Οἱ Χριστιανοὶ ἀποδίδουν σημασία στὴν χριστιανικὴ ἀνατροφή, ὅμως δὲν φθάνουν μέχρι τέλους. Διότι ἀφήνουν ἀπαρατήρητα τὰ πιὸ οὐσιώδη καὶ δυσκολώτερα σημεῖα τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς καὶ περιορίζονται μόνον στὰ ἐλαφρότερα, τὰ ἐπιφανειακὰ καὶ ἐξωτερικά. Ἡ ἀτελὴς αὐτὴ ἀνατροφὴ διαμορφώνει πρόσωπα ἱκανὰ μὲν νὰ ἐκτελοῦν κατὰ γράμμα τὴν ἐξωτερικὴ τάξη μιᾶς εὐσεβοῦς ζωῆς, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν ἀποδίδουν τὴν δέουσα προσοχὴ στὶς ἐσωτερικὲς κινήσεις τῆς καρδιᾶς καὶ στὴν ἀληθινὴ πρόοδο τῆς ἐσωτερικῆς τους πνευματικῆς ζωῆς.
Τὰ πρόσωπα αὐτὰ ἀπέχουν ἴσως ἀπὸ τὶς θανάσιμες ἁμαρτίες, δὲν ἐνδιαφέρονται ὅμως καθόλου γιὰ τὶς ἐφάμαρτες κινήσεις τῶν λογισμῶν τῆς καρδιᾶς τους. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἐπιτρέπουν στοὺς ἑαυτούς τους τὴν κατάκριση, τὴν κενοδοξία, τὴν ὑπερηφάνεια, καὶ τὸν θυμὸ γιὰ τὸ ἄδικο τῆς ὑποθέσεώς τους. Κάποτε πάλι προσελκύονται ἀπὸ τὴν [σωματικὴ] ὀμορφιὰ καὶ ἀπὸ τὶς διασκεδάσεις, ἤ προξενοῦν λύπη σὲ κάποιον ἐξ αἰτίας κάποιας δυσαρέσκειάς τους, ραθυμοῦν στὴν προσευχή τους καὶ κατὰ τὴν διάρκειά της πολλὲς φορὲς ἡ προσοχή τους καταληστεύεται ἀπὸ τοὺς μάταιους καὶ αἰσχροὺς λογισμούς τους κτλ., καὶ μένουν ἀμέριμνοι, σὰν νὰ μὴν συμβαίνει τίποτε, ἤ ἀδιαφοροῦν γιὰ ὅλα αὐτά, ὡς ἀσήμαντα.
Πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία ἤ καὶ προσεύχονται στὸ σπίτι τους, κατὰ τὴν καθιερωμένη συνήθεια, τακτοποιοῦν ὅλες τὶς ὑποθέσεις κανονικά, καὶ εἶναι φυσικὰ εὐχαριστημένοι καὶ ἀμέριμνοι.
Τί ὅμως λαμβάνει χώρα ἐν τῷ μεταξὺ στὴν καρδιά τους; Καθόλου δὲν ἐνδιαφέρονται μήπως ἡ κακία παραμονεύει στὴν καρδιά τους καὶ (μήπως) τὰ πάθη ἐξαφανίζουν ὅλη τὴν ἀξία τῆς τυπικῆς εὐσεβοῦς ζωῆς τους.
Ἄς ἐξετάσουμε τὸ ἑξῆς περιστατικό· κάποιος ἐκτελεῖ μὲ ἐλλείψεις τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας του καὶ κάποτε συναισθάνεται αὐτό, (ὅπως) καὶ τὸ ἀβέβαιον τῆς πορείας τοῦ ὅλου ἔργου του. Ὁπότε, εἶναι δυνατὸν σὲ αὐτὴ τὴν διαπίστωση τῶν ἐλλείψεών του νὰ στραφεῖ ἀπὸ τὴν ἀτελῆ αὐτὴ ἐξωτερικὴ καὶ τυπικὴ εὐσέβεια στὴν πραγματικὴ ἐσωτερική. Στὴν ἀλλαγὴ αὐτὴ εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν ὁδηγήσει μιὰ ἀνάγνωση σχετικῶν βιβλίων ἤ μιὰ συζήτηση μὲ κάποιο πρόσωπο ποὺ ἔχει πεῖρα σχετικὰ μὲ τὴν οὐσία τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς, ἤ καὶ ἁπλῶς ἡ προσωπικὴ ἔλλειψη ἱκανοποιήσεως ἀπὸ τὴν ἐσωτερική του κατάσταση. Δηλαδή, συναισθάνεται ὅτι δὲν ἔχει αὐτό, τὸ ὁποῖο τοῦ ἔχει δοθεῖ ὡς παρακαταθήκη γιὰ νὰ γίνει ἀληθινὸς Χριστιανός: «εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. ιδ’ 17). Τότε εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν στραφεῖ στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ μὴν ἀποκαταστήσει μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ ὅλα τὰ ἐντός του.
Ὅσοι δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ ἔλθουν στοὺς ἑαυτούς τους καὶ ἐπαναπαύονται στὴν ὑποτυπώδη καὶ ἐπιφανειακὴ αὐτὴ ἐξωτερικὴ πνευματικὴ ζωή, θὰ μένουν ξένοι τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων καὶ ἀπληροφόρητοι γιὰ τὴν σωτηρία τους.
Ἀπὸ τὶς «Ἐπιστολὲς περὶ Πνευματικῆς Ζωῆς» τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου («Ἡ Νοερὰ Ἄθλησις ἤτοι περὶ Προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ», μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικά, «Γέννησις Χριστοῦ», Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους 1978, σελ. 106-107, σὲ ἡμέτερη νεο-ελληνικὴ ἁπλοποίηση).