Ὅποιος νικάει τὰ πάθη, νικάει τὴ θλίψη
Γέρων Θαδδαῖος τῆς Βιτόβνιτσα
Πῶς θὰ καταλάβουμε, ἂν ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἢ ὄχι;
Νά, ὁρίστε πῶς. Ἂν στενοχωριέσαι γιὰ ὁτιδήποτε, αὐτὸ σημαίνει πὼς δὲν ἄφησες τὸν ἑαυτό σου ὁλόκληρο στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, παρόλο ποὺ ἐξωτερικὰ φαίνεται ὅτι τὸ ἔκανες. Ὅποιος ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς δὲν στεναχωριέται γιὰ τίποτε! Ὅταν ὁ τέτοιου εἴδους ἄνθρωπος ἔχει κάποια ἀνάγκη, παρακαλάει τὸν Θεό. Ἄν δὲν πάρει αὐτὸ ποὺ ζητάει, μένει ἥσυχος, πράος σὰν νὰ τὸ πῆρε. Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀφέθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τίποτε δὲν φοβᾶται. Δὲν φοβᾶται οὔτε τὶς ἀπειλές οὔτε τοὺς ληστὲς καὶ γιὰ ὅλα ὅσα τοῦ συμβαίνουν λέει:
Ἔτσι ἦταν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ἀρρώστια, ὁ ἥσυχος ἄνθρωπος σκέφτεται, πὼς καὶ αὐτὴ ἡ ἀρρώστια θὰ μὲ βοηθήσει σὲ κάτι, μοῦ εἶναι χρήσιμη γιὰ κάτι, ἀλλιῶς δὲν θὰ μοῦ τὴν ἔστελνε ὁ Θεός. Ἔτσι φυλάγουμε τὴν ἠρεμία, τὴν γαλήνη καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα μας.
Ὁ Κύριος κάλεσε τὸν καθένα ἀπό μᾶς στὴν ὕπαρξη μὲ ἕναν συγκεκριμένο στόχο καὶ σχέδιο. Καὶ τὸ παραμικρὸ χορταράκι αὐτοῦ τοῦ πλανήτη ἔχει ἕνα εἶδος ἀποστολῆς ἐδῶ στὴ γῆ. Καὶ πόσο ἀληθεύει αὐτὸ γιὰ τὰ ἀνθρώπινα ὄντα! Ὡστόσο, ἐμεῖς διαταράσσουμε ἐνίοτε καὶ ἐμποδίζουμε τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε τὴν ἐλευθερία, εἴτε νὰ ἀποδεχτοῦμε τὸ θέλημά του εἴτε νὰ τὸ ἀπορρίψουμε. Ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι ἀγάπη, δὲν θέλει νὰ ἄρει αὐτὴ τὴν ἐλευθερία ἀπό μᾶς. Μᾶς δόθηκε ἀπόλυτη ἐλευθερία, ἀλλὰ ἐμεῖς, πάνω στὴν τρέλα μας, ποθοῦμε συχνὰ ἄχρηστα πράγματα.
Δὲν μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε τὴ σωτηρία μὲ κανέναν τρόπο πέρα ἀπὸ τὴ μεταμόρφωση τοῦ νοῦ μας, τὴ μεταμόρφωσή του σὲ κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἦταν. Ὁ νοῦς μας θεώνεται ἀπὸ μία ἰδιάζουσα ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Γίνεται ἀπαθὴς καὶ ἅγιος. Ἕνας θεωμένος νοῦς ζεῖ ἀκατάπαυστα μὲ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζοντας, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μέσα μας κι ἐμεῖς ἐν Αὐτῷ, ὁ θεωμένος νοῦς εἶναι ὁλότελα οἰκεῖος μὲ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι παντοῦ κι ἐμεῖς εἴμαστε σὰν ψάρια μέσα στὸ νερὸ, ὅταν εἴμαστε ἐν Θεῷ. Τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ λογισμοί μας Τὸν ἐγκαταλείπουν, ἀφανιζόμαστε πνευματικά.
Πρέπει κανεὶς νὰ κηρύττει, ὄχι ἀπὸ τὸ ὀρθολογιστικό του μυαλό ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του. Μόνο ὅ,τι προέρχεται ἀπὸ τὴν καρδιὰ μπορεῖ νὰ ἀγγίξει μία ἄλλη καρδιά.
Πρέπει νὰ ὑποφέρουμε ἀρκετὰ στὴν καρδιά μας, ὥστε νὰ μάθουμε τὴν ταπεινοφροσύνη. Ὁ Κύριος στέκει διαρκῶς στὸ πλάι μας, ἐπιτρέποντας νὰ νιώσουμε πόνο ἀριστερὰ στὸ στῆθος μας, ἔτσι ὥστε νά φύγει ἀπὸ μέσα μας ὅλη ἡ δυσωδία. Κι ἐμεῖς αὐτὸ ποὺ λέμε συνέχεια εἶναι, «Ἐκεῖνο καὶ τὸ ἄλλο μοῦ εἶπε… Μὲ προσέβαλε, ὅσο δὲν παίρνει… Ἔ, αὐτὸ εἶναι ἀσυγχώρητο!».
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ συγχωροῦμε, τὴ στιγμὴ ποὺ εἴμαστε ἴδιοι μὲ τοὺς ἄλλους; Πόσες καὶ πόσες φορὲς δὲν ἔχουμε κι ἐμεῖς προσβάλλει τοὺς πλησίον μας; Πρέπει λοιπὸν νὰ μάθουμε νὰ διατηροῦμε τὴ γαλήνη μας. Δὲν μπορεῖς νὰ μάθεις τὴν ταπείνωση, ἂν δὲν ἔχεις φτάσει νὰ ὑποφέρεις πολλὰ στὴν καρδιά σου.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες λένε, ὅτι, ἂν δὲν ταπεινώσουμε τὸν ἑαυτό μας, ὁ Κύριος δὲν θὰ σταματήσει νὰ μᾶς ταπεινώνει. Θὰ χρησιμοποιήσει κάποιον, προκειμένου νὰ μᾶς ταπεινώσει. Κάποιος θὰ προκαλέσει τὴν ὀργή μας καὶ θὰ τὸ κάνει μέχρι νὰ μάθουμε νὰ παραμένουμε ἤρεμοι καὶ γαλήνιοι, κάθε φορὰ ποὺ προκαλούμαστε.
Νομίζουμε ὅτι ξέρουμε πολλά, ἀλλὰ ὅσα ξέρουμε εἶναι πολὺ λίγα. Ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνίζονται σὲ ὅλη τους τὴ ζωὴ νὰ κάνουν τὴν ἀνθρωπότητα νὰ προοδεύσει –ἐμβριθεῖς ἐπιστήμονες καὶ ἰδιαίτερα καλλιεργημένοι ἄνθρωποι– συνειδητοποιοῦν ἐν τέλει, ὅτι ἡ γνώση τους δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο πέρα ἀπὸ ἕνας κόκκος ἄμμου πλάι στὴ θάλασσα. Ὅλα μας τὰ ἐπιτεύγματα εἶναι ἀνεπαρκῆ.
Ἡ ταπείνωση εἶναι θεϊκὴ περιουσία· εἶναι ἡ τελειότητα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ἀποκτᾶται μέσα ἀπὸ τὴν ὑπακοή. Ὅποιος δὲν εἶναι ὑπάκουος, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει τὴν ταπείνωση. Ὑπάρχουν πολὺ λίγοι σήμερα στὸν κόσμο, ποὺ ἔχουν ὑπακοή. Ἡ ταπείνωσή μας εἶναι ἀνάλογη τῆς ὑπακοῆς μας.
Ἡ φυσική, ἡ ἐξωτερικὴ ταπείνωση ἀποκτιέται πιὸ εὔκολα ἀπὸ τὴν ἐσωτερική, τὴν ταπείνωση τοῦ νοῦ. Αὐτὴ ἡ τελευταία εἶναι ἕνα ἰδιαίτερο δώρημα. Ὁ ἅγιος πατήρ μας Συμεὼν λέει, ὅτι τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ἀποκτήσει τὴν ταπείνωση τοῦ νοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βλάψει τίποτα στὸν κόσμο. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ὁτιδήποτε κι ἂν συμβαίνει, εἶναι πάντοτε εἰρηνευμένος. Αὐτὸ εἶναι πραγματικὰ μία θεϊκὴ περιουσία.
Πότε ὑπάρχει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ;
Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ὁ ζωώδης φόβος αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὁ φόβος μας εἶναι φόβος ἐγκόσμιος καὶ πρέπει νὰ παλέψουμε νὰ τὸν μετασχηματίσουμε σὲ φόβο Θεοῦ. Ὁ ἐγκόσμιος φόβος εἶναι φόβος βγαλμένος ἀπὸ τὸν ἅδη. Ἡ ζωή μας εἶναι γεμάτη φόβο. Φοβόμαστε, τί θὰ φέρει τὸ αὔριο, τί μᾶς ἐπιφυλάσσει τὸ μέλλον. Αὐτὸς εἶναι φόβος ζωώδης.
Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει, ὅταν τὸν ἀγαπᾶς μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά καὶ παλεύεις νὰ μὴν τὸν προσβάλεις ποτὲ ἢ νὰ τὸν στενοχωρήσεις, ὄχι μόνο μὲ τὰ ἔργα σου, τὶς πράξεις καὶ τὰ λόγια σου, ἀλλὰ οὔτε μὲ τοὺς λογισμούς σου.
Προσπαθεῖς νὰ τὸν εὐχαριστεῖς μὲ καθετὶ ποὺ κάνεις ἢ λές. Αὐτὸς εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, φόβος μὴν κάνεις κάτι ποὺ θὰ στενοχωρήσει ἢ θὰ προσβάλλει τὸν Πατέρα μας.
(Πνευματικὲς Συζητήσεις, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2014,
στὸ «Ἁγία Ζώνη»-Ψηφιακὴ Βιβλιοθήκη, 24-06-2024)