ΑΓΙΟΥ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ (+1985)
Το βιβλίο αυτό[1] του μεγάλου Ομολογητού Αγίου των εσχάτων χρόνων, Φιλαρέτου Βοσνεσένσκι, Μητροπολίτου Νέας Υόρκης της Εκκλησίας της Ρωσικής Διασποράς, βασίζεται σε διαλέξεις για την ηθική θεολογία, τις οποίες συνέταξε ο Άγιος ως Ηγούμενος το 1936, μετά την αποφοίτησή του από τα Ποιμαντικά Μαθήματα του Αγίου Βλαδιμήρου στο Χαρμπίν το 1931. Ο Άγιος σημειώνει ότι για τη συγγραφή του χρησιμοποιήθηκε ως βάση το βιβλίο του πατέρα του, Πρωτοπρεσβυτέρου Νικολάου (μετέπειτα Μεγαλόσχημου Αρχιεπισκόπου Δημητρίου) με τίτλο «Χριστιανική Ζωή» (Χαρμπίν, 1925).
Μέρος 1ο. Ηθικός νόμος
Οι πράξεις είναι ηθικές και ανήθικες. Συνείδηση· οι τρεις λειτουργίες της.
Προϋποθέσεις ηθικού καταλογισμού. Το έμφυτο του ηθικού νόμου.
Σε ολόκληρο τον κόσμο, από όλα τα πλάσματα που τον κατοικούν, μόνο ο άνθρωπος έχει την έννοια της ηθικής. Όλοι γνωρίζουν ότι οι ανθρώπινες πράξεις είναι είτε καλές είτε κακές, είτε ευγενικές είτε μοχθηρές, ηθικά θετικές ή ηθικά αρνητικές (ανήθικες). Και με αυτές τις έννοιες της ηθικής, ο άνθρωπος διαφέρει αμέτρητα από όλα τα ζώα. Τα ζώα ενεργούν όπως είναι φυσικό να ενεργούν ή όπως συνηθίζουν, για παράδειγμα, με την εκπαίδευση. Αλλά δεν έχουν καμία έννοια ηθικής ή ανηθικότητας, και ως εκ τούτου οι ενέργειές τους δεν μπορούν να εξεταστούν από την άποψη της έννοιας της ηθικής.
Πώς μπορεί κανείς να διακρίνει το ηθικά καλό από το ηθικά κακό; Αυτή η διάκριση γίνεται σύμφωνα με έναν ειδικό ηθικό νόμο που δόθηκε σε εμάς, τους ανθρώπους, από τον Θεό. Και αυτός ο ηθικός νόμος, τούτη η φωνή του Θεού στην ανθρώπινη ψυχή, την οποία αισθανόμαστε μέσα μας, ονομάζεται συνείδηση. Αυτή η συνείδηση είναι η βάση της καθολικής ηθικής. Ένα πρόσωπο που δεν άκουσε ποτέ τη συνείδησή του και την αποκοίμισε, πνίγοντας τη φωνή της με τα ψέματα και το σκοτάδι της επίμονης αμαρτίας, συχνά αποκαλείται ασυνείδητος. Ο Λόγος του Θεού αποκαλεί τέτοιους επίμονους αμαρτωλούς ως ανθρώπους με καυτηριασμένη την συνείδησή τους (Α’ Τιμ. δ΄ 2 ). Η ψυχική τους κατάσταση είναι εξαιρετικά επικίνδυνη και μπορεί να είναι καταστροφική για την ψυχή.
Όταν κάποιος ακούει τη φωνή της συνείδησής του, βλέπει ότι αυτή η συνείδηση μιλά μέσα του, πρώτα απ’ όλα, ως κριτής, αυστηρός και αδέκαστος, αξιολογώντας όλες τις πράξεις και τις εμπειρίες ενός ανθρώπου. Και συμβαίνει συχνά μια οποιαδήποτε δεδομένη πράξη ενός ανθρώπου, η οποία είναι ευεργετική για ένα άτομο ή έχει προκαλέσει την έγκριση άλλων ανθρώπων, να αποδοκιμάζεται στα βάθη της ψυχής αυτού του ανθρώπου από τη συνείδησή του, της οποίας η φωνή του λέει: «αυτό δεν είναι καλό, αυτό είναι αμαρτία…».
Σε στενή σχέση με αυτό, η συνείδηση στην ανθρώπινη ψυχή λειτουργεί ως νομοθέτης. Όλες εκείνες οι ηθικές απαιτήσεις που στέκονται μπροστά στην ψυχή ενός ανθρώπου με όλες τις συνειδητές του πράξεις (παραδείγματος χάριν: να πράττεις το καλό, να είσαι ειλικρινής, να μη κλέβεις κ.λπ.) είναι ακριβώς οι κανόνες, οι απαιτήσεις και οι νόμοι αυτής της συνείδησης. Και η φωνή της μάς διδάσκει τί να κάνουμε και πώς να μην ενεργούμε. Τέλος, η συνείδηση εξακολουθεί να ενεργεί σε έναν άνθρωπο ως πάροχος ανταμοιβής. Αυτό συμβαίνει όταν, έχοντας ενεργήσει καλά, βιώνουμε γαλήνη και ηρεμία στην ψυχή και αντίστροφα, αφού διαπράξουμε μια αμαρτία, βιώνουμε μομφή και έλεγχο της συνείδησης. Αυτές οι μομφές της συνείδησης μερικές φορές μετατρέπονται σε τρομερή ψυχική οδύνη και αγωνία και είναι δυνατόν να φέρουν ένα πρόσωπο σε απόγνωση ή σε απώλεια της ψυχικής του γαλήνης, εάν δεν αποκαταστήσει την ειρήνη και την ηρεμία στη συνείδησή του, μέσω βαθιάς και ειλικρινούς μετάνοιας… (βλ. τον μονόλογο του άθλιου ιππότη στο «Μπόρις Γκοντούνοφ» του Πούσκιν, καθώς και το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι[2]).
Είναι αυτονόητο ότι ένα πρόσωπο φέρει ηθική ευθύνη μόνο για εκείνες τις ενέργειες που εκτελεί, πρώτον, σε συνειδητή κατάσταση και, δεύτερον, ενεργώντας ελεύθερα κατά την διάπραξη αυτών των πράξεων. Μόνο τότε εφαρμόζεται ηθικός καταλογισμός σε αυτές τις πράξεις και μόνο τότε, όπως λέγεται, καταλογίζεται σε ένα πρόσωπο ενοχή, έπαινος ή καταδίκη. Αντίθετα, τα πρόσωπα που δεν έχουν επίγνωση της φύσης των πράξεών τους (όπως τα νήπια που στερούνται λογικής κ.λπ.) ή όσοι εξαναγκάζονται να τις διαπράξουν παρά τη θέλησή τους, θεωρούνται ακαταλόγιστοι, και δεν ευθύνονται για τις ενέργειες αυτές. Στην εποχή των διωγμών του Χριστιανισμού, οι ειδωλολάτρες βασανιστές έβαζαν θυμίαμα στο χέρι των Μαρτύρων και το κρατούσαν πάνω από τη φωτιά του φλεγόμενου βωμού τους. Οι βασανιστές υπολόγιζαν ότι ο Μάρτυρας δεν θα άντεχε στη φωτιά, θα κουνούσε τα δάχτυλά του (ή θα τραβούσε το χέρι του) και το λιβάνι θα έπεφτε στη φωτιά. Είναι αλήθεια ότι συνήθως οι Ομολογητές της Πίστης ήταν τόσο σταθεροί στο πνεύμα που προτιμούσαν να κάψουν τα δάχτυλά τους, παρά να ρίξουν το θυμίαμα. Αλλά και να το έριχναν, ποιος θα μπορούσε να πει ότι θυσίασαν σε ένα είδωλο;
Είναι αυτονόητο ότι οι μεθυσμένοι δεν μπορούν να θεωρηθούν τρελοί, γιατί άρχισαν να πίνουν σε φυσιολογική και νηφάλια κατάσταση, γνωρίζοντας πολύ καλά τις συνέπειες της μέθης. Επομένως, σε ορισμένες πολιτείες της Βόρειας Ευρώπης, ένα άτομο για τη διάπραξη ενός εγκλήματος σε κατάσταση μέθης τιμωρείται διπλά: πρώτον, για τη μέθη και, δεύτερον, για το ίδιο το έγκλημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ηθικός νόμος πρέπει να αναγνωρίζεται ως έμφυτος στους ανθρώπους, δηλαδή ενσωματωμένος στην ίδια τη φύση του ανθρώπου. Αυτό αποδεικνύεται από την αναμφισβήτητη καθολικότητα των εννοιών της ηθικής στην ανθρωπότητα. Φυσικά, μόνο η ίδια η ηθική ανάγκη, ένα είδος ηθικού ενστίκτου, μπορεί να αναγνωριστεί ως έμφυτη, αλλά όχι γενικές και σαφείς ηθικές έννοιες και ιδέες. Τέτοιες σαφείς ηθικές έννοιες και ιδέες αναπτύσσονται σε έναν άνθρωπο εν μέρει μέσω της ανατροφής και της επιρροής των προηγούμενων γενεών, αλλά κυρίως με βάση το θρησκευτικό συναίσθημα. Ως εκ τούτου, οι αγενείς ειδωλολάτρες έχουν κατώτερα, σκληρότερα και χειρότερα ηθικά πρότυπα από εμάς τους Χριστιανούς, που γνωρίζουμε και πιστεύουμε στον Αληθινό Θεό, Αυτόν που φύτευσε τον ηθικό νόμο στην ανθρώπινη ψυχή και μέσω αυτού του νόμου διέπει όλη την ζωή και την δραστηριότητα του ανθρώπου.
(συνεχίζεται)
[1] Πρωτότυπος τίτλος: «Конспект по нравственному богословию».
[2] Ο Αλεξάντερ Πούσκιν (1799-1937) και ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (1821-1881) θεωρούνται κορυφαίοι εκπρόσωποι της ρωσικής, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.