Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Χριστὸς Ἀνέστη!
Στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα βλέπουμε νὰ περνᾶ ὁ Χριστός μας κοντὰ ἀπὸ ἕναν ἐκ γενετῆς τυφλό καὶ οἱ Μαθητὲς νὰ κάνουν μία παράξενη ἐρώτηση: ποιός ἁμάρτησε, αὐτὸς ἤ οἱ γονεῖς αὐτοῦ γιὰ νὰ γεννηθεῖ τυφλός; Οἱ Μαθητὲς θεώρησαν τὴν ἐκ γενετῆς τύφλωση ὡς τιμωρία ἀπὸ τὸν Θεὸ λόγω κάποιας ἁμαρτίας. Τὸ νὰ ἁμάρτησαν, λοιπόν, οἱ γονεῖς εἶναι ἐν μέρει κατανοητό. Ἡ θεωρία, ὅμως τοῦ νὰ ἁμάρτησε τὸ παιδί πρὶν ἀκόμη γεννηθεῖ ὀφείλεται σὲ πλάνες μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων ποὺ ἀφορούσαν τὴν μετενσάρκωση ἤ τὴν δυνατότητα τοῦ παιδιοῦ νὰ ἁμαρτήσει ὄντας μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν περισσότερων ἀνθρώπων, ὅταν ἔρχονται ἀντιμέτωποι μὲ κάποια ἀσθένεια, ἤ κάποιο γενικότερο πρόβλημα, νὰ λένε αὐτὸ τὸ «γιατί;». Τὸ «Γιατί σὲ μένα, Θεέ μου» ἀκούγεται, πράγματι, συχνά. Γιὰ νὰ τερματίσει αὐτὲς τὶς ἀπορίες καὶ τὰ παράπονα ὁ Χριστός λέει ὅτι κανένας δὲν ἁμάρτησε. Ἡ ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου ὑφίσταται γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ πάνω του. Ἔτσι πρέπει νὰ βλέπει ὁ καθένας μας τὰ προβλήματά του. Ὡς ἕναν Σταυρὸ ποὺ μὲ λίγη ὑπομονὴ θὰ φέρει τὴν Ἀνάσταση, ὡς μία αἰτία γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός μέσω τῆς καρτερίας μας. Ὄχι ὡς τιμωρία ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι μὲν δίκαιος, ἀλλὰ ὄχι τιμωρός.
Συνεχίζει ὁ Χριστός, λέγοντας: πρέπει νὰ ἐργάζομαι ὅσο εἶναι μέρα, διότι θὰ ἔρθει κάποτε ἡ νύχτα καὶ κανένας δὲν θὰ μπορεῖ νὰ ἐργάζεται. Ὅταν εἶμαι στὸν κόσμο, εἶμαι Φῶς τοῦ κόσμου. Παίρνοντας τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ὑμνωδός, στὸ δοξαστικὸ τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ἐσπερινοῦ ἀποκαλεῖ τὸν Χριστὸ «τῆς Δικαιοσύνης Ἥλιο νοητό». Αὐτός, λοιπόν, ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης λέει ὅτι πρέπει νὰ ἐργάζεται δίχως ἀναβολές, δίχως παύσεις, διότι ὁ καιρὸς περνάει καὶ ἔρχεται ἡ νύχτα καὶ ὅσο εἶναι στὸν κόσμο πρέπει νὰ ἀπλώνει συνεχῶς καὶ μόνο τὸ Φῶς. Τὰ λόγια αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ λάβουμε πολὺ σοβαρὰ ὑπ’ ὄψιν ὅσοι ἀφήνουμε γιὰ αὔριο τὴν ἕνωση μας μὲ τὸν Θεό καὶ ὅσοι τὴ μιὰ πράττουμε φωτεινὰ καὶ τὴν ἄλλη σκοτεινὰ ἔργα. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε τὸ σήμερα γιὰ νὰ ἐργαστοῦμε τὰ ἔργα τοῦ Φωτός. Τὸ αὔριο μπορεῖ καὶ νὰ μὴ μᾶς τὸ δώσει.
Ἔρχεται στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ ποθητὴ στιγμὴ τῆς θεραπείας. Ὁ Χριστὸς προβαίνει σὲ μία συμβολικὴ κίνηση. Ἀναμειγνύει σάλιο μὲ χῶμα καὶ χρίει τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. Γιατὶ τὸ κάνει; Γιατὶ ἐνῶ τὶς ἄλλες φορὲς θεράπευσε παράλυτους, κωφούς, δαιμονισμένους καὶ ἀνέστησε νεκροὺς μόνο μὲ ἕνα Του λόγο, τώρα ἀλείφει μὲ λάσπη τὰ μάτια τοῦ ἀσθενῆ; Ἀρχικά, γιὰ νὰ ὑποδείξει ὅτι εἶναι ὁ Πλάστης, Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς δημιούργησε ἀπὸ χῶμα καὶ νερό. Ἔπειτα, γιὰ νὰ θυμίσει στὸν καθένα μας ὅτι εἴμαστε ἀπὸ χῶμα καὶ στὸ χῶμα θὰ ξαναβρεθοῦμε. Ἄν χαράξουμε καλὰ στὴν καρδιά μας ὅτι σὲ λίγο καιρὸ -γρήγορα ἤ γρηγορότερα- θὰ βρεθοῦμε στὸ χῶμα, θὰ μπορέσουμε μὲ περισσότερη εὐκολία νὰ στρέψουμε τὰ μάτια μας πρὸς τὸ Φῶς.
Ἔπειτα ἀπὸ τὴν συμβολικὴ αὐτὴ κίνηση, ὁ Χριστὸς προστάζει τὸν τυφλὸ νὰ νίψει τὸ πρόσωπό του στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Κάνοντας αὐτὸ μὲ ἀδιάκριτη ὑπακοή, ὁ τυφλὸς θεραπεύθηκε καὶ ἄρχισε νὰ βλέπει. Ἄν τόσο πολὺ ὠφελήθηκαν οἱ ὀφθαλμοί του ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, φαντασθεῖτε τὴν ὠφέλεια ποὺ λαμβάνουμε ψυχῇ καὶ σώματι ἑμεῖς ποὺ ὁλόκληροι βαπτιζόμαστε στὴν κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας.
Τὴν θεραπεία του ἄλλοτε τυφλοῦ ἀκολούθησε ἕνας καταιγισμὸς ἐρωτήσεων ἀπὸ τοὺς ὑποκριτὲς Φαρισαίους. Πῶς σοῦ ἄνοιξε τοὺς ὀφθαλμοῦς; Τί σοῦ ἔκανε; Τί λὲς γιὰ ἐκεῖνον ποὺ σὲ θεράπευσε; Τοὺς ἐνόχλησε ὅτι ὁ Χριστὸς ἔφτιαξε πηλὸ ἡμέρα Σαββάτου… Τόσο κακοπροαίρετοι ἦταν. Ὁτιδήποτε ἔκανε ὁ Χριστὸς τὸ ἔβλεπαν μὲ καχυποψία: εἶναι ἀπὸ Θεοῦ; Μήπως θεραπεύει μὲ τὴν δύναμη τοῦ πονηροῦ; Ἐπιζητεῖ τὸν θρόνο τῆς ἐξουσίας; Τί, τέλος πάντων, θέλει; Μέχρι καὶ τοὺς γονεῖς τοῦ ἀνθρώπου κάλεσαν γιὰ νὰ ἐξακριβώσουν τὴν ἐκ γενετῆς τύφλωσή του. Ἀπὸ αὐτοὺς φάνηκε ὅτι πολλὲς φορές, γιὰ χάρη τοῦ συμφέροντος, κάποιοι εἶναι ἰκανοὶ μέχρι καὶ τὰ παιδιά τους νὰ ἀπαρνηθοῦν. «Τυφλὸς γεννήθηκε. Τώρα τὸ πῶς βλέπει, ἡλικία ἔχει αὐτὸν ἐρωτήσατε», ἀπάντησαν πλαγίως.
Ἐντυπωσιακὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν μάτια καὶ ἔβλεπαν, στὴν πραγματικότητα ἦταν τυφλοί. Ἐνῶ, ἐκεῖνος ποὺ γεννήθηκε τυφλός, ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό. Στὶς προσπάθειες τῶν Φαρισαίων νὰ μειώσουν τὸν Ἰατρὸ ψυχῶν καὶ σωμάτων, ὁ πρώην τυφλός ἦταν εὐθύς. Μὲ παρρησία τοὺς μίλησε καὶ ὁμολόγησε ὅτι Ἐκεῖνος ποὺ τὸν θεράπευσε δὲν ἦταν ἀπλὸς ἄνθρωπος. Γιὰ αὐτό, τὸν ἔβγαλαν ἔξω.
Τὴν εὐγνωμοσύνη του, τὸ θάρρος καὶ τὴν εἰλικρίνεια τοῦ ἰαθέντος τυφλοῦ τὰ τίμησε ὁ Χριστός ἐμφανιζόμενος ξανὰ ἐνώπιόν του. «Πιστεύεις στὸν Ὑιὸ τοῦ Θεοῦ;». «Ποιός εἶναι, Κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω σὲ αὐτόν;» καὶ ὁ Χριστὸς τὸν τιμᾶ μὲ τὴν ἀποκάλυψη: «Καὶ τὸν εἶδες, καὶ μιλάει μὲ ἐσένα, Αὐτὸς εἶναι».
Εὐχή μου κὶ ἑμεῖς νὰ καταφέρουμε μέσω τῆς καλῆς προαίρεσης, τῆς ὑπακοῆς, τῆς εἰλικρίνειας καὶ τῆς ἐν Χριστῷ παρρησίας ποὺ εἶχε ὁ βλέπων τυφλός, νὰ δοῦμε τὸ Φῶς τὸ Ἀληθινό.
Ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος!
ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος