ ὁποία διακρατεῖ τὴν «ὀρθὴν καὶ σωτήριον τῆς Πίστεως ὁμολογίαν» (Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητὴς) μὲ ἐκκλησιολογικὴ πληρότητα καὶ καθολικότητα.

            Ἐμεῖς γνωρίζουμε ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως, ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη στὴν ἀνόθευτη μορφή της, καὶ ἡ κανονικὴ βεβαίως ἀποστολικὴ διαδοχή, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Μυστηριακὴ πληρότητα καὶ μάλιστα ἡ Θεία Εὐχαριστία, δηλ. ὁ ὅλος καὶ ἀκέραιος Χριστός, μὲ τὸν ἄπειρο πλοῦτο τῶν θείων δωρεῶν Του καὶ τὴν ἄπειρη δύναμη καὶ ἀγαθότητά Του, ὥστε νὰ πραγματοποιεῖται ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὁλοκληρωτικὴ ἕνωση μαζί Του.

            Ὅπου ἡ Ὁμολογία τῆς Πίστεως ἀλλοιώνεται, ὅπως συμβαίνει μὲ τὴν κακοδοξία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τότε πλήττονται ταυτοχρόνως καὶ ἡ ἐκκλησιαστικότητα καὶ ἡ μυστηριακὴ πληρότητα, διότι αὐτὰ εἶναι ἀλληλένδετα καὶ ἀδιαχώριστα. Ἡ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν ἀποκαλυφθεῖσα Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ὁδηγεῖ σὲ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία (βλ. Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου, § 3).

Ἡ σωτηριώδης Χάρη, οἱ Ἄκτιστες Ἐνέργειες, παρέχονται μόνον στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία διατηρεῖ-διακρατεῖ τὴν Πίστη ἀναλλοίωτη καὶ τὴν Παράδοση ἀνόθευτη. Σωτηρία σημαίνει μετοχὴ στὶς θεῖες Ἐνέργειες, μὴ ἐκδηλούμενες ὅμως ὅπου ἐπικρατοῦν κακοδοξίες λόγῳ ὑπερηφανίας καὶ πλάνης τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δὲν τηροῦν τὰ παραδεδομένα ὡς φύλακες, μὲ ὑπακοή, ταπείνωση καὶ ἀγάπη, ἀλλὰ στὸ ὄνομα μιᾶς ψευδοῦς ἀγάπης, χωρισμένης ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, κατασκευάζουν δικές τους ἐπινοήσεις καὶ θεωρίες περὶ Ἐκκλησίας καὶ Σωτηρίας, ἀσύμφωνες καὶ ἀντίθετες πρὸς τὴν διαχρονικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας.

Τοῦτο βεβαίως καλὸν εἶναι καὶ ἀσφαλὲς νὰ διακηρύσσεται διαπιστωτικῶς καὶ τελεσιδίκως ἀπὸ Μεγάλη Γενικὴ Σύνοδο τῶν ἀληθινῶν Ὀρθοδόξων Ποιμένων, σύμφωνα μὲ τὴν Κανονικὴ Παράδοση καὶ Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας.

               Ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Ἐλέους καὶ τῆς Προνοίας Του γιὰ ὅλη τὴν κτίση, καλεῖ στὴν σωτηρία ἐντὸς τοῦ Μοναδικοῦ Σώματός Του «πάντας ἀνθρώπους». Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς φθάνουν στὴν ἐπίγνωση τῆς Ἀληθείας σταδιακά, καὶ μάλιστα σὲ καιρὸ οἰκουμενικῆς συγχύσεως σὰν τὸν δικό μας. Ἡ πιθανὴ δράση τῆς θείας Χάριτος σὲ χώρους ἀμφιβόλους καὶ πάσχοντας -ἄν μή τι ἄλλο γιὰ τὴν ἀνοχὴ ἤ κοινωνία τους μὲ τοὺς φιλαιρετικοὺς ἤ αἱρετικοὺς- ὅταν αὐτὸ συμβαίνει, σκοπὸ ἔχει προφανῶς νὰ ὁδηγήσει τοὺς ἀποδέκτες αὐτῆς ὄχι σὲ μία ἐπανάπαυση, ὅτι ἔφθασαν στὸ πλήρωμα τῆς Ἀληθείας, ἀλλὰ σὲ μία βαθύτερη κατανόηση καὶ μία περαιτέρω ὤθηση, ὥστε νὰ εἰσέλθουν ἐκεῖ ὅπου αὐτὴ ὁμολογεῖται καὶ τηρεῖται ἐπακριβῶς λόγῳ καὶ ἔργῳ. Ὅταν ἀποκτᾶς χάριτι Θεοῦ ἐπίγνωση ὅτι ἐκεῖ ποὺ εἶσαι ὑπάρχει ἄμεση ἤ ἔμμεση συμμετοχὴ στὴν ὁδὸ τῆς ἀποστασίας, τότε πλέον καθίστασαι ὑπεύθυνος γιὰ τὶς ἐπιλογές σου.

            Ἡ ἀποκάλυψη τῆς θείας Ἀληθείας στοὺς δεκτικοὺς αὐτῆς δὲν γίνεται βέβαια μὲ τρόπο ἐξαναγκαστικό, ἀλλὰ θεοπρεπῆ καὶ παρακλητικό, γιὰ προσάρτησή τους στὴν ὄντως Ὀρθοδοξία, σὰν σὲ ἀσφαλὲς λιμάνι σωτηρίας στὸ πέλαγος τοῦ παρόντος βίου, μὲ δυνατότητα τέλειας γνώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ μετοχῆς στὶς θεοποιὲς Ἐνέργειές Του.

            Εἴθε τοῦτο νὰ συμβεῖ μὲ κάθε καλοπροαίρετο καὶ εἰλικρινῆ ἐρευνητὴ καὶ ἀναζητητὴ τῆς θείας Ἀληθείας καὶ Σωτηρίας, οἱ δὲ Ὀρθόδοξοι νὰ διατηρηθοῦμε ἐν τῇ Χάριτι καὶ νὰ αὐξηθοῦμε ἐν Αὐτῇ!

(Τὰ ἐρωτήματα ὑπέβαλαν πρὸ ἀρκετοῦ καιροῦ πιστοί μας τῆς Ἱερᾶς Ἐπισκοπῆς Μοραβίας
στὴν Κεντρικὴ Εὐρώπη, τῆς ὁποίας ὁ Σεβ. Λαρίσης κ. Κλήμης τυγχάνει Τοποτηρητής.
Γιὰ τὴν παράθεση ἐνταῦθα ὑπέστησαν ἐλαφρὰ διασκευή)

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

ΠΩΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΘΕΙΑ ΕΥΛΟΓΙΑ (Ὁμιλία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτη Λαρίσης & Πλαταμῶνος κ.Κλήμεντα)

 

Ὁμιλία Κυριακῆς ΣΤ’ Ματθαίου

Ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα στὸν Καθεδρικὸ Ἱερὸ Ναὸ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Λαρίσης, τὴν Κυριακή, 3/16-7-2023, μὲ τίτλο: «Πῶς ἔρχεται θεία εὐλογία».

Τρίτη 27 Ιουνίου 2023

Ἐπέτειος 100 ἐτῶν ἀπὸ τὸ Μεταξακικὸ «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ 1923 (του Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντος)

 

+ Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος Κλήμεντος

Α. Ἐκκλησιοµάχος Οἰκουµενισµὸς καὶ Ἡµερολογιακὸ Θέµα

     ΩΣ ΓΝΩΣΤΟΝ, οἱ ἅγιες Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Σύνοδοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἦταν ἀνέκαθεν Σύνοδοι τῆς Παραδόσεως, γιὰ τὸν λόγο δὲ τοῦτο εἶχαν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐπισφράγιση τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Αὐτὸ ἀποτελοῦσε καὶ τὴν ἀσφάλεια τῆς µὴ παρεκκλίσεως καὶ ἐκτροπῆς στὴν πολύµορφη πλάνη τῆς ἀποστασίας.

     Ὅµως, στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος φοβερὴ καταιγίδα ἔπληξε τὴν θεία ὁλκάδα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, καὶ συνεχίζει νὰ τὴν πλήττει δεινῶς. Πρόκειται γιὰ τὴν Ἐκκλησιοµάχο αἵρεση τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, ὁ ὁποῖος στὴν προφανῆ ἀντιπαραδοσιακότητά του, ἀντιμάχεται εὐθέως τὴν Μοναδικότητα καὶ τὴν Σωτηριολογικὴ Ἀποκλειστικότητα τῆς Ἀληθινῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ γῆς, ἤτοι τῆς Ὀρθοδόξου, τοῦ πραγµατικοῦ αὐτοῦ θεοϊδρύτου «ἐργαστηρίου ἁγιότητος» τῶν ἀνθρώπων.

     Οἱ νέοι καινοτόµοι καὶ αἱρετικοὶ Οἰκουµενισταὶ πλήττουν τὴν ἱερὰ Παράδοση µέσῳ τῆς ἐπιθέσεώς τους κατὰ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡµερολογίου καὶ Πασχαλίου, ὡς ἀπαρχὴ τοῦ εὐρυτέρου µεταρρυθµιστικοῦ καὶ κατὰ βάσιν ἀντιεκκλησιαστικοῦ σχεδίου τους, γιὰ µία ἐκκοσµίκευση καὶ ἕναν «ἐκσυγχρονισµό», ὥστε ἡ «µεταλλαγµένη» ἐκκλησία νὰ συναρµόζεται στὴν συγκρητιστικὴ πανθρησκεία καὶ νὰ παραδοθεῖ ἀνενδοίαστα στὴν ἄνοµη κυριαρχία τοῦ Ἀντιχρίστου.  

     Ἡ ἐπιβολὴ τοῦ Οἰκουµενισµοῦ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἄρχισε µὲ τὴν ἀνακίνηση τοῦ ζητήµατος τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Πατροπαραδότου Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡµερολογίου καὶ Πασχαλίου. Οἱ Οἰκουμενιστὲς ἐπικαλέσθηκαν ὡς δικαιολογία ὅτι πρόκειται ἁπλῶς γιὰ διόρθωση ἀστρονοµικοῦ λάθους, ἀλλὰ ὁ πραγµατικὸς σκοπός τους ἦταν ἡ ἐπίτευξη συνεορτασµοῦ µὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Τὸ πρῶτο αὐτὸ σηµαντικὸ βῆµα θὰ ἄνοιγε τὸν δρόµο γιὰ µία σταδιακὴ οἰκουµενιστικὴ διάβρωση, πρᾶγµα ποὺ συμβαίνει ἐδῶ καὶ ἕναν αἰῶνα.

     Τὸ Πάτριο ἤ Ἰουλιανὸ ἤ Παλαιὸ Ἡµερολόγιο ἐχρησιµοποιεῖτο ἀνέκαθεν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὄχι διότι ἦταν τὸ καλύτερο ἤ ἀκριβέστερο ἀστρονοµικὰ καὶ ἐπιστηµονικά. Αὐτὸ βρῆκε ἡ Ἐκκλησία ἐν χρήσει στὴν Ρωµαϊκὴ Πολιτεία καὶ βάσει αὐτοῦ ρύθµισε τὸ Πασχάλιο καὶ τὸ Ἑορτολόγιό της. Ἔτσι, αὐτὸ συµπλέχθηκε µὲ τὴν λειτουργικὴ ζωή της, «συνυφάνθη καὶ ἡγιάσθη»1 καὶ ἀποτέλεσε µέρος τῆς Παραδόσεώς της, ἀποκαλούµενο πλέον Ἐκκλησιαστικόν2.

     Ὅταν τὸν ΙΣΤ΄ αἰῶνα οἱ αἱρετικοὶ Παπικοὶ προσπάθησαν νὰ πείσουν τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ἀποδεχθοῦν τὸ δικό τους νεο-εφεύρετο τότε Γρηγοριανὸ ἤ Παπικὸ Ἡµερολόγιο καὶ Πασχάλιο, οἱ Προκαθήµενοι τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων ἀπέκρουσαν καὶ κατεδίκασαν Συνοδικῶς τὸ Δυτικὸ Ἡµερολόγιο τρεῖς φορὲς σὲ µεγάλες Πανορθοδόξους Συνόδους: τὸ 1583, τὸ 1587 καὶ τὸ 1593 3.

     Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, διακρινόµενοι ἐπὶ σοφίᾳ καὶ εὐρύτητι πνεύµατος, δὲν ἦσαν κατὰ τῆς ἐπιστηµονικῆς ὀρθοφροσύνης, ἀλλὰ στὸ θέµα τοῦ Ἡµερολογίου ἔθεταν ὡς ἀρχὴ τὴν συµφωνία καὶ ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι τὴν ἀκρίβεια τῆς ἰσηµερίας4Γιὰ τὸν λόγο τοῦτον, ἀπὸ τὸν ΣΤ΄ ἤδη αἰῶνα, ὁπότε καθορίσθηκε ἅπαξ διὰ παντὸς τὸ ἑνοποιηµένο ἡµερολογιο-πασχάλιο σύστηµα γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς Ἑορτές, δὲν ὑπῆρξε διάσταση στὸν χρόνο ἑορτασµοῦ τῆς µιᾶς καὶ αὐτῆς Ἑορτῆς στὴν λειτουργικὴ καὶ πνευµατικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας5. Ὅλες οἱ Τοπικὲς Ἐκκλησίες νήστευαν καὶ ἑόρταζαν ἀπὸ κοινοῦ πρὸς αἰσθητοποίησιν τῆς µοναδικότητος, συµφωνίας καὶ ἑνώσεως στὴν Πίστη, στὰ Μυστήρια καὶ στὴν ἐν Χριστῷ ἁγιαστικὴ ζωὴ τῆς Χάριτος.

     Ἡ ἀναζήτησις ἀκριβοῦς ἐπιστηµονικὰ ἡµερολογίου γιὰ χρήση στὴν Ἐκκλησία εἶναι µία µεγάλη πλάνη, καὶ διότι ἐξαρτᾶ τὸν ἑορτολογικὸ κύκλο τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς ἑκάστοτε ἐπιστηµονικὲς ἀνακαλύψεις καὶ ἐξελίξεις, ἀλλὰ καὶ διότι -πρᾶγµα ποὺ εἶναι καὶ τὸ πλέον σηµαντικό- δὲν θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ Κανονικὲς ἀπαιτήσεις τῆς Ἐκκλησίας (βλ. Ἱεροὺς Κανόνες Ζ΄ Ἀποστολικόν, ὡς καὶ Ὅρον Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου βεβαιούµενον ἀπὸ τὸν Α΄ τῆς Ἀντιοχείας), ὥστε τὸ Χριστιανικὸ Πάσχα νὰ µὴ συµπίπτει ποτὲ µετὰ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ, οὔτε βέβαια νὰ προηγεῖται αὐτοῦ, ἀλλὰ πάντοτε νὰ ἕπεται.

     Ὅπως δὲ ὀρθῶς ἔχει παρατηρηθεῖ, ἡ ἀπαγόρευση συνεορτασµοῦ τοῦ Πάσχα µὲ τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο, ἔχει τὴν ἔννοια καὶ τῆς ἀπαγορεύσεως συνεορτασµοῦ µὲ τοὺς ἑτεροδόξους6. Ὁ συνεορτασµὸς προϋποθέτει ταυτότητα καὶ ἑνότητα Πίστεως· ὁπότε, ἡ ἀπόρριψις κοινοῦ ἡµερολογίου µὲ τοὺς ἑτεροδόξους δὲν ὀφείλεται σὲ ἄκαιρο καὶ παράλογο πεῖσµα ἀρνήσεως τῆς ἐπιστηµονικῆς ἀκριβείας καὶ τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ἀλλὰ καθαρὰ σὲ λόγους Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας, οἱ ὁποῖοι τονίζουν τὴν ἀπόλυτη ἀδυναµία συνεορτασµοῦ ἐν ὅσῳ ὑφίσταται οὐσιώδης διαφορὰ Πίστεως.

     Ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ἄρχισε νὰ ἐπιβάλλεται σταδιακὰ καὶ µεθοδικὰ στὸν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶχε ὡς σηµαντικὸ καὶ καθοριστικὸ σταθµὸ στὴν ἐπικράτησή της τὸ δύσφηµο δῆθεν Πανορθόδοξο Συνέδριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1923, τοῦ ὁποίου τὴν θλιβερὴ 100ὴ ἐπέτειο ἀριθµοῦµε κατὰ τὸ τρέχον ἔτος. Αὐτὸ τὸ ἀπαισίας µνήµης Συνέδριο δὲν ἦταν «εἰς οἰκοδοµήν», ἀλλ’ «εἰς καθαίρεσιν»! Ἔσεισε τὸ ἅγιο οἰκοδόµηµα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκλόνισε µὲ κτύπηµα ἰσχυρὸ τὶς ἅγιες καὶ σεπτὲς Παραδόσεις τῆς ἁγίας Πίστεώς µας, προκειµένου νὰ διευκολύνει τὸν ὀλισθηρὸ δρόµο προσεγγίσεως µὲ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ συνεορτασµοῦ µὲ αὐτούς, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ὄχι ἡ «ἑνότητα τῆς Πίστεως»7 ἐν Ἀληθείᾳ, ἀλλὰ τοῦ ψεύδους ἐν πλάνῃ.

Β. Τὸ µοιραῖο πρόσωπο τοῦ Μελετίου Μεταξάκη

     Γιὰ νὰ ἐπιτελεσθοῦν Καινοτοµίες στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ προκληθεῖ σάλος καὶ διαίρεση, χρειάζονται τὰ «κατάλληλα» πρόσωπα, τὰ ὁποῖα νὰ ἔχουν τὸ θράσος καὶ τὴν ἀσέβεια, ὥστε νὰ ἐπιτελέσουν ἔργο καταστροφικό. Ἕνα τέτοιο µοιραῖο πρόσωπο ἀποδείχθηκε καὶ ὁ ἐκ Κρήτης καταγόµενος Μελέτιος Μεταξάκης, πνεῦµα ἀνήσυχο, ὁρµητικὸ καὶ παράτολµο, µὲ ἀναµφισβήτητα µεγάλες καὶ ἐντυπωσιακὲς ἱκανότητες. Νέος κατατάχθηκε στὴν Ἁγιοταφικὴ Ἀδελφότητα στὰ Ἱεροσόλυµα, ἀπὸ ἐκεῖ µετέβη στὴν Δαµασκό, ἐν συνεχείᾳ καὶ πάλι στὰ Ἱεροσόλυµα, ὅπου ἔφθασε µέχρι τὴν θέση τοῦ Ἀρχιγραµµατέως πρὶν νὰ ἐκδιωχθεῖ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, κατόπιν ἐξελέγη Μητροπολίτης Κιτίου στὴν Κύπρο (1910) καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, τὸ 1918, ἐκλήθη νὰ ἀναλάβει τὴν θέση τοῦ Μητροπολίτου Ἀθηνῶν, λόγῳ πολιτικῶν ἀλλαγῶν.

     Ὡς Ἀθηνῶν, ὁ Μελέτιος Μεταξάκης ἔθεσε τὸ 1919 τὸ θέµα µεταβολῆς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡµερολογίου, κατ’ αἴτησιν τῆς Πολιτείας, προκειµένου νὰ συµβαδίζουν Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία ἡµερολογιακῶς ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ, δηλαδὴ τοῦ Γρηγοριανοῦ Παπικοῦ Ἡµερολογίου, µὲ ἐπίκληση λόγων καθαρὰ πρακτικῆς καὶ κοινωνικῆς ἐξυπηρετήσεως8, ἄνευ οὐδεµιᾶς παραδοσιακῆς, θεολογικῆς, λειτουργικῆς, κανονικῆς ἤ ποιµαντικῆς ἀναφορᾶς καὶ δικαιολογήσεως.

     Οἱ Καινοτόµοι-Μεταρρυθµιστές, τύπου Μελετίου Μεταξάκη καὶ τῶν ἀκολούθων του, παλαιῶν καὶ συγχρόνων, σκεπτόµενοι στὴν ἐξέταση τοῦ ἡµερολογιακοῦ θέµατος κοσµικά, ἐπιφανειακὰ καὶ ἄρα λανθασµένα, δὲν παύουν νὰ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ µεταβολὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡµερολογίου «δὲν προσκρούει σὲ δογµατικοὺς καὶ κανονικοὺς λόγους». Τὰ ἴδια ὅµως τὰ γεγονότα τοὺς διαψεύδουν οἰκτρῶς!

     Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1920 κυκλοφόρησε ἡ αἱρετικὴ Ἐγκύκλιος τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», ὁ Καταστατικὸς αὐτὸς Χάρτης τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, ἡ ὁποία προέβλεπε -µεταξὺ ἄλλων- καὶ παραδοχὴ «ἑνιαίου ἡµερολογίου πρὸς ταὐτόχρονον ἑορτασµὸν τῶν µεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν ὑπὸ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν»9. Ἡ ὁµολογία αὐτὴ εἶναι τόσο σαφής, ὥστε νὰ µὴν ἐπιδέχεται παρερµηνεία. Τὰ δὲ ὑποστηριζόµενα περὶ «ἀστρονοµικῆς ἀκριβείας», περὶ «ἀναγκαίας διορθώσεως λάθους» κ.λπ., ὡς καὶ τὰ περὶ ἐντελῶς ἀθώας καὶ ἀκινδύνου ἡµερολογιακῆς µεταβολῆς, ἀποτελοῦν θλιβερὲς ἐπινοήσεις ἀνοήτου ἐξαπατήσεως.

     Στὰ τέλη τοῦ 1920, ὁ Μελέτιος Μεταξάκης ἐξαναγκάσθηκε σὲ παραίτηση ἐξ αἰτίας νέας πολιτειακῆς ἀλλαγῆς καὶ µετέβη στὴν Ἀµερική, ὅπου εἶχε σηµαντικὴ οἰκουµενιστικὴ δράση µὲ τοὺς Ἀγγλικανούς. Μὲ αὐτοὺς εἰδικῶς διατηροῦσε πάντοτε τὶς πλέον θερµὲς σχέσεις ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἀµερικὴ καὶ στὴν Ἀγγλία καὶ στὴν Ἑλλάδα10, τὸ δὲ ἔτος 1922 προέβη στὴν ἀναγνώριση τῆς ἰσχύος τῶν χειροτονιῶν τους. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1922 ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1923 ἄρχισε νὰ προετοιµάζει τὴν ψήφιση, προώθηση καὶ ἐφαρµογὴ τῶν Καινοτοµιῶν, οἱ ὁποῖες ἀπεδείχθησαν ἄκρως ἐπιζήµιες γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, µὲ πρώτη τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡµερολογίου.

     Ἡ σπουδὴ τοῦ Μελετίου στὴν προώθηση Καινοτοµιῶν ἐξηγεῖται ὄχι µόνο λόγῳ τοῦ µεταρρυθµιστικοῦ καὶ ἀντισυντηρητικοῦ χαρακτῆρος του, ἀλλὰ καὶ ἐξ αἰτίας τῆς µασονικῆς ἰδιότητός του, ἡ ὁποία εἶναι ἀδιαµφισβήτητη11. Ἐφ’ ὅσον ἦταν µέλος τῆς ἀντιχρίστου µασονίας ἀπὸ τὸ 1909, ἡ ὁποία ὡς σκοτεινὴ φιλοσοφικο-θρησκευτικὴ ὀργάνωσις εἶναι ἐντελῶς ἀσυµβίβαστη πρὸς τὴν Χριστιανικὴ ἰδιότητα, καὶ τὴν ὁποίαν ὁ Μελέτιος µελέτησε µὲ πάθος καὶ τὴν κατέστησε βίωµά του, εἶναι πλήρως εὐεξήγητη ἡ πορεία καὶ δραστηριότητά του ὡς ὀλετῆρος τῆς Ὀρθοδοξίας.

     Ζηλώσας λοιπὸν δόξαν µεταρρυθµιστοῦ καὶ ἀνατροπέως τῆς Τάξεως καὶ Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, χάριν ἱκανοποιήσεως κοσµικῶν, πολιτικῶν, κοινωνικῶν καὶ φιλαιρετικῶν σκοπῶν, ὁ Μεταξάκης συνεκάλεσε τὸ λεγόµενο «Πανορθόδοξο Συνέδριο» στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ 10 Μαΐου ἕως 8 Ἰουνίου τοῦ 1923.

     Ἡ στιγµὴ καὶ συγκυρία ἦταν ἐντελῶς ἀκατάλληλη γιὰ κάτι τέτοιο. Προηγήθηκε ἡ κατάρρευση τοῦ Μικρασιατικοῦ µετώπου τὸ προηγούµενο µόλις ἔτος 1922 µὲ τὰ τραγικὰ ἐπακόλουθά του τοῦ ξερριζωµοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου ἀπὸ τὶς πατρογονικές του ἑστίες· ἐπικρατοῦσε πολιτικὸς διχασµὸς στὴν Ἑλλάδα µὲ ἐκκλησιαστικὲς συνέπειες· οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἐξ αἰτίας προβληµάτων µεταξύ τους διατελοῦσαν σὲ διάσταση· ἡ Ἐκκλησία στὴν Ρωσία ἐδιώκετο ἀπὸ τοὺς ἀθεϊστές· ἡ Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας ἦταν ἀποκοµµένη τῆς κοινωνίας τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων ἐξ αἰτίας τοῦ ἐθνοφυλετισµοῦ κ.λπ. Ἄρα, οἱ συνθῆκες δὲν ἦταν πρόσφορες, ἀλλὰ µᾶλλον ἐντελῶς ἀποτρεπτικές12.

Γ. Τὸ «Πανορθόδοξον Συνέδριον» τοῦ 1923 καὶ οἱ πικροὶ καρποί του

     Ὁ Μελέτιος δι’ ἐπιστολῆς του ἀπὸ 3.2.1923, καλοῦσε ἀντιπροσώπους τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν γιὰ ἐµπεριστατωµένη µελέτη τοῦ ἡµερολογιακοῦ θέµατος καὶ ἄλλων ζητηµάτων πανορθοδόξου ἐνδιαφέροντος, τὰ ὁποῖα µάλιστα θεωροῦσε ἐπείγοντα. Κωνσταντινούπολη καὶ Ἀθήνα εἶχαν ἤδη δροµολογήσει τὴν Ἡµερολογιακὴ Καινοτοµία καὶ ὁ Μελέτιος, γιὰ νὰ προωθήσει αὐτήν, ἐπικαλοῦνταν λόγους πρακτικοὺς κοινωνικῆς διευκολύνσεως, «ἀλλὰ καὶ πρὸς ἐξυπηρέτησιν… τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος πάντων τῶν ἐπικαλουµένων τῷ ὀνόµατι Κυρίου ἑορταζόντων τὴν αὐτὴν ἡµέραν τὴν Γέννησιν αὐτοῦ καὶ τὴν Ἀνάστασιν». Ἰδοὺ καὶ πάλι ὁ σαφὴς καὶ ἀπροκάλυπτος πραγµατικὸς οἰκουµενιστικὸς σκοπὸς καὶ προσανατολισµός! Ἐπίσης, γίνεται µνεία στὴν δῆθεν ἐξυπηρέτηση διὰ τῆς ἡµερολογιακῆς µεταρρυθµίσεως τῶν µεταναστῶν ἀπὸ Ὀρθόδοξα κράτη στὴν Εὐρώπη καὶ τὴν Ἀµερική, γιὰ νὰ µὴ ζηµιώνονται δῆθεν «τὰ ὑλικὰ αὐτῶν συµφέροντα»13!

      Ὅµως, τὰ Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύµων δὲν συµµετεῖχαν στὸ «Συνέδριο», παρὰ µόνον οἱ Ἐκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως, Σερβίας, Ρουµανίας, Ἑλλάδος καὶ Κύπρου, καὶ µάλιστα οἱ δύο τελευταῖες ὄχι µὲ δικούς τους ἀντιπροσώπους, ἀλλὰ µὲ «δοτὴ» ἐκπροσώπηση. Δύο δὲ Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ἁπλῶς εὑρέθησαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐν Σερβίᾳ ἑδρεύοντες µετανάστες καὶ ἕνας ἀπὸ τὴν Ἀµερικὴ καὶ προσεκλήθησαν «αὐτεπαγγέλτως» ἀπὸ τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο, χωρὶς βεβαίως νὰ εἶναι πραγµατικὰ ἀντιπρόσωποι τῆς ἐν διωγµῷ εὑρισκοµένης Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Συνολικὰ συµµετεῖχαν14 δέκα πρόσωπα τὸν ἀριθµόν, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Μελετίου, ἕξι ἀρχιερεῖς (τρεῖς τοῦ κλίµατος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐκ τῶν ὁποίων γιὰ τοὺς δύο ἄδεται λόγος ἐπίσης περὶ τῆς µασονικῆς τους ἰδιότητος), ἕνας Ἀρχιµανδρίτης (ἐπίσης μασόνος) καὶ τρεῖς λαϊκοί (ἕνας καθηγητὴς θεολογίας, ἕνας γερουσιαστὴς καὶ ἕνας µηχανικός!).

     Ἄρα λοιπὸν ὁ τίτλος του ὡς «Πανορθοδόξου» Συνεδρίου δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν πραγµατικότητα, ἔχων δὲ τοῦτο ὑπ’ ὄψιν του ὁ Ὁµολογητὴς Ἱεράρχης Ἅγιος πρώην Φλωρίνης Χρυσόστοµος (Καβουρίδης), διεπίστωνε ὅτι ὄντως «κακῶς ἀπεκλήθη πανορθόδοξον»15, ἐνῶ δὲν ἦταν τέτοιο, ἀλλὰ καὶ δὲν ἔτυχε τοιαύτης ἀποδοχῆς, παρὰ µᾶλλον πανορθοδόξου ἀπορρίψεως!

     Ἐπίσης, πρόβληµα συνιστᾶ καὶ ὁ τίτλος του ὡς «Συνεδρίου». Ἀρχικῶς µάλιστα ὁ Μελέτιος ἔγραφε περὶ «Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς», ἐφ’ ὅσον ἦταν πρωτάκουστο στὴν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἕνα τέτοιο καινοφανὲς ὄργανο, τὸ ὁποῖο εἶχε σαφῶς ὡς πρότυπό του τὶς παναγγλικανικὲς συνελεύσεις, ἀλλὰ καὶ τὶς πολιτικὲς διασκέψεις16, ὄργανα/σώµατα ἰδιαίτερα προσφιλῆ στὸν Μεταξάκη.

     Σύµφωνα ὅµως µὲ τοὺς ἱ. Κανόνες καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήµατα τοπικῆς καὶ εὐρυτέρας σηµασίας ἐπιλύονται ἀποκλειστικὰ καὶ µόνον ἀπὸ Σύνοδο τῶν διαποιµαινόντων Ἐπισκόπων (βλ. ΛΖ΄ Ἀποστολικόν, Ε΄ τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς, ΙΘ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουµενικῆς καὶ ΣΤ΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουµενικῆς). Τὰ δὲ λεγόµενα «Συνέδρια», «Συνελεύσεις», «Συµπόσια» κ.λπ., ἀποτελοῦν διαφορετικοῦ χαρακτῆρος συναθροίσεις, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποκαθιστοῦν τὸ Συνοδικὸ σύστηµα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας17.

     Ἀκόµη, πρέπει νὰ τονισθεῖ ὅτι τὰ ὀλιγάριθµα µέλη τοῦ «Συνεδρίου», ἐφ’ ὅσον δὲν εἶχαν οἱ Ἐκκλησίες τὶς ὁποῖες ἀντιπροσώπευαν διαµορφωµένη ἀντίληψη καὶ Συνοδικὴ τοποθέτηση γιὰ τὰ περισσότερα ἤ καὶ γιὰ ὅλα ἐκ τῶν θεµάτων ποὺ ἐτέθησαν εἰς αὐτό, οὐσιαστικὰ ἐξέφραζαν προσωπικὲς γνῶµες αὐτῶν ἤ ἔστω τῶν Συνόδων τους, δὲν ἠδύναντο ὅµως νὰ ἀποφασίσουν γιὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία ἐπὶ Κανονικῶν καὶ Δογµατικῶν θεµάτων. Ἐπρόκειτο δηλαδὴ γιὰ ἰδιωτικὴ συνάντηση ὀλίγων ἀνθρώπων µὲ προσωπικὲς γνῶµες ἐπὶ διαφόρων θεµάτων καὶ οὐδὲν περισσότερον. Δὲν ἀποτελοῦσαν πάντως Ἐπιτροπὴ ἤ πολὺ περισσότερο Σύνοδο τῆς ὅλης Ἐκκλησίας18!

     Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους, τὸ «Συνέδριο» ἦταν ἕνα Ἀντικανονικὸ σῶµα, µία καινοφανὴς συνάθροισις, ἄνευ οὐδεµιᾶς αὐθεντίας ἔναντι τῆς Συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Πληρώµατος Αὐτῆς.

     Τὸ δὲ περιεχόµενο τῶν ἀποφάσεων ἤ ἔστω προτάσεων αὐτοῦ ἦταν ἐντελῶς ἀντίθετο πρὸς τὸ γράµµα καὶ τὸ πνεῦµα τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πρᾶγµα ποὺ καθιστᾶ τὸ «Συνέδριον» τῷ ὄντι «Ἀντορθόδοξον», κατὰ τὸν Κασσανδρείας Εἰρηναῖο19.

     Ἡ τεθεῖσα θεµατολογία εἰς αὐτὸ ἔδειχνε καθαρὰ τὸ νεωτεριστικὸ πνεῦµα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐνεφορεῖτο, καὶ τὴν διάθεση προσαρµογῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὶς «ἀπαιτήσεις» τοῦ κόσµου, ὅπως θὰ φανεῖ καὶ ἀπὸ τὶς ἀναφερόμενες κατωτέρω λοιπὲς ἀποφάσεις του.

     Τὸ «Συνέδριο» εἶχε ἕνδεκα Συνεδρίες ἀπὸ 10ης Μαΐου ἕως 8ης Ἰουνίου, τὴν δὲ 5η καὶ 6η Ἰουνίου ἐξέδωσε ἑπτὰ ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες ὑπεγράφησαν ἀπὸ ὀκτὼ ἤ ἐννέα ἀντιπροσώπους (ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κισνοβίου Ἀναστάσιος τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς εἶχε ἀποχωρήσει), πλήρεις ἀντορθοδοξίας καὶ ἀντιπαραδοσιακότητος, ἐκτὸς ἴσως ἀπὸ τὴν ἑβδόµη καὶ τελευταία, περὶ ἐκφράσεως συµπαθείας στὸν διωκόµενο Πατριάρχη τῆς Ρωσίας Τύχωνα20· ὅλα δὲ τὰ προαναφερθέντα θέµατα ὑπερψηφίσθηκαν, κατὰ παράβασιν βεβαίως τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῆς Παραδόσεως καὶ Πράξεως τῆς Ἐκκλησίας.

     Εἰδικῶς ὡς πρὸς τὸ Ἡµερολογιακό, τὸ ὁποῖο µᾶς ἐνδιαφέρει περισσότερο, ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη Συνεδρία, ὁ Μελέτιος τὸ χαρακτήρισε ὡς «προέχον» καὶ ὡς «ζωτικόν», µὲ βασικὸ σκεπτικὸ τὴν διευκόλυνση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῶν πιστῶν. Προέβη δὲ στὴν παρατήρηση, ὅτι ἡ µονοµερὴς ἀπόφασις ἀλλαγῆς τοῦ Ἡµερολογίου µιᾶς «Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας», ἤτοι τῶν Παπικῶν τὸν ΙΣΤ΄ αἰῶνα, ἐπέφερε διάσπαση ἑορτολογικὴ καὶ ἐξέφρασε τὴν πεποίθηση, ὅτι «ἦλθεν ἡ ὥρα τῆς ἐκ νέου ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν τοὐλάχιστον ἐν τῷ σηµείῳ τούτῳ»21Ἡ λογικὴ τοῦ Μελετίου εἶναι παράδοξη καὶ πάντως τελείως ἀντορθόδοξη, ἀλλὰ ἐξηγεῖται ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι ἀντιµετώπιζε τὸ θέµα «ὡς µέλος τῆς παγχριστιανικῆς ἀδελφότητος»22.

     Ὁ θεωρούµενος ὡς ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος µητροπολίτης Δυρραχίου Ἰάκωβος, κατέθεσε ἕτοιµη πρόταση αὐτῆς γιὰ διαρρύθµιση τοῦ Ἡµερολογίου, µὲ ἀπάλειψη 13 ἡµερῶν ἀπὸ τὸ Ἰουλιανό, χωρὶς µεταβολὴ τοῦ Πασχαλίου, σὺν τῇ διευκρινίσει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἕτοιµη νὰ ἀποδεχθεῖ ἀκόµη καὶ νέα λύση γιὰ τὸν ἑορτασµὸ τοῦ Πάσχα, ἀρκεῖ αὐτὴ νὰ εἶναι σύµφωνη πρὸς τὴν συνοδικὴ ἀπόφαση καὶ τοὺς Κανόνες καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας23. Αὐτὴ ἦταν οὐσιαστικὰ ἡ πρόταση καὶ τοῦ θεωρητικοῦ τῆς ἡµερολογιακῆς ἀλλαγῆς Μητροπολίτου Βιζύης Ἀνθίµου, τὴν ὁποία προώθησε ὁ τότε νεωστὶ τοποθετηθεὶς ὡς Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Χρυσόστοµος Παπαδόπουλος, ὁ καὶ Μεταρρυθµιστὴς τοῦ Ἡµερολογίου στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τὸ 1924 24.

     Γιὰ τὴν µελέτη τοῦ Ἡµερολογιακοῦ συνεστήθησαν ὑπὸ τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» τρεῖς Ὑπο-επιτροπές, γιὰ τὴν ἐξέτασή του ἀπὸ ἔποψη δογµατοκανονική, πρακτικὴ καὶ ἐπιστηµονική25.

     Ἡ πρώτη δὲν βρῆκε κάτι τὸ ἐπιλήψιµο στὴν µεταρρύθµιση καὶ θεώρησε ὅτι πρέπει νὰ ἐπαναφερθεῖ ἡ Ἰσηµερία χρονικῶς στὴν 21η Μαρτίου, ὅπως δῆθεν τὴν ὅρισε ἡ Α΄ Οἰκουµενικὴ Σύνοδος, ἐξέφρασε δὲ ὑποστήριξη στὸ ἐνδεχόµενο µονιµοποιήσεως τῆς ἡµέρας τοῦ Πάσχα. Τὸ πόσο λανθασµένα καὶ ἀντιφατικὰ εἶναι αὐτά, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναφέρουµε! Ἡ Α΄ Οἰκουµενικὴ Σύνοδος ὅρισε τὴν Ἰσηµερία τοῦ Μαρτίου ὄχι φυσικῶς, ἀλλὰ θετῶς26γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἀκριβῶς ἡ ἐξάρτησις ἀπὸ τὴν ἀστρονοµία καὶ γιὰ νὰ τηροῦνται πάντοτε οἱ «διορισµοὶ» τοῦ Πάσχα ἀπαρασάλευτα. Ἡ δὲ πρόταση γιὰ µονιµοποίηση τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ἀποτελεῖ ἀπροκάλυπτη προδοσία τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου ἐπ’ αὐτοῦ καὶ ἀνατροπὴ ὅλης τῆς λειτουργικῆς ζωῆς καὶ πράξεως τῆς Ἐκκλησίας.

     Ἡ δεύτερη Ὑπο-επιτροπή, ἡ πρακτική, πρότεινε τρόπο ἐφαρµογῆς τῆς ἡµερολογιακῆς µεταβολῆς, ὡς ἐπίσης καὶ τῆς ἀναλόγου προσαρµογῆς καὶ τοῦ Πασχαλίου «διὰ λόγους ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων, πρακτικῆς ὠφελείας αὐτῶν, σκοπιµότητος καὶ καλῆς ἐντυπώσεως»27. Εἶναι ἀπίστευτο, τὸ ὅτι ἡ κατάλυση τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύµατι ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων, γράφεται ὅτι ὑπηρετεῖ ἀκριβῶς τὴν ἑνότητα! Ὅµως, ποιά ἑνότητα;…

     Ἡ δὲ τρίτη Ὑπο-επιτροπή, ἡ ἐπιστηµονική, ἀσχολήθηκε µὲ τὰ σχέδια νέων προτεινοµένων ἡµερολογίων, τῶν καθηγητῶν Μιλάνκοβιτς (Σέρβου) καὶ Δραγγὶτς (Ρουµάνου), τοποθετηθεῖσα ὑπὲρ σταδιακῆς υἱοθετήσεώς τους. Εἶναι χαρακτηριστικόν, ὅτι τὸ ἡµερολόγιο τοῦ Δραγγὶτς ἦταν τελειότερο ἐπιστηµονικῶς ἀπὸ τοῦ Μιλάνκοβιτς, τὸ ὁποῖο προέβαινε ἁπλῶς σὲ µικρὴ τροποποίηση τοῦ Γρηγοριανοῦ, ἀλλὰ δὲν εἰσήχθη ἄµεσα ἐκεῖνο, διότι ἁπλούστατα δὲν βοηθοῦσε στὸν σκοπὸ τῆς ἐπιθυµητῆς ἀλλαγῆς, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸν συνεορτασµὸ µὲ τοὺς ἑτεροδόξους28!

     Τὸ ὅτι τὸ «Συνέδριον» εἶχε σαφῶς Οἰκουµενιστικὴ προοπτικὴ καὶ τὰ τοῦ Ἡµερολογίου ἦσαν προσυνεννοηµένα καὶ προειληµµένα, ἀποδεικνύεται πασιφανῶς καὶ ἀπὸ τὴν δῆθεν τυχαία (!) παρουσία καὶ συµµετοχὴ σὲ αὐτό, κατὰ τὴν πέµπτη Συνεδρία του, τοῦ Ἀγγλικανοῦ ἐπισκόπου τέως Ὀξφόρδης Γκόρ, µεθ’ ἑνὸς κληρικοῦ, ὁ ὁποῖος παρεκάθησε ἐπίσηµα ἐκ δεξιῶν τοῦ Μελετίου, ἐνηµερώθηκε γιὰ τὴν προώθηση τῆς ἡµερολογιακῆς καινοτοµίας καὶ θεώρησε τὸν συνεορτασµὸ διὰ τῆς ἀποδοχῆς κοινοῦ ἡµερολογίου ὡς βῆµα ἑνώσεως καὶ ὡς αἰτία µεγάλης πνευµατικῆς εὐχαριστήσεως τῶν ἑτεροδόξων τῆς Δύσεως29.

     Τὸ «Συνέδριον» ἄν καὶ ἔλαβε τηλεγράφηµα ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύµων νὰ µὴν προβεῖ σὲ µεταβολὴ τοῦ ἡµερολογίου, ἀπεφάσισε τελικὰ νὰ ἄρει τὴν διαφορὰ θρησκευτικοῦ καὶ πολιτικοῦ ἡµερολογίου, ὡς «ἀνάγκην ἀναπόφευκτον», ἐφ’ ὅσον δὲν ἔβλεπε κανένα κώλυµα πρὸς τοῦτο, διὰ τῆς δῆθεν διορθώσεως τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ ὄχι τῆς ἀποδοχῆς τοῦ Γρηγοριανοῦ. Ἀλλὰ τὸ χαρακτηρισθὲν ὡς «νέον Ἰουλιανόν», τὸ ὁποῖον θεωρήθηκε ὡς ἀκριβέστερον τοῦ Γρηγοριανοῦ κατὰ 24΄΄ ἤ 26΄΄ (!), θὰ συµπίπτει χρονικῶς µὲ τὸ Παπικὸ ἕως τοῦ ἔτους 2800 καὶ κατόπιν θὰ ἔχουν πλέον διαφορὰ µιᾶς ἡµέρας30!!…

     Οἱ τοῦ «Συνεδρίου», κοπτόµενοι δῆθεν γιὰ τὴν παγχριστιανικὴ ἑνότητα στὸ ἡµερολογιακὸ θέµα, διαισθάνονταν ὅτι ἡ προτεινοµένη Ἡµερολογιακὴ Καινοτοµία δὲν θὰ γινόταν εὔκολα καὶ εὐχάριστα δεκτὴ ἀπὸ ὅλες τὶς Τοπικὲς Ἐκκλησίες· ἤδη τὸ τηλεγράφηµα ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυµα δήλωνε ρητῶς ὅτι δὲν πρόκειται τὸ ἐκεῖ Πατριαρχεῖο νὰ προβεῖ σὲ ἀλλαγὴ Ἡµερολογίου ἐν ὄψει τοῦ ἐπικρατοῦντος στοὺς Ἁγίους Τόπους καθεστῶτος σχέσεων µὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ «Συνέδριον» φρόντισε νὰ καταστήσει σαφές, ὅτι ἄν κάποιες Τοπικὲς Ἐκκλησίες δὲν ἀποδεχθοῦν τὴν Μεταρρύθµιση, τοῦτο νὰ µὴν ἐπιφέρει κάποια ρήξη στὶς σχέσεις µὲ ὅσες ἀποδεχθοῦν αὐτήν31. Ἄρα, ἡ ἑορτολογικὴ διαίρεσις τῶν Ὀρθοδόξων ἦταν ἀναµενόµενη καὶ ἁπλῶς κρίθηκε ἀναγκαῖο νὰ «καλυφθοῦν τὰ νῶτα» τῶν Καινοτόµων, γιὰ τὴν ἀποφυγὴ ἐπισήµου κηρύξεώς των ὡς σχισµατικῶν ἀπὸ ὅσους θὰ παρέµεναν σταθεροὶ στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

     Τὸ «Συνέδριον» λοιπὸν ἀπεφάσισε τὴν µεταρρύθµιση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡµερολογίου καὶ ἀποδέχθηκε ὁ καθορισµὸς τῆς πασχαλινῆς πανσελήνου (Φάσκα) νὰ γίνεται βάσει ἀστρονοµικῶν ὑπολογισµῶν. Ἡ δὲ Καινοτοµία αὐτὴ θεωρήθηκε προσωρινή, ἐφ’ ὅσον ἐκφράσθηκε διάθεση καὶ γιὰ ἀποδοχὴ ἑτέρου-τελειοτέρου ἡµερολογίου σὲ µία µεταγενέστερη τροποποίησή του, µὲ τὴν ἀπαραίτητη βεβαίως οἰκουµενιστικὴ συµφωνία «ὅλων τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν».

     Ἀκόµη, τέθηκε ὑπὲρ µονιµοποιήσεως τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, καθοριζοµένης «δι’ ἐπιστηµονικῆς µεθόδου», ὥστε αὐτὴ νὰ ἀντιστοιχεῖ δῆθεν «πρὸς τὴν πραγµατικὴν Κυριακὴν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου»32.

     Τὸ «Συνέδριον» προχώρησε καὶ σὲ εὐρύτερες µεταρρυθµίσεις: ἀπεφάσισε ἀντικανονικῶς τὸν γάµο τῶν ἱερέων καὶ τῶν διακόνων ἀκόµη καὶ µετὰ τὴν χειροτονία τους, ἐπέτρεψε τὴν σύναψη δευτέρου γάµου στοὺς ἐν χηρείᾳ διατελοῦντας ἐξ αὐτῶν, δέχθηκε τὴν κουρὰ τῆς κόµης τους καὶ τὴν ἔνδυσή τους σύµφωνα µὲ τοὺς λαϊκούς, δηλαδὴ τὴν ἀποβολὴ τοῦ τιµηµένου ράσου, ἐλάττωσε τὸ ὅριον ἡλικίας γιὰ τὴν χειροτονία διακόνων καὶ ἱερέων, δέχθηκε τὴν ὑποχρεωτικὴ τήρηση τῆς Μοναχικῆς Κουρᾶς µόνον ἄν ἔγινε µετὰ τὸ 25ο ἔτος, ἐπέτρεψε τὴν µετάθεση Ἑορτῶν καθηµερινῶν στὴν Κυριακὴ ἡµέρα, δέχθηκε τὴν συντόµευση τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καὶ τὴν ἐλάφρυνση καὶ ἐλάττωση τῶν νηστειῶν, περιόρισε τὰ κωλύµατα γάµου καὶ δέχθηκε τὴν συµµετοχὴ ἑτεροδόξων σὲ Πανορθόδοξο Σύνοδο33.

     Εἶναι ἀξιοσηµείωτον, ὅτι λίγες µόλις ἡµέρες πρὶν ἀπὸ τὴν λήξη τοῦ «Συνεδρίου», τὴν 1η Ἰουνίου 1923, ὁµάδα ἐξεγερµένων λαϊκῶν εἰσόρµησε ἐντὸς τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἐπιτέθηκε κατὰ τοῦ Μελετίου ὥστε νὰ τὸν ἐξαναγκάσει σὲ φυγή, γιὰ πολιτικοὺς κυρίως λόγους καὶ ἴσως καὶ γιὰ τὶς Καινοτοµίες του· ὁπότε, ὁ Μελέτιος δύο µόλις ἡµέρες µετὰ τὴν λήξη τοῦ «Συνεδρίου» του, στὶς 10 Ἰουνίου, ἀποµακρύνθηκε ἐσπευσµένα ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ δὲν ξαναεπέστρεψε, ὑποβαλὼν καὶ τυπικῶς τὴν παραίτησή του λίγους µῆνες ἀργότερα34.

     Βάσει τῶν ἐκνόµων ἀποφάσεων τοῦ «Συνεδρίου» τοῦ 1923, λίγες µόνον Τοπικὲς Ἐκκλησίες προχώρησαν στὴν ἐφαρµογὴ τῆς Ἡµερολογιακῆς Καινοτοµίας, χωρὶς νὰ θίξουν τὸ Πασχάλιο, ὥστε νὰ συνεορτάζουν τὶς ἀκίνητες ἑορτὲς µὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ἀλλὰ τὶς κινητὲς βάσει τοῦ «λανθασµένου» κατ’ αὐτοὺς Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡµερολογίου. Δραστηριότητα γιὰ τὴν ἐπίτευξη Κοινοῦ Πασχαλίου σηµειώνεται ἐδῶ καὶ δεκαετίες ἐντὸς τῆς Οἰκουµενικῆς Κινήσεως, µὲ τὴν ἐνεργὸ συµµετοχὴ καὶ τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουµενιστῶν. Μόνον ἡ αὐτόνοµη ἐκκλησία τῆς Φινλανδίας ἔχει υἱοθετήσει καὶ τὸ Δυτικὸ Πασχάλιο, κάτι τὸ ὁποῖο ἔκανε καὶ ἡ ὑπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη αὐτόνοµη ἐκκλησία τῆς Ἐσθονίας, καὶ ἔτσι παρατηρεῖται τὸ ἱλαροτραγικὸ φαινόµενο διαιρέσεως τῶν ὀρθοδόξων στὰ τρία, ἐν ὀνόµατι τῆς ἑνώσεως µὲ τοὺς ἑτεροδόξους, κάτι τὸ ὄντως πρωτοφανὲς στὰ Ἐκκλησιαστικὰ Χρονικά! Στὴν πράξη, οἱ Νεοηµερολογῖτες συρράφουν µὲ ἐντελῶς ἀδέξιο τρόπο τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Ἡµερολόγιο (γιὰ τὸ Πασχάλιο) µὲ τὸ δῆθεν Νεο-ιουλιανό τους (γιὰ τὶς ἀκίνητες ἑορτές), χρησιµοποιοῦντες καὶ τὰ δύο ταυτοχρόνως καὶ προσθέτοντες σύγχυση στὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας35, ἀνεχόµενοι παράλληλα καὶ τοὺς Νεο-πασχαλῖτες Φινλανδοὺς καὶ Ἐσθονούς!…

     Ἰδοὺ ὁ πικρότατος καρπὸς τῆς Ἡµερολογιακῆς Καινοτοµίας: ἡ διάσπασις ἐντὸς αὐτῆς ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας, χάριν τοῦ δῆθεν ἐπιστηµονισµοῦ καὶ µάλιστα τοῦ συνεορτασµοῦ καὶ τῆς προσεγγίσεως µὲ τοὺς ἑτεροδόξους!

Δ. Ἡ Ἀντίδρασις κατὰ τοῦ «Συνεδρίου» τοῦ 1923

     Οἱ ἄφρονες Καινοτόµοι εἶχαν µὲν προβλέψει τὴν πιθανὴ µὴ ἀποδοχὴ τῆς Ἡµερολογιακῆς Καινοτοµίας ἀπὸ κάποιες Τοπικὲς Ἐκκλησίες, ὅµως συνεπαρµένοι ἀπὸ τὸν οἶστρο τῆς «ἀγάπης» τους γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους, δὲν ὑπολόγισαν τὴν δυναµικὴ ἀντίδραση τῶν Ὀρθοδόξων ἐντὸς ἐκείνων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες θὰ ἀποτολµοῦσαν νὰ ἐφαρµόσουν τὴν Καινοτοµία, καίτοι βεβαίωναν ὅτι θὰ φρόντιζαν νὰ µὴ προκληθοῦν ἀντιδράσεις!

     Ἡ συνήθης δικαιολογία τῶν Καινοτόµων, εἶναι ὅτι τὸ Ἡµερολογιακὸ δὲν εἶναι θέµα δογµατικὸ καὶ δὲν θὰ ἔπρεπε ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ Νέου Ἡµερολογίου νὰ προκαλέσει ἀντίδραση καὶ διαίρεση, ὡς παράγωγα ἀγνοίας καὶ φανατισµοῦ. Ὅσοι διακρατοῦµε, χάριτι Θεοῦ, τὴν Παράδοση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡµερολογίου ἀκαινοτόµητη καὶ ἀντιτασσόµεθα στὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, ἡ ὁποία προκάλεσε τὴν Καινοτοµία, ἀποκρινόµεθα µὲ τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαµασκηνοῦ: «ἡ γὰρ κατὰ σµικρὸν τῶν παραδεδοµένων ἀφαίρεσις, ὡς ἐξ οἰκοδοµῆς λίθων, θᾶττον ἅπασαν τὴν οἰκοδοµὴν καταρρήγνυσιν»36!

     Ἤδη ἀµέσως µετὰ τὸ «Συνέδριον» τοῦ 1923 ἠγέρθησαν σφοδρὲς ἀντιδράσεις κατὰ τῶν ἀποφάσεών του πρωτίστως ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς. Οἱ λοιπὲς Τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐξέφρασαν σκεπτικισµὸ καὶ µόνον ἡ ἐκκλησία τῆς Ρουµανίας ἀπεδέχθη τὸ «Συνέδριον» εὐµενῶς37.

     Ὁ Μητροπολίτης Κασσανδρείας Εἰρηναῖος, ἔγραφε τὸ 1929, ὅτι ὁ Μελέτιος Μεταξάκης, «ἱκανοποιῶν ἁµαρτωλὰς θελήσεις καὶ ἰδιοτελεῖς ἐπιθυµίας ἀλλοδόξων ἐκκλησιῶν καὶ µυστικῶν ἑταιρειῶν» ἐνήργησε ἀντικανονικῶς καὶ ὀλεθρίως γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μέσῳ τοῦ «Συνεδρίου» του κατεπάτησε τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ ἐπέφερε διαίρεση τῶν Ὀρθοδόξων. Διότι, ἀκύρωσε ἀναρµοδίως καὶ αὐθαιρέτως τὶς ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος περὶ τοῦ ζητήµατος τοῦ Ἡµερολογίου καὶ Πασχαλίου καὶ οὐσιαστικὰ «διάπλατα ἤνοιξε τὰς πύλας πρὸς πάντα νεωτερισµόν»38.

     Ὁ Μητροπολίτης Κιέβου Ἀντώνιος, Πρωθιεράρχης τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, θεώρησε τὴν µεταρρύθµιση τοῦ Ἡµερολογίου ἀπαράδεκτη, ὡς ἀντιφάσκουσα στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὴν ἀρχαιοπαράδοτη ἐκκλησιαστικὴ πράξη, τὴν δὲ µεταβολὴ χαρακτήρισε ἐπικίνδυνη καὶ ἄκαιρη καὶ ἐπίσης διεῖδε παπικὸ καὶ µασονικὸ ἐπηρεασµό39.

     Ὁ ἐπιφανὴς σέρβος Ἱεράρχης Νικόλαος Βελιµίροβιτς, κατεφέρθη τὸ 1930 κατὰ τοῦ «Συνεδρίου» τοῦ 1923, θεωρήσας ὅτι ἐδηµιούργησε «εἶδός τι σχίσµατος»40. 

     Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Μαξίµοβιτς, Ἀρχιεπίσκοπος Σαγκάης καὶ Σαν Φραντσίσκο, ὁ σύγχρονος Θαυµατουργός, διεκήρυσσε σὲ Ἀναφορά του στὴν Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς τὸ 1938, ὅτι ἡ ἀπόφαση τοῦ «Συνεδρίου» τοῦ Μελετίου Μεταξάκη γιὰ υἱοθέτηση τοῦ Νέου Ἡµερολογίου, «εἰσήγαγεν ἕνα ἀπαίσιον σχίσµα µεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν… (Τὸ Οἰκουµενικὸν Πατριαρχεῖον) ἔχον ἀπωλέσει τὴν σηµασίαν του ὡς στύλου τῆς ἀληθείας, καὶ ἔχον κατασταθῆ πηγὴ διαιρέσεως, ταυτοχρόνως δὲ διακατεχόµενον ὑπὸ µιᾶς ὑπερµέτρου ἀγάπης διὰ δύναµιν, ἀντιπροσωπεύει ἕνα ἐλεεινὸν θέαµα…»41.

     Ὁ δὲ Ἅγιος Μητροπολίτης Φιλάρετος, ἐπίσης Πρωθιεράρχης τῆς τότε ὁµολογητρίας Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, ἔγραφε χαρακτηριστικὰ τὸ 1972 τὰ ἑξῆς:

     «Ἡ Καινοτοµία τοῦ Νέου Ἡµερολογίου προξένησε σχίσµα εἰς ὅλας τὰς Τοπικὰς Ἐκκλησίας, αἱ ὁποῖαι τὴν υἱοθέτησαν. Οὕτως, ἡ Ἑλλάς, ἡ Κύπρος, ἡ Ρουµανία καὶ τώρα ἡ Βουλγαρία ἐγεύθησαν τὸν καρπὸν τῆς παρακοῆς. Εἶναι θλιβερὸν ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος λαὸς τῶν προαναφερθεισῶν Ἐκκλησιῶν δὲν ἠδυνήθη νὰ ἐγερθῇ σύσσωµος καὶ ὡς µέγα κῦµα νὰ ὑπερισχύσῃ καὶ καταστείλῃ τὴν παλίρροιαν τῶν Καινοτοµιῶν… Ἡ ἡµετέρα Ρωσσικὴ Ἐκκλησία ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ µακαρίας µνήµης τότε Ἀρχιεπισκόπου καὶ κατόπιν Μητροπολίτου καὶ Πρωθιεράρχου τῆς ἡµετέρας Συνόδου κ. Ἀναστασίου, ἐντόνως καὶ ἀποφασιστικῶς διεµαρτυρήθη κατὰ τῶν Καινοτοµιῶν τοῦ Νέου Ἡµερολογίου καὶ ἄλλων νεωτερισµῶν τοῦ θλιβερᾶς µνήµης πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη εἰς τὴν συνάθροισιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1923, ἡ ὁποία ἐσφαλµένως ἀναφέρεται ὡς Πανορθόδοξος, ἐφ’ ὅσον τὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς καί τινες Ἐκκλησίαι δὲν ἀντεπροσωπεύθησαν. Οἱ περισσότεροι δὲ Ἱεράρχαι τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ἠρνήθησαν νὰ παρευρεθοῦν, διαµαρτυρόµενοι οὕτω διὰ τὴν ἀντικανονικότητα τῆς βεβιασµένης πολιτικῆς ἀναδείξεως τοῦ Μελετίου ὡς Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου»42.

     Οἱ δὲ ἀκόλουθοι τοῦ Πατρίου Ἡµερολογίου στὴν Ἑλλάδα ἀπεκάλεσαν ἐξ ἀρχῆς σὲ κείμενά τους ὅλως δικαίως τὸ «Συνέδριον» τοῦ 1923 «ἀντορθόδοξον», «κακόδοξον», «ληστρικόν», «ἄνοµον», «ἀποστατικὸν» κ.λπ., διότι ἀπετέλεσε τὴν ἀπαρχὴ µυρίων δεινῶν γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐδῶ καὶ ἕναν αἰῶνα.  

Ε. Ἐπιλογικὰ

     Κατόπιν πάντων τούτων, γίνεται κατανοητὸν ὅτι ἡ πρωταρχικὴ κλῆσις µας εἶναι Προφητική: ἡ πιστὴ καὶ συνεπὴς ἐξαγγελία καὶ ὀρθοτόµησις τοῦ λόγου τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ ἑτοιµότητα νὰ ὑποστοῦµε ὅλες τὶς συνέπειες τούτου, ὄχι µόνον ἐλπιδοφόρες καὶ εὐχάριστες, ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνες καὶ δυσάρεστες.

     Οἱ αἱρετικοὶ Οἰκουµενιστὲς καὶ ὅσοι τοὺς ἀκολουθοῦν καὶ κοινωνοῦν µαζί τους, διὰ τῆς συµµετοχῆς τους σὲ παναιρετικοὺς ὀργανισµούς, ὅπως τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», καὶ διὰ τῶν ποικίλων δραστηριοτήτων τους, προχωροῦν σὲ συνεχῶς στενώτερη σχέση καὶ κοινωνία µὲ τοὺς πάσης φύσεως αἱρετικούς, ὥστε συνεργάζονται ἀνενδοιάστως, συµπροσεύχονται ἀδιαλείπτως, συλλειτουργοῦνται ἀνεξετάστως, συνυπογράφουν ἐπιλήψιµα κείµενα καὶ διακηρύσσουν κακόδοξες ἀπόψεις. Μάλιστα, ἔφθασαν µέχρι σηµείου σχέσεων συνεργασίας καὶ συµπροσευχῆς ἀκόµη καὶ µὲ ἀλλοθρήσκους, παγανιστὲς καὶ ἀγνωστικιστές!

     Ἡ «γραµµὴ» ποὺ χάραξε ὁ κακόδοξος Μελέτιος Μεταξάκης, ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι εἶναι µέλη τῆς Παγχριστιανικῆς Ἀδελφότητος καὶ ὀφείλουν νὰ συνεορτάζουν καὶ νὰ συνεργάζονται µὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ἀκολουθεῖται πιστῶς καὶ συνεπῶς ἀπὸ τοὺς ἀκολούθους καὶ ὑποστηρικτές του. Αὐτοὶ θεωροῦν ὅτι ἡ Ἀποστολικὴ Πίστις ἐπιβάλλεται νὰ ἐφαρµοσθεῖ στὸ σύγχρονό µας ἱστορικὸ περιβάλλον ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ µὲ τὰ λοιπὰ χριστιανικὰ σώµατα, ἔστω καὶ ἄν δὲν ὑπάρχει πλήρης ἑνότης.

     Τὴν συγκρητιστικὴ αὐτὴ δοξασία τὴν διακηρύσσει εὐκαίρως ἀκαίρως ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Οἰκουµενιστῶν τῆς σήµερον Κων/λεως Βαρθολοµαῖος, ὁ ὁποῖος ἐν τοῖς πράγµασιν ἀποδεικνύεται ἐπάξιος συνεχιστὴς τοῦ προκατόχου του Μελετίου Μεταξάκη.

     Ἡ ψευδοσύνοδός του στὸ Κολυμβάρι τῆς Κρήτης τὸ 2016 καὶ ὅσα ἀκολούθησαν μέχρι καὶ σήμερα, ἐν ὄψει μάλιστα ἐπιβολῆς Κοινοῦ Πασχαλίου μὲ τοὺς πάσης φύσεως αἱρετικοὺς ἀπὸ τὸ ἔτος 2025, ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ πρωτοφανὴς Ἀποστασία πίστεως ὁλοκληρώνεται ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μας.

          Γιὰ τὸν λόγο τοῦτο, ἡμεῖς ὡς πιστὰ τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας µας ποὺ διακρατοῦμε ἐν µέσῳ «γενεᾶς σκολιᾶς»43 (διεστραµµένης) τὰ Πάτρια µὲ σταθερότητα, φρόνηµα µαρτυρικὸ καὶ θυσίες ὑπέρµετρες, ἄς ἐνωτισθοῦµε τὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαµασκηνοῦ πρὸς ἀναθέρµανσιν τῆς ὑποµονῆς καὶ τῆς ἀποφασιστικότητός µας:

     «Διό, ἀδελφοί, στῶµεν ἐν τῇ πέτρᾳ τῆς πίστεως, καὶ τῇ παραδόσει τῆς Ἐκκλησίας, µὴ µεταίροντες ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἡµῶν· µὴ διδόντες τόπον τοῖς βουλοµένοις καινοτοµεῖν, καὶ καταλύειν τὴν οἰκοδοµὴν τῆς ἁγίας τοῦ Θεοῦ καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Εἰ γὰρ δοθῇ ἄδεια παντὶ βουλοµένῳ, κατὰ µικρὸν ὅλον τὸ σῶµα τῆς Ἐκκλησίας καταλυθήσεται… Δεξώµεθα οὖν τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας ἐν εὐθύτητι καρδίας, καὶ µὴ ἐν πολλοῖς λογισµοῖς· ὁ Θεὸς γὰρ ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον εὐθῆ… Μὴ καταδεξώµεθα νέαν πίστιν µαθεῖν, ὡς κατεγνωσµένης τῆς τῶν ἁγίων πατέρων παραδόσεως…»44!


1. Μητροπολίτου Λεοντοπόλεως Χριστοφόρου, Ἡµερολογιακά, Ἀθῆναι 1925, σελ. 19-20.
2. Βλ. Μητροπολίτου Κασσανδρείας Εἰρηναίου, Ὑπόµνηµα εἰς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἑλλάδος, συγκληθεῖσαν τῇ 14 Ἰουνίου 1929, Ἐν Ἀθήναις 1929, σελ. 19.
3. Βλ. Ἀ. Δ. Δελήµπαση, Πάσχα Κυρίου, Δηµιουργία – Ἀνακαίνισις καὶ Ἀποστασία, Ἀθῆναι 1985, σελ. 571-576.
4. Βλ. Ἁγίου Νικοδήµου Ἁγιορείτου, Ἱερὸν Πηδάλιον, σελ. 9, ὑποσηµ. (σχόλιον στὸν Ζ΄ Ἀποστολικὸν ἱ. Κανόνα).
5. Βλ. Ἐπισκόπου Τριάδιτσα Φωτίου, «Τὸ Πάτριο Ἐκκλησιαστικὸ Ἡµερολόγιο – Ἕνα ἀδιαχώριστο στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως», στὸ περιοδ. «Ἅγιος Κυπριανός», ἀριθ. 259/Μάρτιος-Ἀπρίλιος 1994, σελ. 221.
6. Βλ. Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, «Δὲν εἶναι ἡµερολογιακὴ ἡ διαφορά. Δογµατικὲς καὶ Θεολογικὲς οἱ ἀντιθέσεις ποὺ ὁδηγοῦν σὲ χωριστὸ Πάσχα», στὴν ἐφηµερ. «Καθηµερινή», 14.4.1996, σελ. 7.
7. Ἐφεσ. δ΄ 13.
8. Βλ. Ἀ. Δ. Δελήµπαση, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 650-652· Ἐµµανουὴλ Καραγεωργούδη, Ὁ Μελέτιος Μεταξάκης ὡς Μητροπολίτης Ἀθηνῶν, ἐκδ. «Π. Πουρναρᾶς», Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 137-139.
9. Β. Θ. Σταυρίδου καὶ Ε. Α. Βαρέλλα, Ἱστορία τῆς Οἰκουµενικῆς Κινήσεως, ἐκδ. Πατριαρχικοῦ Ἱδρύµατος Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 334.
10.   Ἐµµανουὴλ Καραγεωργούδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 113-121.
11.   Βλ. ἀφιερωµατικὸ ἄρθρο τοῦ µασόνου Ἀλέξ. Ἰ. Ζερβουδάκη γιὰ τὸν «Διάσηµο Τέκτονα» Μελέτιο Μεταξάκη στὸ «Τεκτονικὸν Δελτίον», ἀριθ. 71/Ἰαν.-Φεβρ. 1967, σελ. 25-50.
12. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου, 10 Μαΐου – 8 Ἰουνίου 1923, Ἀθῆναι 1982, σελ. στ΄ τῆς «Εἰσαγωγῆς» τοῦ ἐπιµελητοῦ τῆς ἀνατυπώσεως Διονυσίου Μ. Μπατιστάτου· Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη Μητροπολίτου Δηµητριάδος, Ἱστορικὴ καὶ Κανονικὴ Θεώρησις τοῦ Παλαιοηµερολογιτικοῦ Ζητήµατος κατά τε τὴν γένεσιν καὶ τὴν ἐξέλιξιν αὐτοῦ ἐν Ἑλλάδι, Ἐναίσιµος ἐπὶ διδακτορίᾳ διατριβή, Ἀθῆναι 1982, σελ. 77-78, ὑποσηµ. 31.
13.   Βλ. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 6· Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 67-68.
14.   Βλ. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 11-12.
15.   Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόµου, Τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ἡμερολόγιον ὡς Κριτήριον τῆς Ὀρθοδοξίας, σελ. 14, ἔκδ. «Κήρυκος τῶν Ὀρθοδόξων», Ἀθῆναι 1935. Τὸ «Συνέδριον» ἐν τέλει ἀπεκλήθη «Πανορθόδοξον» τῇ προτάσει τοῦ Δυρραχίου Ἰακώβου, ὅπως γράφει στὴν Εἰσαγωγὴ τῆς ἐπανεκδόσεως τῶν «Πρακτικῶν» του τὸ ἔτος 2015 ὁ ἐπιμελητὴς ἀρχιμ. Εὐδόκιμος Καρακουλάκης.
16.   Bishop Photius of Triaditsa, «The 70th Anniversary of the Pan-Orthodox Congress in Constantinople – A Major Step on the Path Towards Apostasy», in «Orthodox Life», No 2/1994, p. 39.
17.   Βλ. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. ζ΄ «Εἰσαγωγῆς»· Bishop Photius of Triaditsa, ἔνθ’ ἀνωτ., p. 39· βλ. καὶ Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 77-82, ἔνθα ὁ σ. θέτει τὸν προβληµατισµὸ περὶ τῆς ταυτότητος καὶ ἁρµοδιότητος τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» τούτου, βάσει τῶν ἀπόψεων, οἱ ὁποῖες ἐκφράσθηκαν ἐπ’ αὐτοῦ.
18.   Bishop Photius of Triaditsa, ἔνθ’ ἀνωτ., p. 38-39 (κατὰ τὸν καθ. S. Troitsky).
19.   Βλ. Ὑπόµνηµα εἰς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἑλλάδος…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 19.
20.  Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 211-222.
21.  Αὐτόθι, σελ. 13-14.
22.  Αὐτόθι, σελ. 72.
23.  Αὐτόθι, σελ. 17-18· Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 70-71.
24.  Ἀ. Δ. Δελήµπαση, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 654-658, 665-666.
25.  Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 23 (οἱ τρεῖς εἰσηγήσεις τῶν ὑπο-επιτροπῶν στὶς σελ. 50-64).
26.  Ἀ. Δ. Δελήµπαση, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 418, 576.
27.  Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 73.
28.  Ἀλεξάνδρου Καλοµοίρου, Τὸ Σύγκριµα, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 11.
29.   Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 84-89· Ἀ. Δ. Δελήµπαση, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 668· βλ. ἐπίσης «Τὸ ἐν “Κωνσταντινουπόλει Πανορθόδοξον Συνέδριον” τοῦ 1923», στὸ περιοδ. «Ἅγιος Κυπριανός», ἀριθ. 314/Μάϊος-Ἰούνιος 2003, σελ. 239.
30.   Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 212-213· Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 75.
31. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 69· Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 82.
32.   Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 214-215· Ἀ.Δ. Δελήµπαση, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 669.
33.   Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 215-221· Ἀ.Δ. Δελήµπαση, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 669-670.
34.   Αὐτόθι, σελ. ε΄ «Εἰσαγωγῆς».
35.  Ἐπισκόπου Τριάδιτσα Φωτίου, «Τὸ Πάτριο Ἐκκλησιαστικὸ Ἡµερολόγιο…», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 222.
36.  Ἁγίου Ἰωάννου Δαµασκηνοῦ, Λόγος Πρῶτος Ἀπολογητικὸς Πρὸς τοὺς Διαβάλλοντας τὰς Ἁγίας Εἰκόνας, PG τ. 94, στλ. 1284Α.
37.  Ἀ. Δ. Δελήµπαση, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 672-674.
38.  Ὑπόµνηµα εἰς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἑλλάδος…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 19-20.
39.  Ἀ. Δ. Δελήµπαση, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 672· Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 77.
40.  Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 80.
41. Περιοδ. “The Orthodox Word”, No 4 (45) / July-August 1972, p. 177.
42. Βλ. «Τὸ Παράνοµο Συνέδριο τοῦ 1923», στὸ Ἔλεγχος καὶ Ἀνατροπὴ τῆς Νεοηµερολογιακῆς Νεοεκκλησιολογίας, Λάρνακα Κύπρου 1995. Ὁ Ἅγιος Μητροπολίτης Φιλάρετος ἀναφέρεται ἐπίσης ἐπικριτικὰ στὸ «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ 1923 στὴν «Δευτέρα Ἐπιστολὴ Πόνου» πρὸς τοὺς «Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ τοῦ ἔτους 1972 (βλ. Ὀρθόδοξος Μαρτυρία – Ἀντιοικουµενιστικὰ Κείµενα… τοῦ Μητροπολίτου κ. Φιλαρέτου, ἔκδ. Καλλινίκου Ἱεροµονάχου Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος - Ἀθῆναι 1985, σελ. 44). Τὸ κείμενο αὐτὸ ἀναδημοσιεύσαμε καὶ στὸ ἔργο μας: Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς – Ἕνας Σύγχρονος Ἀσκητὴς καὶ Ὁμολογητὴς Ἱεράρχης (1903-1985), Φυλὴ Ἀττικῆς 2015, σελ. 163-197.
43.  Πράξ. β΄ 40.
44.  Ἁγίου Ἰωάννου Δαµασκηνοῦ, Λόγος Τρίτος Ἀπολογητικὸς Πρὸς τοὺς Διαβάλλοντας τὰς Ἁγίας Εἰκόνας, µα΄, PG τ. 94, στλ. 1356, 1357.