Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Χριστὸς Ἀνέστη! Χαίρετε!
Ὅταν ὁ Χριστός μας ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες παραμονῆς Του στὸν Τάφο ἀναστήθηκε δωρίζοντας στὸν κόσμο τὴν ἀληθινή, παντοτινὴ καὶ οὐσιαστικὴ ζωή, οἱ Ἀπόστολοι ἦταν κρυμμένοι διότι φοβούνταν τοὺς Ἰουδαίους. Μόνο ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης, ὕστερα ἀπὸ τὴν πληροφορία τῶν Μυροφόρων ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, τόλμησαν νὰ πάνε στὸ Μνῆμα, ὅπου διαπίστωσαν μὲ τὰ μάτια τους τὸ συγκλονιστικὸ γεγονός.
Τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα λοιπόν, ὅταν ὅλοι οἱ Μαθητὲς -ἐκτὸς τοῦ Θωμᾶ- βρίσκονταν κεκλεισμένοι στὸ ὑπερῶο, σκεπτικοὶ καὶ ταραγμένοι γιὰ ὅσα εἶχαν προηγηθεῖ, ἐμφανίσθηκε ἀνάμεσα τους ὁ Χριστὸς λέγοντας: Εἰρήνη ὑμῖν. Εἰρηνεύετε. Μὴν δίνετε πλέον τόπο στὴν ταραχή, διότι ἰδοῦ σᾶς στέλνω νὰ κηρύξετε τῆν Ἀνάσταση μου. Ὅπως μὲ ἔστειλε ὁ Πατέρας νὰ θυσιασθῶ γιὰ νὰ γνωρίσει ὁ κόσμος τὴν ἀληθινὴ ζωή, ἔτσι καὶ ἐγὼ στέλνω ἑσᾶς. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ σᾶς κυριεύει ἡ στενοχώρια. Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιο καὶ μὲ αὐτὴ τὴν Θεία Χάρη, ὅσες ἁμαρτίες συγχωρέσετε θὰ εἶναι συγχωρεμένες, ὅσες, ὅμως, δέσετε, θὰ εἶναι δεμένες καὶ ἀσυγχώρητες. Ὅπως ἦταν φυσικό, οἱ Μαθητὲς ἔλαβαν πολὺ χαρὰ ποὺ εἶδαν τὸν ἀγαπημένο τους Διδάσκαλο, πάλι κοντά τους, Ἐκεῖνον ποὺ μόλις τρεῖς μέρες πρὶν εἶχε παραδώσει το πνεῦμα πάνω στὸν Σταυρὸ.
Ἔτσι, ἄλλωστε, βιώνει κανείς διαχρονικὰ τὴν ἀπουσία καὶ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή του. Ὅταν ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ Παρών, δὲν βρίσκει θέση στὴν ψυχή μας, μᾶς σκιάζουν τὰ σύννεφα τῆς ταραχῆς καὶ τοῦ φόβου. Φοβόμαστε τὴν πίεση τῆς καθημερινότητας, τὰ μέλλοντα, τὴν κακὴ συμπεριφορὰ τῶν συνανθρώπων μας, τὶς ἀσθένειες, τοὺς πολέμους, τὴν οἰκονομικὴ δυσπραγία, μὲ ἀποκορύφωμα τὸν θάνατο. Καὶ ἐνῶ ἑμεῖς, φοβισμένοι καὶ ταραγμένοι, ἔχοντας κλειστὲς τὶς πόρτες τῆς ψυχής μας, συλλογιζόμαστε πῶς θὰ ἀνταπεξέλθουμε ἀπέναντι σὲ τόσα προβλήματα, ἐπισκέπτεται ὁ Θεὸς τὴν ταλαίπωρη ψυχή μας καὶ μᾶς λέει: Τέλος ὁ φόβος, τέρμα ἡ ταραχή! Εἰρήνη νὰ ἔχετε, διότι Ἀναστήθηκα! Εἱρήνη νὰ ἔχετε διότι ὅπως νίκησα τὸν θάνατο, ἔτσι μπορῶ νὰ νικήσω κάθε κακό ποὺ σᾶς ταλαιπωρεῖ, ἀρκεῖ νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ μείνω στὴν ψυχή σας, ἀρκεῖ νὰ εἶστε δικοί μου.
Αὐτὴ τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, αὐτὴ τὴν χαρὰ ὅτι δὲν εἴμαστε μόνοι, ἀλλὰ πάντοτε μαζὶ μὲ τὸν Ἀναστάντα Χριστό, βίωσαν οἱ Δέκα Ἀπόστολοι. Ὁ Θωμᾶς, ὡστόσο, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴν σύναξη τῶν Μαθητῶν, δὲν ἀπόλαυσε αὐτὴ τὴν χαρά. Δὲν εἶδε Ἀναστημένο τὸν Κύριο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοὺς δηλώνει ἐπίμονα ὅτι «ἀν δὲν δῶ, δὲν θὰ πιστέψω». Ζητοῦσε καρδιακὰ νὰ δεῖ καὶ ἐκεῖνος, ὅπως οἱ Συμμαθητές του, τὸν Διδάσκαλό του Ἀναστημένο. Καὶ πράγματι, ὁ Χριστὸς, ὁ Ὁποῖος εἶπε «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε» εκπλήρωσε τὸν πόθο καὶ ἰκανοποίησε τὴν περιέργεια τοῦ Θωμᾶ, ἐμφανιζόμενος ξανὰ στοὺς συναγμένους Ἀποστόλους ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, σὰν σήμερα. Κάλεσε τὸν Θωμὰ νὰ δεῖ καὶ νὰ ψηλαφήσει τὰ σημάδια του Θείου Πάθους, ἀποσπώντας τὴν κοσμοσωτήρια ὁμολογία του: «ὁ Κύριος μου καὶ ὁ Θεός μου», καὶ μὴν παραλείποντας νὰ τοῦ δηλώσει ὅτι «Εὐτυχισμένοι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶδαν, ἀλλὰ πίστευσαν».
Πολλοὶ κατηγοροῦν τὸν Θωμᾶ ὅτι ἦταν ἄπιστος. Αὑτὸ δὲν ἰσχύει. Ὁ Θωμᾶς δὲν ἦταν ἄπιστος. Ἦταν δύσπιστος. Καὶ αὐτὴ ἡ δυσπιστία του ἀποδείχθηκε σωτήρια γιὰ ὅλες τὶς ἐπερχόμενες γενεές, διότι ὁ Θωμᾶς πρόλαβε ὅλους ἑμᾶς. Ἐξέφρασε τὴν δυσπιστία ἀντὶ γιὰ ἑμᾶς, μὲ ἀποτέλεσμα ἑμεῖς σήμερα νὰ μὴν χρειαστεῖ νὰ δοῦμε γιὰ νὰ πιστεύσουμε. Ψηλάψησε τὸν τύπον τῶν ἥλων καὶ τὴν ἄχραντη πλευρὰ τοῦ Σωτῆρος μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἶναι πλέον ἰκανὸς καὶ πρόθυμος νὰ ταξιδέψει ὡς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ νὰ δώσει καὶ τὸ αἶμα του ὁμολογώντας ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος του καὶ ὁ Θεός του, ὁ Μόνος Ἀληθινός Θεός.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, πρέπει νὰ εὐγνωμονοῦμε τὸν Θωμά, διότι ἔγινε ὁ μεγάλος μας εὐεργέτης.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
Ἑμεῖς μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνήκουμε στοὺς μακαρίους οἱ ὁποίοι δὲν εἶδαν, ἀλλὰ πίστεψαν. Σίγουρα, ὅλοι θὰ θέλαμε νὰ δοῦμε ἐκεῖνο ποὺ εἶδαν οἱ Ἀπόστολοι, τὸν Ἀναστάντα Κύριο μας, διότι οἱ Ἀπόστολοι καὶ εἰδικὰ ὁ Θωμάς βίωσαν ἐμπειρία Θεώσεως. Τὸ νὰ βιώσουμε καὶ ἑμεῖς αὐτὴ τὴν ἐμπειρία εἶναι καθῆκον μας. Γιὰ νὰ φθάσουμε, ὅμως, ὡς ἐκεί πρέπει νὰ προηγηθεῖ ἀγώνας. «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ (τότε) ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως». Πρώτα πρέπει νὰ καθαρίσουμε τὶς αἰσθήσεις μας γιὰ νὰ δοῦμε τὸ Φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὸ θὰ τὸ καταφέρουμε μέσα ἀπὸ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, τὸ ὁποῖο παρέδωσε ὁ Χριστὸς στοὺς Μαθητές Του καὶ κατ’ ἐπέκταση στοὺς Διαδόχους αὐτῶν, Ἐπισκόπους, τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως. Μέσω αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου ὁ Χριστὸς μᾶς λέει ὅτι δὲν νίκησε μόνο τὸν θάνατο, ἀλλὰ καὶ τὶς ἁμαρτίες μας. Μέσω αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου κάθε σφάλμα ἐξαλείφεται καὶ μία νέα εὐκαιρία μᾶς χορηγεῖται γιὰ νὰ προσεγγίσουμε Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἡ Ἀνάσταση, ἡ Ζωή καὶ τὸ Φῶς.
Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!
ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος