Ο Ιερομάρτυρας
Βενέδικτος γεννήθηκε περί το 1790 στη γη
του Βισάλτη, στον πλησιόχωρο τότε οικισμό
Έζοβα Σερρών (σημερινή Δάφνη).
Μοναχογιός μιας
ευσεβούς οικογένειας, σε μικρή ηλικία
ορφάνεψε από την μητέρα του και ακολούθησε
τον πατέρα του στο Άγιον Όρος όπου, στη
Μονή του Πρωτομάρτυρα Αγίου Στεφάνου
την επονομαζόμενη του Κωνσταμονίτου,
εκείνος συναριθμήθηκε στις τάξεις των
δοκίμων μοναχών.
Οι πατέρες της
Μονής του Κωνσταμονίτου, πριν αξιωθεί
ο μικρός Βενέδικτος του αγγελικού
σχήματος, με δαπάνες του μοναστηριού
τον έστειλαν στην επαρχία του Μητροπολίτου
Κασσανδρείας Ιγνατίου να σπουδάσει τα
θεία και ιερά γράμματα, τα λεγόμενα
κοινά, στο σχολείο του Πολυγύρου.
Μετά το πέρας
των σπουδών επέστρεψε στο Μοναστήρι
όπου, σε νόμιμη ηλικία περί το 1806, την
Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή ενδύθηκε
το αγιώνυμο σχήμα.
Η πολιτεία του
στο μοναστήρι ήταν υποδειγματική.
Φρόνιμος και σύννους από τα μικρά του
χρόνια αγαπούσε τη συντροφία των φρονίμων
γερόντων ακολουθώντας την προτροπή του
σοφού Σειράχ που είπε: «Μετά συνετών
έστω ο διαλογισμός σου, και πάσα διηγησίς
σου εν νόμω Υψίστου» (Σειράχ θ΄15).
Υπηρέτησε τις ανάγκες του κοινοβίου
από όλες σχεδόν τις θέσεις των διακονημάτων
και βελτιώνοντας καθημερινά την ψυχή
του με την ταπείνωση και την υποταγή
στην καλή μαθητεία. Ώριμος πια στο πνεύμα
και λάμποντας από το φως των αρετών και
της ενθέου πολιτείας του, αξιώθηκε περί
το 1820, σε ηλικία που προβλέπουν οι Κανόνες
των Ιερών Συνόδων και των θεοφόρων
Πατέρων, του αξιώματος της Ιερωσύνης.
Την επόμενη
χρονιά, όντας χρήσιμος στη μοναστική
κοινότητά του για τη σοφία και την αρετή
του, στάλθηκε για υπόθεση « μυστική και
αναγκαιότατη», συνοδευόμενος και από
άλλους πατέρες, στο μετόχι του μοναστηριού.
Είχε η « μυστική
και αναγκαιότατη» αυτή υπόθεση σχέση
με το επαναστατικό κίνημα της Μακεδονίας
που ο Εμμανουήλ Παπάς άρχισε να οργανώνει
από τις 23 Μαρτίου του 1821 που έφτασε στο
Άγιο Όρος; Στάλθηκαν οι πατέρες στην
περιοχή της Καλαμαριάς, όπου ήταν το
μετόχι τους, ως κήρυκες του επαναστατικού
μηνύματος στη Θεσσαλονίκη ή θυσίασαν
τους εαυτούς τους στη μεγάλη υπόθεση
της πατρίδας, δεχόμενοι, ύστερα από
απαίτηση των Τούρκων, να είναι όμηροι
στα χέρια του αναπληρωτή διοικητή της
Θεσσαλονίκης, του θηριώνυμου λύκου
Σερίφ Σιντίκ Γιουσούφ Μπέη, που
περιγράφεται από τους ίδιους τους
ομοφύλους του ως «άνθρωπος βάναυσος,
τυραννικός και χριστιανομάχος (γκιαούρ
ντουσμάνη)»;
Όποια και εάν
ήταν η αιτία της εξόδου του Ιερομάρτυρα
Βενέδικτου από το Όρος, το βέβαιο είναι
πως αρκετά πριν από τις 18 και 19 Μαΐου
που άρχισε η σφαγή των χριστιανών στη
Θεσσαλονίκη, αυτός και περισσότεροι
από 100 πατέρες βρισκόταν στα χέρια του
αιμοχαρούς Σερίφ Σιντίκ Γιουσούφ Μπέη
και βασανίζονταν, στα υπόγεια του
διοικητηρίου των Τούρκων, για να
ομολογήσουν τη συμμετοχή τους στις
προεπαναστατικές κινήσεις. Μόνη τους
σωτηρία η άρνηση της πίστης τους. Μα
κανείς από όλους τους φυλακισμένους
και, αναμφισβήτητα καταδικασμένους σε
θάνατο χριστιανούς, δεν σκέφθηκε να
αλλαξοπιστήσει. Όλοι τους προτίμησαν
το θάνατο από την απώλεια της αγάπης
του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Η οργή των Τούρκων
για τα γεγονότα του Πολυγύρου στις 16
Μαΐου του 1821 ξέσπασε στους φυλακισμένους
Θεσσαλονικείς και μοναχούς από το Άγιον
Όρος. Στις 18 Μαΐου σφάζονται οι μισοί
από τους φυλακισμένους στο κονάκι του
Γιουσούφ μπέη χωρίς οίκτο, ενώ η πόλη
της Θεσσαλονίκης έχει μεταβληθεί σε
ένα απέραντο σφαγείο όπου Τούρκοι και
Εβραίοι σκοτώνουν αδιάκριτα τους
χριστιανούς.
Στις 12 Ιουνίου
του 1821, ο ιερομάρτυρας Βενέδικτος μαζί
με δεκάδες άλλους χριστιανούς
αποκεφαλίζεται με εντολή του Γιουσούφ
μπέη, που διέταξε τους Τούρκους στρατιώτες
να φυλάγουν τα αποκεφαλισμένα σώματα
των Ελλήνων. Όμως, τη νύχτα «σταυρός
αστράπτων ωσάν τον ήλιον» φαίνονταν
πάνω από τα μαρτυρικά λείψανα. Το
φαινόμενο ήταν τόσο σπουδαίο και θαυμάσιο
που τάραξε τους φύλακες, οι οποίοι
αδυνατώντας να κρατήσουν το γεγονός
κρυφό το ομολόγησαν στους χριστιανούς
που, παρά την τρομοκρατία, πήγαιναν με
διάφορα δώρα στον τόπο του μαρτυρίου
για να ζητήσουν τα σώματα των αγαπημένων
τους, προκειμένου να τα κηδέψουν
χριστιανικά.
Έτσι με ομολογία
των ίδιων των δημίων έγινε φανερό πως
οι άδικα θανατώμενοι χριστιανοί
δικαιώθηκαν από το μόνο Δίκαιο και
Αληθινό Θεό και αξιώθηκαν της επουρανίου
Βασιλείας Του.
Με αφορμή το
υπερφυές σημείο του απαστράπτοντος ως
ηλίου σταυρού, δόθηκε η άδεια στους
χριστιανούς να κηδέψουν τα μαρτυρικά
λέιψανα. Έκτοτε η μνήμη του ιερομάρτυρα
Βενέδικτου τιμάται στις 12 Ιουνίου, ημέρα
του μαρτυρίου του.
Ο μακαριστός π. Ιωάννης Μιχαλάκης (1888-1981) ως ιερεύς του Λεπροκομείου Χίου
ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΙΣΤΗΣ
από τον κ. Ηλία Μιχαλάκη
Μια σειρά από συζητήσεις και απόψεις, ακόμη και ορισμένοι παράλογοι κανονισμοί, έλαβαν χώρα σχετικά με το ζήτημα της υγείας ως προς την Θεία Κοινωνία. Δεν είναι πρόθεσή μου να αναλύσω το θέμα και ούτε είμαι κατάλληλος για να συζητήσω τη δογματική και θεολογική πτυχή του. Θα έλεγα μόνο προς το παρόν ότι, καθώς πιστεύω ότι όταν λαμβάνω Κοινωνία, λαμβάνω το Αίμα και το Σώμα του Κυρίου, δεν μου είχε συμβεί ποτέ ότι θα έπρεπε να ανησυχώ για προβλήματα υγείας. Ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι να δείξει ότι η ασθένεια και η Θεία Κοινωνία δεν έχουν ΤΙΠΟΤΑ κοινό.
Όπως πολλοί από εσάς γνωρίζετε, ο πατέρας μου ήταν ιερέας και μεγάλωσα κυριολεκτικά στην εκκλησία. Μπορούσα να ψάλλω ύμνους πριν μπορέσω να κάνω μια συνομιλία. Οι πρώτες μου παιδικές αναμνήσεις είναι γύρω από τις Ακολουθίες της Εκκλησίας.
Κατά τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής μου, μεταξύ του 1935 και του 1940, ο πατέρας μου ήταν ο εφημέριος του Λεπροκομείου της Χίου, όπου υπήρχε μια εκκλησία, ο Άγιος Λάζαρος, και ο πατέρας μου έκανε όλες τις Ακολουθίες εκεί για τους τρόφιμους, συμπεριλαμβανομένης και της Θείας Λειτουργίας, η οποία φυσικά περιλαμβάνει την Θεία Κοινωνία. Η επιστήμη έχει πλέον θεραπεύσει την τρομερή ασθένεια της λέπρας εδώ μερικές δεκαετίες και τώρα είναι σχεδόν εξαφανισμένη, αλλά την δεκαετία του 1930 εξακολουθούσε να αποτελεί κίνδυνο για την υγεία. Μπορεί να μην γνωρίζετε τα συμπτώματα ή τις καταστάσεις αυτής της εξαιρετικά μεταδοτικής ασθένειας, εκτός από αυτά που ίσως έχετε μάθει από την Βίβλο, όπου υπάρχουν γνωστές ιστορίες και τεκμηρίωση της απομόνωσης των λεπρών για να κρατηθούν μακριά από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Μερικά από τα συμπτώματα χαρακτηρίζονται από παραμόρφωση των χαρακτηριστικών του προσώπου και πραγματική απώλεια μικρών τμημάτων του σώματος, όπως των δαχτύλων χεριών και ποδιών. Προσωπικά είδα κάποια από αυτά και θυμάμαι ακόμα την οδύνη στα πρόσωπά τους.
Η εκκλησία του Αγίου Λαζάρου ήταν ανοιχτή στο κοινό και πολλοί γείτονες ερχόντουσαν στις Ακολουθίες, όπως και το προσωπικό του Ιδρύματος, καθώς κι εγώ με την οικογένειά μου. Όλοι λαμβάναμε την Θεία Κοινωνία από τον ίδιο Ποτήριο με τους λεπρούς. Κανείς από εμάς δεν αρρώστησε ποτέ. Τί γινόταν όμως με τον πατέρα μου; Έπρεπε να καταναλώνει την υπόλοιπη Θεία Κοινωνία. Λοιπόν, έζησε μια υγιή ζωή και πέθανε κοντά στα 95!
Αλλά αυτό δεν είναι το τέλος της ιστορίας. Ο ειδικευόμενος γιατρός εκεί ήταν άθεος και σαρκαζόταν τον πατέρα μου για την κατανάλωση την εναπομένουσας Θείας Κοινωνίας. Διέδιδε φήμες ότι ο πατέρας μου στην πραγματικότητα κρυβόταν στο ιερό και έριχνε το υπόλοιπο της Θείας Κοινωνίας μέσα στο νεροχύτη! Και για να αποδείξει την άποψή του, μια μέρα, αφού ο πατέρας μου είχε κοινωνήσει τους τρόφιμους του Λεπροκομείου, ο γιατρός κρύφτηκε πίσω από μια κουρτίνα και περίμενε να δει τι θα έκανε ο πατέρας μου. Όταν παρακολούθησε την Κατάλυση (την κατανάλωση της υπόλοιπης Θείας Κοινωνίας από το δισκοπότηρο) από τον πατέρα μου, έγινε ένα θαύμα: ο άθεος γιατρός μετατράπηκε σε ζηλωτή πιστό! Ο γιατρός (Δρ. Πασπάτης) εν συνεχεία έγινε ένας από τους προσωπικούς γιατρούς του Αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ.
Επίλογος
Το 1940 ο πατέρας μου «προήχθη» εφημέριος του Γενικού Νοσοκομείου της Πόλης της Χίου και επιτελούσε όλες τις Ακολουθίες στο παρεκκλήσι του Αγίου Στεφάνου, όπου παρέμεινε μέχρι την συνταξιοδότησή του.
Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, ο πατέρας μου μετέδιδε την Θεία Κοινωνία στους ασθενείς του νοσοκομείου, μερικοί από τους οποίους είχαν μια ακόμη εξαιρετικά μεταδοτική ασθένεια, δηλαδή την φυματίωση. Χρειάζεται να πω περισσότερα;
Μακάρι να είχα την μισή σου πίστη, πατέρα μου. Αναπαύσου εν ειρήνη!
Ο Ιωάννης (μετέπειτα π. Ιωάννης, αριστερά) και ο αδελφός του Κωνσταντίνος, καθ᾿ οδόν για να προστατεύσουν τη Σμύρνη από τους Μουσουλμάνους το 1919. Λίγα χρόνια αργότερα, βρισκόταν στην τελευταία στρατιωτική μεταφορά από εκείνη την κάποτε μεγάλη Αποστολική Πόλη λίγο πριν οι δυνάμεις του Ισλάμ κάψουν την πόλη και σφάξουν 500.000 χριστιανούς. Πριν επιστρέψει στην Ελλάδα το 1918, ο Ιωάννης πέρασε μερικά χρόνια στην Αμερική με τους αδελφούς του εργαζόμενος στην εταιρεία χάλυβα Bethlehem Steel της Πενσιλβανίας, η οποία αργότερα παρήγαγε τον χάλυβα που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του καθεδρικού ναού της Αγίας Μαρκέλλας στην Αστόρια, την ενορία του Θεοφιλεστάτου.
Οι Μακάριοι αυτοί Πατέρες και της Αλήθειας Ομολογητές, έλαμπαν με τη ζωή τους στο νησί της Κύπρου τον 13ο αιώνα, στη Μονή Καντάρας.
Το έτος 1228, έφθασαν στην
Κύπρο, δύο ευσεβείς ασκητές, από ένα
μοναστήρι του Καλού Όρους, που βρίσκεται
στην Παμφυλία τους Μικράς Ασίας, και
ονομάζονταν Ιωάννης και Κόνων. Ήρθαν
στο νησί, έτοιμοι να θυσιάσουν τους
εαυτούς τους μέχρι αίματος για την
αληθινή ορθόδοξη πίστη, προβάλλοντας
έτσι ένα λαμπρό παράδειγμα για τους
Κυπρίους που περνούσαν δύσκολα χρόνια.
Οι λατίνοι κατακτητές του νησιού,
επέβαλλαν αφόρητες πιέσεις, βαριές
φορολογίες και επεδίωκαν τον εκλατινισμό
του νησιού και την υποταγή του στον
Πάπα. Οι εκπρόσωποι τους Λατινικής
Εκκλησίας ήθελαν να υποτάξουν την
Ορθόδοξη Εκκλησία.
Οι δύο μοναχοί,
αφού έφθασαν στη Κύπρο, ανέβηκαν στην
Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου του Μαχαιρά.
Εκεί στο ησυχαστήριο τους Μονής συνέχιζαν
τον πνευματικό τους αγώνα. Μετά από
λίγες μέρες άφησαν το μοναστήρι του
Μαχαιρά αναζητώντας κάποιον άλλο τόπο
ησυχίας. Έφθασαν στη Μονή του Αγίου
Ιωάννη του Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη
για να καταλήξουν πλέον και να συνεχίσουν
τους αγώνες στο Μοναστήρι τους Παναγίας
τους Κανταριώτισσας, κοντά στο κάστρο
τους Καντάρας.
Εκεί, λόγω τους
ευσέβειας τους και της ασκητικής τους
ζωής, προσέλκυαν όλο και πιο πολλούς
μοναχούς, πράγμα που ανησύχησε τους
Λατίνους και τους ώθησε να λάβουν
δραστικά μέτρα. Ο Φράγκος Αρχιεπίσκοπος,
ο οποίος με τη βία σφετερίστηκε το θρόνο
και έδιωξε σε εξορία τον Άγιο Νικόλαο
της Στέγης στην Σολέα που ήταν ο Ορθόδοξος
ποιμένας της Κύπρου, στέλνει δύο
αντιπροσώπους του, τον ιεροκήρυκα Ανδρέα
και τον Ηλιέρμο για να εξετάσουν τι
γινόταν στο Μοναστήρι τους Καντάρας.
Οι μοναχοί, τους υποδέχονται με καλοσύνη,
αποδίδοντας τους μάλιστα την αρμόζουσα
τιμή. Ο ιεροκήρυκας Ανδρέας, μετά από
τους ανακριτικές ερωτήσεις- από πού
ήρθαν, πότε, με ποιο τρόπο κατοίκισαν
στο μοναστήρι- άρχισε να τους ρωτά από
το Άγιο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο,
χωρίς να βρει κάποιο λάθος στις αποκρίσεις
των πατέρων. Αφού είδε, άτι όλα τα
ερμήνευαν σοφά και σωστά, τους υπέβαλε
και το ερώτημα «και για εμάς που τελούμε
την Θεία Λειτουργία με άζυμα, τι
πιστεύετε;».
Οι 11 μοναχοί με θάρρος
απάντησαν «Εμείς ακολουθούμε επακριβώς
τα λόγια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
που είπε στο Μυστικό Δείπνο. Τελούμε
την Θεία Λειτουργία που έχουμε παραλάβει
από τον Κύριον, τους Αποστόλους και τους
πατέρες της Αγίας, Καθολικής και
Αποστολικής Εκκλησίας με το άγιο μυστήριο
της Θείας Κοινωνίας με ένζυμο άρτο. Όσον
αφορά τώρα το δικό σας φρόνημα για τον
άζυμο άρτο, δεν γνωρίζουμε, γιατί ούτε
από τους κήρυκες του Χριστού, ούτε από
τις άγιες και οικουμενικές συνόδους το
παραλάβαμε. Γι' αυτό και όσοι τελούν τις
ιερές μυσταγωγίες με άζυμο άρτο, ξεπέφτουν
από την αλήθεια και παρερμηνεύουν τις
γραφές». Μάλιστα για να αποδείξουν αυτοί
οι άγιοι πατέρες την αλήθεια, πρότειναν
στους Λατινόφρονες ιεροκήρυκες να
τελέσουν δύο Θείες Λειτουργίες, οι μεν
με ένζυμο άρτο και οι δε με άζυμο άρτο
και μετά από το μυστήριο να μπουν και
οι δύο παρατάξεις στην φωτιά, και όποιος
μείνει απείραχτος και βγει χωρίς να
πάθει καμιά βλάβη, τότε θα αποδείκνυε
ποια Θεία Λειτουργία αγιάζει ο Θεός και
αυτήν θα ακολουθούσαν.
Αυτά εκνεύρισαν
τον ιεροκήρυκα του Πάπα, που άρχισε να
τους κατηγορεί ως αιρετικούς και τους
έδωσε αμέσως εντολή να κατεβούν στη
Λευκωσία στο Φράγκο Αρχιεπίσκοπο για
να του δώσουν απολογία για όσα είπαν,
δίνοντας τους λίγες μέρες προθεσμία.
Στο διάστημα αυτό, οι μοναχοί ετοιμάζονταν
πνευματικά, με αγρυπνίες, προσευχές,
νηστείες και συχνή κοινωνία των αχράντων
μυστηρίων. Ξεκίνησαν έτσι οι μοναχοί
να δώσουν την μαρτυρία τους στον Φράγκο
Πάπα. Οι πιστοί έτρεχαν πλήθη να τους
προϋπαντήσουν για να τους ενισχύσουν
και να ενισχυθούν και οι ίδιοι, παίρνοντας
την ευχή τους. Μαζί με τους τους 11 μοναχούς
τους Παναγίας τους Κανταριώτισσας,
ήρθαν και ενώθηκαν και άλλοι δύο μοναχοί
από το Μοναστήρι του Μαχαιρά και έτσι
γίνονται 13 μοναχοί στον αριθμό.
Παρουσιάζονται
μπροστά στον Λατίνο αρχιερέα και η
συζήτηση περί ενζύμου και άζυμου άρτου
επαναλαμβάνεται. Οι 13 πατέρες μένουν
ακλόνητοι στην πίστη τους, χωρίς να
λογαριάσουν τις απειλές και τους φοβέρες
που τους ανέγγελαν. Το μίσος και ο θυμός
των Λατίνων, φτάνει στο αποκορύφωμα από
την σταθερή ομολογία των πατέρων. Τότε
ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος διέταξε τριετή
φυλάκιση τους. Παρέμειναν λοιπόν στην
φυλακή υπομένοντας κάθε κακουχία, θλίψη
και ταλαιπωρία. Μετέτρεψαν την δυσώδη
φυλακή σε πνευματικό εργαστήριο, όπου
ανέπεμπαν «ως μύρον ευωδίας πνευματικής»
προσευχές, δεήσεις και ψαλμωδίες. Στην
διάρκεια της φυλάκισής τους, ένας απ'
αυτούς κοιμήθηκε εν Κυρίω από τις
ταλαιπωρίες της σκληρής φυλακής. Το
όνομα του ήταν Θεόγνωστος.
Τότε
προβλέποντας τον βέβαιο θάνατο και οι
υπόλοιποι, απεφάσισαν και χειροθετήθηκαν
από τον ηγούμενο της Μονής της Παναγίας
της Κανταριώτισσας Ιωάννη και τον Κόνωνα
αλλά και από τον Ιερεμία, και πήραν το
Μέγα αγγελικό σχήμα των μεγαλόσχημων
Μοναχών και πήραν τα εξής ονόματα:
Μάρκος, Θεόκτιστος, Κύριλλος, Βαρνάβας,
Μάξιμος, Ιωσήφ, Γερμανός, Γεράσιμος και
Γεννάδιος. Για πολλοστή φορά οδηγούνται
μπροστά στο βήμα του Φράγκου αρχιερέα,
αλλά η πίστη και η γνώμη τους δεν αλλάζει.
Οι Λατίνοι, εξοργισμένοι από την στάση
τους, καταδικάζουν τους 12 σε θάνατο. Οι
μοναχοί τότε προσεύχονται με υψωμένα
τα χέρια στο Θεό, να τους δυναμώσει μέχρι
τέλους.
Στις 19 Μαΐου του 1231, αφού
τους έδεσαν πίσω από άλογα, τους έσυραν
δια μέσου του ποταμού Πεδιαίου, πάνω
από πέτρες και στη συνέχεια, μισοπεθαμένοι
καθώς ήταν, τους έριξαν στη φωτιά «Και
έτσι ετελειώθησαν οι καλλίνικοι του
Χριστού μάρτυρες ...».