Τρίτη 19 Αυγούστου 2025

ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ (Ἁγίου Φιλαρέτου Μητροπολίτου Νέας Ὑόρκης († 1985)

 

Στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος

Γιὰ τὸ Φῶς τοῦ Κόσμου

«Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ ὁ Θεός· δείξας τοῖς μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου καθὼς ἠδύναντο. Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον· πρεσβεῖαις τῆς Θεοτόκου, Φωτοδότα δόξα σοι» (Ἀπολυτίκιον τῆς Ἑορτῆς, ἦχος βαρύς)

Έτσι ψάλλει η αγία μας Εκκλησία την ημέρα της εορτής αυτής, ανακαλώντας στη μνήμη της το θαυμαστό εκείνο γεγονός που έλαβε χώρα πριν από τόσο πολύ καιρό στο όρος Θαβώρ…
Το ιερό Ευαγγέλιο, λέγοντάς μας πώς έγινε η Μεταμόρφωση, αναφέρει ότι ο Σωτήρας ανέβηκε στο βουνό “για να προσευχηθεί”. Αναφερόμενος σε αυτό το χωρίο σε ένα κήρυγμα, ένας από τους μεγάλους Επισκόπους μας εξήγησε ότι ο άμεσος σκοπός της ανόδου Του στο βουνό ήταν η πρόθεση του Σωτήρα να προσευχηθεί εκεί. Αλλά όχι μόνο για να προσευχηθεί, διότι το Τροπάριο λέει ότι έδειξε τη δόξα Του στους μαθητές Του “καθώς ηδύναντο”, δηλαδή όσο μπορούσαν να αντιληφθούν αυτή τη δόξα. Και το Κοντάκιο δείχνει ότι ο Κύριος το έκανε αυτό ακριβώς για να θυμούνται τούτο το εκπληκτικό θαύμα-όραμα όταν θα ερχόταν η ώρα να υποφέρει… Και γι’ αυτό προσευχόμαστε: “Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς, πρεσβείαις της Θεοτόκου”.
Τί πνευματικό σκοτάδι έχει εγκατασταθεί στον κόσμο σήμερα! Και γίνεται ολοένα και πιο σκοτεινό, πιο πυκνό. Ο Κύριος είπε στο Ευαγγέλιο ότι αυτός που κάνει το κακό δεν μπορεί να μείνει στο φως, αλλά επιτελεί τις πράξεις του στο σκοτάδι, φοβούμενος το φως και φεύγοντας από αυτό. Και τώρα ένα πυκνό σκοτάδι έχει τυλίξει την ανθρωπότητα, εξαιτίας δε αυτού κάθε είδους ανομία, κάθε ακαθαρσία που επινοείται σήμερα από τους υιους των ανθρώπων, όλα αυτά επιτελούνται ανοιχτά. Σαφώς για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας το πνευματικό φως έχει ήδη σβήσει, έχει σχεδόν εξαφανισθεί. Για το λόγο αυτό πρέπει να προσευχηθούμε ώστε το αιώνιο Φως που φώτισε τους Αποστόλους στο όρος Θαβώρ να λάμψει και σε μας.
Ο Κύριος ανέβηκε στο όρος [Θαβώρ] για να προσευχηθεί και κατά τη διάρκεια της προσευχής μεταμορφώθηκε. Γνωρίζουμε από τους βίους των Αγίων ότι πολλοί από αυτούς μεταμορφώθηκαν με παρόμοιο θαυμαστό τρόπο – και αυτό συνέβη ακριβώς κατά τη διάρκεια των περιόδων προσευχής…
Όπως ακριβώς οι αρχαίοι ασκητές έλαμπαν με μια λάμψη φωτός σαν τον ήλιο, έτσι και σε πιο πρόσφατους χρόνους στη Ρωσία μεγάλοι ασκητές έλαμπαν με άκτιστο φως. Από το βίο του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, γνωρίζετε πώς το άγιο πρόσωπό του έλαμπε σαν τον ήλιο κατά τη διάρκεια της συνομιλίας του με τον Μοτοβίλοφ… Γνωρίζουμε επίσης ένα περιστατικό στη ζωή του Οσίου Γέροντα Αμβρόσιου (της Όπτινα)- ενώ ήταν μόνος στο κελί του και προσευχόταν, ένας Μοναχός μπήκε βιαστικά και εξίσου ξαφνικά βγήκε έξω έντρομος – είχε δει τη σκιά του προσευχόμενου Γέροντα να λάμπει σαν ήλιος μέσα στο σκοτάδι του κελιού του. Ομοίως γνωρίζουμε ότι πολλοί είδαν τον Άγιο Ιωάννη της Κροστάνδης να περιβάλλεται από ένα θαυμαστό θείο φως ακριβώς τη στιγμή που ήταν μπροστά στο θυσιαστήριο προσφέροντας την φλογερή προσευχή του στον Κύριο της Δόξης. Η εμπειρία έχει δείξει ότι όταν κάποιος προσεύχεται αληθινά, φωτίζεται. Μπορεί κανείς πάντα να διακρίνει μεταξύ εκείνων που προσεύχονται υποκριτικά, προς το θεαθήναι, και εκείνων που προσεύχονται ειλικρινά, μη σκεπτόμενοι κανέναν άλλον εκτός από τον Θεό, ενώπιον του οποίου και μόνον ίστανται.
Είναι αυτό το πνευματικό φως, αυτό το αιώνιο φως, που μπορεί να μας φωτίσει κατά τη διάρκεια της ειλικρινούς προσευχής: Γι’ αυτό το λόγο, είτε προσευχόμαστε για πολύ ώρα είτε για λίγο, πρέπει να θεωρούμε τις στιγμές που περνάμε στην προσευχή ως τον πιο σημαντικό χρόνο της ζωής μας, γιατί κατά τη διάρκεια αυτής της ώρας στεκόμαστε ενώπιον του Θεού και συνομιλούμε μαζί Του. Οι Άγιοι Πατέρες λέγουν ότι κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του αγίου Ευαγγελίου και των Πατερικών συγγραμμάτων, ο Θεός συνομιλεί μαζί μας. Στην δε προσευχή εμείς συνομιλούμε με τον Θεό. Αυτό είναι μεγάλο όφελος για την ψυχή, διότι συνομιλώντας με τον Δημιουργό και Κύριό μας, η ψυχή φωτίζεται με το φως εκείνο για το οποίο προσευχόμαστε σε αυτή τη φωτεινή εορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος μας.

+ Μητροπολίτης Φιλάρετος
Πρωθιεράρχης της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Διασποράς

(Μετάφρασις από τα αγγλικά Κηρύγματος του Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου)


Κυριακή 17 Αυγούστου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Ι´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

            Μετὰ τὴν ἔνδοξη Μεταμόρφωσή Του, ὁ Κύριος κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὄρος Θαβὼρ καὶ Τὸν συνάντησε κάποιος ἄνθρωπος παρακαλῶντας Τον νὰ θεραπεύσει τὸν σεληνιαζόμενο υἱό του. Εἶπε δὲ ὅτι τὸν παρουσίασε καὶ στοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ δὲν κατάφεραν νὰ τὸν θεραπεύσουν, σὰν νὰ εὐθύνονταν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὄχι ἡ δική του ἀδύναμη πίστη. Ὁ Χριστὸς μὲ πικρία ἀπάντησε: «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! Ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε θὰ σᾶς ὑπομένω;». Τότε, ζήτησε τὸν νέο καὶ ἀφοῦ τὸν ὁδήγησαν μπροστά Του, διέταξε τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα νὰ φύγει ἀφήνοντας τὸν νέο ἐλεύθερο. Λίγο ἀργότερα, οἱ Ἀπόστολοι κατ’ ἰδίαν ρώτησαν τὸν Κύριο: «γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ βγάλουμε τὸ δαιμόνιο;». «Γιὰ τὴν ἀπιστία σας», τοὺς ἀπάντησε, «ἂν ἔχετε πίστη σὰν τὸν κόκκο τοῦ σιναπιοῦ, θὰ πεῖτε σὲ αὐτὸ τὸ βουνὸ «μετακινήσου ἀπὸ ἐδὼ ἐκεῖ» καὶ θὰ μετακινηθεῖ, καὶ τίποτα δὲν θὰ σᾶς εἶναι ἀδύνατο. Τὸ δὲ γένος αὐτὸ (τῶν πονηρῶν πνευμάτων) δὲν φεύγει παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία».

            ντύπωση προκαλεῖ ἡ φράση τοῦ Κυρίου: «Ἕως πότε θὰ σᾶς ὑπομένω;». Τὸ κατανοεῖτε; Ὁ Παντελεήμων καὶ Φιλάνθρωπος Θεός, Ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ «ὑπερβάλλουσα ἀγαθότητα» ἔγινε ἄνθρωπος καὶ σταυρώθηκε γιὰ νὰ νικήσει μὲ τὴν Ἀνάστασή Του τὸν θάνατο, μᾶς λέει οὐσιαστικὰ ὅτι δὲν θὰ μᾶς ὑπομένει γιὰ πάντα. Ὅταν μᾶς ἔχει χαρίσει πλούσια τὴν εὐλογία Του κὶ ἐμεῖς συνεχῶς καὶ μὲ ἐπιμονὴ Τοῦ ἀνταποδίδουμε τὶς ἁμαρτίες μας, εἶναι φυσικὸ καὶ ἑπόμενο κάποια στιγμὴ νὰ ἀποστρέψει τὸ πρόσωπό Του. Καὶ ξέρετε τὶ λέει ο Δαυίδ∙ «ἀποστρέψαντος δὲ Σοῦ τὸ πρόσωπον (τὰ σύμπαντα) ταραχθήσονται». Βεβαίως, καὶ ἂν ἀκόμη ἀποστρέψει τὸ πρόσωπό Του καὶ ἀπομακρύνει τὴν εὐλογία Του, ἀπὸ φιλανθρωπία θὰ τὸ κάνει, μήπως καὶ καταλάβουμε τὶ χάσαμε καὶ νικήσουμε τὴν πώρωση τῆς ψυχῆς μας. Αὐτό, ὅμως, ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε γιὰ νὰ κινήσουμε τὸ ἔλεός Του, εἶναι ἡ διάθεση μετανοίας καὶ ἡ τίμια προσπάθεια. Ὁ Χριστὸς ὅταν βλέπει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀγωνίζεται ἀληθινά, ποτὲ δὲν τὸν ἐγκαταλείπει. 

            Σημαντικὴ ἀναφορὰ στὴ σημερινὴ περικοπὴ γίνεται στὴν πίστη.Ἡ πίστη εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐννέα καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν εἶναι ἀνθρώπινη κατάκτηση. Ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται νὰ ἀγωνισθεῖ γιὰ νὰ τὴν καλλιεργήσει, μέσω τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης, τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς ἐν γένει ὑπακοῆς στὸ Θεῖο Θέλημα, ἀλλὰ μόνος του δὲν τὴν ἀποκτᾶ. Ὁ Θεὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ τὴν προσφέρει στὸν ἄνθρωπο.  Πολλοὶ θέλουν νὰ δοῦν θαύματα γιὰ νὰ πιστέψουν. Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἀρκετοὶ πίστεψαν ἀπὸ κάποιο θαῦμα, χάρη στὴν Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. Πρέπει, ὅμως, νὰ γνωρίζουμε ὅτι τὸ θαῦμα προϋποθέτει τὴν πίστη καὶ ὄχι ἡ πίστη τὸ θαῦμα. Ἡ πίστη προηγεῖται καὶ ἀκολουθεῖ τὸ θαῦμα, ὅσο καὶ ἂν αὐτὴ ἠ πραγματικότητα ἐνοχλεῖ κάποιους ἄγευστους πίστεως και Ζωῆς, οἱ ὁποῖοι ποτὲ δὲν κατέβαλαν κόπο γιὰ νὰ προσεγγίσουν τὸν Χριστό μας. 

            Σὲ αὐτὸ τὸν κόπο ἀναφέρεται ὁ Κύριος ὡς ὅπλο κατὰ τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ὅταν λέει ὅτι αὐτὰ φέυγουν μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία εἶναι ὁ πνευματικὸς καὶ ὁ σωματικὸς κόπος ποὺ ἑλκύουν τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ διώχνουν τοὺς δαίμονες, ἐὰν βέβαια συνοδεύονται ἀπὸ τὴν ἀνάλογη ταπείνωση, διότι καὶ ὁ Ἄρειος νήστευε καὶ προσευχόταν, ἀλλὰ μὲ ὑπερηφάνεια∙ ὥσπου ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους αἱρετικούς. 

             προσευχὴ εἶναι γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς ὅ,τι ἀκριβῶς καὶ τὸ ὀξυγόνο γιὰ τοὺς πνεύμονες. Δίχως αὐτήν, ἡ ψυχή μας ἀργοπεθαίνει, διότι ἡ προσευχὴ εἶναι ταυτισμένη μὲ τὴ Ζωή, εἶναι ἐπικοινωνία μὲ τὸν Δεσπότη Χριστό. Ἡ προσευχὴ ἀλλοιώνει καὶ χαριτώνει τὸν ἐσώψυχο κόσμο μας, μᾶς δίνει κουράγιο, ἐλπίδα καὶ εἰρήνη, μᾶς κάνει δυναμικότερους, ὥστε νὰ ἀντιμετωπίζουμε κάθε πρόβλημα ποὺ ἀναφύεται. Κάνουμε προσευχή; Ἢ ἀρκούμαστε στὶς δύο ὥρες τοῦ κυριακάτικου ἐκκλησιασμοῦ; Οἱ παλαιοὶ Χριστιανοὶ πήγαιναν στὴν Ἐκκλησία κάθε μέρα∙ τὸ πρωὶ γιὰ τὸν Ἑξάψαλμο, τὸ ἀπόγευμα γιὰ τὸν Ἑσπερινὸ καὶ τὸ βράδυ γιὰ τὸ Ἀπόδειπνο. Ἐμεῖς ποὺ δὲν πηγαίνουμε καθημερινὰ στὴν Ἐκκλησία, φροντίζουμε νὰ διαβάζουμε τὶς προσευχὲς αὐτὲς στὸ σπίτι; Ἂν ὄχι τὸν Ἐσπερινό, μποροῦμε τουλάχιστον νὰ διαβάζουμε τὸν Ἑξάψαλμο τὸ πρωὶ καὶ τὸ Ἀπόδειπνο μὲ τοὺς Χαιρετισμοὺς τὸ βράδυ, συνολικὰ μισὴ ὥρα τὴν ἡμέρα. Βέβαια, ἡ προσευχὴ δὲν περιορίζεται μόνο στὶς Ἀκολουθίες. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Ἂν καταφέρουμε νὰ προσευχόμαστε συνεχῶς, θὰ δοῦμε πόσο θὰ ἀλλάξει πρὸς τὸ καλύτερο ἡ καθημερινότητά μας, διότι ἡ προσευχὴ μᾶς ἐμποδίζει νὰ ἁμαρτήσουμε. Ἂν συνεχῶς λέμε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ἢ τὸ «Πάτερ ἡμῶν», ἢ ὁποιαδήποτε ἄλλη προσευχή, θὰ προσέξουμε πολὺ νὰ μὴν μιλήσουμε μὲ εἰρωνεία, νὰ μὴν φερθοῦμε ἀπότομα, νὰ μὴν νευριάσουμε, νὰ μὴν στενοχωρέσουμε κανέναν. Ἡ προσευχὴ γεμίζει τὴ ζωή μας μὲ Φῶς.

            πὸ τὴν ἄλλη, ἡ νηστεία εἶναι ἕνας εὐλογημένος περιορισμός. Μὲ τὴν νηστεία θέτουμε ὅρια στὸ τὶ καὶ πόσο θὰ φᾶμε, τὶ θὰ δοῦμε, τὶ θὰ ποῦμε, τὶ θὰ ἀγγίξουμε, τὶ θὰ ἀκούσουμε. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέτει ὅρια καὶ κινεῖται μόνο μέσα σὲ αὐτά, εἶναι πραγματικὰ ἐλεύθερος. Ὁ κόσμος θεωρεῖ ὅτι ἐλευθερία εἶναι νὰ κάνω ὅ,τι θέλω. Δὲν εἶναι ἔτσι, ὅμως. Αὐτὸς ποὺ πιστεύει κάτι τέτοιο, ἂν κάποια στιγμὴ δὲν μπορέσει νὰ κάνει ὅ,τι θέλει, θὰ δείξει ὅτι δὲν εἶναι παρὰ ἕνας ἀξιολύπητος δούλος στὸν ἑαυτό του. Ἡ νηστεία, λοιπόν, εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἐλευθερίας καὶ κρατᾶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀνάλαφρα. Πιὸ εὔκολο εἶναι νὰ μὴν δεῖς κάτι, παρὰ νὰ τὸ δεῖς καὶ μετὰ νὰ ὑποφέρεις ποὺ τὸ εἶδες καὶ χάλασες τὴν πνευματική σου κατάσταση. Πιὸ εὔκολο εἶναι νὰ μὴν φᾶς περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι χρειάζεσαι, παρὰ νὰ φᾶς καὶ ὕστερα νὰ ὑποφέρεις ἀπὸ στομαχόπονο. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ ὅλες τὶς αἰσθήσεις. Ἡ νηστεία διατηρεῖ τὸν ἄνθρωπο δυναμικὸ καὶ τὸν ὠθεῖ σὲ δημιουργικὴ ἐγρήγορση.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, 

             Θεὸς αὐτὸ ποὺ θέλει ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ νὰ μᾶς στεφανώσει μὲ τὸ ἔλεός Του, εἶναι ἡ προθυμία καὶ ἡ ἐπιμονή. Μπορεῖ ὡς ἄνθρωποι νὰ ἔχουμε τὰ κενὰ καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, τὴν ζήλεια, τὴν καχυποψία, τὴν ὑπερηφάνεια, καὶ νὰ σκεφτόμαστε πολλὲς φορὲς: «θὰ καταφέρω ἄραγε νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ αὐτά;». Ἂν καταφύγουμε μὲ πίστη στὴν προσευχὴ καὶ τὴν νηστεία, θὰ τὰ καταφέρουμε. Ἐμεῖς θὰ καταβάλουμε λίγο κόπο καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς προσφέρει τὴν ποθητὴ λύτρωση. Ὅπως, ἄλλωστε, εἶχε πεῖ κάποιος Ὅσιος, «ἀδύνατο εἶναι ἐκεῖνον ποὺ πασχίζει ἐν ἀληθείᾳ νὰ σωθεῖ, νὰ μὴν τὸν ἐλεήσει ὁ Κύριος». Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν.


Μετ’ εὐχῶν,

 Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

†  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2025

ΜΟΛΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΙΟΙ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα)

 

Μολυσματικοὶ πνευματικοὶ ἰοὶ καὶ θεραπεία

            Μὲ τὸν ἰὸ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐξαπολύθηκε πρὶν ἀπὸ ἕναν αἰῶνα, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1920, διὰ τοῦ γνωστοῦ Πατριαρχικοῦ Διαγγέλματος πρὸς τὶς δῆθεν «Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ», ἔγινε ἡ διασπορὰ μιᾶς φοβερῆς πανδημίας. Πρώτη κάκιστη παρενέργειά της ἦταν ἡ ἑορτολογικὴ/λειτουργικὴ διάσπαση τῶν Ὀρθοδόξων μεταξύ τους, χάριν τῆς προσεγγίσεως καὶ τοῦ συνεορτασμοῦ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους/αἱρετικούς. Καὶ αὐτὸ οὐσιαστικὰ συνέβη μὲ τὴν ἄκριτη καὶ ἀνεπίτρεπτη εἰσαγωγὴ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου τὸ 1924.

            Οἱ λίγοι πιστοὶ ἀρχικά, οἱ ὁποῖοι θέλησαν μὲ θεία νεύση καὶ παρακίνηση καὶ μὲ θαύματα ἐπιβεβαιωτικὰ τοῦ δικαίου τους νὰ λάβουν ἐπείγοντα μέτρα προστασίας, γιὰ νὰ μὴν πληγοῦν ἀπὸ τὴν μόλυνση, καὶ ἄρχισαν νὰ καταφεύγουν σὲ ἀπόμερα ἐκκλησίδια γιὰ νὰ ἐπιτελέσουν τὴν θεία Λατρεία πατροπαραδότως, ἀντιμετώπισαν ἐπὶ δεκαετίες τὴν δημόσια χλεύη, τὸν διασυρμὸ καὶ τὴν ποικιλότροπη διωκτικὴ μανία Καινοτόμου Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, παρὰ τὸ ὅτι εἶχαν αὐξηθεῖ κατὰ πολὺ καὶ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀγνοηθοῦν ὡς δῆθεν ἀσήμαντη μειονότητα. Διότι δὲν τοὺς ἀναγνωρίσθηκε τὸ δικαίωμα νὰ προστατευθοῦν πνευματικῶς ἀπὸ τὸν μολυσματικὸ ἰὸ τῆς Καινοτομίας, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρχίσει νὰ διαβρώνει σταδιακὰ τὴν ἄμυνα καὶ τὶς ἀντιστάσεις ὅσων τὴν ἀποδέχθηκαν. Ὥστε ἐν συνεχείᾳ νὰ ἀκολουθήσει ἡ εἰσβολὴ ποικίλων ἄλλων συναφῶν μολυσμῶν, ὅπως τῆς ἐκκοσμικεύσεως καὶ τῆς οἰκουμενιστικῆς κακοδοξίας.

            Ὡς γνωστόν, κάθε ἐπικίνδυνος πνευματικὸς ἰὸς καθαίρεται καὶ ἀντιμετωπίζεται ἀποτελεσματικὰ μὲ τὴν ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως, τὴν εἰλικρινῆ μετάνοια καὶ ἐπανόρθωση, καὶ τὴν ζωὴ τῶν Ἀρετῶν καὶ Μυστηρίων τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ὀρθὴ πίστη ἀποτελεῖ τὸ ἀσφαλὲς θεμέλιο, ἡ δὲ ἀπεμπόλησή της μὲ τὴν περιφρόνηση τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, τῶν Ἱερῶν Κανόνων, καὶ γενικῶς τῆς Συνοδικῆς τάξεως καὶ πράξεως στὴν Ἐκκλησία, θέτει σὲ κίνδυνο καὶ ἀμφισβήτηση ὅλα τὰ ὑπόλοιπα θεῖα μέσα ἀμύνης καὶ θεραπείας.

            Ὁ ἰὸς τῆς Καινοτομίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου θεωρήθηκε ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἐντελῶς λανθασμένα ὡς ἀκίνδυνος καὶ ἐπουσιώδης, ἐνῶ τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου/Ἑορτολογίου συνδέεται μὲ τὸ Πασχάλιο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἄρα εἶναι πάρα πολὺ σημαντικό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, οἱ Μεγάλες Σύνοδοι Πανορθοδόξου κύρους τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ. ἀντιμετώπισαν τὸ θέμα τῆς Παπικῆς Γρηγοριανῆς Μεταρρυθμίσεως τοῦ 1582 στὸ Πασχάλιο καὶ Καλανδάριο ἑνοποιημένα καὶ ἀπὸ κοινοῦ μὲ τρόπο ἀπαγορευτικὸ καὶ καταδικαστικό. Ἔκτοτε, οἱ Ὀρθόδοξοι εἶχαν κοινὴ στάση καὶ θεώρηση ἔναντι τῆς Ἡμερολογιακῆς Μεταρρυθμίσεως μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ Κ΄ αἰ., ἀρνούμενοι ἐνσυνείδητα κάθε λόγο περὶ ἀποδοχῆς της, ὡς ἀπαράδεκτης, ἀσυμβίβαστης καὶ ἐξυπηρετικῆς οὐσιαστικὰ κακοδόξων σκοπιμοτήτων.

            Πρόταση γιὰ ἐξέταση τοῦ θέματος στὶς ἀρχὲς τοῦ Κ΄ αἰῶνος ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη συνήντησε ὡς γνωστὸν τὴν Πανορθόδοξη ἀπόρριψη.

            Ὅμως, τὸ δῆθεν Πανορθόδοξο Συνέδριο τοῦ 1923 στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ τοῦ ἀποδεδειγμένα Μασόνου ἀντικανονικοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη, ἔθεσε στὸ Μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸ θέμα ἀλλαγῆς Πασχαλίου καὶ Ἡμερολογίου, βάσει δῆθεν ἐπιστημονικῶν ἀρχῶν τοῦ πολιτισμένου κόσμου καὶ μάλιστα τῶν ἑτεροδόξων, ὥστε οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ μὴν συνεχίσουν νὰ ἀκολουθοῦν κάτι δῆθεν λανθασμένο καὶ παρωχημένο.

            Ἔτσι, ἡ λεωφόρος ἄνοιξε, οἱ ἄμυνες ἄρχισαν νὰ καταπίπτουν καὶ κατόπιν ἀκολούθησαν τὰ μεγαλύτερα δεινὰ ἀπὸ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» τὸ 1948 (παγκοσμίου μολυσματικῆς ἑστίας) καὶ ὅσων τραγικῶν ἀκολούθησαν στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ Κ΄ αἰ., μὲ ὅλα τὰ γνωστὰ διαβρωτικὰ ἀποτελέσματα σὲ ἐπίπεδο θεωρίας καὶ πράξεως.

Οἱ αἱρέσεις, παλαιὲς καὶ νεώτερες, μὲ πρῶτο τὸν πολυαιρετικὸ Παπισμό, «ἀμνηστεύθηκαν» καὶ ἐνῶ παραμένουν πνευματικὰ μολυσματικὲς ἰογενεῖς ζῶνες, ἀναγνωρίσθηκαν ἀπὸ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὲς ὡς «ὑγειονομικὰ ἀσφαλεῖς χῶροι» (!), μὲ κάποιες ἁπλῶς μικρὲς «νόμιμες» καὶ ἀποδεκτὲς ἀποκλίσεις, ὀφειλόμενες περισσότερο σὲ ἱστορικοὺς καὶ πολιτιστικοὺς λόγους. Ὥστε νὰ μνησθοῦμε τοῦ Εὐαγγελικοῦ χωρίου: «Τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» [Ὅταν ἕνας τυφλὸς ὁδηγεῖ ἄλλον τυφλό, θὰ πέσουν καὶ οἱ δύο σὲ λάκκο] (Ματθ. 15:14).

            Ὁ θανατηφόρος ἰὸς τῆς Οἰκουμενιστικῆς κακοδοξίας ἐπιβλήθηκε καὶ ἐπίσημα/συνοδικὰ τὸ 2016, στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης, μὲ ἐλάχιστες καὶ πάλι ἀντιδράσεις καὶ ἀντιστάσεις.

            Ἡ ἐν συνεχείᾳ ἀναγνώριση τῶν ἀντικανονικῶν τῆς Οὐκρανίας τὰ τελευταῖα ἔτη ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶναι «ὁδηγοὶ τυφλοὶ τυφλῶν», διεύρυνε τὸ πρόβλημα μὲ τὴν διασπορὰ καὶ ἐκτόξευση ὅλο καὶ πιὸ ἐπικίνδυνων μολυσματικῶν ἰῶν διαιρέσεως, ταραχῆς καὶ σάλου δεινοῦ καὶ φοβεροῦ.

            Ὁ δὲ λόγος ἀνοικτὰ πλέον περὶ ἐφαρμογῆς Κοινοῦ Πασχαλίου μεταξὺ Παπικῶν καὶ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν κατὰ τὸ προσεχὲς χρονικὸ διάστημα (2027 καὶ ἑξῆς σύμφωνα μὲ τὸ νέο χρονοδιάγραμμά τους) ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι ἡ ἀρχικὴ πανδημία ποὺ ξεκίνησε σὲ μικρὲς δόσεις, ὁλοκληρώνεται καὶ ἑδραιώνεται ἐπικίνδυνα μὲ διάθεση πλήρους ἀσφυκτικῆς ἐπικρατήσεως.


            Ἐπίσης, οἱ πολλὲς ἀβαρίες σὲ συλλογικὸ ἐπίπεδο, σὲ ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενους, μὲ τὴν ψήφιση μάλιστα ἐκθεμελιωτικῶν νόμων, μὲ τὴν κυριαρχία τῶν σαρκικῶν καὶ μάλιστα τῶν παρὰ φύσιν ἁμαρτημάτων, μὲ τὶς ἐκτρώσεις, δηλ. τοὺς φόνους ἀγεννήτων ὑπάρξεων, τὶς βλασφημίες καὶ φαρμακεῖες, ὅπως καὶ τὶς ἀνεκδιήγητες ἀδικίες, ἀλλὰ καὶ τὸν διασυρμὸ καὶ ἔμμεσο ἤ ἄμεσο διωγμὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, συνθέτουν μιὰ εἰκόνα ἀπογοητευτική, ποὺ μόνον μολυσμὸ ἐπιφέρει καὶ ἐπαυξάνει.

            Ἡ ἐνσκήψασα, θείᾳ παραχωρήσει, πανδημία πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, ἀσχέτως πῶς καὶ ἀπὸ ποῦ προῆλθε, θυμίζει μεταξὺ ἄλλων καὶ αὐτὰ ποὺ ἔχουν λησμονηθεῖ: ὅτι οἱ χειρότεροι ψυχοφθόροι καὶ θανατεροὶ ἰοὶ τοῦ ὄφεως, τοῦ παγκάκιστου διαβόλου, ὅπως καὶ τῶν ὀργάνων του, ἔχουν ἐξαπλωθεῖ ἀπὸ δεκαετίες σὲ τεράστια κλίμακα καὶ ἐπισύρουν τὴν δίκαιη θεία ἐγκατάλειψη. Αὐτοὶ ἀπολυμαίνονται καὶ ξεπλένονται μόνον μὲ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοια, προσωπικὴ καὶ συλλογική, ἄνευ τῆς ὁποίας δὲν θὰ ἐπέλθει ἡ ποθητὴ εὐλογία, χάρη καὶ χαρὰ στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ οἱ θλίψεις καὶ ὀδῦνες θὰ ἐπαυξάνουν, ἕως τῆς τελικῆς δοκιμασίας τῆς ἀνθρωπότητος διὰ τοῦ Ἀνόμου, τὸν ὁποῖον θὰ καταργήσει ὁ Κύριος μὲ τὴν ἔνδοξη Δευτέρα Παρουσία Του.

            Τὰ μέτρα ἀντιμετωπίσεως ποὺ προτείνουν οἱ ἄνθρωποι εἶναι εἴτε ἀνεπαρκῆ ἀπὸ μόνα τους εἴτε καὶ ἄκρως ἐπικίνδυνα. Οἱ κρίσεις, σωματικὲς καὶ πνευματικές, δὲν θεραπεύονται οὔτε μὲ ὑποχρεωτικὰ ἐπικίνδυνα πειραματικὰ σκευάσματα, οὔτε μὲ ἀνελεύθερα σενάρια ὑποχρεωτισμῶν ψηφιακῆς ἀριθμοποιήσεως καὶ μαζοποιήσεως, οὔτε μὲ πανθρησκειακῆς ἐμπνεύσεως καὶ κατευθύνσεως Οἰκουμενιστικὲς συμπροσευχές, συναθροίσεις καὶ διακηρύξεις, οἱ ὁποῖες λαμβάνουν χώρα κάθε λίγο σὲ διάφορες περιοχὲς τοῦ κόσμου, ἀκόμη καὶ στὴν πατρίδα μας.

            Γι’ αὐτὸ καὶ ἀντὶ γιὰ ἐπικράτηση ὑγείας, ἀσφάλειας, εἰρήνης καὶ εὐημερίας, βλέπουμε μὲ λύπη νὰ κυριαρχοῦν στὸν κόσμο ἀστάθεια, ἀδικία, πόλεμοι, βία, ἀνασφάλεια, ἐξοντωτικοὶ ἀνταγωνισμοί, φυσικὲς καταστροφές, σεισμοὶ καὶ φωτιές, ἀλλὰ καὶ κάθε εἴδους πλάνη, ἀπάτη καὶ ἐξαχρείωση.

            Ὁ Θεάνθρωπος Σωτῆρας μας Χριστός, ὁ μόνος Φιλάνθρωπος, ποθεῖ τὴν ἔμπρακτη μετάνοια, ἀληθινὴ ὁμολογία καὶ πνευματικὴ ἀνόρθωσή μας, προκειμένου νὰ καταπέμψει τὴν σωστικὴ ἴαση καὶ εὐλογία Του. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπιθυμεῖ νὰ κατοικεῖ ἀνεμπόδιστα μέσα μας, νὰ μᾶς ἀνακαινίζει καὶ χαροποιεῖ, καθιστῶντας μας ναοὺς τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Ἀλλὰ καὶ νὰ βασιλεύει μεταξύ μας καὶ ἀνάμεσά μας, ἐπιφέροντας καὶ συγκροτῶντας ἀληθινὴ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα καὶ κοινωνία.

Χρέος μας εἶναι νὰ μείνουμε σταθεροὶ καὶ ἀμετακίνητοι στὶς ἀρχὲς καὶ ἀξίες μας, στὴν ἀκαινοτόμητη πίστη τῶν Πατέρων μας, στὸν ἡρωϊσμὸ τῶν Προγόνων μας, στὴν ἀκατάκριτη συνείδησή μας, στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή μας, στὴν θυσιαστικὴ ἀγάπη μας, στὴν ἄφοβη προσφυγή μας στὰ θεῖα Μυστήρια καὶ ἁγιάσματά μας. Αὐτὰ θὰ μᾶς φυλάξουν, θὰ μᾶς ἀνυψώσουν καὶ θὰ μᾶς προστατεύσουν ἀπὸ κάθε εἴδους μολυσμὸ ψυχῆς καὶ σώματος, θὰ μᾶς παράσχουν κάθαρση καὶ φωτισμό, καὶ θὰ ἀποβοῦν ἡ θεία προσφυγὴ καὶ σωτηρία μας.

Ἡ Παναγία μας δύναται μὲ τὸ ζῶν ὕδωρ τῆς ζωηφόρου Πηγῆς της νὰ εὐφράνει καὶ νὰ ζωογονήσει τὴν ταλαίπωρη ψυχή μας, οἱ δὲ Ἅγιοι μὲ τὶς πρεσβεῖες τους δύνανται νὰ μᾶς ἀπαλλάξουν ἀπὸ κάθε νόσο καὶ μολυσμό, μόνο νὰ τὸ θελήσουμε καὶ νὰ ἀγωνισθοῦμε ἕως τέλους μὲ κάθε κόστος γι’ αὐτό. Γένοιτο!

+ὁ Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος Κλήμης

2/15 Αὐγούστου 2025

Πηγή

Ἡ Νηστεία τοῦ Δεκαπενταυγούστου καὶ οἱ Παρακλήσεις πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο

  

Ἀπὸ 1 Αὐγούστου μέχρι καὶ 14 Αὐγούστου, νηστεύουμε πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ἡ νηστεία εἶναι αὐστηρή. Ψάρι τρῶμε μόνο στὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος μας (6 Αὐγούστου). Ἂν ἡ 15η Αὐγούστου συμπέσει Τετάρτη ἢ Παρασκευὴ τότε γίνεται κατάλυση μόνον ἰχθύος.

Ἡ νηστεία εἶναι ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρώτη. Ἡ πιὸ παλιὰ ἀπὸ ὅλες. Τὴν ἔδωκε στὸν Ἀδὰμ μέσα στὸν παράδεισο.

Τὸ νόημα τῆς νηστείας ἦταν: μὲ τὸ ὅπλο τῆς νηστείας νὰ συνηθίσουν οἱ ἄνθρωποι στὴν ὑπακοὴ στὸ Θεὸ καὶ στὴν πάλη κατὰ τοῦ διαβόλου.

Ὁ Χριστός, ἐτόνισε ἀκόμη περισσότερο τὴν ἀξία τῆς νηστείας. Εἶπε: «Τὸ γένος τοῦτο οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχὴ καὶ νηστεία». Δηλ. μὲ τὴ νηστεία πολεμᾶμε τὸν διάβολο καὶ τὸν νικᾶμε.

Κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας:

«Δὲν ἀρκεῖ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τροφές, ἀλλὰ ἂς νηστεύσωμε νηστεία ἀρεστὴ στὸ Θεό. Ἀληθινὴ νηστεία εἶναι ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ θυμό, ἀποχωρισμὸς ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες, ἀπὸ τὴν συκοφαντία, τὸ ψέμα, τὴν ἐπιορκία». (Μ. Βασίλειος)

«Νήστευε, ὄχι μόνο ἀπὸ ψωμί, κρασί, κρέατα, καὶ ἄλλες τροφές, ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ κακοὺς λογισμούς». (Νεῖλος Ἀγκύρας)

«Αὐτὸς εἶναι ὁ σωστὸς τρόπος νὰ νηστεύουμε, ἡ ἐπίδειξη καλῶν ἔργων, ἡ ἐλεύθερη ἀπὸ πάθη γνώμη». (Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).

Οἱ παρακλητικοὶ κανόνες τῆς Θεοτόκου

Τὸ χρονικὸ διάστημα τοῦ Δεκαπενταυγούστου εἶναι μία περίοδος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ὀρθόδοξη ψυχὴ στρέφει τὰ μάτια μὲ βαθειὰ κατάνυξη πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.

Ἐπὶ δεκαπέντε ἡμέρες, πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως, σημαίνουν οἱ καμπάνες τὴν ὥρα τοῦ δειλινοῦ καὶ τὰ πλήθη τῶν πιστῶν πᾶνε νὰ ψάλλουν τὸν Μικρὸ καὶ τὸν Μεγάλο Παρακλητικὸ Κανόνα.

Ἀνάλογη κατάνυξη ἔχει βέβαια καὶ ἡ περίοδος τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας. Ἀλλὰ ἐνῶ στοὺς Χαιρετισμοὺς κυριαρχεῖ ὁ ὑμνολογικὸς τόνος, ἡ θριαμβικὴ δοξολόγηση τῶν ἀπείρων χαρίτων τῆς «Μητρὸς τοῦ Θεοῦ γενομένης», στοὺς Παρακλητικοὺς Κανόνες τοῦ Δεκαπενταυγούστου κυρίαρχος τόνος εἶναι τὸ πένθος καὶ ἡ ὀδύνη τῆς βαρυαλγούσης ψυχῆς τοῦ πιστοῦ ποὺ ζητᾶ παράκληση καὶ παρηγοριὰ ἀπὸ τὴν Παναγία.

Οἱ Παρακλητικοὶ Κανόνες, ὁ Μικρὸς καὶ ὁ Μέγας ἢ ἁπλῶς ἡ Μικρὴ καὶ ἡ Μεγάλη Παράκληση – ἐπειδὴ διὰ τῶν ὕμνων αὐτῶν οἱ πιστοὶ παρακαλοῦν τὴν Παναγία νὰ ἀκούση καὶ νὰ ἱκανοποιήση τὰ αἰτήματά τους – ψάλλονται , ἐναλλάξ, δηλαδὴ τὴν μία μέρα ψάλλεται ἡ Μεγάλη καὶ τὴν ἄλλη ἡ Μικρή.

Μόνο κατὰ τοὺς ἑσπερινοὺς τῶν Σαββάτων καὶ τῆς Ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου δὲν ψάλλονται οἱ Παρακλήσεις καὶ τοῦτο ἐπειδὴ τὸ περιεχόμενό τους εἶναι πένθιμο καὶ ἱκετευτικὸ καὶ δὲν συμφωνεῖ πρὸς τὸ χαρμόσυνο ὕφος τῶν ἑορταστικῶν αὐτῶν ὕμνων.

Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ τὴν περίοδο τοῦ Δεκαπενταυγούστου ἡ Μικρή, ἰδίως, Παράκληση ψάλλεται συχνά, «ἐν πάσῃ περιστάσει καὶ θλίψει ψυχῆς», εἴτε στοὺς ἱεροὺς Ναούς, εἴτε καὶ κατ’ οἶκον, ἀπὸ τοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νὰ ἱκετεύσουν δι’ αὐτῆς τὴν Θεοτόκο καὶ νὰ ἐπικαλεσθοῦν τὴν μεσιτεία της.

Ἡ δὲ διάκριση τῶν Παρακλήσεων σὲ Μικρὴ καὶ Μεγάλη ὀφείλεται ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον στὴν ἔκταση, τὸ μέγεθος τῶν τροπαρίων. Τὰ τροπάρια, δηλαδή, τῆς Μικρῆς Παρακλήσεως εἶναι μικρότερα καὶ συντομώτερα ἀπὸ ἐκεῖνα τῆς Μεγάλης.

Ἡ Μικρὴ Παράκληση εἶναι ποίημα κάποιου ὑμνογράφου, ὁ ὁποῖος κατ’ ἄλλους μὲν ὠνομάζονταν Θεοστήρικτος καὶ ἦταν Μοναχός, κατ’ ἄλλους δὲ Θεοφάνης. Ὅπως φαίνεται, ὅμως, πρόκειται περὶ τοῦ ἰδίου προσώπου, τὸ ὁποῖο ἔγινε Μοναχὸς καὶ ἀπὸ Θεοφάνης μετωνομάσθηκε σὲ Θεοστήρικτο. Ἡ Μεγάλη Παράκληση εἶναι ἔργο τοῦ Θεοδώρου τοῦ Β, τοῦ Δουκός, Βασιλέως τῆς Νικαίας, τοῦ ἐπονομαζομένου Λασκάρεως, ὁ ὁποῖος ἔζησε περὶ τὰ μέσα τοῦ 13ου αἰῶνος καὶ εἶναι πολὺ μεταγενέστερός του Θεοστηρίκτου, τοῦ Μοναχοῦ.

Οἱ δύο Παρακλήσεις, πλὴν τοῦ Κανόνος, περιλαμβάνουν στὴν Ἀκολουθία τους καὶ Ψαλμούς, δεήσεις ὑπὲρ τῶν ζώντων πιστῶν, ὑπὲρ τῶν ὁποίων τελοῦνται, καὶ Εὐαγγελικὴ περικοπή. Τὸ περιεχόμενό τους εἶναι ἱκετευτικό, συγκινεῖ τοὺς πιστούς, διδάσκει καὶ προτρέπει αὐτοὺς νὰ προστρέχουν μὲ θάρρος καὶ ἐμπιστοσύνη πάντοτε πρὸς τὴν Κυρία Θεοτόκο, τὴν Μεγάλη Μητέρα τους, γιὰ νὰ βρίσκουν παρηγοριὰ καὶ νὰ λαμβάνουν βοήθεια στὶς ἀνάγκες του.

Πρὸς τὴν Κυρία Θεοτόκον ἂς ψάλλουμε καὶ μεῖς μὲ πίστη καὶ ἐκ βάθους καρδίας τὶς ἱερὲς Παρακλήσεις καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἱεροὺς ὑμνωδούς, ἂς ἐπαναλαμβάνουμε:

«Βλέψον ἰλέω ὄμματί σου καὶ ἐπισκεψαι τὴν κάκωσιν, ἢν ἔχομεν, καὶ δεινῶν συμφορῶν καὶ βλάβης καὶ κινδύνων καὶ πειρασμῶν ἡμᾶς λύτρωσαι, ἀμετρήτῳ σου ἐλέει», μὲ τὴν ἀκράδαντη βεβαιότητα ὅτι «δὲν θὰ παρίδῃ τὴν πενιχρὰν δέησίν μας, τὸν κλαυθμὸν καὶ τὰ δάκρυα καὶ τοὺς στεναγμούς μας, ἀλλὰ θὰ πληρώσῃ τὰς αἰτήσεις μας», γιὰ νὰ δοξάζουμε Αὐτὴν μετὰ πόθου πάντοτε.

(Ἱστότοπος «Ἁγίας Ζώνης», Ψηφιακὴ Βιβλιοθήκη, 01/08/2025)

ΓΙΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ (Ὁσίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου)


 Πρέπει, σύμφωνα μὲ τοὺς θείους νόμους, ν' ἀγωνιζόμαστε μ' ὅλη μας τὴ δύναμη ἐναντίον τῆς ὀργῆς καὶ τῆς ἀρρώστιας ποὺ βρίσκεται μέσα μας• καὶ ὄχι, ἐπειδὴ στρέφουμε τὸ θυμὸ ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ἐρημιὰ καὶ τὴν ἀπομόνωση, γιατί δῆθεν ἐκεῖ δὲν ὑπάρχουν ἀφορμὲς ποὺ νὰ μᾶς παρακινοῦν στὴν ὀργή, καὶ γιατί θὰ κατορθώσουμε τάχα εὔκολα τὴν ἀρετὴ τῆς μακροθυμίας στὴ μόνωση. (Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι) ἐπιθυμοῦμε νὰ χωριστοῦμε ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας (καταφεύγοντας στὴν ἐρημιὰ καὶ τὴν ἀπομόνωση), ἐπειδὴ εἴμαστε ὑπερήφανοι καὶ δὲν θέλουμε νὰ κατηγοροῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ ἀποδίδουμε στὴ δική μας ἀμέλεια τὶς αἰτίες τῆς ταραχῆς. Ὅσο ὅμως ἔχουμε τέτοια διάθεση καὶ τέτοιο φρόνημα, ἀποδίδοντας στοὺς ἄλλους καὶ τῆς δικῆς μας ἀμέλειας καὶ ἀδυναμίας τὶς αἰτίες, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ φτάσουμε στὴν τελειότητα τῆς μακροθυμίας. Γιατί τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς διορθώσεώς μας δὲν κατορθώνεται ἀπὸ τὴ μακροθυμία τοῦ πλησίον ἀπέναντί μας, ἂλλ' ἀπὸ τὴ δική μας ἀνεξικακία. Ἂν ὅμως ἐπιδιώκουμε τὴν ἔρημο καὶ τὴ μόνωση γιὰ ν' ἀποφύγουμε τὸν ἀγώνα τῆς μακροθυμίας, τότε ἂς μάθουμε, ὅτι μὲ τὴν ἐρημιὰ θεριεύουν περισσότερο τὰ πάθη μέσα μας, καὶ προπαντὸς τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ, γιατί στεροῦνται τὴ δοκιμασία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Κι αὐτὴν ἀκόμα τὴ σκιὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς μακροθυμίας, τὴν ὁποία φαινομενικὰ νομίζαμε ὅτι εἴχαμε ὅταν ἤμασταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς, τὴ χάνουμε ἀπὸ τὴ στέρηση τῆς δοκιμασίας καὶ τοῦ σωφρονισμοῦ.

Νὰ φροντίσουμε νὰ μὴ θυμώνουμε οὔτε γιὰ δίκαια οὔτε γιὰ ἄδικα (ζητήματα). Ἐπειδή, ὅταν τὸ σκοτεινὸ αὐτὸ πάθος θολώσει τὴ διάνοιά μας, οὔτε φῶς διακρίσεως οὔτε βεβαιότητα ὀρθῆς κρίσεως οὔτε φροντίδα δικαιοσύνης θὰ βρεθεῖ μέσα μας. Καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ φύγει μακριά μας, διωγμένο ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ ταραχὴ
Καὶ ἂς γνωρίζουμε, πὼς οὔτε ἡ σωφροσύνη οὔτε ἡ ἀπάρνηση ὄλου τοῦ ὑλικοῦ κόσμου οὔτε οἱ νηστεῖες καὶ οἱ ἀγρυπνίες καὶ οἱ ἄλλες κακουχίες θὰ μᾶς ὠφελήσουν σὲ τίποτα στὴ φοβερὴ Κρίση, ἂν βρεθοῦμε ἔνοχοι, ἐπειδὴ εἴμαστε κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῆς ὀργῆς καὶ τοῦ μίσους.
Ὁσίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου

Τρίτη 12 Αυγούστου 2025

Η ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΙΡΗΝΗΣ (Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα)

Ὁμιλία Κυριακῆς Θ΄ Ματθαίου (Ἁγίας Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου)

Ἀπὸ τὸν Σεβ/το Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς στὸ Μεζοῦρλο (Λατίνια) Λαρίσης, τὴν Κυριακή, 28-7/10-8-2025, μνήμη τῆς Ἁγίας Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου τῆς θαυματουργοῦ καὶ ἰαματικῆς, μὲ τίτλο: «Ἡ Ἁγία Εἰρήνη Χρυσοβαλάντου χορηγὸς εἰρήνης». 


Πηγή 

Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Θ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970


γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

            Μετὰ τὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντασχιλίων καὶ πλέον ἀνθρώπων, ὁ Χριστὸς διέταξε τοὺς Ἀποστόλους νὰ μεταβοῦν μὲ τὸ πλοῖο στὴν ἀπέναντι πόλη μέχρι νὰ ἀπολύσει τὸ πλῆθος. Ἀφοῦ ἔφυγε ὁ κόσμος, ὁ Χριστὸς μεταβαίνει σὲ κάποιο ὄρος ὅπου, μέσα στὴν ἀπόλυτη ἡσυχία τῆς βραδιᾶς, ἀρχίζει νὰ προσεύχεται. Τὸ συνήθιζε αὐτὸ ὁ Κύριός μας. Ζητοῦσε τὴν ἡσυχία γιὰ νὰ προσεύχεται στὸν Οὐράνιο Πατέρα γιὰ τὴν δική μας φώτιση, μετάνοια καὶ σωτηρία.

            Αὐτὴ τὴν ἡσυχία ἔμελλε νὰ ἀγαπήσουν ἀμέτρητοι Χριστιανοὶ καὶ Χριστιανὲς καὶ νὰ τὴν ἀναζητήσουν στὶς ἐρήμους καὶ στὰ Μοναστήρια, ὅπου ὡς κεντρικὴ ἀσχολία εἶχαν καὶ ἔχουν τὴν διὰ μέσου τῆς ἄσκησης καὶ τῆς ἐγκατάλειψης τῶν ἐγκοσμίων ἕνωση μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Μακάριοι καὶ τρισευλογημένοι ὅσοι ἀγάπησαν καὶ ἀφιερώθηκαν στὴν ἡσυχία.

            Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἡσυχία τοῦ ὄρους ὅπου προσεύχεται ὁ Ἰησοῦς, οἱ Ἀπόστολοι ἀντιμετωπίζουν μιὰ ἄγρια θαλασσοταραχή. Ὁ ἄνεμος εἶναι ἀντίθετος πρὸς τὴν κατεύθυνσή τους, τὰ κύματα ὑψώνονται ἀπειλητικὰ καὶ ἡ σωτηρία τους εἶναι ἀβέβαιη. Ἄλλη μιὰ φορὰ εἶχε συμβεῖ αὐτό, ἀλλὰ τότε ἦταν καὶ ὁ Διδάσκαλος μαζί τους στὸ πλοῖο. Τότε εἶχε δώσει ἐντολὴ στὸν ἄνεμο καὶ στὴ θάλασσα νὰ ἠρεμήσουν καὶ ἐπικράτησε ἡ γαλήνη. Τώρα, ὅμως, δὲν εἶναι ἐκεῖ γιὰ νὰ τοὺς σώσει. Ἐπέτρεψε νὰ μείνουν μόνοι καὶ νὰ δοκιμασθοῦν γιὰ νὰ καταλάβουν τί σημαίνει ἀγώνας, τί σημαίνει ἀπουσία τοῦ Θεοῦ καὶ δύναμη τῆς πίστης. Μέσα σὲ αὐτὴ τὴ δύσκολη στιγμὴ τῆς ζωῆς τους, οἱ Μαθητὲς ἀναζητοῦν ἐντονώτερα τὸν Θεάνθρωπο. Φωνάζουν γιὰ βοήθεια, ἀλλὰ ποιός νὰ τοὺς ἀκούσει στὰ μισὰ τῆς θάλασσας καὶ στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας; Κι ὅμως, κάποιος τοὺς ἀκούει∙ Ἐκεῖνος ποὺ πάντοτε ἀκούει ὅσους Τὸν ἐπικαλοῦνται καὶ τρέχει πρὸς ὅσους Τὸν καλοῦν.

            Τὴν ταραχή τους ἔρχεται νὰ μετατρέψει σὲ μεγάλο τρόμο ἕνα παράδοξο θέαμα: κάποιος περπατάει πάνω στὴ θάλασσα! «Φάντασμα;», σκέφτονται ἀμέσως. Ὥσπου ἀκούγεται ἡ γλυκιὰ φωνή Του: «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε». Ὁ Κύριος εἶναι καὶ ἦρθε νὰ τοὺς σώσει γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, καθὼς μόνοι τους δὲν μποροῦν νὰ σωθοῦν. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ μόνος Σωτῆρας. 

            Ὁ πιὸ ἔνθερμος Μαθητής, ὁ Πέτρος, Τοῦ λέει: «διάταξέ με νὰ ἔρθω σὲ Ἐσένα». Τέτοια ἦταν ἡ λαχτάρα του γιὰ νὰ πλησιάσει τὸν Κύριο ποὺ δὲν εἶπε «διάταξέ με νὰ περπατήσω στὴ θάλασσα», ἀλλὰ «διάταξέ με νὰ ἔρθω σὲ Ἐσένα». «Ἔλα» τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός. Ἀμέσως, ὁ Πέτρος κατεβαίνει ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ περπατᾶ στὴ θάλασσα. Οὐσιαστικά, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ κατάφερε κάτι τὸ ἀκατόρθωτο. Προσέξτε. Ὄχι μόνος του, ἀλλὰ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ μετὰ τὴν Ἀνάληψη ἐκφράζεται μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἀποστόλου καὶ τοῦ Ἐπισκόπου. Δυστυχῶς, πολλοὶ ἐνῶ βλέπουν τὸ καλὸ ἀποτέλεσμα τοῦ νὰ λαμβάνεις τὴν εὐλογία, τὸ ἀκατόρθωτο δηλαδὴ νὰ γίνεται κατορθωτό, σπεύδουν νὰ κινηθοῦν κατὰ τὴν ἀτομική τους βούληση, κάνουν ὅ,τι νομίζουν, ἀποφεύγουν τὴν ὑπακοή. Ἀκόμη, ὅμως καὶ σωστὰ νὰ εἶναι ὅ,σα κάνουν, τοὺς περιμένει ἡ πλήρης ἀποτυχία. 

            Ὁ  Πέτρος, λοιπόν, περπατᾶ στὴ θάλασσα καὶ πλησιάζει τὸν Χριστό. Ὕστερα, ὅμως, ἀρχίζει νὰ βάζει διάφορους λογισμοὺς στὸ μυαλό του∙ «ὤχ, εἶναι πολὺ δυνατὸς ὁ ἀέρας. Τί κάνω; Δὲν θὰ καταφέρω νὰ σταθῶ, θὰ πέσω!». Αὐτὰ σκεπτόμενος, πράγματι ἄρχισε νὰ βουλιάζει. ἂν καὶ δίπλα στὸν Χριστό, δείλιασε καὶ ἔπεσε. Ζήτησε τότε ἀμέσως τὴν βοήθειά Του: «Κύριε, σῶσον με!». Καὶ ὁ Φιλάνθρωπος Θεὸς ἅπλωσε τὸ χέρι Του καὶ τὸν σήκωσε γλιτώνοντάς τον ἀπὸ τὸν θάνατο. 

            Αὐτὲς οἱ δύο σκηνὲς ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καθρεφτίζουν τὴν ζωὴ ὅλων μας. Ἀφενός, ὅταν ἀπουσιάζει ὁ Χριστὸς ἀπὸ κοντά μας, ἄγρια θαλασσοταραχὴ μᾶς ἀπειλεῖ καὶ κατανοοῦμε πόσο ἀδύναμοι εἴμαστε. Θλίψη καὶ φόβος γεμίζει τὴν ψυχή μας καὶ τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ζητήσουμε τὴν βοήθεια Ἐκείνου ποὺ ἀνέβηκε στὸν Σταυρὸ γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ἔρχεται, ἀργὰ ἢ γρήγορα, καὶ μᾶς διατάζει: Ποτὲ μὴν ἀπελπίζεστε. Θάρρος νὰ ἔχετε! Βλέπω τὰ βάσανά σας καὶ εἶμαι δίπλα σας.

            φετέρου, ὅπως ὁ Πέτρος, καὶ ἐμεῖς βλέποντάς Τον νὰ ἔρχεται ὡς Λυτρωτής, μὲ τὴν εὐλογία Του κατεβαίνουμε ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ ξεκινᾶμε τὸ ἀκατόρθωτο στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων∙ προχωροῦμε σὲ ἕναν ἀγῶνα ὑπὲρ φύσιν μὲ σκοπὸ νὰ φθάσουμε στὸν Θεὸ καὶ νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς θεοὶ κατὰ χάριν. Στὴν πορεία, ὅμως, ἐνδεχομένως λογισμοὶ νὰ πειράξουν τὸ μυαλό μας: «ἄραγε θὰ καταφέρω νὰ σταθῶ;». Ξέρετε, ὁ λογισμὸς ποὺ σπέρνει ὁ διάβολος χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὡς «μυρμηγκολέων». Στὴν ἀρχὴ εἶναι μικρὸς, ἀλλὰ ἂν δὲν τὸν διώξουμε ἀμέσως καὶ τὸν ἀφήσουμε νὰ μεγαλώσει, γίνεται λιοντάρι καὶ μᾶς τρώει. Ἔτσι καὶ τώρα, αὐτοὶ οἱ μικροὶ λογισμοὶ μποροῦν νὰ μᾶς ρίξουν στὴ θάλασσα τῆς ἀπελπισίας καὶ τοῦ θανάτου. Ἄν, ὅμως, καὶ ἐμεῖς σὰν τὸν Πέτρο ζητήσουμε τὴν βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεό, Ἐκεῖνος θὰ ἁπλώσει φιλάνθρωπα τὸ χέρι Του, θὰ μᾶς σηκώσει καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει μὲ ἀσφάλεια στὴν αἰώνια Ζωή. 

Μετ’ εὐχῶν,

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΜΕΣΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

Ο μακάριος Αββάς Παύλος ο απλούς διηγήθηκε το εξής γεγονός.

Είχα έναν μαθητή, ο οποίος χωρίς εγώ να το γνωρίζω έπεφτε σε διάφορες αμαρτίες. Συνέβη λοιπόν και αυτός απέθανε.

Και προσευχήθηκα στον Θεό εκτενώς, παρεκάλεσα και την Αγίαν Θεοτόκο, να μου φανερωθή με ποιούς ευρίσκεται η ψυχή του μετά την έξοδο από το σώμα. Πέρασα αρκετές ημέρες στην προσευχή και τότε ήλθα σε έκστασι.

Και βλέπω τον μαθητή μου να βαστάζεται από δύο αγνώστους και να μην έχη καμμιά ενέργεια ούτε ψυχική ούτε σωματική, ούτε ωμιλούσε καθόλου, αλλά ήταν ωσάν απολιθωμένος. Εγω ήμουν σε μεγάλη αγωνία …

Τότε, σαν να μου ήλθε θεϊκή έμπνευσι, θυμήθηκα αυτό που είπε ο Κύριος: «Τον μη ενδεδυμένον ένδυμα γάμου, δήσαντες αυτού χείρας και πόδας, εμβάλετε εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων».

Οταν συνήλθα από την έκστασι, άρχισα να λυπούμαι υπερβολικά και να αδημονώ. Εκανα ελεημοσύνες το κατά δύναμιν υπέρ της ψυχής του και Θείες Λειτουργίες. Παρακαλούσα την Αγίαν Θεοτόκο να ελεηθή αυτός. Παρακαλούσα επίσης υπέρ αυτού τον φιλάνθρωπο Θεό. Και άρχισα να κοπιάζω στην άσκησι και να ξηροφαγώ, ενώ είχα φθάσει σε τόσο βαθύ γήρας.

Μετά λοιπόν από ολίγες ημέρες, βλέπω την Παναγία Θεοτόκο, η οποία μου είπε: «Γιατί λυπείσαι και αδημονείς, παππούλη;». Εγώ απάντησα: «Για τον αδελφό, Δέσποινά μου, διότι τον είδα σε κακή κατάστασι». Αυτή απεκρίθη και είπε: «Εσύ δεν ήσουν που παρεκάλεσες, επειδή ήθελες να τον ιδής; Να λοιπόν, πληροφορήθηκες».

Και εγώ είπα: «Ναι, σε ικετεύω, εγώ παρεκάλεσα, αλλά δεν ήθελα να τον ιδώ στην κατάστασι αυτή. Διότι σε τί μου χρησιμεύει να τον ιδώ και να κλαίω και να πονώ;».

Την άλλη ημέρα είδα (σε έκστασι) πάλι τον αδελφό να έρχεται προς εμένα περιχαρής, να προχωρή μόνος του, να γελάη. Και μου λέγει: «Οι πρεσβείες σου, πάτερ, έκαμψαν την Παναγία Θεοτόκο, διότι σε αγαπάει υπερβολικά. Και παρεκάλεσε τον Σωτήρα να λυθώ από τα δεσμά, διότι ήμουν περιεσφιγμένος με τα σχοινιά των αμαρτιών μου».

Οταν ο αδελφός είπε αυτά τα λόγια, εγώ γέμισα από χαρά. Και αμέσως είδα την Παναγία Θεοτόκο και μου λέγει: « Ελαβες πληροφορία, Γέροντα, έστω και τώρα;». Εγώ αποκρίθηκα: «Ναι, Δέσποινά μου, και χάρηκα πάρα πολύ, διότι είδα αυτόν να είναι σε άνεσι». Εκείνη μου απάντησε: «Πήγαινε λοιπόν και να θυμάσαι πάντοτε τον αδελφό με προσευχές, με ελεημοσύνες και με Θείες Λειτουργίες. Διότι βοηθάει υπερβολικά τους κοιμηθέντας η ελεημοσύνη και η Λειτουργία».

(Απο το Μέγα Γεροντικό)

Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

Ο ΛΕΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (pdf)

(Κατόπιν αιτήσεως πολλών πατέρων και αδελφών, αναρτώ δωρεάν σε μορφή pdf το εξαντλημένο βιβλίο μου για τον Αρχιεπίσκοπο Λεόντιο. Παρακαλώ για τις ευχές σας)

 Πηγή

Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Η´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

DSC 8970

 

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

   Ἤδη ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, χίλια χρόνια πρὶν τὸν Χριστό, ὁ Προφήτης Δαβὶδ ἔψαλλε: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλλατωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ». Τὸ ἴδιο μποροῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ ψάλλουμε μετὰ βεβαιότητος, παίρνοντας ὡς ἀφορμὴ τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. 

   Ὁ Χριστός, μόνος μὲ τοὺς Μαθητές Του σὲ ἔρημο τόπο, εἶδε πολὺ κόσμο νὰ ἔρχεται πρὸς Αὐτόν. (Κὶ ὅμως, ἀγαπητοί, ἐκείνη τὴν ἐποχή, δίχως τὰ ὀχήματα ποὺ ἐξυπηρετοῦν ὅλους ἐμᾶς σήμερα, χιλιάδες ἄνθρωποι μὲ πολλὴ δίψα γιὰ τὸν Θεῖο Λόγο, διένυαν δεκάδες χιλιόμετρα γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸν Κύριό μας, νὰ λάβουν ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματά τους καὶ νὰ Τοῦ παρουσιάσουν τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν γιὰ νὰ τοὺς θεραπεύσει. Σήμερα, μὲ ὅλα τὰ ὀχήματα, μὲ ὅλη τὴν πρόοδο τῆς τεχνολογίας, ἀντὶ ἡ ἀνθρωπότητα νὰ τρέχει μὲ ὁρμὴ πρὸς τὸν Θεό, διακρίνουμε, δυστυχῶς, τὸ ἄκρως ἀντίθετο. Πολλοί, μάλιστα, ἐκ τῶν Χριστιανῶν θεωροῦν ὅτι μὲ μόνο τὸν ἐκκλησιασμὸ τῆς Κυριακῆς ἐκπληρώνουν τὰ καθήκοντά τους πρὸς τὸν Θεὸ καὶ δὲν ἔχουν ἄλλη ἐπαφὴ μαζί Του) Βλέποντας, λοιπόν, ὁ Κύριος τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων, τοὺς σπλαχνίσθηκε καὶ παρ’ ὅλη τὴν κόπωση, θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους καὶ ξεκίνησε τὴν διδασκαλία. Καίτοι χιλιάδες οἱ ἄνθρωποι, Τὸν ἄκουγαν ὅλοι μὲ εὐλαβικὴ σιωπή. Ἡ ἡμέρα πέρασε καὶ ὁ ἥλιος ἔφθασε στὴ δύση του. Οἱ Ἀπόστολοι ἀνήσυχοι πλησίασαν τὸν Ἰησοῦ καὶ Τὸν παρακάλεσαν νὰ ἀπολύσει τοὺς ὄχλους γιὰ νὰ καταφύγουν στὶς πόλεις καὶ νὰ ἀγοράσουν τροφές, διότι ἦταν ὅλοι πολλὲς ὥρες νηστικοί. 

   Μήπως ὁ Χριστὸς δὲν ἤξερε ὅτι τὰ πλήθη ἄρχισαν νὰ πεινοῦν καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ πάνε ἐγκαίρως νὰ ἀγοράσουν τροφές; Σίγουρα γνώριζε. Εἶχε, ὅμως, τὸ σχέδιό Του, μέσω τοῦ ὁποίου θὰ ὠφελοῦσε καὶ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων.

   Μήπως, πάλι, περίμενε τοὺς Ἀποστόλους νὰ Τοῦ ποῦν γιὰ τὴν τροφή; Πράγματι, ἴσως καὶ νὰ τοὺς περίμενε μέχρι νὰ ἐπιδείξουν οἱ ἴδιοι τὸ ἀπαραίτητο ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς συνανθρώπους τους, ὅπως ἐπιβάλλεται νὰ κάνουμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί. Ζοῦμε, ξέρετε, ὄχι μόνο γιὰ νὰ παίρνουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ δίνουμε. Καί, μάλιστα, μὲ τὸ νὰ δίνουμε ἀποταμιεύουμε μεγαλύτερο θησαυρὸ τόσο στὴ γῆ ὅσο καὶ στὸν οὐρανό. 

   Λέει, λοιπόν, ὁ Κύριος στοὺς Ἀποστόλους: «δὲν χρειάζεται νὰ φύγει ὁ κόσμος. Φέρτε ἐσεῖς σὲ αὐτοὺς νὰ φᾶνε». Οἱ Ἀπόστολοι ἀπαντοῦν: «Κύριε, ἔχουμε ἐδὼ μόνο πέντε ἄρτους καὶ δύο ψάρια, ἀλλὰ αὐτὰ εἶναι πολὺ λίγα γιὰ τόσο κόσμο». «Φέρτε τὰ σὲ ἐμένα», τοὺς λέει Ἐκεῖνος. Παρουσίασαν, τότε, οἱ Μαθητὲς τὶς τροφές, ὁ Κύριος ἔστρεψε τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, εὐλόγησε, ἔκοψε τοὺς ἄρτους καὶ τὰ ψάρια καὶ διέταξε τοὺς Ἀποστόλους νὰ μοιράσουν τὰ κομμάτια στοὺς ἀνθρώπους. Τί συνέβη στὴ συνέχεια; Ὄχι μόνο ἔφαγαν καὶ οἱ πέντε χιλιάδες ἄνδρες μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, ἀλλὰ καὶ χόρτασαν καὶ γέμισαν μὲ τὰ περισσεύματα δώδεκα γεμάτα κωφίνια, εἰς δόξαν τοῦ Μεγάλου Θεοῦ μας. Νὰ σημειωθεῖ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅτι τὰ δώδεκα κωφίνια ἀντιστοιχοῦν στοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους. Ἕκαστος ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο τὴν ἐντολὴ νὰ μεριμνᾶ τόσο γιὰ τὶς ψυχὲς ὅσο καὶ γιὰ τὰ σώματα τοῦ ποιμνίου, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας νὰ εἶναι πολλὲς φορὲς ἀνώτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐπιτελεῖ ἡ κοσμικὴ ἐξουσία.

   Πρὶν λίγες ἑβδομάδες, εἴχαμε ἀκούσει τὸν Χριστὸ νὰ λέει: «ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα (τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ) προστεθήσεται ὑμῖν». Αὐτὰ τὰ λόγια ἐπιβεβαιώνονται μὲ τὸ σημερινὸ θαῦμα τοῦ Κυρίου. 

   Ὅσο παράξενο καὶ ἂν φαίνεται, εἶναι γεγονός, ἀδελφοί, ὅτι ἂν ἔχουμε ὡς προτεραιότητα στὴ ζωή μας τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἂν ἐπιμένουμε μὲ εὐλάβεια στὸν τακτικὸ ἐκκλησιασμό, ἂν θυσιάζουμε, ἂν ὄχι ὅλο τὸν ἑαυτό μας, ἔστω ἕνα κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας γιὰ τὸν Θεό, πάντοτε θὰ φροντίζει καὶ γιὰ τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ σῶμα μας. Μπορεῖ ὁ ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸ ἄνθρωπος νὰ μὴν ἔχει τὰ ἀκριβὰ σπίτια ἢ τὰ πολυτελῆ φαγητά, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα αἰσθάνεται ὅτι ἔχει τὰ πάντα καὶ δὲν τοῦ λείπει τίποτα, καθὼς πιστεύει σὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι «ὁ θησαυρὸς τῶν (πνευματικῶν καὶ ὑλικῶν) ἀγαθῶν».  Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ εἴμαστε, ὅπως λέει ὀ Ἀπόστολος Παῦλος «μηδὲν ἔχοντες καὶ τὰ πάντα κατέχοντες». Μπορεῖ οἱ πλούσιοι τῆς γῆς νὰ φτάσουν στὸ σημεῖο νὰ πεινάσουν, ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ποὺ ἔχει Θεὸ μέσα του, ἔχει ὅλη τὴν εὐλογία, ὑλικὴ καὶ πνευματική. 

   Πρὸς ἐνίσχυση ὅλων τῶν ἀνωτέρω, βλέπουμε σήμερα, σὲ δυσχερεῖς οἰκονομικὰ συνθῆκες νὰ χτίζονται ἀπὸ τὸ τίποτα Ναοί, Μοναστήρια, εὐαγῆ ἱδρύματα καὶ ἄλλα κοινωνικὰ ἔργα μὲ μόνη τὴν πίστη κάποιων ἀνθρώπων καὶ τὴν δυσερμήνευτη εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι, ἄλλωστε, γραμμένο ὅτι «Ὅπου γὰρ βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις».

   Αὐτὸς ὁ Θεὸς διαχρονικὰ μᾶς προτρέπει: «αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται». Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα οἱ Ἀπόστολοι δὲν ζήτησαν τροφὴ ἀπὸ τὸν Χριστό. Τοῦ ζήτησαν ἀπλῶς νὰ ἀπολύσει τοὺς ὄχλους. Παρὰ ταῦτα, Ἐκεῖνος ἔκανε μεγαλύτερη ἀγαθοεργία μέσα ἀπὸ τὸ θαῦμα. Ἂν δίχως νὰ Τοῦ ζητηθεῖ, χόρτασε πάνω ἀπὸ πέντε χιλάδες ἀνθρώπους, πόσο μάλλον θὰ μᾶς προσφέρει τὰ ἀγαθά Του, ἂν μὲ πίστη Τοῦ τὸ ζητήσουμε; 

   Πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἂν ζοῦμε γιὰ τὸν Θεό, τίποτα δὲν θὰ μᾶς λείψει, ὥστε μὲ περισσότερη προθυμία νὰ συνεχίσουμε τοὺς πνευματικούς μας ἀγῶνες. 

   Βεβαίως, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι θὰ τὰ περιμένουμε ὅλα ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐγωκεντρικά. Ἔχουμε καθῆκον νὰ κουνήσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν χεῖρα μὲ τὴν τίμια ἐργασία μας. Τονίζω αὐτὸ τὸ «τίμια ἐργασία», διότι μόνο αὐτὴ εἶναι ἀρεστὴ στὸν Θεό. Ἡ ἄτιμη καὶ παράνομη ἐργασία ὅσα πλούτη καὶ ἂν ἀποφέρει, ὅλα εἶναι ἐκτεθειμένα στὸν ἄνεμο. Δὲν ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνὰ πάσα ὥρα καὶ στιγμὴ δύνανται νὰ γίνουν καπνός. 

   Ὡς Χριστιανοὶ δὲν ἔχουμε σχέση μὲ αὐτά. Ἐργαζόμαστε τίμια καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα ἀποβλέπουμε στὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ μας. Τὸ σημερινὸ θαῦμα μᾶς γεμίζει μὲ θάρρος καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Θεὸς ποὺ πιστεύουμε δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει, ἀρκεῖ κὶ ἐμεῖς νὰ μὴν Τὸν ἐγκαταλείψουμε. Εἴμαστε κοντά Του; Εἶναι καὶ Ἐκεῖνος. Φροντίζουμε τὸ σπίτι Του ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Θὰ φροντίσει τὸ σπίτι μας. Ἀκοῦμε τὸν λόγο Του; Θὰ ἀκούσει τὰ αἰτήματά μας. Εἴμαστε φίλοι Του; Εἶναι δικός μας. Τί περισσότερο μπορεῖ νὰ θέλει κανείς; 

Μετ’ εὐχῶν,

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

 ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομου